Ο Χαρίλαος Πιπεράκης. πιο γνωστός ως Χαρίλαος Κρητικός,
θεωρείται από τα μυθικά πρόσωπα της μουσικής παράδοσης της Κρήτης και ένας
από τους "πατέρες" της νεότερης κρητικής μουσικής, αν και η φήμη του ήταν
μεγαλύτερη εκτός της γενέτειρας του. Γεννήθηκε το 1894 ή το 1895 στο
Ξεροστέρνι του νομού Χανίων και ασχολήθηκε από μικρός με τη μουσική
μαθαίνοντας στο ξεκίνημα βιολί. Πέρασε πολύ γρήγορα στην κρητική λύρα και
σε ηλικία μόλις 14 χρόνων θεωρήθηκε ένα από τους εξαίρετους εκτελεστές.
Τα πρώτα του μαθήματα λύρας τα πήρε παιδί ακόμη από το σπουδαίο κοντοχωριανό του λυράρη Μαθιούδη.
Δεν γνωρίζουμε αν συνέβη, αλλά αναφέρεται από τον συμπατριώτη του δικηγόρο
Γιώργο Στυλιανάκη ότι -άγνωστο πως-υπήρξε επίσης, στη νεαρή του ηλικία,
μαθητής του "ιερού τέρατος" της μικρασιατικής μουσικής, του περίφημου
Κωνσταντινουπολίτη λυράρη Damouri Jemil Bey που πέθανε το 1914 αφήνοντας
δυσαναπλήρωτο κενό στη μουσική παράδοση της Μικρός Ασίας. Έφηβος ακόμη, το
1912 ή 1913 και έχοντας μοναδικό εφόδιο την τέχνη του, αποφασίζει
το μεγάλο ταξίδι στην Αμερική, που έμελλε να επιφυλάξει τεράστιες
εκπλήξεις αφού εκεί έζησε και τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Αν και
δεν υπάρχουν ακόμα στοιχεία για τα πρώτα του χρόνια στην Αμερική, είναι βέβαιο ότι γρήγορα
εντάχθηκε στον χώρο των ελλήνων μουσικών και επιβεβαίωσε την αξία του.
Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του Γιώργου Κατσαρού (Θεολογίτη), που υπήρξε για
δεκάδες χρόνια φίλος, συνεργάτης και σύντροφος του στο πάλκο, ο Χαρίλαος
ήταν ήδη διάσημος πριν από το 1920 και στα χρόνια του Μεσοπολέμου
θεωρήθηκε ο σημαντικότερος και διασημότερος λυράρης-τραγουδιστής (ή
λυριστής, όπως αναφέρουν οι ετικέτες των δίσκων της εποχής) που πέρασε
ποτέ από την Αμερική. Στο πέρασμα του, κατά τη διάρκεια των
πολύμηνων περιοδειών που πραγματοποιούσαν οι διάφορες κομπανίες των
ελλήνων μουσικών, ξεσήκωνε όχι μόνο τους Κρητικούς των περιοχών όπου
έπαιζε, αλλά και ανθρώπους από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Και όχι μόνο, αφού
με το πέρασμα των χρόνων εμπλούτισε το ρεπερτόριο του με τραγούδια από
διάφορες περιοχές του ελληνισμού αλλά και από γειτονικές μεσογειακές χώρες.
