Φανερόγαμα παράσιτα χαρακτηρίζονται ανώτερα φυτά που παρασιτούν άλλα φυτά. Ορισμένα απ΄αυτά εξαρτώνται πλήρως από τον ξενιστή, όσον αφορά στην λήψη των αναγκαίων θρεπτικών συστατικών και ονομάζονται ολοπαράσιτα και άλλα παίρνουν μέρος μόνο των αναγκαίων θρεπτικών συστατικών από τον ξενιστή, δεδομένου ότι διατηρούν κάποια φωτοσυνθετική δραστηριότητα και ονομάζονται ημιπαράσιτα. Η σύνδεση των φανερόγαμων παράσιτων με τους ξενιστές τους γίνεται με τα haustoria, που λειτουργούν σαν ρίζες χωρίς, όμως, να έχουν την αντίστοιχη μορφολογία. Τα αγγεία των οργάνων αυτών ενώνονται με τους ηθμώδεις και αγγειώδεις σωλήνες των ξενιστών και μεταφέρουν τα διάφορα συστατικά που χρειάζονται για την ανάπτυξή τους. Η σύνδεση αυτή επιτρέπει και τη μεταφορά ιών και μυκοπλασμάτων.
Τα φανερόγαμα παράσιτα είναι ετήσια ή πολυετή φυτά και προσβάλλουν το ριζικό σύστημα ή το υπέργειο μέρος. Τέτοια παράσιτα υπάρχουν, τουλάχιστον, σε 17 οικογένειες. Όμως, εκείνα που έχουν οικονομική σημασία ανήκουν, κυρίως, στις παρακάτω πέντε οικογένειες.
Πίνακας
??. Τα σημαντικότερα φανερόγαμα παράσιτα |
||
Κοινή
ονομασία |
Σημαντικότερα
είδη |
Ξενιστές |
Οροβάγχη, broomrape (Orobanche, Orobanchaceae), |
O. ramosa, O. crenata, O.
minor
|
Πολλά
είδη κηπευτικών, αλλά και αυτοφυή φυτά. |
Κουσκούτα dodder (Cuscuta, Convolvulaceae), |
C. campestris, C. epithymum, C. monogyna |
Τρυφίλι, σαχαρότευτλα, πολλά κηπευτικά,
αυτοφυείς θάμνους κ.α. |
Ιξός, mistletoe, gui (Viscum,
Loranthaceae), |
V. album
|
Κυρίως
δασικά δένδρα, αλλά και μηλιά, ελιά κ.α. |
Στρίγα, witchweed (Striga, Scrophulariaceae) |
S. hermonthica, S. asiatica |
Σόργο,
καλαμπόκι, ρύζι, σακχαροκάλαμο κ.α. |
- Convolvulaceae: Στην οικογένεια αυτή ανήκουν τα είδη του γένους Cuscuta (dodders), ορισμένα από τα οποία έχουν πολλή μεγάλη οικονομική σημασία. Συχνά το γένος Cuscuta κατατάσσεται σε χωριστή οικογένεια εκείνη των Cuscutaceae.
- Orobanchaceae: Όλα τα είδη της οικογένειας είναι ολοπαράσιτα και προσβάλλουν το ριζικό σύστημα. Tα σημαντικότερα από αυτά ανήκουν στο γένος Οrobanche (broomrapes).
- Viscaceae και Loranthaceae: Συχνά τα είδη των δύο αυτών οικογενειών κατατάσσονται σε μια μόνο οικογένεια, εκείνη των Loranthaceae. Περιλαμβάνουν ημιπαρασιτικά είδη που προσβάλλουν το υπέργειο μέρος δένδρων και θάμνων. Η πρώτη περιλαμβάνει τροπικά είδη, που αναπτύσσονται και στην εύκρατη ζώνη. Τα σημαντικότερα είδη της οικογένειας αυτής ανήκουν στα γένη Viscum και Arceuthobium. H δεύτερη περιλαμβάνει κυρίως τροπικά είδη, που ανήκουν στα γένη Loranthus, Amyema κ.α..
