Μέν Καταρκέσαι
1
Ποττέ
σου μεν
καταραστείς, με
φίλο, με οχτρό
σου
γιατί
η κατάρα εν να
στραφεί στο
μάλι το δικό
σου
2
Ποττ'ε
σου μεν
καταραστείς με
ξένους, με
γειτόνους
όσους
τζαί να σου
φέρασιν μεσ΄τη
ζωή σου πόνους
3
Ποττέ
σου μεν
καταρστείς ναν
ήσυχη η ψυσσή
σου
όσο
τζαί να σου
φταίξασιν, εσού
δώσ΄την ευτζή
σου
4
Που
τούς Οβραίους ο
Χριστός, πάσ΄το
Σταυρό
κρεμάστει
τόσα
κακά εκάμαν Του,
μα εν τούς
εκαταράστει
5
Ποττέ
σου μεν
καταραστείς να
μεν έσσεις το
κρίμα
τζαί
να σε τρώει
τ΄αλοίμονον
ώσπου να μπείς
στό μνήμα
6
Ποττέ
σου μέν
καταραστείς,
ποττέ σου μεν
τιμάζεις
γιατί
με τζείν΄τες
τιμασσιές, το
δαίμονα
δοξάζεις
7
Ποττέ
σου μεν
καταραστείς
τον πιό μεάλον
οχτρό σου
γιατί
ότι τζαί να
γενεί το κρίμαν
εν δικό σου
8
Μάθε,
τον κόσμο
ν΄αγαπάς,τζαί
δώκε την ευτζή
σου
να
φύουν οι
αμαρτίες σου,
να πνάσει η
ψυσσή σου
Μάμας