Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ΙΩΝ

(Ερχόμενος)

414 π.Χ.

 


ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ

ΕΡΜΗΣ

ΙΩΝ

ΧΟΡΟΣ

ΚΡΕΟΥΣΑ

ΞΟΥΘΟΣ

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

ΠΥΘΙΑ

ΑΘΗΝΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ

Μετά από ένωση του Απόλλωνα με την Κρέουσα - κόρη του βασιλιά της Αθήνας Ερεχθέα - με κρυφό τοκετό γεννήθηκε ένα μωρό το οποίο η μητέρα του το άφησε στην ίδια σπηλιά που γνώρισε το θεό γιατί φοβόταν τους δικούς της. Όταν ξαναπήγε εκεί και δεν το βρήκε νόμισε πως το κατασπάραξαν τα όρνεα. Όμως ο Απόλλωνας είχε στείλει τον Ερμή και το πήρε, το πήγε στο μαντείο των Δελφών κι εκεί μεγάλωσε σαν υπηρέτης του ναού. Η Κρέουσα μεγαλώνοντας παντρεύτηκε τον Ξούθο από την Εύβοια, αλλά επειδή δεν έκαναν παιδιά, αποφάσισαν να επισκεφθούν το μαντείο των Δελφών για να πάρουν χρησμό.

Εκεί γίνεται η συνάντηση μητέρας - γιου...

 

(Μαντείο των Δελφών. Ο ναός του Απόλλωνα Ο Ερμής στέκεται μπροστά στα προπύλαια)

 

ΕΡΜΗΣ

Ο Άτλας - που τον Ουρανό των θεών κρατάει

στις πλάτες του τις χάλκινες -

παντρεύτηκε μια θεά και γεννήθηκε έτσι η Μαία

και τη Μαία πήρε ο Δίας ο Μέγιστος

και γεννήθηκα έτσι εγώ ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος,

να υπηρετώ τους θεούς.

Και ήρθα στη γη των Δελφών εδώ,

όπου χρησμοδοτεί ο Φοίβος καθήμενος πάνω στον Ομφαλό της Γης

και ορίζει των θνητών τα παρόντα και τα μέλλοντα πάντα.

Υπάρχει πόλη ένδοξη, της θεάς Παλλάδας , η Αθήνα,

όπου την Κρέουσα, την κόρη του Ερεχθέα,

την πήρε ο Φοίβος με τη βία,

στη βραχοσπηλιά - τις Μακρές Πέτρες όπως τη λένε -

Κρυφά απ' τον πατέρα της εγκυμόνησε η Κρέουσα

- σύμφωνα με το θέλημα του Φοίβου.

Κι όταν ήρθε ο καιρός και η Κρέουσα γέννησε στα ανάκτορα το βρέφος

το κρυφά και στην ίδια τη σπηλιά βρέθηκε με τον θεό

το τοποθέτησε και το άφησε να πεθάνει, σε πλεχτό καλάθι μέσα,

κρατώντας το νόμο τον παλιό, τον Εριχθόνιο.

Για χάρη όμως του παιδιού, του Δία η κόρη, η Αθηνά,(εικ.)

έβαλε δίπλα του δυο δράκους φρουρούς

και όρισε τις Αγλαυρίδες ιέρειες να το φυλάξουν.

Γι' αυτό στους Ερεχθείδες κρατάει η συνήθεια

να μεγαλώνουν τα παιδιά τους ζωσμένα σε φίδια ολόχρυσα.

Και όσα στολίδια είχε η Κρέουσα

τα έβαλε στο βρέφος, μέσα στο καλάθι, και τ' άφησε

στη σπηλιά για να πεθάνει.

Αλλά ήρθε τότε ο Φοίβος, ο αδερφός μου, και με παρακάλεσε

"πήγαινε αδερφέ στην Αθήνα της Παλλάδας

και πάρε απ' τη σπηλιά βρέφος νεογέννητο

με το πλεχτό καλάθι μαζί και σπάργανα

φέρ' το στους Δελφούς, στο μαντείο μου, (εικ.)

και άφησέ το μπροστά στην πόρτα του.

Μετά θα νοιαστώ εγώ. Γιατί να ξέρεις, αυτό το παιδί είναι δικό μου".

Και τότε για χάρη του Φοίβου, του αδερφού μου,

πήρα το πλεχτό καλάθι, το έφερα εδώ

και τ' άφησα στις σκάλες του Ναού ανοιγμένο.

Για να φαίνεται το παιδί.

Και το πρωί με την ανατολή του Ήλιου, ήρθε η Πυθία η προφήτις (εικ.)

και μπαίνοντας, θύμωσε που είδε το βρέφος

γιατί αναρωτήθηκε ποια κόρη των Δελφών

τόλμησε ν' αφήσει στην πόρτα το παιδί της.

Και ήθελε να το πάρει να το διώξει απ' το βωμό

αλλά ένιωσε έλεος - και βοήθησε ο Φοίβος να μη διωχθεί το παιδί -

και το κράτησε, τ' ανάθρεψε.

Δεν ξέρει πως είναι του Απόλλωνα, ούτε τη μητέρα του ξέρει.

Ούτε κι το παιδί ξέρει τους γονείς του.

Στους βωμούς ανάμεσα μεγάλωσε παίζοντας

και μετά όταν ανδρώθηκε, οι Δελφείς

τον όρισαν χρυσοφύλακα του ναού τους και έμπιστο,

αφιερώθηκε εδώ στου Φοίβου το ναό

και ζει αναμάρτητη και σεμνή ζωή.

Η Κρέουσα που γέννησε το παιδί, μετά από αυτές τις περιπέτειες

παντρεύτηκε τον Ξούθο, τον γιο του Αιόλου

γόνο του Δία - Αχαιό,

γιατί καθώς την Αθήνα την συγκλόνιζε πόλεμος

με τους Χαλκοδοντίδες από την Εύβοια,

ο Ξούθος βοήθησε να νικήσουν.

Έτσι την πήρε.

Κι από τότε είναι παντρεμένοι αλλά μένουν άτεκνοι.

Κι ο καημός για να αποκτήσουν παιδί θα φέρει στο μαντείο

τον Ξούθο και την Κρέουσα

- θέλημα του Φοίβου να γίνει έτσι -

και στον Ξούθο θα δώσει για γιο του τον δικό του γιο.

Θα τον δείξει δικό του να τον πάρει στο σπίτι

όπου του θα γνωρίσει τη μητέρα του, την Κρέουσα,

και έτσι ο γάμος της με τον Φοίβο θα μείνει κρυφός.

Αλλά θα βρει και ο γιος γονιούς και σπίτι.

Και θα τον ονομάσουν Ίωνα. Ερχόμενο.

Θα γίνει γενάρχης κράτους στην Ασία

και Ιωνία θα πουν την περιοχή αυτή. Από το όνομά του.

Τώρα θα φύγω θα κρυφτώ στο δαφνώνα. Μέχρι να μάθω για το παιδί.

Γιατί βλέπω να βγαίνει ο γιος του Φοίβου

ο οποίος έρχεται για να βάλει δάφνινα κλωνάρια

και να στολίσει την πύλη του ναού.

Αυτόν εγώ, πρώτος από τους θεούς,

τον ονομάζω Ίωνα.

 

ΙΩΝΑΣ

Ο Ήλιος λάμπει πάνω στο τέθριππο άρμα του

φεύγουν τ' αστέρια μπροστά στη φωτιά του

μέχρι την ιερή νύχτα.

Οι κορυφές του Παρνασσού οι απάτητες

αντιφέγγουν τον ολόλαμπρο κύκλο.

Στον οίκο του Φοίβου ανεβαίνει ο καπνός από την άνυδρη σμύρνα

και στον Τρίποδα η Πυθία η μάντισσα

τραγουδά στους Έλληνες τους χρησμούς (εικ.) που ορίζει ο Φοίβος.

 

Υπηρέτες του Φοίβου,

στης Κασταλίας τα νάματα τώρα πηγαίνετε

να πλυθείτε στη δροσιά τους

και αφού στεγνώσετε να έρθετε στο ναό.

Να προστατέψουμε έτσι το όμορφο στόμα και την καλή φήμη

για όσους φτάνουν να πάρουν χρησμό,

και να τους βοηθήσουμε να τον καταλάβουν.

Κι εγώ να αρχίσω τη δουλειά μου

αυτήν που έχω μάθει να κάνω από παιδί.

Να σκουπίσω τα πρόθυρα

να κρεμάσω στεφάνια στην άγια είσοδο,

να πλύνω την αυλή του ναού Φοίβου

και των πουλιών τα κοπάδια που αρπάζουν τις προσφορές

με το τόξο να διώξω.

Δίχως μάνα και πατέρα

το ναό του Φοίβου που με μεγάλωσε φροντίζω.

 

Άντε σκούπα μου, άντε

από φρέσκια δάφνη όμορφη

που του Φοίβου τη Θυμέλη

στο ναό μπροστά σαρώνεις

άντε άντε σκούπα μου που είσαι από κήπο ιερό

όπου ιερή δροσούλα απ' τα νάματα τα άγια με την άχνα της

νοτίζει της μυρτιάς τους άγιους κλώνους,

μόλις βγει το πρωί ο Ήλιος

με σένα σκούπα μου, του Άγιου Ναού τα πρόθυρα σκουπίζω κάθε μέρα.

 

Ω Παιάνα, Ω Παιάνα

Ω γιε της Λητώς

Δοξασμένε για πάντα.

Για σένα, Φοίβε,

δουλεύω εδώ στο ναό μπροστά

τιμώντας τους χρησμούς σου

και ο κόπος μου είναι δόξα

γιατί δεν υπηρετώ θνητούς αλλά θεούς

και κάνω τις δουλειές χωρίς να κουράζομαι.

Γονιός και πατέρας για μένα είναι ο Φοίβος.

Κι αυτόν ευλογώ.

Και ονομάζω πατέρα το Φοίβο τον ευεργέτη μου

μες στο ναό.

Ω Παιάνα, Ω Παιάνα

Ω γιε της Λητώς

Δοξασμένε για πάντα.

 

(Έρχονται οι άλλοι υπηρέτες του ναού. Φέρνουν σε στάμνα νερό)

 

Φτάνει το σκούπισμα με τη δάφνινη σκούπα.

Από στάμνα χρυσή ας ραντίσω της Γης τη δροσιά

που τη στέλνει της Κασταλίας το ρέμα.

Ας ραντίσω δροσόνερο εγώ ο αγνός

κι έτσι πάντα το Φοίβο να λατρεύω μην πάψω.

Ή κι αν πάψω, να το θέλει μια καλή η μοίρα.

 

(Ακούγονται φτεροκοπήματα και κρωξιές)

 

Α! Για δες τα! Για δες τα!

Τις παράτησαν κιόλας τις φωλιές τους και ήρθαν!

Μη ζυγώνετε λέω στους θριγκούς του Ναού.

Μήτε κι εδώ στης αυλής τα χρυσόπλακα.

