Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ΕΛΕΝΗ

412 π.Χ.

 


ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ

ΕΛΕΝΗ

ΤΕΥΚΡΟΣ

ΧΟΡΟΣ

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

ΓΡΙΑ

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

ΘΕΟΝΟΗ

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ

Μετά την απόφαση του Πάρη ότι η ομορφότερη θεά είναι η Αφροδίτη, εκείνος πήγε για να πάρει το έπαθλό του το οποίο ήταν η Ελένη, η γυναίκα του Μενέλαου, του βασιλιά της Σπάρτης. Όμως η Ήρα, έστειλε τον Ερμή να την πάρει και να την μεταφέρει στην Αίγυπτο, στο παλάτι του Πρωτέα για να την φυλάει. Και έφτιαξε ένα "ομοίωμά" της από αιθέρα για να ξεγελάσει τον Πάρη. Αυτό πήρε αυτός στην Τροία, γι' αυτό το ομοίωμα έγινε ο Τρωικός πόλεμος.

Η Ελένη τώρα είναι δυστυχισμένη γιατί ο Θεοκλύμενος, γιος του Πρωτέα που πια έχει πεθάνει, θέλει να την παντρευτεί, αλλά εκείνη περιμένει να έρθει κάποτε ο Μενέλαος και να την πάρει πίσω στη Σπάρτη.

 

 

(Αίγυπτος. Παλάτι του Πρωτέα. Φαίνεται ο τάφος του δίπλα στον οποίο στέκεται η Ελένη. Στο βάθος φαίνεται ο Νείλος)

 

ΕΛΕΝΗ

Ω, εσείς αγνά ρυάκια του Νείλου,

που σαν βροχή ποτίζετε τη διψασμένη γη της Αίγυπτου

- όταν λιώνουν τα χιόνια!

Στη χώρα τούτη ο Πρωτέας βασίλευε σε όλη τη ζωή του

κατοικώντας στο νησί του Φάρου,

και την νεράιδα την Ψαμάθη πήρε για γυναίκα του.

όταν αυτή εγκατέλειψε την αγκαλιά του Αιακού.

Και του γέννησε του Πρωτέα δυο παιδιά.

Ένα αγόρι - τον Θεοκλύμενο - που ζούσε

τιμώντας και σεβόμενος τους θεούς,

και μια κόρη ευγενική, την Ειδώ

το καμάρι της μητέρας της όταν ήταν βρέφος.

Όταν έφτασε σε ηλικία γάμου την ονόμασαν Θεονόη

γιατί γνώριζε τα θεϊκά σχέδια, τα παρόντα και τα μελλούμενα.

Απ' τον Νηρέα το κληρονόμησε το χάρισμα αυτό.

Εμένα πατρίδα μου είναι η ένδοξη η Σπάρτη

και πατέρας μου ο Τυνδάρεως.

Υπάρχει κάποια παράδοση, ότι ο Δίας μεταμορφώθηκε σε Κύκνο

επειδή τον κυνηγούσε ένας αετός και για να του ξεφύγει,

χώθηκε τρυφερός στην αγκαλιά της μητέρας μου της Λήδας.

Και έτσι γεννήθηκα. Αυτά λένε.

Και Ελένη με ονόμασαν.

Τις συμφορές που με βρήκαν θέλω να πω.

Ήρθαν τρεις θεές, η Ήρα και η Αθηνά η Διογέννητη

και η Αφροδίτη του Έρωτα,

στην Ίδη, στις κοιλάδες του Πάρη

να κρίνει αυτός απ' τις τρεις ποια είναι η ομορφότερη,

και η Αφροδίτη του πρότεινε, αν κερδίσει αυτή

να του δώσει την ομορφιά μου σαν δώρο, να με έχει δική του,

- αν είναι ομορφιά αυτό που φέρνει δυστυχία.

Και τότε ο βοσκός της Ίδης, ο Πάρης, τα κοπάδια του αφήνοντας

ήρθε στη Σπάρτη το κορμί μου για να πάρει.

Όμως, ενοχλημένη η Ήρα γιατί δεν νίκησε αυτή

με έκανε άνεμο - και στον Πάρη δεν μ' έδωσε.

Στη θέση μου έδωσε είδωλο της πνοής του ουρανού, αέρινο

στο παιδί του βασιλιά Πρίαμου.

Και νόμιζε ότι εμένα έχει, αφού ξεγελάστηκε.

Επάνω σ' αυτά κι άλλα κακά πρόσθεσε του Δία η βούληση.

Πόλεμο έβαλε ανάμεσα στους Έλληνες και στη δύστυχη Τροία

γιατί πλήθαιναν οι άνθρωποι και βάραινε η γη

και ήθελε να δοξάσει τον γενναιότερο των Ελλήνων.

Και της νίκης το έπαθλο δεν ορίστηκα εγώ, αλλά το όνομά μου.

Εμένα ο Ερμής - κατά θέληση του Δία -

με πήρε στις αγκαλιές του αιθέρα, σαν σύννεφο

και μ' έφερε εδώ στο παλάτι του Πρωτέα -

του πιο σώφρονα ανάμεσα στους θνητούς,

να μείνει για το Μενέλαο το κορμί μου αμόλυντο.

Εδώ λοιπόν έμενα αλλά ο άντρας μου, δύστυχος,

μάζεψε στράτευμα να πατήσει την Τροία και να με ξαναπάρει με πόλεμο.

Και πολλές ψυχές, στα ρεύματα δίπλα του Σκάμανδρου,

για μένα σκοτώθηκαν

και 'γω που πλήρωσα τα πάντα η δύστυχη

κατάρατη είμαι, και νομίζουν πως είμαι φταίχτρα

πως πρόδωσα τον άντρα μου

και άναψα πόλεμο στους Έλληνες μεγάλο.

Τι να ζω πια;

Μου είπε ο Ερμής πως πίσω στην ένδοξη Σπάρτη

πάλι του ταίρι θα με πάρει ο άντρας μου

αν μάθει πως ποτέ δεν ήλθα στην Τροία,

να μη γείρει πάνω στο σώμα μου άλλος.

Και όσο ο Πρωτέας ζούσε, φόβο να με πάρει άλλος δεν είχα.

Μα τώρα τον πήραν τα σκότη της γης

κι ο γιός του τώρα ο Θεοκλύμενος θέλει να με παντρευτεί.

Όμως εγώ τον πρώτο μου άντρα τιμώ, τον Μενέλαο

και προσπέφτω εδώ στου Πρωτέα τον τάφο, σαν ικέτιδα,

να βοηθήσει να μείνω για τον άντρα μου ανέγγιχτη.

Έχω που έχω ατιμασμένο το όνομά μου στην Ελλάδα.

Ας έχω τουλάχιστον εδώ το κορμί μου αντρόπιαστο.

 

(Μπαίνει ο Τεύκρος)

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Ποιος κυβερνάει εδώ το άπαρτο κάστρο;

Με τις στοές και τις καμάρες που έχει

αντάξιο κάστρο του Πλούτου θα το παρομοίαζα.

Α! Ω θεοί! Ποια βλέπω!

Τη μισημένη μορφή της φόνισσας βλέπω

που με κατέστρεψε μαζί και όλους τους Αχαιούς!

Όσο περισσότερο μοιάζεις στην Ελένη, τόσο των θεών το μίσος

θα φέρνεις επάνω σου!

Αν δεν ήμουν σε ξένη γη, με θάνατο θα πλήρωνες

αυτήν την ομοιότητά σου.

Θα σε σκότωνα με τούτο το τόξο, κόρη του Δία.

 

ΕΛΕΝΗ

Ποιος είσαι δύστυχε και με καταριέσαι

και με μισείς για φταιξίματα άλλης;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Έσφαλα γυναίκα, με παρέσυρε η οργή

πιο πολύ από ό,τι έπρεπε.

Όλη όμως η Ελλάδα την κόρη του Δία την εχθρεύεται.

 

ΕΛΕΝΗ

Ποιος είσαι, από ποια χώρα, πως βρέθηκες εδώ;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Αχαιός είμαι, γυναίκα. Ένας από τους δυστυχισμένους.

 

ΕΛΕΝΗ

Γι' αυτό τη μισείς, δεν είναι παράξενο,

ποιος είσαι όμως, από πού; Ποιανού;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Ο Τεύκρος. Τελαμώνας ο πατέρας μου.

Πατρίδα μου η Σαλαμίνα είναι.

 

ΕΛΕΝΗ

Κι εδώ στου Νείλου τα χώματα, γιατί ήρθες;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Διωγμένος απ' τη γη του πατέρα.

 

ΕΛΕΝΗ

Δύστυχος είσαι. Ποιος σ' έδιωξε;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Ο Τελαμώνας ο πατέρας μου.

Ποιος άλλος κοντινότερος είχε δικαίωμα;

 

ΕΛΕΝΗ

Γιατί; Μεγάλο θα ήταν το κακό που έκανες.

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Ο Αίας ο αδελφός μου. Χάθηκε στην Τροία, πέθανε.

 

ΕΛΕΝΗ

Πως; Εσύ τον σκότωσες;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Μόνος του. Όρμησε πάνω στο ξίφος του μόνος του.

 

ΕΛΕΝΗ

Τρελάθηκε; Λογικός δεν το κάνει αυτό.

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Το γιο του Πηλέα, τον Αχιλλέα, τον ξέρεις;

 

ΕΛΕΝΗ

Ναι. Άκουσα ότι ζήτησε κάποτε σε γάμο την Ελένη.

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Όταν πέθανε, τα όπλα του έβαλαν σε φιλονικία τους πολεμιστές.

 

ΕΛΕΝΗ

Και τι έφταιξε αυτό για το θάνατο του Αίαντα;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Άλλος κέρδισε τα όπλα και ο Αίας δεν τ' άντεξε.

 

ΕΛΕΝΗ

Και βασανίζεσαι εσύ για τα δεινά του;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Επειδή δεν πέθανα μαζί του.

 

ΕΛΕΝΗ

Ήσουν κι εσύ, ξένε, στην ένδοξη Τροία;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Και βοήθησα στο χαλασμό της κι εγώ μετά καταστράφηκα.

 

ΕΛΕΝΗ

Αλήθεια, κάηκε και καταστράφηκε η Τροία;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Δεν φαίνεται ούτε ίχνος από τα τείχη της πια.

 

ΕΛΕΝΗ

Δύστυχη Ελένη! Για σένα καταστράφηκαν οι Φρύγες.

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Και οι Αχαιοί. Μεγάλες συμφορές έγιναν.

 

ΕΛΕΝΗ

Πόσος καιρός είναι που την καταλάβατε;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Εφτά χρόνια σχεδόν.

 

ΕΛΕΝΗ

Και πόσα άλλα μείνατε στην Τροία;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Φεγγάρια αμέτρητα, πέρασαν εκεί δέκα χρόνια.

 

ΕΛΕΝΗ

Και την Ελένη την πήρατε;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Ο Μενέλαος ο ίδιος την άρπαξε απ' τα μαλλιά.

 

ΕΛΕΝΗ

Την είδες με τα μάτια σου τη δύστυχη;

Ή το άκουσες και το λες;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Όπως σε βλέπω εσένα τώρα, με τα μάτια μου.

 

ΕΛΕΝΗ

Για σκέψου μήπως ήταν φάντασμα θεών!

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Φτάνει γι' αυτήν. Μίλα για άλλο θέμα.

 

ΕΛΕΝΗ

Τόσο πολύ το φάντασμά της το πήρατε γι' αλήθεια;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Ο ίδιος τα είδα με τα μάτια μου. Και τώρα με το μυαλό μου.

 

ΕΛΕΝΗ

Και τώρα ο Μενέλαος την έχει στο σπίτι του;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Ούτε στο Άργος ούτε στον ποταμό Ευρώτα!

 

ΕΛΕΝΗ

Ω! Κι άλλη συμφορά προσθέτεις μ' αυτά που λες;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Λέγεται ότι χάθηκαν μαζί. Αυτός κι η γυναίκα του.

 

ΕΛΕΝΗ

Το ίδιο ταξίδι της επιστροφής δεν πήραν όλοι;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Ναι, αλλά επειδή ήταν χειμώνας τα κύματα τους πήγαν άλλον εδώ κι άλλον αλλού.

 

ΕΛΕΝΗ

Που; Σε ποιο μέρος;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Καταμεσής του Αιγαίου.

 

ΕΛΕΝΗ

Κανένας δεν τον είδε να γυρίζει;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Κανένας. Νεκρό τον θεωρούν στην Ελλάδα.

 

ΕΛΕΝΗ

Καταστροφή! Και η κόρη του Θεστίου ζει;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Τη Λήδα λες; Πέθανε!

 

ΕΛΕΝΗ

Μην πεις τη σκότωσε η ντροπή της Ελένης!

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Λένε ότι κρεμάστηκε.

 

ΕΛΕΝΗ

Και οι γιοί του Τυνδάρη; Ζουν ή όχι;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Πέθαναν και δεν πέθαναν. Δύο φήμες υπάρχουν.

 

ΕΛΕΝΗ

Η καλύτερη ποια είναι; Αχ συμφορά η δύστυχη!

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Σε άστρα μεταμορφώθηκαν, λένε, έγιναν θεοί.

 

ΕΛΕΝΗ

Καλή αυτή η φήμη. Η άλλη;

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Σφάχτηκαν λένε εξαιτίας της.

Φτάνει όμως. Δεν θέλω να τα ξαναζώ τα δεινά.

Βοήθησέ με.

Ήρθα να ρωτήσω τη Θεονόη τη μάντισσα

να μου πει πως θα φτάσω στην Κύπρο, με καλή θάλασσα,

εκεί όπου με όρισε ο Φοίβος - για να ιδρύσω πόλη.

Σαλαμίνα θα την πω, να τιμήσω την πατρίδα.

 

ΕΛΕΝΗ

Το ταξίδι το ίδιο. Αυτό θα σου δείξει.

Φύγε τώρα. Άσε τούτη τη γη

- πριν σε δει ο γιος του Πρωτέα, ο άρχοντας αυτού του τόπου.

Λείπει σε κυνήγι. Κάνε γρήγορα, πριν γυρίσει.

Γιατί όποιον Έλληνα πιάνει τον σκοτώνει.

Μη ρωτάς το γιατί, δεν θα πω. Δεν θα σε ωφελούσε.

 

ΤΕΥΚΡΟΣ

Καλά τα λόγια σου. Οι θεοί να σ' ανταμείψουν.

Της Ελένης μοιάζεις αλλά άλλη ψυχή έχεις.

Κακό τέλος να έχει να μη φτάσει στον Ευρώτα.

Εσύ όμως να είσαι πάντα ευτυχισμένη.

