Το Φρούριο

Home Γενικά Ιστορικά Φωτογραφίες 20ος Αιώνας Το Φρούριο Αξιοθέατα

                                                                                                                                                                    

   "Δεν ξέρω ποιος το 'χτισε (...] Το κάστρο το επισκεύασε, με αδεια του Παντισαχ, ο Χαμζα-Μπέης και για την επισκευή (του], ξοδεψε σαραντα πουγγια . Το κάστρο βρίσκεται στην άκρη ενός ψηλού κι απόκρεμνου βραχοβουνου, ύψος που μπορεί κανείς να δει από κει απανω τη Λάρισα, τα Τρίκαλα, την Ασπρη Θάλασσα και τοπους σ' απόσταση πέντε ημερών (δρόμο], και μοιάζει με το καστρο του Ντεμαβέντ. Εχει μοναχά μια πύλη, που ανοίγει κατά τη δύση. Είναι τετράγωνο, επισκευασμένο τελευταία. Ο γύρος του είναι χιλια βήματα. Τριγύρω του δεν υπάρχει ταφρος. Και τούτο, γιατί είναι απόγκρεμνο σαν το πηγάδι της Κολασης. Μέσα στο καστρο βρίσκεται το σπίτι του φρούραρχου, δέκα σπίτια στρατιωτών, το τζαμί του Μεχμέτ Χαν, μπαρουταποθήκη, στέρνες, αμπάρια για σταρι, και τίποτ' άλλο. Απο κάτω, όμως, το κομματι της πολιτείας που βρίσκεται οξ' απ' τα τειχιά, εκατο υπέροχα και περίτεχνα δίπατα σπίτια, σκεπασμένα με κεραμίδια, που βλέπουν κατά τον κάμπο. 'Εχει πέντε μαχαλάδες και πέντε ιερά. Υπάρχει τζαμί του Χαμζα-Μπέη, που 'ναι μες στο καστρο, το τζαμί της Εβλιγια Χατούν και τρία μικρά συνοικιακά τεμένη. Υπαρχουνε, ακόμα, πενήντα σπίτια απίστων, δυο μικρά χανια, ένα μικρό λουτρό, είκοσι μικρά μαγαζιά, ένας μικρός μεντρεσές, ένα σχολείο, ένας τεκές και -εδώ και εκεί- αμπέλια. Είναι σοφία Θεού, πως ένα -τοσο δα- ψηλο βουνό έχει τόσα ζωογόνα νερά". (Απόσπασμα από περιγραφή του περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή, κατά την επίσκεψη του στο Φανάρι το 1668).

       Το φρούριο του Φαναρίου χρονολογείται από τους βυζαντινούς χρόνους και ειδικότερα η κατασκευή του τοποθετείται τον 13ο αιώνα. Είναι το μοναδικό καλοδιατηρημένο φρούριο σε όλη τη δυτική Θεσσαλία και μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του '50 υπήρχαν ακέραιες και οι επάλξεις του. Δυστυχώς η παραμέληση του από την πολιτεία και τους τοπικούς φορείς είχε ως αποτέλεσμα την λαφυραγώγηση του, καθώς τα υλικά από τα οποία είναι χτισμένο (κυρίως πέτρα πελεκητή και τούβλα) πρόσφεραν την πρώτη ύλη για την κατασκευή σπιτιών από τους ντόπιους, και όχι μόνο. Μέχρι και η Εθνική Τράπεζα της Καρδίτσας είναι χτισμένη με πέτρες που μεταφέρθηκαν από εδώ! Έστω και καθυστερημένα όμως ανέλαβε η πολιτεία την διάσωση του και άρχισε η ανοικοδόμηση του από την 7η εφορία βυζαντινών αρχαιοτήτων.

   Το κάστρο είναι χτισμένο πάνω στο λόφο του Φαναρίου και τα παλιότερα χρόνια ήλεγχε το πέρασμα από την Ήπειρο στη Θεσσαλία. Στο εσωτερικό του σώζονται ερείπια διάφορων κτισμάτων και δεξαμενών, υπήρχε δε μέχρι πρότινος σε άριστη κατάσταση θολωτό κτίσμα, που χρησίμευε πιθανόν για πυριτιδαποθήκη και το οποίο κατέρρευσε σχετικά πρόσφατα. Βρέθηκαν επίσης ερείπια τζαμιού και πλακόστρωτοι διάδρομοι. Η περίμετρος του φρουρίου είναι διακόσια τριάντα μέτρα και στα τείχη του υψώνονται πέντε πύργοι. Το ύψος των τειχών του φτάνει τα δέκα μέτρα και το πλάτος τους τα δύο.

