Οι σελίδες που ακολουθούν είναι του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΙΛΛΗ κι έχουν δημοσιευθεί στην περιοδική έκδοση της ΕΝΩΣΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ του Νομού Καρδίτσας "ΓΝΩΣΗ ΚΑΙ ΓΝΩΜΗ", τόμος ΣΤ, σελ. 111-116.
Οταν ήρθε το καλοκαίρι του 1813, ο Αλή διέταξε να του ετοιμάσουν το ταξίδι για το Φανάρι και τα λουτρά Σμοκόβου,που θα πήγαινε στο πρώτο για επιθεώρηση του φρουριου, και στο δεύτερο για λουτροθεραπεlα. 'Οπως πάντοτε, όταν ξεσηκωνόταν για περιοδεία, έπαιρνε μαζί του ολόκληρη συνοδεία από γιατρούς, σωματοφύλακες Αρβανίτες, γραμματικούς και πολλούς αξιωματικούς της Αυλής του. Μαζί του ακόμα κουβαλούσε όλη την Ανατολίτικη χλιδή. Μαξιλάρια ανάλαφρα, ναργιλέδες, γούνες, σκηνές και παλλακίδες που η καθεμία είχε για δουλειά της να περιποιείται τον Αλή. Ξεκίνησε από τα Γιάννινα, πήγε στο Μέτσοβο και από εκεί κατέβηκε στην Καλαμπάκα όπου διανυκτέρευσε. Την άλλη μέρα έφτασε στα Τρίκαλα όπου παρέμεινε μια μέρα και την άλλη πριν από το μεσημέρι έφτασε στο Φανάρι. Στην είδηση των κατοίκων της περιοχής ότι έρχεται ο τύραννος των Ιωαννίνων στο Φανάρι οι Δημογέροντες κι οι προύχοντες των γύρω χωριών, άρχισαν να συζητούν πώς θα αντιμετωπίσουν τον ιδιόρρυθμο Αλή που τα καπρίτσια του και οι ιδιοτροπίες του δεν είχαν όρια. Άρχισαν να ετοιμάζουν τα μπαξίσια , τα τάματα τους και τα έξοδα της φρουράς. Πρώτη φορά πήγαινε στο Φανάρι, για επιθεώρηση, εν αντιθέσει με τα παιδιά που το επισκέφτηκαν πολλές φορές. Όταν έφτασε,η φρουρά του έστησε τον καταυλισμό της στην πλατεία του Αγίου Νικολάου, στο μέσον της κωμόπολης, εκεί ακριβώς που είναι σήμερα το διδακτήριο Γυμνασίου-Λυκείου κι ο κήπος μου. Ήταν ένα μεγάλο μέρος ανοιχτό, ίσιο, με νερό που προσφέρονταν. Οι Αρχές, που είχαν ειδοποιηθεί από μέρες, τον περίμεναν. 0 Αρβανίτης διοικητής της φρουράς Ομέρ Χούσο, ο Τούρκος νομάρχης όλοι οι Αγάδες της περιοχής, ο Δεσπότης των Χριστιανών και όλοι οι προεστοί των γύρω χωριών με επικεφαλής τον προεστό του Φαναρίου Κώστα Κόντο. Το Φανάρι απαριθμούσε 3.000 ψυχές περ'ιπου, οι μισοί και περισσότεροι ήταν Τούρκοι και οι άλλοι μισοί χριστιανοί Έλληνες. Βάσει της συνθήκης του Ταμασίου μόνον στο Φανάρι επιτρέπονταν κατ' εξαίρεσιν, τούρκικες οικογένειες στην περιοχή των Αγράφων. Ντυμένος μεγαλοπρεπέστατα, όπως συνήθιζε πάντοτε και του άρεσε, ο Αλής, με εντυπωσιακή τη λευκή μακριά γενειάδα του και τα χρυσά πιστόλια, κατέβηκε από το μουλάρι βοηθούμενος από τους σωματοφύλακες του. Όλοι έσκυψαν τα κεφάλια και τον προσκύνησαν. Ο Αλής έριξε μια ματιά ερευνητική. Σε όλους έκαμε εντύπωση το τραχύ ύφος του όταν τους χαιρέτησε με μια χειρονομία του χεριού του. 