- Scrophulariaceae: Στην οικογένεια αυτή, που περιλαμβάνει κυρίως αυτότροφα φυτά, όπως τα καλλιεργούμενα Antirrhinum spp, ανήκει το γένος Striga (witchweeds), που περιλαμβάνει πολλά ημιπαρασιτικά είδη, που προσβάλλουν το ριζικό σύστημα ψυχανθών και σιτηρών με μεγάλη οικονομική σημασία σε τροπικές χώρες.
- Santalaceae: Στην οικογένεια αυτή ανήκουν μόνο ορισμένα ημιπαρασιτικά είδη δασικών δένδρων.
Στη συνέχεια αναφέρονται σύντομες πληροφορίες για τα σπουδαιότερα φανερόγαμα παράσιτα, ιδιαίτερα όσα αφορούν στη χώρα μας. Για πληρέστερη ενημέρωσή τους οι αναγνώστες παραπέμπονται στα συγράμματα των Parker and Riches (1993) και Kuijt (1969).
Τα είδη της οικογένειας Orobanchaceae, κοινώς οροβάγχες, είναι όλα ολοπαράσιτα. Ορισμένα από αυτά είναι πολύ καταστρεπτικά
παράσιτα καλλιεργουμένων φυτών αλλά και ζιζανίων. Τα
σπουδαιότερα είδη του γένους Orobanche είναι τα O. ramosa
(Εικ.??), O. crenata
(Εικ.??), O. aegyptiaca
(Εικ.??), O. minor
(Εικ.??), O. cernua
κ.α.. Όλα προσβάλλουν μεγάλο αριθμό φυτών, που ανήκουν σε διάφορες οικογένειες.
Στη χώρα μας υπάρχουν αρκετά είδη οροβάγχης, τα οποία
προσβάλλουν πολλά καλλιεργούμενα φυτά, μεταξύ των οποίων πολλά κηπευτικά, τον καπνό,
τα κουκιά κ.α.. Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι τα είδη O. crenata, με χοντρό, ψηλό και σαρκώδη
βλαστό και το Ο. Orobanche ramosa, με
βλαστό ασθενικότερο και με πολλές διακλάδωσης. Το πρώτο είδος προσβάλλει πολλά
ψυχανθή και κυρίως τα κουκιά, ενώ το δεύτερο προσβάλλει τον καπνό, πολλά
κηπευτικά, όπως την τομάτα, κ.α.. Στην Εικ.??
φαίνεται ρίζα τομάτας παρασιτισμένες από το είδος O. ramosa.
Οι οροβάγχες παρασιτούν το ριζικό σύστημα των φυτών και αναπτύσσουν στελέχη διαφόρων μεγεθών κοντά στους ξενιστές. Τα στελέχη έχουν μόνο βράκτια φύλλα, χωρίς χλωροφύλλη και εξαρτώνται απόλυτα από τον ξενιστή. Κατά μήκος των στελεχών αναπτύσσονται τα άνθη που έχουν χρώμα ιώδες. Οι καρποί είναι κάψες με πολλά μικρά σπέρματα. Τα παρασιτισμένα φυτά χάνουν την ευρωστία τους και η παραγωγή τους είναι πολύ μειωμένη.
