Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

TO ΤΕΛΟΣ  ΤΟΥ  ΧΡΥΣΟΥ  ΑΙΩΝΑ  ΤΩΝ  ΑΘΗΝΩΝ

 

Η ναυμαχία στις Αργινούσες, που έγινε κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου, ήταν η μεγαλύτερη του αρχαίου κόσμου και η τέλεια καταστροφή του σπαρτιατικού στόλου έπεισε τους Λάκωνες, ότι ποτέ δεν θα κατάφερναν να νικήσουν την θαλασσοκράτειρα Αθήνα.  Στην απελπισία τους έστειλαν πάλι κήρυκες στην Αθήνα ζητώντας ειρήνη. Αλλά οι φιλοπόλεμοι, με το δημοκόπο Κλεοφώντα, αυτόν τον ίδιο που κι άλλοτε  είχε εμποδίσει την ειρήνη, έπεισαν το πλήθος, το ανίκανο να σκεφτεί ψύχραιμα, να εξακολουθήσουν τον εξαντλητικό πόλεμο. Όταν έδιωξαν τους Σπαρτιάτες κήρυκες, οι Αθηναίοι ησύχασαν, όμως η ησυχία τους έμοιαζε με εκείνη που φέρνει ο πνιγερός καιρός, πριν από καταιγίδα. Χωρίς θάρρος, χωρίς πεποίθηση στον εαυτό τους, περίμεναν μοιρολατρικά τα γεγονότα.  Ο Δήμος δεν ήξερε σε ποιον να στηριχτεί, μη έχοντας εμπιστοσύνη ούτε στον Κλεοφώντα και τους δημοκρατικούς, ούτε στους ολιγαρχικούς, αυτούς που κατάλαβε τώρα πως τον είχαν εξαπατήσει, για να θανατωθούν οι νικητές ναύαρχοι[1].  Κι ενώ περιφρονούσε ο Δήμος τους πρώτους και μισούσε τους δεύτερους, όμως δεν είχε τίποτ’ άλλο να κάνει παρά να πέφτει από τη μια φατρία στην άλλη. Στο Αιγαίο, που περιπολούσε ο μεγάλος στόλος τους, έστειλαν  νέους ναυάρχους, πολίτες χωρίς αξία, όπως το είχε μαντέψει ο Σωκράτης.  Αυτοί προτίμησαν ν’ αγκυροβολήσουν μακάρια στη Σάμο, την ώρα που οι Σπαρτιάτες ετοίμαζαν, χάρη στο Περσικό χρήμα, νέα πολεμικά και ξανάδιναν την αρχηγία στον πανάξιο Λύσανδρο. Αυτός κατάφερε έναν Αθηναίο ναύαρχο, τον ολιγαρχικό Αδείμαντο, να τον κάνει σύμμαχό του, για να καταλύσουν τη Δημοκρατία. Ο Αδείμαντος του πρόδινε όλες τις αποφάσεις και τις κινήσεις του στόλου.

 

Το καλοκαίρι του 405 ο Λύσανδρος, που τώρα δε φοβόταν  τον Αλκιβιάδη, αλώνιζε τον Ελλήσποντο σέρνοντας μαζί του 150 καινούργιες τριήρεις. Κατέλαβε τη Λάμψακο πριν προλάβει να τη βοηθήσει  ο αθηναϊκός στόλος, που άραξε σ’ ανοιχτό κόλπο απέναντί του, εκεί που χύνονταν στη θάλασσα οι Αιγός ποταμοί.  Το μέρος ήταν ακατάλληλο, γιατί κι ανοχύρωτο ήταν και μακριά από κατοικημένο τόπο, ώστε ναύτες και στρατιώτες αναγκάζονταν να περπατάν μια ώρα δρόμο, για ν’ αγοράζουν τρόφιμα από την κοντινότερη πόλη, τη Σηστό. Το λάθος να στέκει ο στόλος εκεί οι νέοι ναύαρχοι δεν το κατάλαβαν και μόνον ο Αλκιβιάδης που ζούσε στα παράλια της Θράκης, έτρεξε να προλάβει τη συμφορά. Βρήκε τους ναυάρχους διαιρεμένους, λες και ζούσαν στην Πνύκα, και φιλονικούσαν οι ολιγαρχικοί με τους δημοκρατικούς. Τα πληρώματα, μόλις είδαν τον παλιό τους αρχιστράτηγο, ενθουσιάστηκαν, πίστεψαν πάλι πως με τέτοιον αρχηγό εύκολα θα νικούσαν, μα οι ναύαρχοι σύστησαν στον Αλκιβιάδη να φύγει. Ήταν ανεπιθύμητος. Μάταια τους πρότεινε τη βοήθεια του βασιλιά της Θράκης Σεύθη, τη μόνη βοήθεια που μπορούσε να καρπωθεί η εγκαταλειμμένη απ’ όλους Αθήνα. Δεν θέλησαν να τον ακούσουν, επέμειναν να φύγει αμέσως.  Μάταια τους ικέτευε ν’ αράξουν στο λιμάνι της Σηστού, όπου κι ασφάλεια θα αποκτούσαν και θα βρίσκανε δίπλα τους τα τρόφιμα. Εμπρός στην τόση επιμονή του Αλκιβιάδη, οι ναύαρχοι θύμωσαν και τον έδιωξαν με τη βία. Πέντε μέρες ύστερα από την απομάκρυνση του Αλκιβιάδη, ο Λύσανδρος, που γνώριζε τα πάντα, διάλεξε τις μεσημεριάτικες ώρες, όταν τα πληρώματα σκόρπιζαν στην ύπαιθρο για φαγητό, όρμησε ξαφνικά, βρήκε απροετοίμαστους για μάχη τους Αθηναίους και κέρδισε περίφημη νίκη, χωρίς να χύσει πολύ αίμα. Από τα εκατόν ογδόντα πλοία της Αθήνας μόνο δεκατρία σώθηκαν, για να πάνε να μηνύσουν την καταστροφή.

 

Τις χιλιάδες τους αιχμαλώτους τους έπιασε ο σκληρός Λύσανδρος τους δίκασε και τους έσφαξε όλους εξόν ένα, τον προδότη Αδείμαντο.

 

 **

 

Θα ήταν εννιά η ώρα το βράδυ, όταν έφτασε στον Πειραιά από τα Δαρδανέλια, το γρήγορο πολεμικό Πάραλος, ν’ αναγγείλει την πανωλεθρία στους Αιγός Ποταμούς. Αμέσως ξύπνησε ολόκληρο το λιμάνι, ταράχτηκε από το μέγεθος της καταστροφής, κι οι Πειραιώτες άρχισαν να θρηνούν, όχι τους ναύτες που χάθηκαν, όσο τους ίδιους τους εαυτούς τους, επειδή τώρα η θαλασσοκράτειρα, ανυπεράσπιστη, θα σκλαβωνόταν από τη Σπάρτη. Ο θρήνος, σαν αγέρας, ανέβηκε μέσ’ από τα Μακρά Τείχη προς την Αθήνα, κι όταν πληροφορήθηκαν οι πολίτες τον χαλασμό, πετάχτηκαν από τα σπίτια τους κι έμειναν όλη τη νύχτα άγρυπνοι, κλαίγοντας την τύχη τους. Κανένας δεν μπορούσε να κλείσει μάτι. Είχαν βαρειά συνείδηση και φοβούνταν, πως  ήρθε η ώρα να πάθουν όσα είχανε κάνει τον τελευταίο καιρό σε δωρικές πόλεις, σαν τη Μήλο, όπου χωρίς λόγο έσφαξαν τους άντρες και πούλησαν τα γυναικόπαιδα στο δουλεμπόριο. Έτσι ξαγρυπνημένοι μαζεύτηκαν στην αγορά  πριν καλά καλά ξημερώσει κι αποφάσισαν ν’ αποκλείσουν με χώμα όλα τα λιμάνια τους, να επιστρατεύσουν όσους μπορούσαν να κρατήσουν όπλα, κι ετοιμάστηκαν να πολιορκηθούν. Φαντάζονταν πως από στιγμή σε στιγμή θα φαινόταν ο νικητής Λύσανδρος με τον πελώριο στόλο του. Μολαταύτα το τρομοκρατημένο Άστυ έδειξε πάλι την φιλοπατρία του. Ο έρωτας της λευτεριάς κι η αφοσίωση  στη Δημοκρατία ανάγκασε τους πολίτες να μονοιάσουν, για να υπερασπιστούν τους θεσμούς τους. Με σιωπηλή πειθαρχία υπηρετούσαν τους άρχοντες, γιατί τους κατατρόμαζε το πλησίασμα του εχθρού, που θα τους τιμωρούσε. Μα ο Λύσανδρος  δε φαινόταν πουθενά. Τούτος ο παμπόνηρος, έπλεε στα παράλια του Αιγαίου και ξερίζωνε τη μια μετά την άλλη τις ιωνικές πόλεις. Μάζευε τους δημοκρατικούς και τους Αθηναίους κληρούχους, τους έβαζε σε μεταγωγικά, δίχως ρούχα, δίχως τροφή, και τους έστελνε στην Αθήνα, ξέροντας πως, όσο περισσότεροι άνθρωποι μαζεύονταν μέσα στην πόλη, τόσο ευκολότερα θα τους θέριζε η πείνα, όταν θα τους έζωνε. Κι οι μέρες περνούσαν κι οι πρόσφυγες αύξαιναν, φερμένοι απ’ όλα τα νησιά, για να προσθέσουν τη δική τους απελπισία στην πλακωμάρα των Αθηναίων. Μηνύματα κακοσήμαδα διαδέχονταν το ένα τ’ άλλο, για πιστούς συμμάχους που παραδίνονταν στο έλεος της Σπάρτης, και βλέπαν οι Αθηναίοι να διαλύεται το κράτος τους και ν’ αφαιρούνται, μαζί με τις αποικίες, οι πόροι που με τόσους κόπους και θυσίες είχανε δημιουργήσει πέντε γενεές. Πολλοί γαιοκτήμονες πουλούσαν τα κτήματά τους, όσα-όσα, και καταφεύγανε στην Εύβοια. Ολόκληρη η Ελλάδα κρατούσε την αναπνοή της, για να δει το τέλος ενός πολέμου που βάσταξε, γεμάτος περιπέτειες, είκοσι έξι χρόνια. Πολλοί που δεν αγαπούσαν το Άστυ τον καιρό της ευτυχίας του, τώρα νιώθαν συμπόνια για το πέσιμό του και θάθελαν να το βοηθήσουν, μα δεν πολεμούσαν  μήπως και θυμώσουν  οι Σπαρτιάτες. Ωστόσο, ο τύραννος της Λάρισας Ευρύλοχος έστειλε πρεσβεία να σώσει τους δυο διασημότερους Αθηναίους, τον Αριστοφάνη και τον Σωκράτη, ζητώντας να τους φέρει στην Θεσσαλία με τις οικογένειές τους. Ούτε ο ένας δέχτηκε, ούτε ο άλλος. Πάλι δοκίμασε η Ξανθίππη να γυρίσει το κεφάλι του άνδρα της. Ο Σωκράτης αποκρίθηκε πως, αφού στρατεύτηκε, δεν γινόταν να λιποτακτήσει.