 

(Ο Τεύκρος φεύγει)

 

ΕΛΕΝΗ

Αχ βάσανα μεγάλα! Αχ λύπες και θρήνους που φέρνετε!

Κλάμα τώρα πάνω στο κλάμα!

Με τι λόγια και δάκρυα να θρηνήσω το πένθος!

 

(Μπαίνει σιγά σιγά ο χορός)

 

Φτερωτές παρθένες

κόρες της Γης - Σειρήνες,

ελάτε στο θρήνο μου

με τους λιβυκούς σας αυλούς και κιθάρες.

Ταιριάξτε το θρήνο σας στο θρήνο μου.

Συνοδέψτε μου τις συμφορές με συμφορές.

Τα πάθη με πάθη!

Ας στείλει χορούς λυπητερούς η Περσεφόνη

να θρηνήσει μαζί μου.

Να πω και γω ύμνο για τους δύστυχους νεκρούς.

 

ΧΟΡΟΣ

Στα βαθυγάλανα νερά - δίπλα σε χλόη ολόσγουρη,

κόκκινα ρούχα άφησα στον ήλιο να στεγνώνουν

απλωμένα στις καλαμιές.

Άκουσα τότε μια πνιχτή άγρια φωνή.

Την Ελένη άκουσα να βογγά θρηνώντας

όπως Νύμφη Ναϊάδα θρηνεί μέσα στα βουνά

στην αγκαλιά του Πάνα

κι αντηχούνε στις σπηλιές στεναγμοί λυπητεροί.

 

ΕΛΕΝΗ

Λάφυρο καραβιών βαρβαρικών, κόρες Ελληνίδες,

κάποιος ναύτης Αχαιός

ήρθε και στα δάκρυά μου άλλα δάκρυα έφερε!

Πάει η Τροία! Κατασκάφτηκε!

Φωτιά την πήρε όλη για μένα … την καταραμένη!

Για το όνομά μου το πολυθρήνητο!

Η Λήδα στην αγχόνη μόνη της μπήκε. Από ντροπή για μένα!

Ο άντρας μου ταλαιπωρημένος χρόνια μες στα κύματα, πνίγηκε και πάει!

Τ' αδέρφια μου, οι Διόσκουροι,

το δίδυμο καμάρι της πατρίδας,

χάθηκαν, γίναν άφαντα

τους άφησαν τους κάμπους του Ευρώτα

που πάνω τους κροτούν τα πόδια των αλόγων

και των παλικαριών.

 

ΧΟΡΟΣ

Αλίμονο!

Αχ η μαύρη μοίρα σου, γυναίκα!

Αχ ζωή δυστυχισμένη τη μοίρανε τη μοίρα σου

όταν σαν Κύκνος κάτασπρος πετώντας ο Δίας

σε έβαλε στης Λήδας την κοιλιά!

Ποια συμφορά δεν σου έτυχε! Ποιο βάσανο δεν άντεξες!

Η μητέρα σου πέθανε.

Οι δίδυμοι του Δία γιοι αγαπημένοι δεν ευτύχησαν,

την πατρίδα σου δεν βλέπεις πια.

Η φήμη για σένα λέει πως παραδόθηκες στον βάρβαρο.

Και στην οργή της θάλασσας χάθηκε ο άντρας σου

κι ούτε ποτέ στο σπίτι σου

και στον Χάλκινο ναό της Αθηνάς θα ευτυχήσεις να βρεθείς.

 

ΕΛΕΝΗ

Αχ! Ποιος Φρύγας, ποιος Έλληνας

έκοψε το πεύκο της συμφοράς, στην Ίδη,

που το 'κανε ο Πάρης καταραμένο καράβι

και μ' αυτό περνώντας τη θάλασσα, έφτασε στη Σπάρτη,

για τη δυστυχογεννήτρα μου ομορφιά,

γυναίκα να με πάρει, με βοηθό την Κύπριδα

την πανούργα που έριξε στις συμφορές και Αχαιούς και Τρώες!

Τι συμφορά, εγώ η δύστυχη!

Αλλά του Δία η αγαπημένη γυναίκα, η Ήρα η σεβάσμια

απ' το θρόνο της, έστειλε τον Ερμή το γοργοπόδαρο

και την ώρα που μάζευα στην ποδιά μου λουλούδια

να τα πάω στο ναό της Αθηνάς,

μ' άρπαξε και φτερωτή σ' αυτή τη γη την άμοιρη με έφερε

για ν' ανάψει στους Τρώες και τους Αχαιούς πόλεμο.

Και στου ποταμού Σιμόη τα νερά, ψεύτικες φήμες το όνομά μου ατιμάζουν.

 

ΧΟΡΟΣ

Έπαθες πολλά. Ξέρω.

Μα είναι καλό ν' αντέχεις ήρεμα τις πίκρες σου.

 

ΕΛΕΝΗ

Φίλες μου! Με ποια κακή μοίρα δέθηκα;

Αλλόκοτη με γέννησε η μάνα μου.

(Ούτε Ελληνίδα ούτε άλλη ξένη γέννησε αυγό

που μέσα του, λενε, με γέννησε η Λήδα απ' το Δία).

Αλλόκοτη η ζωή μου. Και η τύχη μου.

Άλλα τα έπαθα από την Ήρα, άλλα τα έφταιξε η ομορφιά μου.

Μακάρι να 'σβηνα, σαν ζωγραφιά, να άλλαζα μορφή, άσχημη όψη να 'παιρνα

η άσχημή μου φήμη να ξεχνιόταν, να 'μενε μόνο η καλή, αυτή να συγκρατούσαν.

Φίλες μου ξέρω. Όταν σε βρει κακό απ' το θεό, πρέπει να αντέχεις.

Όμως εμένα πολλές συμφορές με έχουν φτάσει.

Πρώτα πρώτα, άτιμη με έχουν χωρίς να φταίω

κι όταν δεν φταις και σε ντροπιάζουν, καλύτερα να έφταιγες.

Έπειτα οι θεοί μακριά απ' την πατρίδα μου, μέσα σε ξένους μ' έριξαν

χωρίς φίλους,

ελεύθερη ήμουν και έγινα σκλάβα, όπως σκλάβοι είναι όλοι οι βάρβαροι εδώ,

μόνος ελεύθερος είναι ο άρχοντας,

και η μόνη ελπίδα μου άγκυρα

που κρατούσε την τύχη μου, να 'ρθει ο άντρας μου, σωτήρας,

χάθηκε, πάει κι αυτή!

Πέθανε ο άντρας μου. Δεν υπάρχει πια.

Πέθανε η μάνα μου.

Χωρίς να τη σκοτώσω όμως ο φόνος της πέφτει πάνω μου.

Η χαρά του σπιτιού μου, η κόρη μου,

παρθένα μένει κι ανύπαντρη ασπρίζει

κι οι Διόσκουροι τ' αδέρφια μου, οι γιοί του Δία, δεν υπάρχουν.

Από παντού είμαι δύστυχη.

Πεθαμένη είμαι. Όμως ζω.

Και το χειρότερο, αν γύριζα,

δεν θα μ' άφηναν να μπω στο σπίτι, θα το κλείδωναν,

αφού στην Τροία ξέρουν ότι ήμουν

και χάθηκα με το Μενέλαο μέσα στα κύματα.

Αν όμως ζούσε ο άντρας μου

θα φτάναμε στα σημάδια που ξέρουμε οι δυο μας.

Θα αναγνωριζόμασταν. Μα τώρα δεν θα γίνει.

Αχ γιατί να ζω άλλο; Τι περιμένω πια;

Να προτιμήσω να αλλάξω το όνομα της συμφοράς μου

και να παντρευτώ βάρβαρο να περνάω πλούσια;

Όταν όμως κοιμάσαι με άντρα που δεν θέλεις

τότε και το σώμα σου δεν θέλει, δεν χαίρεται.

Ο θάνατος είναι καλύτερος! Με ποιον τρόπο όμως;

Να κρεμαστείς είναι ατίμωση και για δούλους.

Με μαχαίρι! Αυτό!

Αυτό είναι αντάξιο και τελειώνει γρήγορα.

Σε τόσο βάθος συμφοράς καταβυθίστηκα.

Οι άλλες γυναίκες χαίρονται την ομορφιά τους.

Σε μένα συμφορά μου και κατάρα μου έγινε.

 

ΧΟΡΟΣ

Όποιος και να 'ναι ο ξένος που ήρθε

μην τα νομίζεις αλήθεια τα λόγια του.

 

ΕΛΕΝΗ

Το είπε ξεκάθαρα. Πέθανε ο άντρας μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Πολλά βγαίνουν ψέματα κι ας φαίνονται αληθινά.

 

ΕΛΕΝΗ

Συμβαίνει και τ' αντίθετο.

 

ΧΟΡΟΣ

Στο κακό τα πάει ο νους σου.

 

ΕΛΕΝΗ

Ο φόβος! Ο φόβος με έχει συνεπάρει, με τρόμαξε.

 

ΧΟΡΟΣ

Έχεις φίλους στο παλάτι;

 

ΕΛΕΝΗ

Εκτός απ' αυτόν που με θέλει γυναίκα του...

 

ΧΟΡΟΣ

Άφησε τώρα του τάφου την προστασία.

 

ΕΛΕΝΗ

Που μου λες να πάω;

 

ΧΟΡΟΣ

Πήγαινε μέσα στη Θεονόη τη μάντισσα

την κόρη της θάλασσας - εγγονή του Νηρέα -

που όλα τα ξέρει

και ρώτα την αν ζει ακόμα ο άντρας σου.

Και τότε να κλαις ή να χαίρεσαι

ανάλογα με αυτά που θα σου πει.

Τι κερδίζεις τώρα που κλαις πριν να ξέρεις;

Άκου με. Άσε τον τάφο, τράβα στην κόρη. Αυτή θα σου πει.

Αφού έχεις άνθρωπο στο σπίτι να ξέρει, τι ρωτάς ξένο;

Πήγαινε. Θα 'ρθω και 'γω να ακούσω της παρθένας τα ορίσματα.

Πρέπει να βοηθιόμαστε μεταξύ μας οι γυναίκες.

 

ΕΛΕΝΗ

Φίλες μου, τα λόγια σας τα δέχομαι.

Ελάτε και σεις, οι ίδιες να ακούσετε το κακό που μου μέλλεται.

 

ΧΟΡΟΣ

Δεν το ζητάς. Το ζητάω κι έρχομαι.

 

ΕΛΕΝΗ

Δυστυχισμένη η μέρα μου!

Τι θα ακούσω η δύστυχη. Τι θρήνο θα κάνω;

 

ΧΟΡΟΣ

Μην προμαντεύεις. Μην κλαις χωρίς να ξέρεις.

 

ΕΛΕΝΗ

Ο άντρας μου, τι έπαθε; Ζει;

Βλέπει το φως και τους δρόμους των άστρων

ή νεκρός με τους νεκρούς, στον κάτω κόσμο η μοίρα του;

 

ΧΟΡΟΣ

Το αύριο θα 'ναι καλύτερο! Ό,τι και να 'ναι.

 

ΕΛΕΝΗ

Ευρώτα χλοερέ! Μάρτυρα σε βάζω.

Αν είναι νεκρός ο άντρας μου… - δεν θα 'ναι τρέλα μου -

στην αγχόνη μετέωρο θα κρεμάσω το σώμα μου

το λαιμό μου θα σφάξω με μαχαίρι

ή θα το μπήξω βαθιά μες στη σάρκα μου

θύμα, εγώ, των τριών θεαινών και του Πάρη - που τότε

στη στάνη του δίπλα βόσκοντας τον γλυκόλαλο αυλό έπαιζε.

 

ΧΟΡΟΣ

Άλλον να χτυπήσει το κακό. Εσύ θα ευτυχίσεις.

 

ΕΛΕΝΗ

Δύστυχη Τροία! Για αρπαγή που δεν έγινε χάθηκες.

Τόσα έπαθες πολλά δάκρυα έχυσε η ομορφιά μου

αίμα πολύ και λύπη στη λύπη, παθήματα,

συμφορά με συμφορές πλήρωσε.

Μητέρες έχασαν τα παιδιά τους

πένθησαν αδερφές δίπλα στον Σκάμαντρο.

Βόγγους και θρήνους η Ελλάδα.

Έκλαψε, στηθοδάρθηκε

τα μαλλιά της ξερίζωσε κλαίγοντας.

Τα νύχια της έμπηξε στο πρόσωπο.

Γδάρθηκε κλαίγοντας.

Καλότυχη Καλλιστώ, παρθένα της Αρκαδίας

που τετράποδη σε πήρε ο Δίας στο κρεβάτι του.

Από της μάνας μου τη μοίρα η δική σου είναι καλύτερη

που λέαινα έγινες - έκανες δασύτριχα πόδια

και άγριο βλέμμα και γλίτωσες.

Δεν τις φορτώθηκες τις λύπες.

Και την Τιτανίδα παρθένα, την κόρη του Μέροπα

απ' τους χορούς της η Άρτεμη για την ομορφιά της την έδιωξε

χρυσοκέρατο ελάφι την έκανε,

όμως εμένα η ομορφιά μου τα τείχη της Τροίας τα πάτησε

γκρέμισε και τους δύστυχους Αργείους.

 

(Η Ελένη και ο Χορός μπαίνουν στο παλάτι. Έρχεται ο Μενέλαος ρακένδυτος)

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πέλοπα, που νίκησες στην αρματοδρομία

τον Οινόμαο, τότε, στην Πίσα που έφτασες,

μακάρι να τελείωνες τότε, που δείπνο

στους θεούς ο πατέρας σου σε πρόσφερε. Τότε.

Πριν τον πατέρα μου τον Ατρέα γεννήσεις,

που η Αερόπη μαζί του στον κόσμο μας έφερε

ζευγάρι τρισένδοξο, τον Αγαμέμνονα και μένα, το Μενέλαο.

Πολύ στρατό οδήγησα με τα καράβια στην Τροία

- δεν το καυχιέμαι - μα δεν τους ανάγκασα.

Όλη η Ελλάδα με ακολούθησε θέλοντας.

Και όσους τα όπλα τους πήραν τους ξέρουμε.

Και όσοι ευτυχισμένοι γλίτωσαν τον πνιγμό

των πνιγμένων τα ονόματα φέρνουν γυρίζοντας

κι εγώ περιπλανιέμαι στα κύματα δύστυχος

όσο χρόνο έκανα να πάρω την Τροία

και γυρισμό δεν προκόβω. Οι θεοί τον αρνούνται.