Τα σπέρματα πέφτουν στο έδαφος, όπου μπορούν να διατηρηθούν πολλά χρόνια ακόμη και σε αντίξοες συνθήκες. Ο χρόνος επιβίωσης των σπερμάτων εξαρτάται από το είδος της οροβάγχης και τις συνθήκες που επικρατούν. Για τα είδη O. ramosa και O. crenata αναφέρεται ότι μπορούν να επιβιώσουν 13 και 10 χρόνια αντίστοιxα. Οι σπόροι της οροβάγχης δεν βλαστάνουν αμέσως μετά την ελευθέρωσή τους από το φυτό. Συνήθως χρειάζεται ορισμένο χρονικό διάστημα κατά το οποίο θα επικρατούν ευνοϊκές συνθήκες θερμοκρασίας και υγρασίας για να διακοπή ο λήθαργος. Εάν μετά τη διακοπή του λήθαργου οι σπόροι βρεθούν λίγα χιλιοστά από τον ξενιστή και οι περιβαλλοντικές είναι κατάλληλες βλαστάνουν. Η θερμοκρασία παίζει πολύ σημαντικό ρόλο για την προετοιμασία και τη βλάστηση των σπόρων. Για το είδος O. crenata οι άριστες θερμοκρασίες που έχουν αναφερθεί για τη βλάστηση των σπόρων είναι 18-25oC, ενώ η Ο. ramosa αναπτύσσεται καλύτερα στους 23oC. Αναφέρεται ότι το φως παρεμποδίζει τη βλάστηση και των δύο προηγουμένων ειδών. Οι σπόροι των οροβαγχών δεν βλαστάνουν μακριά από τον ξενιστή διότι δεν υπάρχει το κατάλληλο ερέθισμα. Τα ερεθίσματα που προκαλούν τη βλάστηση των σπόρων της οροβάγχης είναι χημικές ουσίες, που εκκρίνονται από τους ξενιστές, καθώς και από ορισμένα φυτά μη ξενιστές που ονομάζονται φυτά παγίδες. Τέτοιες ουσίες είναι η strigol και τα παράγωγά του καθώς και το αιθυλένιο.
Μετά τη βλάστηση του σπόρου αναπτύσσεται ριζίδιο 3-4 mm, το οποίο, προφανώς με κάποιο ερέθισμα, κατευθύνεται στην πλησιέστερη ρίζα ξενιστού. Αν δεν βρεθεί τέτοια ρίζα, σε απόσταση ελάχιστων χιλιοστών, το ριζίδιο καταστρέφεται, δεδομένου ότι δεν μπορεί να τραφεί ούτε από τον σπόρο, διότι είναι πολύ μικρός, ούτε από το περιβάλλον διότι είναι υποχρεωτικό παράσιτο.
Μόλις το ριζίδιο έλθει σε επαφή με τη ρίζα του ξενιστή προσκολλάται στην επιφάνειά της, όπου αναπτύσσεται ο σχηματισμός που ονομάζεται haustorium. Ακολούθως, το παράσιτο, με ενζυματική δράση, εισέρχεται στη ρίζα του ξενιστή και αποκτά επαφή με τα ηθμώδη αγγεία. Στη φάση αυτή το ριζίδιο έχει επιτελέσει το ρόλο του και ξεραίνεται. Ο βλαστός της οροβάγης αναπτύσσεται από το haustorium 1 - 2 εβδομάδες μετά την προσβολή. Επειδή οι οροβάγχες είναι ολοπαράσιτα λαμβάνουν όλα τα θρεπτικά συστατικά και το νερό από τον ξενιστή. Έτσι, τα προσβλημένα φυτά εξασθενούν και δυνατόν να ξεραθούν, λόγω της απορρόφησης των θρεπτικών συστατικών, της δυσκολίας να απορροφήσουν νερό και της μειωμένης φωτοσυνθετικής δραστηριότητας. Οι ζημιές, συχνά, είναι πολύ μεγάλες, ιδιαίτερα όταν ο καιρός είναι ξηρός. Οι οροβάγχες είναι ιδιαίτερα καταστρεπτικές στις μεσογειακές χώρες και φυσικά και στη χώρα μας. Στην τομάτα έχουν αναφερθεί ζημιές, από το είδος O. ramoza, μεγαλύτερες του 50%, ενώ οι ζημιές στα κουκιά από το είδος O. crenata μπορεί να φθάσουν μέχρι 100%. Ευνοούνται από μέτριες θερμοκρασίες και ξηρό καιρό και απαντούν τόσο στις αρδευόμενες όσο και στις ξηρικές καλλιέργειες.
