|
Η επιστήμη της Iστορίας παρουσιάζει,
εν αντιθέσει με τις άλλες θεωρητικές επιστήμες, το παράδοξο ότι ελάχιστοι
είναι αυτοί που μένουν ευχαριστημένοι από τα πορίσματά της και ακόμη λιγότεροι
την εμπιστεύονται πλήρως. Και βεβαίως δεν αναφέρομαι στους ίδιους τους
επιστήμονες, αλλά, κυρίως, στον λεγόμενο «μέσο άνθρωπο» που είναι παθητικός
αποδέκτης των αποκαλύψεων και συμπερασμάτων των ιστορικών και άλλων επιστημόνων
που βοηθούν στο να ανασυρθεί από την λήθη η αλήθεια, αντικειμενική ή υποκειμενική.
Αυτή η έλλειψη εμπιστοσύνης στον επιστημονικό αυτόν κλάδο, μπορεί να οφείλεται
και στο γεγονός πως από τις έρευνες συνήθως προκύπτουν διαφορετικά συμπεράσματα,
ακόμη και αλληλοαναιρούμενα, πως δεν έχουμε να κάνουμε με μία μεταβλητή
χ η οποία θα καθορίσει και την τελική μας τιμή ( το συμπέρασμα ), αλλά
με πλήθος μεταβλητών, απειρία μεταβλητών θα έλεγα , των οποίων το ελεγχόμενο
πλήθος είναι αντιστρόφως ανάλογο με τον βαθμό της λήθης. Και φυσικά δεν
λέω βαθμό αλήθειας, γιατί η αλήθεια δεν μπορεί να βρίσκεται σε ποσοστά,
είναι απόλυτο μέγεθος και μάλιστα είχε διεξοδικά αναλυθεί, ορισθεί και
διατυπωθεί από τους Έλληνες φιλοσόφους.
Τα παραπάνω, εκτός από την εμπειρία
μας, καθώς λίγο πολύ όλοι μας έχουμε συμμετάσχει σε συζήτηση όπου κάποιος
αρνείται την ιστορικότητα κάποιου «γεγονότος» ή κάποιων πλευρών του, έρχεται
να τα αποδείξει το σύνολο του (δυτικού) κόσμου, με μια φράση συνδεδεμένη
άμεσα με την ανιστορικότητα της υποκειμενικής Ιστορίας: «Η Ιστορία γράφεται
από τους νικητές». Έτσι αποφάνθηκαν οι λαοί, νικητές και ηττημένοι, και
βέβαια η Ιστορία γράφεται κατά κανόνα και μεταδίδεται από τους νικητές,
και μένουν μόνον ελάχιστοι από τους ηττημένους να διατηρούν την ψυχική
δύναμη να διηγούνται τις ξεχασμένες ή αποσιωπούμενες δικές τους «αλήθειες».
Και αν κάποτε μεταξύ δύο αντιθέτων απόψεων λέγαμε πως η αλήθεια κρύβεται
κάπου στην μέση, επιχειρώντας έτσι, μάλλον αφελώς, να εφαρμόσουμε την «χρυσή
τομή», όλοι γνωρίζουμε τώρα ότι όλο και κάτι ξεφεύγει από τον έλεγχο των
νικητών, ουδέν κρυπτό από τον Ήλιο άλλωστε, και οι περισσότεροι άνθρωποι
πια –μαζί τους και εγώ– θεωρούμε πως η αλήθεια είναι με πολύ πονηρό τρόπο
κρυμμένη –και θα χρησιμοποιήσω άλλη μια γνωστή μας φράση- στο χρονοντούλαπο
της Ιστορίας.
Μια άλλη πλευρά των θεμάτων που
σχετίζονται με την επιστήμη είναι η στράτευση. Και όταν λέμε «στράτευση»,
εννοούμε την επιλογή κάποιων επιστημόνων ή πανεπιστημιακών γενικότερα να
οδηγούν τις μελέτες τους προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις, οι οποίες αποσκοπούν
στο να ισχυροποιήσουν την θέση κάποιων εντολοδοτών, αυτών που βρίσκονται
πίσω από της έρευνες και στην πραγματικότητα καθορίζουν τι θα ερευνηθεί
και ποιες αλήθειες ή, κυρίως, διαστρεβλώσεις, θα φανερωθούν στο πλατύ κοινό.