 

(Σταματά το ράντισμα, πιάνει το τόξο)

 

Α! Θα σε ρίξει το τόξο μου, αγγελιοφόρε του Δία!

Που με ράμφος γερό στα πουλιά αρχηγεύεις!

Α! Να! Κι άλλο! Κύκνος αυτός!

Για το βωμό ταξιδεύει.

Αλλού. Αλλού τ' αλικόχρωμο πόδι σου.

Α! Δεν θα μπορέσει ούτε ο Φοίβος

να σε σώσει απ' το τόξο μου.

Παρ' τα φτερά σου αλλού.

Στη Δήλο να πας να κουρνιάσεις. Και άντε.

Θα σταματήσω αλλιώς τα όμορφα τραγούδια σου.

Α! Κι άλλο μας ήρθε!

Τα πουλάκια σου θες να μου κάνεις μες στους θριγκούς;

Φύγε. Φύγε. Θα ρίξω.

Τράβα στου Αλφειού τα νερά να γεννήσεις.

Στου Ισθμού την κοιλάδα.

Μη μου λερώνεις του ναού τ' αναθήματα και του Φοίβου το άδυτο.

 

(Διστάζει. Αφήνει το τόξο)

 

Σας λυπάμαι να ρίξω.

Εσείς φέρνετε στους θνητούς των θεών τα μηνύματα.

Ας τελειώσω τη δουλειά μου που στο Φοίβο χρωστώ.

Ας μην πάψω ποτέ να ευγνωμονώ όσους πρέπει.

 

(Συνεχίζει το ράντισμα. Μπαίνει ο Χορός - ακολουθία της Κρέουσας. Κοιτάζουν γύρω)

 

ΧΟΡΟΣ

Α! Δεν υπάρχουν μόνο στην άγια Αθήνα

οι όμορφα στολισμένες αυλές των θεών!

Ούτε και εκεί μόνο είναι στολισμένοι οι δρόμοι!

- Να! Κι εδώ! Στο ναό του Φοίβου,

λάμπει το φως που πέφτει από τα αγάλματα.

 

ΙΩΝ

Δείτε αυτό!

Τη Λερναία Ύδρα με χρυσό δρεπάνι να την σκοτώνει ο Ηρακλής!

Κοίτα το καλά!

 

ΧΟΡΟΣ

Το βλέπω.

 

ΙΩΝ

Και το άλλο στα αριστερά του

Που ανεμίζει τον αναμμένο δαυλό.

 

ΧΟΡΟΣ

Ποιος να είναι;

Αυτός που η ιστορία του ζωγραφίστηκε στα πέπλα;

Τα χέρια του είναι από σφυρηλατημένο χρυσάφι.

 

ΙΩΝ

- Ο Ιόλαος θα είναι, με την ασπίδα του

που τα ίδια υποφέρει με το γιο του Δία.

Και τ' αντέχει.

Δες και τούτον!

Πάνω στο γρήγορο άλογό του!

Πως χτυπάει και σκοτώνει τον τρισώματο δράκο

και βγάζει φωτιές από το στόμα του!

 

ΧΟΡΟΣ

- Όλα τα βλέπω προσεκτικά!

 

ΙΩΝ

Κοίτα κι εκεί τον πόλεμο των Γιγάντων

σκαλισμένο πάνω σε πέτρα!

 

ΧΟΡΟΣ

- Για να τον παρατηρήσουμε καλά φίλες μου!

 

ΙΩΝ

Βλέπεις ποια σείει την τρομερή της ασπίδα πάνω απ' τον Εγκέλαδο;

 

ΧΟΡΟΣ

Βλέπω τη θεά μας την Παλλάδα!

 

ΙΩΝ

Και εδώ μέσα στις θύελλες, τον κεραυνό το διπλόφλογο στα αλάνθαστα χέρια του Δία;

 

ΧΟΡΟΣ

Βλέπω! Τον άγριο Μίμαντα τον κάνει στάχτη!

Και το άλλο το τέρας της Γης!

Το σκοτώνει ο Βάκχος! Το χτυπά με τον κισσό.

 

(Πλησιάζοντας μπροστά στον Ίωνα)

 

Ε! Συ! Στο Ναό! Σε ρωτούμε.

Μπορούμε να μπούμε κι εμείς;

 

ΙΩΝΑΣ

Όχι ξένες. Δεν κάνει.

 

ΧΟΡΟΣ

Αν σε ρωτήσω κάτι; Θα μου πεις;

 

ΙΩΝΑΣ

Ρώτα τι θελεις;

 

ΧΟΡΟΣ

Στ' αλήθεια ο Ομφαλός της Γης είναι μέσα στο ναό του Φοίβου;

 

ΙΩΝΑΣ

Σκεπασμένος με λουλουδένια στεφάνια. Και Γοργόνες τριγύρω.

 

ΧΟΡΟΣ

Έτσι το λέει και η φήμη.

 

ΙΩΝΑΣ

Αν ζητάτε μαντεία

και κάνατε προσφορά μελόψωμα μπρος στο ναό

μπορείτε στο βωμό του να περάστε.

Στο άδυτο όμως μην προχωράτε

πριν σφαχτούν οι καθαγιασμένοι αμνοί!

 

ΧΟΡΟΣ

Ξέρω. Το νόμο του θεού δεν θα τον παραβούμε.

Όσα είναι έξω χαιρόμαστε να βλέπουμε...

 

ΙΩΝΑΣ

Κοιτάξτε τα όλα, όσα είναι σωστό να βλέπετε.

 

ΧΟΡΟΣ

Μου πρόσταξαν οι κύριοί μου να δω όλα τα ενδότερα άγια του θεού.

 

ΙΩΝΑΣ

Για ποιους λέτε; Τίνος σπιτιού είστε ακόλουθοι;

 

ΧΟΡΟΣ

Οι κύριοί μας είναι κάτοικοι της Αθήνας, της πόλης Παλλάδας

Α! να! Έρχεται αυτή για την οποία ρωτάς.

 

(Εμφανίζεται η Κρέουσα)

 

ΙΩΝΑΣ

Όποια κι αν είσαι, το δείχνει η όψη σου, μοιάζεις με αρχόντισσα.

Και την όψη μονάχα αν δεις του ανθρώπου, καταλαβαίνεις αν είναι από καλή γενιά.

Αλλά γιατί; Τι έχεις; Κρύβεις τα μάτια !

Δάκρυα φέρνει στην όμορφη όψη σου η θέα του μαντείου;

Τι σε λύπησε τόσο;

Όλοι που βλέπουν του Φοίβου τα ανάκτορα χαίρονται.

Κι εσύ να δακρύζεις!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ξένε μου, ο τρόπος σου δείχνει ευγένεια

που με ρώτησες όταν με είδες!

Αυτό μαντείο το Φοίβου μου ξύπνησε άσχημες μνήμες από τα παλιά.

Γύρισε το μυαλό μου στην πατρίδα μου, αν και βρίσκομαι εδώ.

Πόσο δυστυχισμένες είναι οι γυναίκες!

Τι πράξεις είναι αυτές οι δικές σας, θεοί!

Πού υπάρχει ελπίδα για δίκαιο αν οι αδικίες των θεών μας παιδεύουν;

 

ΙΩΝΑΣ

Ποιος κρυφός καημός σε παιδεύει, γυναίκα;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τίποτα. Ένα λόγο είπα. Τώρα σωπαίνω, μη νοιάζεσαι, ξένε.

 

ΙΩΝΑΣ

Ποια είσαι κι από πού, ποιανού; Με τι όνομα να σε λεω;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κρέουσα με λένε, του Ερεχθέα κόρη είμαι. Η Αθήνα η πατρίδα μου.

 

ΙΩΝΑΣ

Σε καλοτυχίζω Δέσποινα. Ένδοξη είναι η πατρίδα σου και η γενιά σου μεγάλη.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Πράγματι, σε αυτά είμαι ευτυχισμένη. Σε τίποτα άλλο όμως.

 

ΙΩΝΑΣ

Είναι αλήθεια που λένε...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τι ρωτάς; Ξένε θα ήθελα να μου πεις.

 

ΙΩΝΑΣ

Ότι πρώτος απ' τη γενιά σου φύτρωσε μέσα από τη γη;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ναι, ο Εριχθόνιος. Αλλά δεν με ωφέλησε η γενιά μου.

 

ΙΩΝΑΣ

Και η θεά Αθηνά; Απ' τη γη τον σήκωσε μέσα από τη γη;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Με τα αγνά της χέρια. Δεν τον γέννησε.

 

ΙΩΝΑΣ

Και τον έδωσε... όπως δείχνεται σε μια παράσταση;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Στις κόρες του Κέκροπα, τον έδωσε να τον φυλάξουν. Σ' ένα καλάθι. Και τις διέταξε να μην το ανοίξουν.

 

ΙΩΝΑΣ

Κι αυτές ότι τ' άνοιξαν...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γι' αυτό και πέθαναν! Τσακίστηκαν πάνω σε βράχο.

 

ΙΩΝΑΣ

Και τα άλλα που λένε; Αλήθεια είναι;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ποιο ρωτάς; Πες, ρώτα με. Έχω χρόνο.

 

ΙΩΝΑΣ

Τις αδερφές σου ο πατέρας ο Εριχθόνιος τις θυσίασε;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ναι. Ήταν θυσία για την πατρίδα. Την άντεξε.

 

ΙΩΝΑΣ

Κι εσύ; Εσύ μόνο σώθηκες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ήμουν μωρό τότε, στην αγκαλιά της μάνας μου.

 

ΙΩΝΑΣ

Και τον πατέρα σου; Αλήθεια τον κατάπιε η γη;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Από το χτύπημα της τρίαινας του Ποσειδώνα πέθανε.

 

ΙΩΝΑΣ

Και τον τόπο εκεί τον είπαν οι Μακρές Πέτρες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κακό μου φέρνεις στο μυαλό. Γιατί ρωτάς;

 

ΙΩΝΑΣ

Τις τιμά τις Μακρές Πέτρες ο Φοίβος και οι αστραπές του.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τις τιμά! Μακάρι να μην τις έβλεπα!

 

ΙΩΝΑΣ

Ω! Μισείς τον τόπο τον αγαπητό στο θεό;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Όχι. Μόνο για κάτι που έγινε σε μια σπηλιά εκεί.

 

ΙΩΝΑΣ

Ποιος Αθηναίος σε παντρεύτηκε;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Είναι από άλλη χώρα. Ξένος.

 

ΙΩΝΑΣ

Ποιος; Πρέπει να κατάγεται από ευγενικό γένος.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ο Ξούθος. Ο γιος του Αιόλου. Απόγονος του Δία.

 

ΙΩΝΑΣ

Και ξένος αυτός, πως παντρεύτηκε κάποια που γεννήθηκε στην Αθήνα;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Η Εύβοια, είναι μια περιοχή κοντινή στην Αθήνα.

 

ΙΩΝΑΣ

Που τη χωρίζει μια στενή θάλασσα, όπως λενε;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αυτήν καταλάβαμε με σύμμαχό μας τον Ξούθο.

