Παραγωγή: Τιμ Μπάρτον, Πίτερ Μακγκρέγκορ-Σκοτ Σκηνοθεσία: Τζόελ Σουμάχερ Σενάριο: Α. Γκόλντσμαν, Λ. Μπάτσλερ, Τ. Σ. Μπάτσλερ Φωτογραφία: Στίβεν Γκόλντμπλατ Μοντάζ: Ντένις Βίρκλερ Μουσική: Έλλιοτ Γκόλντελθαλ Πρωταγωνιστούν: Βαλ Κίλμερ, Τζιμ Κάρει, Τόμι Λι Τζόουνς, Κρις Ο'Ντόνελ, Νικόλ Κίντμαν Διαρκεια: 125' Διανομή: ΕΛΚΕΤο Χολιγουντανό μάρκετινγκ μας προετοίμαζε εδώ κι έξι μήνες για το ''γεγονός''. Το Μπάτμαν Για Πάντα, όμως, όχι μόνο γεγονός δεν ήταν, αλλά ούτε καν μια καλή εξέλιξη των (σκοτεινών μα οραματικών) ταινιών του Τιμ Μπάρτον. Γενικό συμπέρασμα: Ο Μπάτμαν ξανάγινε παιδική υπόθεση… Φέρτε, λοιπόν, τα παιδιά. |
|
Ξέρω ότι αυτά δεν ακούγονται ως ρομαντική εισαγωγή στην ταινία, αλλά μην απογοητεύεστε ακόμα. Αν σας αρέσουν τα λούνα παρκ, η εικόνα του νέου Μπάτμαν θα σας ενθουσιάσει. Προσοχή, όμως, μην αγγίζετε: ο παιχνιδόκοσμος του Για Πάντα καταρρέει με το πραγματικό ''άγγιγμα'' του θεατή που θέλει να μπαίνει μέσα στο έργο, να το ''ζει''. Εδώ όλα είναι πλαστά - και φαίνονται… Πρωτίστως η υπόθεση. Οσον αφορά την υπόθεση, τίποτε δεν έχει αλλάξει από την τελευταία φορά που είδαμε τον Μπάτμαν (πριν από τρεις χειμώνες, στο Ο Μπάτμαν Επιστρέφει). Αυτή τη φορά ο ήρωας της Γκόθαμ Σίτι αντιμετωπίζει τον Διπρόσωπο και τον Γρίφο, δύο από τους κλασικότερους κόμικς εχθρούς του. Το μείγμα ''δένει'' με την προσθήκη του Ρόμπιν, μαθητευόμενου του σούπερ-ήρωα που από δω και πέρα θα συντροφεύει τον Μπάτμαν στις περιπέτειές του και της Τσέις Μερίντιαν, της - για κάποιο λόγο αιωνίως απαραίτητης - ''ερωτικής ιστορίας'' του ανθρώπου με τη μάσκα της νυχτερίδας. Κουνήστε τα πρόσωπα στο σέικερ… κι οτιδήποτε βγει είναι το Μπάτμαν για Πάντα .Γιοα να πούμε την αλήθεια, η ταινία προσφέρει όλα όσα υπόσχεται, δηλαδή τα τρία Χ: χρώματα, χάος και χαβαλέ. Το Για Πάντα, από το πρώτο ως το τελευταίο πλάνο του, φιλοδοξεί να γίνει μια γιγαντιαία και ασταμάτητη πηγή διασκέδασης. Δεν είναι κακό αυτό, απεναντίας - είτε το δηλώνουμε είτε όχι - το έχουμε ανάγκη. Το ζήτημα είναι κατά πόσο ο Σουμάχερ καταφέρνει να κάνει το ζογκλέρ δημιουργώντας ένα έργο που από τα πράγματα έπρεπε να συνεχίζει άξια μια πολύ επιτυχημένη σειρά, να αλλάζει όλα τα βασικά δεδομένα της, να κερδίζει το παιχνίδι στα ταμεία και να παραμείνει ταινία γνήσια και αξιόλογη. Αν σκεφτείτε ότι πέτυχε στα πρώτα τρία, ο Μπάτμαν του Σουμάχερ δεν θα πρέπει να έχει παράπονα… Εσείς, ωστόσο, δικαιούστε να έχετε άφθονα, ιδίως αν ανήκετε - όπως εγώ - στην κατηγορία των ανθρώπων που βγήκαν χαμογελώντας από το σκοτεινό έπος φαντασίας Ο Μπάτμαν Επιστρέφει. Για ποιό λόγο; Μετρήστε τους, έστω κι αν συνοψίζονται σ'ένα και μοναδικό, απολύτως ενοχλητικό συμπέρασμα. Ο νέος Μπάτμαν κάνει τα πάντα για να διαθέτει την ''άψογη εικόνα'', αλλά δείχνει άψυχος, ένα στημένο υπερθέαμα που γίνεται τόσο πιο γρήγορο, πολύχρωμο και θορυβώδες, όσο χρειάζεται για να ξεχνιέται ένα απλό και φανερό γεγονός: το Μπάτμαν για Πάντα είναι μια ταινία ''για να περνάει η ώρα'', στη θέση προκατόχων που έκλειναν με θράσος το μάτι σε κάθε ανήσυχο θεατή. Το Για Πάντα δείχνει, φυσικά, εξημερωμένο δίπλα στα ασυνήθιστα γούστα του Μπάρτον, αλλά η αμαρτία του έργου είναι πως προσπαθεί να