Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

 

 

 ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

ΧΟΡΟΣ

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

ΕΜΠΟΡΟΣ

ΗΡΑΚΛΗΣ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ

Ο γιος του Ποίαντα, ο Φιλοκτήτης, βασιλιάς της Μελίβοιας, της Θαυμακίας και άλλων πόλεων της Ανατολικής Θεσσαλίας, πασίγνωστος για τη σκοπευτική του δεινότητα, κατείχε το τόξο και τα βέλη του Ηρακλή τα οποία είχε πάρει μετά το θάνατό του. Έλαβε μέρος στον Τρωικό πόλεμο με εφτά καράβια, αλλά όταν έφτασαν στην Χρύση, νησί κοντά στη Λήμνο, τον δάγκωσε ένα φαρμακερό φίδι και η δυσοσμία της αγιάτρευτης πληγής του ήταν τόσο ανυπόφορη που οι Έλληνες, ακολουθώντας την συμβουλή του Οδυσσέα, τον εγκατέλειψαν μόνο του στη Λήμνο. Αργότερα όμως πήραν διαταγή από τους θεούς ότι θα κατελάμβαναν την Τροία μόνο με τα όπλα του Οδυσσέα και έτσι αναγκάστηκαν να πάνε στο νησί να φέρουν τον Φιλοκτήτη ο Οδυσσέας και ο γιος του Αχιλλέα Νεοπτόλεμος. Εκεί έχουν να αντιμετωπίσουν την οργή και την πίκρα του Φιλοκτήτη...

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Νεοπτόλεμε, παιδί του μεγάλου Αχιλλέα, να 'μαστε, λοιπόν, στη Λήμνο, το αφιλόξενο τούτο νησί, όπου οι δυο μεγάλοι αρχηγοί, κάποτε με διάταξαν και εγκατέλειψα το Φιλοκτήτη,το γιο του Ποίαντα, ανήμπορο, απ' το άρρωστο πόδι του, γιατί δεν βρίσκαμε ησυχία πουθενά μέσα στο στρατόπεδο με τις βλαστήμιες και τα βογκητά του, να κάνουμε θυσίες και σπονδές στους θεούς.

Μα τι στα λέω τώρα αυτά, ας μη μιλάω πολύ. Γιατί αν πάρει είδηση πως είμαι εγώ εδώ, θα χαλάσει το σχέδιο της απαγωγής. Τώρα η δουλειά σου είναι να ψάξεις την πέτρινη σπηλιά του, με τις δυο εισόδους, που μέσα στο καταχείμωνο τη λούζει ο ήλιος και το καλοκαίρι η θαλασσινή αύρα τη δροσίζει. Και κάπου, προς τ' αριστερά θα ξεχωρίσεις μια πηγή, άμα δεν έχει πια στερέψει. Προχώρα με προφύλαξη και γνέψε μου κι αμέσως θα σου πω τι άλλο πρέπει να κάνεις.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Οδυσσέα, βασιλιά, θαρρώ πως βλέπω τη σπηλιά που λες.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Κάτω ή προς τα πάνω, γιατί εγώ από δω δεν καλοβλέπω.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Εδώ, πιο πάνω. Και δεν ακούγεται ψυχή.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μήπως τον έχει πάρει ο ύπνος; Αφουγκράσου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Άδεια είναι η σπηλιά, δεν βρίσκεται κανένας μέσα.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τίποτα; Κάτι από νοικοκυριό;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ένα στρώμα από φύλλα που μοιάζει με κρεβάτι.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Κάτι άλλο, χάμω, γύρω, κάπου κρεμασμένο;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μια κούπα ομορφοσκαλισμένη, και κάτι ξύλα για προσάναμμα.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Αυτό είναι λοιπόν τ' αρχοντικό του!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Φτου… φτου…, και κάτι βρωμοκούρελα απλωμένα, κιτρινισμένα από νωπή πληγή.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Σίγουρα, αυτό είναι το λημέρι του. Και μάλλον θα είναι κάπου εδώ κοντά. Γιατί δε γίνεται να απομακρυνθεί, κουτσός άνθρωπος. Ή βγήκε σέρνοντας κάτι να βρει να φάει, ή ψάχνει για κάποιο βοτάνι, που τον ανακουφίζει από τους πόνους. Στείλε, λοιπόν τούτον εδώ για να παραφυλάξει μην τύχει και φανεί ξαφνικά μπροστά μου. Γιατί από όλους τους Αργείους, μόνον εμένα θα προτιμούσε να συναντήσει…

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Έφυγε κιόλας ο σκοπός στο μονοπάτι. Αν έχεις να προσθέσεις τίποτ' άλλο, πες το.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Γιε του Αχιλλέα, πρέπει για το σκοπό που ήρθες να φανείς γενναίος κι όχι μοναχά στα μπράτσα, αλλά ό,τι νέο ακούσεις, που δεν σου το 'πα πριν, να το εκτελέσεις πρόθυμα, σα συνεργός μου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Εντάξει. Λοιπόν, τι με διατάζεις;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Του Φιλοκτήτη την καρδιά, να κλέψεις με τα λόγια σου. Όταν θα σε ρωτήσει ποιος είσαι κι από πού, να του πεις, παιδί του Αχιλλέα. Αυτό δεν είναι ψέμα. Ότι έκανες πανιά για την πατρίδα, αφού παράτησες το στόλο μας και τους Αχαιούς, που τάχα τους μισείς θανάσιμα. Που ενώ με παρακάλια σε ξεσήκωσαν απ' την πατρίδα, με την υπόσχεση να κυριεύσεις μονάχος σου την Τροία, δεν σε θεώρησαν άξιο να σου δώσουνε τα όπλα του Αχιλλέα, που είχες όλο το δικαίωμα να τα πάρεις, αλλά τα δώσανε στον Οδυσσέα. Μπορείς να ρίξεις επάνω μου όση λάσπη θες και να με βλαστημάς με την ψυχή σου. Αυτό εμένα δεν μου κακοφαίνεται καθόλου. Μα θα πληγώσεις όλους τους Αργείους αν δεν τα καταφέρεις. Γιατί αν δεν βάλουμε στο χέρι τα τόξα του Ηρακλή που τα κρατάει αυτός, ποτέ σου δε θα κατακτήσεις την πόλη του Δαρδάνου. Εσένα, έχω την βεβαιότητα πως θα σ' εμπιστευτεί. Εμένα, είν' αδύνατο. Γιατί εσύ, ούτε αναγκάστηκες ούτε μαζί μας ορκίστηκες απ' την αρχή, να σαλπάρεις για την Τροία. Εγώ όμως, θα μπορούσα να τ' αρνηθώ; Άμα με πάρει μυρουδιά είμαι χαμένος απ' τα βέλη του και καταστρέφεσαι και συ κοντά σε μένα. Γι' αυτό πρέπει να σκαρφιστούμε έναν σίγουρο τρόπο να του κλέψεις τ' ανίκητα τα τόξα.

Ξέρω καλά, παιδί μου, πως είσαι έτσι πλασμένος από τη φύση σου, που ούτε θές να λες ούτε να κάνεις ατιμίες, αλλά πρέπει να τολμήσεις. Γιατί θα είναι πολύ γλυκό το αντίτιμο της Νίκης.

Πούλα μου για την ώρα για λίγο την ψυχή σου (κι άμα τα καταφέρεις), θα κερδίσεις και μεγαλείο και πολλές τιμές απ' όλους.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Γιε του Λαέρτη, τα λόγια σου που ντροπιάζουνε τ' αυτιά μου, δε θα καταδεχτώ και να τα πράξω. Έμοιασα, λένε, του πατέρα μου στην ντομπροσύνη. Μακριά από μένα οι άτιμες δουλειές. Καλύτερα να τον αρπάξω με τη βία, παρά να τον ξεγελάσω με δόλο. Γιατί έτσι σακάτης όπως είναι δε θα μπορεί ν' αντισταθεί στη δύναμή μας. Κι ενώ με στείλανε μαζί για συνεργάτη σου, αρνούμαι να με πουν εμένα προδότη. Προτιμάω, βασιλιά, να χάσω τίμια, παρά να τον νικήσω μ' ατιμία.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Παιδί ευγενικού πατέρα, σαν ήμουν νέος ήμουνα ντροπαλός στα λόγια και δυνατός στα έργα. Τώρα η πείρα μου έδειξε όμως πως τα πάντα καταφέρνεις με τη γλώσσα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι άλλο δηλαδή μου λες, απ' το να γίνω ψεύτης;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Εγώ σου λέω να πιάσεις με πονηριά τον Φιλοκτήτη.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Και γιατί πρέπει με πονηριά κι όχι με το καλό;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δε θα πεισθεί. Αλλά, ούτε με τη βία θα τόνε καταφέρεις.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μα είναι τόσο φοβερή η δύναμή του;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Έχει τη δύναμη να ρίχνει θανατερές κι αλάθευτες σαϊτιές.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τότε δεν είναι επικίνδυνο και να τον συναντήσει κανείς;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Όχι, αν θα τον καλοπιάσεις με δόλο, όπως σου λέω.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μα πάλι, δεν είν' αισχρό το αδιάντροπο το ψέμα;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Όχι, αν με το ψέμα μπορείς να φτάσεις στο σκοπό σου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Και με τι μούτρα να το τολμήσει αυτό κανείς;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Όμως για τέτοιο κέρδος, πρέπει να είσαι αδίστακτος.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Και ποιο θα είναι το κέρδος μου, αν αυτός έρθει στην Τροία;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Την Τροία θα την πάρουν μόνο αυτά τα τόξα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μα δε μου λέγατε πως θα την κατακτήσω εγώ;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ούτε αυτά χωρίς εσένα, ούτε και συ χωρίς αυτά.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αν έτσι έχει το πράμα, είναι ανάγκη να τα πάρουμε.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Κι άμα τα καταφέρεις, θα έχεις διπλή η ανταμοιβή.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ποια; Λέγε και θα το τολμήσω.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Θα σε δοξάσουν όλοι και σαν ανδρείο και σαν σοφό.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Θα το κάνω. Κι αφήνω κατά μέρος τη ντροπή.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Θυμάσαι όλ' αυτά, λοιπόν, που σε συμβούλεψα;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Πολύ καλά. Τα θυμάμαι και το αποφάσισα.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Κάτσε λοιπόν εδώ για να τον περιμένεις. Φεύγω με τούτον τον φύλακα για το καράβι. Αν καταλάβω πως καθυστερείς, τον ξαναστέλνω, ντυμένο διαφορετικά, να μοιάζει μ' άγνωστο καραβοκύρη κι αν τον ακούσεις να λέει πολλά και διάφορα, εσύ να κρατάς μονάχα, αυτά που σε βολεύουν. Λοιπόν, εγώ πηγαίνω, κι όπως είπαμε. Ας σου φωτίσει το μυαλό ο Δόλιος Ερμής, κι η Νίκη η Πολιούχος Αθηνά, μαζί μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Αφέντη, εγώ είμαι ξένος στον ξένο τόπο και θέλω να μου πεις πώς να φερθώ και τι να λέω στον άντρα αυτόν, αν δε μας πάρει με καλό μάτι. Υπάρχουνε γνώμες και γνώμες, όμως για μένα μετράει πρώτα η απόφαση του αφέντη, που στ' όνομα του Δία βασιλεύει. Εσύ, παιδί μου, έχεις τη χάρη τούτη από παλιά. Κι εγώ με προθυμία θα κάνω όπως με διατάζεις.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Βγες και προχώρα, αν θες, να δεις που είναι το λημέρι του. Μην έχεις φόβο. Κι αν νιώσεις να έρχεται ο θλιβερός εκείνος οδοιπόρος, τραβήξου απ' το παλάτι του στο μέρος μου και να είσαι κοντά μου για να με βοηθάς αν χρειαστεί.

