Στη πιο βαθιά της
νύχτας ώρας κάθομαι να σου γράψω,
να ψάλλω μια προσευχή που ζήτησα να
μάθω,
προσευχή που φέρνει πίσω γλυκές σα
μέλι μέρες,
νύχτες κρασιού και τραγουδιού,
μάτια που να λάμπουν,
χείλη κολλημένα και
σφιχτοαγκαλιασμένα μέλλη,
όρκους αγάπης αιώνιους που η ζωή
προδίδει.
Η πιο σκοτεινή είναι πριν την
αυγή η ώρα,
για να τρομάζει αυτούς που
ξαγρυπνούν, η νύχτα,
για να καλύπτει όλα αυτά που πόνεσε
η μέρα,
για να σου δώσει τον καιρό να
ξανααναστηθείς ως αύριο,
το όνειρο να θρέψει τις πληγές, να
σου φιλήσει τα μάτια,
ώσπου να ΄ρθει η αυριανή η μέρα, να
το αποτελείωσει,
προσφέροντας τη γνώση της στους
δρόμους που διαβαίνεις,
δρόμους στο φως του σούρουπου,
άγριους δρόμους,
στα μάτια των σκυλιών το
καθρέφτισμά σου,
που δεν το βλέπεις, δεν μπορείς και
όμως το φοβάσαι,
παράξενο και αλλόκοτο, σαν κάποιο
μακρινό τραγούδι
που ακούς από μουσικούς στις
πλατείες,
ως τη καρδιά σου να μιλά, ώσπου να
ξεμακρύνεις,
και ύστερα την καρδιά σου να
σφίγγει, να κρατά,
ώσπου να πάει να σπάσει,
μα να μη σπα και συ να συνεχίζεις,
ένας μικρός θάνατος, ένας ακόμα,
από αυτούς που πριν στο έδαφος να
πέσουν τους μαζεύεις,
και τους αφήνεις τρυφερά σε ένα
κουτί το βράδυ,
που το ανοίγεις το πρωί για να βρεις
ποια είσαι,
μ΄ αυτοί τρέχουν και κρύβονται πριν
να το μάθεις,
να μάθεις πως χίλιοι μικροί πόνοι
είναι η ζωή
και χίλιοι μεγάλοι,
πως χίλιοι μικροί έρωτες είναι η
ζωή
ή ένας μεγάλος,
πως η καρδιά όταν πονά από αγάπη
ξεχειλίζει,
πως είσαι παντού και πουθενά, μα
ποτέ εδώ μονάχα
Μας βλέπω στα
αμφιθέατρα, στα μπαρ και στα καφέ,
την υποκρισία να ενσταλλάζουμε στα
νεανικά μας χρόνια,
βαφτίζοντας με τόσα ονόματα, ένα
και μόνο πράγμα,
ζώντας τις αλήθειες μας που ξέρουμε
πως είναι ψέμα,
αρρώστια που φέρνει θάνατο μα που
αγνοούμε.
Μονάχα που πονώ όταν βαθιά να
αγαπήσω θέλω
και βλέπω πιο ψηλά τον εαυτό μου να
βάζω
Τα λέω όλα αυτά, μα το θάρρος δεν
το έχω,
το θάρρος και τη δύναμη να σκίσω
αυτά που γράφω,
υποκριτής είμαι και εγώ και σου
ζητώ ειλικρινή συγνώμη
Νύχτες που
μακραίνουν έχω περάσει με φίλους,
με φίλους που τόσες φορές μια ψυχή
είχαμε αποκτήσει,
και τώρα ξεμακραίνουμε σε
αντικριστά μονοπάτια,
εκατομμύρια άνθρωποι σε
εκατομμύρια κόσμους.
Νύχτες που δεν τελειώνανε έχω
περάσει με φίλους,
με λόγια παρηγοριάς, ονείρου και
ελπίδας,
νομίζοντας πως ένα κομμάτι από το
παρόν
και ένα από το μέλλον στη φούχτα μας
κρατούσαμε,
μα όταν την ανοίγαμε, τίποτα δεν
είχε.