 

ΙΩΝΑΣ

Σας βοήθησε στον πόλεμο και σε παντρεύτηκε μετά;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Προίκα του πολέμου. Κέρδισε με το σπαθί του.

 

ΙΩΝΑΣ

Και ήρθες μαζί του εδώ στους Δελφούς;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μαζί του ήρθα. Στο ναό του Τροφώνιου είναι τώρα.

 

ΙΩΝΑΣ

Να δει πήγε ή για να πάρει χρησμό;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Και για τα δύο, θέλει να ζητήσει και χρησμό.

 

ΙΩΝΑΣ

Για καρπό της γης ή για παιδιά θέλετε να μάθετε;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αν και είμαστε πολύ καιρό παντρεμένοι, δεν έχουμε αποκτήσει παιδιά.

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν έκανες παιδί ποτέ;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ο Φοίβος την ξέρει την ατεκνία μου!

 

ΙΩΝΑΣ

Αν και ως προς τα άλλα ήσουν τυχερή, σ' αυτό στάθηκες άτυχη.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Εσύ ποιος είσαι; Την καλοτυχίζω τη μάνα σου.

 

ΙΩΝΑΣ

Με λένε και είμαι δούλος του Φοίβου.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αφιερωμένος είσαι ή σε πούλησαν εδώ;

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν ξέρω καθόλου. Του Φοίβου με λένε.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Εγώ με τη σειρά μου τώρα, σε λυπάμαι, ξένε.

 

ΙΩΝΑΣ

Ούτε τη μητέρα μου, ούτε την καταγωγή μου ξέρω.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Στο Ναό μένεις; Ή σε κάποιο σπίτι;

 

ΙΩΝΑΣ

Το ναό έχω για σπίτι μου. Κι εδώ κοιμάμαι.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μικρός ήρθες ή όταν μεγάλωσες;

 

ΙΩΝΑΣ

Μωρό. Έτσι λένε όσοι ξέρουν.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ποια Δελφίδα σε θήλασε;

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν θήλασα ποτέ. Με ανάθρεψαν εδώ όμως.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ποια; Εμένα είπες δύστυχη, εσύ είσαι!

 

ΙΩΝΑΣ

Η μάντισσα του Φοίβου. Την έχω σαν μητέρα μου.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κι έγινες άντρας! Πως μεγάλωσες;

 

ΙΩΝΑΣ

Με τρέφουν οι βωμοί. Και οι ξένοι που έρχονται.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δύστυχη η μητέρα σου! Όποια και να είναι.

 

ΙΩΝΑΣ

Ίσως από φταίξιμό της να γεννήθηκα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν στερείσαι. Όμορφα ρούχα φοράς.

 

ΙΩΝΑΣ

Από τα αφιερώματα στο θεό που υπηρετώ.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν έψαξες να βρεις από ποια γεννήθηκες;

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν έχω κανένα σημάδι όμως.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Και άλλη έπαθε τα ίδια με τη μάνα σου.

 

ΙΩΝΑΣ

Ποια; Τι χαρά θα ήταν για μένα αν την γνώριζα!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γι' αυτήν ήρθα εδώ πριν απ' τον άντρα μου.

 

ΙΩΝΑΣ

Πες μου τι ζητάς; Να σε βοηθήσω, κυρία.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Θέλω να μάθω απ' το Φοίβο, μια μυστική απάντηση.

 

ΙΩΝΑΣ

Τι; Πες. Θα φροντίσω εγώ να εξυπηρετηθείς.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Άκου λοιπόν την ιστορία: Αλλά ντρέπομαι.

 

ΙΩΝΑΣ

Άσε την ντροπή εδώ. Δεν περνάει σ' αυτό το μέρος η δύναμή της.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κάποια φίλη μου λέει την αγάπησε ο Φοίβος.

 

ΙΩΝΑΣ

Ο θεός με θνητή; Μην τα λες αυτά, ξένη.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Και γέννησε γιο. Κρυφά απ' τον πατέρα της.

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν μπορεί. Θνητός την παρέσυρε και το σκεπάζει.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Το αρνιέται αυτή. Και υπέφερε.

 

ΙΩΝΑΣ

Τι έπαθε, αφού ήξερε ότι ήταν ο θεός που την αγκάλιασε;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Το γιο που γέννησε, τον άφησε να πεθάνει.

 

ΙΩΝΑΣ

Το παιδί τώρα που είναι; Ζει ή πέθανε;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κανείς δεν το ξέρει. Αυτό ήρθα να μάθω απ' το Φοίβο.

 

ΙΩΝΑΣ

Αν δεν ζει. Τότε πως; Με ποιον τρόπο πέθανε;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Θεριά τον κατασπάραξαν. Έτσι πιστεύει.

 

ΙΩΝΑΣ

Έχει σημάδια και το λες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γυρνώντας εκεί που το άφησε, δεν το βρήκε.

 

ΙΩΝΑΣ

Είδε στο δρόμο αίματα;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Όχι. Αν και έψαξε ολόγυρα με αγωνία.

 

ΙΩΝΑΣ

Πόσος καιρός πέρασε από τότε που χάθηκε το παιδί;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Σαν και σένα θα ήταν τώρα. Αν ζούσε.

 

ΙΩΝΑΣ

Τον αδίκησε ο Θεός. Και η μάνα του η δύστυχη.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Από τότε άλλο παιδί δεν έκανε.

 

ΙΩΝΑΣ

Αν όμως ο Φοίβος το μεγαλώνει κρυφά;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Άδικο είναι να χαίρεται την κοινή χαρά μόνος του.

 

ΙΩΝΑΣ

Αυτή η συμφορά μοιάζει με τη δική μου.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κι εσύ τη ζητάς τη μάνα σου;

 

ΙΩΝΑΣ

Πόνο που ξέχασα μην τον σκαλίζεις.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν θα ξαναμιλήσω. Πες μου τώρα όμως γι' αυτό που θέλω να ρωτήσω το θεό.

 

ΙΩΝΑΣ

Ξέρεις που σκοντάφτει αυτό που θέλεις να μάθεις;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Παντού. Σε όλα σκοντάφτει η δύστυχη.

 

ΙΩΝΑΣ

Πώς να δώσει χρησμό ο Φοίβος για κάτι που θα ήθελε να κρατήσει κρυφό;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Επειδή για όλους τους Έλληνες δίνει χρησμό.

 

ΙΩΝΑΣ

Θα ντροπιαστεί όμως. Μην τον δυσκολεύεις.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν το αντέχει όμως και η δύστυχη.

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν θα δώσει μαντεία, κανένας. Το μυστικό που ζητάς δεν θα σ' το πει ο Φοίβος. Κι αν τον προσβάλεις στο ίδιο το σπίτι του τότε - με το δίκιο του - θα της κάνει κακό.Άσε. Μη ζητάς μαντείες ενάντιες στο θεό. Είναι ασέβεια να ζητάμε να μας πουν όσα δεν θέλουν. Ό,τι να κάνουμε - και θυσίες στους βωμούς και μαντείες άλλων πουλιών ή άλλα - δεν θα μας πουν. Ανώφελη μαντεία παίρνουμε όταν ζητάμε να μας πουν όσα δεν θέλουν. Μόνο ό,τι μαντεύουν με τη θέλησή τους μας ωφελεί.

 

ΧΟΡΟΣ

Πολλές συμφορές. Σε πολλούς. Κάθε άνθρωπος και διαφορετική. Μια στιγμή μόνο είναι η χαρά στη ζωή μας.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Φοίβε. Στάθηκες άδικος στη φίλη μου. Και τότε. Και εδώ.

Ούτε τότε το γιο σου έσωσες, που έπρεπε, ούτε τώρα στη μητέρα, που ρωτάει, θα απαντήσεις, να ξέρει τουλάχιστον αν πέθανε να του στήσει τάφο. Κι αν πάλι ζει... Ας τ' αφήσουμε όμως αυτά - αφού ο θεός δεν θέλει να ξέρω όσα θα ήθελα.

 

(Φαίνεται ο Ξούθος που έρχεται)

 

Α! Ξένε! Βλέπω τον άντρα μου τον Ξούθο που επιστρέφει από το μαντείο του Τροφώνιου. Μην του πεις, ξένε, αυτά που είπαμε όμως, δεν θέλω να μάθει τι με απασχολεί κρυφά από αυτόν. Μήν πούμε λόγια που δεν ήθελα. Δύσκολη είναι η θέση των γυναικών μπροστά στους άντρες. Και μια κακή να τύχει ανάμεσά μας, όλες μας παίρνει η προσβολή. Τόσο δυστυχισμένες γεννηθήκαμε.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Πρώτα να χαιρετήσω το θεό. Χαίρε. Κι εσύ γυναίκα. Μήπως άργησα κι ανησύχησες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Όχι. Πάνω που άρχισα να ανησυχώ, έφτασες. Πες μου όμως τι χρησμό φέρνεις απ' τον Τροφώνιο, πως θα κάνουμε παιδί;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Δεν λέει ο Τροφώνιος πριν απ' το Φοίβο. Μόνο ένα. Χωρίς παιδί απ' το μαντείο δεν θα γυρίσω. Ούτε κι εσύ.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Σεβάσμια Λητώ, μητέρα του Φοίβου! Όλα κατ' ευχήν αν είναι. Και στο σπίτι μας θα μπει ευτυχία.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Μακάρι. Εδώ τα λόγια του θεού ποιος τα ερμηνεύει;

 

ΙΩΝΑΣ

Εγώ τα γενικά μπορώ να σου πω. Το εσωτερικό όμως νόημα το λένε μέσα ιερείς δίπλα στον τρίποδα. Γι' αυτό έχουν κληρωθεί εδώ και πολύ καιρό.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Εντάξει. Όσα ήθελα, τα έμαθα. Τώρα ας πάω. Άκουσα ότι σφάχτηκαν τα σφάγια για τους ξένους μπροστά στο ναό. Θέλω να πάρω το χρησμό τούτη την ημέρα την ευλογημένη. Κι εσύ γυναίκα στόλισε τους βωμούς με δάφνης κλαδιά και προσευχήσου να φέρω το χρησμό για το παιδί μας.

 

(Ο Ξούθος μπαίνει στο μαντείο)

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Έτσι θα γίνει. Έτσι. Ο Φοίβος τώρα θα διορθώσει τα σφάλματά του. Κι αν δεν είναι εύκολο όλα, όμως όσα θέλει - θεός είναι - θα το δεχτώ.