'Ολοι στέκονταν σύξυλοι. Ο Αλής αν και έφερνε μαζί του τη σκηνή, και σ' αυτή έμενε τις περισσότερες φορές, τούτη τη φορά προτίμησε να μείνει σε σπίτι, γιατί έκανε ζέστη και ήταν κουρασμένος. Ο διοικητής του φρουρίου τον οδήγησε στο τούρκικο σπίτι των Σενίνηδων, που ήταν πενήντα μέτρα μακρια από εκεί. Το είχαν από μέρες εκκενώσει από την οικογένεια, ασβέστωσαν, το καθάρισαν, μετέφεραν τα ζώα αλλού και το στόλισαν όσο μπορούσαν καλύτερα. Το σπίτι αυτό σώζεται μέχρι σήμερα και είναι του υποφαινόμενου. 'Ηταν ένα σπίτι διόροφο με τέσσερα επάνω δωμάτια ευρύχωρα, όπως και κάτω, και έναν εξώστη μήκους 10 μέτρων προς δυσμάς, στηριγμένο με στύλους και πλάτος 4 μετρων που επιανε ολο το μάκρος του σπιτιού. Το μισό σπίτι σήμερα ειναι ανακαινισμενο το άλλο μισό μένει σχεδόν όπως ήταν τότε, με μεγάλη αυλή και αυλόγυρο ψηλό με δέντρα. Πολλές φορές όταν ήμουνα μικρός, ο πατέρας μου μού έδειξε το μέρος που κοιμήθηκε o Αλής, προς το νοτιοανατολικό μέρος, και τα δωματια προς βοραν που έμειναν οι παλλακίδες όπως του τα διηγήθηκε η Ελενη Κουμπρά που όταν έφυγαν οι Τούρκοι το 1881 έγινε ιδιοκτήτρια του σπιτιού. 'Ολος ο κόσμος ήθελε να δει τον Αλή, αλλά δεν τολμούσε να πλησιάσει. Εδώ πρέπει να πούμε πως οι κάτοικοι του Φαναρίου και της περιοχής ήταν ευχαριστημένοι από τη διοίκηση του Αλή. Με απέραντη θέληση, παραδειγματική επιμονή και ακατάβλητη δύναμη ο Αλής εργάστηκε και πάταξε τη ληστεία και τη ζωοκλοπή με την καταδίωξη των οργάνων του, και ο κόσμος ανακουφίστηκε. Η δικαιοσύνη αποδίδονταν καλύτερα. 'Ηταν βέβαια αυστηρή και άγρια, ήταν όμως για την εποχή εκείνη αποτελεσματική. Κανείς δεν τολμούσε να κλέψει στην περιοχή. Το έγκλημα τιμωρούνταν αυστηρα ωστε να μην τολμούν να το επαναλαβουν. Βεβαια τα μέσα που μεταχειρίζονταν για την εξακρίβωση της αλήθειας στα διάφορα εγκλήματα προκαλεί σήμερα τον αποτροπιασμό. Την εποχή ομως εκείνη ήταν συνήθη αλλα και απαραίτητη για την καταστολή της εγκληματικότητας. Κατασκεύασε δρόμους, γέφυρες, υδραγωγεία, σεράγια,φρούρια, αποθήκες, ίδρυσε σχολεία και φρόντισε για τον εκπολιτισμό και την ασφάλεια της χώρας του. Μανία μεγάλη είχε να χτίζει. Στον Μαντζούρ μια μέρα που εξεφρασε την απορία του για την οικοδομανία, ο Αλής του εκμυστηρεύτηκε ότι προ πολλών ετών ενας σοφός Δερβίσης του είπε να οικοδομεί πάντοτε, γιατί η ασφάλεια της ζωής του ήταν αναπόσπαστα συνδεδεμένη με την αδιακοπη αυτή οικοδόμηση. Ο Μέντελσον γράφει οτι οι ανθρωποι ήταν ασφαλείς την εποχή του Αλή και μπορούσε άφοβα να ταξιδεύει κανείς από το ενα μέρος στο άλλο με κλειστά μάτια. Την αλλη μερα το πρωί ο Αλή πασας ξύπνησε νωρίς, κατα τη συνήθεια του, και διέταξε να του ετοιμάσουν να ανεβεί στο φρούριο του Φαναρίου που ήταν πεντακόσια μετρα περίπου ψηλα. Χοντρός όπως ήταν και με πόδια κοντά, τον βοήθησαν