   Το κάστρο χρησιμοποιήθηκε κατά την  εποχή της τουρκοκρατίας από τους Τούρκους ως στρατώνας και το ίδιο συνέβη και από τον ελληνικό στρατό μετά την απελευθέρωση. 

    Οι πρώτες εργασίες ανασκαφής έγιναν το 1984 και διήρκεσαν δύο περίπου χρόνια, οπότε και σταμάτησε κάθε περαιτέρω προσπάθεια. Μετά την πάροδο μιας δεκαετίας εντάχθηκε σε χρηματοδοτικό πρόγραμμα αναστήλωσης κι εντάχθηκε σ΄ αυτό το 1995, οπότε πλέον κι άρχισε ουσιαστικά η αποκατάσταση του μοναδικού αυτού ιστορικού μνημείου.

                                                                                                                                                                           Παρακάτω παρατίθεται η ιστορική-λαογραφική μελέτη του Β. Καλογιάννη , όπως δημοσιεύθηκε την 9/12/1961 στην "Θεσσαλική Ηχώ", σχετικά με το φρούριο αλλά και το Φανάρι γενικότερα.

   <<  'Ένα από τα πιο γνωστά ιστορικά κτίσματα της Δυτικής Θεσσαλίας, τα υπολείμματα του οποίου επιτρέπουν να το αναπλάσουμε σ' όλη του την προτερινή κατάσταση είναι το Βυζαντινό Φρούριο του Φαναρίου, που στεφάνωνε και προστάτευε την ομώνυμη κωμόπολη. Από την θέση που είχε το Κάστρο αυτό της περιοχής Καρδίτσης, δικαίως θεωρούνταν ως φυσικό αντέρεισμα του άλλου μεγάλου Φρουρίου των Τρικάλων για το οποίο γίνεται λόγος πιο κάτω. 

    Το Κάστρο του Φαναρίου είναι κτισμένο στην ίδια περίπου θέση όπου στα αρχαία χρόνια υψωνόταν περήφανη η Ακρόπολη της προομηρικής ακόμη οχυρής πόλεως-κράτους, της "κλωμακόεσσας" Ιθώμης που ήταν θεμελιωμένη στα πλαϊνά ενός ακρόβουνου, στα ανατολικά του Μουζακίου και σε απόσταση 10 χιλιομέτρων περίπου νοτιοδυτικά των Γόμφων. Η ΙΘώμη ήταν πόλη της Εστιώτιδος μιας από τις φυλετικές Επαρχίες της αρχαίας Θεσσαλίας. Οι πανάρχαιοι ελληνικοί Θρύλοι αναφέρουν άτι οι Ιθωμίτες πήραν μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, υπό τις διαταγές των γιών του Ασκληπιού Μαχάονος και Ποδαλειρίου. 0 Στράβων διαστέλλοντας την απ' την συνώνυμή της μεσσηνιακή Ιθώμη, λέει ότι επιβάλλεται να προφέρεται Θώμη. 0 ίδιος μας γνωρίζει οτι στον καιρό του η Ιθώμη υπαγόταν στην πλησιοχωρή της Μητροπολη, στην οποίαν σιγά - σιγά μετοικούσαν οι κάτοικοί της. 