 

(Πηγαίνει με κλαδιά δάφνης προς τους βωμούς)

 

ΙΩΝΑΣ

Υπονοούμενα συνέχεια πετάει για το Φοίβο! Γιατί; Από αγάπη για τη φίλη της που έπαθε ή για να κρύψει ό,τι πρέπει; Αλλά τι τώρα γιατί σκέφτομαι εγώ για την κόρη το Ερεχθέα; Τι την έχω να με νοιάζει; Καλύτερα να πάω να ραντίσω με το δροσερό νερό από το χρυσό σταμνί. Όμως πρέπει να τον μαλώσω τον Φοίβο. Τι έπαθε! Πάει με κοπέλες και μετά τις παρατά κάνει παιδιά και έπειτα φεύγει και αδιαφορεί; Ε, και εγώ τώρα! Όταν γίνω σπουδαίος να ηθικολογώ... Όποιος θνητός όμως είναι κακός, τον τιμωρείτε! Και μετά; Δίκαια εσείς να ανομείτε αφού ορίζετε οι ίδιοι τους νόμους στους θνητούς; Α! Φοίβε! Και Ποσειδώνα και Δία Κυρίαρχε! Αν κατακριθείτε για άνομο γάμο - έτσι το λέω, σαν υπόθεση - και μετά τιμωρείτε αυτόν που κάνει τα ίδια με σας, θα τους αδειάσετε τους ναούς σας! Την ηδονή αν κυνηγάτε και τα υπόλοιπα δεν τα νοιάζεστε, άδικοι είστε. Γιατί να κακολογούμε τους θνητούς όταν μιμούνται των θεών τα καμώματα; Αυτούς που τα δασκαλεύουν πρέπει να κρίνουμε.

 

(Φεύγει με τον αμφορέα, αριστερά)

 

ΧΟΡΟΣ

Εσένα, Αθηνά, που γεννήθηκες χωρίς πόνους γέννας. Σε ικετεύω θεά,

που ο Τιτάνας Προμηθέας βοήθησε τη γέννα σου - που έγινε απ' το κεφάλι του Δία - Ω Νίκη Μακάρια. Έλα θεά στο ναό της Πυθίας! Έλα εδώ. Πέτα απ' του Ολύμπου τα δώματα πάρε το δρόμο για του Φοίβου τη γη όπου στο κέντρο και στους τρίποδες γύρω η φωτιά κι ο καπνός δίνουν χρησμούς!

Εσύ και η Κόρη της Λητώς, δυο θεές και οι δυο παρθένες, αδερφές του Απόλλωνα δεηθείτε. Το γένος του Ερεχθέα να βρει με χρησμούς φανερούς

της ευτεκνίας το δρόμο. Σ' όσων θνητών τα σπίτια στολίζουν και λάμπουν παιδιά, σ' αυτά η χαρά βρίσκεται - η πιο μεγάλη απ' όλα - κι έχει ρίζα ακλόνητη. Και ο πλούτος πάει με τη σειρά, από πατέρα σε γιο κι από γιο σε εγγόνι, φύλακες όταν αρχίζουν οι συμφορές καμάρι στη χαρά τους και με τ' άρματα φέρνουν στη γη της πατρίδας τη σωτήρια νίκη.

Περισσότερο κι απ' τον πλούτο και περισσότερο κι απ' το θρόνο χαρά μου και έγνοια να έχω παιδιά. Να μη ζήσω άτεκνη. Γιατί όποιου τ' αρέσει αυτό δεν έχει νου. Λίγα ας είναι τα πλούτη μου, αλλά να 'χω χαμογελαστά παιδιά γύρω μου.

Ω θρόνε του γλυκού Πάνα (εικ.) και σπηλιές που βρίσκεστε στις Μακρές Πέτρες όπου εκεί του Άγλαυρου οι τρεις κόρες χορεύουνστους κήπους των ναών της Παλλάδας στο ρυθμό τον χαρούμενο της φλογέρας του Πάνα, όπου ακόμα και πριν απ' τον ήλιο στις σπηλιές του σφυρίζει.

Εκεί μια παρθένα που γέννησε η δύστυχη, απ' την αγάπη του Φοίβου, το βρέφος της τ' άφησε προσφορά στα όρνεα και στ' άγρια θηρία - αμαρτία του γάμου του αθέλητου. Δεν άκουσα ποτέ ούτε ζωγραφισμένο είδα να ευτυχούν τα παιδιά των θνητών που είναι κρυφοί γόνοι των θεών.

 

(Ξανάρχεται ο Ίωνας)

 

ΙΩΝΑΣ

Ε! Γυναίκες, που περιμένετε εδώ γύρω στα σκαλιά του ναού τον αφέντη σας... Άφησε τον άγιο τρίποδά; Ήρθε; Ή ακόμα μέσα για τον βωμό του δέεται;

 

ΧΟΡΟΣ

Μέσα ακόμα. Δεν βγήκε.

 

ΙΩΝΑΣ

Βγαίνει όμως! Να! Ακούγονται οι πόρτες. Ανοίγουν. Να τος!

 

(Βγαίνει ο Ξούθος χαρούμενος, βλέπει τον Ίωνα, τρέχει να τον αγκαλιάσει)

 

ΞΟΥΘΟΣ

Χαίρε παιδί μου. Χαίρε! Έτσι πρέπει να αρχίσω, έτσι σε χαιρετώ.

 

ΙΩΝΑΣ

Χαίρε κι εσύ.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Το χέρι σου να φιλήσω. Και να σε αγκαλιάσω.

 

ΙΩΝΑΣ

Είσαι στα καλά σου; Ή θεοβλάβεια σε πήρε;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Σε βρήκα τώρα. Δεν θέλω να σε χάσω.

 

ΙΩΝΑΣ

Σταμάτα! Θα μου χαλάσεις του θεού τα στολίδια με τ' αγκαλιάσματά σου.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Να σ' αγκαλιάσω. Την ευτυχία μου την πιο ακριβή, βρίσκω.

 

ΙΩΝΑΣ

Κρατήσου σε απόσταση μην στρέψω πάνω το τόξο μου.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Μη με σπρώχνεις. Σε σένα αναγνωρίζω το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο.

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν μ' αρέσει να βάζω μυαλό σε παλαβούς ξένους ανθρώπους.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Κτύπα με και σκότωσέ με. Θα γίνεις πατροκτόνος τότε.

 

ΙΩΝΑΣ

Πατέρας μου εσύ; Πώς να μη γελάσω μ' αυτά;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Μη. Θα σ' το πει η συνέχεια. Άκουσέ με.

 

ΙΩΝΑΣ

Τι θα μου πεις;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Είμαι ο πατέρας σου κι εσύ είσαι το παιδί μου.

 

ΙΩΝΑΣ

Ποιος το λέει αυτό;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Αυτός που σε μεγάλωσε γιέ μου! Ο Φοίβος!

 

ΙΩΝΑΣ

Δικά σου λόγια είναι.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Ο χρησμός του θεού μου το είπε.

 

ΙΩΝΑΣ

Μάλλον έκανες λάθος στην εξήγηση του χρησμού.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Λες να μην ακούω καλά;

 

ΙΩΝΑΣ

Τι είπε ακριβώς ο Φοίβος;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Όποιον συναντήσω...

 

ΙΩΝΑΣ

Που να συναντήσεις;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Έξω καθώς θα βγαίνω απ' το ναό...

 

ΙΩΝΑΣ

Τι συμφορά θα του τύχει;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Αυτός είναι γιος μου!

 

ΙΩΝΑΣ

Δικός σου ή δώρο;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Δώρο. Αλλά σαν να είναι δικός μου.

 

ΙΩΝΑΣ

Εμένα πρωτοσυνάντησες βγαίνοντας;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Κανέναν άλλον. Μόνο εσένα παιδί μου.

 

ΙΩΝΑΣ

Πως τα έφερε έτσι η τύχη!

 

ΞΟΥΘΟΣ

Το ίδιο απορούμε κι οι δυο.

 

ΙΩΝΑΣ

Καλά. Η μητέρα μου ποια είναι;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Δεν ξέρω να σου πω.

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν το είπε ο Φοίβος αυτό;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Επειδή χάρηκα πολύ με αυτό που άκουσα, δεν το ρώτησα.

 

ΙΩΝΑΣ

Άρα η γη είναι η μητέρα μου.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Δεν γεννάει παιδιά το χώμα.

 

ΙΩΝΑΣ

Και πως έγινα γιος σου;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Δεν ξέρω. Στο Φοίβο τ' αφήνω.

 

ΙΩΝΑΣ

Θα σε ρωτήσω για κάτι άλλο.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Καλύτερο είναι αυτό.

 

ΙΩΝΑΣ

Πήγες με άλλη; Μπορεί να γέννησε νόθο παιδί;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Μια νεανική ανοησία.

 

ΙΩΝΑΣ

Πριν παντρευτείς την κόρη του Ερεχθέα;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Πριν. Ποτέ μετά αφού την παντρεύτηκα.

 

ΙΩΝΑΣ

Τότε, λοιπόν έτσι με γέννησες.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Ταιριάζουν και τα χρόνια.

 

ΙΩΝΑΣ

Κι εδώ; Πως έφτασα;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Και εγώ απορώ.

 

ΙΩΝΑΣ

Μεγάλο δρόμο έκανα;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Κι αυτό δεν μπορώ να στο πω.

 

ΙΩΝΑΣ

Έχεις ξανάρθει εδώ πριν απ' το γάμο σου;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Στις γιορτές του Βάκχου. (εικ.)

 

ΙΩΝΑΣ

Ποιος σε φιλοξένησε;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Κάποιος που είχε Δελφίδες κόρες...

 

ΙΩΝΑΣ

Χορέψατε μαζί; Κοιμήθηκες μ' αυτές;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Ναι. Ήταν Μαινάδες!

 

ΙΩΝΑΣ

Κι εσύ μεθυσμένος ε;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Δοσμένος στο Βάκχο!

 

ΙΩΝΑΣ

Άρα έτσι γεννήθηκα!

 

ΞΟΥΘΟΣ

Η τύχη σου το έφερε...

 

ΙΩΝΑΣ

Και στο ναό μετά, πως έφτασα;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Θα σ' άφησε εκείνη ίσως.

 

ΙΩΝΑΣ

Ο θεός φαίνεται λέει αλήθεια!

 

ΞΟΥΘΟΣ

Σωστά μιλάς.

 

ΙΩΝΑΣ

Τι άλλο να σκεφτώ;

 

ΞΟΥΘΟΣ

Τώρα καταλαβαίνεις όσα πρέπει να καταλάβεις.

 

ΙΩΝΑΣ

Γιος του γιου του Δία!

 

ΞΟΥΘΟΣ

Αυτό είσαι!

 

ΙΩΝΑΣ

Ο πατέρας μου είσαι λοιπόν!

 

ΞΟΥΘΟΣ

Ο Φοίβος το λεει.

 

ΙΩΝΑΣ

Σε χαιρετώ λοιπόν, πατέρα μου!

 

ΞΟΥΘΟΣ

Την πιο χαρούμενη λέξη ακούω!

 

ΙΩΝΑΣ

Τι ημέρα κι αυτή.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Με έκανε ευτυχισμένο.

 

ΙΩΝΑΣ

Αχ μάνα μου αγαπημένη! Πότε θα σε δω και σένα! Τώρα σε θέλω πιο πολύ από πριν. Όποια κι αν είσαι. Αν όμως είσαι νεκρή, ποτέ δεν θα μπορέσω να σε γνωρίσω.