 

ΧΟΡΟΣ

Παλιό μου χρέος, άρχοντα, να σε προσέχω σαν τα μάτια μου. Δείξε μου που είναι το λημέρι του, αυτός που νάναι τώρα; Καλό είναι να ξέρουμε, και να έχουμε το νου μας, μην τύχει και ξαφνικά βρεθεί μπροστά μας. Που μένει; Που κοιμάται, σε μέρος ανοιχτό ή σε κρυψώνα; Τι μονοπάτια παίρνει;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αυτή η δίπορτη σπηλιά είναι το σπίτι του.

 

ΧΟΡΟΣ

Και τούτος ο ταλαίπωρος, που να γυρνάει;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μάλλον, κάπου κοντά θα σέρνεται και ψάχνει για τροφή, γιατί όπως λένε, κυνηγάει με την ψυχή στα δόντια, ζουλάπια κι αγριοπούλια, να ψευτοζήσει ο καημένος.

 

ΧΟΡΟΣ

Τον συμπονάω τον έρμο. Χωρίς καμμιά βοήθεια τον κατατρώει η αρρώστια, και είναι αναγκασμένος να υποφέρει τα πάντα ολομόναχος. Πως τ' αντέχει ο δύστυχος, πες μου, πως; Ταλαίπωρο γένος των ανθρώπων τέτοιο μεγάλο άδικο πως το βαστάς; Τούτος που από κανέναν άλλον άρχοντα δεν υστερεί, στερείται απ' όλα, μόνος του σα θεριό, που ανάμεσα στ' αγρίμια οδύρεται απ' τους πόνους και την πείνα κι αντιλαλεί τα πικρά του βογγητά του η μαύρη ερημιά.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Εμένα δε μου φαίνεται παράξενο. Πιστεύω πως από τον θεό είναι σταλμένα τούτα τα παθήματα της Χρύσης της άσπλαχνης, κι όσα τραβάει, δίχως φροντίδα από κανέναν, θα είναι γραμμένα απ' τους θεούς για να μη ρίξει τούτος σαϊτιά στην Τροία πριν της ώρας που εκείνοι έχουν ορίσει να την πάρει το θεϊκό το τόξο.

 

ΧΟΡΟΣ

Σιγά, παιδί μου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι τρέχει;

 

ΧΟΡΟΣ

Σαν ν' άκουσα ένα βογκητό, κάπου εκεί πέρα. Να, τώρα ξεχωρίζω καθαρά, δεν ξεγελιέμαι. Κάποιος ταλαίπωρος που με κόπο σέρνεται. Κι ένα τυραννισμένο και βαρύ αγκομαχητό πέρα εκεί στο μονοπάτι. Να 'τος, τον βλέπω. Παιδί μου, πρόσεχε.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι; Λέγε.

 

ΧΟΡΟΣ

Α, τον καημένο, φτάνει στη σπηλιά, δεν είναι κλάμα από φλογέρα κάποιου τσοπάνη, μα είναι άγριο βογγητό κάποιου κουτσού που σκοντάφτει. Μπας κι είδε το καράβι στο άγριο βραχονήσι; Φοβερό προμάντεμα ο στεναγμός του.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ω, ξένοι! Ποιοι είστε; Τι θέλετε στο άχαρο λιμάνι; Σε τούτη την άγρια ερημιά; Ποια η πατρίδα σας; Από ποιο τόπο ήρθατε; Απ' τη γλυκειά μου Ελλάδα, αν κρίνω από τα ρούχα σας. Για ν' ακούσω τη γλώσσα σας. Μη σκιάζεστε, μην παραξενευτείτε από την άγρια όψη μου. Συμπονέστε ένα μονάχο άμοιρο, ένα ταλαίπωρο παρατημένο. Αν ήρθατε σα φίλοι μιλάτε. Μια κουβέντα! Δε θα καταδεχτείτε ν' απαντήσετε; Αποκριθείτε!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Άκου ξένε, το πρώτο που μας ρώτησες. Έλληνες είμαστε.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Γλυκιά λαλιά, ακούω μετά από χρόνια! Πες μου, λεβέντη μου, ποιος καλός άνεμος σ' έφερε εδώ; Σ' έσπρωξε κάποια ανάγκη; Μίλα, να μάθω και ποιος είσαι;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Είμαι από τη Σκύρο. Γυρίζω στο νησί μου, με λένε Νεοπτόλεμο, είμαι παιδί του Αχιλλέα. Τώρα τα ξέρεις όλα.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Παιδί ακριβού πατέρα και καλής πατρίδας, καμάρι του παππού σου του Λυκομήδη, από πού έρχεσαι με τα καράβια σου, κι εδω πώς άραξες;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τώρα έρχομαι απ' την Τροία, είμαι περαστικός.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τι είπες; Δεν ήσουν βέβαια μαζί μας τότε που ξεκινήσαμ' όλοι για την Τροία, με το στόλο;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Είχες μπλεχτεί και συ σ' αυτό τον τόπο.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ξέρεις ποιον έχεις, παλικάρι μου, μπροστά σου;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δε σ' έχω ξαναδεί ποτέ, πώς να το ξέρω;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ούτε καν τ' όνομα δεν άκουσες ποτέ σου, ούτε τις φήμες για τις συμφορές που μ' έχουν χαντακώσει;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τίποτα εγώ δεν ξέρω, απ' όσα μου λες.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αχ, ο θεόπικρος εγώ, ο πολυβασανισμένος, ούτε είδηση δεν πήρε ο κόσμος κι η Ελλάδα πως λιώνω εδώ στην εξορία! Κι αυτοί που με παραπέταξαν κρυφογελούνε κι εμένα η αρρώστια όλο και πάει προς στο χειρότερο και με λιώνει. Παιδί μου, γιε του Αχιλλέα, εγώ είμ' αυτός - κι αυτό θα το 'χεις ακουστά -

που κρατάει στα χέρια του τα όπλα του Ηρακλή, ο γιός του Ποίαντα, ο Φιλοκτήτης, που οι δυό αρχιστράτηγοι κι ο βασιλιάς των Κεφαλλήνων αδιάντροπα μ' εγκαταλείψαν εδώ να με ρημάζει η αρρώστια από την άγια της οχιάς δαγκωματιά, με το ποδάρι τούμπανο, κι έφυγαν απ' το νησί της Χρύσας με το στόλο. Σαν είδαν πως με νάρκωσε το κύμα, ξένοιασαν, και μ' αφήσαν κοιμισμένον σε τούτη δω την κώχη και λακίσαν αφού μου πέταξαν λίγα κουρέλια και για παρηγοριά, ξερό ψωμί, τον άμοιρο, που μακάρι η ίδια μοίρα να τους βρει. Τώρα καταλαβαίνεις τι ένιωσα, παιδί μου σαν ξύπνησα απ' το λήθαργο και δεν τους είδα. Τι πίκρα, τι δάκρυα έχυσα και τι βαριές κατάρες βγήκαν απ' το στόμα μου. Φώναζα. Να βλέπω τα πλοία μου και το στόλο να ξεμακραίνουν, να μη βλέπω άνθρωπο κοντά να με γιατρέψει. Σαν το συλλογιζόμουνα, παιδί μου, μ' έπιανε θλίψη, μ' έπαιρνε το παράπονο, πολύ πικρό παράπονο! Κι οι πονεμένες μέρες του δόλιου εμένα, μου βαριά κυλούσαν, στην έρημη σπηλιά.

Και για προσφάι είχα πετροπερίστερα που κάρφωνα με τη σαΐτα. Έσερνα το σάπιο μου ποδάρι κι ολόκληρος σα φίδι τανυζόμουνα για να φτάσω τα λαβωμένα αγριοπούλια. Ακόμα και για το νερό στα τέσσερα σερνόμουν και μεσ' στο καταχείμωνο, μέσα στους πάγους να σπάσω κάνα ξύλο για φωτιά, ο κακομοίρης. Τρίβοντας τις πέτρες έσκαγε η φωτιά για το προσάναμμα. Ψευτοβολεύτηκα στη ζέστα της σπηλιάς, υπόφερα το κρύο, μα ο πόνος μου ήταν ανυπόφορος. Τώρα είναι καιρός να μάθεις και για το νησί.

Κανένας ναυτικός δεν αποκότησε ν' αράξει εδώ. Ούτε λιμάνι, ούτ' εμπόριο, ούτε φιλοξενία υπάρχουν. Άνθρωποι μυαλωμένοι δεν το πλησιάζουν, εκτός αν ξεπέσουν. Γιατί μεσ' στη μακρόσυρτη ζωή πολλά συμβαίνουν. Αν άτυχος καραβοκύρης ξεστρατήσει προς τα εδώ, με σπλαχνίζεται και δίνει κάνα ρούχο ή ψωμί. Όμως, σαν τους παρακαλέσω να με πάρουν στην πατρίδα, μου τ' αρνιούνται. Κι έτσι ο ταλαίπωρος χάνομαι δέκα χρόνια τώρα, μέσα στην πείνα, το μαράζι και στον πόνο της πληγής μου. Αυτά μου κάναν οι Ατρείδες και του η πέτρινη καρδιά Οδυσσέα. Που να τους δώσουν οι Ολύμπιοι θεοί την ίδια τύχη με τα δικά μου πάθη!

 

ΧΟΡΟΣ

Νιώθω για σένα πιο πολύ ευσπλαχνία απ' τους περαστικούς τους ξένους, παιδί του Ποίαντα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ομολογώ και γω το ίδιο. Σε νιώθω αληθινά. Γιατί κι εγώ έχω κακοπάθει απ' τους Ατρείδες και τη βία του Οδυσσέα.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μη μου πεις! Το έγκλημα των άθλιων Ατρειδών σ' έχει αγγίξει και σένα; Σ' έχουν βλάψει;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μα κάποια μέρα μ' αυτό το χέρι θα μου το πληρώσουν, για να μάθουν οι Μυκήνες και η Σπάρτη πως κι απ' τη Σκύρο βγαίνουν παλικάρια.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Εύγε παιδί μου. Μα τι σου κάναν κι έφτασες να τους βρίζεις έτσι μανιασμένος;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Παιδί του Ποίαντα, θα σου τα διηγηθώ. Θα σου πω σαν πήγα εκεί τις ατιμίες που μου κάναν. Αφού ήταν μοίρα ο Αχιλλέας να πεθάνει…

