|
Κάτω από την κορυφή του θεϊκού Ταϋγέτου, σμίγει κύκνος πάλλευκος, ο Ζεύς με την Λήδα και, μέσα στο αιώνιο παρόν του Ελληνικού Μύθου που είναι ο Λόγος, η Λήδα γίνεται σκοτάδι για να γεννήσει το φώς, αναγεννάται ως νύκτα και κομίζει ξανά την ουσία, δηλαδή την Αρχή: μας προσφέρει το Αυγό, που θα γεννήσει βέβαια Διοσκούρους, αιώνια εναλλαγή, επάνω εις το ουράνιο στερέωμα, του θνητού με το Αθάνατο στοιχείο, αλλά και στην Ελένη, ενσάρκωση της ομορφιάς και γι’ αυτό θεϊκής καταγωγής όμως ευάλωτη σαν τους θνητούς. Είναι ευάλωτη η ωραιότης. Δέκα χρόνια εμάχοντο για την άλωση της Τροίας οι Αχαιοί, δέκα ημέρες στάθηκαν αρκετές για την άλωση της Ελένης από τον Πάρι. Της Ελένης της Σπάρτης. Που όμως δεν ήταν ο Πάρις εκείνος που αληθινά την διεκδικούσε αλλά ο ίδιος ο Έρως, η Αφροδίτη. Ο Εμπεδοκλής που θέλησε η φιλοσοφία του να είναι ολόκληρη μία υψηλή ιεροπραξία - προσφορά στην Αφροδίτη γράφει γι’ Αυτήν: «ΤΗΝ ΟΥΝ ΤΙΣ ΜΕΤΑ ΤΟΙΣΙΝ ΕΛΙΣΣΟΜΕΝΗΝ ΔΕΔΑΗΚΕ ΘΝΗΤΟΣ ΑΝΗΡ» («ότι Αυτή ανάμεσα τους περιελίσσεται, θνητός κανείς δεν το κατάλαβε»). Θνητός νους δεν την κατέκτησε ακόμη, στην πληρότητα της, στην εμορφιά της και στην τραγική της διάσταση, την γνώση ετούτη που διδάσκει ο Εμπεδοκλής. Θνητός κανείς εκτός τον Μενέλαο. Τον βασιλέα της Σπάρτης που η γνώσις θα τον εξυψώσει σε Ήρωα. Δεν ήταν η πληγωμένη τιμή, ούτε ο πόνος κατάκτησης νέων εδαφών που ανέδειξαν τον Μενέλαο σε Ήρωα αλλά η ανάγκη που “με όρκο πλατύ” (κατά την έκφραση του Εμπεδοκλέους) έχει δέσει την Γνώση με τον Έρωτα και ως παντοτινή κατοικία τους έχει ορίσει την Ψυχή. Τιτάνιος θεματοφύλακας της Ανάγκης, ο Σπαρτιάτης αντέχει επάνω στους ώμους του το απελευθερωτικό βάρος της γνώσης. Διότι η Σπάρτη είναι κάτι διαφορετικό από την φιλοπόλεμη και ολιγαρχική (!) πολιτεία που μας παρουσιάζουν οι λιγόψυχες και συχνά κακοπροαίρετες περιγραφές των σύγχρονων ιστορικών. Και δεν χρειάζεται να σταθεί κανείς ούτε στην κατά βάσιν και κατ’ ουσία ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΗ δομή της κοινωνίας της, ούτε στον γενναιόδωρο ερωτισμό που τόσο οι Σπαρτιάτες όσο και όλοι οι Έλληνες θέλησαν να είναι το θεμέλιο της κοινοτικής του ζωής. Η Σπάρτη κομίζει και κάτι άλλο ακόμη: είναι μία παρακαταθήκη, επάνω στην Ελληνική Γή των ίδιων Της των Θεών. Είναι στοιχείο θεϊκό, η Σπάρτη, και μας συντροφεύει, παραστάτιδα και σύμμαχος στην αιώνια Γιγαντομαχία που ακατάπαυστα λυσσομανεί εντός μας. Είναι το στόμα για να τιμήσουμε τους προγόνους μας: «ΤΟΙΣ ΚΕΙΝΩΝ ΡΗΜΑΣΙ ΠΕΙΘΟΜΕΝΟΙ». Η Σπάρτη είναι η Άμυνα: όχι η άμυνα των όπλων ή των αντιστοίχων υπουργείων, αλλά η άμυνα της Υπερηφάνειας. Είναι η αξιοπρέπεια που ανθίσταται στην βαρβαρότητα. Και αυτό όσο απίστευτο και αν μοιάζει, φάνηκε ξανά στις ημέρες μας. Στους τριακόσιους του Λεωνίδα προσθέστε άλλον έναν, στο πρόσωπο του δασκάλου Δημήτρη Λινατίνη, που υπερήφανα και σπαρτιάτικα, γιατί ήταν Σπαρτιάτης, αποτόλμησε την κατάφαση και εξύψωσε για άλλη μία φορά (μετά από τουλάχιστον δύο χιλιάδες χρόνια) την Φιλοσοφία σε πράξη ζωής, το σπαρτιάτικο πνεύμα βρήκε ξανά την έκφρασή του. Ιδού πώς μιλά ο Σπαρτιάτης για την Σπάρτη: «Η