Η καταπολέμησή τους μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Ο συνηθέστερος είναι η εκρίζωση των στελεχών πριν δώσουν σπόρους και η καταστροφή τους, όταν αυτό είναι πρακτικά εφικτό. Μια άλλη λύση είναι η σπορά φυτών παγίδων. Τα φυτά αυτά, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, προκαλούν βλάστηση των σπόρων, αλλά τα ίδια δεν προσβάλλονται. Εάν καλλιεργηθούν τέτοια φυτά δύο - τρεις συνεχόμενες καλλιεργητικές περιόδους οι σπόροι στο έδαφος μειώνονται και οι πιθανότητες να προσβληθούν φυτά ξενιστές, που θα καλλιεργηθούν περιορίζονται. Παρόμοια αποτελέσματα μπορούν να επιτευχθούν με την καλλιέργεια φυτών που προσβάλλονται, εάν καταστραφούν πριν ακόμη οι οροβάγχες δώσουν σπόρους.
Στα φυτά που προσβάλλονται πολύ από οροβάγχες, καταβάλλονται προσπάθειες να επιλεγούν ανθεκτικές ποικιλίες. Σε ορισμένα είδη έχουν γίνει σημαντικές επιτυχίες, αλλά ο τρόπος αυτός καταπολέμησης δεν φαίνεται να έχει, προς το παρόν, μεγάλη πρακτική σημασία.
Στις μεγάλης αξίας καλλιέργειες, κυρίως της θερμοκηπιακές, οι οροβάγχες καταστρέφονται με την απολύμανση που εφαρμόζεται ούτως ή άλλως. Όλα τα εν χρήσει απολυμαντικά, δηλαδή το βρωμιούχο μεθύλιο, το vapam, το dazomet κ.α. είναι αποτελεσματικά. Τα νηματωδοκτόνα, επίσης και κυρίως το xρησιμοποιούμενο ακόμη σήμερα DD - soil fumigant έχουν πολύ καλή αποτελεσματικότητα.
Από τα ζιζανιοκτόνα που έχουν δοκιμαστεί, όσον αφορά στην αποτελεσματικότητά τους στην οροβάγχη, περισσότερο αποτελεσματικό είναι το glyphosate.
Τέλος, στις ανατολικοευρωπαϊκές χώρες έχει χρησιμοποιηθεί το έντομο Phytomyza orobanchia, για τη βιολογική καταπολέμηση των οροβαγχών.
Τα είδη του γένους Cuscuta, που ανήκει στην οικογένεια Convolvulaceae, παρασιτούν μεγάλο αριθμό καλλιεργουμένων φυτών. Τα παράσιτα αυτά έχουν χάσει, σχεδόν πλήρως, τη φωτοσυνθετική τους ικανότητα και ως εκ τούτου θεωρούνται ολοπαράσιτα. To είδος C. campestris είναι εκείνο που προκαλεί τα περισσότερα προβλήματα, αλλά ορισμένα άλλα είδη, όπως τα C. epithymum, C. monogyna κ.α. είναι, επίσης, καταστρεπτικά. Το είδος C. campestris προσβάλλει μεγάλο αριθμών φυτών, όπως το αμπέλι, τα καρότα, το σπαράγγι, το πεπόνι, την τομάτα, τη μελιτζάνα κ.α., σε πολλές χώρες του κόσμου μεταξύ των οποίων και στη χώρα μας. Όμως, περισσότερο προσβάλλεται η μηδική, η οποία δυνατόν να υποστεί ολική καταστροφή. Στην Εικ. ?? φαίνεται νεαρό φυτό μελιτζάνας παρασιστισμένο από κουσκούτα.