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Όχι! Μην πεις άλλο, πριν μάθω αυτό. Χάθηκε, αλήθεια, ο γιός του Πηλέα;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δεν πήγε από θνητό, μ' από Θεό, όπως λένε. Τον σημάδεψ' ο Απόλλωνας.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αλλά είναι από τρανή γενιά κι ο σκοτωμένος κι ο φονιάς. Δεν ξέρω αν για τα δικά σου παθήματα, παιδί μου, πρέπει να στενάζω ή να θρηνώ για το γονιό σου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δε φτάνουν οι δικές σου συμφορές, ταλαίπωρε, τι να στενάζεις για τους άλλους;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Καλά το λες. Μα πες μου τώρα εσύ, για σένα. Γιατί σε πρόσβαλαν, πως σ' αδίκησαν;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ήρθαν με καταστόλιστο καράβι οι δυο τους, ο Οδυσσέας και ο τροφός του πατέρα μου, ο Γεροφοίνικας, και μου είπανε, δεν ξέρω αν ήταν ψέματα ή αλήθεια, πως δε θα 'ναι σωστό, μια κι ο πατέρας μου δε ζει, να πάρει άλλος την Τροία, κι όχι εγώ. Έτσι, καθώς μου τα 'πανε δεν ήθελα και γω πολύ, κι αρπάζω αμέσως το καράβι με τη λαχτάρα κιόλας να προλάβω άθαφτο τον σκοτωμένο πατέρα μου. (Και θα τον έβλεπα πρώτη φορά). Έπειτα, μου άρεσε και η ιδέα να πάω να κατακτήσω εγώ τα κάστρα. Με πρίμο αγέρα, φτάνω στην άλλη μεριά στο Σίγειο, το πικρό ακρωτήρι. Και μ' αγκαλιές φιλιά με κύκλωσ' ο στρατός κι έπαιρναν όρκο πως ξαναβλέπουνε τον Αχιλλέα ζωντανό. Κι ο άμοιρος πατέρας μου, νεκρός. Αφού τον θρήνησα, σε λίγο, πήγα στους φίλους, τους Ατρείδες, κι όπως ήταν φυσικό τους ζήτησα τα όπλα του πατέρα μου κι ό,τι άλλο ήταν δικό του. Μα κείνοι μ' αποπήραν με βαριές κουβέντες: "Παιδί του Αχιλλέα, ό,τι άλλο θες μπορείς απ' του πατέρα σου τα πράγματα, εξόν τα όπλα, που τώρα ανήκουνε στον Οδυσσέα". Με πήραν δάκρυα. Πετάγομαι με λύσσα και πικρά πληγωμένος φωνάζω: "Κακούργοι, πως τολμήσατε, πίσω απ' την πλάτη μου, να δώστε αλλού τα όπλα τα δικά μου;"

Κι ο Οδυσσέας στήνεται μπροστά μου και μου λέει: "Το δίκιο ήταν να δώσουνε σε μένα, νεαρέ μου, εγώ τα γλίτωσα κι αυτά και το νεκρό γονιό σου". Δε βάσταξα κι εγώ κι άρχισα να τους μιλάω με βρισιές, στους πάντες και στα πάντα, τίποτα δε λογάριαζα, αφού αυτοί έτσι με λήστευαν. Κι ο πάντα μουλωχτός γιός του Λαέρτη σαν να τον δάγκωσε το δίκιο μου, αφρίζει: "Όσο και να θρασομανάς όπλα δεν παίρνεις. Ας ήσουνα στη φωτιά της μάχης μαζί μας να δοκιμάσεις ό,τι τραβήξαμε και μεις. Στη Σκύρο θα γυρίσεις μ' άδεια χέρια!" Έτσι αδιάντροπα με πρόσβαλε. Τώρα γυρίζω στην πατρίδα μ' άδεια χέρια από την άτιμη τη φάρα του Οδυσσέα.

Αλλά δεν τα 'χω μονάχα μ' αυτόν. Μα και με κείνους, που κυβερνάνε και χώρες και στρατούς και δασκαλεύουνε την ατιμία. Τους Ατρείδες. Αυτά είν' όλα. Και όποιος έχει μίσος στους Ατρείδες μακάρι να τον αγαπάνε κι οι Θεοί, όσο κι εγώ.

 

ΧΟΡΟΣ

Μάνα του Δία, Γη, που δίνεις όλα τα καλά, βουνά και κάμπους, με τις κρυστάλλινες πηγές, με τα χρυσά σου ποτάμια. Μάνα μου Γη με παρακάλια σε προσκύνησα κει κάτω σαν τον ταπείνωναν οι Ατρείδες και τ' άρματα τα τιμημένα του κρατήσαν για να τα δώσουν δώρο στο παιδί του Λαέρτη. Πως το αντέχεις αυτό, μακάρια Γη, που σέρνουν τ' άρμα σου λιοντάρια ταυροφόνα;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Καλοί μου ξένοι, νιώθω καλά την πίκρα σας και την οργή σας. Είν' όμοια η λύπη σας με τη δική μου. Ξέρω! Δουλειές των Ατρειδών και του Οδυσσέα. Με ψέματα και πανουργία θάβουν το δίκιο. Αλλά δεν το χωράει ο νους μου πως τ' άντεξε όλ' αυτά ο μέγας Αίας;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αν ζούσε αυτός, καλέ μου, δε θα τους έκανε τη χάρη.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πως είπες; Και τούτος έφυγε απ' τον κόσμο;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μήτε και κείνος βλέπει το φως.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αλίμονο! Και ζει το παιδί του Τυδέα, ο Διομήδης, και του Σισύφου η σπορά, μπάσταρδος γιός του Λαέρτη! Που 'πρεπε να τους τρώει το μαύρο το σκοτάδι.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Όχι μονάχα ζουν, μα είναι μεγάλοι και τρανοί μες στο στρατό.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Κι αυτός που πάντα εμπόδιζε το κακό ο φίλος μου ο παλιός, ο καλός ο γερο-Νέστωρ;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Είναι απαρηγόρητος. Έχασε το παιδί του τον Αντίλοχο. Πριν απ' αυτόν το πήρε ο χάρος.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αλίμονο! Μού 'πες μαύρα μαντάτα. Μακάρι να μην τ' άκουγα. Τι να πω; Και είναι ακόμα ο Οδυσσέας ζωντανός!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Σοφός, καταφερτζής, μα γρήγορα ή αργά θα το πληρώσει, Φιλοκτήτη.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Καλά και ο πολυαγαπημένος του γονιού σου; Ο Πάτροκλος, δεν ήτανε μπροστά;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Κι αυτός είχε πεθάνει. Με λίγα λόγια: Ο πόλεμος δεν προτιμάει τους πονηρούς αλλά διαλέγει πάντα τους καλύτερους.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μεγάλη αλήθεια. Θα σε ρωτήσω για έναν ακόμα, ατσαλόστομο, δυνατό στα λόγια…

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ποιον άλλον εννοείς, εκτός απ' τον Οδυσσέα;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Όχι, δε λέω γι' αυτόν. Ένας θρασύς που φύτρωνε παντού εκεί που δεν τον σπέρναν, κάποιος Θερσίτης, ζει;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ποτέ μου δεν τον είδα. Μα φαίνεται θα ζει το δίχως άλλο.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Επόμενο είναι! Μια και δε χάθηκε ποτέ κανένα κακό! Και πως; Αφού οι ίδιοι οι Θεοί χαίρονται να ξεθάβουν τ' αποβράσματα, να τα ξαναζυμώνουν να τα πλάθουν, να μας τα ξαναστέλνουν πίσω! Άιντε λοιπόν να το χωνέψεις! Πώς να τους παινέψεις, όταν οι ίδιοι οι Θεοί που προσκυνάς βοηθούν το κακό;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Εγώ από δω και μπρος κρατιέμαι μακριά κι από την Τροία κι απ' τους Ατρείδες Φιλοκτήτη, όπου κι ο πιο ανίκανος ποδοπατάει τον ικανό, ξευτελίζει την τιμή κι επικρατούνε πάντα οι δειλοί. Αυτούς εγώ ποτέ δε θα τους συμπαθήσω. Μου φτάνει η Σκύρος, το νησί μου και να καλοπερνάω στο σπιτικό μου. Τώρα πηγαίνω στο καράβι. Χαίρε, σε χαιρετάω του Ποίαντα γιέ. Εύχομαι να σε γιατρέψουν οι Θεοί, όπως ποθείς. Πάμε κι εμείς. Κι αν θέλει ο θεός μας στέλνει ούριο άνεμο.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Παιδί μου, φεύγεις, κιόλας;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Για να 'μαστε στη θέση μας μόλις φυσήξει.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Στ' όνομα του πατέρα σου, παιδί μου και της μάνας κι ό,τι άλλο έχεις ιερό, σου πέφτω ικέτης, μη με παρατάς μονάχο σ' αυτή την ερημιά στη μαύρη μου κατάντια που βλέπεις κι άκουσες. Μα στρίμωξέ με κάπου σα φορτίο. Ξέρω, θα 'μαι για σας μπελάς μεγάλος. Κάνε καρδιά. Οι ευγενείς τ' άσχημο το σιχαίνονται, είναι αλήθεια, και προτιμούν το παστρικό. Θα 'ναι ντροπή όμως εδώ πέρα να με παρατήσεις. Αλλ' αν με πάρεις παλικάρι μου στην Οίτη, θα σε καλοτυχίζει όλος ο κόσμος. Έλα, ούτε μια μέρα δεν κρατάει ο κόπος. Κάνε κουράγιο, πάρε με και ρίξε με όπου θέλεις, στην πρύμνη, στο κατάστρωμα, στ' αμπάρι, κάπου που δε σας ενοχλώ πολύ. Στ' όνομα του Διός του ικεσίου, πέφτω στα γόνατα, παιδί μου κι ας είμ' ο άμοιρος σακάτης. Μη με παρατάς μεσ' στην απάνθρωπη ερημιά… μα βγάλε με κάπου στην πατρίδα σου ή στου Χαλκωδόντα τ' αρχοντικό στην Εύβοια και στης Τραχίνιας τα βουνά, στον κάμπο του Σπερχειού, όπου μ' αφήνεις στο σεβαστό πατέρα μου, που από καιρό, φοβάμαι, ότι θα έχει πεθάνει. Γιατί του έστελνα μαντάτα με τους περαστικούς, και τον παρακαλούσα να 'ρθει με πλοίο να με πάρει. Αλλά, ή πέθανε, ή οι μαντατοφόροι βιάζονταν να φτάσουν στον τόπο τους μια ώρα αρχίτερα και δεν το πήγαιναν το μήνυμα.

Τώρα όμως εσένα έχω σωτήρα κι άγγελο γλίτωσέ με, σπλαχνίσου με, κι αναλογίσου πως στον άνθρωπο και τα καλά τυχαίνουν και τ' ανάποδα. Όποιος είναι έξω απ' τα παθήματα, τα βλέπει, κι είναι ευτυχισμένος, είναι καλό να σκέφτεται μην πάθει ο ίδιος.

 

ΧΟΡΟΣ

Λυπήσου, βασιλιά. Άκουσες πόσα μαύρα βάσανα έχει, μακριά από μένα κι από τους δικούς μου. Εγώ αν έτρεφα τέτοιο πικρό μίσος στους Ατρείδες, σαν και σένα, για να τους εκδικηθώ θα τον έπαιρνα τούτον στην πατρίδα του, που τόσο λαχταράει με γοργοτάξιδο καράβι να γλιτώσω έτσι και την οργή Θεού.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Πρόσεξε, μην τα παραλές και μόλις θα αρχίζει να βρωμάει πάρεις τα λόγια τούτα πίσω.

 

ΧΟΡΟΣ

Καθόλου, τέτοια ντροπή δε θα δεις από μένα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τότε, θα 'ναι ντροπή δική μου να φανώ λιγόψυχος εγώ και να μην κάνω το σωστό. Αν προτιμάς να φύγουμε, κινάμε αμέσως και δε θα πει κανείς κουβέντα στο καράβι. Αρκεί να μας γλιτώσουν οι Θεοί από δω και να σαλπάρουμε για κει που μας καλεί η ανάγκη.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μέρα γλυκιά, γενναίε άντρα, καλοί μου ναύτες, πώς να σας ξεπληρώσω τη χαρά που μ' έχετε σκλαβώσει; Πάμε, παιδί μου μέσα στο σπίτι τ' ακατοίκητο να δεις και μόνος σου πως ζούσα και να σ' ανοίξω την καρδιά μου. Νομίζω πως μια ματιά να ρίξεις, θα νιώσεις το τι τράβηξα, όσο κανένας άλλος. Όμως, όλα τα υπόφερα από την ανάγκη.