 

ΧΟΡΟΣ

Η χαρά του βασιλιά είναι και δική μας. Μα θα 'θελα και την κυρά μου και του Ερεχθέα το σπίτι να τους δω ευτυχισμένους με τα παιδιά τους.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Τώρα γιε μου έκρινε ο θεός καλά και μας έφερε κοντά και βρήκες κι εσύ αυτό που ήθελες και αγνοούσες μέχρι τώρα. Αυτό το άλλο που εύχεσαι το θέλω κι εγώ. Να βρεις δηλαδή τη μητέρα σου. Να βρω κι εγώ με ποιαν ήμουν τότε σαν νέος... Ίσως αυτό να το βρούμε με τον καιρό.

Όμως τώρα ν' αφήσεις το ναό και συμφωνήσεις να έρθεις μαζί μου στην Αθήνα. Σε περιμένουν μεγάλα πλούτη εκεί και η χαρά της εξουσίας. Δεν θα είσαι φτωχός και από άσημη γενιά πια. Όχι. Άρχοντας θα είσαι. Και με μεγάλη περιουσία. Δε μιλάς; Γιατί; Έσκυψες και συλλογιέσαι, χάθηκε η χαρά από το πρόσωπό σου. Με τρομάζεις.

 

ΙΩΝΑΣ

Αλλιώς τα βλέπεις τα πράγματα από μακριά, αλλιώς αν τα πλησιάσεις. Χαίρομαι για την τύχη να σε βρω. Οι Αθηναίοι όμως είναι ντόπιος λαός δοξασμένος, είναι με ρίζες κι εγώ ανάμεσά τους δυο βάρη θα έχω. Ξένο πατέρα και νόθος ο ίδιος. Αυτό θα με ντροπιάζει, δεν θα έχω δύναμη, δεν θα με λογαριάζουν! Θα είμαι ένα τίποτα γι' αυτούς. Ακόμη και το θρόνο να πάρω θα βρω μίσος απ' τους υπηκόους. Κι αν δείξω δύναμη, ξέρω, τους μισούν τους καλύτερους. Οι άξιοι, όσοι, και ξέρουν και σκέφτονται και μακριά απ' τα αξιώματα μένουν περήφανοι, αυτοί θα γελάσουν μαζί μου - θα με πουν άμυαλο αν θελήσω να βάλω τάξη σε πόλη ανάστατη. Οι άλλοι οι δυνατοί, όσοι έχουν αξιώματα, κι αυτοί θα μ' εμποδίσουν με την ψήφο τους ενάντια μου θα πανε αν μπω μπροστά τους. Έτσι γίνεται συνήθως. Όσοι έχουν εξουσίες και αξιώματα τους μάχονται τους καλύτερους. Και στο σπίτι σου αν θα έρθω - που είναι ξένο - ξένος καθώς θα είμαι, η γυναίκα σου - που ίδια ως τώρα είχατε μοίρα - τώρα που άλλαξε η κατάσταση, θα πικραθεί. Θα με μισήσει. Θα είμαι δίπλα σου, κι αυτή χωρίς παιδί η ίδια θα βλέπει το δικό σου και θα πικραίνεται κι έτσι, μετά, ή θα μ' αφήσεις και θα κοιτάξεις αυτήν ή θα με θέλεις και θα χαλάσεις το σπίτι σου. Λίγες φορές οι γυναίκες για τέτοια πράγματα έσφαξαν ή φαρμάκωσαν τους άντρες τους;

Και τη λυπάμαι τη γυναίκα σου να γερνάει άκληρη. Δεν της αξίζει παίδεμα τέτοιο σ' εκείνη που έχει τέτοιους γονείς. Η εξουσία πατέρα, που άδικα τη δοξάζουν, γλυκιά είναι απ' έξω, αλλά το μέσα της μαύρο. Ποιος μπορεί να είναι ευτυχισμένος και μακάριος όταν ζει μέσα στην υποψία και στο φόβο!

Απλός πολίτης θα 'θελα να 'μαι καλύτερα, παρά άρχοντας, σαν κι αυτούς που προτιμούν τους πονηρούς για φίλους και όχι τους καλούς, γιατί τους θεωρούν απειλή.

Θα μου πεις πως το χρυσάφι τα σκεπάζει αυτά κι ο πλούτος είναι όμορφος; Εγώ δεν θέλω να με κακολογούν ότι τα χέρια μου τα έχω απλωμένα στην περιουσία σου και να έχω προβλήματα. Καλύτερα λίγα να έχω. Χωρίς έγνοιες.

Να σου πω τα καλά που έχω τώρα εδώ, ν' ακούσεις; Την ησυχία μου έχω. Το κυριότερο. Και καμιά έγνοια. Κι απ' τον δρόμο τον ίσιο κανένας κακός δεν με σπρώχνει.

Αβάσταχτος είναι ο παραμερισμός στην άκρη για να περάσει ο χειρότερος.

Εδώ, ανάμεσα σε ευχές και προφητείες, κάνω τους προσκυνητές να χαίρονται, όχι να κλαίνε. Σαν ξένοι έρχονται και σαν φίλους τους ξεπροβοδώ.

Και το άλλο, που όλοι εύχονται - κι ας μην το κάνουν - εδώ ζω με δικαιοσύνη και κατά φύση και νόμο.

Αυτά σκέφτομαι. Καλύτερα πατέρα μου εδώ παρά μαζί σου. Άφησέ με. Ίδιο καλό μου κάνεις και στα λίγα να μ' αφήσεις και στα μεγάλα να με πάρεις.

 

ΧΟΡΟΣ

Καλά μίλησες. Μακάρι αυτοί τους οποίους εγώ αγαπώ μπορέσουν να βρουν μεγαλύτερη ευτυχία στα λόγια σου.

 

ΞΟΥΘΟΣ

Μη λες τέτοια λόγια. Και κοίταξε το καλό σου. Από εκεί που σε βρήκα θέλω ν' αρχίσω.

Θα σου κάνω τραπέζι να φάμε μαζί. Θα κάνω θυσίες όσες δεν έκανα στη γέννησή σου. Θα σε πάρω τώρα, σαν ξένο που έρχεται σπίτι μου, να σε φιλέψω και μετά θα σε πάρω, τάχα σαν ξένο - όχι σαν γιο - θα πάμε να δεις την Αθήνα. Δεν θέλω να τη λυπήσω τη γυναίκα μου που εκείνη είναι άτεκνη - ενώ εγώ χαίρομαι.

Μετά, με τον καιρό, θα βρω ευκαιρία να δεχτεί να σου δώσω και τα σκήπτρα της χώρας.

Και σε ονομάζω Ίωνα. Ερχόμενο - όπως σου ταιριάζει.

Εσένα πρωτόειδα να έρχεσαι καθώς έβγαινα απ' του ναού το άδυτο.

Μάζεψε τώρα τους φίλους σου και πάνω στο γλέντι αποχαιρέτα τους. Φεύγεις απ' τους Δελφούς. Κι εσείς υπηρέτες μην πείτε κουβέντα απ' αυτά πουθενά. Θάνατο θα σας δώσω αν τα πείτε στην Κρέουσα.

 

ΙΩΝΑΣ

Ας πάμε. Αλλά λειψή θα είναι η τύχη μου πατέρα. Αν δεν βρω τη μάνα μου, θα είμαι λυπημένος. Κι αν ήταν να ευχηθώ κάτι γι' αυτήν, λέω, μακάρι να ήταν Αθηναία η μάνα μου. Να είχα απ' τη μεριά της να καμαρώνω ανάμεσα στους άλλους Αθηναίους. Ο ξένος σε μια πόλη όλη αυτόχθονη και ελεύθερος να είναι, ελεύθερα δεν μπορεί να μιλήσει. Γιατί του λείπει η περηφάνια.

 

(Φεύγουν ο Ξούθος και ο Ίωνας με τους ακολούθους)

 

ΧΟΡΟΣ

Βλέπω δάκρυα και πένθους φωνές και στεναγμούς να ξεσπούν μόλις η κυρά μας τον άντρα της δει με την τύχη του γιου ενώ αυτή άκληρη απομένει.

Τι μάντεμα Φοίβε, γιε της Λητώς, τραγούδησες στο βασιλιά μας! Πως; Από πού το αγόρι αυτό έγινε υπηρέτης σου; Από ποιαν;

Μ' ανησυχεί ο χρησμός σου. Νομίζω ότι κρύβει δόλο. Ποια συμφορά θα ξεσπάσει; Φοβάμαι.

Ξένος ο Ξούθος. Και ξένο μου φέρνει. Και μου λέει να σιωπήσω.

Δόλος η τύχη του παιδιού... που άλλος μεγάλωσε. Κανείς δεν το αρνιέται. 

- Να τα πούμε αυτά της κυράς μας καθαρά. Για τον άντρα της. Που ήταν μαζί του η δύστυχη, και είχε ελπίδες...

- Και τώρα αυτή στη συμφορά. Κι αυτός να χαίρεται...

- Γερνάει η κυρά κι ασπρίζει κι αυτός...

- Τους φίλους προδίνει...

- Να τιμωρηθεί που ήρθε σαν ξένος στο παλάτι. Και τώρα τα παίρνει όλα...

- Να χαθεί. Να χαθεί, την κυρά μου γέλασε.

- Κι όσες θυσίες κι αν κάνει θεοί, προκοπή να μην έχει. Ποτέ. Θα σου δείξω εγώ πόσο πολύ αγαπώ την κυρά μου...

- Που δείπνα μου χαίρονται πατέρας και γιος!

Βράχοι που βαστάτε τον όγκο του Παρνασσού. Και τα ουράνια. Όπου ο Βάκχος δίφλογο κρατώντας δαυλό, χορεύει ανάλαφρα τις νύχτες με τις χαρούμενες Βάκχες. Ποτέ στην πόλη μας μην έρθει το αγόρι αυτό. Να πεθάνει. Να χάσει το φως του ήλιου. Στεναγμούς θα μας φέρει ο ερχομός του. Και βάσανα. Να μην χαθεί η γενιά του αρχηγέτη μας. Του βασιλιά Ερεχθέα.

(Μπαίνει η Κρέουσα με τον γέροντα παιδαγωγό της)

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γέροντα δάσκαλε του πατέρα μου, έλα. Βάλε δύναμη να φτάσεις στο μαντείο. Θα χαρείς μαζί μου αν έβγαλε ο Φοίβος χρησμό για απογόνους. Καλό είναι να χαίρεται κανείς με φίλους του κοντά του. Και το κακό του, πάλι, αν μάθει - θεός φυλάξοι - το νιώθει ελαφρύτερο μπροστά σε μάτια φίλων.

Ας είμαι βασίλισσα. Σε τιμώ σαν πατέρα - όπως κι εσύ τον πατέρα μου τότε.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Από άξιους γεννήθηκες κόρη μου. Τους μεγάλους σου παλιούς προγόνους τους τιμάς - αντάξια μ' αυτούς φέρεσαι. Έλα, τράβα με τράβα με. Βοήθα με. Γιατί είναι ψηλά το μαντείο. Βοήθα τα πόδια μου και τα γεράματά μου.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Έλα. Πρόσεχε. Πρόσεχε που πατάς.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Προσέχω. Η καρδιά έχει φτερά, τα πόδια όμως δεν μπορούν.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Στο ραβδί στηρίξου. Πρόσεχε. Ο δρόμος είναι δύσκολος.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Κι αυτό δύσκολο είναι. Γιατί δεν βλέπω και καλά.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Έχεις δίκιο. Όμως μην απογοητεύεσαι.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Θέληση έχω. Δύναμη δεν έχω.