Οι κουσκούτες είναι ετήσια φυτά που ξεραίνονται όταν καταστραφεί ο ξενιστής τους. Ο βλαστός τους μοιάζει με λεπτά διακλαδισμένα νήματα, με κιτρινωπό χρώμα που τυλίγονται στα υπέργεια μέρη των φυτών. Δεν έχουν κανονικά φύλλα στη θέση των οποίων υπάρχουν μικρά βράκτια φύλλα. Σχηματίζουν ταξιανθίες με πολλά μικρά άνθη από τα οποία παράγονται πολλά μικρά σπέρματα, τα οποία πέφτουν στο χώμα, όπου μπορούν να διατηρηθούν μερικά χρόνια μέχρι να βλαστήσουν. Οι σπόροι του γνωστότερου είδους, του C. campestris, βλαστάνουν σε θερμοκρασίες 15 - 39οC με optimum 30-33οC. Από τον σπόρο αναπτύσσεται μικρή ρίζα και νεαρός βλαστός μήκους 5-10 cm, ο οποίος περιστρέφεται μέχρι να βρει στερεό αντικείμενο στο οποίο περιελίσσεται. Αν αυτό δεν γίνει μέσα σε οκτώ περίπου μέρες ξεραίνεται. Εάν το αντικείμενο στο οποίο προσκολλήθηκε ο βλαστός είναι κάποιο όργανο ξενιστή, το παράσιτο αναπτύσσει haustoria με τα οποία αποκτά σύνδεση με τα αγγεία του ξενιστή, από τα οποία παίρνει σχεδόν όλα τα απαραίτητα θρεπτικά συστατικά για να τραφεί. Μετά την προσκόλληση του νεαρού βλαστού στον ξενιστή το ριζίδιο καταστρέφεται. Από το προσβλημένο φυτό η κουσκούτα αναπτύσσει μακρούς βλαστούς με τους οποίους παρασιτεί τα κοντινότερα φυτά. Εκτός από το σπόρο οι κουσκούτες πολλαπλασιάζονται και με μικρά κομμάτια βλαστού που μεταφέρονται με διάφορους τρόπους. Οι κουσκούτες δεν φαίνεται να επηρεάζουν κατά κάποιο τρόπο την φωτοσύνθεση ή την απορρόφηση νερού από τον ξενιστή, αλλά απορροφούν έντονα τα ζάχαρα από τα αγγεία του ξενιστή με αποτέλεσμα την καχεκτική ανάπτυξη και τη μείωση ή και την εξαφάνιση της παραγωγής. Οι κουσκούτες είναι δυνατόν να προκαλέσουν μεγάλες ζημιές. Ιδιαίτερα καταστρεπτικές είναι στη μηδική, αλλά ζημιώνουν και μεγάλο αριθμό άλλων φυτών, μεταξύ των οποίων και τα κηπευτικά.
Η καταπολέμηση της κουσκούτας είναι δύσκολη. Σε προσβολές, στο αρχικό στάδιο, στα κηπευτικά, η καλύτερη λύση είναι η εκρίζωση και καταστροφή των προσβλημένων φυτών. Η αμειψισπορά, το βαθύ όργωμα του εδάφους, ώστε να παραχωθούν βαθιά οι σπόροι και η όψιμη σπορά, όταν γίνουν σωστά, δίδουν μόνο περιορισμένα αποτελέσματα. Στη μηδική, που προκαλεί πολύ σοβαρές, ζημιές ο καλύτερος τρόπος καταπολέμησης είναι η χρησιμοποίηση καθαρού σπόρου.