ν' ανεβεί στο μουλάρι και με τη συνοδεία Αρβανιτών σωματοφυλάκων άρχισε να ανεβαίνει τα στενά ελικοειδή βρώμικα σοκακια της κωμόπολης με τα σκληρά γκαλντερίμια. Ψυχή δεν φαινόταν πουθενά. Οι κάτοικοι ήταν κλεισμένοι και τα παραθυρα των σπιτιών τους κοίταζαν κρυφά καθώς και οι Τούρκοι πίσω από τα καφάσια. Φθάνοντας στην Αγία Παρασκευή ο Αλής σταμάτησε. Κοίταξε το κάτασπρο όμορφο εκκλησάκι και ρώτησε. "Γιατί δεν έχει αυτη η εκκλησία καμπαναριό;" «Είναι Τούρκικος, του είπαν, ο μαχαλάς. Υπήρχε καμπαναριό και το γκρέμισαν. Μάλιστα μέσα στην εκκλησία εβαζαν και τα ζώα οι γενίτσαροι και αναγκάστηκαν να φτιάσουν την πόρτα πιο ψηλή με σκαλοπάτια και στενή να μη χωρούν να περάσουν τα άλογα. 0 Αλής διέταξε και ο Γραμματέας του σημείωσε: «Να γίνει αμέσως το καμπαναριό και να τοποθετηθεί και σήμαντρο". Από την άλλη μέρα κιόλας άρχισε ο ερανος. 'Εκτισαν το καμπαναριό και αγόρασαν από τα Τρίκαλα ένα μικρό σήμαντρο. Μετά την πτώση του Αλή, το 1822, οι Τούρκοι χάλασαν το καμπαναριό. Όταν ήμουνα παιδί, σώνονταν ακόμα τα θεμέλια του. Κατόπιν ανηφόρισε και σε λίγο έφτασε στο προαύλιο της εκκλησίας του Ιωάννου Πρόδρομου. Ήταν μια καλή εκκλησία που σώζεται μέχρι σήμερα, χτισμένη με πέτρα πελεκητή επάνω στα ερείπια αρχαίων ειδωλολατρικού ναού. 'Ηταν ένα μέρος ανοιχτό, με καλή θέα, ίσιο προαύλιο γεμάτο από κολόνες αρχαίες, που σε προσκαλούσε για μια αναπνοή. Κάτω, προς δυσμάς, απλώνονταν η κωμόπολις του Φαναρίου και προς βοράν ο απέραντος δυτικός Θεσσαλικός κάμπος με τα τσιφλίκια των παιδιών του. Στο προαύλιο της εκκλησίας εκείνη την ώρα βρίσκονταν ο Παπα Στάθης με τον επίτροπο της εκκλησίας Γ. Σουλικιά και μερικές γριές που ήρθαν να ανάψουν τα καντήλια της εκκλησίας. Ο Αλης κατέβηκε απ το μουλάρι του. Ο Παπα Στάθης με τον Επίτροπο και τις γριες, φοβισμένοι, έσκυψαν το κεφάλι προς τη γη και τον χαιρέτησαν. Ο Αλης μπήκε αμέσως στην εκκλησία και σταμάτησε αρκετή ώρα μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και κάτι ψιθύρισε σαν προσευχή. Κατόπιν βγήκε έξω και περιεργάστηκε τον αυλόγυρο «Παπα, του είπε, η μάντρα της εκκλησίας γιατί είναι γκρεμισμένη; Επιτρέπεται οι εκκλησίες και τα τζαμιά να είναι απεριποίητα;» Ο Παπασταθης φοβισμένος δε μίλησε «Απ' αύριο, συνέχισε ο Αλης, να αρχίσετε να τον χτίζετε και να αλλάξεις τον Επίτροπο. Να πεις του Δεσπότη σου να προέχει περισσότερο τις εκκλησίες, να είναι νοικοκυρεμένες: 'Οταν ξαναπεράσω να είναι έτοιμος». Ο Γραμματέας σημείωσε. Ο αυλόγυρος έγινε μέσα σ' ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Αυτά μου τα διηγήθηκε το 1935 ο Β.Σουλικιάς. Τα ίδια, ακριβώς άκουσα και απ' τον Αρ. Σαβάλα και το Θ.