Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

ΧΟΗΦΟΡΟΙ

458 π.Χ.

 


ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ

ΟΡΕΣΤΗΣ

ΠΥΛΑΔΗΣ

ΧΟΡΟΣ

ΗΛΕΚΤΡΑ

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

ΤΡΟΦΟΣ

ΑΙΓΙΣΘΟΣ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ

Μετά το φόνο του Αγαμέμνονα στο Άργος βασιλεύει η Κλυταιμνήστρα και ο Αίγισθος, οι φονιάδες του. Ο Ορέστης έχει διωχθεί και η Ηλέκτρα τον περιμένει να γυρίσει για να πάρει εκδίκηση για τον άδικο θάνατο του πατέρα τους. Μια μέρα, μετά από ένα άσχημο όνειρο που είδε η Κλυταιμνήστρα, στέλνει την Ηλέκτρα με τις δούλες τους να προσφέρουν χοές στον τάφο του Αγαμέμνονα. Εκεί έχει πάει κρυφά και ο Ορέστης, ο οποίος μόλις έχει επιστρέψει από την εξορία. Γίνεται η συνάντηση των δύο αδελφών...

 

(Στον τάφο του Αγαμέμνονα, κοντά στο παλάτι του Άργους. Ο Ορέστης με τον Πυλάδη ντυμένοι σαν ταξιδιώτες πλησιάζουν και στέκονται μπροστά στον τάφο)

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Χθόνιε Ερμή, που προστατεύεις το βασίλειο του πατέρα μου σε παρακαλώ σώσε με και βοήθησέ με τώρα που γυρνώ από την εξορία και επιστρέφω εδώ.

Στον τάφο του πατέρα μου είμαι και τον φωνάζω να μ' ακούσει. Να βοηθήσει.

Στον Ίναχο που μ' ανάθρεψε βόστρυχο προσφέρω. Και έναν δεύτερο προσφορά πένθους στον πατέρα αφήνω.

Δεν έκλαψα στον τάφο σου πατέρα μου. Στην κηδεία σου έλειπα, ήμουν διωγμένος.

(Βλέπει την Ηλέκτρα με τις υπηρέτριες να έρχονται)

Τι να είναι αυτή η πομπή που βλέπω; Μαυροντυμένες γυναίκες πλησιάζουν. Από πού να έρχονται; Ποια συμφορά προμηνάει; Πάθη καινούργια στο σπίτι ή φέρνουν γλυκές χοές για τους νεκρούς να τους τιμήσουν; Αυτό είναι. Βλέπω την Ηλέκτρα την αδερφή μου. Ξεχωρίζει το πένθος της. Δία τώρα πρέπει. Δώσε μου τη χαρά της εκδίκησης. Να τιμήσω τον πατέρα. Να εκδικηθώ το γκρέμισμά του. Σύμμαχός μου γίνε με τη θέλησή σου.

Πυλάδη να σταθούμε παράμερα να μάθω τι είναι αυτή η λιτανεία των γυναικών, τι θα κάνουν.

(Ο Ορέστης με τον Πυλάδη κρύβονται)


ΧΟΡΟΣ

Με έστειλαν να φέρνω χοές… Και κλαίω και θρηνώ. Γδέρνω με τα νύχια το πρόσωπο. Αίματα τρέχουν. Με θρήνο ζω. Όλη μέρα στο θρήνο. Τα λινά μου φορέματα στα χτυπήματα έλιωσαν, ο κόρφος που στόλιζε τους πέπλους μου μάρανε. Στεναγμοί και λύπες με τρώνε.

Ονειρομάντεμα τρόμου. Ανατριχίλα του Φοίβου. Την ώρα που όλοι κοιμόνταν μέσα στο σπίτι στα βάθη ακούγεται φωνή στα δωμάτια των γυναικών, πικρή και αλαφιασμένη. Οι ονειρομάντεις οι θεόπνευστοι είπαν και όρισαν. Με λύπη και οργή οι νεκροί τους φονιάδες καταγγέλλουν προσμένοντας την εκδίκηση.

Ω Μάνα Γη! Μαύρη γυναίκα αντίθετη με το θέλημα των θεών στέλνει τούτη τη χάρη για να σε καλοπιάσει. Φοβούμαι να μιλήσω. Τι μπορεί να ξεπλύνει το αίμα που χύθηκε; Ω παλάτι κατάρατο. Ω γενιά γκρεμισμένη. Μαύρο σκοτάδι πάνω σας είναι τώρα και σκεπάζει το σπίτι ο χαμός του αφέντη.

Η φήμη η παλιά η ανίκητη, η αδιαφιλονίκητη που ημέρευε το νου και την καρδιά, και γέμιζε το παλάτι, πέταξε τώρα. Ήρθε ο φόβος! Η ευτυχία και η δύναμη πάντα κερδίζουν. Σαν θεοί και περισσότερο από θεοί θαμπώνουν και ζαλίζουν το θνητό μας μυαλό.

Όμως παραμονεύει η Δίκη που άλλους χτυπά αμέσως και καθαρά, άλλους τους καίει στα πάθη σιγά σιγά, άλλους τους ρίχνει σε Νύχτα αιώνια.

Από το αίμα που ήπιε και χόρτασε η Γη βλάστησε φόνος. Και τώρα η εκδίκηση η Άτη περνάει πέρα ως πέρα τον ένοχο και παντοδύναμο πένθος απλώνει. Δεν έχει γιατρειά. Χίλια ποτάμια επάνω να χυθούν στου φονιά το χέρι, δεν το ξεπλένουν.

Και η δικιά μου μοίρα είναι ίδια με της πόλης μου. Μοίρα σκλαβιάς μου έδωσαν οι θεοί να με ορίζει. Να σκύβω στον αφέντη, στο δίκιο και στο άδικο, όμως το μίσος μου δεν φανερώνω. Δάκρια χύνω κρυφά για τον άρχοντα. επάνω στο πένθος το κρυφό ρίχνω τη στάχτη.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Φίλες μου, του σπιτιού δουλεύτρες που μου παραστέκεστε στην ευχή μου. Πέστε μου τι να πω καθώς θα ραίνω τις χοές; Πώς να εξευμενίσω τον πατέρα μου να τις δεχτεί;

Να πω ότι η πιστή γυναίκα του - η μάνα μου - τις στέλνει στον καλό της άντρα; Δεν βγαίνει αυτός ο λόγος. Δεν μπορώ. Δεν ξέρω τι να πω ραίνοντας τις προσφορές.

Να πω απ' την καρδιά μου, όπως λένε πολλοί, "Δως τους για χάρη ό,τι σου δωσαν, Δως τους κακό αντάξιο" ή να σιωπήσω ντροπιασμένη όπως χάθηκε, να τις πετάξω με το κάνιστρο μαζί σαν βρωμιές και μαγαρισμένα και να φύγω να φύγω να μην κοιτάξω πίσω;

Πώς να κάνω; Πέστε μου. Γιατί τον ίδιο εχθρό έχουμε στο σπίτι μη σας κλειδώνει το στόμα σας ο φόβος. Και μένα και σας ίδια μοίρα μας έχει βρει. Πες αν έχεις κάτι καλό.

 

ΧΟΡΟΣ

Αφού τον τάφο του πατέρα σου, όπως βωμό τον σέβομαι θα σου πω ό,τι ζητάς. Θα σου πω με την καρδιά μου.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Πες μου. Από σεβασμό στον τάφο.

 

ΧΟΡΟΣ

Ραίνοντας τις χοές να ευχηθείς για τους δικούς του.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ποιους να ονομάσω;

 

ΧΟΡΟΣ

Εσένα πρώτα. Και όποιον μισεί τον Αίγισθο.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Να ευχηθώ για μας τις δυο;

 

ΧΟΡΟΣ

Κατάλαβες τι. Σκέψου.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ποιον άλλον να ονομάσω;

 

ΧΟΡΟΣ

Θυμήσου τον Ορέστη. Που βρίσκεται στην ξενιτιά.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ναι. Ναι. Αυτόν. Καλά το είπες.

 

ΧΟΡΟΣ

Μετά να ονομάσεις και τους αυτουργούς.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Πώς να το πω;

 

ΧΟΡΟΣ

Να τους φθάσει θεός ή άνθρωπος...

