Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ ΕΝ ΤΑΥΡΟΙΣ

 415 π.Χ.

 

ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

ΟΡΕΣΤΗΣ

ΠΥΛΑΔΗΣ

ΧΟΡΟΣ

ΒΟΥΚΟΛΟΣ

ΘΟΑΣ

ΑΓΓΕΛΟΣ

ΑΘΗΝΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ

Η Ιφιγένεια, που όλοι τη θεωρούσαν θυσιασμένη στην Αυλίδα, είχε μεταφερθεί με ένα σύννεφο από την Άρτεμη στο ναό της στην Ταυρίδα, όπου είχε γίνει ιέρεια της θεάς. Εκεί μετά από χρησμό του Απόλλωνα, φτάνουν ο αδελφός της Ορέστης και ο φίλος του Πυλάδης, για να πάρουν το άγαλμα της θεάς και να το μεταφέρουν στην Αθήνα. Όμως συλλαμβάνονται και σύμφωνα με τους νόμους που ίσχυαν σε αυτή τη χώρα έπρεπε να θυσιαστούν στο ναό της Άρτεμης. Εκεί γίνεται η συνάντηση των δυο αδελφών, που δεν γνώριζαν ο ένας την άλλη, και αποφασίζουν με ένα τέχνασμα να φύγουν μαζί για την Ελλάδα.

 

(Η Ιφιγένεια μπροστά στο ναό της Άρτεμης)

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ο Πέλοπας ο γιος του Τάνταλου, όταν έφτασε στην Πίσα, τρέχοντας με το γρήγορο άρμα του, παντρεύτηκε την κόρη του Οινόμαου, με την οποία έκανε τον Ατρέα. Παιδιά δε του Ατρέα ήταν ο Μενέλαος και ο Αγαμέμνονας. Απ' αυτόν γεννήθηκα εγώ, η Ιφιγένεια, κόρη της Κλυταιμνήστρας. Και στον Εύριπο με τα νερά που γυρίζουν ανάλογα με τους άνεμους που φυσάνε, εκεί με έσφαξε ο πατέρας μου, θυσία στην Άρτεμη, εξ αιτίας της Ελένης. Εκεί είχε συνάξει ο Αγαμέμνονας ελληνικό στόλο από χίλια καράβια, για να πάει να καταλάβει την όμορφη Τροία και να πάρουν εκδίκηση οι Αχαιοί για τον υβρισθέντα γάμο, και να φέρει την Ελένη, και να δώσει χαρά στο Μενέλαο. Αλλά επειδή δεν μπορούσε να ταξιδέψει γιατί δεν φυσούσε καθόλου άνεμος, έκανε θυσία, και ο Κάλχας ο μάντης, είπε αυτά τα λόγια:

"Ω αρχηγέ της Ελλάδας, Αγαμέμνονα, δεν θα φύγουν τα καράβια από τη στεριά, αν η Άρτεμη δεν πάρει θυσία την κόρη σου την Ιφιγένεια. Γιατί υποσχέθηκες να δώσεις στην Άρτεμη ό,τι πιο όμορφο βλαστήσει αυτό το χρόνο, και ορκίστηκες γι' αυτό. Λοιπόν, η κόρη σου, που γέννησε η Κλυταιμνήστρα εκείνη τη χρονιά που έκανες τον όρκο, - αυτή είναι το πιο όμορφο βλαστάρι. Και πρέπει να τη θυσιάσεις".

Τότε με πονηριά του Οδυσσέα με πήραν από την μητέρα μου, τάχα να παντρευτώ τον Αχιλλέα και αφού ήλθα στην Αυλίδα, η δύστυχη, με έβαλαν στο βωμό, και τότε η Άρτεμη με άλλαξε, και στη θέση μου έδωσε ένα ελάφι να θυσιάσουν οι Αχαιοί, και εμένα μέσα σε ένα λαμπρό σύννεφο με οδήγησε εδώ στην χώρα των Ταύρων που βασιλεύει βάρβαρος βασιλιάς σε βάρβαρο λαό, ο Θόας, που είναι τα πόδια του γρήγορα σαν φτερά και το όνομά του το πήρε από αυτό το χάρισμα που έχει. Αυτός, ιέρεια με έβαλε σε αυτό το ναό για να κρατώ το νόμο της θεάς και να την ευχαριστώ. Αλλά στις γιορτές - που μόνο το όνομα έχουν όμορφο - φοβάμαι τη θεά και δεν μιλώ. Γιατί πρέπει να θυσιάζω στην Άρτεμη, σύμφωνα με το νόμο, όποιον Έλληνα πατήσει εδώ το πόδι του για εξαγνισμό. Αυτό το αναλαμβάνουν άλλοι να το κάνουν. Απερίγραπτα είναι αυτά που γίνονται μέσα στο ναό.

Τώρα, όσα όνειρα μου έφερε η Νύχτα θα πω στον Ήλιο για να τα ξορκίσω. Είδα στον ύπνο μου πως απαλλάχθηκα από τα εδώ καθήκοντά μου. Πως είχα πάει στο Άργος, και κοιμόμουν στα κοριτσίστικα δωμάτια στο παλάτι μας, και έγινε τότε ένας δυνατός σεισμός και εγώ έτρεξα έξω. Όταν σταμάτησα είδα να πέφτει το δωμάτιο, με τη στέγη του, κάτω στο χώμα. Μόνο ένα δοκάρι μου φάνηκε ότι έμεινε όρθιο που έβγαλε ξανθά μαλλιά και μετά μίλησε. Κι εγώ, κάνοντας ό,τι κάνω εδώ στο ναό, το ράντιζα κλαίγοντας και το ετοίμαζα για θυσία.

Αυτό το όνειρο εγώ έτσι το εξηγώ: Ο Ορέστης πέθανε, αυτόν ράντιζα! Γιατί τα αγόρια είναι τα δοκάρια των σπιτιών και γιατί όλοι όσοι ραντισθούν από εμένα, πεθαίνουν. Δεν μπορώ να συσχετίσω το όνειρο με άλλον συγγενή μου. Γιατί ο Στρόφιος δεν είχε γιο όταν εγώ χανόμουν. Τώρα λοιπόν σκέφτομαι, να προσφέρω χοές για τον παρόντα - απόντα αδερφό μου, Αυτό μπορώ να κάνω. Θα το κάνω μαζί με τις Ελληνίδες γυναίκες που μου έδωσε ο βασιλιάς για να με βοηθάνε. Αλλά γιατί δεν έχουν έρθει ακόμα; Ας πάω μέσα στο ναό της θεάς να τις περιμένω.

 

(Η Ιφιγένεια μπαίνει μέσα. Προβάλλουν προσεκτικά ο Ορέστης με τον Πυλάδη)

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Για κοίτα προσεκτικά, μήπως είναι κανένας άνθρωπος στο δρόμο.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Κοιτάω. Γυρίζω παντού το βλέμμα μου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πυλάδη, σου φαίνεται αυτός ο ναός να είναι της θεάς στην οποία στείλαμε από το Άργος το ιερό πλοίο;

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Ναι, Ορέστη. Και συ πρέπει να συμφωνείς.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και ο βωμός. Πρέπει να έγινε θυσία Έλληνα εδώ.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Είναι γεμάτος αίματα και υπάρχουν ξανθές τρίχες.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και από πάνω βλέπεις, έχει κρεμασμένα τρόπαια.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Είναι τα κεφάλια των θυσιασμένων ξένων. Πρέπει να κοιτάμε καλά γύρω μας, να προσέχουμε.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ω Φοίβε, σε ποια παγίδα με έφερες με το χρησμό σου, επειδή σκότωσα τη μητέρα μου για του πατέρα μου το φόνο, ήρθαν οι Ερινύες και με κυνηγούν και με διώχνουν από όποιον τόπο πάω. Γύρισα πολλά μέρη, και ήρθα στο μαντείο σου για να σε ρωτήσω πως θα δώσω τέλος στα δεινά μου να μην παιδεύομαι πια γυρνώντας στην Ελλάδα… Εσύ μου είπες να έρθω εδώ στην Ταυρική γη, όπου η Άρτεμη η αδελφή σου έχει εδώ ναό, να πάρω το άγαλμα της θεάς, το οποίο λένε ότι έπεσε από τον ουρανό σε αυτόν εδώ το ναό και να το πάω, είπες, με όποιον τρόπο μπορώ στη γη των Αθηναίων, να το αφιερώσω. Και με αυτόν τον τρόπο θα βρω ανάπαυση από τις ενοχές μου.

Εγώ επειδή πίστεψα στα λόγια σου ήρθα εδώ σε άγνωστη χώρα, αφιλόξενη.

Πυλάδη - εσύ που είσαι σύντροφος στις συμφορές μου - σε ρωτάω, τι θα κάνουμε τώρα; Οι τοίχοι του ναού και από τα δύο μέρη είναι ψηλοί. Βλέπεις; Σε ποιο δωμάτιο να μπούμε; Πως θα περάσουμε απαρατήρητοι; Ή να σπάσουμε με λοστούς τις χάλκινες κλειδαριές, οι οποίες δεν ξέρουμε που οδηγούν; Αν όμως αφού ανοίξουμε τις πύλες συλληφθούμε καθώς μπαίνουμε, θα θανατωθούμε. Αλλά πριν πεθάνουμε, λέω να φύγουμε με το ίδιο καράβι που ήρθαμε.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Δεν είναι σωστό να φύγουμε, δεν το συνηθίζουμε. Και μην κατηγορείς τον χρησμό του θεού. Πρέπει να απομακρυνθούμε από το ναό και να κρυφτούμε σε σπηλιά που τη φτάνει το μαύρο κύμα μακριά από το καράβι, μήπως όταν το δουν το πουν στο βασιλιά και μας συλλάβουν. Όταν όμως έρθει το βράδυ τότε θα αποτολμήσουμε να πάρουμε το άγαλμα από το ναό με κάποιο τέχνασμα.

Κοίτα, ανάμεσα στα γλυπτά υπάρχει χώρος να κρυφτούμε. Οι δυσκολίες είναι για τους τολμηρούς, οι δειλοί δεν κάνουν τίποτα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν ήρθαμε από τόσο μακριά κωπηλατώντας για να γυρίσουμε πίσω άπρακτοι. Καλά είπες, με έπεισες. Πρέπει να προχωρήσουμε να κρυφτούμε σε μια ρωγμή. Δεν θα πέσει σε αχρηστία ο χρησμός του θεού. Πρέπει να τολμήσουμε. Γιατί κανένας μόχθος δεν κουράζει τους νέους.

 

(Ο Ορέστης και ο Πυλάδης φεύγουν να κρυφτούν. Έρχεται ο Χορός, βγαίνει η Ιφιγένεια)

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

(Τραγουδά)

Κρατήστε άγια σιωπή όσοι κατοικείτε στους δυο αντικρυστούς βράχους της θάλασσας.

Ω Παρθένα κόρη της Λητώς! Θεά των βουνών, Δίκτυννα, στον ναό σου τον όμορφο και χρυσοστόλιστο σέρνομαι και στα άγιά σου, άγιο πόδι πατάω. Γιατί εγώ είμαι δούλα σου από τότε που άφησα τους παράδεισους της πατρίδας μου της Ελλάδας και τους πύργους της για να έρθω εδώ στο ναό σου!

 

ΧΟΡΟΣ

Έφτασα. Τι συμβαίνει; Τι σκέφτεσαι; Γιατί με προσκάλεσες και μ' έφερες μπροστά στο ναό, κόρη αυτού που μάζεψε χίλια καράβια - του ξακουστού Ατρείδη, και πήγε και κατέλαβε τα φημισμένα κάστρα της Τροίας;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ω εσείς ακόλουθοί μου πιστές, Βρίσκομαι σε θρήνους αθρήνητους, σε βογγητά, σε μοιρολόγια. Με βρήκαν βαριές δυστυχίες, κλαίω για τη ζωή του αδερφού μου γιατί είδα κακό όνειρο! Χάνομαι, χάνομαι! Δεν υπάρχει πια ο πατρικός μου οίκος. Αλίμονο. Συμφορές χτύπησαν το Άργος. Πικρή μοίρα! Πήρες τον μοναδικό αδερφό μου και τον έστειλες στον Άδη. Γι' αυτόν εγώ στέλνω χοές θα τις χύσω για να τιμήσω τον σκοτωμένο. Δέξου τες Γη. Γάλα από αγελάδες των βουνών, κρασί του ευλογημένου Βάκχου και μέλι από ξανθές μέλισσες. Αυτά γλυκαίνουν τους νεκρούς. Έλα δώσε μου την χρυσή κούπα και τις σπονδές για τον Άδη.

Ω βλαστάρι του Αγαμέμνονα σαν σε νεκρό σου στέλνω αυτές τις σπονδές. Δέξου τες. Γιατί στον τάφο σου δεν θα μπορέσω να έρθω να κλάψω με τα χρυσά μαλλιά μου λυμένα. Βρίσκομαι εδώ τόσον καιρό, μακριά από την πατρίδα, και εσείς με θεωρείτε θυσιασμένη τη δύστυχη.