Τους έρημους και άξενους όρμους της Λιβύης όλους τους γύρισα

και κάθε που έφτανα να πατήσω πατρίδα

μ' αρπάζει το κύμα πίσω με παίρνει

και άνεμος ούριος να γυρίσω δεν μ' έσπρωξε.

Και τώρα ναυαγό το κύμα με ξέβρασε με τους φίλους πνιγμένους

και το καράβι στα βράχια χίλια κομμάτια.

Απ' όλα τα ξάρμενα η τρόπιδα έμεινε

και πάνω της σώθηκα - ανέλπιστη τύχη -

με την Ελένη μαζί απ' την Τροία που άρπαξα.

Ούτε τη χώρα ξέρω εδώ, ούτε το λαό της,

- ντρεπόμουν και να ρωτήσω -

κρυβόμουν μη δουν τα κουρέλια που ντύνομαι.

Άνθρωπος, που πριν ευτυχούσε, όταν πέσει στα έσχατα,

πιο δύστυχος νιώθει απ' τον πάντοτε δύστυχο.

Όμως τώρα η ανάγκη μ' έχει στο χέρι.

Μου λείπει τροφή - ρούχα δεν έχω,

με κομμάτια καραβόπανου είμαι σκεπασμένος,

όλα τα ρούχα και τα στολίδια επάνω μου

τα πήρε η θάλασσα τ' άρπαξε.

Σε μια σπηλιά έκρυψα τη γυναίκα μου

- την αρχή των συμφορών μου, που έφταιξε,

και τους άντρες μου όσους απόμειναν, άφησα να τη φυλάγουν

και μόνος μου ήρθα

ψάχνω τροφή και σωτηρία για κείνους.

Και βλέποντας τούτο το μεγάλο παλάτι

με τις τεράστιες πύλες και τα τείχη τα ψηλά

πλησίασα λέγοντας ότι κάποιου πλούσιου θα 'ναι.

Ελπίζω κάτι απ' τα πλούτη που έχει να δώσει στους ναύτες μου.

Ο φτωχός που δεν έχει, δεν δίνει βοήθεια και να ήθελα ακόμα.

Ε! Ποιος θα βγει απ' το παλάτι!

Ποιος θα πει στ' αφεντικά του τα δεινά μου;

 

(Βγαίνει μια γριά θυρωρός, θυμωμένη)

 

ΓΡΙΑ

Ποιος είσαι; Φύγε.

Μην κάθεσαι μπροστά στις πύλες.

Θα θυμώσει ο αφέντης μου.

Ή θα σε σκοτώσει αν είσαι Έλληνας.

Έτσι τους κάνει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Καλά γριούλα μου, καλά τα λες, έτσι είναι.

Θα σ' ακούσω. Μη θυμώνεις όμως.

 

ΓΡΙΑ

Φύγε. Τη δουλειά μου κάνω.

Να μην αφήνω Έλληνα να πλησιάσει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Α! Μη το χέρι μου! Μη με σπρώχνεις.

 

ΓΡΙΑ

Δεν μ' ακούς! Εσύ θα φταις.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πες στ' αφεντικά σου μέσα...

 

ΓΡΙΑ

Σε κακό σου θα βγει αν το κάνω.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ναυαγός είμαι. Ξένος. Είμαι ιερός.

 

ΓΡΙΑ

Όχι εδώ. Φύγε. Πήγαινε αλλού.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Μέσα θα πάω. Άσε με.

 

ΓΡΙΑ

Βάσανο είσαι. Θα σε σπρώξω με βία.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αχ ο στρατός μου ο ένδοξος! Που είναι;

 

ΓΡΙΑ

Εκεί που είναι είσαι σπουδαίος. Όχι εδώ.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Θεέ μου! Με ταπεινώνουν ανάξια.

 

ΓΡΙΑ

Γιατί τόση λύπη! Γιατί δακρύζεις;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Για την ευτυχία που είχα και τη δύναμη.

 

ΓΡΙΑ

Στους φίλους σου να τα πεις τα παράπονα.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ποια είναι η χώρα και το παλάτι; Ποιανού;

 

ΓΡΙΑ

Του Πρωτέα είναι. Αίγυπτος λέγεται η χώρα.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αίγυπτος; Που έπεσα! Δυστυχία μου.

 

ΓΡΙΑ

Τι σου φταινε τα πλούσια νερά του Νείλου;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Η τύχη μου μου φταίει, δεν μου φταίει η χώρα.

 

ΓΡΙΑ

Πολλοί έχουν κακή τύχη. Δεν είσαι ο μόνος.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ο βασιλιάς που είπες μέσα είναι;

 

ΓΡΙΑ

Αυτός είναι ο τάφος του. Ο γιός του βασιλεύει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Που είναι;

 

ΓΡΙΑ

Λείπει. Και τους μισεί τους Έλληνες.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τι λόγο έχει να πληρώσω εγώ;

 

ΓΡΙΑ

Μένει η Ελένη στο παλάτι. Η κόρη του Δία.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πως; Τι; Μίλα καθαρά. Πες το πάλι.

 

ΓΡΙΑ

Η κόρη του Τυνδάρεω. Που ήταν στη Σπάρτη.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Και από πού ήρθε, πως μπορεί;

 

ΓΡΙΑ

Από τη Σπάρτη ήρθε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πότε; Δεν μπορεί να την έκλεψαν από τη σπηλιά!

 

ΓΡΙΑ

Ήρθε πριν πάνε ακόμα οι Αχαιοί στην Τροία.

Φύγε όμως.

Κάτι κακό συμβαίνει μέσα, το παλάτι είναι ταραγμένο.

Άσχημη ώρα ήρθες.

Αν σε πιάσει ο αφέντης, η φιλοξενία που ζητάς χαμός σου θα είναι.

Εγώ τους αγαπώ τους Έλληνες κι ας μίλησα άσχημα.

Από το φόβο μου ήταν.

 

(Η γριά μπαίνει στο παλάτι)

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τι να πω τώρα, τι να σκεφτώ!

Άλλη συμφορά τούτη που ακούω.

Πήρα τη γυναίκα μου από την Τροία την έφερα εδώ

την κρύβω στη σπηλιά

και στο παλάτι λέει κατοικεί άλλη Ελένη!

Κόρη του Δία, έτσι είπε!

Ζει εδώ στο Νείλο βασιλιάς που τον λένε Δία;

Ένας είναι ο Δίας στον ουρανό.

Υπάρχει κι άλλη Σπάρτη με Ευρώτα;

Και το όνομα του Τυνδάρεω ένας το έχει.

Υπάρχει κι άλλη Τροία; Κι άλλη Σπάρτη;

Δεν ξέρω τι να πω.

Πολλές πόλεις και γυναίκες, φαίνεται,

έχουν το ίδιο όνομα στον απέραντο κόσμο.

Ας μην απορώ.

Ούτε να φύγω όμως επειδή με φοβέρισε η γριά.

Δεν υπάρχει άνθρωπος με μυαλό τόσο βάρβαρο

να μη με βοηθήσει αν μάθει το όνομα.

Την πυρπόληση της Τροίας την ένδοξη, που έκανα,

όλοι την ξέρουν. Παντού.

Θα τον περιμένω λοιπόν το βασιλιά. Και ανάλογα θα πράξω.

Αν δείξει σκληρός, θα κρυφτώ

και θα γυρίσω στους συντρόφους μου πίσω.

Αν τον δω πονόψυχο

θα του ζητήσω όσα με αναγκάζει η συμφορά μου να ζητήσω.

Το χειρότερο είναι που μέσα στα πάθη μου

βασιλιάς εγώ ο ίδιος, άλλων βασιλιάδων ζητώ τη βοήθεια.

Αναγκάζομαι όμως.

Κι απ' την ανάγκη άλλο να μπορεί, δεν υπάρχει.

Και δεν το λέω εγώ. Η αλήθεια το λέει.

 

(Ο Χορός ξαναβγαίνει από το παλάτι)

 

ΧΟΡΟΣ

Άκουσα τη Θεονόη όσα φανέρωσε.

Ο Μενέλαος ζει.

Δεν το πέρασε το έρεβος. Δεν τον πήρε η μαύρη γη.

Τα κύματα τον δέρνουν κι ακόμα βασανίζεται

ακόμα σε λιμάνι της πατρίδας δεν έφτασε.

Τη ζωή του ακόμα την περιφέρει ο δύστυχος

μακριά απ' τους δικούς του.

Απ' τη γη της Τρωάδας τον τριγυρνά το καράβι

από τότε παντού περιπλανιέται στα κύματα.

 

(Βγαίνει η Ελένη)

 

ΕΛΕΝΗ

Πάλι στην προστασία του τάφου έρχομαι!

Η Θεονόη, που ξέρει, μου είπε ευχάριστα πράγματα.

Ο άντρας μου ζει, περιπλανιέται παντού, τον δέρνει η θάλασσα,

τον φέρνει και τον παίρνει, τον βασανίζει επάνω της.

Θα 'ρθει σαν τελειώσουν τα γραμμένα του όλα.

Ένα μόνο δεν είπε. Αν θα σωθεί όταν έρθει.

Και 'γω στη χαρά μου, που είπε, δεν ρώτησα.

Κοντά είναι είπε. Κάπου εδώ.

Ναυαγός με λίγους ναύτες του μόνο.

Άντρα μου! Άντρα μου!

Πότε θα 'ρθεις;

Πόσο λαχταράω να γυρίσεις!

 

(Βλέπει το Μενέλαο)

 

Μπα! Ποιος είναι αυτός; Παγίδα μου έβαλε

ο γιος του Πρωτέα ο άσεβος!

Γρήγορα να τρέξω σαν ελαφίνα ή Βάκχα, να προφτάσω

ν' αγγίξω τον τάφο! Πάει να με πιάσει! Αγριόμορφος είναι.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ε! συ! Στάσου! Μην τρέχεις φοβισμένη.

Μην καταφεύγεις στον τάφο και στη φλόγα του.

Μείνε. Μη φεύγεις. Σε είδα και σάστισα!


ΕΛΕΝΗ

Φίλες μου. Το κακό μου θέλει αυτός!

Με εμποδίζει να καταφύγω στον τάφο.

Θέλει να με πιάσει να με δώσει στον άρχοντα

που εγώ τον αρνιέμαι.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δεν είμαι κλέφτης. Δεν δουλεύω σε κακούς.

 

ΕΛΕΝΗ

Παλιόρουχα φοράς.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Μην τρέχεις. Στάσου. Άσε το φόβο σου.

 

ΕΛΕΝΗ

Στάθηκα τώρα, αγγίζω τον τάφο.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ποια είσαι! Ποιο πρόσωπο βλέπω!

 

ΕΛΕΝΗ

Ποιος είσαι! Ποιος είσαι που βλέπω!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ποτέ δεν είδα μορφή πιο όμοια!

 

ΕΛΕΝΗ

Ω θεοί! Θεός η αναγνώριση δικού σου!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ελληνίδα είσαι ή ντόπια;

 

ΕΛΕΝΗ

Ελληνίδα! Πες κι εσύ!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ίδια με την Ελένη είσαι!

 

ΕΛΕΝΗ

Ίδιος με το Μενέλαο είσαι! Τι να πω!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τον αναγνώρισες τον πιο δυστυχισμένο άνθρωπο!

 

ΕΛΕΝΗ

Ω! Στης γυναίκας σου τα χέρια γύρισες! Μετά από χρόνια!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ποιας γυναίκας μου; Μη μ' αγγίζεις!

 

ΕΛΕΝΗ

Αυτής που σ' έδωσε ο πατέρας μου ο Τυνδάρεως!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Θεά Εκάτη! Φιλικά οράματα στέλνε μου!

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν είμαι μάγισσα της Ενοδίας!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ούτε κι εγώ έχω δυο γυναίκες.

 

ΕΛΕΝΗ

Ποιαν άλλη έχεις από μένα;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αυτήν στη σπηλιά. Απ' την Τροία την έφερα.

 

ΕΛΕΝΗ

Εγώ είμαι. Δεν έχεις άλλη.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ο νους μου φταίει ή τα μάτια μου είναι;

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν βλέπεις ότι είμαι εγώ;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ολόιδιο το σώμα σου. Αυτό όμως μόνο.

 

ΕΛΕΝΗ

Τι άλλο; Ποιος άλλος γνωρίζει περισσότερο;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Της μοιάζεις. Αυτό δεν τ' αρνιέμαι.

 

ΕΛΕΝΗ

Ποιος άλλος θα σε πείσει απ' τα μάτια σου;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Έχω άλλη γυναίκα. Αυτό μ' εμποδίζει.

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν πήγα εγώ στην Τροία. Το είδωλό μου ήταν.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ποιος κάνει ζωντανά ομοιώματα;

 

ΕΛΕΝΗ

Ο αιθέρας!

Οι θεοί το ομοίωμά μου από αιθέρα το έκαναν!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ποιος θεός; Μιλάς για αδύνατα!

 

ΕΛΕΝΗ

Κάμωμα της Ήρας να μη με πάρει ο Πάρης.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Και πως μπορεί η ίδια, να βρίσκεσαι κι δω και στην Τροία;

 

ΕΛΕΝΗ

Το όνομα μπορεί να βρίσκεται παντού. Το σώμα όχι.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Άσε με, πολλά βάσανα έχω.

 

ΕΛΕΝΗ

Θα μ' αφήσεις; Με το είδωλό μου θα κοιμάσαι;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Να είσαι ευτυχισμένη αφού της μοιάζεις.

 

ΕΛΕΝΗ

Χάθηκα! Σε βρήκα και σε χάνω πάλι...

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Οι συμφορές της Τροίας με πείθουν. Όχι εσύ!

 

ΕΛΕΝΗ

Αλίμονό μου! Καμιά δεν είναι από μένα πιο δύστυχη!

Μ' αφήνει ο άντρας μου. Ούτε Ελλάδα ούτε πατρίδα θ' αγγίξω!

 

(Μπαίνει ένας ναυαγός - σύντροφος του Μενέλαου)

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Μενέλαε βασιλιά ! Επιτέλους! Σε βρίσκω.

Σε ψάχνω παντού! Οι σύντροφοι μ' έστειλαν!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τι έγινε; Τι; Σας έπιασαν;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Θαύμα! Μεγάλο θαύμα!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Λέγε. Μου φαίνεται ότι φέρνεις κάποιο σπουδαίο νέο.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Άδικα τράβηξες όσα τράβηξες στην Τροία.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Για παλιά βάσανα λες. Τα καινούργια πες.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Η γυναίκα την άφησε τη σπηλιά που φρουρούσαμε!

Χάθηκε πέταξε πάει στον αιθέρα!

Την πήρε ο ουρανός!

"Τρώες και Αχαιοί δύστυχοι, είπε.