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Σαν δικαστής; Ή τιμωρός;

 

ΧΟΡΟΣ

Να το πεις απλά. Να τους σκοτώσει για εκδίκηση.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Είναι ευσέβεια αυτό;

 

ΧΟΡΟΣ

Παραείναι. Ανταποδίδεις στον εχθρό σου το κακό.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Χθόνιε Ερμή, κήρυκα των θεών και του Άδη, φώναξε τους θεούς τους Χθόνιους που εποπτεύουν του πατέρα μου το γκρεμισμένο κράτος, κράξε στη Γη που γεννάει και θρέφει τα πάντα και παίρνει το σπόρο τους και τα ξαναγεννάει, φώναξε να ακούσουν τις ευχές μου. Και γω τις χοές ραίνω στον τάφο του πατέρα. Σε παρακαλώ. "Λυπήσου με, στείλε τον Ορέστη μου. Φως στο παλάτι. Αυτόν περιμένουμε. Μας πρόδωσε αυτή που μας γέννησε, με το φονιά σου σ' αντάλλαξε, τον Αίγισθο, δούλα με έκανε, τον Ορέστη απ' το παλάτι τον κυνήγησε, τους μόχθους σου γλεντοκοπούν αδιάντροπα. Παρακαλώ, στον τάφο σου, τύχη καλή να φέρει τον Ορέστη.

Κάνε και μένα φρονιμότερη απ' τη μάνα μου και να έχω χέρια καθαρά.

Αυτά εύχομαι για μας.

Για τους εχθρούς μας, να φανεί εκδικητής σου και τους φονιάδες σου ν' αντισκοτώσει για το δίκιο. Στις ευχές ανάμεσά τους έβαλα την κατάρα μου.

Στείλε μας την καλή βοήθειά σου όπως θέλουν οι Θεοί, η Γη και το Δίκαιο. Με τις ευχές αυτές ραίνω τις χοές στον τάφο σου".

Εσείς κατά το έθιμο, τιμήστε τώρα το νεκρό. Ποτίστε τις ευχές με μοιρολόγι.

 

ΧΟΡΟΣ

Δυνατά κλάψτε. Φωνάξτε πικρά το σκοτωμένο βασιλιά στον τάφο του πάνω. Ο θρήνος το κακό να το διώξει. Να το πλύνουν το μίασμα οι χυμένες χοές.

Σεβάσμιε άρχοντα. Άκουσε. Άκουσε Τη μαύρη μας φωνή.

Ωχ αλίμονο! Να 'ρθει γερός με τ' άρματα. Σωτήρας του σπιτιού. Τόξα κουνώντας Σκυθικά Σπαθιά με τη γερή λαβή στα χέρια του κρατώντας.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Τις πήραν τις χοές η διψασμένη γη και ο πατέρας. Τώρα το άλλο. Να σας πω.

 

ΧΟΡΟΣ

Χτυπάει η καρδιά μου. Πες το.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Βλέπω αυτήν την πλεξούδα από μαλλιά στον τάφο!

 

ΧΟΡΟΣ

Ποιανού; Παλικαριού ή κοπέλας;

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Το σύμβολο πεντακάθαρα δείχνει.

 

ΧΟΡΟΣ

Ας μάθω λοιπόν εγώ η παλαιότερη από νεώτερη κάτι.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Κανείς δεν θα μπορούσε, εκτός από εμένα, να αφήσει τέτοιο δώρο.

 

ΧΟΡΟΣ

Μπορεί παλιοί εχθροί του που λυπήθηκαν για τον χαμό του.

 

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ίδιο χρώμα έχει αν τη δεις.

 

ΧΟΡΟΣ

Ίδιο με ποια;

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Με τα δικά μου μοιάζουν.

 

ΧΟΡΟΣ

Μήπως είναι του Ορέστη. Δώρο κρυφό;

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Με τα δικά του μοιάζουν πάρα πολύ.

 

ΧΟΡΟΣ

Πώς να τόλμησε να 'ρθει εδώ;

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Έστειλε τα κομμένα μαλλιά του για να τιμήσει τον πατέρα.

 

ΧΟΡΟΣ

Πικρό είναι αυτό που λες. Ότι δεν θα 'ρθει… και τα 'στειλε...

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Με τάραξε και μένα. Κύμα μου ανέβηκε στο στήθος μου, σαν να τρύπησε βαθιά σαΐτα. Σα βρύσες τα μάτια μου να ξεχειλίσουν, χείμαρρος του χειμώνα, τώρα που είδα την πλεξούδα αυτή. Πώς να χωρέσει ο νους μου ότι είναι αλλουνού; Δεν μπορεί να 'ναι η φόνισσα η μάνα μου - αν μπορεί να 'ναι η μάνα γεμάτη οργή για τα παιδιά της! Και τ' άλλο να πω πως είναι του Ορέστη του ακριβού μου τάμα, πώς να το πω; Όμως έχω μια μικρή ελπίδα. Αχ, να είχε φωνή να πει. Να μην παράδερνα. Να 'ξερα καθαρά. Να τη φτύσω αν είναι εχθρού ή αν είναι φίλου που πενθεί, να τη δεχτώ σα δώρο του και τιμή του τάφου.

Τους θεούς παρακαλώ. Οι θεοί ξέρουν σε ποια φουρτούνα κλυδωνίζομαι, όπως οι ναύτες. Αν όμως είναι καλό σημάδι, σπόρος είναι τότε που θ' απλώσει ρίζα.

Α! Βλέπω και πατημασιές. Δεύτερο σημάδι. Από ίδια πόδια. Μοιάζουν με τις δικές μου. Διπλές πατημασιές είναι, είναι και δεύτερος που ακολουθεί. Στο σχήμα και στο μήκος μοιάζουν τις δικές μου! Μ' αναστατώνει, με πονά αυτό που βλέπω.

 

(Εμφανίζεται ο Ορέστης. Ο Πυλάδης ακολουθεί)

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αυτά που ευχήθηκες έγιναν. Τώρα ευχήσου και για τα άλλα καλά!

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ποιαν ευχή μου εκπλήρωσαν οι θεοί;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εγώ είμαι. Αυτός που τόσο πολύ ευχόσουν να δεις.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ξέρεις ποιον καλούσα στις ευχές μου;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ξέρω. Τον Ορέστη καλούσες. Με όλη την καρδιά σου.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Και που τον λαχταρούσα μήπως εισακούστηκα;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εγώ είμαι. Μην ψάχνεις άλλον από μένα.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ξένε. Γιατί; Τι κακό μηχανεύεσαι εναντίον μου;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Λες να μηχανεύομαι κάτι κακό για τον εαυτό μου;

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Όμως με τις δικές μου συμφορές θέλεις να γελάσεις.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και με τις δικές μου τότε θα γελούσα αν το έκανα αυτό για σένα.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Είσαι πραγματικά ο Ορέστης; Ορέστη να σε πω;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τον Ορέστη βλέπεις ακριβώς, εμένα που δε με γνώρισες, αλλά την πλεξούδα που είδες, που για το πένθος άφησα πάνω στον τάφο και τα χνάρια μου όταν έβλεπες και τα γνώρισες. Να τα μαλλιά μου. Βάλε την πλεξούδα στη θέση της. Μοιάζει. Είναι. Είναι αυτή. Να και τα ρούχα μου. Τα χέρια σου τα ύφαναν. Και τα κεντημένα κυνήγια της σαΐτας σου! Κράτα την. Κράτα την τη χαρά σου μην ξεσπάσει. Μας μισούν οι πιο δικοί μας άνθρωποι.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Αχ λαχτάρα γλυκιά του πατρικού μου. Μόνη! Δάκρυα κι ελπίδα μου, της γενιάς μας σωτήρα. Τα χέρια σου τα δυνατά θα το ξαναπάρουν το πατρικό μας.

Των ματιών μου χαρά είσαι. Τετράδιπλη. Πατέρα μου σε λέω, μάνα μου είσαι. Εκείνη τη μισώ. Και της σφαγμένης αδελφής μας είσαι ο πιστός ο αδελφός. Ο εκδικητής. Να μας συντρέξει μόνο η Ισχύς και η Δίκη και απ' όλους ο Δίας ο μέγιστος.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δία Δία Μέγιστε Κοίτα ! Κοίτα την ορφανή γενιά του πατέρα αετού! Φαρμακερή οχιά τον έπνιξε στις σπείρες της. Σφίγγει τα ορφανά του η πείνα. Αδύνατα είναι. Δεν μπορούν να σύρουν στη φωλιά τους το θήραμα του πατέρα. Και γω. Και αυτή η Ηλέκτρα. Χωρίς γονιό πατέρα. Ίδια διωγμένοι και οι δύο.