 

ΧΟΡΟΣ

Κι εγώ η πιστή σου συντρόφισσα, ω δέσποινα, θα αρχίσω ασιατικό τραγούδι με βαρβαρική ηχώ, τραγούδι θανάτου που αρέσει στους πεθαμένους, αντίθρηνο στους δικούς σου θρήνους.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αλίμονο, ανάκτορα των Ατρειδών, χάθηκε η λάμψη των σκήπτρων σου, η προγονική. Μεγάλες συμφορές έπεσαν πάνω στο όμορφο Άργος και στους βασιλιάδες του. Σε καταδυναστεύουν τα άλογα του Πέλοπα. Άλλαξε και το βλέμμα του ήλιου και αλλού κοιτάει τώρα. Αχ, του χρυσόμαλλου αρνιού η κατάρα έφερε συμφορές στο παλάτι. Οδύνη πάνω στην οδύνη και φόνος πάνω στο φόνο. Ω η εκδίκηση των Τανταλιδών των σκοτωμένων κακό φέρνει στην ίδια τους τη γενιά.

 

ΧΟΡΟΣ

Πάνω σου πέφτει με λύσσα μεγάλη η Μοίρα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Η μαύρη μου μοίρα! Από την αρχή! Από την κοιλιά της μάνας μου οι θεές Μοίρες μου σφίγγουν τη ζωή μου. Σ' εμένα. Το πρωτογέννητο λουλούδι του σπιτιού. Αχ μάνα μου δύστυχη κόρη της Λήδας, έγινα σφάγιο για την άγρια έπαρση του πατέρα μου, γι' αυτό με γέννησες, γι' αυτό με μεγάλωσες για να με θυσιάσουν. Πάνω σε γρήγορα άλογα στα ακρογιάλια της Αυλίδας με σύρατε για νύφη. Τη δυστυχισμένη. Αλίμονο, κόρες του Νηρέα! Τώρα είμαι σε ξένα μέρη του αφιλόξενου Πόντου χωρίς πατρίδα, χωρίς οικογένεια, παιδιά και φίλους ξεχασμένη απ' όλους.

Δεν τραγουδώ την θεά του Άργους την Ήρα, ούτε υφαίνω στον αργαλειό τις μορφές της Αθηνάς Παλλάδας και των Τιτάνων, αλλά με βρίσκομαι γεμάτη αίματα. Και ευλογώ με κλάματα τη σφαγή των ξένων που κλαίνε με μαύρο δάκρυ καθώς τους φορώ τα στεφάνια. Και τώρα αφήνοντας αυτούς, κλαίω εσένα αδερφέ μου που ήσουν στο Άργος, που σε άφησα βρέφος στα χέρια και στην αγκαλιά της μάνας μας. Αχ Ορέστη θα γινόσουν κάποτε βασιλιάς! Για σένα κλαίω.

 

ΧΟΡΟΣ

Ένας βοσκός, που άφησε την ακρογιαλιά έρχεται προς εδώ. Κάποιο νέο θα μας φέρνει.

 

ΒΟΥΚΟΛΟΣ

Κόρη του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας, άκουσε από μένα σπουδαία νέα!

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τι είναι αυτό που μας κόβει το θρήνο;

 

ΒΟΥΚΟΛΟΣ

Έχουν έρθει στη γη μας, αφού πέρασαν τις μαύρες Συμπληγάδες, δυο νέοι, όμορφη θυσία και προσφορά στην θεά μας. Την Άρτεμη! Έλα! Μόλις προφταίνεις να κάνεις αγιασμό και να αρχίσει η θυσία.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Από πού έχουν έρθει; Από ποια χώρα μοιάζουν να είναι;

 

ΒΟΥΚΟΛΟΣ

Έλληνες. Αυτό μόνο ξέρω.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ούτε άκουσες να λένε τα ονόματα των ξένων;

 

ΒΟΥΚΟΛΟΣ

Πυλάδη ονόμασε ο ένας τον φίλο του.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ο άλλος ξένος; Τι όνομα έχει;

 

ΒΟΥΚΟΛΟΣ

Κανείς δεν ξέρει. Δεν ακούσαμε.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πως τους είδατε και τους πιάσατε;

 

ΒΟΥΚΟΛΟΣ

Στα απότομα βράχια ήταν της θάλασσας…

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και τι δουλειά είχατε στη θάλασσα εσείς οι βουκόλοι;

 

ΒΟΥΚΟΛΟΣ

Πήγαμε να πλύνουμε τα ζώα μας στο νερό.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Για να γυρίσουμε πάλι σ' αυτό που πριν σε ρώτησα. Πως τους πιάσατε; Θέλω να ξέρω. Έχουμε χρόνο μέχρι να φτάσουν. Καιρό είχε να κοκκινίσει ο βωμός της θεάς με Ελληνικό αίμα.

 

ΒΟΥΚΟΛΟΣ

Κάτω στη θάλασσα οδηγήσαμε τα ζώα μας κοντά στις Συμπληγάδες όπου τα κύματα έχουν σκαλίσει μια σπηλιά και εκεί καταφεύγουν ψαράδες. Ένας από μας είδε δυο νέους μέσα στη σπηλιά τρόμαξε, και γύρισε σ' εμάς περπατώντας σιγά και μας είπε: "Δεν βλέπετε; Κάποιοι θεοί κάθονται εκεί!" Τότε κάποιος από εμάς, θεοσεβής, μόλις το άκουσε σήκωσε τα χέρια του ψηλά και προσευχήθηκε. "Ω γιε της θαλασσινής Λευκοθέας - φύλακα των καραβιών δεσπότη Παλαίμονα,

ελέησέ μας, αν στις ακτές είναι Διόσκουροι, ή τα παιδιά του Νηρέα - ο οποίος έφτιαξε τον ευγενή χορό των Νηρηίδων".

Τότε ένας άλλος, ανόητος και θρασύς τον κορόιδεψε για την προσευχή και είπε ότι θα είναι ναυτικοί που τους χάλασε το πλοίο τους και κρύβονται, επειδή εδώ έχουμε τη συνήθεια να θυσιάζουμε τους ξένους. Μας φάνηκαν σωστά τα λόγια του και πήγαμε να τους πιάσουμε, να τους προσφέρουμε θυσία για τη θεά μας.

Όμως ο ένας από αυτούς άφησε το βράχο και τίναξε τους ώμους του τρέμοντας σαν τρελλός έκανε, και μούγκριζε. Και άρχισε μετά να φωνάζει: "Πυλάδη, την είδες αυτήν; Δεν βλέπεις την δράκαινα του Άδη, που θέλει να με σκοτώσει, να με πνίξει με φοβερές οχιές που θα ρίξει επάνω μου; Και την άλλη; Που βγάζει από τα ρούχα της φωτιά και αίμα, και κρατά τη μάνα μου στην αγκαλιά της; Θέλει να μου τη ρίξει επάνω μου σαν μεγάλη πέτρα! Αλίμονο, θα με σκοτώσει. Από πού να φύγω;

Όμως εμείς αυτά που έλεγε δεν τα βλέπαμε. Μπέρδευε φαίνεται τις φωνές των μοσχαριών και τα γαυγίσματα των σκυλιών με τις φωνές που όπως λένε μιμούνται οι Ερινύες. Κι εμείς έκπληκτοι μαζευτήκαμε στην άκρη και κάναμε ησυχία. Αυτός τότε έβγαλε το ξίφος του και ρίχτηκε πάνω στα βόδια σαν λιοντάρι, και τα χτύπαγε με το σπαθί του. Και τα σκότωνε. Νόμιζε φαίνεται πως χτυπά τις Ερινύες έτσι.

Τότε το πέλαγος κοκκίνησε και ο καθένας από εμάς όταν είδαμε να καταστρέφονται από αυτόν τα ζώα μας, και να πέφτουν κάτω, αρχίσαμε να παίρνουμε ότι βρίσκαμε μπροστά μας και να τους πετάμε και σφυρίζαμε με τα κοχύλια δίνοντας σύνθημα να έρθουν κι άλλοι. Είμαστε πολύ φοβισμένοι. Γιατί δεν μπορούσαμε να τα βάλουμε μαζί τους με δυο πολύ γεροδεμένα παλικάρια εμείς οι αδύνατοι βουκόλοι. Σε λίγο ήρθαν κι άλλοι να βοηθήσουν. Και τότε αυτός έπεσε κάτω και έκανε σαν τρελός. Τα γένια του έσταζαν αφρούς. Μόλις τον είδαμε να πέφτει εμείς πήραμε θάρρος και αρχίσαμε να τους πετάμε πέτρες. Όμως ο άλλος τότε, - ο Πυλάδης, όπως τον είπε, του σκούπιζε τον αφρό, τον σκέπασε με ένα ύφασμα για να τον κρύψει από εμάς και δεν μπορούσαμε να τον πετύχουμε μ' αυτά που ρίχναμε.

Σε λίγο, αυτός συνήλθε, σηκώθηκε όρθιος, μας είδε να ορμάμε πάνω του σαν κύμα, και βόγγηξε για τη συμφορά που τους βρήκε. Αρχίσαμε να ορμάμε εμείς από παντού, και τους ρίχναμε συνέχεια πέτρες. Μέχρι που κάποια στιγμή ακούσαμε μια φοβερή διαταγή: "Πυλάδη θα πεθάνουμε, αλλά να πεθάνουμε ένδοξα. Βγάλε το σπαθί σου και ακολούθα με .

Τότε εμείς, όταν είδαμε τα σπαθιά τους τρέξαμε να κρυφτούμε στα φαράγγια και γινόταν χαλασμός κάποιοι από εμάς πήγαιναν και τους έριχναν πέτρες γυρνούσαν πίσω και πήγαιναν στη θέση τους άλλοι. Αλλά απίστευτο πράγμα!

Από τόσα πολλά χέρια που πέταξαν πέτρες καμιά δεν τους βρήκε. Κανείς δεν πέτυχε τα σφάγια της θεάς. Στο τέλος με όσο θάρρος μας είχε απομείνει τους κυκλώσαμε όλοι μαζί και χτύπησαν οι πέτρες μας τα χέρια τους. Παράλυσαν. Έπεσαν κάτω τα σπαθιά τους και ήταν πολύ κουρασμένοι. Γονάτισαν και έπεσαν. Τότε τους πιάσαμε και τους πήγαμε στον άρχοντα. Αυτός τώρα τους στέλνει σε σένα να τους ετοιμάσεις για θυσία.

Να εύχεσαι κόρη μου τέτοια θύματα να έχεις συχνά. Αν θυσιάζεις τέτοιους, θα πληρώσει η Ελλάδα και θα πάρεις εκδίκηση για την θυσία σου στην Αυλίδα.

 

ΧΟΡΟΣ

Θαυμαστά πράγματα μας είπες γι' αυτόν που έχει έρθει, τον νέο από την Ελλάδα, σ' αυτή την αφιλόξενη ακτή.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ας είναι. Πήγαινε να φέρεις εσύ τους ξένους τώρα. Εμείς θα ετοιμάσουμε όσα χρειάζονται εδώ…

 

(Ο βουκόλος φεύγει)

 

Αχ, ταλαιπωρημένη καρδιά μου, μέχρι τώρα ήσουν γλυκιά και φιλεύσπλαχνη στους ξένους πάντα, αν ήταν Έλληνες ομόφυλοί σου άνδρες, έκλαιγες. Όμως τώρα έχω εξαγριωθεί από το όνειρο που έλεγε ότι ο Ορέστης πια δεν βλέπει τον ήλιο κι εσείς ξένοι, όποιοι κι αν είστε δεν θα βρείτε συμπάθεια από εμένα. Και έχω καταλάβει ότι αυτό είναι αληθινό φίλες μου. Οι δυστυχισμένοι δεν συμπονούν τους πιο δυστυχισμένους. Αυτοί οι ίδιοι έκαναν άσχημα, δεν σκέφτηκαν σωστά. Όμως δεν ήρθε πνοή ανέμου από το Δία ούτε κάποιο καράβι να φέρει εδώ μέσα από τις Συμπληγάδες την Ελένη, που με κατάστρεψε και τον Μενέλαο, ώστε με αυτούς να πάρω εκδίκηση, να στήσω εδώ Αυλίδα σε αντιστάθμισμα εκείνης όπου σαν μοσχάρι με έπιασαν οι Δαναοί και με θυσίασαν, και ιερέας ήταν ο πατέρας που με γέννησε. Αλίμονο - δεν μπορώ να ξεχάσω εκείνες τις συμφορές. Πόσες φορές άπλωσα τα χέρια μου πόσες φορές γονατιστή δεν τον παρακάλεσα, λέγοντας αυτά:

"Ω πατέρα μου - έλεγα - κακό γάμο μου κάνεις. Η μητέρα μου και οι γυναίκες του Άργους τώρα που με θυσιάζεις τραγουδούν νυφιάτικα τραγούδια για το γάμο μου και όλο το παλάτι αντηχεί από αυτά. Εγώ όμως, χάνομαι από εσένα. Ο Αχιλλέας που μου έταξες ήταν ο Άδης, όχι ο γιος του Πηλέα. Με δόλιο τρόπο με έφερες στο αιματηρό μου γάμο". Εγώ με τα πέπλα της νύφης, ούτε τον αδερφό μου δεν πρόλαβα να σηκώσω στα χέρια μου - και τώρα τον έχασα - ούτε την αδελφή μου φίλησα γιατί ντρεπόμουν που θα πήγαινα νύφη στου Πηλέα τα ανάκτορα. Άφησα να κάνω τους πολλούς χαιρετισμούς αργότερα, όταν θα γυρνούσα παντρεμένη. Ω δυστυχισμένε, που πέθανες! Πόσα αγαθά έχασες, τι πλούτη, τι μεγαλεία πατρικά… Μα και της θεάς τα καμώματα εδώ τα κατηγορώ, η οποία αν κανείς από τους θνητούς μιλήσει σε φονιά ή αγγίξει λεχώνα ή νεκρό ακουμπήσει, τότε τον διώχνει απ' τον ναό, γιατί τον θεωρεί μιασμένο. Η ίδια όμως χαίρεται στις ανθρωποθυσίες. Δεν είναι δυνατόν αυτό να το γέννησε η Λητώ με σύζυγο τον Δια. Και δεν πιστεύω στα Ταντάλεια δείπνα πως χάρηκαν οι θεοί με τις σάρκες των παιδιών. Νομίζω ότι οι άνθρωποι εδώ αρέσκονται στις ανθρωποθυσίες και μετά την βαρβαρότητα αυτή τη ρίχνουν στη θεά. Γιατί νομίζω ότι κανείς θεός δεν είναι κακός.