    Το Φρούριο επεσκέφθη και ο Ν. Γεωργιάδης ολίγον μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας, το 1881, και ο οποίος γράφει τα εξής στο περίφημο και πολύτιμο βιβλίο του "Θεσσαλία" (1894). "Επί δε της ακρωρείας, της υψουμένης προς ανατολάς της κοιλάδος του Μουζακίου, κείται μικρόν χωρίον Φανάρι, όπερ, κείμενον εν θέσει απόπτω, καθίσταται έτι καταφανέστερον εiς τον εκ της πεδιάδος ερχομενον δια τα κεκονιαμένα τείχη του περιβάλλονrος αυτά φρουρίου. Το χωρίον μικρόν και άσημον, κατοικείται υπό 200 οικογενειών, των πλειόνων Τουρκικών, το δε περιβάλλον αυτό βυζαντινόν φρούριον διατηρείται και μέχρι σήμερον λίαν οχυρόν ως εκ της τοποθεσίας του. Ενταύθα ήδρευε πρότερον o Επίσκοπος Φαναρίου - Φαρσάλων, διαμένων ήδη εν τη τελευταία πόλει. Εν τω φρουρίω παρατηρούνται ορθογώνιοι λίθοι των τειχών της ενταύθα κειμένης ερυμνής και κλωμακοέσσης Ιθώμης πόλεως προμηρικής. Ο Στράβων, μνημονεύων ταύτης, ως ομωνύμου της Μεσσηνιακής, προσεπιλέγει, ότι η θεσσαλική οφειλει να προφέρηται αφαιρουμένης της πρώτης συλλαβής, διά και THEUMA καλείται υπό του Λιβίου (42.13) υπήγετο δε κατά τους χρόνους του Στράβωνος η πόλις εις την χώραν των Μητροπολιτών (της οποίας τα ερείπια μία ώραν μακράν των της Ιθώμης θα ανεύρωμεν εν τω Παλαιοκάστρω) και έκειτο μεταξύ τεσσάρων φρουρίων ως εν τετραπλεύρω κειμένων Τρίκκης τε και Πελινναίου και Γόμφων και Μητροπόλεως (9,36)". 

    Το φρούριο του Φαναρίου που δέσποζε όλης της περιοχής, εγνώρισε κι αυτό με τη σειρά του τις περιπέτειες που εσφάγισαν ολόκληρη την Θεσσαλία και την κεντρικήν Ελλάδα. Στα μεσαιωνικά χρόνια αναφέρεται το Φανάρι από διαφόρους συγγραφείς αφ' ενός γιατί υπήρξε ένας τόπος καλά οχυρωμένος κι αφ' έτέρου διότι αποτέλεσε έδραν Επισκόπου Φαρσάλων κατέστη αργότερα κι ως τις ημέρες μας Μητρόπολη Φαναριοφερσάλων, με τωρινήν έδρα την Καρδίτσα που συνοικίσθηκε κατά τα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας, και που δοξάστηκε με τον Αγιο Σεραφείμ ο οποίος μετά την αποτυχία της επαναστάσεως του Μητροπολίτη Λαρίσης - Τρίκκης, στην οποία έλαβε μέρος, εμαρτύρησε στα χέρια των μπογήδων του Τουρκου Πασά Χατζήμπεη, αρνούμενος ν' αλλαξοπιστήση. 'Έτσι άγιασε και τιμάται ως Πολιούχος Καρδίτσης. Η σημερινή Μητροπολη Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων, συμπεριλαμβάνει τις επαρχίες Καρδίτσης και δώθε α) από τη Φαναριοφερσάλων που με έδρα το Φαναρι, επεκτεινόταν και σε τμήμα της Ευρυτανίας, β) από την πεδιάδα πούχε αποσπασθεί από την Μητρόπολη Λαρίσης και γ) από τα τμήματα που απεσπάσθησαν από τις καταργημένες Επισκοπές Γαρδικίου, Θαυμακού (Δομοκού), Ροδοβιζίου. Το Φανάρι, προ του oποίου υπάρχει ο Σταθμός Φανάρ-Μαγούλα, ήτο έδρα του Δήμου Ιθώμης, του οποίου στα παληά χρόνια περιώνυμα είχαν καταστεί γνωστά ως "Πήλινα Αγγεία Φαναριού". Παληά, η επισκοπή Φαναρίου - Φερσάλων με έδρα το ομώνυμο Φρούριο, υπαγόταν στην Μητρόπολη Λαρίσης μαζί με άλλες εννέα Επισκοπές, μέχρι της απελευθερώσεως του 1881, οπότε διετέλεσε ως ομώνυμη Αρχιεπισκοπή. 