Δία, Δία! Είμαστε τα μικρά ενός πατέρα που σε τιμούσε κι έσφαζε το βωμό σου ολοένα. Αν μας αφανίσεις, ποιο χέρι θα σου φέρνει πλούτη στο βωμό σου; Αν ξεκληρίσεις τη γενιά του αετού, ποιος θα επιβάλλει στους θνητούς το θέλημά σου; Αν ξεράνεις τη βασιλική δρυ, σβηστοί χωρίς γιορτή, θα μείνουν οι βωμοί σου.

Βοήθησέ μας. Το γκρεμισμένο σπίτι μας μπορείς να το υψώσεις να το κάνεις πάλι Πύργο.

 

ΧΟΡΟΣ

Παιδιά, σωτήρες του πατρικού σας απομείνατε. Μη φωνάζετε, θα σας ακούσουν θα την προφτάσει τη χαρά σας η κακία τους στους άρχοντες. Αχ να τους έβλεπα να καίγονται στην πίσσα και στη φλόγα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ο παντοδύναμος χρησμός του Φοίβου δε θα με προδώσει. Αυτός με έταξε στον κίνδυνο αυτό, η υπόκωφη φωνή του μου όρισε φοβερά.

Οι παγωνιές θα θερίσουν τα ζεστά σπλάχνα μου αν το φονιά του πατέρα μου δεν τον αντισκοτώσω. Είπε ότι πολλά θα πάθω αν δεν πληρώσουν οι άρπαγες

που ήρθαν σαν ταύροι στο βωμό. Φανέρωσε τι εξιλεώνει των ατιμασμένων νεκρών την Οργή. Όρισε τις αρρώστιες που στέλνει ο αδικαίωτος. Κομμάτια σάρκες θα ξεκόβονται απ' άγρια σαγόνια. Λέπρες που κατατρώνε το σώμα. Άγριες τρίχες άσπρες επάνω στις πληγές. Οργή των Ερινύων για το αίμα του πατέρα, το αδικαίωτο.

Ότι ο φταίχτης βλέπει σε πυκνό σκοτάδι τα βέλη που ρίχνουν οι ατιμασμένοι νεκροί, για τιμωρία. Ότι λύσσα τον παίρνει και αφροί. Και τον ταράζουν τρομερά φαντάσματα της νύχτας. Τον κυνηγούν από την πόλη οι Ερινύες, τον διώχνουν. Κορμί κουρελιασμένο έχει, απ' το χάλκινο μαστίγιο.

Οι φονιάδες δεν έχουν γιορτής τραπέζι. Δε στέκουν σε σπονδές, και κατάρα τους κρατάει απ' το βωμό πατέρα μακριά. Χέρι βοήθειας και φιλοξενία δεν τους δίνουν. Τους αργοσβήνει η καταφρόνια. Και ο καιρός σαν κερί τους λιώνει.

Τέτοιους χρησμούς να μην τους πιστέψω; Κι αν δεν τους πιστεύω. Ο φόνος θα γίνει. Όλοι οι πόθοι μου στο φόνο με φέρνουν. Η εντολή του θεού είναι να εκδικηθώ για του πατέρα το πένθος, το μεγάλο, την τανάλια της φτώχειας μας.

Και ήταν άντρας τρισένδοξος. Κατέστρεψε την Τροία, δεν του αξίζει να μείνει σκλάβος δυο γυναικών. Γιατί κι ο Αίγισθος γυναικεία καρδιά έβαλε. Αλλά αν δεν το ξέρει ακόμα θα το μάθει σύντομα όταν βρεθεί αντιμέτωπος με έναν άνδρα.

 

ΧΟΡΟΣ

Μοίρα Παντοδύναμη! Όλο ετούτο με δίκαιο τρόπο να το φέρει σε τέλος αίσιο ο Δίας. Στη γλώσσα της έχθρας πληρωμή είναι η γλώσσα έχθρας. Το χρέος ξοφλώντας η Δίκη προστάζει: Στο θάνατο θάνατος

Αν πράξεις κακό θα πάθεις κακό. Ο πανάρχαιος τρόπος έτσι ορίζει.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πατέρα κακότυχε! Ποια ευχή μου. Ποια μου πράξη ν' αποθέσω πάνω στον τάφο σου να σε ευφραίνει! Εδώ το φως. Αυτού σκοτάδι. Ευφροσύνη ας στάξει των παλιών Ατρειδών ο θρήνος της δόξας.

 

ΧΟΡΟΣ

Παιδί μου. Του νεκρού την ψυχή δεν τη μερεύουν οι φωτιές του βωμού με τις μαύρες γλώσσες. Ξεσπάει ξάφνου η οργή του. Μοιρολογούνται οι νεκροί και βγαίνει εκδικητής τους. Το μοιρολόγι που πρέπει να μπαίνει παντού ταραχή φέρνει και ψάχνει των φονιάδων τα ίχνη.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Άκουσε και το δικό μου κατάπικρο θρήνο. Στον τάφο μου πάνω δίδυμος χύνεται των παιδιών σου ο θρήνος. Ικέτες μας δέχεται και όπως εξόριστος. Τι κακό άλλο ενεδρεύει πατέρα; Που θα δούμε το φως να νικάει τη μοίρα;

 

ΧΟΡΟΣ

Γλυκοκέλαδο τραγούδι μπορεί να ανθίσει αν θέλει ο θεός μέσα απ' όλα αυτά. Αντί για μοιρολόγια πάνω στον τάφο μπορεί ν' αντηχήσει καινούργιας δόξας παιάνας μες στο παλάτι.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μακάρι στην Τροία, Τρώας πατέρα να σε τρυπούσε κατάστηθα. Να 'πεφτες! Θ' άφηνες δόξα μεγάλη στο σπίτι, στα παιδιά σου τιμή να τα στέφει στο δρόμο, κτίστης θα ήσουν τάφου μεγάλου πέρα απ' τη θάλασσα. Και το πένθος θ' αντέχονταν.

 

ΧΟΡΟΣ

Φίλος με φίλους, που ένδοξα έπεσαν, κάτω στη γη ο αφέντης θα ήσουν. Των μεγάλων χθονίων αρχόντων ο άνθρωπος. Βασιλιάς όταν ζούσες και σκήπτρα κρατούσε η μοίρα σου πάνω τους.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Όχι πατέρα. Ούτε στης Τροίας τα τείχη να έπεφτες ούτε οι όχθες του Σκάμανδρου να ήταν τάφος σου μαζί με τους άλλους. Να πρόφταινε η Μοίρα τους φονιάδες σου ν' άρπαζε. Γιατί αυτό ακούμε από παλιά: "Μοιρασμένη στη μέση είναι η τύχη στον πόλεμο"

 

ΧΟΡΟΣ

Τα λόγια σου κόρη μου καλύτερα κι από χρυσό. Υπεράνθρωπα, άπιαστα εύχεσαι λόγια μέσα απ' την καρδιά σου. Μα της διπλής μας τούτης κατάρας ο ήχος φτάνει ως τον κάτω κόσμο. Όποιοι νεκροί μπορούν να βοηθήσουν.

Και των φονιάδων εδώ, τα χέρια ήταν ανόσια για το χαμένο πατέρα. Για τα παιδιά του ήταν όμως χειρότερα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Σα βέλος ο λόγος σου πέρασε στ' αυτιά μου. Δία Μέγιστε! Να φτάσει του Άδη το Δεινό που επέρχεται στους πανούργους και πάντολμους. Και οι μάνες πληρώνουν.

 

ΧΟΡΟΣ

Να έρθει ο θρίαμβος. Να δοξάσω, ακούγοντας του σφαγμένου το ρόγχο πάνω στο πτώμα της σφαγμένης γυναίκας του. Ώρα όμως να πνίξω τούτο το ξέσπασμα. Φυσούν στην καρδιά μου του θυμού οι αγέρηδες, άσβεστο μίσος.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Πότε ο Δίας, ο Μέγας στους Αιώνες, μόνος πανίσχυρος το χέρι του πάνω τους θα ρίξει να σπάσει να συντρίψει τα καύκαλα! Να πιστέψει η χώρα. Δικαιοσύνη ζητώ. Γη και θεές του Άδη εισακούστε με.