Λαμβάνοντας τα ανωτέρω υπόψη, δικαιολογημένα, ως απλοί πολίτες μη ειδικοί
να κρίνουμε σε όλη της την έκταση την «τροφή» που μας δίνουν, συχνά απογοητευόμαστε
και μένουμε μετέωροι να μην μπορούμε να δεχθούμε κάποια έρευνα ή μελέτη,
αφού έχει χαθεί η εμπιστοσύνη για αυτούς που κατέχουν τα σκήπτρα της γνώσης.
Πολλές φορές βέβαια, και δικαιολογημένα,
άνθρωποι με ελαττώματα είναι και αυτοί, οι ερευνητές, και είναι λογικό
να παρασύρονται από τις δικές τους προσωπικές επιθυμίες, ενώ θεωρώ επίσης
ότι στην πορεία ξεχνάνε κιόλας την αλήθεια και προσπαθούν με το ζόρι να
ανασύρουν από την λήθη κάτι το οποίο ποτέ δεν υπήρξε. Κάπως έτσι ξεκίνησε
και η λεγόμενη «Βιβλική Αρχαιολογία» ή «Αρχαιολογία της Παλαιστίνης». Από
την επιθυμία ενός ανθρώπου, του Αμερικανού Albright, υιού ενός χριστιανού
ιερέα, ο οποίος θέλησε να αποδείξει την ιστορικότητα των λεγομένων της
Ιουδαϊκής «Βίβλου», σε αντιδιαστολή με τις εργασίες της Γερμανικής Σχολής
του Βιβλικού Κριτικισμού, η οποία υποστήριζε πως τα αφηγούμενα στην «Βίβλο»
δεν είναι παρά ιερατικά κατασκευάσματα της εποχής της «βαβυλωνιακής εξορίας».
Στο άρθρο του αυτό, ο Χέρτζογκ
μας αναφέρει τα κυριότερα σημεία των ερευνών που δημιούργησαν κενά και
ένα κρίσιμο σημείο κατά το οποίο οι θεωρίες δεν αποδεικνύονταν από τα ευρήματα
της Αρχαιολογίας. Και ξεκινάει την κριτική του από την λεγόμενη «Εποχή
των Πατριαρχών», η οποία σύμφωνα με την αρχική «χρονολόγηση» της «Βίβλου»
πρέπει να ήταν στον.. 21ο αιώνα πριν την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης.
Τα ευρήματα κατά τον Χέρτζογκ δεν δικαιολογούσαν επ’ουδενί μια τέτοια χρονολογία,
την οποία κάποιοι μετέπειτα μελετητές μετατόπισαν 10 ολόκληρους αιώνες
αργότερα, δηλαδή στην λεγόμενη «Εποχή της Εγκατάστασης» χωρίς πάλι να υπάρχουν
και δεδομένα που να υποστηρίζουν μια τέτοια θέση. Κάποιοι μάλιστα τα θεώρησαν
αυτά ως απλούς φυλετικούς θρύλους της «Εποχής του Βασιλείου της Ιουδαίας»,
με αποτέλεσμα να μην υπάρχει συμφωνία από καμία πλευρά.
Το δεύτερο σημείο στο οποίο αναφέρεται
ο συγγραφέας στο άρθρο του, είναι η περίφημη «Έξοδος» και η υποτιθέμενη
περιήγηση στην έρημο και το όρος Σινά. Ο Χέρτζογκ μας πληροφορεί λοιπόν
ότι στην πληθώρα των Αιγυπτιακών γραπτών που έχουν βρεθεί, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ
η παραμικρή νύξη για ένα τέτοιο «γεγονός», παρά μόνο σύντομες αναφορές
για νομαδικές φυλές, οι οποίες σε εποχές λειψυδρίας και λιμών έβρισκαν
καταφύγιο στις άκρες του Δέλτα του Νείλου. Επίσης, παρά τις προσπάθειες
γενεών ολόκληρων ερευνητών κανείς τους δεν κατάφερε να εντοπίσει την πραγματική
τοποθεσία του όρους Σινά ή των τόπων διαμονής των φυλών στην έρημο. Έτσι,
ο συγγραφέας, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός πως τα αναφερόμενα στην «Βίβλο»
δεν υποστηρίζονται από κάποιο άλλο γραπτό ή τις αρχαιολογικές έρευνες,
καταλήγει στο συμπέρασμα (των περισσοτέρων μελετητών άλλωστε, όπως μας
ενημερώνει) πως τα ανωτέρω αποτελούν, στην καλύτερη περίπτωση, την περιπέτεια
κάποιας νομαδικής οικογένειας ή κάποιων οικογενειών, η οποία προεκτάθηκε
αυθαίρετα σε «εθνικό» επίπεδο, έτσι ώστε να συμπορεύεται με το θρησκευτικό
ιδεολόγημα του Ιουδαϊκού ιερατείου.