 

(Φτάνουν μπροστά στο Χορό)

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ε σεις γυναίκες, πιστές στην υπηρεσία μου. Τι χρησμό πήρε ο άντρας μου για την μας;

Αν είναι καλό το νέο σας, δεν θα δώσετε χαρά σε αχάριστους αφέντες.

 

ΧΟΡΟΣ

Θεέ μου! Θεέ μου!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αυτά τα λόγια δεν προμηνούν κάτι καλό.

 

ΧΟΡΟΣ

Θεέ μου! Αχ δύστυχη!

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Πικρός είναι ο χρησμός για τους αφέντες μου;

 

ΧΟΡΟΣ

Αχ! Τι να κάνω! Αν το πούμε μπορεί να πεθάνουμε...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ποιος ήταν ο χρησμός; Γιατί φοβόσαστε να μιλήσετε;

 

ΧΟΡΟΣ

Να το πω, να το κρύψω! Τι να κάνω;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μίλα. Εμένα αφορά το κακό.

 

ΧΟΡΟΣ

Θα το πω και σκότωσέ με, δυο φορές σκότωσέ με. Κυρά! Παιδιά δεν θα χαρείς στην αγκαλιά σου. Ούτε ποτέ μωρό θα θηλάσεις!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αλίμονο! Ας πέθαινα καλύτερα!

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Κόρη μου!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μεγάλο το χτύπημα. Μαχαίρι με πέρασε. Χάθηκα.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Μη στενάζεις ακόμα...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Με παίρνει το κλάμα.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

...Πριν μάθουμε

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τι να μάθουμε;

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Αν κι ο βασιλιάς θα έχει την ίδια τύχη. Αν μείνει κι αυτός άτεκνος, ή μόνο εσύ.

 

ΧΟΡΟΣ

Όχι γέροντα. Στον αφέντη ο Φοίβος έδωσε παιδί. Αυτός είναι ευτυχισμένος, χωρίς αυτήν.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Πάνω στα άλλα, κι αυτό. Το χειρότερο. Θρήνος με πιάνει.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τι απ' τα δυο είπε; Θα κάνει παιδί με κάποια ή έχει ήδη;

 

ΧΟΡΟΣ

Γεννημένο είναι. Ολόκληρο νέο του έδωσε ο Φοίβος! Ήμασταν μπροστά κι εμείς!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τι; Ανήκουστα, τρομερά πράγματα λες!

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Και σε μένα έτσι φαίνονται! Μίλα καθαρά. Πες μας. Ποιον του έδωσε για παιδί του;

 

ΧΟΡΟΣ

Τον πρώτο που θα συναντήσει βγαίνοντας απ' το μαντείο του θεού! Αυτόν του όρισε γιο του.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αλίμονό μου! Άτεκνη. Άτεκνη με όρισε. Έρημη μέσα σε έρημο σπίτι θα μένω.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Πως λοιπόν επαληθεύτηκε ο χρησμός; Άκουσες αν τον βρήκε ; Ή ακόμα δεν τον γνωρίζει;

 

ΧΟΡΟΣ

Τον ξέρεις φίλη δέσποινα τον νέο! Αυτός που σκούπιζε το ναό. Αυτός είναι ο γιος.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αχ να φύγω! Να χαθώ! Άνεμοι να με πάρουν μακριά απ' την Ελλάδα. Εκεί που βασιλεύουν τα αστέρια! Αχ! Τι κακό έπαθα φίλες μου!

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Και με ποιο όνομα τον είπε ο πατέρας του; Ξέρεις; Ή ακόμα αυτό είναι άγνωστο;

 

ΧΟΡΟΣ

Ίωνα, Ερχόμενο. .Επειδή ερχόταν να συναντήσει τον πατέρα του.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Μητέρα του ποια είναι;

 

ΧΟΡΟΣ

Δεν ξέρω. Όμως θα πω όσα ξέρω γέροντα. Έφυγαν οι δυο τους για ευχαριστήριες θυσίες, κρυφά από αυτήν, στις ιερές σκηνές του ναού. Να στρώσουν τραπέζι.

Να γιορτάσουν όπως κάνουν στη γέννα των παιδιών, και στη φιλοξενία.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Μας πρόδωσαν κυρά μου. Μαζί με σένα κι εμένα.

Τα μηχανεύτηκε ο άντρας σου. Μας ντροπιάζει για να μας διώξει απ' το παλάτι του Ερεχθέα!

Δεν λέω ότι τον μισώ τον άντρα σου, κυρά, αλλά εσένα σ' αγαπώ πιο πολύ από εκείνον. Που ήρθε σαν ξένος στην πόλη και σε παντρεύτηκε. Πήρε το σπίτι σου και όλη σου την περιουσία και βρέθηκε τώρα με άλλη γυναίκα να έχει παιδί. Κρυφά.

Και θα σου πω πως έγινε αυτό. Όταν κατάλαβε ότι εσύ δεν μπορείς να κάνεις παιδιά, δεν τ' άντεξε να συμμεριστεί την τύχη σου, αλλά πήγε κρυφά με δούλα, έκανε τον παιδί, και τόδωσε σε κάποιον στους Δελφούς να τ' αναθρέψει.

Και το ανάθρεψαν εδώ στο ναό. Σαν έκθετο και άγνωστο.

Και τώρα που υπολόγισε πως έγινε παλικάρι, σε έπεισε να έρθετε, τάχα για να πάρετε χρησμό για την ατεκνία σας.

Ο θεός δεν είπε ψέματα. Αυτός είπε ψέματα. Που ήξερε για το γιο του από καιρό και έκανε αυτές τις μηχανορραφίες. Ώστε αν φανερωθεί η πράξη του να επικαλεστεί το θεό. Επειδή ήθελε να του δώσει το θρόνο, όταν ερχόταν η ώρα. Και μάλιστα του έπλασε και κατάλληλο όνομα!

Ίωνα τον είπε. Τάχα Ερχόμενο, επειδή τον είδε να έρχεται!

 

ΧΟΡΟΣ

Τους μισώ τους κακούς. Με πανουργία το πλέκουν το άδικο και μετά το στολίζουν! Φτωχό και τίμιο φίλο προτιμώ παρά κακό και πονηρό.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Και χειρότερα θα πάθεις κυρά.

Έναν χωρίς μάνα και όνομα και γιο κάποιας δούλας θα σου βάλει αφέντη στο παλάτι. Αν ήταν γιος αρχόντισσας και σ' έπειθε αφού είσαι άτεκνη - ας το έφερνε αν ήθελες. Κι αν αυτό σε πίκραινε, ας πήγαινε στη γενιά του Αιόλου να παντρευτεί.

Τώρα να κάνεις όπως πρέπει να κάνει μια γυναίκα. Ή με ξίφος ή με κάποιον δόλο ή με φαρμάκι να τους σκοτώσεις, τον άντρα σου και το παιδί, πριν σε σκοτώσουν αυτοί.

Αν τους αφήσεις, θα χάσεις τη ζωή σου, γιατί όταν δυο εχθροί βρεθούν κάτω απ' την ίδια στέγη ή ο ένας θα δυστυχήσει ή ο άλλος.

Θέλω κι εγώ να σε βοηθήσω να τον σκοτώσουμε το γιο του.

Να πάμε κρυφά εκεί που στρώνει το τραπέζι, να σε ξεπληρώσω που με τρέφεις και να πεθάνω, ή να γλιτώσω και να 'μαι μαζί σου.

Γιατί ένα μόνο ντροπιάζει τους δούλους, κυρά μου. Το όνομα. Σ' όλα τα άλλα ο δούλος δεν είναι χειρότερος. Ίδιος με ελεύθερο είναι ο δούλος αν έχει καρδιά.

Κι εγώ θέλω την ίδια τύχη να έχω με σένα ή να πεθάνω ή να ζω τιμημένη ζωή.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ω ψυχή μου, τώρα πώς να σιωπήσω; Πως το κρυφό σμίξιμο να πω και την ντροπή μου! Και ποιον λόγο έχω να κρύβομαι ακόμα; Για χάρη ποιου να τιμώ την αρετή μου; Ο άντρας μου με πρόδωσε. Το σπίτι μου το χάνω. Χωρίς παιδιά μένω τώρα. Απελπισμένη. Δεν μπόρεσα.

Κι ας το κράτησα κρυφό το σμίξιμο εκείνο και κρυφή τη γέννα. Και τους θρήνους. Όχι. Μα τον αστρόφωτο θρόνο του Δία και μα τη βοηθό στις δυστυχίες μου, τη θεά που κυβερνά στις ιερές ακτές της λίμνης Τριτωνιάδας, δεν θα κρύψω πια τη γέννα μου. Για να ξαλαφρώσω επιτέλους από το βάρος.

Στάζουν από τα μάτια μου τα δάκρυα. Η ψυχή μου πονάει χτυπημένη από θνητούς κι από θεούς που θα αποδείξω ότι ήρθαν κοντά μου και μετά αχάριστα με πρόδωσαν.

Γιε της Λητώς που τραγουδάς με την εφτάχορδη κιθάρα σου, που με τον ξύλινο άψυχο αυλό σου μελωδίες βγάζεις όμορφες που συνοδεύουν τους ύμνους των Μουσών, Φοίβε. Το παράπονό μου ολοφάνερα θα πω. Στο φως θα το φέρω.

Ήρθες με το χρυσάφι στα μαλλιά σου λάμποντας κι εγώ μάζευα στην αγκαλιά μου κροκοπέταλα να βάψω, να γεμίσω τα ρούχα μου με χρώματα της άνοιξης. Και με πήρες στα λευκά χέρια σου, με οδήγησες μέσα στη σπηλιά κι εγώ φώναζα "Μητέρα μου, θεός με αγάπησε" - και με αγάπησες, εσύ το ήθελες,και σου γέννησα γιο η δύστυχη!

Κι απ' το φόβο η άμοιρη, τον έβαλα στον ίδιο λίκνο εκεί που κοιμηθήκαμε μαζί, με ξεγέλασες, και χάθηκε τώρα. Τα όρνεα τον άρπαξαν το γιο μου και το γιο σου αλλά εσύ χωρίς να νοιάζεσαι παίζεις στην κιθάρα σου τραγούδια!

Ω! Γιε της Λητώς, που μοιράζεις χρησμούς απ' το χρυσό σου θρόνο! Που βασιλεύεις στον ομφαλό της γης Θα το φωνάξω δυνατά ! Κακός αγαπημένος είσαι!