 

ΧΟΡΟΣ

Είναι ο νόμος έτσι. Το αίμα του φόνου όταν χυθεί ζητά αναπλήρωμα. Την Ερινύα κράζει που ρίχνει το φόνο στο φόνο επάνω αντίδωρο.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Θεοί του Άδη! Κραταιοί! Κατέχοντες. Ερινύες των σκοτωμένων Παντοδύναμες. Κοιτάξτε. Εμείς εδώ είμαστε ό,τι απόμεινε απ' τους Ατρείδες! Απ' το σπίτι διωγμένοι! Δεν ξέρω τι να κάνουμε Δία; Που; Πως;

 

ΧΟΡΟΣ

Ταράζομαι. Σπάει η καρδιά μου ν' ακούω το θρήνο σας! Στο σκοτάδι βυθίζομαι. Μαυρίζουν τα σπλάχνα μου να τ' ακούω ξανά. Την άγρια όταν ακούω απόφαση

και βράζει ο θυμός μου, τότε πάλι η ελπίδα με παίρνει.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Τι να φτάσουμε να πούμε; Τα άθλια που έπαθα τα πάσχω. Δεν μερεύονται. Της μάνας μου η αγριάδα μ' έκανε λύκο ωμοφάγο.

 

ΧΟΡΟΣ

Κλαίω σαν Πέρσα. Με συνήθειες Κισσιανής μοιρολογήστρας. Αδιάκοπα. Απανωτά. Δεν σταματούν τα χέρια μου. Χτυπιέμαι - κοίτα - δυνατά. Σαν κύμα τα χτυπήματα. Το δύστυχο κεφάλι μου αντιβουίζει σαν ακτή.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Ωχ κακούργα μάνα μου αδίστακτη! Με εκφορά ντροπής τον κήδεψες τον άντρα σου το βασιλιά.Χωρίς λαό ν' ακολουθεί, χωρίς να τον πενθήσεις Άκλαυτο τον έθαψες.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Όλες τις ατιμίες που υπάρχουν τις έκανε. Αυτό θα το πληρώσει, από τους θεούς και από τα χέρια μου. Να τη σφάξω κι ας χαθώ.

 

ΧΟΡΟΣ

Τον κομμάτιασε. Να ξέρεις. Και τα κομμάτια του σκέπασε. Σε ντρόπιασε. Έκτισε

μοίρα ντροπής για τη ζωή σου. Αυτά είναι του πατέρα σου τα άτιμα παθήματα.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Μας λες για την κακή μοίρα του πατέρα. Και εγώ βρίσκομαι πεταμένη στην άκρη σαν άτιμη. Σκυλί κακό στη μάντρα δεμένο. Το γέλιο το ξέχασα. Δάκρυ ξεχείλιζα, θρηνούσα κρυφά. Γραψ' το στο νου σου. Μην τα ξεχνάς.

 

ΧΟΡΟΣ

Απ' τ' αυτιά σου να μπουν και να φτάσουν ως μέσα στης ψυχής την απόφαση. Αυτά είναι. Τα ξέρεις. Τα άλλα θα τα κάνει η οργή σου. Πρέπει να μπεις στο έργο αλύγιστος.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πατέρα, έλα βοηθός.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Κι εγώ σε ξορκίζω. Κλαίγοντας.

 

ΧΟΡΟΣ

Και μεις όλες. Τη φωνή των παιδιών σου αντηχούμε. Άκουσε. Έλα. Βοήθα μας όλους ενάντιά τους.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Χτύπημα στο χτύπημα. Δίκη στη Δίκη.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Το δίκαιο θεοί! Το δίκαιο.

 

ΧΟΡΟΣ

Ακούω και τρόμος μέσα μου σέρνεται. Η μοίρα αργεί. Οι προσευχές μας ας τη φέρουν γρήγορα.

Χαλασμένη ρίζα άγριας συμφοράς! Πληγή ανοιχτή. Ωχ ασήκωτοι στεναγμοί του κακού. Κακό δύσκολο να σταματήσεις.

Δεν θα 'ρθει ξένος τιμωρός του Κακού. Ο τιμωρός του είναι μες στο παλάτι. Χέρι σκληρό. Μέσα στα αίματα. Τούτη η ευχή να φτάσει στον Άδη.

Μάκαρες θεοί Χθόνιοι. Ακούστε των παιδιών την προσευχή. Βοηθήστε τη Νίκη.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πατέρα. Ανόσια σε γκρέμισαν, της εξουσίας το σκήπτρο σου δώσε μου. Στο ζητώ.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Κι εγώ το ζητώ. Η ανάγκη πατέρα. Να σωθώ. Να ρίξω τη συμφορά μου στον Αίγισθο.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τις τιμές σου να πάρεις. Όπως ορίζει ο νόμος. Να σε μακαρίζει ο λαός.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Κι εγώ πατέρα, νύφη σα φεύγω απ' το σπίτι, την προίκα μου όλη χοές θα σ' τη φέρω. Στον τάφο σου. Τον τάφο σου αυτόν θα τιμήσω. Πρώτον απ' όλα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Γη! Φέρε τον πατέρα να εποπτεύσει στη μάχη.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Περσεφόνη! Δώσε μας τη νίκη μας όμορφη.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Θυμήσου το λουτρό. Που σε κομμάτιασαν.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Θυμήσου το δίχτυ. Που σε τύλιξαν.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Σε δόκανο σ' έπιασαν πατέρα. Σαν αγρίμι.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Άτιμο σχέδιο ήταν τα πέπλα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τέτοιες ντροπές, μην τις δέχεσαι. Έλα.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Έλα πατέρα. Το χέρι σου το αγαπημένο να βοηθήσει.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Στείλε τη Δίκη σύμμαχο. Εκδικήσου με νίκη την ήττα σου. Να τους γκρεμίσουμε. Όπως σε γκρέμισαν.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Και τη στερνή μου ευχή. Δέξου την. Κλωσσοπούλια σου είμαστε πάνω στον τάφο σου. Λυπήσου το κλάμα του γιου και της κόρης σου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μην το αφανίσεις το σπέρμα των Πελοπιδών. Έτσι θα ζήσεις. Θα υπάρχεις.

 

ΗΛΕΚΤΡΑ

Το όνομα του νεκρού τα παιδιά το σώζουν σαν το φελλό που κρατάει τα δίχτυα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Άκου το μοιρολόγι μας για την τιμή σου. Δέξου που σε παρακαλούμε. Να σωθείς.

 

ΧΟΡΟΣ

Καλά τον κλάψατε κι απ' την καρδιά σας. Τον αθρήνητο θάνατό του τον τιμήσατε στον τάφο. Τα άλλα να αρχίσουμε τώρα. Την απόφαση την πήρε η καρδιά, την τύχη της τώρα να έχει η πράξη.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Θα γίνει. Τώρα στο δρόμο μου είναι να μάθω για τις χοές που έστειλε. Γιατί; Τόσα χρόνια μετά Τι λόγο είχε να εξιλεώσει το κακό το αγιάτρευτο; Σε νεκρό εχθρό της προσφορά ανώφελη, γιατί; Δε βάζει ο νους μου. Κι ας είναι οι χοές της φτωχιές για το έργο της, γιατί όπως λέει ο λόγος όλα να τα δώσεις να πλυθεί το αίμα φόνου, δεν ξεπλένεται. Αν ξέρεις εσύ πες μου να μάθω.

 

ΧΟΡΟΣ

Το ξέρω. Ήμουν μπροστά. Όνειρα και τρόμοι της νύχτας την αλάφιασαν την αντίθεη. Αυτά την έκαναν.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Το όνειρο το ξέρεις να το πεις;

 

ΧΟΡΟΣ

Είδε πως γέννησε φίδι. Της φάνηκε.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τι άλλο; Ύστερα; Πως τελείωσε;

 

ΧΟΡΟΣ

Σα βρέφος της να 'ταν το σπαργάνωσε.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και το τέρας τροφή τι ζήτησε;

 

ΧΟΡΟΣ

Του έβαλε το μαστό της στο στόμα του. Μόνη της.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και πως το ερπετό δεν την δάγκωσε;

 

ΧΟΡΟΣ

Κόκκινο γάλα τη βύζαξε.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν ήρθε άλαλο το όνειρο! Δείχνει.