 

(Η Ιφιγένεια μπαίνει στο ναό)

 

ΧΟΡΟΣ

Ω εσείς μαύρα βράχια που κινείσθε ακολουθώντας τα ρεύματα της θάλασσας από τα βάθη της, πάνω απ' αυτά τα κύματα πέρασε η παρθένα φεύγοντας απ' το Άργος πέρασε στην Ασιατική γη αφήνοντας την Ευρώπη. Ποιοι είναι άραγε αυτοί που άφησαν τη βλάστηση τη δροσερή του Ευρώτα ή τα ρεύματα της Δίρκης τα ιερά και ήρθαν εδώ, που η κόρη του Δία ποτίζει τους βωμούς και τους ναούς τους περίστυλους με ανθρώπινο αίμα;

Με ελάτινα κουπιά κωπηλάτησαν πάνω στα ιερά κύματα, και με τις αύρες του αγέρα θέλοντας να βρουν πλούτη να μεγαλώσουν τα παλάτια τους; Γιατί η ελπίδα του κέρδους είναι φίλη της καρδιάς, αλλά φέρνει πολλά δεινά σε αχόρταγους ανθρώπους που περιπλανιώνται σε ξένες πόλεις σπρωγμένοι από τον πόθο τους για το κοινό τους όνειρο να βρουν πλούτη όλο και πιο πολλά.

Πως πέρασαν τις Συμπληγάδες πέτρες και τα ασίγαστα ακρογιάλια των Φινεϊδών και έφτασαν πάνω από το ζεστό ρεύμα της θεάς Αμφιτρίτης που τραγουδούνε και χορεύουν τον κυκλικό χορό τους οι πενήντα Νηρηίδες; Ή αφημένοι στους ανέμους που φουσκώνουν τα πανιά κάνοντας το τιμόνι να τρίζει στην πρύμνη με τον απαλό Ζέφυρο ή το νότιο αγέρι έφτασαν στην άσπρη ακτή, καταφύγιο για τα θαλασσοπούλια μέσα στον άγριο τον Πόντο, όπου ο Αχιλλέας κάποτε χαιρόταν να τρέχει;

Μακάρι να εισακουγόταν η ευχή της κυράς μου και η κόρη της Λήδας η … "αγαπητή" Ελένη να ερχόταν αφήνοντας την πόλη της Τροίας. Να της έβαζε η κυρά μου στα μαλλιά της με τα χέρια της αγιασμό - σημάδι θυσίας - και να πεθάνει σφαγμένη να πληρώσει για το κακό που έχει κάνει. Αλλά το πιο καλό από όλα θα ήταν να δεχόμασταν κάποιον ταξιδιώτη από την γη της Ελλάδας να έπλεε κάποιος προς τα εδώ, και από τη σκλαβιά μου και τα βάσανα να με έσωνε!

Μακάρι να ονειρευόμουν ότι είμαι στο σπίτι μου στην πατρίδα, πόσο καλός είναι ο ύπνος, πόση χαρά δίνουν στους ανθρώπους τα όνειρα.

 

(Η Ιφιγένεια μπαίνει από το ναό.

Μπαίνουν και συνοδοί κρατώντας τον Ορέστη και τον Πυλάδη δεμένους)

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Να και οι δυο ξένοι με δεμένα τα χέρια τους, καινούργια θυσία στην θεά. Τώρα κάντε σιωπή φίλες μου. Γιατί δυο από τα πιο εκλεκτά παιδιά των Ελλήνων προχωρούν προς τον ναό μας. Δεν έλεγε ψέματα ο βουκόλος.

 

ΧΟΡΟΣ

Ω σεβαστή θεά μας! Αν σου αρέσουν οι τιμές που σου δίνει αυτή η πόλη, δέξου τις θυσίες που ο δικός μας νόμος θεωρεί ανόσιες (ο Νόμος που δόθηκε στους Έλληνες)

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αρκεί. Τώρα πρώτα θα ετοιμάσω τα πράγματα της θεάς όπως πρέπει. Λύστε τα χέρια των ξένων, επειδή είναι ιεροί και δεν πρέπει να είναι πια δεμένοι. Και πηγαίνετε να ετοιμάσετε το ναό να κάνετε όσα απαιτεί η ανάγκη και η συνήθεια.

Ποια άραγε μάνα σας γέννησε και ποιος πατέρας, Αδελφή να έχετε; Που θα στερηθεί τέτοιους αδελφούς και θα μείνει μόνη της. Ποιον άραγε θα βρει αυτή η μοίρα; Γιατί η θέληση των θεών σαν φίδι σέρνεται και κανείς δεν μπορεί να μαντέψει το κακό πριν να έλθει. Η Τύχη το φέρνει απρόσμενα. Από πού ήρθατε δυστυχισμένοι ξένοι; Γιατί ήρθατε από μακριά ταξιδεύοντας πολύ καιρό και πολύ καιρό θα είστε στον κάτω κόσμο.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Γιατί κλαις έτσι και λυπάσαι για τα μελλοντικά δεινά μας, γυναίκα; Δεν μου φαίνεται σοφό, ο φονιάς να δείχνει λύπηση για τα θύματά του. Ούτε να κλαίει αυτός που είναι απελπισμένος και βρίσκεται τόσο κοντά στον Άδη. Γιατί ενώ το κακό είναι ένα, έτσι, το διπλασιάζει. Και θεωρείται άμυαλος και δεν γλιτώνει το θάνατο. Ο άνθρωπος πρέπει να αφήνει την τύχη στο δρόμο της. Γι' αυτό μην κλαις για μας. Άλλωστε γνωρίζουμε για τις εδώ θυσίες.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ποιος από τους δυο σας λέγεται Πυλάδης; Αυτό θέλω να μάθω πρώτα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αυτός εδώ, αφού θα χαρείς αν το μάθεις.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ποια ελληνική πόλη είναι η πατρίδα του;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τι περισσότερο θα κερδίσεις αν το μάθεις, γυναίκα;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αδελφοί από την ίδια μητέρα είσαστε;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Είμαστε φίλοι, όχι αδέρφια.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Το δικό σου όνομα ποιο είναι; Πως σε ονόμασε ο πατέρας σου;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Το δίκαιο θα ήταν να με έλεγαν Δύστυχο.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Δεν ρωτάω αυτό. Αυτό να το αποδώσεις στην τύχη σου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αν πεθάνουμε ανώνυμοι, δεν θα μας κοροϊδεύουν.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Γιατί το αρνιέσαι; Από υπερηφάνεια;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Θα θυσιάσεις το σώμα μου, όχι το όνομά μου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ούτε την πατρίδα σου θα μου πεις;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν θα έχεις κανένα κέρδος, αφού θα πεθάνω.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τι σε εμποδίζει να μου κάνεις αυτή τη χάρη;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Καμαρώνω γιατί πατρίδα μου είναι το ένδοξο Άργος.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αλήθεια, για το θεό, ξένε, από εκεί ήρθες;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Από τις Μυκήνες. Που κάποτε ήταν ευτυχισμένες.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Σε εξόρισαν και έφυγες από την πατρίδα σου; Πως;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κατά κάποιον τρόπο εξόριστος. Με τη θέλησή μου και χωρίς.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Άραγε θα μου πεις αυτά που θέλω να μάθω;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Θα σου μιλήσω με δυσκολία λόγω της κατάστασης.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Χαίρομαι πολύ που ήρθες από το Άργος.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εγώ όχι όμως. Εσύ ό,τι θέλεις κάνε.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ίσως για την Τροία ξέρεις κάτι. Παντού γίνεται λόγος γι' αυτήν.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μακάρι ποτέ να μην ήξερα τίποτα, ούτε σαν όνειρο.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Λένε πως δεν υπάρχει πια, καταστράφηκε στον πόλεμο.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Καλά ακούσατε. Έτσι είναι.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Η Ελένη γύρισε στο παλάτι του Μενέλαου πάλι;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Γύρισε. Για το κακό κάποιου από τους δικούς μου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και τώρα που είναι; Και σε μένα μου έκανε κακό.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Στη Σπάρτη ζει. Με τον πρώτο άντρα της.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ω μισητή για όλους τους Έλληνες, όχι μόνο για μένα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κι εγώ κάτι απήλαυσα από τους γάμους της.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Έγινε η επιστροφή των Αχαιών, όπως λένε;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Όλα με μιας θέλεις να τα μάθεις τώρα που με συνέλαβες;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πριν πεθάνεις θέλω να μου τα πεις αυτά.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ρώτα με αφού έτσι θέλεις. Θα σου πω.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κάποιος μάντης Κάλχας γύρισε από την Τροία;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Χάθηκε, καθώς λένε στις Μυκήνες.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ω σεβαστή θεά, τι όμορφα! Και ο γιος του Λαέρτη;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν γύρισε ακόμα στο παλάτι του. Αλλά λένε ότι ζει.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ας χαθεί, να μην ευτυχίσει ποτέ επιστροφή στην πατρίδα του!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μην τον καταριέσαι. Σε αρκετές δυστυχίες βρίσκεται.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ο γιος της Θέτιδας της Νηρηίδας, ζει;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν ζει. Μάταιος ήταν ο γάμος του στην Αυλίδα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ήταν δόλος, όπως λένε αυτοί που έπαθαν κακό.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εσύ ποια είσαι; Γιατί ρωτάς σαν να ξέρεις αυτά που γίνονταν στην Ελλάδα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Από εκεί είμαι. Κορίτσι ήμουν όταν χάθηκα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τότε δίκαια θέλεις να μάθεις τι γίνεται εκεί, γυναίκα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και ο στρατηγός που όλοι τον έλεγαν ευτυχισμένο;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ποιος; Αυτός που ξέρω δεν είναι καλότυχος.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Λεγόταν ότι είναι του Ατρέα γιος, κάποιος Αγαμέμνονας.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν ξέρω. Άλλαξε την κουβέντα, γυναίκα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μη για τους θεούς, αλλά πες μου, να χαρώ, ξένε.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πέθανε ο δύστυχος, και έχασε και κάποιον δικό του.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πέθανε; Πως; Αχ εγώ η δυστυχισμένη!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Γιατί αναστενάζεις έτσι; Ήταν συγγενής σου;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Για την ευτυχία που είχε πριν, αναστέναξα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πήγε σφαγμένος από τη γυναίκα του.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ω η δυστυχισμένη φόνισσα… και ο σκοτωμένος.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πάψε τώρα και μη ρωτήσεις τίποτε άλλο.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μόνο ένα. Αν ζει η ταλαίπωρη γυναίκα του.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν ζει. Ο γιος που γέννησε, αυτός την σκότωσε.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αχ ταλαιπωρημένο σπίτι… Γιατί το έκανε;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πήρε εκδίκηση για τον σκοτωμένο του πατέρα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αλίμονο. Το ίδιο κακή η εκδίκησή του.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αλλά δεν ευτυχεί αν και ήταν δίκαιος.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Άφησε στον οίκο του άλλα παιδιά ο Αγαμέμνονας;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Άφησε μια κόρη, την Ηλέκτρα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Την άλλη; Τη θυσιασμένη; Κάνουν λόγο γι' αυτήν;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κανείς, πέραν του ότι δεν βλέπει πια τον ήλιο.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Δυστυχισμένη εκείνη, δύστυχος κι ο πατέρα της που τη σκότωσε.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Για τη χάρη μιας κακιάς γυναίκας χάθηκε.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ο γιος του σκοτωμένου, ζει στο Άργος;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ζει, ταλαιπωρημένος, παντού και πουθενά.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Σας χαιρετώ ψεύτικα όνειρα. Δεν ήσασταν αλήθεια!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ούτε οι θεοί που τους λένε σοφούς είναι πιο αληθινοί από τα περαστικά όνειρα. Πολύ μπερδεμένα είναι τα θεία και τα ανθρώπινα πράγματα. Ένα μόνο είναι λυπηρό, ότι αυτός αφού πείσθηκε από τους μάντεις σαν συνετός που ήταν, χάθηκε όπως χάθηκε, γι' αυτούς που ξέρουν…