 

ΧΟΡΟΣ

Σταθείτε, να δούμε τι συμβαίνει. Έρχονται δυο άντρες κατά δω. Ένας δικός μας κι ένας άλλος, ξένος. Μη μπείτε ακόμα, προτού μάθουμε τι θέλουν.

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Γιε του Αχιλλέα, τούτος ο τρίτος φύλακας του καραβιού σου με φέρνει συνοδεία να σε γνωρίσω μια κι έχασα το δρόμο μου κι άραξα με τα καΐκια μου κατά τύχηεδώ κοντά. Πάω για την Πεπάρηθο που βγάζει τα καλά κρασιά. Έρχομαι απ' την Τροία. Σαν άκουσα ότι γυρίζεις πίσω με τους ναύτες σου, είπα να μη συνεχίσω προτού να σου μιλήσω κι ίσως να βγάλω κάτι για τον κόπο μου. Φαίνεται δε θα ξέρεις τι σκέφτονται οι Αργείοι για σένα, κι όχι μονάδα σκέφτονται, μ' αποφάσισαν κιόλας να το πράξουν δίχως καθυστέρηση.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ξένε, σ' ευχαριστώ και δε θα φανώ αχάριστος για τον κόπο σου. Πες μου τι έχεις να μου πεις, να μάθω τα καινούργια σχέδια των Ατρειδών.

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Σε κυνηγούν ο γερο-Φοίνικας και του Θησέα τα τέκνα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Να με γυρίσουν πίσω με το ζόρι ή με τα λόγια;

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Δεν ξέρω, ό,τι άκουσα σου λέω.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Έτσι λοιπόν, ο γερο-Φοίνικας κι οι σύντροφοί του μπήκαν στη δούλεψη των Ατρειδών!

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Μάθε πως έχουν κιόλας ξεκινήσει.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Και πως δεν κίνησε ο ίδιος ο Οδυσσέας να μας φέρει το μαντάτο; Ή μήπως δεν τολμάει;

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Κείνος και του Τυδέα ο γιός, ο Διομήδης, ξανοίχτηκαν στο πέλαγο γι' άλλο κυνήγι, την ώρα που 'φευγα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ποιον άλλον έβαλε πάλι στο μάτι ο Οδυσσέας;

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Ήταν κάποιος - μα πε μου πρώτα, τούτος δω ποιος είναι; Και μη φωνάζεις δυνατά.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ετούτος, ξένε, είν' ο ξακουστός ο Φιλοκτήτης.

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Τώρα, μη με ρωτήσεις άλλα, μ' αν θέλεις να γλιτώσεις, κάνε στα γρήγορα πανιά από δω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τι λέει, παιδί μου; Τι παζαρεύει στα κρυφά για μένα αυτός ο ναύτης;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δεν ξέρω ακόμα. Αλλά ό,τι έχει θα το πει μπροστά σε σένα και σε μένα και σ' αυτούς εδώ.

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Γιε τ' Αχιλλέα, μη με κακολογήσεις στο στρατό πως είπα κάτι που δεν έπρεπε. Γιατί κι εγώ φτωχός είμαι και κάνω εμπόριο με αυτούς.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Εγώ τους Ατρείδες τους μισώ. Τούτος είν' ο καλύτερός μου φίλος γιατί είναι εχθρός με τους εχθρούς μου. Και συ αν ήρθες με καλό σκοπό, τότε να μη μας κρύψεις τίποτα απ' ό,τι έχεις ακούσει.

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Σκέψου, παιδί, τι κάνεις!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Το 'χω σκεφτεί καλά.

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Εσύ θα φταις.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Για ποιο;

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Λέω. Ο Οδυσσέας, όπως άκουσες και ο γιός του Τυδέα, ο Διομήδης, ορκίστηκαν να 'ρθουν κατά δώ ν' αρπάξουνε με το καλό ή με το στανιό τούτον τον άντρα. Τ' ακούσαν όλοι οι Αχαιοί που το 'λεγε ο Οδυσσέας. Το διαλαλούσε πως είχε περισσότερη σιγουριά από κάθε άλλον πως θα το πετύχει, ο καυχησιάρης.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι τους ήρθε των Ατρειδών, μετά από τόσα χρόνια που τον πέταξαν έτσι εξόριστο, να τον γυρίσουν πίσω; Πως τον πόνεσαν έτσι ξαφνικά; Ή τους γύρισαν οι θεοί την πλάτη και τους εκδικιούνται;

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Θα σου τα πω λεπτομερώς, γιατί μπορεί να μην τα ξέρεις. Ήτανε κάποιος μάντης ευγενής, γιός του Πριάμου, που τόνε λέγαν Έλενο. Βγήκε έξω μια νύχτα μόνος. Και κείνος που βρίζουν όλοι, ο αναθεματισμένος Οδυσσέας, του 'στησε παγίδα, κι ανάμεσα στους Αχαιούς τον πήγε δεμένο σαν κατσίκι. Τούτος, λοιπόν, προμάντεψε σ' αυτούς μαντείες και τους είπε: "Δε θα τα καταφέρουνε ποτέ να πατήσουν τα κάστρα, άμα δεν πάρουνε με το καλό τον άντρα τούτον από τούτο το νησί. Αμέσως ο Οδυσσέας, σαν τα 'πε αυτά ο μάντης, δίνει το λόγο του πως θα τον φέρει ο ίδιος. Καυκιόταν μάλιστα να τόνε πάρει με το καλό

κι άμα δε θέλει και με τη βία. Κι ήταν σίγουρος πως θα τον καταφέρει. Γι' αυτό σου λέω. Βιαστείτε τώρα δα και συ κι αυτός να φύγετ' από δω το γρηγορότερο.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Στ' ανάθεμα. Ορκίστηκε η πανούκλα να με πάει στους Αχαιούς με το καλό; Ούτε απ' τον Άδη δε θα με καταφέρει να 'ρθω στον απάνω κόσμο, σαν τον πατέρα του.

 

ΕΜΠΟΡΟΣ

Δεν ξέρω εγώ απ' αυτά. Πάω τώρα στο καΐκι. Κι ας σας φωτίσει ο θεός για το καλύτερο.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Κατάλαβες; Δεν είναι φοβερό, παιδί μου, να ελπίζει πως θα με ξεγελάσει με μπαγαποντιές αυτός; Να με φορτώσει στο καράβι και να με κάνει περίγελο στους Αχαιούς; Ποτέ! Κάλλιο να με γλύφει μες στ' αυτί η φαρμακερή οχιά, που μ' άφησε μισό. Μ' αυτός, άμα το πει το κάνει. Και θα 'ρθει. Ας φύγουμε, παιδί μου, να ξεμακρύνουμε απ' αυτόν, στο πέλαγο. Πάμε! Κι άμα βιαστείς ο κόπος είναι κέρδος.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μόλις φυσήξει πρίμος άνεμος κινάμε, τώρα είν' αντίθετος.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Άμα ξεφεύγεις το κακό, κάθε άνεμος καλός.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μα και για κείνους ο καιρός είναι ανάποδος.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Όταν χιμάει ο ληστής να κλέψει και ν' αρπάξει τίποτα δεν του πάει ανάποδα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αν το νομίζεις, πάμε. Μπες μέσα πρώτα και πάρε αν έχεις τίποτα χρειαζούμενο κι ακριβό.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μες στο φτωχό το βιός μου, έχω κάτι πολύτιμο.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Και τι 'ναι αυτό, που να μην το έχω στο καράβι;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Είναι κάποιο βοτάνι που μου κοιμίζει την πληγή και μ' αλαφρώνει από τους πόνους.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Παρ' το λοιπόν. Τι άλλο λες να πάρεις;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Να δω μη μου παράπεσε απ' το τόξο κάνα βέλος και το βρουν.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τούτο είναι, λοιπόν, το δοξασμένο τόξο που κρατάς;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αυτό που βλέπεις να βαστάω στα χέρια.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μπορώ να θαυμάσω, να τ' αγγίξω λίγο και να το προσκυνήσω σα θεό;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Για σένα, γιέ μου, κι αυτό κι ό,τι άλλο πεθυμήσεις.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Πολύ θα το 'θελα. Κι αυτό μου φτάνει. Μόνο δεν ξέρω αν επιτρέπεται, αλλιώς άσε το.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Με σεβασμό μιλάς, παιδί μου και σου πρέπει, γιατ' είσαι ο μόνος που μου δωσες το φως του ήλιου, ν' αγναντέψω την πατρίδα μου, να δω το γέρο πατέρα μου, τους φίλους μου, ο μόνος που μ' ανάστησες αφού οι εχθροί μου μ' είχαν καρφωμένο. Έλα, μη φοβάσαι. Εσύ μπορείς να τ' αγγίξεις και να τα κρατήσεις λίγο και θα 'σαι ο μόνος μες στον κόσμο, να το καυχηθείς, πως τα έπιασες στα χέρια σου αυτά τα βέλη, κι αυτό γιατί είσαι τίμιος. Αφού κι εγώ με ευεργεσία μου τα απόκτησα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Χαίρομαι που σε γνώρισα κι είμαστε φίλοι.. Γιατί όποιος ξέρει να κάνει στο καλό καλό, γίνεται πάντα κι ο καλύτερος ο φίλος. Πέρασε μέσα.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Έλα μαζί μου. Βοήθησέ με να περπατήσω.

 

ΧΟΡΟΣ

Δεν το 'χω δεί μα τ' άκουσα: Μια φορά, πολύ παλιά, ο γιός του Κρόνου, ο Δίας, έδεσε τον Ιξίωνα σε στριφογυριστή ρόδα και τον κατακομμάτιασε γιατί πρόσβαλε τη γυναίκα του θεού με βέβηλο μάτι.

Αλλά δεν είδα και δεν άκουσα άλλον κανέναν άνθρωπο χωρίς κανένα φταίξιμο και δίχως να βλάψει κανέναν να 'παθε αυτά που τούτος δω ο άμοιρος, ανάξια, τραβάει, ενώ ήταν ισάξιος μεσ' στους πρώτους.

Απορώ, πως βαστάει ν' ακούει τα άγρια κύματα μόνος, κατάμονος, θλιμμένος, να ζει τέτοια ζωή! Χωρίς ψυχή να τον συντρέχει, κάποια βοήθεια…Ούτ' ένας ντόπιος γείτονας να τον παρηγορήσει από τον πόνο, να ξεριζώσει κάποιο βοτανόφυλλο της μάνας γης να του μπουκώσει το μαύρο αίμα της πληγής του!

Μα μπουσουλώντας σα μωρό, ορφανό από παραμάνα, σερνόταν πότε εδώ και πότε εκεί, μόλις λιγάκι ο πόνος μαλάκωνε! Ανήμπορος και με τη γη που ο ιδρώτας του πολυτεχνίτη, του ξώμαχου τρυγάει το βλογημένο σπόρο.

Μόνο οι αλάθευτες σαΐτες ξεγέλαγαν την πείνα σου μ' αγριοπούλια.