Η επόμενη «ανακρίβεια» του βιβλικού
παραμυθιού, την οποία καταγγέλλει ο συγγραφέας, σε σχέση πάντα με την αλήθεια
της αρχαιολογικής σκαπάνης, αφορά την περίφημη «Κατάκτηση της Γης Χαναάν».
Οι πόλεις που περιγράφονται λεπτομερέστατα στο βιβλίο του Joshua και προσήλκυσαν
πολλές ερευνητικές ομάδες είναι η Ιεριχώ και η Άι. Το υπ’αριθμόν ένα πρόβλημα
για την αξιοπιστία της «Βίβλου» είναι ότι τον 13ο αιώνα πριν την απαρχή
της χριστιανικής χρονολόγησης, στον οποίον υποτίθεται ότι τοποθετείται
χρονικά η «κατάκτηση», όχι μόνο δεν υπήρχαν τα «κυκλώπεια» τείχη που έπεσαν
με την βοήθεια του «καλού» Θεού Γιαχβέ, αλλά ούτε καν οι ίδιες οι αναφερόμενες
πόλεις. Βέβαια, από τα ωραιότερα σημεία είναι οι δικαιολογίες που δόθηκαν,
γιατί η «Βίβλος», ως γνωστόν, δεν επιτρέπεται, ως.. θεόπνευστο βιβλίο,
να λέει ψέματα. Η καλύτερη δικαιολογία ήταν πως τα «τείχη» της Ιεριχούς
«ξεπλύθηκαν» (έτσι ακριβώς !!), «ξεπλύθηκαν» από τα νερά των βροχών. Όσον
αφορά την Αι, τελικά μας πληροφορούν «οι αναζητητές της αλήθειας» πως δεν
ήταν αυτή αλλά η.. διπλανή πόλη, η Beit El και συγνώμη αλλά μπερδευτήκαμε,
από αναξιόπιστους αφηγητές. Ακόμη και για τις υπόλοιπες πόλεις της Χαναάν,
η βιβλική αφήγηση είναι μάλλον σε άλλο χρόνο και τόπο.
Η «Βίβλος» μας λέει για «μεγάλες
πόλεις, με τείχη που υψώνονται ως τον ουρανό», αλλά σε όλες της ανασκαφές
δεν έχει βρεθεί ούτε μία, όχι μόνο που να έχει υψηλά έστω τείχη, ούτε καν
περίφραξη δεν είχαν. Τόσο αληθής η αφήγηση. Εκτός αυτού, όπως μας πληροφορεί
ο Χέρτζογκ, ακόμη και η γαιοπολιτική κατάσταση στην περιοχή την εποχή εκείνη
δεν ήταν αυτή που παρουσιάζεται. Η περιοχή βρισκόταν υπο την κατοχή των
Αιγυπτίων μέχρι το ήμισυ του 12ου αιώνα και έχουμε πληθώρα Αιγυπτιακών
ευρημάτων, όμως η «Βίβλος» δεν μας αναφέρει το παραμικρό για Αιγυπτίους,
ενώ μάλιστα τα ευρήματα δείχνουν μια σταδιακή μετέπειτα εγκατάλειψη και
παρακμή των περιοχών αυτών, αυτή δε η κατάσταση φαίνεται να διήρκεσε αιώνες
και κανένα στοιχείο δεν υπαινίσσεται στο ελάχιστο έστω μια κατάκτηση. Έτσι,
δυστυχώς για τις ορδές των προβάτων που το μόνο που έχουν να υπερηφανεύονται
είναι η άνευ όρων πίστη τους, ούτε οι τάχα ηρωϊσμοί των «εκλεκτών ολίγων
που πολέμησαν τους πολλούς» είναι αλήθεια, πόσο μάλλον η άνωθεν βοήθεια
του ανύπαρκτου Θεού τους.