 

ΧΟΡΟΣ

Έσυρε τότε τρόμου φωνή μέσα στον ύπνο της. Ξύπνησε. Είπε ν' ανάψουν πυρσούς στο παλάτι και άναψαν. Μετά μας έστειλε μ' αυτές τις νεκρικές χοές, νόμισε θα τ' αναδρομήσει τα κακά σημάδια.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Παρακαλώ τη Γη και τον τάφο του πατέρα να τ' αληθέψουν το όνειρο. Τα κρίνω κι όλα συνταιριάζονται. Αν απ' την ίδια μήτρα μ' εμένα βγήκε φίδι και σπαργανώθηκε και ήπιε απ' το μαστό που με μεγάλωσε κι έσμιξε το γάλα με το αίμα. Τρόμαξε αυτή και φώναξε στον πόνο της δαγκωματιάς. Τότε το φονιά της γέννησε. Θάνατο σημαίνει το όνειρο κι ο δράκος που έγινα θα τη φάει.

 

ΧΟΡΟΣ

Σωστή εξήγηση. Κι εύχομαι έτσι να γίνει. Τώρα για μας πες. Τι να κάνουμε; Τι να αποφύγουμε;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Απλά τα πράγματα και στη σειρά. Η Ηλέκτρα θα πάει μέσα και μην πείτε τίποτα για μένα. Έτσι τους φονιάδες. Με δόλο σκότωσαν με δόλο θα τους πιάσω και όπως έκαναν θα πάθουν. Όπως το είπε ο Φοίβος. Ο αλάθητος. Θα ντυθώ να μοιάσω ξένον ταξιδιώτη με τον Πυλάδη σύντροφο μαζί και να σταθώ στην ξώθυρα. Θα παραστήσουμε πως είμαστε Φωκείς - την ξέρουμε τη γλώσσα. Δε θα μας ανοίξει θυρωρός την πόρτα αφού τα μέσα όλα φόβος τα κρατά και κει θα μείνουμε μέχρι να δουν περαστικοί και να ρωτήσουν. "Γιατί κρατάει ικέτη του ο Αίγισθος απ' έξω; Είναι μέσα και το ξέρει". Και μόλις πατήσω πόδι στου παλατιού την πύλη και τον βρω να κάθεται στο θρόνο του πατέρα ή φτάσει και βρεθούμε μάτια και στόμα αντικρυστά πριν αποσώσει να μου πει "από πού είναι ο ξένος;" θα τον τυλίξω με το γρήγορο σπαθί. Να ξέρεις. Θα τον σκοτώσω. Τρίτη φορά η Ερινύα η αχόρταγη θα χορτάσει φρέσκο αίμα.

Πήγαινε στο σπίτι λοιπόν εσύ Ηλέκτρα. Να 'ρθουν καλά και να ταιριάσουν όλα, και σεις τη γλώσσα σας κρατείστε καλά. Κουβέντα. Όταν πρέπει κι όπως πρέπει να δράσουμε. Όλα τα άλλα και το σπαθί στη νίκη του, θα τα φροντίσει ο πατέρας.

 

(Η Ηλέκτρα μπαίνει στο παλάτι)

 

ΧΟΡΟΣ

Τρόμους και τέρατα τρέφει η γη. Σκιάχτρα αμέρωτα η θάλασσα κρύβει. Φωτιές ο ουρανός κρεμάει μετέωρες και κάτω στη γη. Τα πουλιά και τ' αγρίμια γνωρίζουν την οργή των καταιγίδων.

Την παράτολμη όμως καρδιά του άντρα, των παθιασμένων γυναικών τον ακράτητο έρωτα, των Δεινών τις αιτίες ποιος θα τις πει; Ο πόθος της γυναίκας ο ακράτητος και των θεριών και των θνητών τα ταίρια σκορπίζει.

Και να πιστέψει ο άπιστος να θυμηθεί τι μαύρα σκέφτηκε η παιδοκτόνα άθλια κόρη του Θεστίου. Του γιου της τον ισόχρονο δαυλό που τη ζωή του μέτραγε - κλεψύδρα - από το πρώτο του κλάμα μέχρι την ώρα του θανάτου, τον έριξε στις φλόγες να καεί. Να γίνει στάχτη ο γιός της.

Κι άλλη μια κόρη φόνισσα - ως λέει η φήμη - να μισείς. Που εξαιτίας των εχθρών, τον ακριβό πατέρα της τον σκότωσε - να πάρει του Μίνωα δώρα τα χρυσά φανταχτερά βραχιόλια. Απ' τον πατέρα της το Νίσο την τρίχα την αθάνατη ξερίζωσε στον ύπνο κι ήρθε τον πήρε ο Ερμής.

Θυμήθηκα τις συμφορές τις αβάσταχτες και μαύρες και πήγε ο νους μου στο κατάρατο πικρό παλάτι και στης γυναίκας της σκληρής το δόλο, που ήθελε να ρημάξει τον άντρα της, τον πολέμαρχο που τιμούσαν κι οι εχθροί του.

Τώρα τη σβηστή τιμώ εστία του σπιτιού και τη δειλή τη γυναικεία εξουσία.

Για της Λήμνου το κακό λεν' οι παλιοί, που ο κόσμος το ξορκίζει. Ως και την άκρα συμφορά την λεν' "Κακό της Λήμνου". Ντροπή την καταβούλιαξε εκείνη τη γενιά και πάει στην καταφρόνια. Ό,τι το μισούν θεοί θνητός δεν το τιμάει.

Και το έτοιμο ξίφος χτυπά και περνά στα πλευρά έως πέρα. Έργο της Δίκης. Ανόσια την κλώτσησαν. Τη χλεύασαν στο χώμα, το σεβασμό στο μεγάλο το Δία τον πάτησαν.

Η Δίκη είναι αμόνι και πάνω η Μοίρα χαλκεύει σπαθί. Ήρθε η ώρα. Η εκδικήτρα Ερινύα μπάζει στο σπίτι λεβέντη να πλύνει του σφαγμένου πατέρα το μίασμα.

 

(Ο Ορέστης με τον Πυλάδη - στη διάρκεια της δ' αντιστροφής - πλησιάζουν στην πύλη του παλατιού)

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ε! δούλε! Χτυπώ την πόρτα, δεν ακούς; Ξαναχτυπώ. Ποιος είναι μέσα; Χτυπώ για τρίτη φορά, κάποιος να βγει αν είναι φιλόξενο του Αίγισθου το σπίτι.

 

(Βγαίνει ο υπηρέτης)

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Σ' ακούω. Φτάνει. Ποιος είσαι; Από πού;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πες στ' αφεντικά σου. Μήνυμα τους έχω. Βιάσου όμως. Γιατί φτάνει της νύχτας το μαύρο αμάξι και πρέπει να πάμε να ξεκουραστούμε σε κάνα πανδοχείο. Ας βγει κάποιος που του πέφτει λόγος. Ας βγει η νοικοκυρά. Ο άντρας καλύτερα. Η ντροπή τα μπερδεύει μπροστά στις γυναίκες. Άντρας προς άντρα όταν μιλάει τα λόγια είναι πιο ξάστερα.

 

(Βγαίνει η Κλυταιμνήστρα)

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Πέστε ξένοι. Τι θέλετε; Σπίτι σαν κι αυτό τα έχει όλα. Και στρώμα να ξεκουραστείτε και ζεστό λουτρό και φιλόξενη καρδιά και χέρια. Αν σας φέρνει λόγος σοβαρότερος, αυτό είναι δουλειά του άντρα. Θα του το πω.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ξένος είμαι. Δαυλιώτης της Φωκίδας. Με όλα μου τα υπάρχοντα - τα βλέπεις - ξεκίνησα για το Άργος και τα πόδια μου μ' έφεραν. Την ώρα που έφευγα, ένας άγνωστος μ' αντάμωσε κι αλλάξαμε κουβέντα. Με ρώτησε που πάω και του είπα. Μου είπε τ' όνομά του πάνω στην κουβέντα. Ήταν Στρόφιος. Φωκίτης.