Σπάρτη είναι οι οπλίτες που μείνανε στις Θερμοπύλες. Να βλέπουν μέσα στους αιώνες λέει ο Καβάφης, πως εκείνοι που πάντα θα περνούν είναι οι δειλοί και οι προδότες. Η Σπάρτη είναι ο πρίγκηπας Ορέστης. Που τρέχει με το άρμα και τινάζει σπίθες επάνω στο λιθόστρωτο της ανθρώπινης μοίρας. Η Σπάρτη είναι ο δωριέας Ηρακλής, που προσπερνά αμίλητος την Κακία και χαιρετίζει εύβουλος την Αρετή. Για να καταπαλεύει σε όλη τη ζωή του και σκύλους και άρπυιες και ύδρες και όλα τα τέρατα του μέσα μας ανθρώπου. Η Σπάρτη είναι ο Λυκούργος στον Αλφειό, όταν εφύτευε την ελιά και τους Ολυμπιακούς Αγώνες». Λάτρης
του καβαφικού πνεύματος, την ελληνικότητα του οποίου μόνον αυτός μοιάζει
να κατανόησε πλήρως στις ημέρες μας, ο Λιαντίνης που έχει απόλυτο δίκαιο
να συγκαταλέγει τον «Αλεξανδρινό» ποιητή ανάμεσα στους Έλληνες Εθνικούς,
στέκεται στο περίφημο ποίημα του τελευταίου: «Στα 200 π.χ.» Είναι ίσως
σκόπιμο να παραθέσουμε εδώ ολόκληρο το ποίημα το οποίο, αν και από τα γνωστότερα
του Καβάφη, φέρει πλέον επάνω του το βαρύ και άδικο φορτίο μιάς αφελέστατης
παρανόησης.
ΣΤΑ 200 π.χ. «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων». Μπορούμε κάλλιστα να φαντασθούμε πως θ’ αδιαφόρησαν παντάπασι στην Σπάρτη για την επιγραφήν αυτή. «Πλην Λακεδαιμονίων», μα φυσικά. Δεν ήσαν οι Σπαρτιάται για να τους οδηγούν και να τους προστάζουν σαν πολυτίμους υπηρέτας. Άλλωστε μία πανελλήνια εκστρατεία χωρίς Σπαρτιάτη βασιλέα γι’ αρχηγό δεν θα τους φαίνονταν πολλής περιωπής. Α βεβαιώτατα «πλην Λακεδαιμονίων». Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται. Έτσι, πλην Λακεδαιμονίων στον Γρανικό και στην Ισσό μετά και στην τελειωτική μάχη, όπου εσαρώθη ο φοβερός στρατός που στ’ Άρβηλα συγκέντρωσαν οι Πέρσαι: που απ’ τ’ Άρβηλα ξεκίνησε για νίκην, κι εσαρώθη. Κι απ’ την θαυμασία πανελλήνιαν εκστρατεία, την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την περιλάλητη, την δοξασμένη ως άλλη δεν δοξάσθηκε καμιά, την απαράμιλλη, βγήκαμ’ εμείς Ελληνικός καινούργιος κόσμος μέγας. Εμείς οι Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, οι Σελευκείς, κι’ οι πολυάριθμοι υπόλοιποι Έλληνες Αιγύπτου και Συρίας, κι οι εν Μηδία, κι οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι. Με τες εκτεταμένες επικράτειες, με την ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών. Και την κοινή Ελληνική λαλιά ως μέσα στη Βακτριανή την πήγαμεν, ως τους Ινδούς. Για Λακεδαιμονίους
να ομιλούμε τώρα! »
Πολλές εργασίες έχουν γίνει επάνω σε αυτούς τους στίχους που θεωρήθηκαν υπόδειγμα της καβαφικής ειρωνείας χωρίς παρ’ όλα αυτά κάποια απ’ αυτές να υπερβεί το φαινομενικό, το πρώτο επίπεδο της ειρωνείας και να οδεύσει προς την ουσία, προς το αληθινό τους νόημα. Όμως η λακωνική ευστοχία του Καβάφη βρήκε τον κοινωνό της στο πρόσωπο του Σπαρτιάτη. Το περίφημο «Για Λακεδαιμονίους να μιλάμε τώρα!» που αστόχαστα ερμηνεύεται ως ειρωνική στάση απέναντι στην συνετή απόφαση των Σπαρτιατών να μην ακολουθήσουν τον Αλέξανδρο κατά την εκστρατεία του, είναι και η φράσις που, σύμφωνα με τον Λιαντίνη, «ανεβάζει στον Όλυμπο τους Λακεδαιμονίους, όπως τον