Ψυχή βασανισμένη που δέκα χρόνια τώρα μήτε γουλιά κρασί, μα με νερό να ξεδιψάς.

Τώρα που βγήκε στο δρόμο σου παιδί ευγενικής γενιάς, θα ξαναβρείς τα μεγαλεία σου, θα ξανασάνεις! Με γοργοτάξιδο καράβι τούτος ο νέος, μεσ' στην αυλή τ' αρχοντικού σου θα σε φέρει ύστερα από τόσα χρόνια, κει που χουν το λημέρι τους νεράιδες του Μαλλιακού στην όχθη του Σπερχειού, που ο χαλκοντυμένος Ηρακλής, ολόφωτος μεσ' στους θεούς φεγγοβολάει πάνω στης Οίτης την κορφή!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Προχώρα αν θέλεις, τι σταμάτησες; Τι έπαθες έτσι ξαφνικά και σάστισες;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αχ! αχ!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι τρέχει;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τίποτα φοβερό. Πάμε παιδί μου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μήπως πονάς;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Όχι, όχι, νιώθω ν' ανακουφίζομαι. Ωχ, θεοί!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Γιατί στενάζεις και φωνάζεις τους θεούς;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τους ικετεύω να μας λυπηθούν και να μας σώσουν, αχ!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι έχεις, μίλα, τι συμβαίνει;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Χάνομαι παιδί μου και δεν μπορώ να σας το κρύψω! Να, με σουβλίζει, με δαγκώνει, χάνομαι, με ρούφηξε, παιδί μου, για το θεό, αν κρατάς σπαθί, χτύπα το, κόψτο μου γρήγορα, μη λυπάσαι τη ζωή μου. Λυπήσου με, παιδί μου!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι ξαφνικό είν' αυτό; Γιατί σπαράζεις έτσι;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Βλέπεις, αγόρι μου;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι πράγμα;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Είδες, παιδί μου;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι λες, δε σε καταλαβαίνω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πως δεν καταλαβαίνεις; Α, πα, πα…

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μαρτύριο φοβερό!

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Φοβερό κι ανείπωτο. Λυπήσου με.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι θες να κάνω;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μη φοβηθείς και με προδώσεις. Με πιάνει κρίση. Μόλις χορτάσει το μαρτύριο, σταματάει.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αχ! Τι τραβάς δυστυχισμένε! Θέλεις να σε κρατάω;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Όχι. Πάρε τα τόξα που μου ζήτησες πιο πριν και φύλαξέ τα. Μόλις περάσει η κρίση με παίρνει ο ύπνος. Αλλιώς δε σταματάει. Κι άμα στο μεταξύ φτάσουν εκείνοι, μην τα δώσεις, ακόμα και με το ζόρι, αν θελήσουν να στα πάρουν, γιατί κι εγώ ο ικέτης σου αφανίζομαι και σένα θα σε βλάψουν.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μην έχεις έγνοια! Κανένας άλλος ποτέ δε θα τ' αγγίξει. Δωσ' τα μου.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πάρ 'τα παιδί μου. Και κάμε προσευχή να σε φυλάνε απ' το κακό, όπως φυλάξανε και μένα και πιο παλιά το θεϊκό Ηρακλή.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μακάρι όλα να μας βγούνε σε καλό. Μακάρι να 'χουμε καλό ταξίδι, για κει που κρίνουν δίκαιο οι θεοί. Κι ό,τι ποθούμε να γίνει με τη βοήθεια του θεού.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αχ, παιδί μου, φοβάμαι μήπως η ευχή μας πάει στο βρόντο. Απ' τη βαθιά πληγή μου στάζει πάλι μαυροκόκκινο αίμα και βγάζει αποφορά ανυπόφορη. Τι άλλο θα με βρει; Αλίμονο μου, σάπιο μου ποδάρι, μη με παιδέψεις άλλο! Να, να, ζυγώνει και με ξαναπιάνει, να το! Αχ, αχ, μη φύγετε, πω, πω… Κεφαλλονίτη, άτιμη φάρα, μακάρι αυτός ο πόνος να σου ξεσκίσει την καρδιά! Καταραμέν' αδέλφια,

πανούκλα δίδυμη, χολέρα του στρατού, Μενέλαε, Αγαμέμνονα, που να σας είχε πιάσει γάγγραινα πιο μαύρη!

Θάνατε, καλέ μου Χάρε, έλα μια ώρα γρηγορότερα! Αγόρι μου, ψυχή γενναία, πιάσε και ρίξε με στην πυρωμένη λάβα, στο κοχλαστό ηφαίστειο της Λήμνου, στο Μόσχυλο, να λαμπαδιάσω και να λυτρωθώ, όπως μου δόθηκε και μένα η χάρη να λυτρώσω μεσ' στην πυρά του Δία το γιό, τον Ηρακλή, που τα δικά του τόξα τώρα μου κρατάς. Γιατί σωπαίνεις; Δε μιλάς; Τι πέρασε, παιδί μου, απ' το μυαλό σου;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Το βάσανό σου μ' έχει κεραυνώσει!

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Κάνε κουράγιο, με σουβλίζει και περνάει. Μα σε παρακαλώ, να μη μ' εγκαταλείψεις.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μην έχεις φόβο, περιμένουμε.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αλήθεια;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Στο λόγο μου.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δε θέλω να σ' ορκίσω, παλικάρι μου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Θα 'ταν μεγάλο κρίμα να σ' αφήσω. Δε μου πάει.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δος μου το χέρι σου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Υπόσχομαι να μείνω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Εκείθε πήγαινέ με, προς τα κει.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Που;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πάνω.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι τρέλα σ' έπιασε; Γιατί στριφογυρνάς ψηλά τα μάτια;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Άσε, άσε με.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Πώς να σ' αφήσω;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Άσε με επιτέλους!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δεν πρέπει να σ' αφήσω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Χάνομαι, μη με κρατάς!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αν νιώθεις πιο καλά, σ' αφήνω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Γη μου! Δέξου με τον ετοιμοθάνατο! Τούτο το βάσανο πια δε μ' αφήνει ν' ανασάνω.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Όπου να 'ναι τώρα τον παίρνει ο ύπνος. Να, γέρνει το κεφάλι του. Μούσκεψε στον ιδρώτα το κορμί του. Έσπασ' η φλέβα στο πόδι του και βγάζει μαύρο αίμα! Ας τον αφήσουμε τώρα ήσυχο, μήπως και τον λυτρώσει ο ύπνος.

 

ΧΟΡΟΣ

Ύπνε, εσύ που απαλύνεις τους καημούς, τη θλίψη και τον πόνο, ξεγνοιασιά μου, βασιλιά μου, σωτήρα μου, έλα, και φώλιασε στα μάτια του έλα, πνοή μου θρόϊσμα απαλό, καλό μου, σβήσε το φως του, βασιλιά μου, ξεγνοιασιά μου!

Ύπνε! Βάλσαμο!

Κοίτα, παιδί μου πως θα φερθείς, που θα πατήσεις πως θέλεις να σου δώσω χέρι. Τι περιμένουμε, το βλέπεις. Μας ήρθαν όλα βολικά. Ώρα ν' αδράξουμε την ευκαιρία. Κάντο σβέλτα να ξεμπερδεύουμε κι έχεις τη δύναμη στα χέρια σου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μπορεί να μην ακούει, αλλά το βρίσκω ανώφελο μονάχα με τα τόξα να το σκάσουμε, δίχως αυτόν. Είπ' ο θεός, τούτον να πάρουμε μαζί μας γιατί σ' αυτόν ανήκει η δόξα. Είναι βαριά ντροπή να ξιπαζόμαστε με ψέματα και να κάνουμε μισές δουλειές.

 

ΧΟΡΟΣ

Αυτό είναι του θεού δουλειά. Κι ό,τι θα πεις πες το προσεχτικά και χαμηλόφωνα, παιδί μου γιατί είναι ανήσυχος ο ύπνος της αρρώστιας. Κάνε ό,τι μπορείς καλύτερο, καλομελέτα το και καν' το για χάρη μου κρυφά.

Αν τον ακούσεις και του κάνεις το χατίρι, θα μπούμε σε κακούς μπελάδες. Είναι ευκαιρία τώρα, είναι καλή στιγμή, παιδί μου. Τώρα δεν έχει μάτια, είν' ανήμπορος, βαθιά κοιμάται ύπνο βαθύ για κλέψιμο και δεν ορίζει ούτε ποδάρι, ούτε χέρι, ούτε μυαλό, είναι αναίσθητος σαν πεθαμένος. Σκέψου και κρίνε το σωστό. Κι άμα περνάει ο λόγος μου, παιδί μου, το να κοπιάζεις δίχως φόβο, είναι το καλύτερο.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Σώπα κι έχε το νου σου. Άνοιξε τα μάτια, ανασηκώνει το κεφάλι.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Α, φως μετά τον ύπνο, κι ανέλπιστη των ξένων φίλων συντροφιά μου! Ποτέ δεν φανταζόμουνα, παιδί μου, όσο κι αν κρυφοπαρακάλαγα, να μου παρασταθείς με τόση καλοσύνη. Γιατί οι Ατρείδες, βλέπεις, οι μεγάλοι στρατηλάτες δε μπόρεσαν να με υποφέρουν ούτε μια στιγμή! Ευγενικός εσύ από τη φύση σου, από γονιό ευγενικό, άντεξες την αποφορά μου και τους πόνους. Τώρα που μούδιασε και μαλακώσαν οι πόνοι, βοήθα με, κράτα με, πήγαινέ με στο καράβι ν' ανοίξουμε πανιά, να μην αργούμε.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Χαίρομαι που παρ' ελπίδα ξαλάφρωσες και ξανασαίνεις. Πρωτύτερα με πήρε ο φόβος μήπως και δεν ξυπνήσεις! Προσπάθησε να σηκωθείς. Δε θα βαρυγκομήσουν τούτοι εδώ να σε βοηθήσουν. Κι εγώ θα κάνω αυτό που προτιμάς.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Σ' ευχαριστώ. Κάνε παιδί μου, όπως καταλαβαίνεις. Ας τους αυτούς μήπως τους ενοχλεί η βρώμα, φτάνει που θα με υποφέρουν στο ταξίδι.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ας γίνει κι έτσι. Στηρίξου απάνω μου.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Έννοια σου κι είμαι συνηθισμένος.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αλίμονο μου! Τι να κάνω τώρα;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τι τρέχει, παλικάρι μου, τι συλλογιέσαι;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Κι εγώ δεν ξέρω. Δεν μπορώ και να το ξεστομίσω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τι δεν μπορείς να ξεστομίσεις, γιε μου;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ο κόμπος έφτασε στο χτένι.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δεν το πιστεύω να μετάνιωσες, πως είμαι βάρος και πια δε θέλεις να με πάρεις στο καράβι;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι δύσκολο, άμα δε σου ταιριάζει, να πας αντίθετα στον εαυτό σου!

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δεν κάνεις, ούτε λες τίποτ' αταίριαστο για τη γενιά σου, βοηθώντας τον ανήμπορο.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Άτιμος θα φανώ. Κι αυτό με βασανίζει όλη την ώρα.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Όχι γι' αυτά που κάνεις, γι' αυτά που λες φοβάμαι.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αχ, Θεέ μου, τι να κάνω; Πάλι άτιμος θα είμαι, είτε το κρύψω, είτε το φανερώσω!

