Για την
αρχαία Ιθώμη γίνεται λόγος από τον Ομηρο στην Ιλιάδα, με την αναφορά ότι
κάποιοι κάτοικοι της με επικεφαλής τον Βασιλιά της Αρχαίας Ιθώμης Ποδαλείριο,
έλαβαν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο : «Οι δ’ είχον Τρίκκην και
Ιθώμην κλωμακόεσσαν, οι τείχον
Οιχαλίην, πόλιν Ευρύτου Οιχαλίος, των αυθ’ ηγείσθην Ασκληπιού δύο παίδε, ιητήρ
αγαθώ, Ποδαλείριος η δε Μαχάων, τοις δε τριήκοντα γλαφυραί νέες εστιχόωντο». (Ιλ.
Β’ 729-733).
Ιχνη της αρχαίας πόλης δεν έχει φέρει στην επιφάνεια η αρχαιολογική σκαπάνη
γι’ αυτό και η ακριβής θέση της δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένη. Ο ιστορικός
και γεωγράφος Στράβων, επίσης αναφέρεται στην Ιθώμη και γράφει: «… την δε
Ιθώμην ομωνύμως τη Μεσσηνιακή λεγομένων ου φασί δειν ούτως εκφέρειν, αλλά την
πρώτην συλλαβήν αφαιρείν. Ούτω γαρ καλείσθαι πρότερον, νυν δε Θαμαί
μετωνόμασθαι, χωρίον ερυμνόν και τω όντι κλωμακόεν, ιδρυμένον μεταξύ τεττάρων
φρουρίων, ώσπερ εν παραπλεύρω κειμένων, Τρίκκης τε και Μητροπόλεως και
Πελινναίου και Γόμφων». Δηλ. εξηγεί ότι η αρχαία Ιθώμη έχει στην εποχή του
(στο τέλος της προχριστιανικής περιόδου ή λίγο μετά) πλέον μετονομασθεί σε
Θαμές και βρίσκεται ανάμεσα σε 4 φρούρια – πόλεις που σχηματίζουν ένα
τετράπλευρο, αποτελούμενο από την Τρίκκη, τη Μητρόπολη, το Πελινναίο και τους
Γόμφους.
Η ονομασία Θαμές απαντάται χρονολογικά, πριν και αυτήν στον Στράβωνα, στο έργο
του επικού ποιητή Ριανού, ο οποίος μνημονεύει τις Θαμιές σαν πόλη της
Θεσσαλίας στον 3ο αι. π.Χ. Η ύπαρξη της πόλης αυτήν την εποχή
και με την ίδια ονομασία, επιβεβαιώνεται και από αρχαία επιγραφή (Μουσείο
Βόλου) που βρέθηκε στο χωριό Φίλια της Καρδίτσας και αναγράφει τους όρους μιας
συμφωνίας για την ίδρυση συμπολιτείας ανάμεσα στους Γόμφους και τις Θαμιές.
Ο ιστορικός
Bruno Helly
τοποθετεί την αρχαία πόλη στη θέση που σήμερα βρίσκεται το Φανάρι.
Χαρακτηριστικά αναφέρει : «…Η Ιθώμη – Θαμιές ονομάζεται σήμερα Φανάρι και
βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε μία απότομη κορυφή, η οποία ξεχωρίζει στα βόρεια
στην πρώτη πλάγια γραμμή της οροσειρά της Πίνδου. Η βορειοανατολική πλευρά
ορθώνεται κατακόρυφα και σε ύψος 250 μ. από την πεδιάδα, η οποία απλώνεται
στους πρόποδες της με μόνη εναλλαγή μερικές βαθμίδες ή στρογγυλές
προεξοχές. Στα νότια, μια χαμηλή ράχη συνδέει το λόφο και το βουνό. Το
σύγχρονο χωριό χτίστηκε στη νότια πλαγιά και δε φαίνεται καθόλου από την
πεδιάδα από τον όγκο της κορυφής. Τα σπίτια κολλημένα και στοιβαγμένα το ένα
πάνω στο άλλο, χωρίζονται μόνο με μερικές ταράτσες και με μικρά στενά και
κατηφορικά δρομάκια, απρόσιτα στα αυτοκίνητα. Πολύ συχνά μπορεί να δει κανείς
στις προσόψεις των σπιτιών, στους ασβεστωμένους τοίχους να ξεραίνονται πίτες
από κοπριές με άχυρο, που χρησιμεύουν για καύσιμα. Τα δάση δε βρίσκονται ούτε
στην πεδιάδα ούτε στις πλαγιές της Πίνδου, αλλά πολύ ψηλότερα, στους πρόποδες
των απότομων βράχων της κορυφής του βουνού ή στις απομονωμένες κοιλάδες, οι
οποίες συγκεντρώνουν τα νερά των πηγών.
Πάνω από τα τελευταία σπίτια του χωριού, μια μικρή χορταριασμένη πλαγιά
χωρίζει το βυζαντινό φρούριο, το οποίο διακρίνεται από μακριά. Οι όμορφοι
τοίχοι του και οι στρογγυλοί πύργοι του είναι ακόμα ανέπαφοι. Στους
πλινθόκτιστους εσωτερικούς τοίχους μπορεί κανείς να ανγνωρίσει κομμάτια της
αρχαιότητας. Αφού διαβεί την αψιδωτή εξώθυρα, βλέπει στην εσωτερική αυλή τα
μεγάλα υπόγεια θολωτά οχυρά με δύο ξύλινα πατώματα, τα οποία χρησίμευαν στο
στρατό. Λίγο πιο πέρα, στη δυτική πλαγιά, λιγάκι χαμηλότερα από το κάστρο, σε
μια παλιά γειτονιά του οικισμού, που είναι σχεδόν εγκαταλειμμένη στις
μέρες μας, ένα ξωκλήσι και το καμπαναριό του δεσπόζουν στην πλαγιά. Μερικά
τεμάχια από ραβδωτούς κίονες και τμήματα από κιονόκρανα βρίσκονται
διασκορπισμένα μέσα στο κήπο που περιβάλλει το εκκλησάκι.
Αυτό είναι το όμορφο τοπίο, στο οποίο αναγνωρίζουμε την αρχαία Ιθώμη, την
οποία περιέγραψε μονολεκτικά ο Όμηρος στον κατάλογο με τα πλοία : ¨Οι δ’ είχον
Τρίκκην και Ιθώμην κλωμακόεσσαν¨ (Ιλ. Β΄ 729) ¨οι κάτοικοι της Τρίκκης,
εκείνης της δυσκολοδιάβατης Ιθώμης¨ που βρισκόταν όπως και της Οιχαλίας κάτω
από την ηγεσία του Ποδαλίριου και του Μαχάωνα, των δύο δηλ. γιων του
Ασκληπιού. Δεν έχουμε στη διάθεση μας ούτε ερείπια, τα οποία ίσως είναι
θαμμένα κάτω από τα βυζαντινά κτίσματα ή κάτω από τα σπίτια, ούτε επιγραφές,
ούτε νομίσματα…»
(Το κείμενο από το Θεσσαλικό Ημερολόγιο 1986).