 

ΧΟΡΟΣ

Αλίμονο! Και οι δικοί μας γονείς; Υπάρχουν ; Δεν υπάρχουν; Ποιος θα μας το πει;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ακούστε. Φτάσαμε λοιπόν σε κάποιο σημείο που και για σας ξένοι θα είναι κέρδος και για μένα. Θα είναι μάλιστα πάρα πολύ καλά αν αυτό είναι κάτι που αρέσει σε όλους. Θέλεις, αν σε σώσω, να πας μήνυμα στο Άργος, στους εκεί αγαπητούς μου, ένα γράμμα που το έγραψε κάποιος αιχμάλωτός μου, ο οποίος εμένα δεν με θεωρούσε φόνισσα, αλλά ήξερε ότι η θεά και η συνήθεια του τόπου ζητούν τις θυσίες εδώ. Μέχρι τώρα κανέναν δεν είχα που να μπορούσα να τον σώσω και να τον στείλω στο Άργος αμέσως, για να μεταφέρει τις επιστολές μου. Όμως εσύ, επειδή, όπως φαίνεσαι δεν είσαι κακός και ξέρεις τις Μυκήνες και όσους εγώ θέλω - σώσε τη ζωή σου για πληρωμή, για να μεταφέρεις ένα γράμμα. Αυτός όμως, επειδή μας αναγκάζει αυτή η πόλη έτσι, ας μείνει να γίνει θυσία στην θεά, αφού χωριστεί από σένα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Καλά είπες όλα τα άλλα εκτός από ένα, ξένη. Το να θυσιαστεί αυτός θα μου είναι μεγάλο βάρος. Γιατί αυτός που πλέει μέσα στις συμφορές είμαι εγώ, και αυτός συμπλέει για χάρη των δικών μου δεινών. Δεν είναι λοιπόν δίκαιο στη δυσκολία εγώ να πάρω χάρη και αυτός να θυσιαστεί. Αλλά έτσι να γίνει. Σε αυτόν δώσε το γράμμα που θέλεις να στείλεις στο Άργος, ώστε να πάνε με σένα όλα καλά. Εμένα όμως πρέπει να με σκοτώσεις. Γιατί είναι μεγάλη ντροπή κάποιος να παραδώσει στη συμφορά τους φίλους του και αυτός ο ίδιος να σωθεί. Αυτός είναι φίλος μου που τον αγαπώ όσο τη ζωή μου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ω, βλαστάρι καλό, από κάποια ευγενική γενιά κρατάς, είσαι σωστός φίλος στους φίλους. Μακάρι να ήταν τέτοιος και ο αδελφός που μου έμεινε. Γιατί κι εγώ ξένοι έχω αδελφό. αλλά δεν τον βλέπω. Αφού λοιπόν έτσι θέλεις να γίνει, αυτόν θα στείλουμε και θυσία στη θεά θα γίνεις εσύ. Εφ' όσον είσαι πρόθυμος.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και για μένα ποιος θα αναλάβει να κάνει όσα χρειάζονται;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Εγώ. Έχω το χρέος να κάνω τον εξαγνισμό.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν σε ζηλεύω, νέα μου, γιατί δεν είσαι ευτυχισμένη.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Όμως βρισκόμαστε σε ανάγκη και πρέπει να υπακούσουμε.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εσύ μια γυναίκα σφάζεις άνδρες με το ξίφος;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Όχι, μόνο ρίχνω τον αγιασμό στα μαλλιά τους.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ποιος είναι ο σφαγέας; Αν μπορείς να μου πεις.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μέσα στο ναό είναι αυτός που πρέπει να κάνει αυτά.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και ποιος είναι ο τάφος που θα με δεχτεί όταν πεθάνω;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ιερό πυρ μέσα σε μια χαράδρα με τις μαύρες πέτρες.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αλίμονο. Πως θα ήθελα να με στόλιζε το χέρι της αδελφής μου!

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μάταιη ευχή, δυστυχισμένε, όποιος κι αν είσαι, ευχήθηκες. Αλλά επειδή είσαι μακριά από τη γη σου, και επειδή είσαι Αργείος, εγώ θα κάνω ότι μπορώ για σένα. Θα βάλω πολλά στολίδια στον τάφο σου με ξανθό λάδι θα σβήσω τη στάχτη σου και στη φωτιά θα ρίξω χρυσαφένιο ανθόμελο.

Πάω τώρα στο ναό να πάρω το γράμμα.

Μη με κατηγορείς για τη συμφορά σου. Εσείς προσέχετέ τους, γιατί δεν έχουν δεσμά.

Ίσως το γράμμα μου να φτάσει ανέλπιστα σε κάποιον δικό μου στο Άργος και χαρεί μαθαίνοντας ότι ζει αυτή που νόμιζαν σφαγμένη.

 

(Η Ιφιγένεια μπαίνει στο ναό)

 

ΧΟΡΟΣ

Κλαίω για σένα άμοιρε, που θα σε ραντίσουν με φριχτό αγιασμό!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν είναι για λύπη αυτά, αλλά να χαιρόσαστε, ξένες.

 

ΧΟΡΟΣ

Μακάρια τύχη έχεις εσύ νέε, θα πατήσεις το χώμα της πατρίδας σου.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Μη με ζηλεύετε, όταν πεθαίνει ο φίλος μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Ω, μαύρο ταξίδι… Αλίμονο, χάνεσαι… Ποιος πονά περισσότερο; Ποιον από τους δυο σας να κλάψω δεν ξέρω. Μπερδεύομαι.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πυλάδη, για το θεό, έχεις στο μυαλό σου την ίδια σκέψη με μένα;

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Δεν ξέρω. Δεν μπορώ να απαντήσω σ' αυτήν την ερώτηση.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ποια είναι η νεαρή ιέρεια; Σαν Ελληνίδα μας ρωτούσε για τις συμφορές της Τροίας, για την επιστροφή των Αργείων, για τον μάντη Κάλχαντα και τον Αχιλλέα, και για τον δύστυχο Αγαμέμνονα είδες πως στενοχωρήθηκε, και με ρώταγε για τη γυναίκα και τα παιδιά του. Πρέπει να είναι από το Άργος η ξένη. Πως αλλιώς θα έστελνε γράμμα για να μάθει αν στο Άργος όλα είναι καλά;

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Κι εγώ αυτά θα έλεγα. Εκτός από ένα. Ότι όλοι ρωτούν να μάθουν για τα παθήματα των βασιλιάδων, γι' αυτούς που επέστρεψαν. Όμως άλλο ήθελα να πω.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ποιο; Πες να σου απαντήσω.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Είναι άσχημο να πεθάνεις εσύ κι εγώ να ζήσω. Μαζί ήλθαμε… πρέπει και μαζί να πεθάνουμε. Θα με ονομάσουν δειλό και ελεεινό και στο Άργος και στα δάση της Φωκίδας και θα νομίσουν πολλοί - γιατί πολλοί είναι κακοί - ότι σε πρόδωσα για να σωθώ εγώ ή ακόμη ότι σε σκότωσα κάπου κρυφά για να πάρω το θρόνο σου δικό μου και να παντρευτώ την αδερφή σου. Αυτά λοιπόν φοβάμαι και ντρέπομαι, και νομίζω ότι πρέπει να πεθάνω μαζί σου και να θυσιαστώ και να καώ μαζί με σένα επειδή είμαι φίλος σου και δεν θέλω να κατηγορηθώ.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μίλα με καλύτερα λόγια. Εγώ πρέπει να υποφέρω τις δικές μου συμφορές, και τις λύπες που για έναν είναι δεν θα τις κάνω διπλές. Κι αυτά που εσύ λες πως είναι ντροπή και λύπη θα είναι για μένα, αν αφήσω να θυσιαστείς εσύ, που στάθηκες βοηθός και σύντροφός μου στις συμφορές. Για μένα δεν είναι κακό να πεθάνω, γιατί κάνω όσα κάνω εξ αιτίας των θεών. Εσύ όμως έχεις καλή τύχη, έχεις καθαρή οικογένεια, χωρίς συμφορές, ενώ εγώ έχω ασεβή και άτυχη.

Αν αφού σωθείς, αποκτήσεις παιδιά με την αδελφή μου, την οποία σου έδωσα για γυναίκα, θα δώσεις σε κάποιο το όνομά μου, και δεν θα χαθεί χωρίς παιδιά ο δικός μου οίκος. Σύρε λοιπόν και πήγαινε να ζήσεις στο πατρικό μου σπίτι. Όταν δε φτάσεις στην Ελλάδα και στο δοξασμένο Άργος, σε παρακαλώ κάνε μου τη χάρη και κάνε μου ένα μνήμα και βάλε επάνω ένα μνημείο για να με κλάψει η αδελφή μου και να το στολίσει με τα μαλλιά της. Και πες της ότι κάποια Αργεία με σκότωσε, με θυσίασε, και αυτή έκανε τον εξαγνισμό μου. Και ποτέ μην προδώσεις την αδερφή μου, επειδή θα βλέπεις τα έρημα και καταστραμένα παλάτια μας. Γεια σου τώρα. Ήσουν ο καλύτερος φίλος μου, που μαζί κυνηγούσαμε και τρώγαμε μαζί, και υπέφερες πολλές συμφορές εξαιτίας μου.

Σε μένα όμως, ο Απόλλωνας, αν και μάντης, είπε ψέματα. Με τέχνασμα με έστειλε μακριά από την Ελλάδα γιατί ντρεπόταν για το προηγούμενο χρησμό του. Στον οποίο εγώ πείσθηκα και έδωσα τον εαυτό μου σκότωσα τη μητέρα μου και τώρα χάνομαι γι' αυτό.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Και τάφος σου θα γίνει, και την αδελφή σου δεν θα προδώσω, δύστυχε, γιατί εγώ θα σε έχω περισσότερο φίλο πεθαμένο παρά ζωντανό. 'Όμως χρησμός του θεού δεν σε σκότωσε ακόμη. Αν και σε έφερε πολύ κοντά στον θάνατο. Αλλά είναι δυνατόν, είναι δυνατόν να σωθείς. Μπορεί να αλλάξει η τύχη αν θέλει, ακόμα και όταν όλα φαίνονται μαύρα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Σταμάτα. Τα λόγια του Απόλλωνα δεν με ωφελούν σε τίποτα. Έρχεται έξω η γυναίκα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Φύγετε εσείς και πηγαίνετε να βοηθήσετε σε ότι χρειάζεται για τη θυσία που θα γίνει. Να και το γράμμα. Όμως σκέφτομαι, ότι κανείς άνθρωπος δεν μένει ίδιος όταν από τον φόβο γυρίσει στο θάρρος. Φοβάμαι ότι αφού φύγει από αυτή τη χώρα θα ξεχάσει το γράμμα μου αυτός που πρόκειται να το μεταφέρει στο Άργος.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τι θέλεις να γίνει; Γιατί έχεις ανησυχία;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Θέλω να μου ορκιστεί ότι θα δώσει το γράμμα στο Άργος, στους δικούς μου που θέλω να το στείλω.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κι εσύ θα ορκιστείς μετά με τη σειρά σου;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τι πρέπει να κάνω ή να μην κάνω; Πες μου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Θα τον αφήσεις να φύγει από τη γη των βαρβάρων, ζωντανό.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Σωστά. Πως αλλιώς θα πήγαινε το γράμμα;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Θα συμφωνήσει και ο βασιλιάς σ' αυτό;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ναι. Θα τον πείσω και θα μπω κι εγώ η ίδια μέσα στο πλοίο.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ορκίσου Πυλάδη. Κι εσύ πρότεινε τον σωστό όρκο.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πρέπει να πεις, θα δώσω αυτή την επιστολή στους δικούς σου.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Θα δώσω στους δικούς σου αυτό το γράμμα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κι εγώ θα σε σώσω και θα σε βγάλω έξω από τις Συμπληγάδες.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Σε ποιον από τους θεούς θα ορκιστείς;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Στην Άρτεμη, την οποία υπηρετώ στον ναό της.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Εγώ στο Δία, το άρχοντα του ουρανού.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αν όμως με γελάσεις και δεν κρατήσεις τον όρκο;

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Να μην μπορέσω να γυρίσω στην πατρίδα. Κι εσύ, αν δεν με σώσεις;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ποτέ να μην πατήσω το πόδι μου στο Άργος.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Όμως κάτι παραλείπουμε.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αμέσως να το συμπληρώσουμε με καινούργιο όρκο αν πρέπει.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Πρέπει να εξαιρεθεί η περίπτωση που ίσως πάθει κάτι το πλοίο και το γράμμα χαθεί μέσα στη φουρτούνα και μόνο εγώ μπορέσω να σωθώ. Ο όρκος μου πρέπει τότε να μην ισχύει.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ξέρεις λοιπόν τι θα κάνω; Στις δυσκολίες πολλά σκέφτεται κανείς. Λοιπόν όσα είναι γραμμένα στο γράμμα θα σου διαβάσω, ώστε σίγουρα θα τα πεις μετά στους δικούς μου. Αν σωθεί το γράμμα, αυτή θα πει, σιωπώντας, τα γραμμένα. Αν δε στη θάλασσα χαθεί το γράμμα, εσύ που θα σωθείς θα πεις τα λόγια μου.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Καλά λες μα τους θεούς. Πές μου τώρα σε ποιους πρέπει να πάω το γράμμα στο Άργος, και ότι άλλο πρέπει να ακούσω από σένα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Να πεις στον Ορέστη, το γιο του Αγαμέμνονα: "Η θυσιασμένη στην Αυλίδα σου μηνάει, η Ιφιγένεια που ζει, και εκεί νομίζετε ότι πέθανε…"

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Που είναι εκείνη; Αφού πέθανε, γύρισε πίσω πάλι;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μπροστά σου είναι. Μην εκπλήσσεσαι από τα λόγια.