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Άμα δεν πέφτω έξω, τούτος ο άνθρωπος με πρόδωσε και θέλει να με παρατήσει!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ίσα ίσα δε σε παρατάω, μα πιο πολύ στενοχωριέμαι που σε παίρνω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Εξήγα μου, παιδί μου, δεν καταλαβαίνω.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δε θα σου κρύψω τίποτα. Πρέπει να πας στην Τροία, στους Αχαιούς, στων Ατρειδών το στόλο.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τι είπες;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Πριν μάθεις, μη στενάζεις.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Να μάθω τι; Τι μου ετοιμάζεις μεσ' στο νου σου;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Πρώτα να σε γλιτώσω απ' την αρρώστια κι από δω. Κι ύστερα να πατήσουμε μαζί την Τροία.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αλήθεια; Πέρασε κάτι τέτοιο απ' το μυαλό σου;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Άκου και μη θυμώνεις. Πρέπει να γίνει.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Χάθηκα, ο ταλαίπωρος, προδόθηκα! Ξένε, γιατί μου το 'κανες αυτό; Δώσ' μου τα τόξα πίσω γρήγορα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αδύνατο. Πρέπει να υπακούσω στο δίκιο, στο συμφέρον και στους αρχηγούς.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μαύρη φωτιά! Αρχιτεχνίτη της ψευτιάς! Αδιάντροπε, κακούργε! Τι μου 'χεις κάνει; Πως με ξεγέλασες; Δεν ντρέπεσαι να με κοιτάς στα μάτια; Που πρόσπεσα στα πόδια σου σα ζητιάνος; Κάθαρμα! Πήρες τα τόξα, μου κλέβεις τη ζωή μου. Δος μου τα σε παρακαλώ, δος τα, παιδί μου. Στ' όνομα των θεών, μη με πεθαίνεις! Αλοίμονο, δεν αποκρίνεται. Δε θέλει να τα δώσει! Για κοίτα με ίσα μεσ' στα μάτια! Αχ, λιμάνια κι ακρωτήρια κι αγριμάκια μου που μου κρατάτε συντροφιά. Βαθιά φαράγγια μου που αντιλαλείτε τον καημό μου, μόνο σε σας μπορώ να κλάψω τη λαχτάρα μου, τι μου 'χει κάνει του Αχιλλέα ο γιός! Ορκίστηκε, με δόλο να μ' αρπάξει για την Τροία κι ας μου 'δωσε το χέρι του! Το ίδιο χέρι που 'κλεψε τα τόξα τα ιερά του Ηρακλή για να τα πάει πεσκέσι στους Αχαιούς, περήφανος για το κατόρθωμά του! Και δεν το νιώθει πως σκοτώνει ένα νεκρό, μια σκιά καπνού, ένα φάντασμα! Αν είχα την υγειά μου, δε θα με νικούσε. Μα κι έτσι που είμαι δίχως δόλο, δε θα με κατάφερνε. Είμαι ξεγελασμένος, πως θα φερθώ; Έλα στα συγκαλά σου, δος τα μου! Σωπαίνεις; Δε μιλάς; Είμαι χαμένος. Πέτρινε τάφε, τρύπια μου σπηλιά, σου 'ρχομαι πάλι, γυμνός και πεινασμένος, ο φτωχός, να μαραθώ ολομόναχος. Τ' αγρίμια που με τρέφαν, τ' αγριοπούλια, θα πέσουν λυσσασμένα στο κουφάρι μου. Θα το σπαράξουν. Τους φόνους με το φόνο ξεπληρώνω κι αιτία, τούτος ο ύπουλος καλός. Στ' ανάθεμα να πας. Εκτός αν άλλαξες γνώμη. Αλλιώς θα σ' εύρει μαύρος θάνατος!

 

ΧΟΡΟΣ

Τι κάνουμε; Βασιλιά μου είναι στο χέρι σου, ή να σαλπάρουμε, ή να του κάνεις το χατίρι.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τον συμπονάω και τον λυπάμαι πάρα πολύ, όχι μονάχα τώρα, μα και πριν.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Λυπήσου με για το θεό, παιδί μου. Μη μαγαρίσεις τ' όνομά σου μεσ' στον κόσμο, πως με πρόδωσες.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ανάθεμα την ώρα που παράτησα τη Σκύρο. Ανάθεμα την ώρα!

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Εσύ κακός δεν είσαι. Ήρθες δασκαλεμένος από μοχθηρούς. Παράτα τους, γύρνα τους την πλάτη, όπως τους ταιριάζει, δος μου τα όπλα μου και τράβα στο καλό.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι κάνουμε τώρα σύντροφοι;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τι πας να κάνεις, άναντρε; Μη μου πεις πως σκέφτεσαι να του τα ξαναδώσεις;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ανάθεμα, ποιος είν' αυτός; Ακούω τον Οδυσσέα.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τον Οδυσσέα. Καλά το λες. Εγώ είμ' αυτός που βλέπεις.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πουλήθηκα, είμαι χαμένος. Τούτος μου έκλεψε τα όπλα, με παγίδεψε.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Κανένας άλλος, μόνο εγώ. Μην αμφιβάλλεις. Και τ' ομολογώ.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δώστα μου, άσε τα τόξα, να χαρείς.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Αυτό, δε γίνεται με τίποτα, όσο κι αν το θελήσεις. Έτσι κι αλλιώς κι εσύ μαζί τους θα πας.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Εμένα, ξεδιάντροπε, θα πάρουν με το ζόρι;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Αφού δε θες με το καλό, θα σε πάρω με τη βία.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πέτρα της Λήμνου, λάβα κόκκινη του Ηφαίστου, πως το βαστάτε να μας χωρίζει αυτός έτσι άγρια;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ο Δίας τ' αποφάσισε, αν θες να ξέρεις. Ο Δίας. Εγώ είμαι δούλος και υπηρέτης του θεού.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Α, σιχαμένε! Που τα σκαρφίζεσαι όλ' αυτά; Στο στόμα σου, βγαίνουνε ψεύτες ακόμα κι οι θεοί.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ίσα ίσα είν' αληθινοί. Και έτσι πρέπει να γίνει.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δεν το πιστεύω.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Το πιστεύω εγώ και παρ' το απόφαση.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Να το! Αλήθεια λένε λοιπόν πως ήρθαμε στον κόσμο δούλοι όχι ελεύθεροι.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Όχι, εσύ γεννήθηκες ισάξιος μεσ' στους πρώτους, αυτούς που είναι γραμμένο να ξεθεμελιώσετε μαζί την Τροία.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ποτέ! Κι ας πάθω χειρότερα απ' όσα τράβηξα σε τούτη δω την άκρη.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Και τι θα κάνεις;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Θα γκρεμοτσακιστώ απ' αυτόν τον βράχο.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Κρατήστε τον, μήπως το κάνει αλήθεια.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Χέρια μου, απαντοχή μου, ορφανεμένα απ' τη νευρά σας, δεμένα από ένα κάθαρμα. Σάπια ψυχή, μυαλό διεστραμμένο! Έβαλες για δόλωμα ένα παιδί, που το εμπιστεύτηκα, του 'δωσα την ψυχή μου, το τύλιξες στα δίχτυα σου και το διατάζεις, και τώρα είναι πικρά μετανιωμένο, και βουτηγμένο στη ντροπή. Η μαύρη σου ψυχή το είχε δασκαλέψει, χωρίς να θέλει, αφού ήταν απονήρευτο από χαρακτήρα, να μελετάει και να τολμάει το κακό. Και τώρα, κακομοίρη, θες να με ξεκολλήσεις από δω που με πέταξες, μονάχο κι έρημο, σαν ζωντανό νεκρό. Α, να χαθείς, ελεεινέ, πάντα αυτό ευχόμουν. Εγώ απ' τους θεούς καλό δεν είδα, και συ χαίρεσαι σαν το σκουλήκι τη ζωή σου. Αλλά με πιάνει λύσσα να με περιγελάνε για τα βάσανά μου οι γιοί του Ατρέα και συ που είσαι δουλογλύφτης τους. Αφού σ' ανάγκασαν μ' εκβιασμό να πας μαζί τους. Κι εγώ που πρόθυμα μ' εφτά αρματωμένα καράβια ακολούθησα, παραπετάχτηκα άτιμα. Εσύ λες από κείνους και κείνοι λενε από σένα. Τώρα γιατί με παίρνετε; Τι θέλετε; Τι να σας κάνω; Αφού δεν είμαι τίποτα, ένας νεκρός είμαι για σας από καιρό. Δεν είμαι πια κουτσός, θεοκατάρατε; Βρωμιάρης; Τώρα πως θα προσφέρετε θυσίες στους θεούς; Τις σπονδές σας; Γιατί γι' αυτό το λόγο μ' εξορίσατε, που κακό χαμό να έχετε. Κι αυτό θα γίνει γιατί αδικήσατ' έναν άνθρωπο. Αν είναι δίκαιοι οι θεοί. Ξέρω πως είναι. Αλλιώς πως θα να μπαίνατε στον κόπο να με βρείτε, αν δε σας έσπρωχναν θεϊκή διαταγή και ανάγκη; Γη πατρική μου και θεοί, που όλα τα βλέπετε από πάνω, αν με λυπάστε και με νιώθετε, εκδικηθείτε, τιμωρείστε τους, όλοι μαζί να το πληρώσουν. Εγώ έτσι κι αλλιώς είμαι χαμένος. Ας ήταν να τους έβλεπα να τους σκορπάει ο άνεμος σαν κουρνιαχτό κι αμέσως θα γινόμουνα καλά, θα γιατρευόμουν.

 

ΧΟΡΟΣ

Πικρή οργή, βαριές κατάρες ξεστομίζει τούτος, και δεν το βάζει κάτω, Οδυσσέα!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Θα 'χα πολλά να του απαντήσω, μα δε με παίρνει η ώρα. Τούτο θα πω μονάχα. Όπου υπάρχει ανάγκη, εγώ είμαι παρών. Κι όσο κι αν ψάξεις για δίκαιους άντρες κι αγαθούς μέσα στον κόσμο δε θα βρεις από μένα τον καλύτερο. Και το ζητάει η ψυχή μου να θέλω να νικάω παντού. Για σένα δε με νοιάζει. Παραιτούμαι. Δε θα παρακαλέσω κιόλας! Μην τον κρατάτε, παρατάτε τον. Ας τον να κάτσει. Δεν τον έχουμε ανάγκη, μια κι έχουμε τα όπλα. Ας είν' καλά ο Τεύκρος που στο σημάδι είναι άπιαστος, αλλά κι εγώ δεν είμαι δα πρωτάρης στη σαΐτα κι ούτε κατώτερός σου. Τι ανάγκη σ' έχουμε, λοιπόν; Κάτσε να χαίρεσαι τη Λήμνο. Κι αντί για σένα τις δόξες και τιμές τις παίρνω εγώ.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αχ, τι μπορώ να κάνω; Ώστε θα πας μπρος στους Αργείους, κρατώντας τα δικά μου όπλα;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Να λείπουνε τα λόγια. Φεύγω κιόλας.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Και συ, παιδί του Αχιλλέα, δε λες κουβέντα; Έτσι μουγκός θα φύγεις;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Προχώρα εσύ, μην κοντοστέκεις. Να μη σε πιάσει το φιλότιμο και μας χαλάσεις τη δουλειά.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Και σεις, ξένοι, έτσι έρμο θα μ' εγκαταλείψετε; Δε με λυπάστε;

 

ΧΟΡΟΣ

Εμείς, λέμε ό,τι σου λέει το παιδί που είναι ο αρχηγός μας.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Βέβαια, εγώ θα 'χω ν' ακούσω, πως λύγισα από λύπηση γι' αυτόν. Όμως εσείς καθίστε αν το θέλει, ώσπου οι ναύτες να σηκώσουν τα πανιά και να προσευχηθούνε στους θεούς. Στο μεταξύ, μπορεί να το σκεφτεί καλύτερα, για το καλό όλων μας. Πάμε εμείς τώρα, και μόλις σας φωνάξουμε, βιαστείτε.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Κούφια, ζεστή και παγερή σπηλιά μου, βλέπεις πως το 'φερε η μοίρα να γίνεις τάφος μου; Πέτρα, που μούσκεψες από τον πόνο, που να σταθώ, με άδεια χέρια πως θα ζήσω; Πουλιά, καλά πουλιά μου, χαμηλώστε και πετάτε ελεύθερα, μη με φοβάστε πια.

