ΧΥΜΑΕΙ ΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Χυμάει το σκοτάδι να κατασπαράξει
τα πράγματα /
μα η νύχτα πηδά και οργανώνει το
χώρο /
τα μάτια συνηθίζουν και χαράζουν
γραμμές /
ανάμεσα σε μαύρη θάλασσα και μαύρο
ουρανό /
ανάμεσα σε κουρασμένη μέρα και
ανήσυχο ύπνο.
Και εκεί που που υπάρχει το όριο /
αρχίζει η συνείδηση /
και αν η γαλανή θάλασσα είναι ο
καθρεύτης ενός ανέφελου ουρανού /
τότε η μαύρη θάλασσα σηκώνει το
πέπλο που καλύπτει τα προσχήματα /
και το αλμυρό νερό εισχωρεί στα
στεγανά του εαυτού μας /
συσσωρεύεται αλάτι στις φλέβες /
και τα όργανα ανατριχιάζοντας
στέλνουν ερεθισμούς στον εγκέφαλο /
πως κάτι δεν πάει καλά /
πως κάτι μέσα ξεχειλίζει /
και δυο τρόποι υπάρχουν να
γλυτώσεις αν το θες /
να κατουρήσεις στη φορά του ανέμου /
ή να χύσεις γαμώντας /
α! και ένας τρίτος /
να ξεράσεις τα υπέρχειλα υγρά και
τα ποτά /
που ήπιες σ΄ ένα πάρτυ άγριο βράδυ /
απλώνοντας χέρια προς ένα κορίτσι /
μια γαλήνη /
ένα στεναγμό ανακούφισης /
πως διακόπηκε η ροή του χθες προς το
αύριο /
και πως κάπου σκάλωσες /
παραδομένος στον άνεμο.
Ξεκουράσου και σήκω το άλλο πρωί
πιο καλά /
είναι ένας αγώνας που κάνουμε κάθε
μέρα της ζωής μας /
δεν ξεκίνησε χθες ή προχθές, ούτε
καν πριν χίλια χρόνια /
μα όσο υπάρχει η σκέψη τη καρδιά θα
ματώνει /
αίμα προς αυτή ή από αυτή προς τα
πάντα /
βρέφη που γεννιούνται σε ποτάμια
από δαύτο /
ονειρεμένες επαναστάσεις που
ζωγραφίζουμε με κατακόκκινες
παλέτες /
ω! σταματήστε! πολλά λόγια είναι
αυτά για ένα βράδυ /
να κλείσω τα μάτια για λίγο ζητώ /
να ανοίξει η κάνουλα του ονείρου /
να γεμίσω από αυτή το ποτήρι /
και ύστερα να το σηκώσω και να πιω
στην υγειά σου /
να σου πω πως "σ΄ αγαπώ" και πως
αύριο πιο θαραλεος από πάντα θα
ξυπνήσω.
7/2001