"Πάρε με στο Άργος από τη γη των βαρβάρων, αδερφέ μου, πριν πεθάνω, και απομάκρυνέ με από τις θυσίες της θεάς, και από τις τιμές που έχω εδώ".

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Πυλάδη, τι να πω; Που βρισκόμαστε;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

"Αλλιώς κατάρα θα γίνω στα ανάκτορά σου".

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Ορέστη!!

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ναι. Δυο φορές πες το όνομά του για να το θυμάσαι…

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Ω θεοί!

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Γιατί επικαλείσαι τους θεούς τώρα που μιλώ;

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Τίποτα. Συνέχισε. Κάτι άλλο σκέφτηκα. Γρήγορα, χωρίς να ρωτήσω, θα μάθω φοβερά πράγματα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πες του ότι η Άρτεμη με έσωσε, δίνοντας ένα ελάφι και ο πατέρας μου το θυσίασε, γιατί το πέρασε για μένα. Και πες του ότι η θεά με έφερε σ' αυτή τη γη. Να και το γράμμα, αυτά είναι όλα γραμμένα μέσα.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Ω, με πόσο εύκολο όρκο με έδεσες, κι εσύ τόσο καλά ορκίστηκες. Δεν θα αργήσω να φέρω σε πέρας τον όρκο που σου έδωσα. Να! Ορέστη, σου παραδίδω αυτό το γράμμα από την αδελφή σου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Την δέχομαι. Ας αφήσουμε τα γράμματα όμως, την ευτυχία την άφατη θα προτιμήσω. Ω αγαπημένη αδελφή μου, τι έκπληξη είναι αυτή! Δεν το πιστεύω ότι μπορώ να σε αγκαλιάσω, νιώθω μεγάλη χαρά, απίστευτο θαύμα έγινε.

 

ΧΟΡΟΣ

Ξένε, δεν επιτρέπεται να αγγίζεις την ιέρεια και τα πέπλα της με τα χέρια σου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ω αδελφή μου, από τον ίδιο πατέρα τον Αγαμέμνονα, γεννημένη, μη με αποφεύγεις. Τώρα έχεις αδελφό, που νόμιζες πως δεν θα τον είχες ποτέ!

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Εγώ σε έχω αδελφό; Πάψε. Ο αδελφός μου ζει στις Μυκήνες και στο Άργος.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν είναι εκεί ο αδελφός σου, ταλαιπωρημένη αδελφούλα μου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Σε γέννησε η κόρη του Τυνδάρη, η Σπαρτιάτισσα;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Γιος του γιου του Πέλοπα. Αυτός με γέννησε!

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τι λες; Έχεις κάποια απόδειξη για αυτά;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Έχω. Ρώτα με για το πατρικό σπίτι.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Εσύ πρέπει να μου πεις. Εγώ θα σε ακούω.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Θα σου πω πρώτα, αυτά που άκουσα από την Ηλέκτρα. Ξέρεις την φιλονικία του Ατρέα με τον Θυέστη;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Άκουσα. Φιλονικούσαν για το χρυσόμαλλο αρνί.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αυτό λοιπόν το έχεις υφάνει σε ένα όμορφο ύφασμα;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ω καλέ μου, πόσο κοντά στην καρδιά μου έχεις έλθει!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και επίσης ύφανες τον Ήλιο να φεύγει.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Το ύφανα και αυτό με όμορφα νήματα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και νερό για να λουστείς για το γάμο στην Αυλίδα, πήρες από τη μητέρα σου;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Σωστά. Τίποτα άλλο καλό δεν μου έκανε αυτός ο γάμος.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Γιατί έστειλες μια πλεξούδα σου στη μητέρα σου;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Για να της κάνει τάφο, αφού δεν είχε το σώμα μου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τώρα θα σου πω τις αποδείξεις που ο ίδιος εγώ είδα. Στα ανάκτορα του πατέρα βρίσκεται η λόγχη του Πέλοπα, με το οποίο όρμησε στον Οινόμαο και τον σκότωσε για να αποκτήσει την παρθένα Πισάτιδα που ήταν κρυμμένη σ' εκείνα τα δωμάτια.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ω, αγαπημένε μου, δεν χρειάζεται τίποτε άλλο, είσαι ο αγαπημένος μου, σε κρατώ Ορέστη, σ' αυτήν τη γη, μακριά από το Άργος, αγαπημένε μου!

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κι εγώ εσένα που σε θεωρούσα νεκρή, όπως νομίζουν. Κλαίω, κλαίω και φωνάζω από χαρά. Και εσύ δακρύζεις όπως εγώ.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τον άφησα βρέφος στην αγκαλιά της νεαρής τροφού του, μικρούλη στο παλάτι. Ω, η ευτυχία μου δεν περιγράφεται με λόγια. Ψυχή μου, τι να πω; Πέρα από τα λόγια είναι αυτά τα θαύματα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Από δω κι εμπρός θα είμαστε κι οι δυο ευτυχισμένοι.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πολύ μεγάλη χαρά πήρα, αγαπημένε μου. Φοβάμαι μην φύγει και πετάξει από τα χέρια μου στον αέρα.

Αχ εστία Κυκλώπεια! Αχ πατρίδα, αγαπημένη μου Μυκήνα, σε σας χρωστώ χάρη, εσείς τον μεγαλώσατε, εσείς θρέψατε αυτό το φως του σπιτιού μου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Είμαστε από καλή γενιά, αλλά με τις συμφορές αδελφή μου, έγινε η ζωή μας δυστυχισμένη.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Το ξέρω, η δυστυχισμένη, το κατάλαβα όταν ο πατέρας μας παραφρονώντας με έδωσε για σφαγή.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αλίμονο. Καταλαβαίνω, αν και δεν ήμουν μπροστά εκείνη την ώρα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Στου Αχιλλέα τα καράβια, αδελφέ μου, όχι για νύφη, με έσυραν με δόλο και έκλαιγα και σπάραζα δίπλα στο βωμό, αλίμονο, για τον εκεί αγιασμό.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κι εγώ έκλαιγα για την τόλμη που είχε ο πατέρας μας.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Άμοιρη, άμοιρη μοίρα είχα. Το ένα κακό πάνω στο άλλο, κάποιος κακός θεός διαφεντεύει την τύχη μας.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Παρά λίγο να σκότωνες, δυστυχισμένη, τον ίδιο τον αδερφό σου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αλίμονο τι θα έκανα! Τι φριχτό πράγμα αδελφέ μου. Για πολύ λίγο απέφυγες ανόσιο θάνατο από τα δικά μου χέρια. Ποια μοίρα θα ακολουθήσει τώρα; Πώς να σε βγάλω από εδώ; Από αυτήν την πόλη, να σε στείλω στην πατρίδα στο Άργος; Πριν να το αίμα σου αγγίξει το ξίφος; Αυτό πρέπει να βρεις, μαύρη μου ψυχή, πρέπει να το βρεις. Από τη στεριά; Όχι με πλοίο… Τρέχοντας θα περάσεις μέσα από τους δρόμους των βαρβάρων. Με πλοίο πάλι θα πρέπει να διασχίσεις το στενό των Συμπληγάδων.

Αχ δύστυχη, δύστυχη! Ποιος θεός ή άνθρωπος θα μας βρει πέρασμα, θα ανοίξει κάποιο δρόμο, για μας τους δυο Ατρείδες να μας σώσει;

 

ΧΟΡΟΣ

Αυτά τα θαύματα και τα όσα έγιναν που δεν χωράει ανθρώπου νους αυτά τα είδα και θα τα διηγούμαι πάντα.

 

ΠΥΛΑΔΗΣ

Ορέστη, όσοι βρίσκουν αγαπημένους τους αγκαλιάζονται, και είναι φυσικό αυτό. Όμως πρέπει να σταματήσετε τα κλάματα. Πρέπει να δούμε, με ποιο τρόπο, τώρα που σωθήκαμε, θα βγούμε από τη βαρβαρική γη. Γιατί οι μυαλωμένοι άνδρες, δεν αδιαφορούν για την τύχη, αλλά αρπάζουν την ευκαιρία και βρίσκουν κι άλλες χαρές.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Καλά λες. Νομίζω πως τώρα έχουμε μαζί μας την τύχη. Κι αν κάποιος είναι πρόθυμος, θα τον βοηθήσει και η θεία δύναμη.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μη σταματάς. Συνέχισε να μου λες. Πρώτα πες μου τι τύχη είχε στη ζωή της η Ηλέκτρα. Γιατί είσαστε εσείς πάντα οι αγαπημένοι μου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Με αυτόν είναι παντρεμένη, και ζουν ευτυχισμένη ζωή.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αυτός ποιος είναι; Τίνος παιδί;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ο Στρόφιος από την Φωκίδα είναι ο πατέρας του.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Της κόρης του Ατρέα; Συγγενής μας;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ανιψιός της, ο μόνος και πιστός φίλος μου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Δεν είχε γεννηθεί όταν με θυσίασαν στην Αυλίδα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν είχε. Για κάποιο διάστημα ο Στρόφιος δεν είχε παιδιά.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Χαίρε άντρα της αδελφής μου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και δικός μου σωτήρας, όχι μόνο συγγενής.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πως άντεξες εκείνα τα φριχτά με την μητέρα μας;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ας μην μιλήσουμε γι' αυτά. Εκδικήθηκα για τον πατέρα μου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και για ποια αιτία σκότωσε τον άντρα της;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Άσε τα της μητέρας. Δεν θα ακούσεις τίποτα καλό.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Σταματώ. Τώρα εσύ βασιλεύεις στο Άργος;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ο Μενέλαος. Εμείς είμαστε εξόριστοι από την πατρίδα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Δηλαδή αδίκησε τον αδερφό του και κατέστρεψε το σπίτι του;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Όχι. Αλλά ο φόβος των Ερινύων με έδιωξαν από τη γη μου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αυτό λοιπόν ήταν η μανία που μου είπαν ότι είχες στην ακτή;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Δεν είναι η πρώτη φορά που δείξαμε τη δυστυχία μας.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κατάλαβα. Εξ αιτίας της μητέρας σε κυνηγούσαν οι θεές.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και άπονα με κάνουν να δαγκώνομαι και να ματώνω.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και εδώ σ' αυτή τη χώρα πως ήρθες;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Με διέταξε ο Φοίβος με χρησμό να έρθω εδώ.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Για να κάνεις τι; Μπορείς να το πεις ή δεν πρέπει;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Μπορώ Έτσι άρχισαν οι πολλές συμφορές μου. Όταν τη συμπεριφορά της μητέρας μας - που καλύτερα να μην την πούμε - εκδικήθηκα, αναγκασθήκαμε από τις Ερινύες να γίνουμε φυγάδες, και ο Απόλλωνας με έστειλε στην Αθήνα για να με δικάσουν αυτές οι θεές. Στο μέρος που ο Δίας ίδρυσε ιερό δικαστήριο για να ξεπλύνει από το μίασμα τα χέρια του ο Άρης. Εκεί, στην αρχή κανείς δεν ήθελε να με δεχθεί, σαν στιγματισμένος που ήμουν από τις θεές. Κάποιοι με λυπούνταν, με πήραν στα σπίτια τους αλλά με έβαζαν να φάω σε ξεχωριστό τραπέζι Δεν μου μιλούσαν ποτέ. Έτρωγαν, έπιναν, χαίρονταν, αλλά σαν να μην ήμουν εγώ εκεί. Εγώ δεν είχα την αξίωση να μου πουν κάτι οι ξένοι, αλλά στενοχωριόμουν και ευχόμουν να μην το ξέρουν και αναστέναζα γιατί ήμουν φονιάς της μητέρας μου. Τώρα ακούω ότι οι Αθηναίοι κάνουν τελετή για να θυμόνται τη συμφορά μου, προσφέροντας χοές ίσες με το φαγητό που μου έδιναν τότε στην Παλλάδα.