μας κάνει να ξεχάσουμε τον παλιό Μπάτμαν περισσότερο απ'όσο θα'πρεπε. Με άλλα λόγια, το έργο δείχνει σαν ένας πολύπλευρος συμβιβασμός: του Μπάρτον (χρεωμένου με το credit του παραγωγού πια) που αφήνει πίσω τους αλαφροίσκιωτους φαν του Ο Μπάτμαν Επιστρέφει, με αυτό ακριβώς το κοινό. Του Μπάτμαν του χθες που σκότωνε και γενικά φερόταν… πολύ ως ενήλικας, με έναν Μπάτμαν - για - τα 90'ς (και του Μπέβερλι Χιλς 902100 και του Mortal Combat, να προσθέσω)… Τέλος, μιας καλοστημένης και σχετικής με το τώρα μυθολογίας που γυρίζει την πλάτη στο ξεκίνημά της για να επιστρέψει στις κουραστικά επαναληπτικές φόρμουλες των στούντιο. Ο Μπάτμαν, πλέον, οφείλει να δείχνει σέξι, αεράτος, με ωραίες ατάκες, άνετος και γενικώς ο ίδιος τύπος του βουτυρόπαιδου που κάνει τον πεπειραμένο παθόντα να σιχαίνεται τις ανάλογες συνταγές… Η νότα ''εξυγίανσης'' του μύθου είναι πανταχού παρούσα μέσα στο έργο.Η βασανισμένη συναίδηση του Μπάτμαν αφαιρείται χειρουργικά από το στόρι και στη θέση της έρχεται ένας άνευρος, μοδάτος, ψυχικά και σωματικά υγιής διασκεδαστής παιδικών ματιών. Τί διασώζεται μετά απ'όλο το θόρυβο και τη δράση; Πολλοί ξετρελλάθηκαν με την παρουσία του ανθρώπου-καρτούν Τζιμ Κάρει στο ρόλο του Γρίφου. Με τη συνεχή, υπερ-κινητική υπερβολή του, κλέβει συστηματικά την παράσταση από τον Τόμι Λι Τζόουνς, που παίζει το Διπρόσωπο μόνο με το κοστούμι. Ο Βαλ Κίλμερ δείχνει cool και sexy, πιθανότατα όπως θα τον ήθελαν οι παραγωγοί, αλλά δεν δίνει καμμιά προσωπικότητα στο νέο Μπάτμαν του και δεν μπορεί με κανένα τρόπο να ισορροπήσει τη μανιακή παράσταση του Κάρει. Παρά τον σχετικά ανεπτυγμένο ρόλο του, ο Κρις Ο'Ντόνελ δεν δείχνει σαν κάτι παραπάνω από την αρσενική γλάστρα του παραμυθιού, απέναντι στη θυληκή γλάστρα Νικόλ Κίντμαν. Αν και στο σενάριο όλα δείχνουν επαγγελματικά δουλεμένα στο έπακρο, οι ήρωες ξεστομίζουν στα σοβαρά κάποιες ατάκες καθαρής κόμικς ψυχολογίας. Ρομαντική επιλογή από τους σεναριογράφους, αλλά αυτό το κολπάκι δεν πιάνει στο σινεμά. Κάνει τους ήρωες μονοδιάστατους και κυριολεκτικά χάρτινους, μεταμορφώνοντας τη δράση σε διαδρομή τρένου με πολύ γνωστές, προκαθορισμένες στάσεις. Η ιστορία του Για Πάντα δεν καταφέρνει να μας προσφέρει καμμιά ανταμοιβή, πόσο μάλλον να γίνει το ιδανικό παραμύθι για τη σύγχρονη εποχή που θα περίμενε κανείς από ένα τόσο διαφημισμένο έργο. Αλλά… το'χουμε ξαναπεί, η διαφήμηση στην περίπτωση του Για Πάντα έγινε όχι μόνο για να αναδείξει αυτά που υπάρχουν στην ταινία, αλλά και για να κρύψει αυτά που δεν υπάρχουν. Τί κατάφερε ο σκηνοθέτης και ''δημιουργός'' του νέου Μπάτμαν, Τζόελ Σουμάχερ; Πρώτα απ'όλα, να περπατήσει με ασφάλεια στη μέση του δρόμου, κάνοντας το έργο μια διεκπεραίωση πολυτελείας ταγμένη αποκλειστικά στις εμπορικές φιλοδοξίες ενός μπλοκμπάστερ. Το έργο έτσι κομματιάζεται σε ταμπλό δράσης με εντυπωσιακά ντεκόρ, χωρίς να αφήνει την πραγματική απόγευση μετά την ολοκλήρωσή του. Κατά αρκετά παράδοξο τρόπο, ο Σουμάχερ κατάφερε να φτιάξει ένα άλλο blockbuster που δεν είναι τίποτε άλλο εκτός από αυτό, μια σκέτη βιτρίνα. Φαντάζομαι ότι στο Χόλιγουντ αυτό θα το λένε κατόρθωμα. Γιάννης Δεληολάνης, Περιοδικό ΣΙΝΕΜΑ, Τεύχος#62, Νοέμβριος 1995 |