Τσαντίκο αρύτερα. Έκαμαν εντύπωση μεγάλη αυτά στους Φαναριώτες που θεωρούσαν την επίσκεψη του Αλή πασά στο Φανάρι σαν το μεγαλύτερο ιστορικό γεγονός της εποχής. Εδώ, πρέπει να πούμε πως αν και ο Αλής σαν μωαμεθανός, στην ουσία ήταν ένα κράμα των πλέον παράδοξων αντιθέσεων και απότομων αποφάσεων. Σέβονταν την Παναγία την οποία προσκυνούσε κάθε φορά που επισκέπτονταν τις εκκλησίες. Αισθάνονταν μπροστά της ένα δέος. Οι χριστιανοί δεν είχαν καμία δέσμευση και μπορούσαν ελευθέρα να τελούν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Δεν έκαμε διάκριση καμία μεταξύ των δύο θρησκειών ούτε ποτέ άσκησε βία να ασπασθούν τον μωαμεθανισμό, αλλά αντίθετα προστάτευσε την χριστιανική εκκλησία χτίζοντας στα σεράγια του παρεκκλήσια για τους χριστιανούς της υπηρεσίας του και τις γυναίκες του χαρεμιού του. 'Ετρεφε δε σεβασμό προς τον Κοσμά τον Αιτωλό εξίσου βαθύ και ισχυρό όπως και προς τον Μωάμεθ και το Κοράνιον. Την ευλάβεια αυτή την υπέθαλπε η κυρία Βασιλική (Κονταξή) και οι γύρω του. 'Εκτισε με δικές του δαπάνες εκκλησία στο χωριό Καλκοντάσι του Βερατίου που ο Αγιος Κοσμάς απαγχονίστηκε και διέταξε να κατασκευαστεί πανομοιότυπο της κεφαλής του άργυρο το οποίο όταν του το έφεραν το χάιδεψε με τ η γενειάδα του ως δείγμα μεγάλου σεβασμού. Στους μουσουλμάνους που ήταν παρόντες και δυσανασχέτησαν σαν τους είπε:«φέρτε μου έναν μουσουλμάνο σαν αυτόν τον Χριστιανό να του φιλήσω τα πόδια του». Και ενώ πολλές φορές δέχονταν τις επιτιμήσεις των δερβίσηδων για τις παρεκτροπές του, εξύβρισε συνάμα και το Θείο αγωνισμένος να πείσει και τους άλλους ότι πέρα από τον τάφο ούτε κρίσις υπάρχει, ούτε ανταπόδοση. Κατόπιν ανέβηκε καβάλα και σε λίγο έφτασε στο φρούριο. Η φρουρά αποτελούνταν από τριακόσιους Αρβανίτες. Τον υποδέχτηκαν με ομοβροντίες πυροβολισμών. Μπήκε καβάλα μέσα στο φρούριο απ τη μεγάλη τοξωτή πόρτα που σώζεται ακόμα μέχρι σήμερα. 'Ηταν η πρώτη φορά που πατούσε εκεί το πόδι του. Αφού επιθεώρησε τις αποθήκες, τη στέρνα με το νερό, που ήταν στο μέσον του φρουρίου, το τζαμί και τις υπόγειες στοές, τις ντάπιες, τις πολεμίστρες με κάθε λεπτομέρεια τους στρατιώτες και τον οπλισμό τους, στάθηκε κατόπιν πάνω στα ψηλά τείχη και κοίταξε κάτω το δυτικό Θεσσαλικό κάμπο που απλώνονταν απέραντος και ωραίος, λουσμένος στον ήλιο. «Ωραίος κάμπος είπε. Δεν είδα ωραιότερο,. Και αρκετή ώρα εξήτασε τη γύρω περιοχή ιδιαίτερα την περιοχή των Αγράφων. Ο Γραμματέας του σημείωνε ότι του έλεγε. Οι διαταγές του αφορούσαν την καλύτερη οχύρωση και οργάνωση του φρουρίου. 