"Αφου, μου είπε, πας στο Άργος, θυμήσου να πεις στους γονείς του Ορέστη ότι πέθανε. Μην το ξεχάσεις, πρέπει να το μάθουν. Κι αν τον θέλουν, επειδή είναι δικός τους, ας στείλουν να τον πάρουν ή να τον αφήσουν στο χώμα μας για πάντα. Κι ό,τι σου πουν γυρνώντας να μας το πεις.

Σ' ένα λαγήνι χάλκινο κοιμήσαμε τη στάχτη του και τον θρηνήσαμε"

Αυτά μου είπε αυτά σου λέω κι αν μιλώ σε δικό του δεν το ξέρω. Μα θα πρέπει να τα ξέρει κι ο γονιός του.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Ω κακό! Καταστροφή τελειωτική! Αχ κατάρα τούτου του παλατιού. Αχόρταγη. Τρυπάει το μάτι. Αχ βλέπεις παντού χτυπάει το τόξο σου αλάθευτο. Βρίσκει και τα κρυμμένα. Μου έκοψες τα κλαδιά μου. Και τώρα ο Ορέστης. Ο φρόνιμος. Που κράτησε τα πόδια του μακριά από τη λάσπη! Τη μόνη ελπίδα μου να σταματήσει την άγρια μοίρα του σπιτιού μου, την έσβησες.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εγώ σε φίλους ξένους τόσο πλούσιους, θα 'θελα καλό μαντάτο να 'φερνα να με φιλοξενήσουν. Τι καλύτερο στον ξένο ν' αποκτάει στα ξένα φίλους; Όμως θα το 'χα βάρος στην ψυχή μου ένα τέτοιο χρέος που ανάλαβα να μην το τελειώσω για φίλους που με φιλοξένησαν στο σπίτι τους.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Λιγότερα απ' όσα πρέπει ξένε, δε θα βρεις. Και φίλος μας θα γίνεις περισσότερο. Ένας άλλος θα μας έφερνε την είδηση αν όχι εσύ. Μα τώρα να ξεκουραστούν οι ξένοι ν' ανθρωπέψουν. Μεγάλο δρόμο έκαναν. Πήγαινέ τους στο δωμάτιο των ξένων το καλό κι ό,τι ζητήσει η καρδιά τους να το δώσεις. Και να τα κάνεις όλα. Προσταγή μου είναι. Εγώ την είδηση θα στείλω στον αφέντη και να σκεφτούμε τι θα κάνουμε.

 

(Μπαίνουν μέσα)

 

ΧΟΡΟΣ

Αχ του παλατιού εμείς φίλες πιστές! Πότε της προσευχής τη δύναμη θα ευχηθούμε στον Ορέστη; Ω! Γη Σεβάσμια! Άγιο χώμα που σκεπάζεις του βασιλιά το σώμα του παμμέγιστου. Άκουσε τώρα. Βοήθησε. Τώρα η ώρα να κατεβεί η Πειθώ η τεχνήτρα. Ο Ερμής ο Μαύρος ο Χθόνιος να βοηθήσει στη σφαγή και στα αλύπητα μαχαίρια. Ο ξένος ετοιμάζει το κακό.

 

(Βγαίνει ταραγμένη η γριά τροφός)

 

Μα βλέπω του Ορέστη τη γριά τροφό. Κλαμένη. Που ξεπορτίζεις γριά Κίλισσα με την αναίτια λύπη;

 

ΤΡΟΦΟΣ

Η αφέντισσα με στέλνει να φωνάξω τον Αίγισθο γρήγορα να έρθει, λέει. Άντρας από άντρα είπε, θα το εξετάσει καλύτερα το καινούργιο μαντάτο. Αυτή μπροστά στους δούλους πένθος κατέβασε στην όψη της αλλά τα μάτια της κρυφογελούσαν στο μαντάτο. Πήγαν καλά τα πράγματα γι' αυτήν. Ό,τι χειρότερο για το παλάτι. Τώρα κι εκείνος θα το μάθει και θα χαρεί. Εγώ είμαι η δύστυχη. Εμένα πόνεσαν τ' αβάσταγα παλιά δεινά του παλατιού, τέτοιο όμως σφίξιμο σαν το τωρινό δεν έπαθα. Τα βαστούσα τα άλλα. Μα τον καλό μου τον Ορέστη, αχ, την έγνοια μου, που απ' τη γέννα του τον πήρα και τον βύζαξα νύχτες να κλαιει και να 'μαι ξάγρυπνη, να βασανίζομαι να βρω τι θέλει! Πως αλλιώς να γινόταν; Δεν καταλαβαίνει το μωρό, σαν κουταβάκι είναι, πρέπει να μαντεύεις. Δεν έχει φωνούλα να σου πει αν δίψασε, αν πείνασε, αν βράχηκε. Μόνο κοιλιά έχουν τα βρέφη κι έπρεπε να προλάβαινα, όμως αυτός με ξεγελούσε. Πολλές φορές μ' έκανε να τον πλένω, πλύστρα του και τροφός του ήμουνα. Και τα δυο τα 'κανα για τον Ορέστη, για χάρη του πατέρα του. Τώρα μαθαίνω πέθανε. Πάω τώρα να το πω σ' αυτόν που ρήμαξε το σπίτι και θα χαρεί όταν το μάθει.

 

ΧΟΡΟΣ

Πως του παράγγειλε να 'ρθει;

 

ΤΡΟΦΟΣ

Τι;

 

ΧΟΡΟΣ

Μόνος του να 'ρθει ή με φρουρούς;

 

ΤΡΟΦΟΣ

Του παραγγέλλει να 'ρθει μ' οπλισμένους.

 

ΧΟΡΟΣ

Μη το πεις αν τον μισείς. Μόνος του να 'ρθει να πεις. Άφοβα να 'ρθει. Κάτι καλό θ' ακούσει πες. Να του το πεις χαρούμενη. Ο αγγελιοφόρος το κακό το ομορφαίνει.

 

ΤΡΟΦΟΣ

Είσαι καλά; Με το κακό που έγινε;

 

ΧΟΡΟΣ

Κι αν το φέρε αλλιώς ο Δίας;

 

ΤΡΟΦΟΣ

Πως; Ο Ορέστης. Η ελπίδα μας. Πάει.

 

ΧΟΡΟΣ

Όχι ακόμα. Μάντης κακός θα το 'λεγε αυτό.

 

ΤΡΟΦΟΣ

Τι λες; Ξέρεις κι άλλα απ' όσα είπαν!

 

ΧΟΡΟΣ

Πήγαινε και πες του. Κάνε όπως σου είπαν. Φροντίζουν οι θεοί για όσα πρέπει.

 

ΤΡΟΦΟΣ

Πάω. Και θα κάνω όπως είπες. Με τη βοήθεια των θεών το καλύτερο να γίνει.

 

ΧΟΡΟΣ

Δία πατέρα των Ολύμπιων θεών τώρα ικετεύω. Δώσε να τύχει τύχη καλή, οι καλοί μας να δουν ό,τι ποθούμε. Ό,τι ζητώ η Δίκη το όρισε. Δία προστάτεψε.

Μέσα Αυτόν πάνω απ' τους εχθρούς του στήσε τον Δία. Αν νίκη του δώσεις τριπλή θα σ' τη δώσω τη χάρη.

Του νεκρού π' αγαπάς το Ορφανό το πουλαράκι στων συμφορών του το άρμα προσδέθηκε. Βάλε στο δρόμο του μέτρο. Δώσε του ρυθμό, ν' ανοίξει το βήμα του, να φτάσει στο τέρμα.

Και σεις θεοί που χαίρεστε μες στους βωμούς του παλατιού το πλούσιο βιος, ομόγνωμοι, ελάτε βοηθοί. Των παλαιών δεινών το αίμα ξεπλύντε το με εκδίκηση. Τώρα. Ο γεροχρόνος συμφορές άλλες να μη γεννήσει.

Και συ Απόλλωνα θεέ του Δελφικού ναού, κάνε να αναβλέψει το παλάτι. Δώστε να δει κι αυτός το φως με βλέμμα χαρούμενο κάτω απ' το μαύρο πέπλο.