"Με όση άνεση καιευχέρεια απέδιδε τα τραγούδια της μουσικής παράδοσης της Κρήτης, το ίδιο τέλεια έπαιζε
σφουγγαράδικα τραγούδια, σκοπούς και ταξίδια από τα βάθη της Ανατολής και της Βόρειας
Αφρικής, ως και τους γρήγορους ήχους των λαών της Βαλκανικής, ρεμπέτικα ή ελαφρά τραγούδια της πατρίδας,
ως και κλασικούς χορούς των ευρωπαϊκών σαλονιών", σημειώνει ο Γιώργος
Στυλιανάκης σε άρθρο του για τον θάνατο του Χαρίλαου Κρητικού στον "Κήρυκα" των Χανίων τον
Φεβρουάριο του 1979. Παρόμοιος όμως ήταν και ο ξεσηκωμός των συμπατριωτών του
στις λίγες φορές όπου βρέθηκε στην Κρήτη στα χρόνια του Μεσοπολέμου: "Στη δράση του μόνο
μια φορά -το 1936- λέγεται πως ήρθε εδώ και τον συνωστισμό που προκάλεσε η έλευση του τον παρομοιάζουν οι παλιοί
-απλοϊκοί ίσως- με την κηδεία του Εθνάρχη", σημειώνει, ως άνω, ο Γ. Στυλιανάκης.
Ο Χαρίλαος Κρητικός ανήκε στους -λίγους δυστυχώς- Έλληνες μουσικούς της πρώτης γενιάς των μεταναστών που
διατήρησαν σχέσεις και επαφές με την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Αναφέρονται, από πληροφορίες, ταξίδια του το 1923, το 1926,
το 1932, το 1936 στην Κρήτη, όπου έμενε για μικρά χρονικά διαστήματα και επέστρεφε στην Αμερική.
Λέγεται ότι το 1928 επέστρεψε για λίγο στην Κρήτη και συναντήθηκε με πολλούς μουσικούς της εποχής, μεταξύ των
οποίων ο μεγάλος Χανιώτης βιολάτορας Γιώργος Μαργιάνος, από τον οποίο έμαθε αρκετές μελωδίες, καθώς και οι μεγάλοι Ρεθεμνιώτες μουσικοί
Γιάννης Μπερνιδάκης (Μπαξεβάνης), που τον κέρδισαν με τις ικανότητές τους και διοργάνωσαν στην προκυμαία του
Ρεθύμνου ένα διήμερο γλέντι που άφησε εποχή (συγκινητική λογοτεχνική περιγραφή του γεγονότος κάνει ο Νίκος Αγγελής στο
συγκλονιστικό βιβλίο του «Στον Ίσκιο της Μαδάρας», στο αφήγημά του για το Ροδινό).
Ο Χαρίλαος αν και παίζει στο πάλκο από τα μέσα της δεύτερης δεκαετίας του αιώνα, στη δισκογραφία εμφανίζεται το 1926, ιδρύοντας μαζί με άλλους μια
δική τους εταιρεία δίσκων με το όνομα "Φάρος". Συνέβη και με άλλoυς - διάσημους στα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά και
κατόπιν-καλλιτέχνες να μην εντάσσονται στις μεγάλες δισκογραφικές εταιρείες της Αμερικής
αλλά να δημιουργούν δικές τους μονάδες παραγωγής, αφενός για να ελέγχουν το ρεπερτόριο τους, αφετέρου για να συμμετέχουν και στα πιθανά κέρδη.