'Υστερα απ δυο ώρες βγήκε απ το φρούριο και επιθεώρησε τους στρατιώτες που βρίσκονταν στο βόρειο μέρος του φρουρίου που από μικρός ακόμα θυμάμαι τα χαλάσματα τους, τα μαγειρεία, τους θαλάμους, τους στάβλους των ζώων και έδωσε στο διοικητή διαταγή: «Να ανοιχτεί ο δρόμος απ τη βορινή πλαγιά για να μπορούν να ανεβαίνουν τα ζώα και οι στρατιώτες και να αποφεύγονται τα στενοσόκακα και τα καλντερίμια του χωριού. Αυτό θα γίνει με την εργασία όλων των κατοίκων, πριν αρχίσουν οι βροχές. Να χτιστεί και δεύτερη πτέρυγα των στρατώνων, συνέχεια της πρώτης, με τρία πατώματα ώστε να μπορούν να περάσουν χίλιοι στρατιώτες. Στο μέσον να γίνει δεξαμενή και τα νερά της βροχής να συγκεντρώνονται εκεί ώστε να υπάρχει νερό για ολόκληρο το χρόνο. Τα μαγειρεία να μεταφερθούν στη νοτιοδυτική πλευρά του φρουρίου. Να επισκευαστούν οι τοίχοι του φρουρίου, στα σημεία εκείνα που είναι φθαρμένα, και τους έδειξε τα σημεία και οι πολεμίστρες. Να περαστεί καινούργια βαριά πόρτα στην είσοδο του φρουρίου, σιδερένια, και τα ζώα να μεταφερθούν εκεί κάτω στο μικρό λοφίσκο που θα ισοπεδωθεί και θα γίνουν στάβλοι. Πρόκειται για το μικρό λοφίσκο που σήμερα λέγεται ,Τεπές». Αφού επιθεώρησε, με κάθε λεπτομέρεια το φρούριο, ύστερα απ τρεις ώρες, και έδωσε και άλλες συμπληρωματικές οδηγίες, κατέβηκε απ τον ίδιο πάλι δρόμο στο σπίτι που κονάκιαζε για να αναπαυτεί. Το απόγευμα καβάλα στο μουλάρι, με τη συνοδεία των σωματοφυλάκων του και των γραμματικών του, βόγκε στον κεντρικό δρόμο για να γνωρίσει την κωμόπολη. Πέρασε την κεντρική αγορά. Βρόμικη, ανατολίτικη, όλο στροφές, με τα χαμηλά παλιομάγαζα κλειστά. Ο δρόμος κι εδώ στρωμένος με άτεχνο καλντερίμι. Ψυχή δεν υπήρχε. Μόνο δυο τρία καφενεία με μερικούς ηλικιωμένους πελάτες. Απόρησε ο Αλής. «Γιατί είπε είναι όλα κλειστά και δεν υπάρχει κόσμος; «θα φοβήθηκαν του είπαν...».Και ο Αλής διέταξε:«Να βγάλετε ντελάλη και να ανοίξουν όλα τα καταστήματα γιατί όσοι δεν ανοίξουν Θα φυλακιστούν. Και ο κόσμος να μην φοβάται». Τα μαγαζιά άνοιξαν όλα. Αλλά ο κόσμος δεν βγήκε στην αγορά Εδώ πρέπει να πούμε, πως το Φανάρι ήταν τότε η πρωτεύουσα και μεγάλο εμπορικό κέντρο. Προχωρώντας ο Αλής με τη συνοδεία του έφτασε στην άκρη της κωμόπολης, ως την βρύση που λέγεται, ακόμη μέχρι σήμερα, «Πηλιορίκια". Εκεί σταμάτησε. Μια σειρά από ηλικιωμένες γυναίκες, Ελληνίδες και Τουρκάλες με τους φερεντζέδες, περίμεναν στη σειρά με τις πήλινες στάμνες να πάρουν νερό. Το νερό που έτρεχε ήταν πολύ λίγο. Μια ξαρξάρα. Ο Αλή απόρησε:«'Εχει το χωριό άλλο νερό;" ρώτησε. Ανάμεσα στις γυναίκες ήταν και η Στεργιάνω η προξενήτρα του χωριού, γυναίκα του πρωτοψάλτη της Μεταμόρφωσης του Σωτήρα που ήταν και μητροπολιτικός ναός,του Παναγή Σαμαρά. Πολυλογού και εγωίστρια. Ευκαιρία ζητούσε για να φανεί. 'Άφησε τη στάμνα κάτω, σήκωσε το κορμί της και είπε κοιτάζοντας τον Αλή. «Πασά μου δεν έχουμε νερό. Υποφέρουμε πολύ και εμείς και τα πράματα (ζώα). Χάνουμε όλη τη μέρα για να πάρουμε νερό, απ τις ρεματιές ακόμα και απ τα γειτονικά χωριά. Δεν έχουμε νερό. Ο Αλης την κοίταζε εκστατικά ,και απόρησε για το θάρρος αυτής της γυναίκας. Η Στεργάνω συνέχισε.