Η χημική απολύμανση του εδάφους είναι αποτελεσματική, αλλά δεδομένου ότι οι κουσκούτες προσβάλλουν, κυρίως, εκτατικές καλλιέργειες, η δυνατότητες εφαρμογής τους περιορίζονται μόνο στα σπορεία. Αρκετά προφυτρωτικά ζιζανιοκτόνα, όπως το chlorprophan, το chlorthal - dimethyl, το dichlobenil και μεταφυτρωτικά, όπως το paraquat και το glyphosate xρησιμοποιούνται σε πολλές χώρες, κυρίως στην καταπολέμηση της κουσκούτας στη μηδική. Δεδομένου ότι αυτά είναι καταστρεπτικά και στους ξενιστές, η χρησιμοποίησή τους βασίζεται στη μεγαλύτερη ευπάθεια του παράσιτου και στη δυνατότητα χρησιμοποίησης δόσεων με μικρές επιπτώσεις στον ξενιστή.
Στην οικογένεια των Loranthaceae ανήκουν πολλά παράσιτα ανωτέρων φυτών. Mεταξύ αυτών το σπουδαιότερο για τη χώρα μας είναι το είδος Viscum album κοινώς ιξός ή gui. Είναι αειθαλής θάμνος με παχιά πράσινα φύλλα. Αναπτύσσεται στους κλάδους κυρίως δασικών δένδρων, όπως το πεύκο και το έλατο, αλλά και καλλιεργουμένων, όπως η μηλιά, η αχλαδιά, η καρυδιά κ.α.. Εχει σχήμα σφαιρικό και ύψος μέχρι και ένα μέτρο (Εικ. ??).
Ο ιξός πολλαπλασιάζεται με σπόρους οι οποίοι μεταφέρονται με τα πτηνά. Οι σπόροι περιβάλλονται από κολλώδη ουσία με την οποία προσκολλούνται στους κλάδους των δένδρων. Όταν οι συνθήκες είναι ευνοϊκές ο σπόρος βλαστάνει και δίδει λεπτή ρίζα, που αναπτύσσεται στην επιφάνεια του κλάδου μέχρι να συναντήσει κατάλληλο σημείο, όπως οφθαλμό ή βάση φύλλου. Στο σημείο αυτό το ριζίδιο αναπτύσσει δίσκο με τον οποίο προσκολλάται στερεά πάνω στον κλάδο. Ακολούθως αναπτύσσει επιμήκη όργανο με το οποίο τρυπά τον κλάδο με μηχανική πίεση και χημική δράση και φτάνει στα αγγεία του ξενιστή (Εικ. ??). Μέσα στους ιστούς του ξενιστή αναπτύσσεται κωνικός μυζητήρας, ο οποίος διακλαδίζεται, όπως το ριζικό σύστημα και απορροφά τα απαραίτητα θρεπτικά στοιχεία. Το νεαρό φυτό εμφανίζεται κοντά στο αρχικό σημείο προσβολής. Ο ιξός προσβάλλει νεαρούς κλάδους που έχουν πιο λεπτό φλοιό. Η ανάπτυξή του είναι πολύ αργή, αλλά μπορεί να ζήσει πάνω από 40 χρόνια.
Ο ιξός, όπως και τα περισσότερα παράσιτα της ίδιας οικογένειας, είναι ημιπαράσιτο δεδομένου ότι έχουν αρκετή φωτοσυνθετική δραστηριότητα και συνθέτουν μεγάλο μέρος των υδατανθράκων που χρειάζονται. Αντίθετα, εξαρτώνται απόλυτα από τον ξενιστή όσον αφορά στο νερό και τα ανόργανα συστατικά. Από τους κλιματικούς παράγοντες μεγάλη σημασία για την ανάπτυξη του ιξού έχει το φως, το οποίο είναι απαραίτητο όχι μόνο για τη φωτοσυνθετική του δραστηριότητα, αλλά και για τη βλάστηση των σπόρων και την προσκόλλησή του στον ξενιστή.
Οι προσβλημένοι κλάδοι εξασθενούν και δυνατόν να ξηραθούν. Οι ζημιές στα προσβλημένα δένδρα οφείλονται στη μειωμένη φωτοσυνθετική τους δραστηριότητα και κυρίως στην απορρόφηση νερού από το παράσιτο, όπως φαίνεται και από την ένταση των ζημιών όταν ο καιρός είναι ξηρός.
