|
600 περ.
Η «Λακεδαιμονία», η οποία επί δύο περίπου αιώνες εστέγαζε την δράκα των
τοποτηρητών της Πρωτοβυζαντινής αυταρχίας, με άρχοντα διοικητή διορισμένο
πότε απευθείας από τους θεομανείς αυτοκράτορες της Nova Roma (Νέας Ρώμης)
του Βοσπόρου και πότε από τον στρατηγό του «Θέματος Πελοποννήσου» που ήδρευε
στην Κόρινθο, εγκατελήφθη σταδιακώς υπό των μη Εθνικών στοιχείων, η χριστιανική
της Επισκοπή έκλεισε και αρκετοί εκ των Σπαρτιατών του Ταϋγέτου και του
Πάρνωνος επέστρεψαν σε αυτή, μαζί με τα λείψανα των πολιτικοθρησκευτικών
Εθνικών θεσμών τους. Οι ελάχιστες εκκλησίες ερημώθησαν και, όπως αποδεικνύεται
από την πλήρη απουσία βυζαντινών νομισμάτων της μετά τον Γιουτπράδα (Ιουστινιανό)
εποχής, οι ελεύθεροι Έλληνες της Λακωνικής γής κατέφυγαν στην ανταλλακτική
οικονομία προς εξασφάλιση της αυταρκείας και αυτονομίας τους.
700 περ. Μη χριστιανοί Μελιγγοί και Εζερίτες Σλάβοι, κατήλθαν ειρηνικώς έως την Πελοπόννησο και, αναζητώντας έναν ασφαλή τόπο να εγκατασταθούν μακριά από τη βία των χριστιανών, ίδρυσαν οικισμούς στις πλαγιές του Πάρνωνος και του Ταϋγέτου, ανεμπόδιστοι από τους εκεί Έλληνες Εθνικούς. Τρείς μη χριστιανικές εθνικές κοινότητες, οι Έλληνες Εθνικοί, οι Σλάβοι και οι κάποιοι ελάχιστοι Ιουδαίοι μέσα στην πόλη της «Λακεδαιμονίας», θα ζήσουν έκτοτε επί πολλές δεκαετίες δίχως προστριβές, παρόλο που η κάθε κοινότητα κρατούσε τα δικά της ειωθότα, σε μία θαυμαστή ανεκτικότητα που άντεξε όσο έμεινε μακριά από τη Λακωνική η μισαλλοδοξία των Βυζαντινών. 783 Μετά από στρατιωτική προσπάθεια των Βυζαντινών να επέμβουν στην ελευθέρα Λακωνία, ο Βυζαντινός «Πατρίκιος και Λογοθέτης του Οξέως Δρόμου» Σταυράκιος, κατέστειλε μεγάλη ανταρσία των μη χριστιανών της περιοχής και μετέφερε πλήθος εξανδραποδισθέντων εντοπίων και λαφύρων στη Νέα Ρώμη του Βοσπόρου. 800 περ. Αποτυχημένη απόπειρα του σφόδρα αποστρεφομένου την Εθνική Παράδοση Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Ταρασίου (784 – 806), να εκχριστιανίσει με την βία των όπλων τους απομονωμένους μη χριστιανούς πληθυσμούς της Λακωνικής. Ο Ταράσιος, ήταν ένας από τους ελάχιστους Βυζαντινούς που εκείνη την εποχή κατείχαν μία αμυδρά γνώση ρητορικής και φιλοσοφίας, ως αποτέλεσμα προσωπικών του μελετών σε εκκλησιαστικές βιβλιοθήκες που περιείχαν βιβλία Εθνικών, 849 Ο Βυζαντινός στρατηγός Θεόκτιστος Βριαίνιος, κατά διαταγή του αυτοκράτορος Μιχαήλ Γ (842 – 867), κατέπνιξε μεγάλη υπερδεκαετή ανταρσία των Μελιγγών και Εζεριτών της Λακωνικής. 880 - 900 περ. Η τελευταία μαζική λατρεία των Ολυμπίων Θεών, εκείνη των απομονωμένων κατοίκων της Λακωνικής, εξησθένισε ακόμη περισσότερο μετά από μανιώδεις επιχειρήσεις εκχριστιανισμού. Ο Κωνσταντίνος Ζ ο Πορφυρογένητος, έγραψε στο «Περί Διοικήσεως Της Αυτοκρατορίας» τα εξής: «Ίστεον ότι οι του κάστρου Μαϊνης οικήτορες, ουκ εισίν από της γενεάς των προρρηθέντων Σλαύων, αλλ' εκ των παλαιοτέρων Ρωμαίων, οι και μέχρι του νύν παρά των εντοπίων Έλληνες προσαγορεύονται, δια το εν τοίς προπαλαιοίς χρόνοις ειδωλολάτρας είναι και προσκυνητάς των ειδώλων κατά τους παλαιούς Έλληνας, οίτινες επί της βασιλείας του αοιδίμου Βασιλείου (σημ. 867 – 886) βαπτισθέντες, Χριστιανοί γεγόνασιν..». Επί πολλές δεκαετίες, τα απομεινάρια των Ελλήνων Εθνικών ανήλθαν ξανά στα απρόσιτα σημεία του Ταϋγέτου που ήδη φιλοξενούσαν τους ανυποτάκτους Μελιγγούς, αλλά δεν ενώθησαν μαζί τους, διατηρήσαντες πλήρως τον εθνισμό τους και τους ιδιαιτέρους οργανωτικούς τους θεσμούς. 