 

ΧΟΡΟΣ

Εσύ μοναχός σου το θέλησες, βαριόμοιρε, κανένας άλλος. Στο χέρι σου ήταν να διαλέξεις καλύτερη τύχη απ' αυτήν.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πάει, είμαι ξεγραμμένος, μόνος μου, ολομόναχος, θα περιμένω να πεθάνω. Ούτε ψωμί, ούτε πουλιά, ούτε σαΐτες, με άδεια χέρια. Με πλάνεψε ο δόλος, τα ψεύτικα λόγια, τα γλυκά, μου πήραν το μυαλό. Ευχή - κατάρα όποιος το 'κανε να το 'βρει απ' το θεό.

 

ΧΟΡΟΣ

Ήταν θέλημα θεού, εμείς σε τίποτα δε φταίξαμε, και κράτα τις κατάρες σου γι' αλλού. Γιατί εγώ πασχίζω να σου σταθώ σα φίλος.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τώρα στ' ακροθαλάσσι θα χαχανίζει παιζογελώντας με τα τόξα μου, που άλλος κανείς δεν άγγιξε. Αχ, λατρευτό καμάρι μου, που σε κρατάει σιχαμένο χέρι, το νιώθεις πως δε σε χαϊδεύει ο πιστός ο φίλος του Ηρακλή; Για πάντα σ' έχω χάσει! Πως το βαστάς να σε κρατάει το χέρι το ελεεινό που με θανάτωσε!

 

ΧΟΡΟΣ

Το δίκιο, βέβαια, πρέπει να λέγεται, μα πρέπει να το λες με τρόπο, κι όχι με γλώσσα άγρια και πικρή. Κι εκείνος, τι είναι ; Ένας μεσ' στους πολλούς, που τον διατάξανε και τα κατάφερε, για το συμφέρον όλων μας.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πουλιά κι αγρίμια με τ' αστραφτερά τα μάτια, που σας ταΐζουνε τα ξεροβούνια να μη σας σκιάζει πια η βραχοσπηλιά μου, γιατί δεν έχω να τεντώνω ο δόλιος το δοξάρι. Ελεύθερο να είναι το πέρασμα κι άφοβο το πάτημά σας. Κοπιάστε, κάντε όρεξη, χορτάστε με τις σάρκες μου που χόρταιναν με τις δικές σας. Προφτάστε, γιατί όπου να 'ναι πεθαίνω. Πώς να ζήσω; Ποιος ζει με τον αέρα μοναχά;

 

ΧΟΡΟΣ

Για το θεό, αν κάτι ακόμα σέβεσαι, άσε με να σ' ανοίξω την καρδιά μου, ο ξένος.

Είναι στο χέρι σου απ' το μαρτύριο να γλιτώσεις. Και μην αφήνεις άλλο την αχόρταγη αρρώστια σου να σε παιδεύει.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Γιατί με τυραννάς; Γιατί το κάνεις αυτό; Αφού με συμπονάς, τι μου θυμίζεις πάλι την αρρώστια;

 

ΧΟΡΟΣ

Γιατί το λες αυτό;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Γιατί ελπίζεις μαζί σου να με πάρεις, στην αναθεματισμένη Τροία.

 

ΧΟΡΟΣ

Αυτό για μένα είναι το καλύτερο.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Φευγάτε αμέσως από δω!

 

ΧΟΡΟΣ

Μετά χαράς, καλά το λες. Εμείς άλλο που δε θέλαμε. Πάμε να φύγουμε. Πάμε για το καράβι, στη δουλειά μας.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Όχι, για το θεό. Μη φεύγεις. Έλα σε παρακαλώ.

 

ΧΟΡΟΣ

Ηρέμησε.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μείνετε, ξένοι, για το θεό.

 

ΧΟΡΟΣ

Τι φωνάζεις;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αχ, αχ. Χάθηκα ο ταλαίπωρος! Δαίμονα, δαίμονα! Αχ, πόδι μου, ποδάρι μου. Τι έχω να τραβήξω ακόμα, πως θα το περάσω; Ξαναγυρίστε, ξένοι!

 

ΧΟΡΟΣ

Τι να κάνουμε; Μπας κι άλλαξες πάλι γνώμη τώρα;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μη μου κακιώνετε, ο νους μου παραδέρνει, και δεν ξέρω τι λέω.

 

ΧΟΡΟΣ

Προχώρα, ταλαίπωρε, κάνε όπως σου λέμε.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ποτέ, ποτέ! Στο λέω μια και καλή. Φωτιά κι αστροπελέκι να πέσει να με κάψει. Στο διάβολο το Ίλιον κι αυτοί που με πετάξανε δω πέρα. Ωστόσο, ξένοι, κάντε μου μια χάρη.

 

ΧΟΡΟΣ

Τι θες;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δώστε μου κάτι. Ένα μαχαίρι, ένα σπαθί, ένα βέλος.

 

ΧΟΡΟΣ

Τι να το κάνεις;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Να κομματιάσω το κορμί μου. Να σφαγώ. Να ζω δε θέλω.

 

ΧΟΡΟΣ

Γιατί;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Για να 'βρω τον πατέρα μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Που να τον βρεις;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Στον Άδη! Δεν μπορεί να ζει ακόμα. Πατρίδα, σπίτι μου, πώς να σε ξαναδώ, ο άθλιος που παράτησα τ' άγια χώματά σου, για να βοηθήσω μισητούς εχθρούς. Τώρα εγώ πια τίποτα δεν είμαι.

 

ΧΟΡΟΣ

Τώρα εγώ θα ήμουν κιόλας στο καράβι, άμα δεν έβλεπα τον Οδυσσέα, να 'χει από κοντά το γιό του Αχιλλέα να 'ρχονται κατά δω.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ούτε μια λέξη; Γιατί ξαναγυρνάς εδώ, τι σ' έπιασε;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Θέλω την ατιμία να επανορθώσω.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τρελλάθηκες; Ποια ατιμία;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Με το ν' ακούσω εσένα και τους στρατηγούς…

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τι έκανες εσύ που να μη σου ταιριάζει;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Με πρόστυχες απάτες και με δόλο, πρόδωσα τον άνθρωπο.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τι 'πες; Μην πας να κάνεις καμιά κουταμάρα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τίποτα τέτοιο, μόνο στο γιο του Ποίαντα…

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Με πιάνει σύγκρυο. Τι μελετάς;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αυτά τα τόξα που του πήρα, σ' αυτόν πάλι…

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Όχι! Μην πεις πως σκέφτεσαι να του τα ξαναδώσεις…

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Θα του τα ξαναδώσω. Του τα 'χω αρπάξει άτιμα.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Για το θεό! Πες μου πως αστειεύεσαι!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αν είν' αστείο να λέμε την αλήθεια.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Τι λες, παιδί του Αχιλλέα; Τι ξεστόμισες;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αν θες, στο λέω και δυο και τρεις φορές.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δε θα 'θελα να το 'χω ακούσει ούτε μία.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Εγώ, λοιπόν, ό,τι είχα να πω το είπα.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Υπάρχει κάποιος που θα σ' εμποδίσει.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι 'πες; Ποιος είναι που θα μου τ' απαγορέψει;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Είναι ο στρατός των Αχαιών, μαζί μ' αυτούς κι εγώ.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μπορεί να είσαι σοφός, μα τώρα τίποτα σοφό δε λες.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Εσύ όμως ούτε λες, ούτε και κάνεις το σωστό.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αν είναι δίκιο αυτό που κάνω, είναι πιο πάνω από τις σοφές σου τις εξυπνάδες.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δίκιο το λες εσύ, αυτά που πήρες με το δικό μου το μυαλό, να τα γυρίσεις πίσω;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Εμένα εκείνο που με καίει είναι να ξεπληρώσω την αμαρτία που 'καμα εγώ.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Και το στρατό των Αχαιών δεν τόνε λογαριάζεις;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αφού έχω δίκιο, δε με νοιάζει ο στρατός σου.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Εγώ όμως είμαι εδώ. Δε με φοβάσαι εμένα;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ούτε το χέρι σου μπορεί να μ' εμποδίσει.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Δηλαδή, δεν πολεμάμε πια τους Τρώες, αλλά εσένα.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Κι αυτό ακόμα.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Το βλέπεις το δεξί μου χέρι στη λαβή;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Κάνω το ίδιο. Μπρος, δοκίμασε!

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Πάει καλά, σ' αφήνω. Βάλε με το νου σου, τι σε περιμένει σα θα τα καταγγείλω στο στρατό.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τώρα μάλιστα! Κι αν συνεχίσεις να 'σαι φρόνιμος, μπορεί να ξεμπερδέψεις δίχως κλάματα. Γιε του Ποίαντα, σε σένανε μιλάω, Φιλοκτήτη, βγες έξω από την πέτρινη σπηλιά σου.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τι είναι τούτες οι φασαρίες πάλι; Τι με φωνάζετε να βγω; Ξένοι, τι άλλο θέλετ' από μένα; Τι να 'χετε στο νου σας; Κι άλλα κακά μαντάτα;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μην έχεις φόβο, κι άκου τι ήρθα να σου πω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Φοβάμαι! Αφού κακόπαθα πιο πριν που 'δωσα πίστη στα γλυκά σου λόγια.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Και δεν μπορεί κανείς να μετανιώσει;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Στα λόγια, τέτοιος ήσουνα και πριν, όταν μου έκλεβες τα όπλα. Διπλοπρόσωπος.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δεν είμαι πια. Τώρα, για πες μου. Θέλεις ακόμα να μείνεις, υποφέροντας εδώ, ή να 'ρθεις στο καράβι;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ούτε κουβέντα! Στο βρόντο θα μιλήσεις.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Έτσι αποφάσισες;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πέρα για πέρα!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τώρα θέλω να με πιστέψεις. Κι άμα νομίζεις πως δεν έχω δίκιο, σταματάω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ό,τι και να μου πεις, χαμένο. Όχι, δε θα σε συγχωρήσω, εσένα, που μου πήρες τη ζωή κι έρχεσαι να με συμβουλέψεις κι από πάνω παλιόπαιδο, από λαμπρό πατέρα! Να χαθείτε! Κι Ατρείδες κι Οδυσσέας και συ!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Φτάνουν οι κατάρες. Πάρε απ' το χέρι μου τα τόξα.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τι είπες; Μου στήνεις δεύτερη παγίδα;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Μα το θεό, πάρτα, στ' ορκίζομαι.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αχ, με σκλαβώνεις, αν το λες αλήθεια.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Άπλωσε το δεξί σου χέρι και ξαναπάρε τα όπλα σου.