Κι ο γιος της Μαίας, ο Ερμής, ας έρθει δίκαιος βοηθός, την πράξη την καλή να τελειώσει. Αυτός που φανερώνει τα κρυφά και βλέπει τα αθέατα και βάζει μπρος στα μάτια μας σκοτάδι αυτός που μπορεί την ημέρα και σε κάνει αόρατο.

Μόλις ακουστεί τότε η σωτηρία του παλατιού, γυναίκεια λυτρωτική στριγγλή φωνή ας σύρουμε, που θα λέει "Όλα καλά". Στην καρδιά μου η χαρά μου θα χοροπηδά γιατί τέλειωσε η συμφορά.

Κι όταν έρθει η ώρα της πράξης κι ακουστεί η ικεσία "παιδί μου!" με θάρρος να πεις "το κάνω για τον πατέρα". Και πράξε την δίκαιη εκδίκηση.

Και του Περσέα την καρδιά στα στήθη σου να βάλεις. Και τέλειωνε το χρέος σου για ζωντανούς και για νεκρούς. Και του σπιτιού σου τη φριχτή Γοργώ εκδικήσου και σκότωσε. Χτύπα μόλις δεις το φταίχτη.

 

(Έρχεται ο Αίγισθος)

 

ΑΙΓΙΣΘΟΣ

Με κάλεσαν και ήρθα. Ξένοι έμαθα, που έφτασαν πριν λίγο, φέραν κακό μαντάτο. Πέθανε είπαν ο Ορέστης. Τα πρώτα δεν τελείωσαν, άκλειστες πληγές ακόμα και πονούν και τώρα πάνω κι άλλο βάρος να σηκώσει το παλάτι. Πως;

Να το πω αλήθεια τώρα αυτό ή λόγια γυναικείου τρόμου φούσκες αέρα που ξεφουσκώνουν; Ξέρεις εσύ τίποτα να καταλάβω;

 

ΧΟΡΟΣ

Κάτι πήρε και μας τ' αυτί μας αλλά θα σ' τα διηγηθούν οι ξένοι μέσα. Εμείς και να το πούμε δε θα το πούμε σαν κι αυτούς.

 

ΑΙΓΙΣΘΟΣ

Θέλω να δω αυτόν που έφερε το μαντάτο. Να ελέγξω. Ήταν μπροστά που πέθανε ή φήμες άκουσε και λέει; Δε θα με ξεγελάσετε. Θα είμαι πολύ προσεκτικός.

 

ΧΟΡΟΣ

Δία, Δία! Τι να πω! Από πού ν' αρχίσω τις ευχές και τις δεήσεις; Πώς να βρω να πω; Να το χορτάσω ; Ανδρικών σπαθιών οι κόψεις θα ματώσουν τώρα. Και είτε - ως πέρα - η γενιά του Αγαμέμνονα θα αφανιστεί ή φως και φωτιά ελευθερίας θ' ανάψει και θα πάρει πίσω του πατέρα τα πλούτη και της πόλης τα σκήπτρα. Σε μια τέτοια πάλη ο γενναίος Ορέστης θ' αντιβγεί μοναχός του με δύο. Για τη νίκη του να 'ναι.

 

(Μέσα απ' το παλάτι, ακούγεται η φωνή του Αίγισθου)

 

ΑΙΓΙΣΘΟΣ (εικ.)

Αλίμονο! Χάνομαι!

 

ΧΟΡΟΣ

Αλίμονό σου φώναζε.

Πως πάει;

Τον τελείωσε;

Τελειώνει.

Ας τραβηχτούμε να φανούμε αμέτοχες. Το μαχαίρωμα τελείωσε.

 

(Βγαίνει τρομαγμένος ένας υπηρέτης)

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Κακό! Κακό! Συμφορά στον αφέντη μας! Πέθανε ο Αίγισθος! Ανοίξτε τις πόρτες. Σπάστε τις. Χαλάστε τις αμπάρες του γυναικωνίτη. Κάποιος χειροδύναμος χρειάζεται εδώ. Όχι για τον αφέντη. Τέλειωσε ο αφέντης. Σε κουφούς στον ύπνο τους άδικα φωνάζω. Τι κάνει η Κλυταιμνήστρα; Που είναι; Στο λαιμό της τώρα το μαχαίρι και δίκαια θα πέσει. Θα τον κόψει.

 

(Βγαίνει στην πόρτα η Κλυταιμνήστρα)

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Τι συμβαίνει; Τι την ξεσήκωσες τέτοια βοή;

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Τον ζωντανό τον σκότωσε ο πεθαμένος!

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Αλίμονο! Το κατάλαβα το αίνιγμά σου. Με δόλο που έπραξα θα πάω. Ένα τσεκούρι να μου δώσει ένας! Να δούμε αν με σφάξει ή σφαχτεί. Εδώ που έφτασα παίζονται όλα.

 

(Βγαίνουν Ορέστης - πίσω ο Πυλάδης)

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εσένα ψάχνω. Με κείνον τα τελείωσα.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Αλίμονο, Αίγισθε. Καλέ μου. Σε σκότωσαν!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Στον ίδιο τάφο θα σας βάλω να τον αγαπάς. Ούτε νεκρό δεν θα τον χάσεις.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Μη γιέ μου. Το μαστό που βύζαξες σεβάσου. Που κοιμόσουν και τα χειλάκια σου ρούφαγαν. Και μεγάλωνες.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πυλάδη τι να κάνω; Να τη λυπηθώ;

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Και του Φοίβου οι μαντείες; Οι χρησμοί της Πυθίας; Οι όρκοι; Τι θ' αξίζουν; Τους πάντες κάνε εχθρούς σου αντί για το θεό.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δίκαιο έχεις. Λες το σωστό. Έλα εσύ! Δίπλα του θέλω να σε σφάξω. Αφού και ζωντανό τον προτιμούσες απ' τον πατέρα, νεκρή να σε πλαγιάζει τώρα. Άνθρωπο φονιά τον αγαπούσες. Μισούσες αυτόν που έπρεπε να αγαπάς.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Σε γέννησα και σ' έθρεψα! Μαζί σου να γεράσω.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Του πατέρα μου φόνισσα! Μαζί μου!

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Η μοίρα γιέ μου. Η μοίρα τα έκανε.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και το θάνατό σου τότε μοίρα σου τον χαρίζει.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Τις κατάρες της μάνας σου δεν τις φοβάσαι;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μάνα που μ' έριξε στη δυστυχία!

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Σε φίλου σπίτι σ' έδωσα να φιλοξενηθείς. Δεν σε πέταξα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Γιος άρχοντα πατέρα και με πούλησες.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Και τότε που 'ναι η πληρωμή; Ποια;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ντρέπομαι να πω τα αίσχη σου.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Του πατέρα σου τις ανομίες δεν τις λες;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πολεμούσε. Κι εσύ στο θρόνο θρόνιαζες.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Δεν μπορεί γιέ μου η γυναίκα δίχως άντρα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κάθεται μέσα. Ο μόχθος του άντρα την τρέφει.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Τη μάνα σου γιέ μου! Τη μάνα σου!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Όχι εγώ. Μόνη σου.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Φυλάξου απ' τη λυσσασμένη κατάρα της μάνας.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κι απ' του γονιού; Πως θα ξεφύγω αν σ' αφήσω;

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Άδικα θρηνώ ζωντανή στον τάφο!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Του πατέρα η μοίρα σε ορίζει.

 

ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ

Φίδι που γέννησα και θήλασα!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Του ονείρου ο τρόμος ήταν μάντης. Σκότωσες και δεν έπρεπε. Τα άπρεπα πάθε.

 

(Ο Ορέστης σέρνει την Κλυταιμνήστρα μέσα)

 

ΧΟΡΟΣ

Στενάζω το χαμό τους και των δυο. Μα ο δύστυχος Ορέστης στην κορυφή ανέβηκε του αίματος. Γι' αυτό ζητώ να ζήσει. Να βλέπει. Μάτι του σπιτιού.

Στου χρόνου το πλήρωμα ήρθε η Δίκη στους Πριαμίδες βαριά. Στο παλάτι του Αγαμέμνονα λιοντάρι διπλό. Άρης διπλός. Με χρησμό της Πυθίας τον εξόριστο έφτασε μέχρι τα όρια. Σοφία θεού.