Το επόμενο πρόβλημα που δημιουργείται
και βέβαια είναι πιο σημαντικό και με αντίκτυπο όχι μόνο στους αποβλακωμένους
πιστούς αλλά και στην σύγχρονη πολιτική σκηνή, είναι αυτό της καταγωγής
των Ισραηλιτών. Αν τίποτε από τα ανωτέρω που αναφέρει η «Βίβλος» είναι
ιστορικώς αληθές δηλ. η «Έξοδος», η περιπλάνηση και η κατάκτηση της Χαναάν,
τότε ποιοί άραγε ήσαν εκείνοι οι Ισραηλίτες που οι απόγονοί τους προβάλλουν
μέχρι σήμερα κληρονομικά τάχα δικαιώματα σε αυτό το συγκεκριμένο σημείο
του πλανήτη; Όπως μας πληροφορεί ο συγγραφέας πράγματι την λεγόμενη «Εποχή
της Εγκατάστασης» ξεπήδησαν πολλοί οικισμοί στην περιοχή και έχουμε μια
μοναδική αναφορά στο όνομα Ισραήλ από έναν Αιγυπτιακό πάπυρο του 1200 πριν
την απαρχή της χριστιανικής χρονολόγησης, το οποίο όμως αναφέρεται απλώς
σε μια από τις πολλές πληθυσμιακές ομάδες των πρώην νομάδων που εγκαταστάθησαν
μόνιμα στην ευρύτερη περιοχή.
Ένα ακόμη πρόβλημα που εγείρεται
από τις αρχαιολογικές μελέτες είναι αυτό του υποτιθέμενου «Μεγάλου Ηνωμένου
Βασιλείου» του Δαυίδ και του Σολομώντος. Τελικά, οι αρχαιολόγοι και σε
αυτό το σημείο ήρθαν κοντά στις απόψεις της σχολής του «Βιβλικού Κριτικισμού»,
αφού αποδεικνύεται από τα ευρήματά τους ότι το τόσο διαφημισμένο αυτό «Βασίλειο»
για την εποχή που αναφέρεται ήταν ένα ασήμαντο φέουδο με τους Δαυίδ και
Σολομώντα τίποτε άλλο παρά τοπικούς μικρής εμβέλειας ηγεμόνες. Ακόμη και
οι ανασκαφές στην Ιερουσαλήμ την πρωτεύουσα του υποτιθέμενου «Βασιλείου»,
το μόνο που απέδειξαν είναι πως οι συγγραφείς της «Βίβλου» προέβαλαν την
εικόνα που αυτή είχε τον 8ο αιώνα, δηλ. την εποχή του «Βασιλείου της Ιουδαίας»
στο απώτερο παρελθόν, προφανώς για να στηρίξουν την όλη τους ψεύτικη ιστοριογραφία.
Και να αναλογιστεί κανείς ότι τόσον καιρό μας παρουσιάζουν συνέχεια την
παραμυθολογία αυτή ως αλήθεια με υποχρεωτική πλύση εγκεφάλου στα σχολεία,
συνεχείς αναφορές στα Μ.Μ.Ε., υπερπαραγωγές του Hollywood και «σοβαρά»
έργα «φωτισμένων θεολόγων, τη στιγμή που ούτε το όνομα αυτού του Βασιλείου
δεν υπήρξε ιστορικά.