Γιατί στον άντρα μου, χωρίς να σου προσφέρει τίποτα, παιδί του έδωσες στο σπίτι του. Ενώ ο δικός μου γιος και γιος σου, άγνωστος είναι, τον πήραν τα όρνεα, έφυγε. Την άφησε την αγκαλιά της μάνας του.

Σε μισεί η Δήλος. Σε μισεί η Δάφνη και ο Φοίνικας δίπλα με το πλούσιο φύλλωμα. Εκεί που η Λητώ σε γέννησε - θείο γέννημα - καρπό του Δία.

 

ΧΟΡΟΣ

Συμφορές μεγάλες και πολλές ξαφνικά, σε όλους δάκρυα φέρνουν...

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Κόρη μου, δεν πιστεύω στα μάτια μου! Τα έχω χάσει! Προσπάθησα να αδειάσω τα κύματα των συμφορών σου απ' το μυαλό σου, όμως άλλα κύματα ήρθαν τώρα με τα λόγια σου και μας σηκώνουν το καράβι. Μας πάνε μακριά! Σε δρόμους άσχημους άλλων συμφορών μπαίνεις.

Τι λες και κατηγορείς τον Φοίβο; Που παιδί γέννησες, λες, που το έριξες στα θηρία. Ξαναπές το.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Σε ντρέπομαι γέροντα. Θα το πω όμως.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Ξέρω να υποφέρω συμφορές μαζί με τους αγαπημένους μου.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Άκου λοιπόν. Ξέρεις τη βορινή σπηλιά στις Κεκρόπιες Πέτρες; Αυτές που τις λέμε Μακρές;

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Ναι. Εκεί είναι το άδυτο του Πάνα. Και ο ναός του.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Εκεί έδωσα τον μεγάλο αγώνα.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Ποιον; Μου φέρνεις κλάμα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Εκεί έκανα τον δυστυχισμένο γάμο με τον Φοίβο.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Κόρη μου! Άραγε είναι αυτό που τότε κατάλαβα;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν ξέρω, πες το μου. Θα σου πω την αλήθεια.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τότε που είχες κρυφό πόνο και αναστέναζες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τότε ήταν το κακό που φανερώνω.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Πως έκρυψες κόρη μου τους γάμους με τον Απόλλωνα;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γέννησα παιδί τότε γέροντα. Άντεξέ το.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Που; Ποιος σε βοήθησε; Μόνη σου;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μόνη μου. Στη σπηλιά την ίδια που με πήρε.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Και το παιδί που είναι; Για να μην είσαι πια άτεκνη...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Πέθανε γέροντα. Αφημένο στα θηρία!

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Πέθανε; Και ο Απόλλωνας δεν το βοήθησε;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν βοήθησε. Στα παλάτια του Άδη μεγαλώνει.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Ποιος το άφησε; Γιατί δεν το έκανες εσύ!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Εγώ το έκανα. Τη νύχτα. Αφού το έντυσα με τα σπάργανα.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Είδε κανείς ότι το αφήνεις;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μόνο ο πόνος μου. Και του μυστικού μου η έγνοια.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Πως τ' άντεξες να το εγκαταλείψεις στη σπηλιά;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Πώς να πω τόσο τρομερά πράγματα...

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Αλίμονο! Φριχτά τόλμησες. Και ο θεός περισσότερο από σένα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αν έβλεπες τα χεράκια του! Πως τ' άπλωνε.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Να θηλάσει ήθελε ή να το πάρεις στην αγκαλιά σου;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αντί γι' αυτό, χωρίς να έχει κάνει καμιά αδικία έπαθε τόσα από εμένα.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Κι εσύ τι σκεφτόσουν όταν το εγκατέλειπες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ότι ο θεός θα σώσει το παιδί το δικό του.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Αλίμονο! Έτσι κατέστρεψες τη δόξα του οίκου σου!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γιατί έσκυψες το κεφάλι σου, γέροντα, και κλαις;

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Βλέποντας εσένα και τον δύστυχο πατέρα σου!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Έτσι είναι η μοίρα των θνητών. Τίποτα δε μένει σταθερό.

 

(Κλαίει η Κρέουσα)

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Ας μην αφήσουμε τη λύπη, κόρη μου, να μας παρασύρει.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τι πρέπει να κάνω; Στη δυστυχία όλα είναι αμφίβολα.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Πρώτα να εκδικηθείς το θεό που σ' αδίκησε.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Πως εγώ η θνητή να νικήσω στο θεό;

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Βάλε φωτιά στα αφιερώματα του μαντείου του!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Φοβάμαι. Και τώρα πολλές συμφορές έχω.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Αυτό που μπορείς κάνε λοιπόν! Σκότωσε τον άντρα σου.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Θυμάμαι τα σμιξίματά μας και την καλοσύνη του.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Το γιο σου τότε που μπήκε ανάμεσά σας.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Πως; Αν αυτό ήταν δυνατό, αυτό το θέλω.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Δώσε στους δούλους σου σπαθιά.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τώρα κιόλας. Που όμως θα γίνει αυτό;

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Στις ιερές σκηνές, εκεί που τρώει με τους φίλους του.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Είναι τρομερή πράξη ο φόνος και οι δούλοι δειλιάζουν.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Αν αυτό δεν σ' αρέσει πρότεινε το δικό σου σχέδιο.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ξέρω κάτι αποτελεσματικό. Με δόλο.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Και στα δύο να σε βοηθήσω.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Την ξέρεις τη Γιγαντομαχία; Έχεις ακούσει;

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Ναι. Στη Φλέγρα. Οι Γίγαντες πολέμησαν με τους θεούς!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Εκεί η Γη γέννησε τη Γοργόνα το φοβερό τέρας.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Για να βοηθήσει τα παιδιά της ενάντια στους θεούς.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ναι. Και αυτήν τη σκότωσε η Αθηνά. Κόρη του Δία.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Με ποια άγρια μορφή εμφανίστηκε;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ο θώρακάς της ήταν γύρω γύρω γεμάτος με οχιές.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Άρα αυτή είναι η ιστορία που ακούω από παλιά...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μ' αυτής το δέρμα έκανε τον θώρακα η Αθηνά!

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Αιγίδα τον λένε. Γι' αυτό;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αυτό το όνομα έδωσαν οι θεοί, όταν έριξε το δόρυ.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Λοιπόν, κόρη μου, τι κακό μπορεί να κάνει αυτό στους εχθρούς σου;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τον Εριχθόνιο τον ξέρεις; Έτσι δεν είναι;

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τον πρώτο σου πρόγονο που βγήκε απ' τη γη;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Σ' αυτόν, όταν γεννήθηκε, του έδωσε η Παλλάδα...

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τι; Πρόκειται να πεις κάτι σημαντικό...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

...Δυο ειδών σταγόνες. Απ' το αίμα της Γοργόνας.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τι δύναμη έχουν πάνω στους ανθρώπους;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Η μία να φαρμακώνει, η άλλη να γιατρεύει.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Και πως; Πως τις έβαλε στο σώμα του παιδιού;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τα έδεσε με χρυσάφι. Και αυτός τα έδωσε στον πατέρα μου...

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Και όταν αυτός πέθανε το πήρες εσύ;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Το φορώ στον καρπό μου...

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Πως; Τι κάνουν αυτά τα δυο δώρα;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Από τη κοίλη φλέβα αν στάξεις ...

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τι κάνει; Τι μπορεί να κάνει;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Φυλάει από αρρώστιες. Και δίνει δύναμη ...

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Η άλλη τι κάνει;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Σκοτώνει. Φαρμάκι απ' τις οχιές.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τις κρατάς χωριστά ή μαζί;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Το καλό με το κακό δεν σμίγονται.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Όλα τα έχεις λοιπόν, όσα χρειάζονται...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μ' αυτό θα πεθάνει ο γιος του. Εσύ θα το κάνεις.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Που και τι να κάνω; Πες. Εγώ θα το κάνω.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Στην Αθήνα. Όταν έρθει. Στο παλάτι μου.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Όχι. Όχι έτσι. Κι εσύ πριν αρνήθηκες...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γιατί; Δεν σ' αρέσει αυτό που σκέφτηκα;

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Θα πουν ότι εσύ τον σκότωσες. Κι ας μην το έχεις κάνει.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Σωστά. Γιατί λένε ότι ζηλεύουν οι μητριές.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Εδώ σκότωσέ τον. Να μπορείς ν' αρνηθείς.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Το βλέπω με τη φαντασία μου και χαίρομαι.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Και κρυφά απ' τον άντρα σου. Όπως έκανε κι αυτός.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ξέρεις τι θα κάνουμε; Παρ' το αυτό το χρυσό δώρο της Αθηνάς και πήγαινε εκεί που ο άντρας μου ετοιμάζει το γλέντι κρυφά. Και όταν φάνε και τελειώσουν και κάνουν σπονδές στους θεούς τότε βαλ' το κρυφά στο ποτήρι του γιου του. Μόνο σ' αυτού. Που πάει να γίνει αφέντης μας. Και όταν αυτό κατεβεί στο λαιμό του, δεν πρόκειται να εξουσιάσει ποτέ στο παλάτι μου γιατί ποτέ δεν θα έλθει στην ένδοξη Αθήνα. Εδώ θα πεθάνει. Και εδώ θα μείνει.

 

ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ

Τώρα εσύ πήγαινε στους ανθρώπους σου. Κι εγώ στη δουλειά που τάχθηκα.

 

(Φεύγει η Κρέουσα)

 

Άντε πόδια μου γέρικα. Ξανανιώστε για να εκτελέσουμε την αποστολή μας. Για τους αφέντες μου, πρέπει να πάω σ' αυτόν τον εχθρό και να τον σκοτώσω.

Καλή είναι η ευσέβεια όταν ευτυχείς, όταν όμως θέλεις να βλάψεις τον εχθρό σου, κανένας νόμος δεν στέκεται εμπόδιο.

 

(Φεύγει προς τις σκηνές)

 

ΧΟΡΟΣ

Ενοδία θεά - θυγατέρα της Δήμητρας που ελέγχεις τις επιθέσεις τη νύχτα. Έλα καταμεσήμερο - ευόδωσε του θανατερού ποτηριού το φαρμάκι - απ' της Γοργόνας της Χθόνιας αίμα, που μ' αυτό η σεβαστή μου κυρά θα φαρμακώσει αυτόν που πάει ν' ανεβεί στων Ερεχθειδών το παλάτι.

Των ευγενών Ερεχθειδών το θρόνο ξένος ποτέ του κακός να μην τον πάρει. Κανένας. Κι αν ο σκοπός κι ο καημός της κυράς μου μείνει στη μέση κι ο καιρός δεν βοηθήσει την τόλμη της, τότε με ξίφος ή θηλειά στο λαιμό και πάθη τα πάθη της σπρώχνοντας στην άλλη μορφή της ζωής θα κατέβει. Στο παλάτι της άλλους άρχοντες ξένους θ' αρνηθεί ν' αντικρίσει των ματιών της το φως. Γιατί από γένος μεγάλο κρατάει.