Για μένα πεθαίνατε στις ακτές του Σκάμανδρου.

Με πανουργία της Ήρας!

Νομίζατε ότι την Ελένη την είχε ο Πάρης!

Δεν την είχε εμένα είχε.

Το ομοίωμά της είχε, όσο όριζε η μοίρα!

Τώρα φεύγω στον ουρανό και στον πατέρα μου.

Η κόρη του Τυνδάρεω όμως η αληθινή άδικα κακολογήθηκε. Δεν φταίει".

Κόρη της Λήδας! Χαίρε! Εδώ ήσουν;

Και γω τους έλεγα πως άφτερη έφυγες στα ύψη των άστρων.

Μη μας γελάσεις πάλι

φτάνει τα όσα βάσανα μας έφερες στην Τροία

και στον άντρα σου και στους Αργείους.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αυτό είναι! Τα λόγια της βγαίνουν αληθινά!

Ω μέρα! Πολυπόθητη μέρα, που σ' έφερε

να σε πάρουν τα χέρια μου!

 

ΕΛΕΝΗ

Άντρα μου! Μετά από τόσα χρόνια. Τώρα χαρά!

Φίλες μου βρήκα τον άντρα μου, τον αγγίζω και χαίρομαι.

Φωτιά και έρωτα γεμάτα τον αγκαλιάζουν τα χέρια μου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Έρωτα γεμάτος σ' αγκαλιάζω, πολλά να πω θέλω.

Δεν ξέρω πώς να αρχίσω. Δεν ξέρω ποιο να πω πρώτα.

 

ΕΛΕΝΗ

Χαίρομαι, χαίρομαι! Σκιρτώ από τη χαρά μου!

Ώμους και γόνατα τα αγκαλιάζω, τα έχω.

Την ηδονή τους θέλω να πάρω.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Γλυκιά μορφή! Σε βλέπω! Εσύ είσαι!

Σε κρατώ κόρη του Δία και της Λήδας

που σε μακάρισαν τα αδέρφια σου τότε…

και σ' άρπαξε από το σπίτι μου η θεά. Σε πήρε από μένα.

Σε άλλη τύχη σ' έφερε καλύτερη.

Τη συμφορά ευτυχία ο θεός την έκανε

χρόνια χωρισμένους και μας ένωσε.

Να τη χαρώ την ευτυχία μου θεέ μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Να τη χαρείς εύχομαι.

Όταν είσαστε μαζί, ευτυχισμένοι είσαστε.

 

ΕΛΕΝΗ

Φίλες μου τα περασμένα πέρασαν

δεν κλαίω τώρα, έχω τον άντρα μου

αυτόν που περίμενα όλα τα χρόνια να 'ρθει

απ' την Τροία!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Με έχεις. Σε έχω.

Χρόνια πέρασαν να καταλάβω το τέχνασμα της θεάς.

Τώρα τα δάκρυα τις ξεχνάνε τις λύπες! Τώρα χαρά έχουμε.

 

ΕΛΕΝΗ

Τι να πω! Ποιος το έλεγε! Σε έχω. Σε σφίγγω ανέλπιστα πάνω μου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Κι εγώ! Που σε νόμιζαν όλοι στην Τροία

και στους μαύρους της πύργους.

Πες μου, για το θεό, πως σε πήρε ο αιθέρας;

 

ΕΛΕΝΗ

Αχ στα θλιβερά γυρνάς, ψάχνεις την πίκρα.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πες μου. Όμορφα είναι τα δώρα των θεών.

 

ΕΛΕΝΗ

Με πονάει η ιστορία που ζητάς.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τα βάσανα που λέγονται γλυκαίνουν.

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν φτερώθηκαν κουπιά για βάρβαρο κρεβάτι.

Δεν με πήρε έρωτας για ανόσιο γάμο.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ποιος θεός, τότε, ποια μοίρα σε πήρε, και απ' την πατρίδα σε άρπαξε;

 

ΕΛΕΝΗ

Του Δία, άντρα μου, του Δία ο γιος με πήρε στο Νείλο.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Έργο θεϊκό! Θαυμαστό! Ποιος τον έστειλε;

 

ΕΛΕΝΗ

Η γυναίκα του Δία με κατάστρεψε!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Η Ήρα; Γιατί;

 

ΕΛΕΝΗ

Τα δεινά μου! Τα δεινά μου!

Οι πηγές και τα λουτρά που τις θεές ομορφαίνουν!

Η εκλογή της ομορφότερης!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Κι εσύ; Τι έφταιξε η εκλογή αυτή για να σε βλάψει η Ήρα;

 

ΕΛΕΝΗ

Να μη με πάρει ο Πάρης.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ο Πάρης; Γιατί;

 

ΕΛΕΝΗ

Η Κύπριδα με έταξε στον Πάρη.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δύστυχη.

 

ΕΛΕΝΗ

Δύστυχη και άμοιρη! Στην Αίγυπτο με έφερε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Και στη θέση σου έβαλε είδωλο;

 

ΕΛΕΝΗ

Και μέσα στο σπίτι οι συμφορές της μητέρας μου!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τι ; Γιατί το λες αυτό;

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν έχω μητέρα! Η ντροπή μου την ντρόπιασε!

Κρεμάστηκε μόνη της!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αλίμονο! Η θυγατέρα μας η Ερμιόνη ζει;

 

ΕΛΕΝΗ

Άκληρη! Ανύπαντρη άντρα μου!

Πληρώνει κι αυτή για τον ψεύτικο γάμο μου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ο Πάρης! Αυτός!

Από άκρη σε άκρη ρήμαξε το σπίτι μας. Όλο.

Και σένα. Και μυριάδες Αργείους.

 

ΕΛΕΝΗ

Και μένα τη δύστυχη μακριά σου με έριξε ο θεός.

Με πήρε απ' τα χέρια σου.

Δεν σ' άφησα εγώ για τον Πάρη.

 

ΧΟΡΟΣ

Καλή η τύχη σας από εδώ και πέρα.

Θα τα σβήσει τα πάθη σας.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Μενέλαε! Και εγώ που σας βλέπω είναι χαρά.

Δεν ξέρω όμως...

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Έλα γέροντα. Ρώτησε. Μάθε.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Δεν είναι το έπαθλο που ζητούσαμε στην Τροία;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Όχι η ίδια! Ξεγέλασμα θεών!

Ομοίωμά της σύννεφο ζητούσαμε στην Τροία.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Τι; άδικα; Για ένα σύννεφο πεθαίναμε;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Κάμωμα της Ήρας. Για την ομορφότερη.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Και η γυναίκα σου, αλήθεια, είναι αυτή;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πίστεψε στα λόγια μου! Αυτή είναι.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Κόρη μου. Άπιαστο το θείο. Ακατανόητο.

Εύκολα σε γκρεμάει και σε ορθώνει πάλι.

Άλλον τον βασανίζει κι άλλον χωρίς βάσανα

ξαφνικά, τον πεθαίνει...

άστατη η τύχη πάντοτε κόρη μου.

Εσύ και ο άντρας σου πολλά πάθατε

του κόσμου η κακογλωσσιά σε παίδεψε εσένα

τον άντρα σου τον έφαγε του πολέμου η λαχτάρα.

Άκερδος όσο πολεμούσε.

Τώρα τα πάντα κέρδισε δίχως να κάνει!

Δεν τον ντρόπιασες κόρη μου τον Τυνδάρεω πατέρα σου!

Ούτε τ' αδέρφια σου τους Διόσκουρους ντρόπιασες.

Όσα λέγονταν ψέματα ήταν δεν τα 'κανες.

Το γάμο σου θυμάμαι τώρα. Τον Υμέναιο.

Τις λαμπάδες που κράταγα τρέχοντας δίπλα στο άρμα

και πάνω στο άρμα δίπλα του νύφη

τη χαρά του πατρικού σου άφηνες.

Κακός είναι όποιος δεν τιμά τ' αφεντικά του

όποιος δεν χαίρεται και δεν πονάει μαζί τους.

Αφού είμαι δούλος, να είμαι δούλος καλός

κι ας μην είμαι ελεύθερος

Ο νους μου να 'ναι ελεύθερος,

καλύτερα έτσι, παρά να 'μαι δούλος

κι από πάνω κακός. Δυο κακά να έχω.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Γέροντα.

Μαζί πολεμήσαμε, πολλά τράβηξες δίπλα μου

την ασπίδα μου κρατώντας.

Της χαράς μου τώρα μέτοχος.

Πήγαινε και πες στους συντρόφους στη σπηλιά

πως τα βρήκες τα πράγματα εδώ,

πες τους την τύχη μας και να περιμένουν στην ακτή

στον αγώνα που με περιμένει και ελπίζω.

Αν μπορέσω να την πάρω τη γυναίκα μου κρυφά

να παρακολουθούν πως θα σμίξουμε τις τύχες μας.

Να σωθούμε απ' τους βαρβάρους.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Έτσι θα γίνει βασιλιά.

Και οι μάντεις είναι φοβεροί και ψεύτες, το κατάλαβα.

Ούτε οι φωτιές και τα καμένα εντόσθια

ούτε οι κρωξιές πουλιών μας λένε την αλήθεια.

Ανόητο είναι να πιστευουμε.

Ο Κάλχας που έβλεπε τους συντρόφους να πεθαίνουν

για ένα σύννεφο - δεν το είπε, δεν το μάντεψε,

ούτε ο Έλενος το είπε.

Άδικα η Τροία ανασκάφτηκε.

Και αν δεν ήθελε ο θεός, τι τις ζητάμε τότε

τις μαντείες;

Άρα στους θεούς να θυσιάζουμε να ζητούμε βοήθεια.

Και οι μαντείες είναι δόλωμα.

Με σταυρωμένα χέρια και μόνο με θυσίες

τίποτα δεν γίνεται.

Η σύνεση είναι μάντης. Και η φώτιση.

 

ΧΟΡΟΣ

Για τους μάντεις και γω συμφωνώ με το γέροντα.

Αν έχεις φίλους τους θεούς

τον άριστο μάντη τον έχεις στο σπίτι σου.

 

ΕΛΕΝΗ

Αφήστε τα τώρα. Όλα ως εδώ, όλα καλά.

Το πώς σώθηκες, αν το μάθω, δεν κερδίζω,

τις συμφορές σου όμως θέλω να ξέρω

τι έπαθες άντρα μου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Με ένα λόγο όλα τα ρωτάς!

Τι να σου πω για τα ναυάγια στο Αιγαίο

για τις φωτιές του Ναύπλιου στον Καφηρέα

για την Κρήτη, τη Λιβύη,

για τις πόλεις που γύρισα και τ' ακρωτήρι του Περσέα!

Δεν θα σε χόρταινα να λέω

και λύπη περισσότερη και πάσχοντας θ' απόκαμνα.

Δύο φορές θα τα πάθαινα τα πάθη.

 

ΕΛΕΝΗ

Άστοχα σε ρώτησα, εύστοχα απάντησες.

Ένα πες μου μόνο.

Πόσο καιρό κακόπαθες στα κύματα;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Έξω απ' τα δέκα που κάναμε στην Τροία

άλλα επτά τα έζησα στη θάλασσα. Στα καράβια!

 

ΕΛΕΝΗ

Αλίμονο! Πολλά πέρασες δύστυχε! Σώθηκες όμως!

Σώθηκες κι έφτασες εδώ να σε σφάξουν!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πως το λες; Τι; Λες για θάνατο!

 

ΕΛΕΝΗ

Φύγε. Φύγε γρήγορα. Φύγε μακριά.

Θα σε σκοτώσει ο άρχοντας της χώρας.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τι κακό του έκανα για ν' αξίζω το θάνατο;

 

ΕΛΕΝΗ

Ήρθες ανέλπιστο εμπόδιο για το γάμο του!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Θέλησε άνθρωπος να πάρει τη γυναίκα μου;

 

ΕΛΕΝΗ

Και με ντροπιάζει μεγάλες ντροπές. Τις άντεξα.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ο βασιλιάς ο ίδιος; Άλλος του τόπου;

 

ΕΛΕΝΗ

Ο άρχοντας της χώρας, ο γιος του Πρωτέα.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Α! τώρα καταλαβαίνω τα λόγια της γριάς.

 

ΕΛΕΝΗ

Που είχες σταθεί, σε ποια πύλη;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Σ' αυτήν. Σαν ζητιάνο μ' έδιωξαν!

 

ΕΛΕΝΗ

Ψωμί ζητούσες! Ζητιάνευες!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Έτσι έκανα. Χωρίς να είμαι.

 

ΕΛΕΝΗ

Τα ξέρεις λοιπόν για το γάμο που μ' αναγκάζει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τα ξέρω.

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν τ' άγγιξε τα δικαιώματά σου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Μ' αρέσει αν είναι. Τι θα με πείσει;

 

ΕΛΕΝΗ

Βλέπεις στον τάφο πάνω το στρώμα μου;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Βλέπω ένα στρώμα. Τι είναι;

 

ΕΛΕΝΗ

Πάνω του μένω. Ικέτισσα. Να μη με πάρει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δεν υπάρχει βωμός. Ή είναι συνήθεια;

 

ΕΛΕΝΗ

Σαν ναός με προστάτεψε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δεν θα μ' αφήσει λοιπόν να σε πάρω;

 

ΕΛΕΝΗ

Μαχαίρι σε περιμένει παρά το κρεβάτι μου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αν δεν σε πάρω, από μαχαίρι χειρότερα.

 

ΕΛΕΝΗ

Άσε τους δισταγμούς. Φύγε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Και να σ' αφήσω εδώ;

Την Τροία για χάρη σου ρήμαξα.

 

ΕΛΕΝΗ

Φύγε. Παρά να σκοτωθείς να με πάρεις.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ανάξιος για μένα και την Τροία ο λόγος σου.

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν τον σκοτώνεις. Άσε το σχέδιο.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δεν τον τρυπάει μαχαίρι αυτόν;

 

ΕΛΕΝΗ

Θα το δεις. Μη τα αδύνατα.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Και θα καθίσω έτσι να με δέσει;

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν μπορείς. Ίσως μόνο με κάποιο τέχνασμα.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Θα αντισταθώ. Παρά να σκύψω.

 

ΕΛΕΝΗ

Μια μόνο ελπίδα υπάρχει για να σωθούμε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Με την πειθώ ή με αντάλλαγμα; Ή να πολεμήσω;

 

ΕΛΕΝΗ

Να μη μάθει ότι ήρθες.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ποιος θα με προδώσει; Ο νους του δεν το βάζει.