Πήγα λοιπόν στο βράχο του Άρη για να δικαστώ, κάθισα στο ένα βάθρο σαν κατηγορούμενος, και στο άλλο η γηραιότερη από τις Ερινύες. Εκεί είπαν την κατηγορία, εγώ απολογήθηκα για το φόνο της μητέρας, και με έσωσε η μαρτυρία του Φοίβου. Έτσι η Αθηνά μέτρησε ίσους τους ψήφους υπέρ και κατά. Και με βάση το νόμο που τότε θέσπισε, όταν υπάρχει ισοψηφία, ο κατηγορούμενος αθωώνεται γιατί τότε η Αθηνά ψηφίζει υπέρ του. Με αυτόν τον τρόπο νίκησα, και γλίτωσα από τα βασανιστήρια του φόνου.

Όσες από τις Ερινύες συμφώνησαν με την απόφαση, έμειναν εκεί και όρισαν αυτό το ιερό να το έχουν ναό τους. Όσες όμως δεν πείσθηκαν συνέχισαν να με κυνηγούν, μέχρι που πήγα ξανά στο ναό του Φοίβου και ξάπλωσα μπροστά στο άδυτο, νηστεύοντας, ορκισμένος εκεί να πεθάνω, αν δεν με σώσει ο Φοίβος, ο οποίος με κατάστρεψε. Τότε, ακούστηκε η φωνή του θεού από τον χρυσό τρίποδα, και με έστειλε εδώ, για να πάρω το άγαλμα της Άρτεμης που έπεσε από τον ουρανό και να το στήσω για λατρεία στη γη της Αθήνας. Σ' αυτήν λοιπόν τη σωτηρία που όρισε ο θεός για μένα γίνε βοηθός. Γιατί αν πάρουμε το άγαλμα της θεάς θα σταματήσει η καταδίωξη μου από της Ερινύες και θα σε πάρω κι εσένα με γρήγορο καράβι να σε πάω πίσω στις Μυκήνες.

Λοιπόν, αδελφή μου, αγαπημένη μου αδελφή, σώσε το σπίτι μας, σώσε κι εμένα. Γιατί σε μένα τελειώνει η γενιά των Πελοπιδών αν δεν πάρουμε το ιερό ουράνιο άγαλμα της θεάς.

 

ΧΟΡΟΣ

Μεγάλη και φοβερή οργή των θεών, τους απογόνους του Τάνταλου περνά μέσα από δυστυχίες.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πριν να έρθεις εδώ εσύ, είχα τον πόθο να γυρίσω στο Άργος και να σε δω, αδελφέ μου. Θέλω αυτά ακριβώς που κι εσύ θέλεις για να σταματήσουν τα δεινά τα δικά σου και του σπιτιού μας, και να μη θυμάμαι πια αυτόν που με σκότωσε, να ξαναστυλωθεί το σπίτι μας. Ναι να σε απαλλάξω από τη θυσία σου εδώ. Αλλά πως θα ξεφύγω από την θεά και τον βασιλιά που κυβερνά αυτή τη γη, όταν δει το βάθρο χωρίς το άγαλμα; Πως δεν θα με σκοτώσουν; Αφού δεν θα μπορώ να πω τίποτα. Αλλά αν μπορεί να γίνει κι αυτό μαζί με τα άλλα, να με πάρεις δηλαδή κι εμένα μέσα στο καράβι με το άγαλμα, τότε αξίζει να διακινδυνέψουμε. Αν το αποχωριστώ, τότε εγώ χάνομαι, ενώ εσύ κάνοντας ότι πρέπει να κάνεις, θα έχεις καλή επιστροφή.

Όμως γιατί το αποφεύγω; Έχω χρέος να σε σώσω κι ας πεθάνω.

Γιατί ο άντρας αν πεθάνει θα λείψει απ' το σπίτι ενώ η γυναίκα, λιγότερο.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ποτέ δεν θα γινόμουν φονιάς και δικός σου όπως της μάνας μου. Φτάνει το αίμα εκείνης. Μαζί θα φύγουμε και μαζί θα ζήσουμε. Και το ίδιο θα διακινδυνεύσουμε. Ή μαζί μου θα σε πάρω στην πατρίδα, ή θα μείνω κι εγώ εδώ να πεθάνω. Άκουσες τη γνώμη μου.

Αν ήταν ανόσιο το άγαλμα της Άρτεμης να πάρουμε από εδώ, πως τότε με διέταξε ο Απόλλωνας να το κάνω; Μάλλον ήξερε ότι είσαι εδώ και θα συναντηθούμε. Τα ταιριάζω αυτά όλα και έχω την ελπίδα ότι θα στα χέρια μας είναι η επιστροφή μας.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πώς να γίνει ώστε ούτε να πεθάνουμε, αλλά να πάρουμε και μαζί μας όσα θέλουμε; Εδώ χωλαίνει το σχέδιο μας για την επιστροφή. Αν και το θέλουμε πολύ.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Άραγε να μπορούμε να σκοτώσουμε το βασιλιά;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Άσχημο αυτό που είπες, αλλά σαν ξένοι μπορούμε.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αν είναι για να σωθούμε, να το διακινδυνεύσουμε.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Δεν θα μπορούσα. Αν και συμφώνησα με λόγια σου.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τι λες να με έκρυβες στο ναό;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και μόλις πέσει σκοτάδι να το παίρναμε και να φεύγαμε;

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Η νύχτα για τους κλέφτες είναι, για την αλήθεια δε το φως.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μέσα στο ναό υπάρχουν ιεροί φύλακες, και θα μας δουν.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αλίμονο, είμαστε χαμένοι τότε. Πως θα σωθούμε;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Νομίζω ότι βρήκα έναν άλλο τρόπο.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ποιον; Πες μου τι σκέφτεσαι να το μάθω.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Την αρρώστια σου θα χρησιμοποιήσω.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Οι γυναίκες είναι φοβερές να βρίσκουν διέξοδα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Θα πω ότι σκότωσες τη μητέρα σου και ότι ήρθες από το Άργος.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Αν είναι να κερδίσουμε, χρησιμοποίησε τις συμφορές μου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Θα πω ότι είναι ανόσιο να γίνεις θυσία στη θεά.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Για ποια αιτία; Αν και μάλλον υποπτεύομαι.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ότι δεν είσαι καθαρός. Και με φοβίζει να δώσω ανόσιο.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Κι έτσι θα πάρουμε το άγαλμα πιο εύκολα;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Θα θελήσω να σε εξαγνίσω στη θάλασσα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και το άγαλμα; Θα μείνει στο ναό;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κι εκείνο θα πλύνω. Θα πω ότι το άγγιξες.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Και που θα γίνει; Κοντά στην ακτή;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Εκεί που είναι δεμένο το καράβι σας.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Εσύ ή κάποιος άλλος θα φέρει το άγαλμα;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Εγώ. Κανείς άλλος δεν θα το αγγίξει. Μόνο εγώ.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ο Πυλάδης, που συμμετέχει στον πόνο μας;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Θα πω πως κι αυτός έχει το ίδιο μίασμα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Θα κάνουμε τον εξαγνισμό κρυφά από το βασιλιά ή θα το ξέρει;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Θα τον πείσω με τα λόγια μου. Δεν μπορούμε κρυφά.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Τότε πρέπει να μας περιμένει το πλοίο.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Εσύ τώρα πρέπει να φροντίσεις να πάνε καλά τα υπόλοιπα.

 

ΟΡΕΣΤΗΣ

Ακόμα ένα ερώτημα. Θα τα κρατήσουν μυστικά αυτά οι γυναίκες; Πρέπει να βρεις πειστικά λόγια να τους πεις. Γιατί έχει δύναμη η γυναίκα όταν λυπάται κάποιον. Όλα τα υπόλοιπα καλά τα σχεδίασες.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ω, αγαπημένες γυναίκες, εσάς αφήνω την τύχη μου, να είστε πάντα ευλογημένες, μην αφήσετε να στερηθώ την πατρίδα μου, τον αγαπημένο μου αδελφό και την αδελφή μου. Και πρώτα θα σας πω αυτό. Είμαστε γυναίκες, αγαπάμε η μια την άλλη και σίγουρα σώζουμε και αλληλοβοηθιόμαστε. Μην μιλήσετε για όλα αυτά αλλά βοηθήστε να φύγουμε. Καλό είναι να μείνετε σιωπηλές. Δείτε, τρεις αγαπημένους, σε κοινή τύχη, ή να γυρίσουν στην πατρίδα τους, ή να πεθάνουν μαζί. Αν σωθώ, υπόσχομαι να έχετε κι εσείς την ίδια τύχη. Θα σας πάρω στην Ελλάδα. Αλλά σας ικετεύω. Σε ότι πιο πολύ πιστεύετε σας εξορκίζω, στους γονείς σας και στα παιδιά σας που αγαπάτε, τι λέτε; Ποια θέλει, ποια αρνιέται; Μιλήστε. Γιατί αν αυτά δεν τα δεχθείτε θα χαθώ κι εγώ κι ο δυστυχισμένος αδερφός μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Κάνε θάρρος αγαπημένη δέσποινα, και σώσου μόνο. Όσον αφορά εμένα δεν θα πω τίποτα από όλα αυτά. Μάρτυς μου ας είναι ο Μέγας Δίας, θα τα κρύψω όλα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Να είσαστε πάντα ευτυχισμένες για όσα είπατε. Τώρα εσείς οι δυο να μπείτε στο ναό. Γιατί θα έρθει σύντομα ο βασιλιάς αυτής της χώρας για να ελέγξει αν ετοιμάστηκαν οι ξένοι.

Ω σεβάσμια Άρτεμη, εσύ που με έσωσες στην Αυλίδα από το χέρι του πατέρα μου, σώσε με και τώρα μαζί με αυτούς. Αλλιώς οι θνητοί δεν θα πιστεύουν πια στους χρησμούς του Απόλλωνα εξαιτίας σου. Αλλά με τη θέλησή σου φύγε από τη βάρβαρη χώρα και έλα στην Αθήνα. Δεν είναι σωστό να μένεις εδώ ενώ μπορείς να έχεις μια ευτυχισμένη πόλη.

 

ΧΟΡΟΣ

Εσύ πουλί, Αλκυόνα, που στις αφιλόξενες ακτές τραγουδάς θλιμμένα, - τραγούδι που καταλαβαίνουν οι συνετοί - και το λες για το ταίρι σου, κι εγώ σ' αυτό παραβάλλω τους θρήνους μου, ίδιο πουλί χωρίς φτερά, ποθώντας τις Ελληνικές γιορτές, ποθώντας την Άρτεμη τη θεά της γέννας και τις ακτές του Κύθνου όπου μεγαλώνει φοινικιά με την δροσερή φυλλωσιά της και πλούσια δάφνη, και το ιερό δέντρο της γλαυκής ελιάς, - θύμηση όλα της Λητώς, και λίμνη με τα νερά της σε δίνες, όπου ο μελωδικός κύκνος υπηρετεί τις Μούσες.

Ω ποτάμια δάκρυα, που τρέξατε στα μάγουλά μας τότε, όταν έπεσαν οι πύργοι και μας έβαλαν στα καράβια με τους εχθρούς κωπηλάτες που είχαν λόγχες. Πανάκριβα με πούλησαν και με έφεραν εδώ στη βάρβαρη χώρα σκλάβα, όπως της ελαφοκτόνου θεάς την ιέρεια, την κόρη του Αγαμέμνονα, που την υπηρετώ σε βωμούς ματωμένους.

Πόσο θα ήθελα να είμαι πάρα πολύ δυστυχισμένη από τότε που γεννήθηκα. Γιατί αν δεν γνώρισες ποτέ χαρά, αντέχεις τον πόνο. Αν όμως απ' τη χαρά στον πόνο γυρίσεις, είναι πολύ βαρύ, δεν αντέχεται

Κι εσένα σεβαστή Αργεία, θα σε πάρει καράβι με πενήντα κουπιά και θα σε πάει στο σπίτι σου και ο αυλός του ουράνιου Πάνα θα δίνει το ρυθμό στους κωπηλάτες. Ο μάντης Φοίβος τραγουδώντας γλυκά με την εφτάχορδη λύρα του θα σε φέρει στην γη της Αθήνας. Εμένα εδώ θα με αφήσεις κι εσύ με καλοτάξιδο άνεμο θα φτάσεις εκεί γρήγορα.

Αχ να πετούσα στους ουράνιους δρόμους όπου τρέχει το φως του ήλιου! Μακάρι να είχα δυνατές φτερούγες στην πλάτη μου και να πετούσα μέχρι το σπίτι μου εμπρός. Να χόρευα όπως τότε, που ήμουν νύφη ζηλευτή, και η μάνα μου καμάρωνε όταν έσερνα το χορό.

Που με συγκρίναν με τις Χάριτες και καμάρωνα στολισμένη με κοσμήματα στα πλούσια μαλλιά μου και τα πέπλα και οι πλεξούδες μου με αγκάλιαζαν ολόκληρη.

 

(Έρχεται ο Θόας, καθώς η Ιφιγένεια με το άγαλμα της θεάς βγαίνει από το ναό)

 

ΘΟΑΣ

Που είναι η Ελληνίδα γυναίκα, η ιέρεια της Άρτεμης; Εξάγνισε τους ξένους ή καίγονται ήδη στην μεγάλη φλόγα;

 

ΧΟΡΟΣ

Να τη, βασιλιά, τώρα βγαίνει, θα σου πει η ίδια.