Την πιο σημαντική ωστόσο –για
τα πρόβατα- αποκάλυψη, ο Χέρτζογκ μας την φύλαγε στο τέλος του άρθρου του,
όπου σε μια μικρή παράγραφο μας πληροφορεί για τον δικτατορεύοντα σήμερα
στα μυαλά των λαών της γής «Μονοθεϊσμό». Σχετικά με αυτόν, ο ισραηλίτης
αρχαιολόγος, που έχει δεχθεί βεβαίως άπειρες οχλήσεις και απειλές για τα
γραφόμενά του, αναφέρεται σε ανακάλυψη επιγραφών στα αρχαία Εβραϊκά που
αναφέρουν τον «εθνικό» Θεό των μονοθεϊστών Ιεχωβά, όχι μοναχό του αλλά
με μια θεϊκή σύζυγο, όπως απαντάται σε όλα τα πολυθεϊστικά πάνθεα των Εθνών
της γής. Οι επιγραφές αυτές, που χρονολογούνται από τα τέλη του 8ου αιώνος,
αναφέρουν το θεϊκό ζεύγος του Jehovah και της Asherah, αποδεικνύουν το
ότι σε εκείνους τους καιρούς οι Ισραηλίτες απηύθυναν τις προσευχές τους
σε ένα θεϊκό ζεύγος και όχι στον γνωστό της ημέρες μας αυτιστικό «δικτατορίσκο
των ουρανών». Εδώ μπορεί να σκεφθεί κανείς το ότι σήμερα κυκλοφορούν βιβλία
και άρθρα ακόμη και στην Ελλάδα (κυρίως στην Ελλάδα που ο σκληρός Χριστιανισμός
της έχει υποκαταστήσει σφετεριστικά την «Ελληνικότητα» την οποία ο ίδιος
κατέστρεψε) από ερευνητές και θεολόγους που υποστηρίζουν ούτε λίγο ούτε
πολύ πως οι πρόγονοί μας ήσαν.. «μονοθεϊστές», ενώ την εποχή εκείνη δεν
ήταν ούτε οι ίδιοι οι Ισραηλίτες τέτοιοι. Συνεπώς μάλλον επιβεβαιώνονται
πανηγυρικά όσοι μελετητές υποστήριξαν κατά καιρούς πως ο λεγόμενος «Μονοθεϊσμός»
ήταν μια αυθαίρετη επινόηση της εποχής του «Βασιλείου της Ιουδαίας», που
σκοπό είχε να ισχυροποιήσει πολιτικά και κοινωνικά την εξουσία των ηγεμονίσκων
της περιοχής και του υποστηρικτικού τους ιερατείου, εκοσμικεύοντας έτσι
το Θείο κατά τα μοναρχικά πρότυπα που εκθείασαν αργότερα, για συναφή λόγο,
και οι λεγόμενοι «Πατέρες» του Χριστιανισμού.
Ο Χέρτζογκ, μετά από τις ιστορικές
αναφορές του, τελειώνει το άρθρο του με μια σύγχρονη αναφορά και ένα παράπονο.
Μας λέει για την αρνητική αντιμετώπιση των αποδεδειγμένων αυτών θέσεων
από τους σύγχρονους Ισραηλινούς, που δεν δέχονται την αντικειμενική ιστορική
αλήθεια (όπως συμβαίνει άλλωστε και στην χώρα μας με τους λεγόμενους «Ρωμιούς»
που τρελλαίνοται και στο άκουσμα μόνον ότι η ταύτιση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας
είναι και ιστορικό ψέμμα αλλά και λογικό οξύμωρο), προφανώς γιατί έτσι
καταστρέφεται το όλο τους σαθρό οικοδόδημα εις βάρος των Αράβων νύν κατοίκων
της περιοχής, αλλά και για τις ενστάσεις και προσβολές που δέχεται ο συγγραφέας
από εκτός του Ισραήλ πηγές, λ.χ. από τους υπόλοιπους «μονοθεϊστές» χριστιανούς
που βλέπουν ότι η αλήθεια των ανασκαφών κατασυντρίβει τα ψέμματα που κατάπιναν
τόσο καιρό και δεν είναι καθόλου πρόθυμοι να δεχθούν αυτή την πλήρη απομυθοποίηση
των θρησκευτικών τους πιστεύω. Και βέβαια εμείς θα λέγαμε πως ο καθένας
μπορεί να εμμένει στην ανοησία του όσο θέλει και να μην βλέπει την αλήθεια
όσο κατάμουτρα και αν του την δείχνουν, όμως δεν έχει το δικαίωμα να θέλει
να στραβώσει με την δική του τύφλα όλον τον κόσμο, μόνο και μόνο για να
είναι αυτός ήρεμος και ευχαριστημένος μέσα στην βλακεία του.
(Πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό
ΔΙΙΠΕΤΕΣ. Αναδημοσίευση με άδεια των
εκδοτών)
|