 

ΕΛΕΝΗ

Έχει στο παλάτι μέσα σύμμαχο. Ίση με θεό!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Θεό; Μέσα στο σπίτι;

 

ΕΛΕΝΗ

Την αδερφή του έχει, τη Θεονόη.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πολλά σημαίνει το όνομα. Τι κάνει πες μου.

 

ΕΛΕΝΗ

Όλα τα ξέρει. Θα πει ότι είσαι.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Θα την παίξω τη ζωή μου αν δεν μπορώ άλλο.

 

ΕΛΕΝΗ

Ίσως… αν την παρακαλούσαμε...

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τι να κάνει να ελπίζω;

 

ΕΛΕΝΗ

Να μην πει στον αδελφό της ότι είσαι εδώ.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αν την πείσουμε φεύγουμε τότε;

 

ΕΛΕΝΗ

Με τη βοήθειά της. Κρυφά δεν μπορούμε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Εσύ το μπορείς αυτό. Γυναίκα σε γυναίκα.

 

ΕΛΕΝΗ

Θα πέσω στα γόνατά της.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αν αρνηθεί; τότε;

 

ΕΛΕΝΗ

Θα πεθάνεις. Και θα με πάρει με τη βία ο αδερφός της.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Με προδίνεις. Τη βία τη λες για πρόφαση.

 

ΕΛΕΝΗ

Άγιο όρκο κάνω. Στη ζωή μου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δέχεσαι να πεθάνεις να μην πάρεις άλλον;

 

ΕΛΕΝΗ

Με το ίδιο το ξίφος δίπλα σου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δώσε μου το χέρι σου, ορκίσου.

 

ΕΛΕΝΗ

Ορκίζομαι αν πεθάνεις θα πεθάνω.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Αν σε χάσω θα πεθάνω.

 

ΕΛΕΝΗ

Θα βρούμε τρόπο να μας δοξάσει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Θα σε σκοτώσω, θα σκοτωθώ πάνω στον τάφο

πρώτα όμως θα παλέψω για να σε πάρω.

Ας με ζυγώσει όποιος θέλει.

Ούτε τη δόξα μου θα την ντροπιάσω

ούτε στην πατρίδα μου θα ντρέπομαι.

Για μένα η Θέτιδα έχασε το γιο της.

Είδα τον Αίαντα να σφάζεται.

Του Νηλέα το γιο, το παιδί του, το ρήμαξα.

Και να διστάσω εδώ σφαγή για τη γυναίκα μου;

Θα το κάνω.

Κι αν οι θεοί είναι σοφοί και ανίκητοι

στο παλικάρι που σκοτώνεται απ' τους εχθρούς

δίνουν τάφο ανάλαφρο.

Τους δειλούς τους ρίχνουν πάνω σε πέτρες.

 

ΧΟΡΟΣ

Θεοί! Ας ευτυχήσει πια η γενιά του Τάνταλου.

Ας σταματήσουν τα δεινά της.

 

ΕΛΕΝΗ

Αλίμονο η δύστυχη! Αυτή είναι η μοίρα μου!

Τελειώσαμε Μενέλαε.

Η μάντισσα Θεονόη έρχεται.

Αντηχούν οι αμπάρες, ανοίγουν οι πόρτες! Φύγε.

Φύγε, αλλά που!

Και να σε δει και να μη σε δει ξέρει ότι είσαι εδώ!

Χάθηκα! Χάθηκα!

Σώθηκες απ' την Τροία κι απ' τους βαρβάρους

και σε μαχαίρι άλλου βάρβαρου ήρθες να πέσεις.

 

(Βγαίνει η Θεονόη. Την ακολουθούν ιέρειες)

 

ΘΕΟΝΟΗ

Προχώρα. Προχώρα. Με τις λαμπάδες ψηλά.

Να αγιαστεί ο ουρανός και ο χώρος θεών.

Να εξαγνιστεί ο αιθέρας.

Και συ. Έτσι. Αν κάποιος μόλυνε το δρόμο

κούνα τον πυρσό κοντά μου, άγνισε να περάσω.

Τιμήστε τους θεούς και φέρτε πάλι τ' άγιο φως πίσω στο παλάτι.


(Προς την Ελένη)


Είδες Ελένη οι προφητείες μου;

Ήρθε ο άντρας σου ο Μενέλαος. Να τος!

Έχασε το καράβι του και το ομοίωμά σου.


(Προς το Μενέλαο)


Δύστυχε και συ, τι βάσανα πέρασες και ήρθες

κι αν θα γυρίσεις ή μείνεις εδώ δεν το ξέρεις.

Διχάζονται πάνω σου οι θεοί

και σήμερα θα μαζευτούν να πάρει απόφαση ο Δίας.

Η Ήρα, που ως τώρα σε εχθρεύονταν,

τώρα σε υποστηρίζει

θέλει να σε σώσει να γυρίσεις με την Ελένη

να μάθουν οι Έλληνες τον ψεύτικο γάμο του Πάρη

- το δώρο της Κύπριδας το άδωρο.

Όμως το γυρισμό σου τον αρνιέται η Αφροδίτη

να μη φανεί ότι τάζοντας ψεύτικο γάμο

εξαγόρασε την κρίση του Πάρη.

Στο χέρι μου είναι τέλος

ή να πω στον αδερφό μου ότι είσαι εσύ

και να σε καταστρέψει, όπως το θέλει η Κύπριδα,

ή να συμφωνήσω με την Ήρα να σε κρύψω,

και να πω ψέματα στον αδερφό μου που ζητά

να τον ειδοποιήσω αν πατήσεις στην χώρα του.

Ποιος θα πάει τώρα να του πει ότι ήρθε ο Μενέλαος

να μην έχω φόβο;

 

ΕΛΕΝΗ

Σε ικετεύω παρθένα μου στα πόδια σου πέφτω!

Σώσε με Δέσποινα! Εμένα και τον άντρα μου!

Που μόλις τον βρήκα, νεκρό θα τον δω! Μην το κάνεις!

Μην τον προδώσεις Δέσποινα!

Στη λαχτάρα των χεριών μου ήρθε.

Το γλιτωμό του ικετεύω.

Μη γίνεις ασεβής για χάρη του αδερφού σου.

Μη μας καταστρέψεις για την εύνοιά του.

Δεν τη θέλει ο θεός τη βία

την αρπαγή κατακρίνει και τον πλούτο τον άδικο.

Ο ουρανός και η γη είναι για όλους.

Μόνο ό,τι μας ανήκει να έχουμε. Τα ξένα όχι.

Όχι με τη βία.

Με συμφορά την πλήρωσα την τιμή μου.

Μ' άρπαξε ο Ερμής, στον πατέρα σου μ' έδωσε

να με κρατήσει να 'ρθει να με πάρει ο άντρας μου.

Πως θα με πάρει αν τον σκοτώσουν;

Πως θ' αποδώσει ο πατέρας σου τη ζωντανή στο σκοτωμένο;

Ρώτα τους θεούς και τον πατέρα σου

θα 'θελαν να επιστρέψουν πράγματα που χρωστούν;

Θα 'θελαν.

Μην ακούς λοιπόν τον άδικο αδερφό σου.

Τον ευσεβή πατέρα σου ν' ακούς.

Μάντισσα είσαι. Χέρι του θεού.

Αν όμως πατήσεις την ευσέβεια του πατέρα σου

και δώσεις δίκιο στον άνομο αδερφό σου,

θα κάνεις αδικία.

Ντροπή είναι να ξέρεις των θεών τη θέληση και να μην κάνεις το δίκαιο.

Προστάτεψέ με. Σώσε με στις συμφορές που είμαι.

Κάνε το καλό της τύχης, όπως το 'φερε, όλοι με μισούν Δέσποινα.

Στην Ελλάδα λένε ότι πρόδωσα τον άντρα μου

για τα παλάτια της Τροίας.

Αν πατήσω στη Σπάρτη, τότε θα μάθουν

ότι δεν τον πρόδωσα τον άντρα μου

ότι τέχνασμα των θεών ήταν ο σκοτωμός τους

θα με τιμήσουν τότε πάλι

θα την παντρέψω την κόρη μου - που τώρα την αρνούνται

θα τελειώσει εδώ η πικρή μου εξορία

το σπίτι μου θα το ξαναχαρώ.

Αν σφάζονται ο άντρας μου στην Τροία

θα 'μενα να τον κλαίω όσο θα 'λειπε.

Τώρα που σώθηκε, που είναι, γιατί να τον χάσω;

Μην παρθένα μου. Σε ικετεύω. Κάνε το καλό.

Κάνε ό,τι θα 'κανε ο πατέρας σου ο Πρωτέας.

Του καλού πατέρα τα παιδιά τιμή του είναι να του μοιάζουν.

 

ΧΟΡΟΣ

Άμοιρη κι εσύ! Τα λόγια σου με λύπησαν.

Το Μενέλαο τώρα ν' ακούσω. Για τη ζωή του.

Τα λόγια του.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Στα γόνατα εγώ δεν τολμώ να πέσω. Και δεν έχω δάκρυ πια.

Και σαν δειλός αν φερθώ, την Τροία ντροπιάζω.

Λεν ότι και οι γενναίοι κλαίνε στις συμφορές

αλλά εγώ το 'χω ντροπή.

Και ντροπή να μην είναι - αν δεν είναι -

εγώ προτιμώ να φερθώ όπως ήμουν ως τώρα.

Λοιπόν.

Αν κρίνεις ότι πρέπει να με σώσεις

που με το δίκιο μου ζητώ πίσω τη γυναίκα μου,

σώσε με και να την πάρω.

Αν δεν το κρίνεις...

εγώ όπως πρώτα δυστυχισμένος και χειρότερα θα είμαι

και εσύ ασεβής.

Τώρα τα άλλα, τα αντάξια μου και τα δίκαια

στον τάφο του πατέρα σου θα πέσω να τα πω.

Θα την αγγίξω την καρδιά του.

(Γονατίζει μπροστά στον τάφο. Τον αγγίζει)

Γέροντα. Μέσα στον πέτρινο τάφο. Στο ζητώ.

Δώσε μου τη γυναίκα μου.

Γι' αυτό σ' την εμπιστεύτηκε ο Δίας.

Νεκρός είσαι και ξέρω. Δεν μπορείς.

Μπορεί όμως η κόρη σου.

Να μη θελήσει γέροντα να κακολογηθείς.

Στο χέρι της είναι.

Άδη, θεέ του Κάτω Κόσμου και σε σένα κράζω.

Για χάρη σου το ξίφος μου πολλά κορμιά σου έδωσε.

Σε καλοπλήρωσα.

Ή δώσε τους τώρα πίσω ζωντανούς

ή ανάγκασέ την να μου δώσει τη γυναίκα μου.

Να φανεί καλύτερη. Και του πατέρα της αντάξια.

Αν όμως μου την αρνηθείτε με ασέβεια

θα της πω όσα δεν είπε η Ελένη.

Να το ξέρεις παρθένα μου.

Ορκίστηκα με τον αδερφό σου σκοτωμό.

Ή θα με σκοτώσει ή θα τον σκοτώσω

κι αν δεν τ' αποτολμήσει σώμα με σώμα

και πάει με την πείνα...

πάνω στον τάφο αυτόν, όπως θα 'μαστε ικέτες

θα τη σκοτώσω και κατόπιν

θα μπήξω στον τάφο επάνω σπαθί στα σπλάχνα μου.

Να τρέξει πάνω στον τάφο το αίμα μας

να πεθάνουμε δίπλα οι δυο μας πάνω στον τάφο

να το 'χεις αξέχαστο να βασανίζεσαι.

Και ντροπή για τον πατέρα σου.

Την Ελένη, Παρθένα μου,

ούτε ο αδερφός σου ούτε άλλος θα την πάρει.

Μόνο εγώ θα την πάρω.

Ή στη Σπάρτη λοιπόν, ή στον Άδη.

Κι αν έκλαιγα τώρα αντί να πράξω κάτι

θα ήμουν αξιολύπητος, όπως μια γυναίκα.

Σκότωσέ με αν κρίνεις. Ατιμασμένος δεν πάω.

Καλύτερα όμως δέξου τα λόγια μου

και δίκαιη να 'σαι και τη γυναίκα μου να 'χω.

Αυτό είναι το δίκαιο.

 

ΧΟΡΟΣ

Κόρη μου, τώρα εσύ θα κρίνεις.

Δίκαια κάντο.

 

ΘΕΟΝΟΗ

Γεννήθηκα να τιμώ την ευσέβεια. Και αυτό θέλω να κάνω.

Και το τιμώ το όνομά μου.

Στη δόξα του πατέρα μου δεν θα ασεβήσω

ούτε θα χαριστώ στον αδερφό μου

και την ατιμία να κερδίσω της πράξης μου.

Ναός δικαιοσύνης μέσα μου βρίσκεται

απ' το Νηρέα κρατώ - και μπορώ να σε σώσω.

Θα σε σώσω, Μενέλαε.

Και το θέλημα της Ήρας θα κάνω που αυτή σε νοιάζεται.

Μακάρι και η Κύπριδα να μου σταθεί καλή

και ας μην είμαι για τα έργα της.

Παρθένα θα μείνω.

Και γι' αυτά που προκαλούσες τον πατέρα μου

πάνω στον τάφο

και την τιμή του την κέντριζες,

τα λέω κι εγώ.

Άδικη θα 'μαι να σ' αρνηθώ τη γυναίκα σου.

Ο πατέρας μου αν ζούσε θα σ' την έδινε.

Και σένα σ' αυτήν.

Υπάρχει θεία Δίκη για τα έργα μας.

Τα πληρώνουμε τα έργα μας.

Ζωντανοί και νεκροί τα πληρώνουμε

- κι ας μην έχουν ψυχή οι νεκροί.

Η ψυχή τους τα νιώθει ενωμένη αθάνατη

με τον αιώνιο αιθέρα.

Να μην πω άλλα.

Ό,τι με παρακάλεσες θα το κρατήσω μυστικό

ούτε θα σπρώξω τον αδερφό μου στην τρέλα του

τον βοηθώ έτσι, κι ας μην φαίνεται

αφού απ' την ασέβεια στην ευσέβεια τον βάζω.

Τον τρόπο να φύγετε θα τον βρείτε εσείς

εγώ θα φύγω, θα σιωπήσω.

Απ' τους θεούς να αρχίσετε.

Να ικετεύσετε την Κύπριδα να σας αφήσει γυρισμό.

Και η Ήρα τα σχέδιά της να μην τα αλλάξει.

Τον θέλει η Ήρα τον γυρισμό σας.

Και για σένα πατέρα, όσο μπορώ,

την ευσέβειά σου δεν θα την ντροπιάσω.

 

(Η Θεονόη μπαίνει στο παλάτι)

 

ΧΟΡΟΣ

Άδικος, ποτέ του δεν ευτύχησε.