 

ΘΟΑΣ

Γιατί μεταφέρεις, κόρη του Αγαμέμνονα, το άγαλμα με τα χέρια σου, και το πήρες από το βάθρο του;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Βασιλιά, στάσου εκεί που είσαι. Στον πρόναο.

 

ΘΟΑΣ

Γιατί; Τι γίνεται στο ναό;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Δυσοίωνα. Είπα ιερό ξόρκι.

 

ΘΟΑΣ

Τι κακό σημαίνει αυτό; Μίλα καθαρά!

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Δεν είναι καθαρά τα θύματα που συλλάβατε, βασιλιά.

 

ΘΟΑΣ

Τι σου το έδειξε αυτό; Ή το υποψιάζεσαι;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Στράφηκε προς τα πίσω το άγαλμα της θεάς.

 

ΘΟΑΣ

Μόνο του; Ή μήπως έγινε σεισμός;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μόνο του. Και έκλεισε τα μάτια του.

 

ΘΟΑΣ

Από ποια αιτία; Από το μίασμα των ξένων;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Γι' αυτό. Για τίποτε άλλο. Για το έγκλημα που έκαναν!

 

ΘΟΑΣ

Που το έκαναν; Κάτω στην ακτή;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Από την πατρίδα τους ήρθαν έχοντας κάνει φόνο.

 

ΘΟΑΣ

Ποιον σκότωσαν; Πες μου, θέλω πολύ να μάθω.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Την μητέρα τους έσφαξαν. Και οι δύο.

 

ΘΟΑΣ

Ω Απόλλωνα! Αυτό ούτε εδώ οι βάρβαροι δεν θα τολμούσαν.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Είναι διωγμένοι από όλη την Ελλάδα.

 

ΘΟΑΣ

Γι' αυτό εσύ βγάζεις το άγαλμα έξω;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Στον καθαρό αέρα, για να διώξω το μίασμα.

 

ΘΟΑΣ

Με ποιο τρόπο κατάλαβες το μίασμα των ξένων;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Τους ρώτησα, όταν είδα ότι στράφηκε το άγαλμα.

 

ΘΟΑΣ

Σοφή σε ανέθρεψε η Ελλάδα. Καλά έκανες και το έμαθες.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κι ας μου έδωσαν γλυκό δόλωμα για την ψυχή μου.

 

ΘΟΑΣ

Σου είπαν νέα για τους αγαπημένους σου στο Άργος;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ο μοναδικός αδελφός μου, ο Ορέστης, είναι ευτυχισμένος!

 

ΘΟΑΣ

Είχαν την ελπίδα ότι θα τους σώσεις για τα καλά τους νέα.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και ο πατέρας μου είπαν ότι ζει και είναι καλά.

 

ΘΟΑΣ

Αλλά εσένα οι σκέψεις σου ήταν στην θεά!

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μισώ όλη την Ελλάδα, που με κατέστρεψε.

 

ΘΟΑΣ

Τώρα για πες μου, τι θα κάνουμε τους ξένους;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πρέπει να κάνουμε ό,τι ορίζει ο νόμος.

 

ΘΟΑΣ

Λοιπόν, εξαγνισμό και θυσία;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πριν από τον εξαγνισμό, θέλω να τους πλύνω με αγνό νερό.

 

ΘΟΑΣ

Σε νερό πηγής ή στη θάλασσα;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Η θάλασσα καθαρίζει όλες τις ανθρώπινες κακίες.

 

ΘΟΑΣ

Να κάνεις αυτό που είναι καλύτερο για τη θεά.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και για μένα έτσι είναι καλύτερα.

 

ΘΟΑΣ

Όμως τα κύματα δεν φτάνουν μέχρι το ναό.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πρέπει να είναι ερημιά. Θα κάνω κι άλλα.

 

ΘΟΑΣ

Πήγαινε και κάνε όπως νομίζεις. Δεν μου αρέσει να βλέπω μυστικές τελετές.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Πρέπει να εξαγνίσω και το άγαλμα.

 

ΘΟΑΣ

Βέβαια, αν το έπιασε μητροκτόνος.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Αλλιώς δεν θα το μετακινούσα από το βάθρο του.

 

ΘΟΑΣ

Σωστή η ευσέβεια σου και η σκέψη σου.

Γι αυτό εκτιμά την τέχνη σου όλος ο λαός.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ξέρεις τώρα τι πρέπει να γίνει;

 

ΘΟΑΣ

Εσύ πες μου.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Βάλτε τα δεσμά στους ξένους πάλι.

 

ΘΟΑΣ

Από πού θα μπορούσαν να φύγουν;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Έμαθα να μην έχω εμπιστοσύνη στους Έλληνες.

 

ΘΟΑΣ

Δέστε τους, υπηρέτες!

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και να τους φέρουν έξω τους ξένους.

 

ΘΟΑΣ

Ας γίνει έτσι.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Με πέπλα στα πρόσωπα. Καλυμμένοι.

 

ΘΟΑΣ

Για να μην τους δει ο ήλιος.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Να έρθουν και οι υπηρέτες μαζί μου.

 

ΘΟΑΣ

Θα έλθουν κι αυτοί.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και στείλε έναν κήρυκα στην πόλη να αναγγείλει.

 

ΘΟΑΣ

Να πει τι;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Να μείνουν όλοι στα σπίτια τους.

 

ΘΟΑΣ

Για να μην συναντήσουν τους φονιάδες;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Να μην μιανθούν με αυτούς.

 

ΘΟΑΣ

Τρέξε και ανάγγειλέ το.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Ούτε κανείς να τους κοιτάξει.

 

ΘΟΑΣ

Πολύ καλά φροντίζεις για την πόλη.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Και περισσότερο όσους αγαπώ.

 

ΘΟΑΣ

Αυτό το λες για μένα…

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

………

 

ΘΟΑΣ

Γι' αυτό όλοι σε θαυμάζουν.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Εσύ να μείνεις εδώ για τη θεά…

 

ΘΟΑΣ

Τι να κάνω;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Να εξαγνίσεις με τον πυρσό το ναό.

 

ΘΟΑΣ

Να είναι καθαρός όταν γυρίσεις.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κι όταν περνούν οι ξένοι από μπροστά σου…

 

ΘΟΑΣ

Τι πρέπει να κάνω;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Να καλύψεις με πέπλους τα μάτια σου.

 

ΘΟΑΣ

Για να μην μολυνθώ.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Κι αν ίσως αργήσω…

 

ΘΟΑΣ

Πόσο υπολογίζεις;

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Να μην ανησυχήσεις.

 

ΘΟΑΣ

Να κάνεις με την ησυχία σου όλα τα πρέποντα για τη θεά.

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Μακάρι ο εξαγνισμός να γίνει όπως πρέπει.

 

ΘΟΑΣ

Κι εγώ εύχομαι μαζί σου.

 

(Βγαίνει από το ναό η συνοδεία με τους δυο αιχμάλωτους και όλα τα απαραίτητα για τον εξαγνισμό)

 

ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ

Βλέπω τους ξένους να βγαίνουν από το ναό και τα νεογέννητα αρνάκια, να πλύνω με το αίμα τους το μίασμα του φόνου. Και αναμμένες λαμπάδες, και όσα άλλα διέταξα για να εξαγνιστούν αυτοί για την θεά. Τώρα όλοι οι πολίτες να απομακρυνθείτε από αυτό το μίασμα. Αν κάποιος είναι ιερέας και προσφέρει θυσίες σε θεούς, αν κάποιος πρόκειται να παντρευτεί, αν κάποια είναι έγκυος. Απομακρυνθείτε, σταθείτε μακριά, μην πέσει πάνω σας αυτό το μίασμα.

Ω παρθένα βασίλισσα, κόρη της Λητώς και του Δία, αν τους πλύνω από τον φόνο και τους θυσιάσουμε όπως πρέπει, θα κατοικείς σε καθαρό ναό και θα είμαστε ευτυχισμένοι μαζί σου.

Ας σιωπήσω για τα άλλα, θεοί μου παντογνώστες, και συ θεά σεβάσμια, τα ξέρετε και μέσα στη σιωπή μου.

 

(Η συνοδεία προχωράει. Ο Θόας μπαίνει στο ναό για εξαγνισμό)

 

ΧΟΡΟΣ

Δοξασμένη η γέννα της Λητώς που στα καρποφόρα λαγκάδια της Δήλου, γέννησε τον χρυσομάλλη Απόλλωνα δεξιοτέχνη στην κιθάρα, και την Άρτεμη την περίφημη για την ευστοχία της στα τόξα. Και αφήνοντας αμέσως μετά τη γέννα της την άγριες ακτές έφερε τα παιδιά της ψηλά στις κορυφές του Παρνασσού, με τις πηγές και τις τελετές του Βάκχου, όπου κείτεται ο τεράστιος δράκος, το τέρας το γεννημένο από τη Γη, με τις φλόγες στα μάτια του, κάτω από τα πλούσια φυλλώματα της δάφνης, κρυμμένος και φυλάει το μαντείο.

Κι ενώ ακόμα ήσουν παιδί, και έμενες στην αγκαλιά της μάνα σου, τον σκότωσες, ω Απόλλωνα, και ανέβηκες στο χρυσό τρίποδα, τον αληθινό σου θρόνο, για να δίνεις χρησμούς στους θνητούς, κάτω από το άδυτο, δίπλα στα νερά της Κασταλίας. Εκεί, στον ομφαλό της γης, έχεις το ναό σου.

Κι αφού απ' το πανέμορφο μαντείο έδιωξες την Θέμιδα, την κόρη της Γης, αυτή γεννούσε νυχτερινά προφητικά οράματα σε όσους κοιμόντουσαν στις σκοτεινές γωνιές του μαντείου που έδειχναν στους θνητούς τι έγινε παλιά, τι τώρα, τι στο μέλλον θα συμβεί. Κι έτσι η Γη αφαίρεσε από το Φοίβο την μαντική τέχνη, εξαιτίας της διωγμένης κόρης της. Τότε, γρήγορα ο Φοίβος σκαρφάλωσε στην κορυφή του Όλυμπου, το παιδικό του χέρι τύλιξε γύρω από το θρόνο του Δία, και τον παρακάλεσε να διώξει την οργή της Γης και να πάψουν τα νυκτερινά προφητικά οράματα. Ο Δίας τότε γέλασε, που ο μικρός του γιος ζητούσε να κρατήσει μόνος αυτός τη μαντική και συγκατένευσε να πάψουν τα οράματα και έδωσε διαταγή μόνο ο Φοίβος να χρησμοδοτεί. Έτσι επανέφερε την πίστη των θνητών στους χρησμούς.

 

(Φτάνει γρήγορος και ταραγμένος αγγελιοφόρος)

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Ω φύλακες του ναού, επιστάτες του βωμού! Που έχει πάει ο Θόας, ο βασιλιάς αυτής της γης; Ανοίξτε τις βαριές πύλες και φωνάξτε τον να βγεί έξω.

 

ΧΟΡΟΣ

Τι συμβαίνει; Αν μπορώ να ρωτήσω χωρίς άδεια.

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Οι δυο ξένοι έφυγαν με κόλπο της κόρης του Αγαμέμνονα για την Ελλάδα, παίρνοντας μαζί τους και το άγαλμα της θεάς στο καράβι τους.

 

ΧΟΡΟΣ

Είναι απίστευτο! Και αυτός τον οποίο θέλεις να δεις ο βασιλιάς της χώρας, δεν είναι εδώ. Έφυγε.

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Που είναι; Πρέπει να το μάθει.

 

ΧΟΡΟΣ

Δεν ξέρουμε. Τρέχα και ψάξε τον. Όπου τον βρεις του λες αυτά τα μαντάτα.

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Δέστε πόσο άπιστο είναι το γένος των γυναικών. Σίγουρα κι εσείς πήρατε μέρος σ' αυτά που έγιναν.

 

ΧΟΡΟΣ

Είσαι τρελός. Τι σχέση έχουμε εμείς με την φυγή των ξένων; Δεν πρέπει να πας στο παλάτι του βασιλιά όσο πιο γρήγορα μπορείς;

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Όχι πριν μάθω σίγουρα αν είναι κανείς μέσα στο ναό. Ανοίξτε τις πόρτες. Χτυπάω! Αναγγείλτε στον βασιλιά ότι είμαι εδώ, μεταφέρω καινούργια κακά μαντάτα.

 

(Ανοίγει η πόρτα, βγαίνει ο Θόας)

 

ΘΟΑΣ

Ποιος είναι που φωνάζει μπροστά στην πόρτα του ναού και αναστατώνει την ιερή σιωπή;

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Αλίμονο! Κι αυτές έλεγαν πως δεν είσαι μέσα και με έδιωχναν! Αλλά εσύ είσαι εδώ.

 

ΘΟΑΣ

Τι κέρδος είχαν να περιμένουν;

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Μετά θα σου πω γι' αυτές. Πρώτα αυτά που έγιναν θα σου πω. Άκουσε: Η νεαρή ιέρεια που παραστέκεται στο βωμό, η Ιφιγένεια, έφυγε μαζί με τους δυο ξένους. Πήραν μαζί τους το ιερό άγαλμα της θεάς. Απάτη ήταν ο εξαγνισμός που έλεγε!