Γεννημένοι είμαστε όλοι στον
αστερισμό του νέον
και το ζώδιο αυτό με κανένα δεν
ταιριάζει
Είναι όμορφο να ζεις
στα παραμύθια,
στα όνειρα ασχημονεί η αλήθεια,
φορά το πιο φριχτό της προσωπείο,
να τρομάξει ότι από άλλους κόσμους
έρχεται
και πίσω να το διώξει
Μα εγώ το αντίκρισα το
νεραϊδοχώρι
μες στο κορμί της μπαίνοντας
έμαθα νεράιδες πως υπάρχουν,
κάνοντας έρωτα
τις ένιωσα να ξεμυτίζουν
πίσω από τα δέντρα και να ευλογούν
αυτούς που αγαπάνε,
αυτούς που αγαπάνε αληθινά,
που αγαπούν το φεγγάρι και τα άστρα,
τα σύννεφα και τη βροχή,
τα χρώματα της δύσης,
που γράφουνε στον ουρανό
η μακρινή τους αγάπη να διαβάσει
και χάνονται κάθε στιγμή
για να βρεθούν κοντά της
Κορίτσια που μ΄
αγάπησαν, μα δεν τα αγαπούσα,
κορίτσια που τα αγάπησα, μα δε με
αγαπήσαν,
ο πόνος του κόσμου αυτού, είναι όλη
η αγάπη η χαμένη
πόνος που δε γιατρεύεται, μονάχα
ησυχάζει,
ησυχάζει όταν λησμονείς, μα ακόμα
μέσα σιγοκαίει
σα φωτιά ανοίγοντας ραγισματιές
στην καρδιά σου,
να μπαίνει μέσα η παγωνιά, και ο
όνεμος σε όνειρα να την παίρνει
όνειρα που σκληρά να πληγώνουν
ξέρουν,
να τη ματώνουν, να τη πονούν, μα ποτέ
να μην τη σκοτώνουν
Βόλτες κάνει ο πόνος
στους νυχτερινούς δρόμους,
ακούς κραυγές από στόματα με
σφιχτοκλεισμένα χείλη
Το κορίτσι που τρεκλίζει και
ικετεύει το κατοστάρικό μου,
ο πρεζέμπορας που δίνει τη δόση στο
κορίτσι,
η ενοχή μου, η ανημποριά μου,
ένα φτωχό κορίτσι σε γάμους με το
θάνατο
δώρο μου κάνει τη σκληρή της γνώση
να βλέπω κάτω από τα ακριβά
φτιασίδια
την απάνθρωπη πόλη
με τα ανθρώπινα πλάσματα
που κοιμούνται ή διασκεδάζουν
Ο άντρας που με ρωτά
αν ξέρω που μπορεί να βρει
πορνεία ή στριπτιτζάδικα
και εγώ του απαντώ,
χαμογελώντας ευγενικά και με λύπη,
πως δεν μπορώ να τον εξυπηρετήσω,
δώρο μου δίνει ακριβό την αμφιβολία
αμφιβολία για μένα, για το όνειρο
για ότι λέω και ποθώ
αμφιβολία που κρύα πάνω στα μάτια
μου φυσά,
από το μεθύσι του ονείρου να
ξυπνήσω,
ώστε να βλέπω που πατώ,
και περπατώ στην Εγνατία
ένα μαγαζί που παίζει μουσική
αισχρά, ηλίθια όλη νύχτα στον έρημο
δρόμο,
στην Καμάρα σκυλιά να μαλώνουν,
στα μάτια μου δυο δάκρυα που δεν
είναι από το κρύο
και εγώ να ψάχνω τα στιχάκια μου
φοβούμενος πως μου έχουνε κακιώσει
που είμαι δειλός και λίγος για τα
μεγάλα λόγια,
μα αυτά να έρχονται και να μου
χαμογελούνε,
και εγώ να κοιτάζω ψηλά, ψηλά ως το
φεγγάρι
φεγγάρι απόμακρο, στον ουρανό
καρφωμένο,
με το καρφί βαθιά μες στην καρδιά
του βαλμένο.
Ποια μέρα θα είναι αυτή που θα
νυχτώσει μόνη
δίχως αστέρια, σύννεφα και το
φεγγάρι,
δίχως της βρεγμένης γης τη μυρωδιά
ή των ανθισμένων δέντρων,
ποια μέρα μόνη θα νυχτώσει
ώστε η νύχτα αυτή του ανθρώπου
την απόλυτη ασχήμια να φανερώσει;
Μα δεν πρόκειται να
γίνει έτσι
όσο κρατώ φυλαχτό τη νύχτα την
πρώτη, που τη γνώρισα,
που στο μικρό κρεβάτι της,
ξαπλωμένος πάνω της
θελήσαμε ως την αυγή ξάγρυπνοι να
μείνουμε,
μένοντας ένα,
μα ήρθε και μας πρόλαβε ο ύπνος
και ο έρωτας τα μάτια χαϊδεύοντας
μας τα κλεισε,
και το πρωί που ξύπνησα,
τα χείλη μου ακόμα κολλημένα στα
δικά της
το στήθος της να ακουμπάει στο δικό
μου
να ζούμε και οι δυο με μια ανάσα
μόνο
και στα πλεγμένα χέρια μας
τις ψυχές μας να προσφέρουμε
Έχεις το φεγγάρι που
ζητώ, κρεμασμένο στο τοίχο σου,
ηλιόφως και τραγούδια για να
λούζεις τα μαλλιά
και αστέρια για να τα στολίζεις
Έχεις κεριά στο φως τους να
μεθάμε,
να βαθαίνουν τις φωνές και να
σκορπάνε ίσκιους,
να κάνουν τα λόγια ποιήματα, τα
μάτια να ομορφαίνουν.
Έχω το πρόσωπό σου κάτω από τα
χέρια μου,
να αλλάζει γρήγορα μορφές και μια
στιγμή να φανερώνει
τη νεραϊδένια φύση σου, πριν να την
ξανακρύψεις
παιδιάστικα, σαν τον μικρό που
φοβάται το σκοτάδι,
και κάτω από τα σκεπάσματα κρύβεται
απ΄ τη νύχτα,
και αποκοιμιέται και ξεχνά και τα
σεντόνια αφήνει,
και το φεγγάρι απ΄τα παντζούρια
τρυπώνει μυστικά,
στο μαξιλάρι του στέκεται και τον
φιλά γλυκά
Σαν το καλειδοσκόπιο, σε κάθε
σου χαμόγελο αλλάζεις,
μα από τις χίλιες εικόνες που κοιτώ,
αληθινή είναι η πιο ωραία
Όσο για μένα,
όσο τα άπιαστα θα ζητώ
και καμιά φορά θα αγγίζω,
όσο ότι αγαπώ με εμένα θα το τρέφω,
όσο θα πονώ και θα αγαπώ με το ίδιο
βάθος
όσο το πιο γλυκό φιλί μου θα το ΄χω
δώσει μα και
στις άκρες των χειλιών θα
περιμένει,
όσο τις νύχτες που φυσά ,
τσάρκα στην παραλία θα πηγαίνω,
ξέρω πως το ίδιο θα ονειρεύομαι
και ο ίδιος ακόμα θα
΄μαι
Νοέμβριος-Δεκέμβριος 1999
**********************************************************