        

- «Στείλε τότε τα παιδιά, να σωθούν εκείνα τουλάχιστον. Εγώ θα μείνω κοντά σου».

- «Πώς να δώσω πρώτος εγώ παράδειγμα πανικού;  Να γίνω αιτία να χάσουν το θάρρος τους οι συμπολίτες;  Το θέλεις;»

 

Η Ξανθίππη τα πάντα ήθελε, αρκεί να γλύτωναν τα παιδιά της, μα δεν επέμεινε. Αναστέναξε μόνο και ψιθύρισε:

 

- «Θα μου τα σκοτώσουν...»

- «Όχι, έκανε με πεποίθηση ο φιλόσοφος, κανένας δεν θα πάθει τίποτα. Το Δαιμόνιο μου το μήνυσε κι αυτό είναι θεϊκό, ξέρει καλύτερα από σένα τα μελλούμενα».

 

Η άρνηση του Σωκράτη να φύγει εκείνες τις ώρες της απελπισίας, έκανε σπουδαία εντύπωση. Ένας σεβαστός πολίτης, ο Γλαυκονίδης, σηκώθηκε στην Πνύκα και ζήτησε ν’ ανακηρύξει ο Δήμος το Σωκράτη όν εξαιρετικό, για το οποίο έπρεπε να υπερηφανεύονται οι Αθηναίοι.

 

- «Όταν όλοι μας, είπε, παραλογιστήκαμε και σκοτώσαμε τους καλούς μας ναυάρχους, μόνον ο Σωκράτης είχε το θάρρος ν’ αντισταθεί στην τρέλα μας. Η πανωλεθρία των Αιγός Ποταμών δε θα γινόταν, αν ζούσαν οι νικητές ναύαρχοι στις Αργινούσες. Ο Σωκράτης είναι όν υπερφυσικό. Προτείνω...»

 

Δεν πρόφτασε ο Γλαυκονίδης να διατυπώσει την πρότασή του. Από μια γωνιά της Πνύκας πετάχτηκε ορθός ο Σωκράτης κι είπε πως αρνείται οποιαδήποτε τιμή. Δεν ξεχώριζε σε τίποτα από τους άλλους, δεν του άξιζε καμία διάκριση. Και η συζήτηση σταμάτησε.

 

Την άλλη μέρα, 23 Οκτωβρίου 405 π.Χ., φάνηκε επιτέλους από το Σούνιο ο στόλος του Λύσανδρου. Όλος ο πληθυσμός έτρεξε στην Ακρόπολη και τους γύρω λόφους, να δει τον εχθρό, που με πρύμον αγέρα προχωρούσε γρήγορα.

 

Ο Λύσανδρος, πριν περάσουν πέντε ώρες είχε αποκλείσει τον Πειραιά, ενώ από την ξηρά ο βασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας, οδηγώντας όλη την Ελλάδα, εχθρούς και πρώην φίλους της θαλασσοκράτειρας, πολιόρκησε στενά την Αθήνα. Η κοσμοπλημμύρα που στριμωχνόταν μέσα στα Τείχη έφερε την πείνα, λίγον καιρό αφότου άρχισε η πολιορκία. Ουρές μαζεύονταν γύρω στις σιταποθήκες, κι επειδή τύχαινε οι τελευταίοι να μην πάρουν τίποτα, η Ξανθίππη έφευγε νύχτα, για να σταθεί από τις πρώτες στην ουρά. Η γεροσύνη της την προφύλαγε στα κρύα και τη βροχή. Για ψωμοφάγους σαν τους Αθηναίους, η τραγικά μικρή μερίδα στάρι που μοιραζόταν σήμαινε αργή καταδίκη σε θάνατο. Οι άρρωστοι γιατροπορεύονταν για άλλη πάθηση και πέθαιναν από πείνα. Μητέρες δεν είχανε γάλα να δώσουν στα νεογέννητα. Ωστόσο το θάρρος δεν απόλειπε στους πολίτες. Είχε μεγαλοπρέπεια η τελευταία τους αναλαμπή. Έναν βουλευτή, τον Αρχέστρατο, που τους εξήγησε πως, αφού δεν υπήρχε ίχνος ελπίδας να νικήσουν, έπρεπε το γρηγορότερο να παραδοθούν, για να σταματήσουν οι θάνατοι, τόνε φυλάκισαν κι έβγαλαν ψήφισμα που απαγόρευε να μιλήσει κανείς ποτέ για παράδοση. Με την αντίστασή τους ενάντια στη Μοίρα, ξαναβρήκαν τη συναδέρφωση που γνώριζαν στον καιρό του Περικλή. Πιάναν τώρα το χέρι του διπλανού και τον ένιωθαν αδερφό, μέσα στην τόση δυστυχία. Τραβηγμένα τα πρόσωπα των πολιτών, αδύνατα τα κοκαλιάρικα σώματα, μα γεμάτα πίστη. Πίστη σε τι, αφού ελπίδα δεν υπήρχε;  Στην τιμή της ξακουστής Αθήνας!

 

Ο Σωκράτης όταν δεν εκτελούσε υπηρεσία οπλίτη, εξακολουθούσε το απλό  καθημερινό του έργο, να τελειοποιεί τους ανθρώπους, ή δοκίμαζε να ψυχώνει κανέναν λιγοκαρδισμένο. Και πάντα ήθελε να μιλά γι’ ανώτερα πράγματα ε τους δυο νεαρούς μαθητές του, που τους ακριβαγαπούσε, τον Πλάτωνα και τον Φαίδωνα. Μ’ αυτόν τον τελευταίο, αγόρι όμορφο, που η εξυπνάδα του τον ανέβασε από δούλο σε φιλόσοφο, αρεσκόταν ο Σωκράτης να συζητεί καθισμένος στις έρημες στοές των γυμναστηρίων. Ο Πλάτωνας πάλι δε δίσταζε να σπαταλά χρήματα για να οικονομά κανένα τρόφιμο να το  πάει στην Ξανθίππη, που τ’ άρπαζε, χωρίς πια να νοιάζεται αν ο άντρας της απόκρουε τα δώρα. Ωστόσο η πείνα σιγά –σιγά ροκάνιζε την υγεία των πολιτών και μαζί με τα σώματα ξέπεφτε και το ηθικό τους.