Σωτηρίας ελπίδα μόνο το δίκαιο.

 

ΕΛΕΝΗ

Μενέλαε! Απ' την πλευρά της μάντισσας σωθήκαμε!

Για τα μετά από εδώ

επάνω σου πέφτει να βρεις τρόπο να σωθούμε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ναι. Χρόνια στο παλάτι εσύ,

τους ανθρώπους που έζησες μαζί τους τους ξέρεις.

 

ΕΛΕΝΗ

Μου δίνεις ελπίδα κάτι θα κάνεις.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Μπορείς να πείσεις κάποιον αμαξηλάτη

να μας δώσει τέθριππη άμαξα;

 

ΕΛΕΝΗ

Τον πείθω. Αλλά πως θα φύγουμε;

Τόπους και δρόμους δεν ξέρουμε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δεν μπορούμε; Τότε τι να κάνουμε;

Να κρυφτώ να τον σκοτώσω με τούτο το δίκοπο ξίφος;

 

ΕΛΕΝΗ

Φόνο του αδερφού της αρνιέται η Θεονόη, θα σου έλεγε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ούτε καράβι έχουμε. Το πήρε η θάλασσα. Αν το είχαμε...

 

ΕΛΕΝΗ

Να σου προτείνω λύση αν και γυναίκα;

Δέχεσαι να πούμε ότι πέθανες; Στα ψέματα.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Γρουσουζιά είναι...

Αν είναι όμως να κερδίσουμε κάτι λέγοντάς το,

δέχομαι να πούμε πως πέθανα, αν και είμαι ζωντανός.

 

ΕΛΕΝΗ

Σαν γυναίκα σου θα πενθήσω. Μπροστά σου.

Θα κόψω τα μαλλιά μου, θα θρηνώ.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Γνωστό το τέχνασμα. Θα μας βοηθήσει;

 

ΕΛΕΝΗ

Θα του ζητήσω την τελετή της ταφής σου να γίνει στη θάλασσα.

Αφού θα πούμε ότι στη θάλασσα πέθανες.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Έστω και το δέχτηκε. Χωρίς καράβι όμως;

Θάλασσα και ψευτοταφή! Πως θα σωθούμε;

 

ΕΛΕΝΗ

Θα του ζητήσω καράβι.

Να ρίξω στο πέλαγος προσφορές, για την ταφή σου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ωραίο αυτό!

Αν όμως πει να κάνεις προσφορές στην ξηρά; Πάει η πρόφαση.

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν τους τιμούν στην ξηρά τους ναυαγούς, στη Ελλάδα.

Έτσι θα πω.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Μακάρι να γίνει! Και θα μπω και 'γω.

Στο ίδιο καράβι θα πάρουμε τις προσφορές.

 

ΕΛΕΝΗ

Και 'συ. Και όσοι συντρόφοι σου σώθηκαν.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Κι όταν φτάσω να μπω στο καράβι...

Οι άντρες εκεί… Με το σπαθί τους στο χέρι.

 

ΕΛΕΝΗ

Εσύ θα το πεις. Ούριος άνεμος μόνο, βοηθός μας, να φυσήξει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Θα γίνει. Θα τα σταματήσουν οι θεοί τις συμφορές.

Για το θάνατό μου όμως! Τι θα πεις; Από πού θα πεις ότι το έμαθες;

 

ΕΛΕΝΗ

Από σένα. Ότι ταξίδευες μαζί του. Ότι σώθηκες.

Ότι τον είδες να πνίγεται.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Και τα κουρέλια που φορώ μάρτυρες θα γίνουν.

 

ΕΛΕΝΗ

Μας χρειαζόταν το ναυάγιο. Κακό, που μας σώζει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τώρα να μπω κι εγώ στο παλάτι

ή να περιμένω εδώ στον τάφο ήσυχος;

 

ΕΛΕΝΗ

Εδώ να μείνεις. Αν θελήσει να σε βλάψει

θα σε σώσει ο τάφος. Και το σπαθί σου μαζί.

Εγώ θα μπω, θα κόψω τα μαλλιά μου.

Θα φορέσω τα μαύρα.

Θα ματώσω τα νύχια στο πρόσωπο θα μπήξω.

Ένα από τα δύο θα συμβεί:

Ή θα καταλάβουν τι κάνω και να πεθάνω

ή θα γυρίσω στην πατρίδα μαζί σου.

Σεβάσμια Ήρα - ταίρι του Δία.

Σώσε μας. Τους δύο δυστυχισμένους.

Σ' το ζητάμε. Σε ικετεύω με χέρια υψωμένα!

Και συ Αφροδίτη κόρη της Διώνης

η πιο Ωραία ανάμεσα στις θεές - με αντάλλαγμα το γάμο μου.

Αρκετά με χτύπησες, κι ας μη με έδωσες,

αλλά το όνομα μόνο - στους βαρβάρους.

Αν θέλεις θεά Αφροδίτη το θάνατό μου, άσε με να πεθάνω στην πατρίδα.

Εκεί σκότωσέ με.

Μην είσαι αχόρταγη. Μην είσαι όλο απάτες και έρωτες.

Μη καμώματα όλο που αίμα φέρνουν στα σπίτια.

Αν κρατάς μέτρο - την αλήθεια λέω, είσαι η θεά η γλυκύτερη.

 

(Μπαίνει στο παλάτι)

 

ΧΟΡΟΣ

Εσένα που στα σκιερά

μελωδικά ωδεία των δέντρων τραγουδάς

εσένα Αηδόνι ποιητή μου, θα επικαλεστώ,

Αηδόνι λυπημένο.

Έλα αηδονι μου που τραγουδάς

με τον κυματισμό του σπαραγμού μες στη φωνή.

Έλα βοηθός μου, που θρηνώ

τη δυστυχία της Ελένης της κακότυχης

και των Τρωάδων τους δρακρύβρεχτους πόνους

απ' τα σπαθιά των Αχαιών -

όταν πέρασε τη θάλασσα με τρωικό καράβι ο Πάρης,

με την πομπή της Αφροδίτης,

όταν έφτασε στην Τροία

απ' τη Σπάρτη φέρνοντας τον κακότυχο γάμο του

τη Σπαρτιάτισσα Ελένη.

Και πολλοί Αργείοι πέθαναν με πέτρες ή δόρυ

το σκοτεινό τον Άδη κέρδισαν

κι άφηναν τα σπίτια τους,

τις γυναίκες να πενθούν,

πολλούς ναυάγησε ο Ναύπλιος

ανάβοντας πυρσούς στου Καφηρέα τις ακτές

εκδίκηση να πάρει απ' τους Αργείους που τον έβλαψαν -

να ξεγελαστούν

να τσακιστούν στα βράχια πάνω ανήμποροι.

Άγριοι άνεμοι έδιωχναν

δεν άφηναν ν' αράξει στο Μαλέα ο Μενέλαος,

που της Ελένης το ομοίωμα έφερνε

στο καράβι του

λάφυρο του πολέμου

αιτία του πολέμου.

Τι 'ναι θεός; Τι μη θεός; Τι το ανάμεσό τους!

Ποιος θνητός θα πει;

Ποιος έψαξε και βρήκε

αφού τα έργα των θεών τα βλέπει

να αλλάζουν,

πότε έτσι, πότε αλλιώς

και πάντοτε ανέλπιστα!

Εσύ Ελένη κόρη μου, κόρη του Δία είσαι,

που έγινε πουλί στην αγκαλιά της Λήδας.

Όμως η Ελλάδα ολόκληρη προδότρα σε είπε,

άδικη, άθεη και άπιστη -

δεν ξέρω οι θνητοί να ξέρουν κάτι βέβαιο.

Μόνο στων θεών τα λόγια η αλήθεια.

Άμυαλοι όσοι αναζητούν στον πόλεμο τη δόξα

με λόγχες και κοντάρια.

Των θνητών τα βάσανα

δεν τελειώνουν έτσι.

Αν είναι να κριθούν οι διαφορές με πόλεμο

το αίμα δεν θα πάψει.

Γι' αυτό οι Πριαμίδες σύρθηκαν στον Άδη.

Μπορούσαν όμως να 'παυαν την άγρια μάχη

που απ' την Ελένη άναψε.

Τώρα τους νοιάζεται ο Άρης.

Στα τείχη όρμησε φωτιά

σαν κεραυνός του Δία.

Και οι συμφορές απανωτές.

Για όλες κλαις.

 

(Φτάνει ο Θεοκλύμενος, πλησιάζει στον τάφο)

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Μνήμη του πατέρα μου. Χαίρε.

Πατέρα μου Πρωτέα - γι' αυτό το λόγο σ' έθαψα

εδώ μπροστά στην πύλη.

Να 'χω να σου μιλώ.

Πάντα εγώ ο Θεοκλύμενος σε χαιρετώ, ο γιος σου,

είτε σαν βγαίνω απ' το παλάτι είτε σαν έρχομαι.

Πάρτε μέσα τα σκυλιά και τα δόκανα.

Κι όσο για μένα, ως εδώ.

Πολύ τον εγκατέλειψα τον εαυτό μου.

Λοιπόν. Τους κακούς με θάνατο τους τιμωρούμε.

Έμαθα πως ήρθε στη χώρα μας κάποιος Έλληνας.

Ξέφυγε από τους φρουρούς.

Ήρθε να κατασκοπεύσει ή να κλέψει την Ελένη.

Θα πεθάνει αν τον πιάσω.

 

(Προσέχει ότι η Ελένη δεν είναι στον τάφο)

 

Α! Όσα φοβάμαι, έγιναν όλα!

Η Ελένη δεν είναι στον τάφο, τον άφησε!

Την πήρε αυτός και έφυγαν!

Ε! Κατεβάστε τις αμπάρες.

Λύστε. Φέρτε τ' άλογα. Φέρτε τ' άρματα!

Να μη φταίξει η καθυστέρηση και φύγει από τη χώρα

αυτή που θέλω για γυναίκα μου.

(Βγαίνει η Ελένη, με τα σημάδια του πένθους)

Σταθείτε. Μη. Τη βλέπω αυτήν που θέλω.

Βγαίνει. Δεν έφυγε.

Γιατί έβγαλες τα άσπρα σου; Έβαλες μαύρα;

Τα μαλλιά σου τα όμορφα τα 'κοψες!

Και κλαις και βρέχεις το πρόσωπό σου!

Όνειρο είδες; Όνειρο κακό;

Ή νέα άσχημα απ' την πατρίδα σου σε παραλόγισαν;

 

ΕΛΕΝΗ

Αφέντη μου… αφέντης πια είσαι...

Χάθηκα, τα έχασα όλα, εξοντώθηκα.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τι έγινε! Τι έπαθες!

 

ΕΛΕΝΗ

Ο Μενέλαος. Αχ! Πώς να το πω!

Ο Μενέλαος πέθανε.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Δεν χαίρομαι. Αλλά για μένα καλύτερα.

Πως το ξέρεις όμως; Η Θεονόη στο είπε;

 

ΕΛΕΝΗ

Κι εκείνη το είπε. Το είπε κι αυτός...

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Ήρθε κανείς και το είπε καθαρά;

 

ΕΛΕΝΗ

Ήρθε εδώ. Μακάρι να πήγαινε εκεί που θέλω!

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Ποιος είναι; Που; Να βεβαιωθώ.

 

ΕΛΕΝΗ

Αυτός. Στον τάφο του Πρωτέα πάνω.

Φοβισμένος.

 

(Ο Θεοκλύμενος γυρίζει: βλέπει τον Μενέλαο)

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Θεέ Απόλλωνα! Κουρέλια είναι ντυμένος! Φριχτός!

 

ΕΛΕΝΗ

Αλίμονο! Και ο άντρας μου είναι έτσι.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Από πού είναι; Από πού ήρθε;

 

ΕΛΕΝΗ

Έλληνας είναι. Απ' τους συντρόφους του άντρα μου.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Και τι λέει, πως πέθανε;

 

ΕΛΕΝΗ

Χάθηκε μέσα στα αφρισμένα κύματα!

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Σε ποια θάλασσα; Που;

 

ΕΛΕΝΗ

Στα άγρια βράχια της Λιβύης ναυάγησε!

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Κι αυτός; Στο ίδιο καράβι... πως σώθηκε!

 

ΕΛΕΝΗ

Μερικές φορές οι αφέντες δεν στέκονται τυχερότεροι.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τα ξάρτια του καραβιού που τα άφησε;

 

ΕΛΕΝΗ

Εκεί είναι ! Μακάρι να πνίγονταν αυτά. Αυτός να γλίτωνε.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πάει ο Μενέλαος! Αυτός όμως, πως σώθηκε;

 

ΕΛΕΝΗ

Ναύτες τον μάζεψαν. Έτυχαν.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Κι αυτή που πήγε αντί για σένα στην Τροία;

 

ΕΛΕΝΗ

Το ομοίωμά μου λες. Πέταξε. Στον αιθέρα.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πρίαμε και Τροία! Άδικα χαθήκατε!

 

ΕΛΕΝΗ

Κι εγώ μαζί τους έπαθα.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τον άντρα σου τον έθαψε αυτός ή έμεινε άταφος;

 

ΕΛΕΝΗ

Άταφος. Άταφος να βασανίζομαι!

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Γι' αυτό έκοψες τα μαλλιά σου;

 

ΕΛΕΝΗ

Τον τιμώ νεκρό. Σαν άντρα μου.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Γι' αυτό κλαις; Λες αλήθεια;

 

ΕΛΕΝΗ

Μπορώ να κρυφτώ απ' την αδερφή σου;

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Όχι. Τώρα πάλι στον τάφο θα μείνεις;

 

ΕΛΕΝΗ

Σεβάσου το νεκρό. Μη με περιπαίζεις.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Του μένεις πιστή. Με αποφεύγεις.

 

ΕΛΕΝΗ

Όχι άλλο πια. Αφέντης μου είσαι.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Μετά από τόσο! Την εκτιμώ όμως τη στάση σου.

 

ΕΛΕΝΗ

Ας τα ξεχάσουμε τα παλιά.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πως; Χάρη στη χάρη;

 

ΕΛΕΝΗ

Ας φιλιωθούμε. Αγάπησέ με.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Ξεχνάω την άρνηση. Την πίκρα τη μαζεύω σαν φτερό.

 

ΕΛΕΝΗ

Φίλος είσαι τώρα στα γόνατα πέφτω.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τι; γιατί; τι λόγο έχεις να πέφτεις ικέτισσα;

 

ΕΛΕΝΗ

Θέλω να θάψω τον άντρα μου που πέθανε.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τάφο χωρίς νεκρό! Τη σκιά του θα βάλεις;

 

ΕΛΕΝΗ

Όποιον πήρε η θάλασσα... έχουμε συνήθεια.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τι τον κάνετε; Οι Έλληνες σοφοί είναι σε τέτοια πράγματα.