945 – 988 Ο σκληρός Αρμένιος προσηλυτιστής Νίκων, ο επιλεγόμενος «Μετανοείτε», εκτός από την κατασφαγή των εν «Λακεδαιμονία» Ιουδαίων και των ανεπιδέκτων εκχριστιανισμού παγανιστών Σλάβων της Λακωνικής (των Μελιγγών και Εζεριτών, ή τσουβαληδόν των «Τελχίνων» όπως τους έλεγαν σε προσπάθεια δαιμονοποιήσεως οι Βυζαντινοί) εφρόντισε επίσης και για την εξολόθρευση των τελευταίων ιχνών της «αρχαίας ειδωλολατρίας» που, προστατευομένη υπό του δυσπροσίτου Ταϋγέτου, λειτουργούσε ελευθέρα και ανενόχλητος υπό την ηγεσία του Έλληνος «Εφόρου των Εθνικών γαιών» και «Δουκός των Εθνικών», Αντιόχου («...ός την δουκικήν μεν αρχήν διείπε της των εθνικών χώρας...», «Βίος Νίκωνος» 156 β) . Ο Αρμένιος προσηλυτιστής εξόντωσε με τα ίδια του τα χέρια τον κατά τον βιογράφο του «φιλοδαίμονα» και «αλαζόνα» Αντίοχο (τη δολοφονία αυτή, ο βιογράφος του Νίκωνος την παρουσιάζει βεβαίως ως... μεταθανάτιο θαύμα του «Οσίου» !), εθανάτωσε τους ιερείς και όλους τους «τολμητίες και θρασυκαρδίους» αμεταπείστους, αφού προηγουμένως, όπως φαίνεται από την λεγομένη «Διαθήκη» του, με αφορμή μια από τις πολλές επιδημίες («θανατικά») της εποχής, παρεκίνησε από τις Αμύκλες τους επήλυδες χριστιανούς της περιοχής (ο ίδιος ο βιογράφος του ομολογεί στον «Βίο» του ότι επρόκειτο περί «των της Λακεδαίμονος εποίκων», 130 α 25) να κυνηγήσουν τους Ιουδαίους της περιοχής και να καταστρέψουν τους τελευταίους Εθνικούς και τα επί του Ταϋγέτου πτωχικά Ιερά τους: «Εις τους οποίους εγώ απικρίθηκα ότι επειδή και η οργή είναι θεϊκή, εσείς δεν έχετε πού να φύγετε, διατί ο Θεός όπου κατοικά εις τους ουρανούς κυριεύει και την Ανατολήν και την Δύσιν, και εις οποίον τόπον εσείς θέλετε υπάγηι, ευρίσκει σας. Όμως εσείς κάμετέ μου μίαν ομολογίαν ιδιόχειρον, ότι να μου υπακούσετε εις εκείνα οπού μέλλω να κάμω. Το οποίον είναι τούτο: να ευγάλω τους Εβραίους από μέσα από την χώραν, να υπάγουν έξω. Και τα μακελιά οπού είναι προς τον άγιον Επιφάνειον να τα χαλάσουν...» («Διαθήκη Νίκωνος», όπως δημοσιεύθηκε στο «Νέο Ελληνομνήμονα», τεύχος 3.1906, με πολύ ενδιαφέρον το εντελώς άσχετο τρίτο πληθυντικό πρόσωπο που χρησιμοποιείται στο «να τα χαλάσουν»). Στην ίδια στην πάλαι ποτέ «κατείδωλον» Σπάρτη, έκτισε αμέσως μετά από όλα αυτά εκκλησία του «Σωτήρος Χριστού» πάνω στο ιερό λόφο του ιστορικού Ναού της Θεάς Χαλκιοίκου Αθηνάς, αφού προηγουμένως πέθανε («συνέβη και απέθανε») μυστηριωδώς ένας ακόμη Εθνικός που τον εμπόδιζε να κτίσει την εκκλησία του στον ιερό τόπο, καθώς και αναρίθμητες άλλες εκκλησίες επάνω σε άλλα Ιερά (ή χρησιμοποιώντας τα συντρίμμια τους ως δομικά υλικά, όπως λ.χ. στις εκκλησίες των Γερονθών), ενώ οι Βυζαντινοί ολοένα έφερναν και εγκαθιστούσαν στη Λακωνική κατά ομάδες επήλυδες χριστιανούς, για να αλλοιώσουν την εθνική σύνθεση των εντοπίων. Εκεί, στα τέλη του 10ου αιώνος
της χρονολογήσεως των χριστιανών, και παρά το ότι έως και τον 14ο αιώνα,
τουλάχιστον, οι Μανιάτες εξακολουθούσαν να διαστέλλονται φυλετικά από τους
εκχριστιανθέντες Σλάβους ή τους επήλυδες Βυζαντινούς
χριστιανούς, έσβησε το τελευταίο ίχνος της Αιωνίας Σπάρτης, της
ενδόξου εκείνης πόλεως που εδίδαξε και υπηρέτησε την Ελευθεροπρέπεια και
την Αρετή και, μέσα από το επί αιώνες εκχυθέν αίμα των υπέροχων ανθρώπων
της, έγινε αιώνιο, φωτεινό σύμβολο για ολόκληρη την ανθρωπότητα, καθώς
και οδηγός της κάθε φορά που αυτή επιθυμεί να ανυψωθεί από την χαμέρπεια
και τη δουλοφροσύνη που καλλιεργούν επιμόνως οι τυραννίες όλων των εποχών.
Εκεί, στα τέλη του 10ου αιώνος της χρονολογήσεως των χριστιανών...
|