 

Η Αθήνα λιμοκτονούσε, εξαντλημένη, ωσότου μια μέρα ο Θηραμένης, τόλμησε, μπροστά σε τόσους θανάτους, να σηκωθεί στην Πνύκα, και ψηφώντας την απαγόρευση, να μιλήσει για την ανάγκη ν’ αρχίσουν διαπραγματεύσεις με τη Σπάρτη. Υποσχέθηκε, αν τον άφηναν να συναντήσει τον Λύσανδρο, να φέρει πίσω έντιμους όρους ειρήνης.

 

Τόσο είχαν απηυδήσει από την κακοπάθεια οι Αθηναίοι, που του έδωσαν αμέσως την άδεια. Ο Θηραμένης πήγε στο Λύσανδρο, μα ολιγαρχικός όπως ήταν, συμφώνησε μαζί του, πως ακόμα οι Αθηναίοι δεν είχαν ωριμάσει για να παραδοθούν χωρίς όρους. Και τους άφησαν πολιορκημένος τρεις ακόμα μήνες. Ύστερα γύρισε ο Θηραμένης κι είπε πως έλαβε τέλος την άδεια να παει στη Σπάρτη να μιλήσει με τους Εφόρους. Τον έστειλαν και περίμεναν υπομονετικά, ενώ η πείνα είχε καταντήσει αβάστακτη, Μόνο κάτι Σαμιώτικα πλοία δοκίμαζαν  να σπάσουν τον αποκλεισμό, και, νύχτες φουρτούνες, περνούσαν κανένα σιτοφορτίο, μα τι μπορούσε να βοηθήσει τόσες χιλιάδες στόματα ένα σιτοκάραβο;

 

Κάποιο απόγευμα ο Σωκράτης γύρισε σπίτι του από περίπολο και βρήκε την Ξανθίππη δακρυσμένη.

 

- «Τι έχεις;» τη ρώτησε.

- «Τίποτα σπουδαίο, του αποκρίθηκε, μα σήμερα άρχισα να κόβω κλώνους της συκιάς μας, για να κρατήσω τη φωτιά της Εστίας, γιατί θα μας βρει γρουσουζιά άμα σβήσει. Έκοψα τον κλώνο που καθόταν και λαλούσε πουλί, από το θυμό μου, καταλαβαίνεις;  Αυτό να τσιμπάει σπόρους στην αυλή μας κι εγώ να μην έχω τίποτα να δώσω στα παιδιά...».

 

Έγειρε στον ώμο του η Ξανθίππη, για να κρύψει δάκρυα που έτρεχαν στα ωχρά μάγουλά της. Αυτή η λεβεντογυναίκα έμοιαζε ξεθεωμένη. Ο Σωκράτης τη συμπόνεσε. Κάτι θέλησε να πει. Πέρασε από το μυαλό του να παινέσει την παλιά τους λιτότητα:

 

- «Βλέπεις, γυναίκα, της είπε, πόσο δίκιο είχα να μάθουν τα παιδιά μας να ζουν απλά τον καλό καιρό;  Τώρα υποφέρουν λιγότερο από τα πλουσιόπαιδα».

 

Έλαβε όμως αμέσως την απάντηση:

 

- «Όταν αδυνατίσουν τα  πλουσιόπαιδα, που προς το παρόν τρών ακόμη, τα δικά μας θάχουν πεθάνει, Σωκράτη». Και χωρίς να πει τίποτε άλλο, τόνε βοήθησε να βγάλει το θώρακα και τις κνημίδες του.

 

Ο Θηραμένης αργούσε να φανεί, κι ο λαός, στην απελπισία του, τάβαλε με το δημαγωγό Κλεοφώντα, εκείνον  που δυο φορές τους παρακίνησε να διώξουν τους Σπαρτιάτες πρέσβεις, όταν είχαν έρθει ζητώντας ειρήνη. Μπρός σε κάθε σκηνή φρίκης, σε κάθε πεθαμένο, το φώναζαν: «Δικό σου έργο είναι αυτό, ηλίθιε!». Τόσο του έκαναν το βίο αβίωτο, ώστε τον ανάγκασαν να βγει μόνος του έξω από τα τείχη, οπλισμένος, για να χτυπηθεί με τον εχθρό. «Τρελέ, που πας;» φώναξε η γυναίκα του από ψηλά, μα αυτός, πριν προφτάσει να σκοτώσει Σπαρτιάτη, έπεσε χάμω κατατρυπημένος.

 

Σαν πέρασε ο χειμώνας κι ήρθε  η άνοιξη, έστησαν  οι πολιορκημένοι καραούλι στην Ακρόπολη ν’ αγναντεύει κατά τη δύση, μήπως φανεί ο Θηραμένης με τις ποθητές προτάσεις  ειρήνης, κι ας ήταν απαράδεκτες. Παραμονές θανάτου, έκαιγε μέσα στην ψυχή των Αθηναίων κάποια φλόγα  ελπίδας. Επί τέλους, κατά τις αρχές του Απρίλη (404 π.Χ.) φάνηκε από τα περιβόλια της Ακαδημίας η λευκή σημαία ενός κήρυκα και δίπλα ο Θηραμένης. Τρέξαν οι πολίτες στα τείχη και σκύβανε να καταλάβουν από την έκφραση του προσώπου του τί μαντάτα έφερνε. Καθώς αργοπορούσαν οι Σπαρτιάτες να τον μπάσουν στην πόλη, η καρδιά τους πήγαινε να σπάσει. Κι όταν άνοιξαν οι ΘΡιάσιες Πύλες και πρόβαλε ο Θηραμένης, τον περικύκλωσε όλος ο λαός και τον στρίμωξε, να μάθει τι τους περίμενε: σφαγή; σκλαβιά; γαλήνη; Δοκίμασε να εξηγήσει κάτι, μα με φωνές τον διακόψανε.

 

- «Πολλά λες για μας που θέλουμε με δυο λόγια ν’ ακούσουμε αν φέρνεις ειρήνη!».

 

Κι όταν  τους είπε πως πέτυχε μαλακούς όρους, τόνε σήκωσαν στα χέρια και τον πήγανε στην Πνύκα, όπου τους διηγήθηκε πως οι Έφοροι αρνήθηκαν «να βγάλουν το ένα μάτι της Ελλάδας, την Αθήνα» και όρισαν μονάχα να γκρεμίσει τα τείχη της, για να την έχουν οι Σπαρτιάτες στο χέρι. Οι προτάσεις του Θηραμένη γίναν αμέσως δεκτές και ο στόλος του Λύσανδρου μπήκε στον Πειραιά και μοίρασε τρόφιμα. Την άλλη μέρα, με μουσική από αυλητρίδες και σπαρτιατικά τραγούδια, άρχισαν να γκρεμίζουν τα Μακρά Τείχη, που σήμαινε πως το λαμπρό Άστυ του Περικλή σκλαβωνόταν. Κι όμως  οι Αθηναίοι ολιγαρχικοί λέγαν, πως μόλις σήμερα άρχιζε η ελευθερία της Ελλάδας, ενώ οι δημοκρατικοί, με την καρδιά θλιμμένη, απόστρεψαν το πρόσωπο από την ατίμωση και παρηγορήθηκαν με την ιδέα πως από δω και πέρα πάλι θα τρώνε.

 

Ρώτησε ο Φαίδρος το Σωκράτη να μάθει τη γνώμη του για τα γενόμενα:

 

- «Οι Θεοί, παιδί μου, αποκρίθηκε ο φιλόσοφος, πάντα τιμωρούν την ύβρη. Εμείς προσβάλαμε τ’ ανθρώπινα αισθήματα, σκοτώνοντας άδικα τους Μηλιούς. Έπρεπε η Αθήνα να πληρώσει...».

 

**

 

Μόλις γκρεμίστηκαν τα Μακρά Τείχη, ο Λύσανδρος κάλεσε στην Πνύκα τους Αθηναίους. Μίλησε σαν αφεντικό. Είπε πως τους αφήνει τάχα να διαλέξουν οι ίδιοι τριάντα καλούς άρχοντες για ν’ αλλάξουν τους νόμους, από την άκρατη Δημοκρατία να γυρίσουν στα «πάτρια» τις παλιές συνήθειες. Στην πραγματικότητα τους νέους άρχοντες τους διόρισαν οι αρχηγοί των συντηρητικών, Κριτίας (ο παλιός μαθητής του Σωκράτη, γνωστός από τον ομώνυμο διάλογο του ΠΛΑΤΩΝΑ  όπου αφηγείται την ιστορία της ΑΤΛΑΝΤΙΔΑΣ – αυτός είναι η πρώτη πηγή αυτού του μύθου) και κείνος που διαπραγματεύθηκε με τη Σπάρτη την ειρήνη, ο Θηραμένης. Ο Λύσανδρος, απότομος ο ίδιος, ήταν ακατάλληλος να φέρει την τάξη. Τούτοι οι τριάντα άρχοντες που περίμεναν απ’ αυτόν δύναμη και τιμή, έγιναν τυφλά του όργανα. Όταν παράδωσε ο Λύσανδρος την εξουσία σε τέτοιους ειδωλοσπάστες, ήξερε πως θα σκότωναν τους αντιπάλους τους. Και το ήθελε. Γι’ αυτόν Δημοκρατία σήμαινε Επανάσταση κι έδωσε διαταγή να την τσακίσουν. Για να σκεπάσει τα σχέδιά του, όρισε πρόγραμμα λαμπρό: Το σταμάτημα των πολέμων, την ειρηνική συνεργασία και την ομόνοια ανάμεσα σ’ όλους τους Έλληνες. Από τους απαυδισμένους με τους αδιάκοπους αγώνες Αθηναίους τούτος ο σκοπός αγαπήθηκε, καθώς κι η πρώτη πράξη των Τριάκοντα, που ήταν να εξορίσουν από το Άστυ όλους εκείνους τους παλιανθρώπους που με περισσή αναίδεια συκοφαντούσαν τους καλούς πολίτες για να χρηματίζονται. Τις πρώτες μέρες της τυραννία των Τριάκοντα, όταν  ο Αντισθένης ρώτησε το Σωκράτη πώς βλέπει την κατάσταση, αυτός του αποκρίθηκε:

 

- «Ύστερα από τόσων χρόνων αταξία, όλοι ας ποθούμε διοίκηση δυνατή μαζί και τίμια. Αν οι Τριάκοντα φερθούν καλά, ο κόσμος θα τους συμπαθήσει. Και να σου πω τη σκέψη μου;  Προτιμώ ν’ ακολουθώ το μορφωμένο Κριτία, παρά τους χυδαίους δημαγωγούς, Κλέωνες και Κλεωφόντες. Ας δώσουμε πίστωση χρόνου στον Κριτία και τους συντρόφους του, για να δούμε που τελειώνει η σωφροσύνη τους και που αρχίζει η τύφλωση».

 

Αλλά δεν χρειάστηκε να περάσει πολύς καιρός, όσο α καταλάβει  ο Σωκράτης πως απατήθηκε. Η σπαρτιάτικη τραχύτητα έκανε γρήγορα το έργο της. Ο Λύσανδρος και τα όργανά του στάθηκαν ωμοί κι αντί να καλοδιοικήσουν, εξόρισαν όσους δημοκράτες τιμούσε ο λαός, σαν το Θρασύβουλο και τον Άνυτο, που δεν τόλμησαν να τους δικάσουν, ενώ θανάτωσαν πλήθος δευτερώτερους. Κι όταν  Κι όταν ένιωσαν οι τύραννοι πως οι Αθηναίοι άρχισαν να τους σιχαίνονται και να δυστροπούν, ζήτησαν από το Λύσανδρο να τους στείλει φρουρά, «για να καθαρίσουν την πόλη από τους πονηρούς». Κι εκείνος τους έστειλε πρόθυμα επτακόσιους Λάκωνες οπλίτες με το φίλο του Καλλίβιο, που διορίστηκε Αρμοστής και κατέλαβε την Ακρόπολη. Τώρα δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν οι πολίτες στον ιερό βράχο να προσευχηθούν.

 

Άμα πίστεψαν οι Τριάκοντα πως στερεώθηκαν καλά, άρχισαν να σκοτώνουν, όχι πια τους επικίνδυνους, αλλά και πλούσιους εμπόρους, για να δημεύουν περιουσίες. Με το χαλασμό του στόλου η Αθήνα κόπηκε από τη θάλασσα, έγινε γεωργική πόλη, σαν οποιαδήποτε ξεπεσμένη μεσόγεια επαρχία. Ο Πειραιας νεκρώθηκε, τα ναυπηγεία κλείσανε. Οι Τριάκοντα κυνήγησαν συστηματικά το εμπόριο, που θεωρήθηκε δημοκρατικός θεσμός. Και, για να λησμονηθεί η θαλασσοκρατορία, στην Πνύκα το Βήμα το αναγύρισαν, ώστε οι ρήτορες να μη βλέπουν καν την θάλασσα, παρά ν’ αντικρύζουν τα βουνά. Σήκωσαν και τα καθίσματα της Βουλής. Ο Κριτίας δεν ήθελε πολλές κουβέντες. Άκουγαν οι  πολίτες ορθοί διαταγές και γύριζαν γρήγορα στη δουλειά τους.

 

Όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο άφοβα παρανομούσαν οι Τριάκοντα. Έκαναν  έρευνες στα σπίτια, έσπαζαν χρηματοκιβώτια, κλέβανε και σκότωναν συστηματικά, ώσπου το αίμα να τους ενώνει μεταξύ τους κι ας τους χώριζε από τον αγαθό λαό. Ο πιο αγαπητός Ολυμπιονίκης της Αθήνας, ο Αυτόλυκος, που τον φώναζαν «ωραίο», σκούντηξε στο δρόμο κάποιον σπαρτιάτη φρουρό, ο οποίος χαστούκισε τον αθλητή. Ο Αυτόλυκος δε δίστασε να ξυλοκοπήσει το Σπαρτιάτη. Αμέσως καταδικάστηκε και θανατώθηκε.

 

Δεν άργησε ν’ απλωθεί στο Άστυ ερημιά και γαλήνη. Φαινομενική. Πίσω της έβραζε λαϊκή οργή. Όλοι κατάλαβαν πως κινδύνευαν, ακόμα κι οι «καλοί καγαθοί».

 

- «Τι λες τώρα, Σωκράτη, για τον Κριτία;» ρώτησε πονηρά ο Αντισθένης.

- «Είναι χειρότερος από τον Κλέωνα. Πάω να τον νουθετήσω...».

 

Με κόπο κατάφερε ο φιλόσοφος να γίνει δεκτός από τον αρχηγό της τυραννίας. Πήγε στη Θόλο, πλούσια στολισμένη, ανάλογα με την αρχοντιά του Κριτία, που τόνε δέχτηκε ορθός, για να του δείξει πως δεν είχε καιρό να χάνει μαζί του.

 

- «Σαν γέρο – δάσκαλος που είμαι, άρχισε ο Σωκράτης, ήρθα να σου πω, όχι τίποτα καινούργιο, παρά τα ίδια εκείνα που σούλεγα κι άλλοτε. Ένα προτέρημα είναι βασιλικό: η αρετή. Δοκιμάσαμε πρόστυχους δημαγωγούς. Μας κατάστρεψαν. Εσύ είσαι αριστοκράτης. Έχεις υποχρέωση να κρατηθείς ψηλά. Τον παλιό καιρό η αρετή ήταν προτέρημα αριστοκρατικό, που σήμαινε πως ο αφέντης δεχόταν και να θυσιαστεί ακόμα για τους υποτακτικούς του, σαν το βασιλιά Κόδρο. Εσύ πρέπει να κρατηθείς ψηλά, Κριτία...».

 

- «Και πως φαντάστηκες ότι δεν έχω σκοπό να κρατηθώ ψηλά, Σωκράτη; Δεν βλέπεις πως ανοίγω νέα ιστορική περίοδο, για να μεταπλάσω τη ρέμπελη Αθήνα σε πειθαρχημένη Σπάρτη;»

 

- «Μπορεί η πρόθεσή σου να είναι αγνή, είπε ήσυχα ο φιλόσοφος, αλλά ο τρόπος που την εφαρμόζεις είναι δαιμονισμένος».

 

Κακοφάνηκε του Κριτία αυτός ο λόγος.

 

- «Τι θέλεις να πεις;» ρώτησε αυστηρά.

 

- «Να... σκοτώνετε κτηματίες και μοιράζεστε τα χωράφια τους».

 

- «Αυτό γίνεται για να ξανάρθει η γη σε λίγα χέρια.. Τα μεγάλα κτήματα στερεώνουν την αριστοκρατία».

 

Ο Σωκράτης απόρησε;

 

- «Θέλεις να πας την Αθήνα διακόσια χρόνια πίσω; Γίνεται να σβήσεις τον Σόλωνα και τον Περικλή;»

 

- «Θα το κάνω, αποκρίθηκε ο τύραννος με πείσμα, κι όλοι εσείς που μας εχθρεύεσθε θα υποταχθείτε».

 

- «Κι αν ακόμη είμαστε εχθροί σου, έπρεπε να μας προσέχεις, γιατί τα λάθη του πολιτικού πρώτοι τα βλέπουν όσοι τον αντιπαθούν».

 

Ο Κριτίας είπε πως αρκετά τον άκουσε. Δαχτυλόδειξε την πόρτα και:

 

- «Εσύ, Σωκράτη, είσαι θεωρητικός. Συνηθισμένος να φλυαρείς, δεν καταλαβαίνεις από πολιτική. Πήγαινε τώρα...».