 

ΘΟΑΣ

Τι είναι αυτά που λες; Ποιο ήταν το αναθεματισμένο σχέδιό της;

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Να σώσει τον Ορέστη! Αυτό το απίστευτο!

 

ΘΟΑΣ

Ποιον; Τον γιο της Κλυταιμνήστρας;

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Αυτόν που τον όρισε η θεά για θυσία.

 

ΘΟΑΣ

Ω, απίστευτο ! Πώς μπορώ να το πω αλλιώς!

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Μην κουράζεις τώρα το μυαλό σου, αλλά άκου με. Και αφού με ακούσεις, φρόντισε να τους πιάσουμε.

 

ΘΟΑΣ

Λέγε. Καλά μίλησες. Η θάλασσα είναι κοντά και δεν θα ξεφύγουν από το δόρυ μου.

 

ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ

Όταν φτάσαμε στην ακτή της θάλασσας, όπου λίγο πιο εκεί ήταν το καράβι του Ορέστη κρυμμένο, σε μας, που μας έστειλες να φυλάμε του ξένους, έκανε νεύμα η Ιφιγένεια να σταθούμε πιο πίσω γιατί, είπε, θα άναβε την ιερή φωτιά για τον εξαγνισμό, και δεν έπρεπε να την δούμε. Και βάδιζε μόνη αυτή πίσω από τους ξένους που είχαν τα χέρια δεμένα. Αυτά ήταν λίγο ύποπτα αλλά οι άνδρες τα έβλεπαν με δέος.

Και μετά από ώρα, για να νομίσουμε ότι κάτι περισσότερο έκανε, έβγαλε κραυγή και άρχισε να λέει αλλόκοτα ρητά. Έκανε ότι τους καθάριζε από τον φόνο και εμείς περιμέναμε, και η ώρα περνούσε.

Μετά φοβηθήκαμε μήπως αυτοί μπορέσουν να λυθούν, τη σκοτώσουν και φύγουν, αλλά φοβόμασταν μήπως κάνουμε ιεροσυλία και τα αφήσαμε έτσι.

Στο τέλος αποφασίσαμε να πάμε κοντά και ας μην έπρεπε.

Και εκεί τότε βλέπουμε το καράβι το ελληνικό! Στα πενήντα του κουπιά, πενήντα ναύτες κωπηλατούσαν και τα πανιά ήταν ανοιγμένα, έτοιμο να φύγει, οι ξένοι λυτοί κοντά στο καράβι, μπροστά στην πρύμνη. Με μεγάλα κοντάρια έσπρωχναν την πλώρη κι άλλοι τραβούσαν να δέσουν την άγκυρα και άλλοι βιαστικά έριχναν από πάνω σκαλωσιές να ανέβουν οι ξένοι!

Τότε εμείς χωρίς δισταγμό, μόλις καταλάβαμε το δόλο, αμέσως την αρπάξαμε, πιάσαμε τα παλαμάρια και θέλαμε να βγάλουμε το τιμόνι και τους φωνάξαμε:

"Γιατί φεύγετε κλέβοντας από την χώρα μας αγάλματα και ιέρειες; Ποιος είσαι εσύ που την αρπάζεις από την εδώ χώρα;"

Αυτός τότε είπε: "Ο Ορέστης ο αδελφός της, να γνωρίζεις! Γιος του Αγαμέμνονα. Παίρνω αυτήν εδώ την αδελφή μου, που την είχα χαμένη από το σπίτι μου".

Όμως εμείς την κρατούσαμε καλά και θέλαμε να τη σύρουμε, κάναμε αγώνα, και τότε αυτοί μας χτύπησαν στο πρόσωπο. Δεν είχαν όπλα. Κι εμείς το ίδιο. Μας χτυπούσαν με γροθιές και κλωτσιές στα πλευρά, στο στομάχι και τα κορμιά μας παράλυσαν. Φύγαμε τότε με χτυπήματα και μελανιές και σπασμένα κεφάλια και μαύρα μάτια. Πήγαμε πέρα σε κάτι υψώματα και τους ρίχναμε πέτρες. Αλλά οι τοξότες τους, απ' το καράβι άρχισαν να μας ρίχνουν βέλη και μας ανάγκασαν να πάμε πιο πίσω. Τότε ένα μεγάλο κύμα, έσπρωξε στη στεριά το καράβι και παραλίγο να άρπαζε την ιέρεια, αλλά πρόφτασε ο Ορέστης και την άρπαξε στον ώμο, την έβαλε στο καράβι και μετά ανέβασε το ουράνιο άγαλμα. Ακούστηκε τότε φωνή απ' το καράβι:

"Έλληνες ναύτες πιάστε τα κουπιά, κάντε να ασπρίσουν τα κύματα. Όλα αυτά για τα οποία περάσαμε τις Συμπληγάδες τα πήραμε μαζί μας".

Οι ναύτες τότε έβγαλαν έναν δυνατό αναστεναγμό και χτυπούσαν με τα κουπιά τους τη θάλασσα.

Το πλοίο όσο ήταν μέσα στο λιμάνι, προχωρούσε, όταν όμως πιο έξω έπεσε σε θαλασσοταραχή και ένα μεγάλο κύμα ξαφνικό ήρθε πάνω τους και ο άνεμος μάζεψε τα πανιά πίσω στην πρύμνη. Αυτοί πάλευαν ενάντια στα κύματα με όλη τους τη δύναμη, όταν ένα άλλο τους χτύπησε πάλι, και τότε η κόρη του Αγαμέμνονα σηκώθηκε και προσευχήθηκε:

"Ω κόρη της Λητώς, σώσε την ιέρειά σου που πάει στην Ελλάδα από τη βαρβαρική χώρα και γίνε βοηθός μου. Γιατί κι εσύ τον αδελφό σου τον αγαπάς, άσε με λοιπόν να αγαπώ κι εγώ τον δικό μου".

Επευφήμησαν τότε οι ναύτες με φωνές χαρούμενες, έπιασαν τα κουπιά πάλι στα χέρια τους και κωπηλατούσαν όλοι με ένα ρυθμό. Μα τα κύματα έστελναν πάλι το καράβι στα βράχια. Τότε μερικοί από εμάς έτρεξαν και πήδησαν μέσα στη θάλασσα και δοκίμασαν να ρίξουν σκοινιά για να το πιάσουν. Κι εμένα με έστειλαν εδώ για να στα πω.

Όμως τώρα κάνε γρήγορα. Αν η θάλασσα δεν ηρεμήσει οι ξένοι δεν σώνονται. Ο Ποσειδώνας ο θεός της θάλασσας, που φροντίζει για την πόλη της Τροίας, είναι εχθρός των Πελοπιδών, και θα παραδώσει τον γιο του Αγαμέμνονα σε σένα και τους πολίτες σου, και την αδελφή του την ιέρεια η οποία ξέχασε την θυσία στην Αυλίδα και ατιμάζει τη θεά.

 

ΧΟΡΟΣ

Δυστυχισμένη Ιφιγένεια, θα πεθάνεις με τον αδελφό σου όταν γυρίσεις στα χέρια των βαρβάρων εδώ.

 

ΘΟΑΣ

Ω πολίτες αυτής της βάρβαρης χώρας, βάλτε ηνία στα άλογα και τρέξτε γρήγορα στην ακτή και πιάστε το ελληνικό καράβι που η θάλασσα το βγάζει στην ακτή. Η θεά είναι βοηθός μας. Πηγαίνετε γρήγορα να πιάσετε τους ασεβείς. Και άλλοι από εσάς να ρίξουν καράβια στη θάλασσα, να τους κυκλώσουμε από στεριά και πέλαγος και να τους πιάσουμε. Και ή να τους ρίξουμε σε άγρια βράχια ή να τους σουβλίσουμε. Εσάς τις γυναίκες που όλα αυτά τα ξέρατε, μετά θα σας τιμωρήσω. Τώρα όμως βιάζομαι να πιάσω τους άλλους.

 

(Ακούγεται δυνατή βοή, εμφανίζεται η θεά Αθηνά)

 

ΑΘΗΝΑ

Ποιον πας να κυνηγήσεις βασιλιά Θόα; Άκουσε αυτά τα λόγια της Αθηνάς και σταμάτα να καταδιώκεις τους ξένους με το στρατό σου. Γιατί υπακούοντας σε χρησμό του Απόλλωνα ήρθε εδώ ο Ορέστης, καταδιωγμένος από την οργή των Ερινύων, για να πάρει πίσω στο Άργος την αδελφή του και το ιερό άγαλμα, να το φέρει στη χώρα μου. Μόνο έτσι να τελειώσουν όλα τα βάσανά του.

Ακόμα κάτι θα σου πω. Αυτόν που νομίζεις πως θα πιάσεις, τον Ορέστη, που τώρα τον εμποδίζουν τα κύματα να φύγει, ήδη ο Ποσειδώνας για δική μου χάρη ηρέμησε τη θάλασσα και τώρα το καράβι του μπορεί να φύγει.

Κι εσύ Ορέστη, που τώρα ακούς τη φωνή μου κι ας μην βλέπεις μπροστά σου την όψη μου, ξέρεις τι θέλω να κάνεις. Πάρε το άγαλμα και την αδελφή σου και όταν έλθεις στην θεόκτιστη Αθήνα υπάρχει κάποιο μέρος στην άκρη της Αττικής απέναντι από το ακρωτήρι της Καρύστου - ο λαός τον ονομάζει αυτό τον τόπο Αλάς - εκεί εσύ αφού κτίσεις ναό, στήσε το άγαλμα και δώσε του όνομα που να θυμίζει την Ταυρίδα και τις μεγάλες ταλαιπωρίες που πέρασες που σ' έφεραν καταδιωγμένο σε όλη την Ελλάδα από το μίσος των Ερινύων.

Αυτή την Άρτεμη στο εξής οι θνητοί θα την υμνούν και θα την ονομάζουν Ταυροπόλα θεά. Και όρισε εκεί νόμο τον εξής: Όταν ο λαός εκεί γιορτάζει τη μνήμη για τη θυσία που δεν έγινε τώρα εδώ, ένα ξίφος να αγγίζει το λαιμό ενός άνδρα και ας βγαίνει λίγο αίμα - για ευλάβεια - για να έχει η θεά τις τιμές που της πρέπουν.

Εσύ Ιφιγένεια, θα γίνεις ιέρεια της θεάς στον ιερό λόφο της Βραυρώνας κι εκει θα ταφείς όταν πεθάνεις. Και τα υφαντά και τα πέπλα των γυναικών που πεθαίνουν στη γέννα θα τα φέρνουν εκεί στο ναό σαν προσφορά.

Αυτές δε οι γυναίκες, οι συντρόφισσες και βοηθοί της Ιφιγένειας, θα σταλούν στην Ελλάδα, γιατί δείξαν φρόνηση και ήταν δίκαιες.

Ορέστη σε έσωσα κι άλλη φορά, στον Άρειο Πάγο όταν οι ψήφοι ήταν μοιρασμένοι και μέτρησε για την αθώωσή σου η δική μου, υπέρ σου. Αυτό ορίζω νόμος να γίνει. Όταν υπάρχει ισοψηφία, ο κατηγορούμενος να αθωώνεται. Τώρα πάρε την αδελφή σου, την κόρη του Αγαμέμνονα και φύγετε από αυτήν την χώρα. Και συ βασιλιά Θόα, μη θυμώνεις.

 

ΘΟΑΣ

Παντοκρατόρισσα Αθηνά, όποιος ακούει τα λόγια των θεών και πάει ενάντια είναι άμυαλος.Δεν θυμώνω λοιπόν τώρα ούτε με τον Ορέστη που πήρε το άγαλμα της θεάς, ούτε με την αδελφή του. Τι καλό θα βγει αν αντιδικήσω με τους δυνατούς θεούς; Αυτές δε τις γυναίκες, όπως διέταξες, θα τις στείλω στην ευτυχισμένη Ελλάδα, και θα διατάξω τους άντρες που έστειλα με καράβια να πάψουν την καταδίωξη όπως θέλεις εσύ, ω θεά!

 

ΑΘΗΝΑ

Εύγε. Γιατί σέβεσαι τους θεούς. Εμπρός τώρα άνεμοι, ταξιδέψτε το καράβι του παιδιού του Αγαμέμνονα στην Αθήνα. Θα συνοδεύσω κι εγώ, προστατεύοντας το ιερό άγαλμα της αδελφής μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Πηγαίνετε στο καλό ευτυχισμένη μοίρα πια έχετε.

Ω Αθηνά Παλλάδα, σεβάσμια στους θνητούς και τους αθάνατους, ας κάνουμε έτσι όπως εσύ διατάζεις. Απρόσμενη χαρά πήρα από τα λόγια που είπες.

 

(Η Αθηνά εξαφανίζεται. Ο Θόας συνοδεύει το Χορό που φεύγει προς το καράβι)

 

ΧΟΡΟΣ

Ω σεβάσμια Νίκη,

και τη δική μου ζωή να ορίζεις.

Να μην σταματάς να με στεφανώνεις.

 

 

 ΤΕΛΟΣ