Ο ιξός δεν προκαλεί σοβαρές ζημιές στα καλλιεργούμενα δένδρα, αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις, έχουν αναφερθεί ζημιές μεγαλύτερες από 50%. Στη χώρα μας δεν αποτελεί πρόβλημα. Εάν χρειαστεί να γίνει καταπολέμηση, ο μόνος πρακτικός τρόπος είναι η αφαίρεση των προσβλημένων κλάδων.
Το γένος Striga ανήκει στην οικογένεια Scrophulariaceae και είναι το σπουδαιότερο από τα παρασιτικά γένη που περιλαμβάνει. Τουλάχιστον 11 είδη αυτού του γένους παρασιτούν καλλιεργούμενα φυτά. Τα σημαντικότερα από αυτά είναι τα είδη S. hermonthica, S. asiatica, S. asperma, S. forbesii, S. latericea κ.α. (Εικ. ??). Τα είδη του γένους Striga προσβάλλουν διάφορα είδη σιτηρών και κυρίως το καλαμπόκι, το σόργο, το ρύζι κ.α., καθώς και το σακχαροκάλαμο, στις ξηροθερμικές περιοχές της Ασίας, της Αφρικής, της Αυστραλίας και των ΗΠΑ. Λόγω της μεγάλης έκτασης και της μεγάλης οικονομικής σημασίας των καλλιεργειών, που προσβάλλουν, του ύψους των ζημιών ανά μονάδα καλλιεργούμενης έκτασης, που δυνατόν να φθάνει και 50% και της οικονομικής κατάστασης των περιοχών στις οποίες παρατηρούνται, τα παραπάνω παράσιτα και ιδιαίτερα το πρώτο θεωρούνται τα σπουδαιότερα φανερόγαμα παράσιτα.
Οι σπόροι των ειδών του γένους Striga είναι πολύ μικροί. Για να βλαστήσουν χρειάζονται ορισμένο χρονικό διάστημα προετοιμασίας και την ύπαρξη ερεθίσματος που προέρχεται από τον ξενιστή και λαμβάνει χώρα σε υψηλές θερμοκρασίες. Ουσίες που βρέθηκαν να διεγείρουν τη βλάστηση στα είδη του γένους Striga είναι αυτά που αναφέρθηκαν και για την οροβάγχη δηλαδή η ουσία strigol και τα παράγωγά της καθώς και το αιθυλένιο. Οι βλάστηση των σπόρων ευνοείται από υψηλές θερμοκρασίες. Στο είδος S. hermonthica π.χ. οι σπόροι βλαστάνουν σε θερμοκρασίες 20 έως 40oC με optimum περίπου 35οC. Όταν το νεαρό φυτό έλθει σε επαφή με τον ξενιστή αναπτύσσει, όπως και άλλα φανερόγαμα παράσιτα, haustorium με το οποίο απορροφά τα θρεπτικά συστατικά (Εικ.??). Τα είδη του γένους Striga είναι ημιπαρασιτικά δεδομένου ότι έχουν χλωροφύλλη και μπορούν να συνθέτουν μέρος των ζαχάρων που χρειάζονται. Η ζημιά στον ξενιστή φαίνεται να οφείλεται στην αφαίρεση μέρους των θρεπτικών συστατικών, που θα μπορούσε να έχει στη διάθεση του και σε τοξικές ουσίες που παράγει το παράσιτο. Τα είδη του γένους Striga ευνοούνται από υψηλές θερμοκρασίες, περιορισμένες βροχοπτώσεις και μειωμένη γονιμότητα του εδάφους.
Για την καταπολέμηση των παραπάνω παράσιτων συνιστώνται τα ίδια μέτρα που αναφέρονται για την οροβάγχης και την κουσκούτα. Όμως, κανένα από τα μέτρα αυτά δεν είναι αρκετά αποτελεσματικό στη συγκεκριμένη περίπτωση.