 

Πριν φύγει, ο φιλόσοφος πρόσθεσε λίγες λέξεις, με χαμηλή φωνή:

 

- «Μόλις ανάλαβες την αρχή, Κριτία, πίστεψα πως θα γιάτρευες πολλά φταιξίματα της Δημοκρατίας. Τώρα δεν ελπίζω πως θα δώσεις νέα ζωή. Παραείσαι φανατικός. Του μορφωμένου το πείσμα το τρέμω περισσότερο κι από του αγράμματου».

 

Στο δρόμο τον περίμενε ο Αντισθένης. Αυτός ο Πειραιώτης είχε το προαίσθημα πως κινδύνευε ο Δάσκαλός του και τον ακολουθούσε παντού. Τόνε λάτρευε, μ’ όλο που, όσο προχωρούσαν τα χρόνια, χώριζε από τη διδαχή του, γιατί τώρα την έβρισκε πολύ συντηρητική. Σιγά – σιγά παράγερνε ο νους του προς τον κυνισμό. Δεν του αρκούσε η λιτότητα του Σωκράτη. Αυτός περιφερόταν με κατατρυπημένο τρίβωνα, ραβδί στο χέρι και σακκούλα στον ώμο, τα χαρακτηριστικά της αλητείας των κατοπινών κυνικών φιλόσοφων.

 

- «Ε, Δάσκαλε, του φώναξε ο Αντισθένης άμα τον είδε να κατεβαίνει από τη Θόλο, σα γρήγορα τέλειωσες. Μήπως σ’ έδιωξε ο αφέντης;»

 

Κούνησε το κεφάλι ο Σωκράτης, για να τον βεβαιώσει κι είπε:

 

- «Ναι, φίλε, μ’ έδιωξε. Μερικοί αδέκαστοι άνθρωποι δεν αφήνουμε τους δικτάτορες να κοιμούνται ήσυχοι. Σήμερα γνώρισα τον πραγματικό Κριτία. Είν’ επικίνδυνα τρελός. Πρέπει να τον πολεμήσουμε. Θα πάω στον συναρχηγό του Θηραμένη, μήπως αυτός βλέπει τουλάχιστον προς ποιο γκρεμό μας οδηγούν».

 

Πήγε στο Θηραμένη, που συμφώνησε μαζί του. Μολονότι κι αυτός ήταν από τους πλούσιους ολιγαρχικούς, που τους είχε καταδυναστέψει ο φθονερός όχλος, ωστόσο δεν ένιωθε το άσπονδο μίσος για το λαό, που βασάνιζε τον Κριτία. Ήταν μυαλωμένος. Κι υποσχέθηκε  να βάλει φρένο στην αναστάτωση και το αιματοκύλισμα. Το δοκίμασε μα πλήρωσε με τη ζωή του τη θέληση ν’ αντιστρατευτεί τον αδίσταχτο Κριτία. Στο Β΄ βιβλίο των «Ελληνικών» ο Ξενοφών διηγείται τη δραματική πάλη, που έγινε στη Βουλή, ανάμεσα στους δυο αρχηγούς των ολιγαρχικών, πάλη που κατέληξε στην θανάτωση του Θηραμένη.

 

Ωστόσο, από τη στιγμή που ο Σωκράτης θεώρησε καθήκον του ν’ αντιδράσει στον Κριτία, δε σταμάτησε  να διαλαλεί στην αγορά, πως ένα πολίτευμα διορθώνεται μόνον άμα νιώσουν οι αρχηγοί την ανάγκη της αρετής και με το παράδειγμά τους κάνουν καλύτερους και τους κοινούς πολίτες. «Δεν μπορείς να επιβάλεις, έλεγε, τις αρετές της παλιάς αριστοκρατίας, αν δεν τις ακολουθάς πρώτος εσύ». Το κήρυγμά του, μέσα σε τόση δυστυχία, έβρισκε ανταπόκριση στην καταπιεσμένη ψυχή των Αθηναίων. Η σπαρτιατική κατοχή κι η στέρηση της ελευθερίας τους ήταν ανυπόφορη. Τους άρεσε να βλέπουν πως ο Σωκράτης δεν ύψωνε τον εαυτό του πάνω από τους άλλους, παρά κατέβαινε προς τους ταπεινούς, για να ζητήσουν μαζί την αλήθεια, με μια συμπόνια, μια αγάπη προς τον πλησίον, ανήκουστη στην αρχαιότητα. Όσοι τον άκουγαν, νόμιζαν πως ανάσαιναν καθαρόν αέρα. Μάζες από κάθε λογής πολίτες τον ακολουθούσαν τώρα και πολλοί νέοι πρόστρεχαν να γίνουν μαθητές του. Ανάμεσα σ’ αυτούς ξεχώριζαν ο Φαίδρος, ο Αγάθων, ο Μενέξενος και οι δυο φίλοι από τη Θήβα, Σιμμίας και Κέβης.

 

Ο Φαίδρος ήταν πλουσιόπαιδο, φίλος του Αλκιβιάδη, που αφού καταγλέντησε τα νιατα του, ύστερα φτώχυνε και τόρριξε στην φιλοσοφία. Έδειξε ακόρεστη μανία για μάθηση, μα έμεινε καλοπροαίρετος ερασιτέχνης, που ήθελε να τα δοκιμάσει όλα, χωρίς να υποταγεί σε τίποτα. Περίεργος καθώς ήταν, εξέταζε επιφανειακά τα ζητήματα, που ο Σωκράτης τα αντιμετώπιζε σαν τραγικά προβλήματα της ζωής. Το «ωραίο» τον θάμπωνε κι ο διάλογος του Πλάτωνα «Φαίδρος» μας δείχνει τη μαγεία που ασκούσε σε αυτόν ο έρωτας. Όμως από την επιθυμία του να γνωρίσει όλους τους δρόμους, κατάντησε να μη βρίσκει το δικό του. Καταστάλαξε στον Σωκράτη κι έζησε κοντά του ως τις τελευταίες του στιγμές.

 

Η ανταπόκριση που έβρισκαν στο λαό οι κατηγόριες του Σωκράτη εναντίον της τυραννίας των Τριάκοντα, ανησύχησε έναν απ’ αυτούς, τον Χαρικλή. Έτρεξε και ειδοποίησε τον Κριτία, που αμέσως έβγαλε διαταγή και απαγόρευε να γίνονται διδασκαλίες στην αγορά ή στα γυμναστήρια. Μην μπορώντας να βλάψει κατ’ ευθείαν το φιλόσοφο και μην έχοντας από πού να τον πιάσει, δοκίμασε με τη νέα διαταγή να του φιμώσει το στόμα. Αλλά ο φιλόσοφος δεν άλλαξε τον τρόπο του. Έτσι, όπως συνήθιζε να διαλέγεται, έτσι εξακολουθούσε να μιλά, όπου κι αν βρισκόταν. Μια μέρα, καταμεσίς στην αγορά, τον άκουσε ο ίδιος ο Χαρικλής να λέει τούτα:

 

- «Εγώ, φίλοι μου, πιστεύω πως,  αν ένας βοσκός έκανε τις αγελάδες του χειρότερες και λιγότερες, ο ίδιος θα ομολογούσε πως είναι κακός γελαδάρης. Μα θα παραξενευόμουν ακόμα περισσότερο αν κανένας, αφού αναλάβαινε την αρχή  μιας χώρας κι έκανε τους πολίτες λιγότερους και φτωχότερους, δεν παραδεχόταν πως είναι κακός άρχοντας, ώστε να παραιτηθεί από μόνος του».

 

Κατάλαβε βέβαια ο Χαρικλής ότι, λέγοντας αυτά, ο Σωκράτης εννοούσε πως οι Τριάκοντα πολλούς πολίτες σκότωναν και πολλούς καταντούσαν φτωχότερους με τις περιουσίες που δήμευαν. Πάλι πήγε κι ειδοποίησε τον Κριτία. Αυτός χωρίς να διστάσει, είπε:

 

- «Πρέπει να ξεφορτωθούμε τέτοιον πλανευτή. Φέρε μου αύριο πρωί εδώ το Σωκράτη!».

 

Ο Χαρικλής θέλησε να μάθει:

 

- «Τι θα του κάνεις; Ο γέρος δεν παίρνει από λόγια...»

 

Κρυφογέλασε ο Κριτίας κι αποκρίθηκε:

 

- «Θα τον διατάξω να πάει στη Σαλαμίνα να μου φέρει δεμένο τον πλούσιο Λέοντα, αυτόν που πρόκειται να ξεκάνουμε. Αν πάει ο Σωκράτης, θα τον κρατάμε στο χέρι σαν συνένοχο. Αν δεν πάει, θα τον δικάσω και θα τον καθαρίσω. Στείλε σπίτι του να τον καλέσεις αύριο πρωί».

 

Όταν γύρισε ο Σωκράτης σπίτι αργά τη νύχτα, βρήκε την Ξανθίππη να τον περιμένει. Το μήνυμα του Κριτία την ανησύχησε, γιατί κανέναν δεν καλούσαν οι τύραννοι για καλό.