Στην περίοδο των 78 στροφών έχουν καταγραφεί -μέχρι στιγμής- 35 τέτοιες μικρές ελληνικού ρεπερτορίου εταιρείες. Δυστυχώς, για αγνώστους λόγους, η
δισκογραφική παρουσία του Χαρίλαου στα χρόνια του Μεσοπολέμου δεν ήταν ανάλογη της μεγάλης του φήμης και της καλλιτεχνικής δράσης του. Με την
εταιρεία Pharos ηχογραφεί το 1926-27 14 τραγούδια, εκ των οποίων πέντε παραδοσιακά ρεμπέτικα και
εννέα κρητικά. Ο Χαρίλαος μας κληροδότησε κλασικά κρητικά τραγούδια, όπως τα περίφημα συρτά
"Το ξηροστεριανό νερό" και "Οχι λουσακιανό κρασί". Η
αποτύπωση και η καταγραφή ρεμπέτικων από τον Χαρίλαο Κρητικό, με τη φωνή
και τη λύρα του, άνοιγε ένα ενδιαφέρον κεφαλαίο στη διερεύνηση της
ιστορίας του ρεμπέτικου, ενώ ταυτόχρονα φανέρωνε και τη διείσδυση του
μουσικού αυτού είδους σε μουσικούς χώρους που δεν μπορούσε κανείς να
φανταστεί. Ο Χαρίλαος ηχογραφεί στη δεκαετία του '30 άλλα 12 τραγούδια
(τέσσερα με την Columbia και οκτώ με την Orthophonic που επανατυπώνονται και από την
RCA εκ των οποίων πέντε ακόμη ρεμπέτικου ύφους και επτά κρητικά. Η δισκογραφική παρουσία του Χαρίλαου συνεχίζεται και μεταπολεμικά,
ηχογραφώντας ομοίως ρεμπέτικα και κρητικά τραγούδια σε μικρές ελληνικές εταιρείες της Αμερικής, όπως η
Grecophon, η Kaliphon, κ.α. Η παρουσία του στο πάλκο ήταν συνεχής μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη
δεκαετία του '50 υποδέχεται κι αυτός μαζί με το Γιώργο Κατσαρό (Θεολογίτη) - τη νεότερη
γενιά των ελλήνων μουσικών που περιοδεύουν ή εγκαθίστανται στην Αμερική. Ο Κώστας Καπλανής, που έπαιξε και έζησε πολλά χρονιά μαζί του τον περιγράφει
σαν ένα γλυκύτατο, χιουμορίστα και ενωτικό συνάδελφο, με τεράστια ευχέρεια στη σύνθεση μαντινάδων, συντροφικό και πάνω απ' όλα εξαίσιο εκτελεστή.
Τα τελευταία χρόνια της ζωής του θέλησε να επιστρέψει στην Κρήτη για να
παίζει εκεί μέχρι την τελευταία του πνοή. Αλλά δεν πρόλαβε. Από τον γάμο
του απέκτησε δυο γιους, ενώ πολλά μέλη της οικογένειας του ζουν στην
ιδιαίτερη πατρίδα του. Πέθανε το 1978 στις ΗΠΑ και θάφτηκε στο χωριό του.
Στον ύστατο αποχαιρετισμό του φίλου του δικηγόρου Γ Στυλιανάκη (ως άνω)
αναφέρονται ακόμη τα παρακάτω: "Όμως ο Χαρίλαος, ο αξέχαστος για χιλιάδες
φίλους του Χαρίλαος, όσα κι αν πούμε δεν περιγράφεται με ξερά γράμματα.
Περιγράφεται μόνο με την αίσθηση της υπέροχης μουσικής του. Και όσο κι αν
τον είπαν "θεό της μουσικής" (στην Αμερική), ή "Μπουγιούκ Σειτάν". δηλαδή
"Μεγάλο Διάβολο", οι Ανατολίτες, ή "Παγκανίνι της λύρας" (Στην Αθήνα το
1958), ή πως αλλιώς ένιωθε ο κάθε μακάριος ακροατής του, έφυγε όπως όλοι.
Το "ιερό τέρας" όσο κι αν κυριάρχησε για 70 χρόνια στο μουσικό στερέωμα
της Αμερικής και έμεινε "σφάχτης" στην καρδιά του κάθε επαναστάτη, έσβησε
χωρίς πόνο, όπως έλεγε το τηλεγράφημα. Όσο κι αν μπήκε στο Πάνθεον των
τριών μεγάλων της λύρας, (μαζί με τον Νταμουρή Τζεμίλ Μπέη και το Λάμπρο
Λεονταρίτη, που και οι δυο ήταν Πολίτες), άφησε τον κόσμο αυτό με δυο
κοινούς καημούς. Που δεν μπορούσε πια να παίξει και να εκφράσει το πύρινο
πάθος της ψυχής του και που δεν πέθανε στην Κρήτη του".