« Τα κιούγκια που φέρνουν το νερό απ την Πηγή είναι χαλασμένα και δεν τα φτιάνουν. 'Ολες οι βρύσες στέρεψαν. Δεν έχουν νερό. Χίλια χρόνια Βεζίρη μου να ζήσεις. Διάταξε τους τσουκάλες να φτιάσουν τα κιούγκια και να τα περάσουν να χουμε νερό". Ο Αλής που πρόσεχε τα λόγια της, έτσι χτυπητά όπως τα πρόφερε, τη ρώτησε. "Πως σε λένε;", «Στεργιάνω είπε, του Σαμαρά" «Μπράβο Στεργιάνω, είπε ο Αλής. Αν ήσουνα νέα θα σ' έπαιρνα μαζί να σε κάνω καπετάνισσα». Ο ιδρώτας έτρεχε άφθονος στο πρόσωπο της. Αισθάνονταν ανακατωμένα και η αναπνοή της εξασθένησε απ την ταραχή. Ο Αλής διέταξε να γίνει το υδραγωγείο και ως το φθινόπωρο έγιναν τα κιούγκια ,και η κωμόπολη γέμισε νερό ως την τελευταία βρύση. Κατόπιν επιθεώρησε το οίκημα του δικαστηρίου, ένα ευρύχωρο ίσιο σπίτι πλινθόχτιστο, που βρίσκονταν εκεί που σήμερα είναι χτισμένο το σπίτι των κληρονόμων Δημητρίου και Ευθυμίου Παπαβασιλείου. Στους δικαστές είπε: «θέλω να δικάζεται δίκαια. Χωρίς καμιά διάκριση κι αν πρόκειται περί Μωαμεθαvών ή Χριστιανών. Αν ακούσω παράπονα θα σας κρεμάσω για παράδειγμα. Δεν θ΄ ακούσω καμιά δικαιολογία. Οι ποινές πρέπει να είναι αυστηρές και να συμμετέχουν Έλληνες και Τούρκοι αντιπρόσωποι. Κατόπιν πήγε στο τζαμί και προσευχήθηκε. Βρίσκονταν στο βορειοδυτικό μέρος της κωμόπολης. 'Ηταν πέτρινο καλοχτισμένο. 'Ενα πολύ όμορφο τζαμί που μικροί πηγαίναμε και παίζαμε εκεί κρυφτό. Μετά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας το 1881,οι Τούρκοι έφυγαν απ το Φανάρι και το τζαμί αργότερα αγοράστηκε απ το γιατρό Σεραφείμ Παπαβασιλείου για να το κάνει κλινική. 'Εχτισε το οίκημα αλλ ποτέ δεν κατοικήθηκε. Σήμερα, ιδιοκτησία του Δημητρίου Μίντζια, χρησιμοποιείται για κατοικία της οικογένειας του. Κατόπιν πήγε στα λουτρά. Η βρύση ήταν χαλασμένη και διέταξε να την φτιάσουν. Το χτίσμα σώζεται, στη μικρή αυτή βρύση, όπως έγινε τότε. 'Οταν ο ήλιος ήταν δυο αξιάγει ψηλά απ τον oρίζοντα,στον μεγάλο εξώστη του σπιτιού, ξαπλωμένος σ' εναν απαλό σοφά με τη βαριά του γούνα που παρ' όλη τη ζέστη συνήθιζε πάντοτε να φορεί, πλημμυρισμένος από ωραία κεντημένα μεταξωτά μαξιλάρια κάπνιζε με το τσιμπούκι του πίνοντας τον συνηθισμένο καφέ, δέχτηκε τις αρχές του τόπου. Δεξιά στεκόταν ο Γραμματικός του και αριστερά οι σωματοφύλακες. Πρώτα δέχτηκε τον Τούρκο Νομάρχη που του ανέφερε την κατάσταση της περιοχής. Κατόπιν όλους τους Τούρκους αγάδες που του πρόσφεραν δώρα. Μετά τον Δεσπότη Φαναρίου με την ακολουθία του και τους δημογέροντες των χωριών της περιοχής με επικεφαλής τον Κώστα Κόντο, προεστό του Φαναρίου, που του υπέβαλαν τα σέβη τους, του ευχήθηκαν υγεία και μακροημέρευση εκ μέρους όλων των κατοίκων της περιοχής και του έδωσαν δώρα, καθώς και το χαράτσι για την διατροφή και την διαβίωση της κουστωδίας του. Ο Αλής ευχαριστήθηκε. Κοίταξε τον Κόντο απ τα πόδια ως το κεφάλι και του είπε: Κόντο, έχετε όμορφο και υγιεινό χωριό, και όπως γνωρίζω είστε άνθρωποι καλοί και νομοταγείς. Δεν μου δώσατε ως τώρα καμία αφορμή. 