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Μάρτυς μου ο θεός, εγώ τ' απαγορεύω, υπέρ των Ατρειδών και του στρατού.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ποιος μίλησε, παιδί μου; Ακούω τον Οδυσσέα;

 

ΟΔΥΣΣΕΑΣ

Ακούς καλά. Εγώ που βλέπεις. Και με τη βία θα σε πάω στην Τροία, θέλει δε θέλει τούτος δω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δε θα σου γίνει η χάρη, άμα σηκώσω αυτό το τόξο.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Όχι, για το θεό, μη σημαδεύεις.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μη με εμποδίζεις, μη μου κρατάς το χέρι.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δε θα σ' αφήσω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αχ, γιατί δεν μ' αφήνεις να τον σκοτώσω;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Δε θα 'τανε καλό, ούτε για μένα, ούτε για σένα.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Τουλάχιστον τώρα, μπόρεσες να δεις τι σόι είναι κάτι τέτοιοι αρχηγοί μεσ' στον στρατό. Λαγοί στην μάχη και θεριά στα λόγια.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Ας είναι. Τώρα πια που βαστάς τα τόξα, δεν έχεις παράπονο, δε μου κρατάς θυμό.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Όπως το λες. Απόδειξες πως είσαι από τρανή γενιά κι όχι του Σίσυφου, μα του Αχιλλέα, που 'χει τιμή και ζωντανός και πεθαμένος.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Όμως για λίγο θέλω να μ' ακούσεις. Ξέρω πως είναι ανάγκη να υπομείνουμε ό,τι μας στέλνουν οι θεοί. Όσοι όμως με τη θέλησή τους υποφέρουν, όπως εσύ, είν' ασυγχώρητοι, κανείς δεν τους λυπάται. Εσύ όμως αγριεύεις, δε σηκώνεις κουβέντα αν κάποιος θέλει να βοηθήσει, τον αποπαίρνεις σαν εχθρό. Πρόσεξε τι σου λέω, και βάλτα καλά στο μυαλό σου.

Αν υποφέρεις, είν' από θεού, απ' το ιερό σπιτόφιδο της Χρύσης. Και μάθε πως δεν θα γιατρευτείς ποτέ, όσο ο ήλιος βασιλεύει κι ανατέλλει, προτού με τη δική σου θέληση δεχτείς να 'ρθεις στην Τροία, για να σε θεραπέψουν τα παιδιά τ' Ασκληπιού. Κι ύστερα με τα τόξα αυτά, μαζί με μένα, το κάστρο τ' άσπαρτο θα πάρεις. Πιάσαμε αιχμάλωτο τον Έλενο, το μάντη, και το είπε καθαρά, πως πρέπει αυτό να γίνει για να παρθεί μέσα στο καλοκαίρι, ολόκληρη η Τροία. Και δίνει να του κόψουν το κεφάλι, αν πέφτει έξω. Τώρα, τα ξέρεις όλα. Έλα μαζί αν θέλεις. Είναι μεγάλο κέρδος, αφού σ' έχουν ανάμεσα στους πρώτους απ' τους Έλληνες. Έτσι και την υγειά σου θα βρεις, και δόξα θ' αποχτήσεις παίρνοντας την Τροία.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Άχαρη ζωή π' ανάθεμά σε, τι με κρατάς ακόμα μεσ' στον κόσμο και δε μ' άφηνες να πάω στον Άδη; Τι να κάνω ο κακόμοιρος, πώς να μην τον εμπιστευτώ που έτσι καλόγνωμα με παραστέκει; Πάλι, να υποχωρήσω; Με τι πρόσωπο θα βγω στον κόσμο; Με τι όνομα; Πως με τα μάτια που 'χουν δει τα μύρια όσα, θ' κάτσω μαζί με τους γιούς του Ατρέα που με παραμερίσανε; Παρέα με την κακογέννητη πανούκλα του Λαέρτη.

Γιατί δε μου ξεσκίζουν την καρδιά μόνο τα περασμένα μα κι όσα ακόμα, ως βλέπω, μέλλεται να πάθω. Από κείνους που είναι από τη φύτρα τους κακοί, μόνο κακό να περιμένεις. Αλλά παραξενεύομαι με σένα. Όχι μόνο δεν έπρεπε να πας στην Τροία ποτέ, αλλά και μένα να εμποδίσεις, αφού σε πρόσβαλαν άτιμα και δε σου δώσανε τα όπλα του πατέρα σου - κι αντί στον Αίαντα το μακαρίτη τα δώσαν του Οδυσσέα. Κι ύστερα απ' όλα αυτά, παίρνεις το μέρος τους και θες και μένα ν' αναγκάσεις, να το κάνω! Άστο παιδί μου. Και κράτα την υπόσχεσή σου να με πας στο σπίτι. Γύρνα και συ στη Σκύρο κι άσε τους αυτούς να παν στον άνεμο. Διπλή χάρη θα στο χρωστάμε κι εγώ κι ο πατέρας σου. Έτσι μονάχα θα τους αποδείξεις πως δεν είσαι φτιαγμένος για να τους μοιάσεις.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Καλά τα λες, μα θέλω αν πιστεύεις στους θεούς, σα φίλο να με λογαριάζεις και να 'ρθεις μαζί μου.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μα θες στ' αλήθεια να με πας στην Τροία και στου Ατρέα τα μισητά παιδιά, μ' αυτό το σάπιο μου ποδάρι;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Σ' εκείνους που μπορούν να σε γιατρέψουν.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μα, τέλος πάντων, τι πράμα φοβερό μου λες να κάνω;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αυτό που είναι το καλύτερο για σένα και για μένα.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Και δε θα ντρέπεσαι μπρος στους θεούς γι' αυτά που λες;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Γιατί να ντρέπεται κανείς μπρος στο συμφέρον;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Μιλάς για το συμφέρον το δικό μου ή των Ατρειδών;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Για το δικό σου. Είμαι φίλος σου γι' αυτό το λέω.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Αφού πας να με προδώσεις στους εχθρούς, πως είσαι φίλος;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Φίλε μου, μάθε να μην είσαι τόσο πεισματάρης.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Έτσι που μου τα λες, το ξέρω, πας να με καταστρέψεις.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Όχι, τουλάχιστον εγώ, δεν θέλεις να το καταλάβεις;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Γιατί; Μήπως δε μ' εξορίσαν οι Ατρείδες;

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Βλέπεις όμως πως τώρα θέλουν να σε σώσουν.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ποτέ μου με τη θέλησή μου δε θα δω την Τροία.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι μπορώ να κάνω τώρα, αφού όσο κι αν πασκίζω εσύ δεν παίρνεις από λόγια; Δε λέω τίποτ' άλλο. Ζήσε όπως ζεις. Χωρίς να έχεις ελπίδα να σωθείς.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Άσε να τα τραβάω αυτά που πρέπει να περνάω. Όμως αυτό που μου υποσχέθηκες, σαν μου 'δινες το χέρι να με πας στο σπίτι, καν' το γρήγορα, και μην ξαναμιλήσεις για την Τροία. Γιατί πολύ, πάρα πολύ μου 'χει στοιχίσει.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Αν το νομίζεις, πάμε.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Να μια καλή κουβέντα!

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Στηρίξου επάνω μου.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Βάζω τα δυνατά μου.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Και τώρα πως γλιτώνω εγώ από τους Αχαιούς;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Να μη σε νοιάζει.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι κάνω αν μου καταστρέψουνε τη χώρα;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Εγώ θα σε βοηθήσω.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Πως μπορείς εσύ να με βοηθήσεις;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Με τα βέλη του Ηρακλή.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Τι;

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Δεν θα τους αφήσω να ζυγώσουν.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Φίλα λοιπόν το χώμα. Πάμε.

 

ΗΡΑΚΛΗΣ

Όχι, προτού ακούσεις, γιε του Ποίαντα. Βλέπεις κι ακούς τον Ηρακλή μπροστά σου. Άφησα το ουράνιο σπίτι μου για χάρη σου, για να σου πω, πως είναι θέλημα του Δία, να μην το κάνεις τούτο το ταξίδι. Άκου λοιπόν προσεχτικά:

Πρώτα την τύχη τη δική μου θα θυμίσω. Όσα κι αν είχα υποφέρει και κουράστηκα, είχα, όπως ξέρεις, αθάνατη δόξα. Είναι στο πεπρωμένο σου και συ να πάθεις και να δοξαστείς. Θα πας στην Τροία, μ' αυτόν εδώ τον άντρα. Αφού θα σε γιατρέψουν, θα σκοτώσεις με τα τόξα σου τον Πάρη, που ήταν αιτία γι' αυτές τις συμφορές. Την Τροία θα την κυριεύσεις. Τα λάφυρα που θα κερδίσεις από το στρατό για την ανδρεία σου, θα τα στείλεις στον πατέρα σου στην Οίτη. Κι όσα θα χαρίσουν σε σένα οι αρχηγοί θα τα φέρνεις προσφορά απ' τα τόξα μου στον τόπο που πέθανα με τη φωτιά.

Και σε σένα, γιε του Αχιλλέα, λέω: Ούτε εσύ χωρίς αυτόν, μήτε κι αυτός χωρίς εσένα, θα καταφέρετε να πάρετε την Τροία. Αλλά σαν δυο λιοντάρια μονιασμένα, θα φυλάει ο ένας τον άλλο. Και γω στο Ίλιον θα στείλω τον Ασκληπιό να σε γιατρέψει απ' την αρρώστια, Φιλοκτήτη. Είναι γραφτό, πάλι με τα δικά μου τόξα να πέσει η Τροία. Μα να 'χετε το νου σας! Όταν την κυριεύετε να σεβαστείτε τους θεούς. Αυτό είναι για το Δία το κυριότερο. Γιατί η ευσέβεια δε χάνεται μαζί με τους θνητούς. Πάντα υπάρχει, είτε πεθαίνουν είτε ζουν.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Ω, Λόγε, πολυπόθητε, που φανερώθηκες σε μένα μετά από τόσα χρόνια, ό,τι μου είπες θα το κάνω.

 

ΝΕΟΠΤΟΛΕΜΟΣ

Κι εγώ το ίδιο.

 

ΗΡΑΚΛΗΣ

Λοιπόν, βιαστείτε για ταξίδι. Καθάριος είναι ουρανός κι ο αέρας πρίμος.

 

ΦΙΛΟΚΤΗΤΗΣ

Πάω! Να χαιρετήσω αυτόν τον τόπο μου! Σε χαιρετώ, σπηλιά που με προστάτεψες και σεις νεράιδες μου της θάλασσας, κύμα βουερό κι άχνη του αφρού που μούσκευες βαθιά βαθιά το βράχο μου, με τους βοριάδες και με το νοτιά. Βουνό που αντιλαλούσες με τους στεναγμούς, σαν τυραννιόμουν απ' τους πόνους. Πηγές και νερομάνες με τα κρύα νερά, τώρα, που έτσι ανέλπιστα θα φύγω, έχετε γεια. Σε χαιρετώ νησί της Λήμνου μη μου παραπονιέσαι που σ' αφήνω, μα δώσ' μου ευχή - να έχουμε καλό ταξίδι - για κει που η μοίρα μου, οι φίλοι κι ο παντοδύναμος θεός, όρισαν.

 

ΧΟΡΟΣ

Πάμε λοιπόν κι εμείς μαζί αφού προσευχηθούμε στις νύμφες τις θαλασσινές να μας βοηθήσουν να γυρίσουμε στα σπίτια μας.




 

ΤΕΛΟΣ