 

- «Μη βάζεις κακό στο νου σου, της είπε.  Τίποτα δεν μπορεί να μου κάνει».

 

Η Ξανθίππη λογόφερε μαζί του, μην μπορώντας να καταλάβει σε τι του χρησίμευε αυτή η ακατάπαυστη συζήτηση στους δρόμους:

 

- «Αφού, του είπε, ό,τι και να συμβεί στον κόσμο θα γίνει και χωρίς εσένα γιατί τέλος πάντων δε σωπαίνεις;»

 

Όταν παρουσιάστηκε ο Σωκράτης την άλλη μέρα στον Κριτία, ήταν εκεί κι ο Χαρικλής, που επανέλαβε μπροστά του όσα είχε ακούσει στην αγορά.

 

- «Τα είπες αυτά;» ρώτησε ο Κριτίας.

 

- «Μάλιστα τα είπα».

 

- «Άκου, Σωκράτη. Να σταματήσεις να μιλάς με χτίστες, παπουτσήδες, και χαλκάδες και να τους σηκώνεις τα μυαλά, πως αυτοί κατέχουν καλά τι κάνουν, ενώ εμείς οι πολιτικοί είμαστε τσαρλατάνοι. Μη σε ξαναδώ να φέρνεις παλιοπραματευτάδες για παράδειγμα».

 

Κι  ο Σωκράτης:

 

- «Λοιπόν, θέλετε ν’ απέχω και να μη συζητώ καν τι είναι δίκαιο, τι αγαθό, και τα παρόμοια;»

 

- «Ναι, του αποκρίθηκε απότομα ο Χαρικλής, και φυλάξου να μη μιλάς για τους γελαδάρηδες, όπως έκανες χτες, γιατί θα σου κάνω λιγότερες τις δικές σου αγελάδες».

 

Τότε ακούμπησε τάχα με καλωσύνη, το χέρι του ο Κριτίας στον ώμο  του φιλοσόφου και του είπε:

 

- «Αυτά, Σωκράτη,  τα κατάλαβες. Τώρα έχω μιαν αποστολή να σου αναθέσω. Θα πας με  άλλους δυο πολίτες  στη Σαλαμίνα, να μου φέρετε το γέρο – Λέοντα να τον ανακρίνω. Πριν περάσουν σαράντα οκτώ ώρες τον θέλω».

 

Ο Σωκράτης δεν περίμενε τέτοια εντολή. Κατάλαβε τη σημασία της. Αρνήθηκε.

 

- «Πρόσεχε, είπε με σοβαρότητα  ο Κριτίας. Αυτό που σου είπα είναι διαταγή. Δεν μπορείς να μην την εκτελέσεις».

 

Ο Σωκράτης επέμεινε στην άρνησή του.

 

- «Ξέρω τον Λέοντα. Είναι ο δικαιότερος και τιμιότερος πολίτης της Σαλαμίνας. Δεν μπορεί νάχει κάνει τίποτα, για να τόνε δικάσετε. Μόνο πλούσιος είναι... Δε θα γίνω συνεργός σου, Κριτία!».

 

Ο τύραννος τον κοίταξε κατάματα:

 

- «Εμένα μη μου κάνεις τον ζόρικο, είπε. Αφού θέλεις να παριστάνεις το δυνατόν άντρα, απόδειξέ το φέρνοντας εδώ τον Σαλαμίνιο».

 

Ο Σωκράτης δεν κατέβασε το βλέμμα του,  μόνο αποκρίθηκε:

 

- «Άντρας είναι εκείνος που βάζει ψηλότερα την τιμή του κι από το κορμί κι από την  περιουσία του. Θα παρακούσω τη διαταγή σου, Κριτία».

 

- «Κάνε όπως θέλεις, του είπε ο τύραννος, μόνο έχε υπόψη σου ότι, ή θα μου φέρεις τον Λέοντα δεμένο, ή θα σε δέσω εσένα. Έχεις σαράντα οχτώ  ώρες καιρό να διαλέξεις».

 

- «Διάλεξα κιόλας», αποκρίθηκε ο Σωκράτης και έφυγε.

 

Ο φιλόσοφος, καθώς αποφάσισε, δεν πήγε στη Σαλαμίνα, οι άλλοι δυο Αθηναίοι όμως φοβήθηκαν για τη ζωή τους και έφεραν το Λέοντα που εκτελέστηκε. Ευτυχώς για το Σωκράτη σε λίγες μέρες ξέσπασε  η επανάσταση του Θρασύβουλου και στη μάχη της Μουνυχίας σκοτώθηκαν ο Κριτίας κι ο Χαρικλής.

 

Ένα απόγευμα διάβηκαν ο Σωκράτης με τον Πλάτωνα τις πύλες της Διομείας, κοντά στον Ιλισό, για ν’ ανεβούν  στον απέναντι λόφο, όπου, μέσα σε καταπράσινο άλσος, έστεκε το γυμναστήριο Κυνόσαργες [2]. Ήταν αφιερωμένο στον Ηρακλή, νόθο γιο του Δία, και κει μπορούσαν να γυμνάζονται τα νόθα παιδιά των Αθηναίων. Εκεί πήγαινε ο Αντισθένης που ήταν γιος Θράκισσας δούλας. Μ’ αυτόν είχανε  συμφωνήσει ν’ ανταμώσουν στο γυμναστήριο, για να συζητήσουν περί «κοινοκτημοσύνης»[3], κατά παράκληση του ΠΛΑΤΩΝΑ, που τώρα τελευταία του είχε κολλήσει μανία, πως η κοινοκτημοσύνη μπορούσε να είναι μια μελλοντική λύση για τα προβλήματα της ζωής.

 

Πέρασε ο φιλόσοφος κι ο μαθητής του ανάμεσα σε σπίτια ρημαγμένα από τον πόλεμο, αλλά με τις κληματαριές τους γεμάτες τσαμπιά σταφύλια, με στοργή προφυλαγμένα από τα σπουργίτια. Έκανε ζέστη. Πέρασαν στη Στοά του γυμναστηρίου να γλυτώσουν από τον ήλιο, μα έπνεε λίβας κι ο ουρανός ήτανε φλογισένος. Μολονότι  απόγευμα, μόλις έβγαζες το χέρι σου έξω από τη Στοά το κατάκαιγε ο ήλιος.

 

- «Έλα τώρα, είπε ο Σωκράτης στο νεαρό παιδί συνοδό του, όσο να έρθει ο Αντισθένης, εξήγησέ μου τη θεωρία σου. Αν έχεις να πεις ιδέες σωστότερες από τις δικές μου, πες τες κι εγώ  πρόθυμα γίνομαι μαθητής σου».

 

Ο Πλάτων άρχισε:

 

- «Δεν πρέπει στον κόσμο να υπάρχουν τάξεις,  κληρονομιές και προνόμια. Να μην εμποδίζεται η αξία επειδή γεννήθηκε από φτωχούς. Αν ένας αριστοκράτης είναι βλάκας, θα ξεπέφτει στην κατώτατη τάξη, κι αν ο γιος ενός νεροκουβαλητή είναι ξύπνιος, θα μπορεί να κυβερνάει. Το σύστημά μου ξεκινάει από την κοινή εκπαίδευση. Όσα παιδιά αναδειχτούν, είτε πλούσια, είτε νόθα, θα εκπαιδεύονται ειδικά για τη διοίκηση. Δε θα μας κυβερνάν όσοι εκλέγονται με την κοροϊδία της ψήφου, αλλά όσοι δείξουν ικανότητα. Κανένας δε θ’ ανεβαίνει σ’ ανώτερο αξίωμα, αν δεν έχει διακριθεί σα κατώτερα. Τους δοκιμασμένους κυβερνήτες τους ονομάζω  «φύλακες» και τους απαγορεύω νάχουν δική τους περιουσία. Θα ζουν ομαδικά μ’ όλες τις γυναίκες. Δε θάναι αφιερωμένοι σε μια γυναίκα, με τους εγωισμούς της, αλλά σ’ όλες. Ακόμη και τα παιδιά τους δε θα διακρίνονται σαν δικά τους, παρά κάθε παιδί θάναι τ’ αδέρφι των άλλων παιδιών. Την κοινοκτημοσύνη βέβαια των γυναικών δεν τη βλέπω σαν αδιάκριτη σύμμειξη, αλλά σαν ευγενικό έλεγχο αναπαραγωγής, ώστε να ανευρίσκονται οι καλύτεροι με τις καλύτερες, για να γεννιώνται γερά παιδιά. Όπως λέει ο Πυθαγόρας, «οι φίλοι πρέπει να τα έχουν όλα κοινά».