 

ΕΛΕΝΗ

Τον θάβουν τυλιγμένο σε πέπλους.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τίμησέ τον.

Φτιάξε τάφο σ' όποιο μέρος της χώρας μου θέλεις.

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν τους θάβουμε έτσι όσους τους παίρνει η θάλασσα.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πως τότε; Δεν ξέρω τις συνήθειές σας.

 

ΕΛΕΝΗ

Τις τιμές που τους πρέπει τις κάνουμε στη θάλασσα.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τι πρέπει να σου δώσω;

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν ξέρω. Δεν μου ξανάτυχε. Ξέρει αυτός.

 

(Ο Θεοκλύμενος στρέφεται στο Μενέλαο)

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Ξένε. Καλή συμφορά μου έφεραν τα λόγια σου.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Κακή για μένα και για το νεκρό.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πως τους θάβετε τους ναυαγούς;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τους κάνουμε τιμές κατά τον πλούτο τους.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πλούτη όσα θέλεις για χάρη της.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πρώτα προσφέρουμε αίμα στους νεκρούς.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τι θυσιάζετε; Πες. Θα το δεχτώ.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Εσύ θα πεις. Ό,τι δώσεις καλόδεχτο είναι.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Εμείς άλογο θυσιάζουμε. Ή ταύρο.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δώσε. Από καλή ράτσα να είναι.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Κοπάδια ολόκληρα έχουμε.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Φέρνουμε και ένα κρεβάτι στρωμένο άδειο.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Θα γίνει. Τι άλλο;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Όπλα. Χάλκινα. Παλικάρι ήταν.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Αντάξια του γιου του Πέλοπα.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Και ό,τι άλλο καλό βγάζει η γη.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πως όμως; Στη θάλασσα θα τα ρίξετε;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Καράβι χρειαζόμαστε. Και κωπηλάτες!

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πόσο μακριά θα πάτε;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Μόλις να φαίνεται αφρός απ' την ακτή.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Γιατί τέτοια συνήθεια;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Να μην το βγάλει η θάλασσα το μίασμα στη γη.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Θα σας δώσω καράβι γρήγορο.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Καλή τιμή θα ήταν για το Μενέλαο.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Μόνος σου θα πας; Χωρίς την Ελένη;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ή η μάνα τιμάει ή τα παιδιά, ή η γυναίκα.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Αυτή λοιπόν πρέπει, όπως λες.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ό,τι δικαιούνται οι νεκροί, ευσέβεια είναι.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Ας πάει. Ευσεβή γυναίκα θέλω.

Πήγαινε μέσα τώρα, διάλεξε στολίδια ό,τι θέλεις

τέτοια χαρά που μου 'κανες

δε θα σε στείλω πίσω μ' άδεια χέρια.

Αφού μου έφερες όμορφη είδηση

θα δώσω ρούχα και τροφή να γυρίσεις καλά

όχι στα χάλια που βλέπω επάνω σου.

 

(Στην Ελένη)

 

Και συ δύστυχη μη λιώνεις για τ' αγιάτρευτα.

Ο Μενέλαος πέθανε. Δεν ξαναγυρίζει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Τώρα η σειρά σου Ελένη.

Τίμησε το νεκρό και ξέχνα τον.

Να τιμάς τον νέο σου άντρα

η τύχη σου σου χαμογέλασε.

Κι αν σωθώ και φτάσω στην Ελλάδα

όσα σου κατηγορούσαν θα τα βγάλω ψέματα

αν φερθείς στον άντρα σου ως πρέπει.

 

ΕΛΕΝΗ

Έτσι θα γίνει. Θα το δεις. Εδώ θα είσαι.

Δεν θα με κατηγορήσει ο άντρας μου.

Πήγαινε μέσα τώρα. Πλύσου. Άλλαξε,

ό,τι θέλεις θα σου δώσω.

Αν σε φροντίσω όπως πρέπει

που πρόθυμος και συ θα φροντίσεις τις τιμές

στον αγαπημένο μου Μενέλαο.

 

(Μπαίνουν στο παλάτι)

 

ΧΟΡΟΣ

Κάποτε η μάνα Δήμητρα - η θεά

όρμησε στα βουνά και στις καταπράσινες κοιλάδες

και στα νερά τα ποταμίσια,

και στα κύματα που βράζουν,

ζητώντας την κόρη της την Περσεφόνη που είχε φύγει.

Και τα κρόταλα βροντούσαν καθώς στο άρμα έζεψε άγρια θεριά

και βοηθοί της έτρεξαν η τοξεύτρα Άρτεμη

και η Παλλάδα Αθηνά με το δόρυ της

- όλες έψαχναν να βρουν την κόρη της που απ' το χορό την πήραν.

Ο Δίας όμως ο πατέρας αλλιώς τη μοίρα όρισε

απ' το μεγάλο του θρόνο.

Κι όταν απόκαμε ψάχνοντας να βρει τη θυγατέρα

που δολερά την άρπαξε για γυναίκα του ο Πλούτωνας

τότε ανέβηκε στις χιονοσκέπαστες κορφές της Ίδης

που κατοικούν οι Νύμφες,

και μάρανε τους κάμπους να μη δίνουν καρπό

κι έφερε δυστυχία στους θνητούς.

Δεν έβγαινε χορτάρι και πράσινη τροφή

που τρέφει τα κοπάδια.

Η ζωή σταμάτησε, δεν γίνονταν θυσίες

δεν καίγαν προσφορές.

Στέρεψαν οι πηγές το δροσερό νερό τους

απ' τον καημό του πένθους της.

Κι όταν τα δείπνα τέλειωσαν κι έπαψαν οι θυσίες,

τότε ο Δίας θέλοντας να πάψει την οργή της Μάνας

έστειλε τις Χάριτες και τις καλές τις Μούσες

"Πάτε καλές μου, είπε, στη θυμωμένη Δήμητρα

και διώξτε της τη λύπη, με τα γλυκά τραγούδια σας

και τους συρτούς χορούς σας"

Τότε αντήχησαν χάλκινα όργανα

και η όμορφη Κύπριδα

πρώτη αυτή το τύμπανο κτύπησε

και γέλασε η Δήμητρα με τα τραγούδια

και πήρε στα χέρια της τον γλυκόλαλο αυλό.

Άδικα κι ανόσια τόλμησες κοπέλα μου

κι εξόργισες τη μάνα σου

που τις θυσίες της αρνήθηκες.

Πολλά μπορούν κοπέλα μου τα φορεμένα δέρματα

και τα στεφάνια του κισσού κι οι πυρσοί και οι χοροί

με τα τινάγματά τους

και τα μαλλιά στον άνεμο για την τιμή στο Βάκχο

και οι χαρές οι ολονύκτιες για χάρη της θεάς.

Μακάρι κόρη μου να ευτυχείς

που καμαρώνεις για τη ομορφιά σου.

 

(Βγαίνει η Ελένη)

 

ΕΛΕΝΗ

Όλα καλά πήγαν φίλες μου.

Η Θεονόη μας βοήθησε - δεν πρόδωσε τον άντρα μου

και είπε πως πέθανε δεν βλέπει πια το φως -

κι ας ήταν μπροστά της.

Το είπε για χάρη μου.

Και την τύχη του την άρπαξε ο άντρας μου.

Τα όπλα που ήταν να τα ρίξει στη θάλασσα

σαν τιμή στο Μενέλαο, τα κρατάει αυτός.

Πέρασε το χέρι στη λαβή της ασπίδας.

Στο δεξί του κρατά το δόρυ

και μαζί μου θα προσφέρει τις τιμές στο νεκρό.

Έχει γυμνάσει το σώμα του στα όπλα

ενάντια στους βαρβάρους και τα κρατάει στα χέρια

στο καράβι σαν μπούμε.

Και γω τον φρόντισα καλά!

Τον έλουσα με νερό του ποταμού.

Του έδωσα ρούχα να βγάλει τα κουρέλια του.

 

(Βγαίνει ο Θεοκλύμενος)

 

Να σωπάσω τώρα. Βγαίνει αυτός.

Που θαρρεί πως εύκολα θα με παντρευτεί.

Σώπα κι εσύ. Μη λες τίποτα.

Μήπως σωθούμε και μπορέσουμε κάποτε να σώσουμε κι εσένα.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Έτσι. Με τις προσφορές και όλοι με σειρά.

Προχωρείτε, όπως είπε ο ξένος.

Εσύ Ελένη όμως. Άκουσέ με.

Κι αν σκέφτομαι σωστά, λέω μην πας μαζί τους. Μείνε μαζί μου.

Τα ίδια θα προσφέρεις στον άντρα σου κι εδώ.

Σε φοβάμαι.

Μήπως συγκινημένη εκεί,

έτσι που λυπάσαι το χαμό του και τις χάρες του

παραστρατήσει ο νους σου φοβάμαι

μήπως ριχτείς στη θάλασσα μόνη σου.

 

ΕΛΕΝΗ

Άντρα μου - γιατί τώρα άντρας μου είσαι -

πρέπει να τιμήσω τον πρώτο μου σύζυγο

και το γάμο μου μαζί του.

Θα μπορούσα να πεθάνω την αγάπη μου να 'δειχνα.

Τι κέρδος όμως θα είχε να κερδίσει ο νεκρός;

Άσε με να πάω να τον τιμήσω η ίδια

και να σου δώσουν οι θεοί όλα που θέλω

και σ' αυτόν εδώ τον ξένο που με βοηθάει.

Και επειδή τιμάς το Μενέλαο

θα με έχεις μετά όπως πρέπει να σου είμαι.

Η τύχη τα έφερε όλα στην ώρα τους.

Τώρα καν' το όλο το καλό σου. Και πρόσταξε.

Ποιος θα δώσει καράβι να φορτώσουμε τις προσφορές;

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πήγαινε εσύ.

Δωσ' τους το φοινικικό με τα πενήντα του κουπιά.

όρισε και τους κωπηλάτες.

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν θα ορίζει στο καράβι αυτός που θα κάνει προσφορές;

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Ναι αυτός. Σ' αυτόν θα υπακούν οι ναύτες.

 

ΕΛΕΝΗ

Διάταξε λοιπόν ν' ακούσουν.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Διατάζω πάλι. Και τρίτη φορά αν σ' αρέσει.

 

ΕΛΕΝΗ

Να είσαι καλά άντρα μου. Κι εγώ και η λαχτάρα μου.

Τύχη να έχουμε.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Μην κλαις και παιδεύεις τη μορφή σου.

 

ΕΛΕΝΗ

Τούτη η μέρα θα σου δείξει την ευγνωμοσύνη μου.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Ο νεκρός είναι νεκρός. Άδικος κόπος.

 

ΕΛΕΝΗ

Είναι και για ζωντανό αυτά που είπα.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Σε όλα θα είμαι καλύτερος απ' το Μενέλαο.

 

ΕΛΕΝΗ

Όλα σου είναι καλά. Εγώ θέλω τύχη.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Αν μου φερθείς καλά, θα την έχεις.

 

ΕΛΕΝΗ

Ξέρω ν' αγαπώ. Δεν θα το μάθω τώρα.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Θέλεις να σε βοηθήσω να δώσω ο ίδιος τις διαταγές;

 

ΕΛΕΝΗ

Όχι βασιλιά. Μη γίνεις δούλος στους δούλους σου.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Ας είναι έτσι. Μόνοι σας κάντε τις συνήθειες που έχετε.

Το παλάτι μου δεν μολύνθηκε, δεν πέθανε εδώ ο Μενέλαος.

Ας πάει κάποιος τώρα να πει στους υπασπιστές μου

να φέρουν στο παλάτι τα αγάλματα

για το γάμο μου στόλισμα.

Όλη η χώρα να αντηχήσει χαρές και τραγούδια.

Να ζηλέψουν όλοι.

Την Ελένη παντρεύομαι.

Και συ ξένε πήγαινε.

Ρίξε τις προσφορές για το νεκρό στο πέλαγος

και γύρνα πίσω με τη γυναίκα μου. Γρήγορα.

Να γιορτάσεις μαζί μας το γάμο μας

και μετά με το καλό ή να γυρίσεις στην πατρίδα σου αν θέλεις

ή να μείνεις εδώ ευτυχισμένος μαζί μας.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δία Πατέρα! Θεό και σοφό σε λένε

Ρίξε τη ματιά σου σε μας. Σώσε μας.

Βοήθησέ μας που πηγαίνουμε στο χείλος του γκρεμού.

Με την άκρη του χεριού σου μόνο άγγιξέ μας.

Θα τη βρούμε την τύχη μας που θέλουμε.

Όλα τα άντεξα ως τώρα.

Πολλές φορές σε ικέτεψα για χαρές και λύπες.

Όχι λύπες συνέχεια.

Να ορθοποδήσω Δία. Τούτη τη χάρη σου θέλω

και ευτυχισμένος θα 'μαι από εδώ και πέρα.

 

(Φεύγουν για το καράβι)

 

ΧΟΡΟΣ

Φοινικικό καράβι, με τα κουπιά τα γρήγορα

που κύματα σηκώνουν

και δελφίνια ωραίοι χορευτές

στη μερωμένη θάλασσα σαν τη χαϊδεύει η αύρα,

και 'συ του Πόντου κόρη γαλανή Γαλήνη,

πες ν' ανοίξουν τα πανιά να τα φυσήξει ούριος άνεμος

να μπουν οι ναύτες στα κουπιά

να φέρουν την Ελένη στην καλολίμανη ακτή

στη Σπάρτη, στο παλάτι της.

Μπρος στης Παλλάδας το ναό

ή στου Ευρώτα τα νερά

θα βρεις του Λεύκιππου τις κόρες να χορέψεις

ή να γλεντήσεις στη γιορτή την ολονύκτια του Υάκινθου

που τον σκότωσε του Φοίβου ο δίσκος - όπως έριχνε -

κι από τότε ο γιος του Δία όρισε να γίνονται στη μνήμη του

γιορτές σε ολόκληρη τη Λακωνία

Και την κόρη σου θα βρεις την Ερμιόνη

που την άφησες στο σπίτι μικρούλα

κι ακόμα μένει ανύπαντρη.

Μακάρι να πετούσαμε σαν της Λιβύης τα πουλιά

που φεύγουν το χειμώνα

και τον κρωγμό του μεγαλύτερου ακολουθούν πετώντας

πάνω από χωράφια άγονα και καρπερές πεδιάδες.