'Εχετε ακόμα εδώ την φρουρά που σας προστατεύει. Αλλ όπως μαθαίνω ένα πράγμα σας στεναχωρεί, αυτοί εδώ οι Κονιάρηδες. Δεν σας φέρνονται καλά. Σας βασανίζουν, σας απειλούν, σας παίρνουν το βιο και σας τρομοκρατούν. Οι δικαστές δεν δικάζουν καλά. Μαζί με τον Κόντο ήταν εκτός απ τους προύχοντες των γύρω χωριών, που ο Αλής τους είπε να φύγουν, και ο Γ. Σκαρίδας, ο Β. Ζορμπάς και ο Ν. Αλεξόπουλος. «Είναι αλήθεια αυτά που μαθαίνω; τους είπε. Πέστε μου καθαρά. Θέλετε να τους διώξω και να μείνετε ήσυχοι; Προσέξτε όμως μην πείτε ψέματα. Θα σας κρεμάσω ανάποδα στο δέντρο της πλατείας και κει θα σας φάνε τα κοράκια. Ο Κόντος που ήξερε πολύ καλά τις πονηριές και τις δόλιες ερωτήσεις του Αλή, του είπε: «Πασά μου, ο μεγαλοδύναμος να σας βοηθάει. Να κόβει μέρες από μας και να τις δίνει σε Σας. Μας αποδίδουν οι δικαστές τη δικαιοσύνη. Δεν έχουμε παράπονο. Και με τους Τούρκους ζούμε εδώ μαζί χρόνια και χρόνια σαν αδέρφια. Δεν μας ενοχλούν, δεν μας κακοποιούν, δεν μας τρομάζουν. Στα ίδια καφενεία καθόμαστε και κάθε ενας έχει τη Θρησκεία του. Να μην τους διώξεις. Ο Αλής ξανακοίταξε τον Κόντο και του είπε: «Λες αλήθεια βρε Κόντο; Πρόσεχε, θα τους αφήσω, δεν τους διώχνω, μα αν μάθω τα αντίθετα θα σε κρεμάσω. Θέλω ακόμα να συνεργαστείτε με τους Τούρκους να φτιάξουν οι δικοί σας τα κιούγκια και να τα περάσετε στο υδραγωγείο. Να χετε άφθονο και καθαρό νερό. H βρύση δεν έχει πολύ νερό καθώς και οι άλλες που όπως μαθαίνω στέγνωσαν από χρόνια. Να είναι έτοιμες ως το τέλος του καλοκαιριού». 'Οπως κι εγινε και το νερό έφτασε ως την τελευταία βρύση... Ο Κόντος με τους άλλους της επιτροπής άκουγαν φοβισμένοι τον Αλή και περίμεναν την ώρα που θα τους έλεγε να φύγουν. Ο Αλής ξανακοίταξε τον Κόντο έτσι όπως στεκόταν μπρος του με την καθαρή φουστανέλα του, τα καινούργια τσαρούχια του και τον κεντημένο σκούφο του, αεράτος, ψηλός, μελαχρινός, πολύ συμπαθητικός, και σε λίγο του είπε: «Αν οι Τούρκοι του Φαναρίου σας ενοχλήσουν, να στείλετε μια επιτροπή στα Γιάννινα και να μου το καταγγείλετε". Πρόθεση του Αλή ήταν να διώξει τους Τούρκους του Φαναρίου που δεν συμπαθούσε και ζητούσε να βρει μια αφορμή για να του ξεκουμπίσει. Την άλλη μέρα το πρωί, ο Αλής με την κουστωδία του ξεκίνησε για τα λουτρά. Από το φρούριο ψηλά ακούγονταν πυκνοί ομαδικοί πυροβολισμοί της φρουράς, κατευόδιο στον συμπατριώτη τους Αλή πασά που πήγαινε στο Σμόκοβο.