 

Εδώ τον έκοψε ο Σωκράτης:

 

- «Κάνεις  ένα λάθος, Πλάτωνα, είπε. Είναι όμορφο να θέλεις όλοι οι άνθρωποι να γίνουν αδέλφια, μα είναι αντίθετο στη φύση. Οι άνθρωποι  αποζητάν να δημιουργούν ελεύθερα. Σωστά λέει ο Πυθαγόρας, πως «οι φίλοι πρέπει να τάχουν όλα κοινά». Μα μόνο μια μειονότητα, γεμάτη φανατισμό κι αυταπάρνηση, μπορεί να κατορθώσει την κοινοκτημοσύνη ανάμεσά της. Δε γίνεται να ζητάς ιδεώδες, που ξεπερνά τις δυνατότητες των κοινών ανθρώπων. Κοινοκτημοσύνη δίχως αγάπη δε γίνεται να σταθεί. Κανένας άνθρωπος  δεν μπορεί να υποχρεωθεί με τη βία να σκέφτεται περισσότερο τους άλλους από τον εαυτό του. Μόνο από αγάπη μπορεί να το κάμει... Αλλά εξακολούθησε τη θεωρία σου...».

 

Ο Πλάτων με θέρμη υποστήριξε ένα σύστημα, έτσι όπως το διατύπωσε στο βιβλίο του «Πολιτεία», σύστημα που αργότερα το αποκήρυξε στο βιβλίο των γηρατειών του «Νόμοι». Ωστόσο σήμερα δοκίμασε να πείσει τον δάσκαλό του, πως με την κοινοκτημοσύνη ο άνθρωπος θα γλύτωνε από τις καταθλιπτικές στεναχώριες της οικονομικής του προσπάθειας. Θα εξαφανιζόταν από τη γη  η πλεονεξία. Ονειρευόταν ένα κράτος δίκαιο, όπου καθένας θάχει όχι εντελώς το ίσο με τους άλλους, παρά όσο θα του αξίζει. Έτσι θα γλίτωνε η Αθήνα  από τη βλαβερή Δημοκρατία.

 

Χαμογέλασε ο Σωκράτης. Του άρεσε να βλέπει τον καλύτερο μαθητή του νάχει την ανησυχία της έρευνας. Να ξεψαχνίζει όλες τις δυνατότητες, αποζητώντας το καλύτερο. Αλλά τον αντίκοψε:

 

- «Πρώτα – πρώτα κατακρίνεις άδικα τη Δημοκρατία. Πρώτη φορά την εφαρμόσαμε οι Αθηναίοι στον κόσμο. Καθώς είμασταν αμάθητοι, την καταντήσαμε οχλοκρατία, τη χαλάσαμε. Μα τώρα η πείρα μας έπεισε, πως θέλει κι η Δημοκρατία μέτρο. Στο μέλλον οι άνθρωποι θα τη διορθώσουν. Ύστερα πιστεύεις στην κοινοκτημοσύνη, που είναι θεωρία ανάξια για τη μεγάλη σου ψυχή. Δεν ωφελεί σε τίποτα το να μοιράσεις τον πλούτο, αν δεν εξισώσεις, πριν, τους  πόθους των ανθρώπων. Ειδάλλως, αφού μοιράσεις τα πάντα, η αρπαχτική ανθρώπινη φύση, λίγο – λίγο, θα ξαναγυρίσει στο κέρδος, αυτό το ταπεινό ένστικτο που δυναστεύει τον κόσμο»

 

Με τη συζήτηση περνούσε η ώρα και αργά το απόγευμα φάνηκε ο Αντισθένης. Κουρελής, με το αιώνιο ταγάρι και τη μαγκούρα του. Τόσο τρύπιο ήταν το ιμάτιό του, που ο Σωκράτης δεν κρατήθηκε να του φωνάξει:

 

- «Μέσ’ από τις τρύπες του ρούχου, βλέπω τη ματαιοδοξία σου».

 

Αντί για απάντηση ο Αντισθένης, ρώτησε:

 

- «Μαντεύεις ποιον σου φέρνω, Σωκράτη;»

 

Ο Δάσκαλος είπε δίχως πεποίθηση:

 

- «Τον Φαίδρο, μήπως;»

 

- «Όχι. Τον Ξενοφώντα. Μόλις γύρισε από τους Δελφούς και σ’ αναζητά».

 

Πραγματικά, λίγες εβδομάδες πριν, ο Ξενοφών είχε λάβει γράμμα από το φίλο του στρατηγό Πρόξενο, που τον καλούσε να πάει στις Σάρδεις να τον συστήσει στον Κύρο, τον αδελφό του Μεγάλου Βασιλιά. Το γράμμα αυτό τόδειξε ο Ξενοφών στο Σωκράτη, ζητώντας τη γνώμη του. Ο φιλόσοφος  τον απότρεψε, γιατί ο Κύρος, σύμμαχος της Σπάρτης, είχε βλάψει την Αθήνα, κι όποιος Αθηναίος πήγαινε κοντά του, θα θεωρείτο προδότης. Μα ο Ξενοφών πάντα πρόθυμος για περιπέτειες, με την επιθυμία να γνωρίσει ξένους λαούς και τον πασίγνωστό τότε στον  ελληνισμό Κύρο, επέμενε να πάει. Τότε τον συμβούλεψε ο Σωκράτης να ρωτήσει πριν το Μαντείο των Δελφών, αν του το επιτρέπει. Και να τώρα που γύρισε ο Ξενοφών με την απάντηση του Απόλλωνα. Γεμάτος σκόνη ακόμη από το ταξίδι, παρουσιάστηκε στο Δάσκαλο ο αριστοκράτης.

 

- «Έλα, λέγε μου, τι ρώτησες τον Θεό και τι σε συμβούλεψε;», έκανε ο Σωκράτης.

 

- «Γύρεψα να μου πει το Μαντείο σε ποιον Θεό να ευχηθώ, για να μου βγει σε καλό αυτό το ταξίδι».

 

Ο Σωκράτης τον μάλωσε: - «Έπρεπε να ρωτήσεις, όπως σε είχα ορμηνέψει, τι ήταν καλύτερο: Να επιχειρήσεις το ταξίδι ή όχι;  Είναι φανερό, εξακολούθησε ο Σωκράτης, πως αποφάσισες μόνος σου να πας, γι’ αυτό θέλησες να μάθεις  μονάχα πώς θάκανες το ταξίδι ασφαλέστερα. Τι σου αποκρίθηκε το Μαντείο;»

 

- «Να θυσιάσω, πριν φύγω, στο Δία Σωτήρα».

 

- «Τότε, Ξενοφών, κάμε τη θυσία που σου όρισαν οι Θεοί και πήγαινε στο καλό, με την ευχή μου. Δεν μπορώ να σ’ εμποδίσω...»[4].

 

Και αφού είπαν αυτά, κάθησαν ακόμα, εκεί στη δροσιά, κάμποσην ώρα, συζητώντας τις παράδοξες ιδέες του Πλάτωνα.

 

**

 

Από την καταστροφή της Σικελίας, εδώ και δώδεκα χρόνια, το Άστυ είχε πάθει, εξαιτίας του φανατισμού που κατάτρωγε τους Αθηναίους, πολλές συμφορές,  μα τώρα  ο Θρασύβουλος, αφού έφερε  πίσω τη Δημοκρατία, αποδείχτηκε σωστός πατέρας για την Αθήνα. Σταμάτησε τις εκδικήσεις, συμφιλίωσε τους αριστοκράτες με το λαό κι έδωσε τέλεια αμνηστία. Χρειάστηκε η δική του φρονιμάδα, για να μη γίνει κατάχρηση της νίκης. Ψήφισε νόμο να μη ζητηθούν ευθύνες από κανέναν και πέτυχε τούτο το δύσκολο: Να κάνει το παράφορο πλήθος να ξεχάσει και να συγχωρέσει. Έτσι έβλεπες πολίτες που τους σκοτώθηκαν οι συγγενείς τους να ζουν ειρηνικά με τους δήμιους, άλλους που έχασαν την περιουσία τους να μονοιάζουν με τους άρπαγες. Μα μόλις τέλειωσαν οι τελετές για το φίλιωμα, φάνηκε πόσο κρίσιμη έμενε η κατάσταση. Η αργία των χωριατών, άλλοτε για να στρατευτούν, άλλοτε για να πολιορκηθούν, τους έκανε ν’ απομάθουν τ’ αγροτικά, τους συνήθισε στο ραχάτι. Η ζωή έγινε δύσκολη κι οι πολίτες ανυπόμονοι.  Σπασμένο το εμπόριο κι η παραγωγή. Τον καιρό της ευτυχίας τόσο δεμένοι ήταν οι πολίτες με την προστάτιδα θεά τους, την Παρθένα, ώστε τη θεώρησαν υπεύθυνη για τις ατυχίας κι έπαψαν να της έχουν εμπιστοσύνη. Ένας λυρικός ποιητής, ο Διαγόρας, άλλοτε μεγάλος υμνητής της Αθηνάς,  τόσο παρασύρθηκε από την αμφιβολία, ώστε μεταβλήθηκε σε άθεο. Μια μέρα στην αγορά άναψε φωτιά  κι έρριξε μέσα ξύλινο ξόανο φωνάζοντας: «Αν είσαι θεϊκό, σβήσε τη φωτιά!». Μα, κι αν περιφρόνησαν την παλιά τους πίστη, δεν μπόρεσαν οι Αθηναίοι να ζούνε δίχως θρησκεία κι άρχισαν να λατρεύουν ξένες θεότητες,  όσες τους έφερε  η θάλασσα, από τη Μικρασία, το Σαβάζιο, από τη Θράκη τη Μεγάλη  Θεά, τον Άδωνι από τη Συρία, παράδοξες θεότητες γεμάτες αλλόκοτα μυστήρια. Γέμισε το Άστυ δεισιδαιμονίες. Ακάθαρτοι αγύρτες τριγύριζαν τώρα στα σπίτια και σύναζαν παράδες προσφέροντας χαϊμαλιά. Ο εγγαστρίμυθος Ευρυκλής μάζευε γύρω του ολόκληρο πλήθος, που, χάσκοντας, άκουγε να μιλά κάποιος αόρατος τάχα προφήτης.