    Μεγάλες και πολυποίκιλες περιπέτειες εγνώρισε το Φρούριο και η Πολιτεία του Φαναρίου κατά τα σκοτεινά χρόνια των μεσαιωνικών αναστατώσεων. Από κάποιον "Ορισμο" του Βυζαντινού χωροδεσπότη Μιχαήλ Γαβριλοπούλου, πληροφορούμεθα ότι το Κάστρο, ήταν οχυρό του και η χώρα του Φαναρίου τσιφλίκι του ιδιόκτητο και άγρια φορολογούμενο. Μάλιστα η καστροπερίτειχη περιοχή, υπήρξε η μόνιμη έδρα του Οίκου των ηγεμονίσκων Γαβριλόπουλων, που υπεσχέθησαν ότι δεν θ' αφίσουν Αλβανούς και Φράγκους να διαβούν. Οι διάφοροι φεουδάρχες-τοπάρχες της Θεσσαλίας, με τους εμφυλίους σπαραγμούς τους και την κακοδιοίκηση μαζί με την οικονομικήν αφαίμαξη του τόπου, την αναρχία και την παραλυσία της ασυδοσίας τους έφεραν σ' απόγνωση τον αγροτικό πληθυσμό του τόπου. Γενικώτερα στην Θεσσαλομαγνησία αρχόντευαν οι Μελισσηνοί στην γενιά των οποίων ανήκε και ο από το 1920-1333 επικρατήσας, στο μέρος τούτο της Δυτικής Θεσσαλίας, με κέντρο του το Φανάρι, Στέφανος Γαβριλόπουλος. Το όνομά του το διαβάζουμε σ' ένα χειρόγραφο Βυζαντινό, χρονολογούμενο από το 1295, το οποίο ανεύρε ο Γάλλος περιηγητής Εζέ, σε κάποιο ναό του Φαναρίου. Σ' αυτό το χειρόγραφο μνημονεύεται, ότι ο αρχοντίσκος εκείνος εχορηγούσε και προνόμια τινα εις τους εγκατοίκους του Καστρίου και της χώρας Δαμασίου και δη ατέλειαν. Οι φόροι την εποχή αυτή, στην Βυζαντινή Θεσσαλία ήσαν: "Αγγαρεία, Ψωροζημία. Οινελαίου δόσεις, Νόμιθρον, Χειροδεκατείοι, καστροκτησία, μελισσοκομείον, Καπνολόγιον, Βιολόγιον, Κομέρκιον (εμπόριον) πρεβένδα (πρόνοια). Στο έγγραφο, εκείνο, προσετίθετο ακόμη: "ουδέ η κατά καιρόν κεφαλή, ουδέ σκυλόμαγκος, ουδέ μετιτάριος, ουδέ εξιλαστήρ, ουδέ ιεροκοπετριτάριος, ου δε άλλος τις των απάντων μαζών εξαιρούνταν,, δηλαδή, της φορολογίας. Για τις φορολογίες αυτές, στην περιοχή του Φαναρίου, πληροφορούμαστε αρκετά από τις παλαιογραφικές έρευνες που είχε κάνει ο αείμνηστος Νίκος Βέης στο Μεγάλο Μετέωρο όπου βρήκε σχετικά εθνοθρησκευτικά στοιχεία της Μονής της Λυκουσάδος, που βρίσκεται κοντά στο Κάστρο του Φαναρίου και που σήμερα ονομάζεται Λουξάδα. Η Μονή αυτή είναι κτίσμα της συζύγου του Σεβαστοκράτορος Ιωάννη Α' Κομνηνού Αγγελου Δούκα η οποία ως μοναχή έφερε το όνομα Υπομονή. Μετά την παρακμή του Μοναστηρίου, κατά τα τέλη του 18ου αιώνος, και την τέλεια εγκατάλειψή του, τα αρχεία του μεταφέρθησαν στα Μετέωρα. Εκεί ο ακαδημαϊκός Βέης βρήκε ένα χειρόγραφο "γράμμα" αναγόμενο στο έτος 1328, υπογραφόμενο από τον Ιωάννη τov Μίγαρη. Αυτός ο Μίγαρης κατ' εντολή του Χωροδεσπότου τμημάτων τινων της Θεσσαλίας Στεφάνου Γαβριλοπούλου, ενήργησε "αναγραφήν" και "αναθεώρησιν της Βλαχίας", δηλαδή ένα είδος κτηματογραφικής απογραφής των εγγείων ιδιοκτησίων, στους καταλόγους των οποίων, πολλές φορές περιλαμβάνονται και τα περιουσιακά στοιχεία των εντός των ιδιοκτησιών υπαγομένων κατοiκων. ('Ιδε "Θεσσαλικό Μελλον" της 23.4.1960 Π.Γ.)