Πουλιά με τους μακριούς λαιμούς γρήγορα - σαν τα σύννεφα

κάτω απ' την Πούλια τ' ουρανού και τον Ωρίωνα

πετάξτε,

φέρτε την είδηση φέρτε την όταν φτάσετε στον Ευρώτα,

ότι ο Μενέλαος έκαψε την Τροία ότι γυρνά στο πατρικό το σπίτι του.

Γιοι του Τυνδάρεω, Διόσκουροι - κι εσείς

απ' τους ουράνιους δρόμους των άστρων

ελάτε, σωτήρες της Ελένης

πάνω απ' της θάλασσας τα κύματα και τον αφρό

ούριο αέρα στέλνοντας σ' αυτούς που ταξιδεύουν.

Κάντε την τιμή της αδερφής σας να λάμψει

που η φήμη της λέει ότι την παντρεύτηκε βάρβαρος.

Η κρίση του Πάρη φταίει για τη δύστυχη.

Δεν πήγε όμως ποτέ στην Τροία.

 

(Βγαίνει ο Θεοκλύμενος. Φτάνει ένας αγγελιοφόρος)

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Βασιλιά! Τα χειρότερα το βρήκαν στο παλάτι!

Καινούρια συμφορά θ' ακούσεις.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τι συμβαίνει;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Για άλλη γάμο ετοίμαζε. Η Ελένη έφυγε.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Με τα πόδια; Πως; Πέταξε;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Την πήρε ο Μενέλαος! Με το καράβι!

Που είπε ο ίδιος για τον εαυτό του ότι πέθανε!

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Τι λες! Πες καθαρά, να πιστέψω

Ποιο καράβι λες την πήρε; Ότι έφυγε;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Με το καράβι που τους έδωσες

Και με τους ναύτες που τους έδωσες μαζί.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Πως; Να μάθω.

Δεν πιστεύω ένας σε τόσους ενάντια

να σήκωσε το χέρι. Ήσουν και 'συ μαζί.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Από εδώ, απ' το παλάτι, όταν έφυγε η κόρη του Δία

με τις προσφορές να ρίξει στη θάλασσα,

πανούργα που όλο έκλαιγε τον άντρα της

κι αυτός δίπλα της ήταν ζωντανός. Και το ήξερε.

Και μετά που φτάσαμε στο καράβι το πρωτοτάξιδο

που ήταν στο ναύσταθμο

- με τα πενήντα κουπιά και τις θέσεις τους έτοιμα -

όλοι τότε καταγινόμασταν

άλλος στο κατάρτι άλλος στα κουπιά,

άρχισε να κουνιέται το πλοίο,

τα πανιά όλα ήταν έτοιμα, τα υψώσαμε

κατεβάσαμε και τα πηδάλια, σφίξαμε τα λουριά.

Όλα τα κάναμε.

Και τότε ανάμεσα, πάνω στην ώρα, περιμένοντας,

άντρες του Μενέλαου - ναυαγισμένοι μαζί του

ντυμένοι κουρέλια, αλλά με δυνατά κορμιά

γεμάτοι βρώμα, πλησίασαν τότε

και ο Μενέλαος είδε και τάχα λυπήθηκε και τους φώναξε:

"Ε ! Δύστυχοι! Πως; Με ποιο αργείτικο καράβι ναυαγήσατε;

Πως φτάσατε εδώ;

Έρχεστε να θάψουμε το γιο του Ατρέα, το Μενέλαο;

Η γυναίκα του η Ελένη θα του προσφέρει τιμές μέσα στο πέλαγος.

Το πτώμα του δεν το έχει".

Τότε αυτοί δάκρυσαν τάχα

κι άρχισαν κι ανέβαιναν και φέρναν προσφορές

κι εμείς τότε βάλαμε στο νου μας κακό.

Ψιθυρίζαμε ο ένας στον άλλο ότι είναι πολλοί.

Σιωπούσαμε όμως, γιατί τηρούσαμε τις εντολές σου

να είναι αυτός που θα λέει και εμείς θα κάνουμε.

Αυτή η εντολή σου τα χέρια μας τα έδενε.

Ύστερα τα άλλα τα φορτώσαμε εύκολα.

Όμως ο ταύρος! Στα πόδια του ρίζωσε.

Αρνιόταν να μπει.

Λοξοκοιτούσε και μούγκριζε άγρια

κύρτωνε τη ράχη του μπροστά του τα κέρατα

Ανάμεσα απ' τα κέρατα μας κοίταζε.

Τον φοβόμασταν να πάμε.

Τότε ο άντρας της Ελένης φώναξε:

"Ε ! σεις! Ολόκληρη Τροία καταφέρατε!

Δεν τον αρπάζετε σαν Έλληνες στον ώμο σας να τον βάλουμε μέσα;

Θυσία τον τάξαμε τιμή στο νεκρό".

Και την ίδια στιγμή το ξίφος του έσυρε

Κι αυτοί μόλις είπε, τον άρπαξαν στους ώμους

τον ανέβασαν πάνω

κι αυτός του χάιδευε λαιμό και το μέτωπο και έτσι τον ηρέμησε.

Όταν στο τέλος τα βάλαμε όλα

και ανέβηκε και η Ελένη και κάθισε

και ο Μενέλαος δίπλα της στον πάγκο στημένος,

- πεθαμένος στα ψέμματα -

οι άλλοι μοιράστηκαν από δω κι από κει

και τα ξίφη τους κρυμμένα μέσα στα ρούχα τους.

Και ύστερα που ακούσαμε το σύνθημα

γέμισε η θάλασσα φωνές κωπηλατών.

Και μετά που ξεμακρύναμε απ' τη στεριά

ρώτησε ο τιμονιέρης "ξένε, θα προχωρήσουμε

ή καλά είμαστε εδώ;

Εσύ θα πεις. Εσύ διευθύνεις".

Κι αυτός είπε, καλά είναι εδώ.

Και τότε έσυρε το σπαθί του

και προχώρησε στην πλώρη. Στον ταύρο. Και στάθηκε.

Και τότε χωρίς να μνημονεύσει κανένα νεκρό

χτύπησε τον ταύρο στο λαιμό

και τον έσφαξε. Και ευχήθηκε, είπε:

"Βασιλιά της θάλασσας, Ποσειδώνα,

και κόρες του Νηρέα,

βοηθήστε με να φτάσω - και η γυναίκα μου -

σώος στις ακτές του Ναυπλίου".

Και το αίμα του ταύρου τότε εξακοντίζονταν

- καλό σημάδι για τον ξένο.

Τότε κάποιος από μας είπε: "Προδοσία!

Να γυρίσουμε πίσω!

Φώναξε εσύ. Δώσε διαταγές. Γύρισε το τιμόνι!"

Αλλά και αυτός τότε άφησε τον ταύρο σφαγμένο

και φώναξε στους δικούς του

"Τι καρτεράτε λεβέντες της Ελλάδας! Εμπρός!

Σφάξτε. Σκοτώστε. Ρίξτε τους στη θάλασσα".

Ο τιμονιέρης πάλι πρόσταξε σε μας τα αντίθετα.

"Εμπρός! Όλοι. Με τις σανίδες των πάγκων

Με τα κουπιά. Με το τελευταίο δόρυ.

Χτυπάτε!

Να ματώσουν τα κεφάλια των εχθρών μας".

Όλοι τότε οι δικοί μας σηκώθηκαν

κρατούσαν ξύλα απ' το καράβι τα ξεκάρφωσαν.

Άλλοι κρατούσαν σπαθιά

Όλο το καράβι γέμισε αίματα, η Ελένη τους φώναζε

"Πού είναι η αξία σας που χάλασε την Τροία!

Δείξτε την στους βαρβάρους".

Και μέσα στα αλληλοκτυπήματα τότε

άλλοι έπεφταν, άλλοι σηκώνονταν

άλλους τους έβλεπες νεκρούς κάτω κείτονταν

κι ο Μενέλαος έτρεχε κρατούσε σπαθί

όπου έβλεπε τους δικούς του να χάνουν χτυπούσε.

Τους δικούς μας τους έριχνε στη θάλασσα.

Στο τέλος πέσαμε όλοι, άδειασε το καράβι

και τότε αυτός πήγε στον τιμονιέρη

είπε να οδηγήσει το καράβι στην Ελλάδα

και σήκωσαν τότε οι δικοί του τα πανιά

και αμέσως τότε βγήκε ούριος άνεμος.

Έφυγαν τώρα - εγώ μόλις πρόλαβα

πιάστηκα από την άγκυρα γλίστρησα στη θάλασσα

ένας ψαράς με έσωσε ξεψυχισμένο.

Με έφερε στην ακτή να σου φέρω τα νέα.

Α! Βασιλιά!

Πάντα πρέπει κανείς να εμπιστεύεται με μέτρο.


ΧΟΡΟΣ

Δεν θα το πίστευα βασιλιά μου ποτέ

να 'ναι ανάμεσα κι αυτός ο Μενέλαος!

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Η γυναικεία πονηριά! Αυτή με έκανε!

Πάει η Ελένη. Πάει ο γάμος μου!

Αν ήταν με καράβι ξοπίσω τους να 'τρεχα

να τους φτάσω θα το 'κανα.

Θα τους έπιανα όλους.

Τώρα θα πληρώσει η αδελφή μου. Που πρόδωσε.

Τον έβλεπε το Μενέλαο μες στο παλάτι.

Ολοζώντανος! Μπρος της! Και νεκρό μου τον έλεγε!

Τέρμα. Άλλον άντρα δεν θα ξεγελάσει με τις προφητείες της.

 

(Άγριος κάνει να μπει στο παλάτι. Τον εμποδίζει ένας υπηρέτης)

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Που πας αφέντη μου ποιον να σκοτώσεις!

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Εκεί που με πάει το δίκιο μου. Φύγε.

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Σε συμφορά πας μεγάλη. Δεν θα σ' αφήσω.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Δούλος, θα εμποδίσεις τον αφέντη σου;

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Δίκαιο έχω. Και φρόνηση.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Δεν έχεις φρόνηση αν δεν μ' αφήσεις.

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Δεν θα σ' αφήσω.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Να σκοτώσω την αδελφή μου. Με γέλασε.

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Άγια είναι.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Με πρόδωσε.

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Σε πρόδωσε για να 'σαι δίκαιος.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Έδωσε τη γυναίκα μου σε άλλον.

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Στον κάτοχό της την έδωσε.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Ποιος είναι κάτοχος της γυναίκας μου;

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Αυτός που την πήρε απ' τον πατέρα της.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Εμένα μου την έδωσε η Τύχη.

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Σου την πήρε όμως η Δικαιοσύνη.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Δεν θα κρίνεις εσύ τα έργα μου.

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Αν έχω δίκαιο τα κρίνω.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Δούλος είμαι εγώ; Δεν είμαι αφέντης;

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Είσαι αφέντης να κάνεις το δίκαιο. Όχι το άδικο.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Α! προκαλείς το θάνατό σου. Αυτό θαρρώ.

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Σκότωσέ με. Την αδερφή σου όμως όχι.

Όσο μπορώ θα σε εμποδίζω.

Δόξα στον δούλο τον καλό να τον σκοτώσει ο αφέντης του.

 

(Αλληλοεμποδίζονται. Εμφανίζονται οι Διόσκουροι)

 

ΔΙΟΣΚΟΥΡΟΙ

Κράτα την οργή σου Θεοκλύμενε άρχοντα της χώρας.

Σε κακό σε οδηγεί.

Σου μιλάνε οι Διόσκουροι - γιοί της Λήδας,

οι αδερφοί της Ελένης, που έφυγε.

Μην οργίζεσαι για γάμο που δεν ήταν της μοίρας σου.

Η αδερφή σου η Θεονόη δεν σε αδικεί.

Των θεών και του πατέρα της την εντολή τήρησε.

Όλα αυτά τα χρόνια έπρεπε η Ελένη

στο παλάτι σου να 'ναι.

Τώρα η Τροία ανασκάφτηκε όμως

δεν το θέλουν οι θεοί άλλο το όνομά της

πρέπει να πάει στην πατρίδα και στον άντρα της.

Να μείνει μαζί του.

Άσε την οργή. Και το σπαθί σου στη θήκη του

η αδερφή σου δεν φταίει. Με φώτιση έπραξε.

Μπορούσαμε την αδερφή μας να τη σώσουμε

όποια στιγμή θέλαμε

- θεούς μας έκανε ο Δίας

- απ' την Μοίρα κατώτερους.

Αλλά έτσι τα όρισε.

Αυτά για σένα Θεοκλύμενε.

Τώρα για την αδερφή μας που ακούει.

Πήγαινε με τον άντρα σου. Καλό ταξίδι θα 'χετε

και Ούριο άνεμο.

Θα σας προστατέψουμε εμείς, αδερφοί και σωτήρες σου.

Στα κύματα τρέχοντας. Σώα θα φτάσεις.

Και θα γεράσεις. Και θεά θα γίνεις μετά.

Και θυσίες θα δέχεσαι, δώρα θα κάνουν οι θνητοί, θα σε σέβονται.

Έτσι όρισε ο Δίας.

Και ο τόπος που σε πρωτοπήγε ο Ερμής

όταν σε έκλεψε για να γελάσει τον Πάρη,

το νησί το στενόμακρο δίπλα στην Αττική,

Ελένη θα το λεν από δω και πέρα

επειδή αυτός ο τόπος σε δέχτηκε.

Και για το Μενέλαο που τόσο βασανίστηκε,

μοίρα του είναι να κατοικήσει στα νησιά των Μακάρων.

Οι θεοί τους άρχοντες τους δικαιώνουν.

Τα βάσανα πιο πολύ για τους άλλους τα έχουν.

 

ΘΕΟΚΛΥΜΕΝΟΣ

Γιοι της Λήδας και του Δία.

Ό,τι πριν ένιωθα για την αδερφή σας, τ' αφήνω.

Και η Θεονόη η αδερφή μου τα δίκαια έπραξε.

Αφού το θέλουν οι θεοί, ας γυρίσει η Ελένη στο σπίτι της.

Είναι συνετή και είναι γενναία.

Απ' το ίδιο το αίμα σας. Αρχόντισσα είναι.

Χάρισμα τέτοιο λίγες το έχουν.

Εύγε της.

 

ΧΟΡΟΣ

Πολλές μορφές παίρνει των θεών το θέλημα.

Πολλά οι θεοί μας δίνουν χωρίς να τα προσμένουμε.

Κι όσα προσμένουμε αλλιώς μας τα φέρνουν.

Και τα απρόσμενα ο θεός βρίσκει τρόπο

να τα εκτελέσει.

Τούτη η ιστορία έτσι έγινε.







ΤΕΛΟΣ