 

Εκτός από το Σωκράτη κανένας άλλος δεν προσπαθούσε να διορθώσει τη ζημιά που έκανε η αθεΐα, να στηλώσει την περιφρονημένη ηθική.  Μόνος του έτρεχε από την αγορά στις στοές κι από τις στοές στα γυμναστήρια, μα κάθε μέρα μιαν απόδειξη έπαιρνε: Πως δε γινόταν πιο αχάριστο έργο από το να ελέγχει τους Αθηναίους. Η προσπάθειά του ήταν παράλογη σε μιαν αδιάφορη πόλη, μα ο Σωκράτης ένιωθε πως, όσο κι αν δεν έκαμε τίποτα για το παρόν, εκτελούσε έργο χρήσιμο μελλοντικά. Ξόδευε τη ζωή του για τους κατοπινούς ανθρώπους, χωρίς αμοιβή, χωρίς ελπίδα πως η θυσία του θ’ αναγνωριζόταν  όσο ζούσε. Και τριγύριζε καταφρονεμένος εξ αιτίας της αφοσίωσης πούδειχνε σ’ ένα μεγάλο ιδανικό. Ο ποιητής Εύπολις στην κωμωδία του «Βάπτες» έγραψε: «Μισώ τον Σωκράτη, τον αδιάντροπο φτωχό, που σε όλα ανακατώνεται, ενώ παραμελεί το σπίτι του». Οι Αθηναίοι αντιπάθησαν το Σωκράτη  ακριβώς επειδή θαύμασαν τη διδαχή του, στάθηκαν όμως ανίκανοι να την ακολουθήσουν και ξαναγύρισαν στις αδυναμίες τους. Άλλωστε οι Δημοκρατικοί, που διοικούσαν τώρα την πόλη, εχθρεύονταν τη φιλοσοφία,  γιατί τη θεωρούσαν προνόμιο αριστοκρατικό. Μήπως οι τρεις αρχηγοί των ολιγαρχικών, Κριτίας, Θηραμένης και Χαρικλής, δεν είχανε γερή φιλοσοφική κατάρτιση;;

 

Μια μέρα που βάδιζε ο Σωκράτης κατά την Ποικίλη Στοά ένας φανατικός δημοκράτης τον πλησίασε και, χωρίς αιτία, τούδωσε μια κλωτσιά. Ο φιλόσοφος τον κοίταξε και, καθώς ο άγνωστος απομακρυνόταν άφωνος, κούνησε το κεφάλι κι εξακολούθησε το δρόμο του.  Ο σοφιστής Αντιφών, που είδε τούτη τη σκηνή, τον ρώτησε:

 

- «Έφαγες κλωτσιά και δεν είπες λέξη;»

 

- «Τι να πω;  αποκρίθηκε ο φιλόσοφος. Αν σε κλωτσούσε γαϊδούρι, θα του ανταπόδιδες την κλωτσιά;»

 

**

 

Ένα πρωί του Απρίλη το 399 π.Χ., την ώρα που συζητούσε στην αγορά ο Σωκράτης περί επιστήμης με τον Θεαίτητο, σπουδαίο μαθηματικό, θεμελιωτή της θεωρίας των ασυμμέτρων, τον πλησίασε κάποιος νεαρός ποιητής, Μέλητος τ’ όνομα, με μαλλιά άγρια, αραιό γενάκι, στραβή μύτη, και μπροστά σε δυο μάρτυρες που κουβαλούσε μαζί, είπε στον Σωκράτη με την ψιλή φωνή του:

 

- «Μάθε πως τώρα πηγαίνω στη Βασίλειο Στοά να σε καταγγείλω στον Άρχοντα – Βασιλιά πως ασεβείς προς τους Θεούς, εισάγεις νέα δαιμόνια και διαφθείρεις τους νέους. Ζητάω ποινή θανάτου. Σε καλώ μετά τέσσερις μέρες, τέτοια ώρα, να βρεθούμε στον Άρχοντα, για να ορίσει δίκη».

 

 Ο Σωκράτης τον κοίταξε με απορία.

 

- «Τι λες, Μέλητε; Συ τόσο  νέος κατάλαβες κιόλας όσα καταγγέλλεις; Και λες πως το κακό το κάνω με τη θέλησή μου;»

 

- «Βεβαιότατα. Μα όλα αυτά θα τα πούμε στον Άρχοντα. Μην αμελήσεις να είσαι κεί την ορισμένη ώρα». Είπε κι έφυγε με τους μάρτυρές του. Ο Θεαίτητος  σάστισε ν’ ακούσει μια τόσο βαρειά κατηγορία, για τον άνθρωπο που εκτιμούσε στην Αθήνα περισσότερο κι από τους καλύτερους.

 

Την κατηγορία κατά του Σωκράτη την προσυπέγραφαν άλλοι δύο. Ο Άνυτος αρχηγός των θρησκόληπτων και δημοκρατικών και ο Λύκων, αρχηγός των προοδευτικών. Ο Άνυτος ήταν συναρχηγός μαζί με τον Θρασύβουλο  στην επανάσταση του 404 π.Χ. που παλινόρθωσε τη Δημοκρατία. Είχε αποκτήσει μεγάλο κύρος στο Άστυ μετά την άρνησή του να πληρωθεί από το δημόσιο ταμείο για τα μεγάλα κτήματα που του δήμευσαν οι Τριάκοντα Τύραννοι. Χόλιαζε όταν άκουγε τον Σωκράτη να λέει:

_ «Είναι τρέλα να επιτρέπεται στη Δημοκρατία να εκλέγει τους άρχοντές της με κλήρο. Ενώ ποτέ δε θα εμπιστευτείτε την Τύχη να ορίσει τον πιλότο ενός πλοίου, ή το γιατρό που θα σας γιατρέψει, εν τούτοις, αφήνεται τον κλήρο να σας βρει τους άρχοντες, που μόνο τα δικά τους λάθη μπορεί να φέρουν καταστροφή».

 

Η δίκη ορίστηκε. Ο Πλάτωνας  στην «Απολογία του Σωκράτη» περιγράφει με λεπτομέρειες την εξέλιξή της.

 

Η καταδίκη του Σωκράτη σε θάνατο,  και οι τελευταίες του ώρες στην φυλακή πριν να πιεί το κώνειο περιγράφονται στον διάλογο του ΠΛΑΤΩΝΑ «Φαίδων».

 

Με τον θάνατο του Σωκράτη, η Αθήνα μπήκε οριστικά στον δρόμο της κατάρρευσης. Τους επόμενους δύο αιώνες ακουγόταν μόνον σαν Φιλοσοφική  Σχολή. Όμως  ο σπόρος που φύτεψε ο φιλόσοφος μέσα στον κήπο της  Αθήνας δεν χάθηκε. Μεγάλωσε μέσα στα βιβλία του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη και αργότερα διαδόθηκε σε  όλον  τον  κόσμο.

 

--------



[1] Με το να περιφρονούν μαζικά οι Αθηναίοι τον Καλλίξενο, που εισηγήθηκε τη θανάτωση των ναυάρχων, τον ανάγκασαν ν’ αυτοκτονήσει.

 

[2] Στο Κυνόσαργες δίδαξε μετά το θάνατο του Σωκράτη ο ΑΝΤΙΣΘΕΝΗΣ, κι απ’ το γυμναστήριο αυτό ονομάσθηκε αργότερα η Σχολή του «ΚΥΝΙΚΗ».

 

[3] Έτσι ονόμαζαν στην αρχαιότητα τον ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ.

 

[4] Ορθά έσπρωξε το ένστικτο τον Ξενοφώντα να πάει στις Σάρδεις. Δοξάστηκε με την «Κάθοδο των Μυρίων», που περιέγραψε στην «Κύρου Ανάβαση».