    Τα αποσπάσματα που παραθέτουμε είναι χαρακτηριστικά. Κι' είναι ενδιαφέρον και πολύ άξιος αναγραφής ο τρόπος κατά τον οποίον συνετάσσονταν αυτοί οι κατάλογοι και τα εκτιμώμενα περιουσιακά στοιχεία κάθε παροίκου. Παραθέτομεν δείγμα: «Κωνσταντίνος ο Μάβρος. 'Εχει υιόν Μιχαήλ, βόϊδι εν, αργόν εν, πρόβατα τριάκονται". "Χήρα Μαρία, έχει υιόν Θεοδωρον, έτερον Ιωάννην, βόϊδι εν, αργά δύο, πρόβατα είκοσι πέντε". Και έτσι συνεχίζεται η απογραφή της αστικής καταστάσεως και των περιουσιακών στοιχείων του απογραφομένου. 'Όπως βλέπομε την οικοyενειακή κατάσταση δεν αναγράφονται τα θήλεα τέκνα, εις δε την οικoνομική κατάσταση δεν λογαριάζονται τα γίδια. Με άλλα λόγια οι Βυζαντινοί προπάτορές μας ήσαν σοφώτεροι οικονομολόγοι από όσο είμεθα σήμερα ημείς. (Σημ. "αργόν" ονομάζεται το γαίδούρι). Η κατά κάποιον τρόπο, απογραφή προσώπων και πραγμάτων της εποχής αυτής σχετίζεται με την εξακρίβωση της οικονομικής καταστάσεως των απηνώς φορολογουμένων Θεσσαλών. 

    Μετά τον θάνατο του άρχοντος Φαναρίου Στεφάνου Γαβριλοπούλου-Μελισσηνού, στα 1333 που ήταν όπως γράφει ο Γ. Κορδάτος ("lστορία της Επαρχίας Βόλου και Αγιάς") ο μεγαλύτερος Φεουδάρχης-άρχοντας της Θεσσαλίας, ο τότε διοικητής της Θεσσαλονίκης Μονομάχος ή Μονομαχάτος βρήκε την ευκαιρία και κατέβηκε με στρατό και στόλο στον Θεσσαλικό κάμπο και στον Παγασητικό κόλπο και κατέλαβε τον Γόλον (Βόλο), το Καστρί, το Λυκοστόμιο των Τεμπών, τους Σταγούς (Καλαμπάκα), τα Τρίκαλα, το Φανάρι και την Ελασσόνα μ' όλα τα κάστρα της περιοχής ανάμεσα στα οποία και του οχυρού Δαμασίου, όπως περιγράφει ο Καντακουζινός (Α' 473). 0 Μονομαχάτος αποσκοπούσε στο να υπαγάγη τα αλληλομάχομενα κρατιδια των τοπαρχών στην κεντρική Βυζαντινή εξουσία του στέμματος του Δικεφάλου Αετού. Ταυτόχρονα όμως εκινήθη κι ο Δεσπότης του Δεσποτάτου της Ηπείρου Ιωάννης Β Κομνηνός ο οποίος με ξαφνικήν επιδρομή κατέλαβε τα κάστρα του Φαναρίου, των Τρικάλων, του Δαμασιού, της Ελασσόνος και άλλα οχυρά της Θεσσαλίας όπου εγκατέστησε φρουρές. Τότε,όμως ο Αυτοκράτωρ Ανδρόνικος, πληροφορηθείς τα της προελάσεως του Ιωάννη, και για να ολοκληρώση το έργο του Μονομαχάτου, έσπευσε ο ίδιος να καταλάβει εύκολα τα αυτόνομα φρούρια πούχε καταλάβει ο δεσπότης της Ηπείρου, του οποίου τις φρουρές εξαπόστειλε αβλαβείς στις εστίες τους. Κι' αφού διευθέτησέ τα της Θεσσαλίας, επανοχύρωσε τα φρούρια της τα σποία "επανέζευξεν εις το Βυζάντιον".

     Μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου, επήλθε διαίρεση του στρατού και των μεγιστάνων του Βυζαντίου απ' τους οποίους άλλοι πήγαν με το μέρος του ανηλίκου γιου του Ανδράνικου Ιωάννη του Παλαιολόγου κι άλλοι μ' επικεφαλής τους Θεσσαλούς, έστειλαν πρεσβεία και κάλεσαν τον Καντακουζινό να καταλάβη την χώρα τους, πράγμα που έγινε δια του αποσταλέντος ως διοικητού ανεψιού του Ιωάννη Αγγέλου, ο οποίος κατέλαβε όλες τις πόλεις και τα κάστρα του τόπου. 'Έτσι ενώθηκε κι ηρέμησε πρόσκαιρα η Θεσσαλία που έδιωξε τους Καταλανούς. Σ' αυτό το μεταξύ στα 1304, το Κάστρο του Φαναρίου εγνώρισε την κυριαρχία της Άννας της Ηπείρου που μαζί με τους περιοικούντες επιδρομείς Βουλγάρους, θαρρώντας την ευκαιρία των αναστατώσεων κατάλληλη, επιχείρησαν την κατάλυση του Θεσσαλικού Κράτους. Και, "άμ' έπος (συμφωνία) αναφέρουν οι χρονικογράφοι - άμ' έργον", την ίδιαν χρονιά (1304), δυνάμεις προφυλάκων της Άννας κατελαβον το φρούριον και την χώρα του Φαναρίου, ενώ η ίδια ετοιμαζόταν να κατελθει στην Θεσσαλική πεδιάδα. Τότε ακριβώς ο Δουξ των Αθηνών Γουίδων, μαθαίνοντας τα συμβάντα εις βάρος του υπό την επικυριαρχία του τελούντος τόπου, συνεκάλεσε όλους του υποτελείς Φεουδαρχοτοπάρχες και οδηγώντας 800 σιδερόφρακτους ιππότες Φράγκους Θεσσαλούς ιππείς και 3000 πεζικάριους εισηλασε στην Θεσσαλία και καταλαμβάνοντας τον Δομοκό, έστειλε απειλητικά μηνύματα στην Άννα την Ηπειρωτική. Η "αφέντρα" του Φαναρίου, τότε, μ' ένα απεσταλμένο της καμώθηκε πως δήθεν η Φαναριωτική καστροχώρα είχε καταληφθεί παρά τις διαταγές της και ότι είναι πρόθυμη να τ' αποδώσει και συγχρόνως να πληρώσει 7.000 υπέρπυρα (φράγκα 784.00) στον Γονϊδωνα και 3.000 υπέρπυρα επίσης (δηλ. 336.000 φράγκα) στον υπ' αυτόν Σαίντ Ομέρ. 'Ετσι ο Γουϊδων ελυσε την πολιορκίαν του κάστρου κι' έφυγε για την Θήβα.

     Το Φανάρι όπως και άλλα κάστρα υπαγόταν στον Χωροδεσπότη της Θεσσαλίας, κι' από νωρίτερα είχε οργανωθεί "επί φραγκικώτερον" υπαχθέν προσκαίρως στην πρωτεύουσα των Νεοπατρών (Υπάτης) υπό τον Σεβαστοκράτορα Κομνηνό που συνεργαζόταν με τους ξένους. Το Φανάρι, Δαμάσι και άλλα κάστρα της δυτικοθεσσαλικής περιοχής, υπό τον Δεσπoτη της Ηπειροθεσσαλίας Ιωάννη Β΄ Αγγελο, απέφυγε νάρθη σε ρήξη με τους Καταλανούς που με δώρα, τους έπεισε να εκκενώσουν τη Θεσσαλία και να κατέλθουν νοτιώτερα, για να ξαναγυρίσουν αργότερα και να τα πατήσουν ανελέητα. Το Κάστρο του Φαναρίου εγνώρισε το κατακτητικό λάβαρο του Μεγάλου Κράλη των Σέρβων Στεφανου Ντουσλάν ο οποίος μ' επικεφαλής του στρατού του τον στρατάρχη Πρελιούπ, εγκαθίδρυσε για πολλά χρόνια την πρόσκαιρη Σλαβοκρατία απ' το Φανάρι ως τα Μετέωρα. Τελευταία, κατά το 1420-23, το Κάστρο του Φαναριού, συντρίβεται απ' τις ορδές του Μπεηλέρμπεη Σαζή Τουρχάν που εξαπέστειλε ο Σουλτάνος Βαγιαζήτ ο "Γκιλντερίμ" (Κεραυνός) για την κατάκτηση της Θεσσαλίας. Επί Τουρκοκρατίας, συναντούμε στο Φανάρι ως τσιφλίκι του Αλή Πασά, μαζί με τα Κανάλια και την Μαγουλίτσα. Στο πιο ψηλο μέρος του χωριού, σώζονται τα ερείπια των τουρκικών στρατώνων, κοντά στο φρούριο, που κατά τον περασμένο αιώνα χρησιμοποιούνταν ως απαίσιες φυλακές. Από τότε διαβήκαν και περνάνε χρονια αλλαγής, και το Κάστρο ρέβει πανω από το ομώνυμο χωριό, σαν ενθοτοπικό σύμβολο αντιστάσεως κατά των ανά τους αιώνες, εχθρών του πολύδοξου αλλά και πολυδοκιμασμένου Τόπου μας. >>