Φωνάξτε, φωνάξτε. Τραγουδήστε. Χαρά έχουμε. Το παλάτι του αφέντη μας σώθηκε. Την τιμή και το βιος του και την άτυχη τύχη του δεν την ρήμαξαν οι δυο μιασμένοι.

Ήρθε η Τιμωρία η πανούργα και η σύμμαχος. Ήρθε επάνω στη μάχη, το χέρι της κόρης του Δία της Δίκης της εύστοχης, που πνέει, εμπνέει θανάτου οργή στους εχθρούς της.

Όσα ο Φοίβος ο μέγας προφήτεψε για το κακό το μεγάλο που χρόνιο έβοσκε αμείλιχτα έγιναν όλα. Ο Δίας αργεί. Δε ξεχνάει όμως. Και τη νίκη του παίρνει. Να τιμούμε του Ουρανού την εξουσία την ανίκητη.

Καιρός να δει το σπίτι φως το βαρύ χαλινάρι του έσπασε. Στυλωθείτε παλάτια - που χρόνια πεσμένα ρημάζετε.

Ο χρόνος. Ο νόμος της τάξης στο κατώφλι θα 'ρθει να πατήσει. Όταν το μίασμα όλο, πλυθεί με το φόνο, θ' αλλάξει η τύχη. Τότε και μεις άσπρη μέρα θα δούμε.

 

(Βγαίνουν ο Ορέστης με τον Πυλάδη. Κρατούν τα δυο πτώματα. Τα αποθέτουν)

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Οι δυο δυνάστες της χώρας μου. Φονιάδες του πατέρα και κλέφτες του βίου του! Κοιτάξτε τους. Φοβεροί όταν ήταν στο θρόνο και τώρα στο θάνατο - κοιτάξτε τους Αγαπημένοι κι Αχώριστοι. Ορκίστηκαν θάνατο του αγαπημένου πατέρα μου και να πεθάνουν μαζί. Τον όρκο κράτησαν. Κοιτάξτε οι μάρτυρες.

Την παγίδα που έστησαν στον άτυχο πατέρα μου τα δίχτυα που έδεσαν και στα χέρια και στα πόδια. Απλώστε την. Δείξ' τε την. Να δει ο πατέρας Ήλιος τα μιαρά της μάνας μου. Μάρτυρας να 'ναι της δίκης μου επειδή δίκαια σκότωσα. Όχι τον Αίγισθο. Αυτός ό,τι έκανε βρήκε. Τη μοιχεία του πλήρωσε. Όπως είναι ο νόμος.

Όμως αυτή. Που φρίκη σοφίστηκε ενάντια στον άντρα της. Που το σπόρο του βάσταξε - βάρος χαράς στην αρχή κι ύστερα ασήκωτο. Τι λες πως είναι; Έχιδνα ή δράκαινα που να σ' αγγίξει σαπίζεις; Θράσος και ακόλαστο; Πώς να την πω να την πετύχω; Παγίδα θεριού ή νεκροσέντονο απ' την κορφή ως τα νύχια μέσα στο φέρετρο; Απόχη. Δίχτυ να την πω; Θηλιά; Κλέφτης θα τ' αποκτούσε κάτι τέτοιο, ληστής που ζει με κλεψιές και με σκότωμα ν' αρπάζει ξένο βιος. Να μακελεύει όσους βρει και να το χαίρεται. Τέτοια γυναίκα θεός φυλάξει να μην μου τύχει. Ανύπαντρος να πεθάνω καλύτερα. Χωρίς παιδιά.

 

ΧΟΡΟΣ

Τα φριχτά! Θάνατος φρίκης τα πλήρωσε. Όποιος αργεί να πληρώσει χιλιοπληρώνει.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Σκότωσε ή δεν σκότωσε; Μάρτυρας το ρούχο. Το μαχαίρι του Αίγισθου το 'βαψε. Οι σταγόνες το αίμα με το χρόνο απλώθηκαν το χρώμα ξεθώριασε. Τώρα μπροστά σας μιλώντας γι' αυτό το πατροκτόνο ύφασμα καυχιέμαι κι οδύρομαι. Πονώ για τα έργα τα δεινά και τη γενιά μας. Με λέρωσε αυτή η νίκη μου. Με φόρτωσε μίασμα.

 

ΧΟΡΟΣ

Κανένας θνητός δεν ζει ως το τέλος καλότυχος. Αλίμονο. Τα βάσανα, άλλα σε βρήκαν και τα άλλα θα σε βρουν.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν ξέρω τώρα που θα με πάει το τέλος όμως να ξέρετε. Στο άρμα είμαι. Ηνίοχος που σέρνομαι έξω απ' το δρόμο. Με ξεσέρνουν τ' άλογα. Ο δυσχείρωτος νους μου. Η καρδιά μου χορεύει στο τραγούδι του φόνου παράφορα.

Όσο ακόμα δεν μ' έχει η τρέλα το λέω και καυχιέμαι σκότωσα τη μάνα μου την πατροκτόνα και μίασμα και θεομίσητη. Δίκαια.

Ο Φοίβος την τόλμη μου κέντρισε. Μου είπε να πράξω και δε θα 'χω κρίμα. Κι αν αρνηθώ… δε θα πω τι μου είπε. Αλλά της συμφοράς μου το τόξο πιο πέρα θα πάει απ' όλα τα πάθη.

 

(Ο Ορέστης παίρνει απ' τα χέρια τον Πυλάδη)

 

Τώρα με βλέπετε. Πανέτοιμος είμαι με τούτα τα σημάδια της ικεσίας να φύγω.

Στο Μαντείο του Φοίβου όπου η άσβεστη καίει φωτιά. Να ξορκίσω το αίμα της μάνας που έσφαξα. Σε άλλο βωμό, μου είπε, κανέναν. Αυτά τα λέω στους Αργείους για μετά. Να τα θυμούνται να τα πουν και στο Μενέλαο. Εγώ θα τριγυρνώ χωρίς πατρίδα. Ζωντανό νεκρό θα μ' ονομάζουν.

 

ΧΟΡΟΣ

Δίκαια έπραξες. Κατηγόριες μη λες. Μήτε λόγια πικρά. Το Άργος λευτέρωσες. Δισώματα δράκοντα το κεφάλι το έκοψες. Με τη μία.

 

(Ο Ορέστης αρχίζει να "παρακρούεται")

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ω! Γυναίκες πιστές! Να Να! Σαν Γοργόνες μαυροφόρες. Και φίδια ζωσμένες!

Δεν μπορώ πια. Δε μένω άλλο.

 

ΧΟΡΟΣ

Αγαπημένε του πατέρα σου ποια φαντάσματα σε παίρνουν; Κράτα, κράτα. Θα νικήσεις.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν είναι φαντάσματα πλάσματα. Είναι της μάνας μου οι λυσσασμένες κατάρες.

 

ΧΟΡΟΣ

Είναι το αίμα. Αχνίζει ακόμα. Αυτό σε ταράζει.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μεγάλε Φοίβε Απόλλωνα ! Πληθαίνουν. Μου έρχονται. Αίμα τα μάτια τους. Άγριο μίσος.

 

ΧΟΡΟΣ

Είναι ο καθαρμός. Θα σ' αγγίξει ο Φοίβος ο Καθαρτής. Θα σε σώσει.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν τις βλέπετε. Τις βλέπω εγώ. Με κυνηγούν. Με κυνηγούν. Άλλο πια δεν… Δε μένω άλλο.

 

(Φεύγει ο Ορέστης)

 

ΧΟΡΟΣ

Στο καλό να πας. Και προστάτης θεός αγαθός να σε φυλάει. Μοίρα να σου δώσει ευτυχισμένη.

Το τρίτο δεινό στο παλάτι αλύπητα έπεσε. Ξέσπασε. Το πρώτο που το άρχισε αυτό. Τα θυέστια δείπνα. Το δεύτερο τα πάθη του Άρχοντα. Η σφαγή στο λουτρό του μεγάλου Πολέμαρχου. Το τρίτο Αυτό. Πώς να το πω; Σωτηρία ή θάνατο; Που θα σταθεί ! Που θα τελειώσει χορτασμένο το μένος της Άτης;

 

 

ΤΕΛΟΣ