Διαγόρα οι γιοί του». Και ανεβάζει στον Όλυμπο τους Λακεδαιμονίους γιατί ο Καβάφης εδώ δεν ειρωνεύεται τους Σπαρτιάτες αλλά τους Μακεδόνες και όλους τους υπόλοιπους Έλληνες που συνέτρεξαν τον Αλέξανδρο στο καταστροφικό του έργο. «Ελληνικός καινούριος κόσμος μέγας». Και η «Κοινή Ελληνική Λαλιά» που ως τους Ινδούς (!) την πήγαμεν. Και δεν κατόρθωσαν να εννοήσουν οι φιλόλογοι ότι είναι η παρακμή των ελληνιστικών χρόνων που ειρωνεύεται εδώ ο Καβάφης και όχι η ενάρετη και μετρημένη στάσις των Σπαρτιατών. Θέλοντας αυτό ακριβώς να δείξει στους έντιμους αναγνώστες του ο Λιντίνης, παραθέτει δύο άλλους στίχους του Καβάφη όπου φαίνεται ολοκάθαρα η περιφρόνησις του ποιητού για το πνεύμα των ελληνιστικών χρόνων: «Το φρόνημα της Σπάρτης ασφαλώς δεν ήταν ικανός να νοιώσει ένας Λαγίδης χθεσινός». Το φρόνημα
της Σπάρτης είναι η σοφία του Λυκούργου. Το άγαλμα του Λυκούργου ζήτησε
ο Λιαντίνης να στεφανώσουν την ημέρα που, με ένα γενναιόψυχο καταφατικό
πνεύμα, όρθωσε μία γέφυρα για να ενώσει την Σπάρτη με τον Ακράγαντα. Διότι
ο Λυκούργος θέλησε την Παιδεία να εξυψώσει και μέσα από την Παιδεία να
αναθρέψει πολίτες αντάξιους του ελληνικού φρονήματος. Και γράφει, για την
σημερινή μας «Παιδεία» ο Σπαρτιάτης:
«Στο θρυλικό
“τις πταίει;” του Τρικούπη η απόκριση είναι: οι δάσκαλοι φταίνε, οι δάσκαλοι
και οι διδακτικοί. Ο βασιλιάς τα φταίει! Που φώναξε ο Λαέρτης στον Άμλετ.
Και κύρια φταίνε οι δάσκαλοι των δασκάλων. Εννοώ τους πανεπιστημιακούς
που τόσο μοχθήσανε για να μάθουν τους δασκάλους να δασκαλίζουν. Να πιθηκίζουν
δηλαδή στις έδρες και στις τάξεις. Να ψιττακίζουν το “καλημέρα” του
Ζαχαρία Παπαντωνίου. Να γρυλίζουν και να σουσουνίζουν, πάντα τους σχολαστικοί
και ομπρελοφόροι. Από πού, και γιατί τόση δυστυχία στη χώρα! Η ακολουθία
πράξης όλου αυτού του κακού μεταφράζεται στην εικόνα μίας πραγματικότητας
πολύ μίζερης. Η δυστυχία από το σχολείο απλώθηκε στην κοινωνία μας. Όπως
είναι φυσικό».
Πώς θα αμυνθούνε τότε, όσα πνεύματα ελεύθερα έχουν ακόμη απομείνει, όσες ψυχές αγωνιούν, ενάντια στην βαρβαρότητα που είναι σήμερα η θρησκεία των πολλών; Η απάντησις έρχεται και πάλι από την Σπάρτη: «Χρειάζεται να στηθούν οδοφράγματα στους δρόμους. Να στηθούν δικαστήρια στις αίθουσες και ίσως γκιλοτίνες στις πλατείες. Για να σταυρωθεί το κακό, να πάψει η βασκανία». Και δεν ήταν βέβαια η σημερινή μας Παιδεία αλλά εκείνη των Σπαρτιατών, νομοθετημένη από τον σοφό Λυκούργο, το ιδανικό που είχε στον νού του ο Δ. Λιαντίνης όταν λακωνικά ευχόταν «ο δάσκαλος να’ ναι η δύναμη, πράξη ο μαθητής και το σχολειό γιορτή». Στο ποίημα «Στα 200 π.χ.» υπάρχει επίσης ένα σημείο όπου ο Καβάφης δεν ειρωνεύεται: «Δεν ήσαν οι Σπαρτιάτες για να τους οδηγούν και για να τους προστάζουν σαν πολυτίμους υπηρέτας». Η Σπάρτη
είναι σήμερα η άμυνά μας. Όλοι νεκροί στις
Θερμοπύλες, κανένας πίσω από τον Αλέξανδρο.
Βέβαια. Μέσα στην βαρβαρότητα και την κτηνωδία που ζούμε και ανατρέφουμε
τα παιδιά μας, βλαστούς απαλούς στη διάκριση και το γούστο μάχλων τράγων,
ποιος θα τολμούσε να πιάσει στο στόμα του σήμερα τέτοιους πολίτες ; Μη
μιλάτε λοιπόν για Λακεδαιμονίους!
|