Ντρέπομαι για το θεό τον πολυύμνητο αν στις πηγές τις καλλίχορες δίπλα γιορταστές με πυρσούς θα δει αγρυπνώντας, όπου του Δία η αστραπή αναπήδησε και χορεύει η Σελήνη και οι πενήντα κόρες του Νηρέα μέσα απ' τη θάλασσα και τις ροές τις αστείρευτες των ποταμών με τους χορούς τους τιμούν τη χρυσοστέφανη κόρη και τη σεβάσμια μητέρα της.

Εκεί ελπίζει το θρόνο να πάρει ο ζητιάνος του Φοίβου, τους κόπους των άλλων αρπάζοντας.

Το νου σας εσείς, που τραγούδια ντροπής τραγουδάτε για όσες σ' αγάπες και έρωτες άνομους μπλέκονται, με πόση ευσέβεια υπομένουμε εμείς των ανδρών την άδικη στον έρωτα βία.

Τώρα τ' αντίστροφο.

Της ντροπής το τραγούδι ας ντροπιάσει τους άντρες. Όπως το Φοίβο - του Δία το γιο - που ξεχνά τα παιδιά του. Που έδωσε γιο στην κυρά μου χωρίς να νοιαστεί. Που έκανε νόθο παιδί για το κέφι του.

 

(Μπαίνει τρέχοντας υπηρέτης της Κρέουσας)

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Ε σεις! Την κόρη του Ερεχθέα ζητώ, την κυρά μου! Παντού την ψάχνω, που να είναι;

 

ΧΟΡΟΣ

Τι είναι; Ποιος λόγος και ψάχνεις; Της φέρνεις νέα;

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Μας κυνηγούν! Των Δελφών οι άρχοντες την ψάχνουν! Θα τη λιθοβολήσουν.

 

ΧΟΡΟΣ

Ω! Κατάλαβαν το κρυφό; Ότι σκοπεύει να σκοτώσει το παιδί;

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Κατάλαβες. Το χειρότερο μας περιμένει.

 

ΧΟΡΟΣ

Πως κατάλαβαν όμως αφού έγιναν αυτά κρυφά;

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Βρήκε ο θεός τον τρόπο να επικρατήσει το δίκιο. Δεν ήθελε το ναό του μιασμένο.

 

ΧΟΡΟΣ

Πως; Ικεσία κάνω - πως έγινε; Πες. Μακάρι να σωθούμε. Αλλά αν είναι να πεθάνουμε, καλύτερα να ξέρουμε.

 

ΥΠΗΡΕΤΗΣ

Όταν άφησε το μαντείο ο άντρας της, πήγε με το γιο που του έδωσε ο Φοίβος για τη γιορτή και τις ευχαριστίες στους θεούς. Εκεί τις ετοίμαζαν - και ο Ξούθος μετά πήγε στους διπλούς βράχους του Διόνυσου - εκεί που πηδά η θεία φλόγα να κάνει θυσία που βρήκε το γιο του.

"Μείνε εσύ γιε μου εδώ, είπε, και βάλε ανθρώπους να στήσουν σκηνές κλειστές στα πλάγια. Εγώ θα πάω να θυσιάσω στους γενάρχες. Αν αργήσω, θα είσαι εσύ, ας κάτσουν οι φίλοι στο τραπέζι".

Και πήρε τα μοσχάρια για τη θυσία και έφυγε.

Τότε ο γιος του άρχισε.

Ύψωνε φράχτη, με όρθια ξύλα όμορφα, στις δυο πλευρές τα ύψωνε να κρατούν τον ήλιο να μη χτυπούν οι ακτίνες του ούτε το μεσημέρι ούτε το βασίλεμα.

Τετράγωνο το έκανε - ένα πλέθρο μάκρος να χωράει όπως λεν δέκα χιλιάδες πόδια. Να τους χωράει στο γλέντι όλους τους Δελφιώτες.

Κι ύστερα πήρε απ' τα κελάρια και άπλωσε στο φράχτη όμορφα υφαντά για ίσκιο. Θαύμα να τα βλέπεις.

Πρώτα πρώτα, για στέγη, άπλωσε υφάσματα σαν φτερό. Λάφυρα ήταν του Ηρακλή στο Φοίβο χάρισμα από τις Αμαζόνες και είχαν γραμμένα σχέδια για στολίδια, έδειχναν τον ουρανό να μαζεύει τα άστρα του σε κύκλο, τον Ήλιο που έτρεχε τ' άλογα φεύγοντας και πίσω του έσερνε το φως του Αποσπερίτη. Έδειχναν και τη Νύχτα που το αμάξι της το σέρναν δυο μαύρα άλογα και πίσω της τα άστρα και οι Πλειάδες μεσούρανα και ο Ωρίωνας με το σπαθί του. Και πιο ψηλά η Άρκτος γυρνώντας την ουρά της γύρω γύρω στο Χρυσό Πόλο.

Και έλαμπε η Σελήνη κόβοντας στα δυο τους μήνες. Και οι Υάδες, σημάδι καθαρό στους ναύτες. Και η φωτεινή Αυγή που κυνηγάει τ' άστρα.

Στα πλάγια έβαλε άλλα υφάσματα βαρβαρικά. Καράβια γρήγορα. Αντίκρυ σε ελληνικά, με Κένταυρους ναύτες.

Και ελάφια να τα κυνηγούν με άλογα.

Και καρτέρια για λιοντάρια.

Και στην πόρτα μπροστά άπλωσε τον Κέκροπα με τις κόρες του που στριφογύρναγε σαν φίδι.

Κάποιος Αθηναίος το ανάθεσε.

Και στη μέση στα τραπέζια ύστερα έβαλε χρυσά κανάτια για κρασί.

Ύστερα ακροπατώντας πλησίασε ο κήρυκας και φώναξε "όποιος ντόπιος θέλει ας κοπιάσει".

Και γέμισε τότε η σκηνή όλη. Κι όλοι φόρεσαν στεφάνια.

Χαίρονταν η ψυχή τους τα πολλά φαγιά.

Και ύστερα όταν όλοι χόρτασαν ήρθε ο γέρος και στάθηκε στη μέση με καμώματα και γέλασαν όλοι.

Και πήρε τότε νερό από τις στάμνες τους έριχνε στα χέρια να πλυθούν και έκαιγε σμύρνα και θυμιάτιζε και γέμιζε όλα τα ποτήρια χωρίς να του πουν.

Και ύστερα που ήρθε το τραγούδι και να πιουν και να τσουγκρίσουν ο γέρος φώναξε:

"Πάρτε τα μικρά τα κρασοπότηρα. Φέρτε τα μεγάλα. Να χαρεί η ψυχή τους γρήγορα".

Τότε οι δούλοι τρέχοντας φέραν τα ποτήρια τ' αργυρά και τα χρυσένια και ο γέρος διάλεξε ένα το καλύτερο - χάρη και τιμή στο νέο αφέντη, είπε, και του το έδωσε γεμάτο.

Και κρυφά φαρμάκι μέσα έριξε - αυτό που του έδωσε η κυρά.

Αλλά τότε καθώς ο νιος αφέντης το σήκωσε να ευχηθεί, τότε ξαφνικά ένας δούλος - δεν ξέρω γιατί - βλαστήμησε.

Ο νιος αφέντης, τότε, που μεγάλωσε στο ναό και πολλά έμαθε απ' τους σοφούς μάντεις την πήρε για κακό σημάδι τη βλαστήμια κι είπε να φέρουν άλλο κρασί

και αυτό που έχουν στα ποτήρια να το χύσουν όλοι.

Έγινε σιωπή τότε.

Κι έφεραν άλλο κρασί, αλλά ως να το φέρουν όρμησε στη σκηνή ένα κοπάδι περιστέρια του ναού έπεσαν στο κρασί το χυμένο και άρχισαν με τα ράμφη τους

να πίνουν.

Και όσα περιστέρια ήπιαν από τη σπονδή δεν έπαθαν τίποτα.

Όμως ένα στο κρασί που έχυσε ο νέος αφέντης πήγε.

Μόλις ήπιε αμέσως τότε έσεισε τα φτερά του και σπαρτάρισε σκούζοντας άσχημα.

Και απόρησαν όλοι τότε που είδαν και άκουσαν.

Κι αυτό πέθανε σπαρταρίζοντας και άπλωσαν τα κόκκινα πόδια του και τέντωσαν.

Κι αμέσως τότε ο νέος αφέντης όρθιος πήδηξε πάνω στο τραπέζι και φώναξε:

"Ποιος πήγε να με φαρμακώσει; Πες γέρο, ξέρεις. Εσύ το μηχανεύτηκες. Απ' τα χέρια σου το πήρα το ποτήρι".

Και αμέσως τον έπιασε από το γέρικο μπράτσο και τον τράνταζε να του πει το φονιά.

Πιασμένος τότε ο γέρος, αναγκάστηκε. Την είπε την τόλμη της κυράς μας.

Και τότε. Αμέσως. Με όλους μαζί ο νέος που ο χρησμός τον όρισε γιο του βασιλιά μας έτρεξε στους άρχοντες του μαντείου μπροστά και φώναξε:

"Ω Αγία Γη των Δελφών! Η κόρη του Ερεχθέα - προσκυνήτρα - ήρθε να με φαρμακώσει!"

Και τότε οι άρχοντες με μια φωνή πρόσταξαν να την λιθοβολήσουν την κυρά μας σαν φονιά του αγοριού. Και επειδή μηχανεύτηκε φόνο στον άγιο χώρο.

Όλοι τώρα οι Δελφιώτες ψάχνουν να βρουν την κακότυχη.

Που κακότυχο δρόμο πήρε. Που ήρθε να μάθει πώς να έχει παιδιά και πάει με τα παιδιά, που δεν έχει.

 

ΧΟΡΟΣ

Δεν έχω! Δεν έχω γλιτωμό η δύστυχη! Όλα μαθεύτηκαν! Όλα. Οι σπονδές του κρασιού που είχαν σμίξει για φόνο με φαρμάκι οχιάς...

Θύματα του Άδη, συμφορές της ζωής μου! Αχ πετροβόλημα και χαμός της κυράς μου! Που να πετάξω; Να σωθώ; Σε ποια σχισμή να μπω της γης; Τη μοίρα μου πως ν' αποφύγω; Σε τέθριππο γρήγορο ή σε καράβι;

- Δεν μπορείς να ξεφύγεις αν δεν θέλει ο θεός να σε σώσει.

- Τι άλλο ακόμα κυρά μου βαριόμοιρη έχεις να πάθεις!

- Του εχθρού το κακό σχεδιάζαμε και το δίκαιο τις ίδιες μας χτυπάει.

 

(Μπαίνει από δεξιά η Κρέουσα τρομαγμένη)

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Με κυνηγούν. Με κυνηγούν να με σφάξουν! Η Πυθία με δίκασε και με παίρνει!

 

ΧΟΡΟΣ

Δύστυχη κυρά μου, που έφτασες! Ξέρω!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Που να φύγω, αχ! Τρέχοντας ξέφυγα το θάνατο! Μόλις! Κρυφά ήρθα, ξέφυγα!

 

ΧΟΡΟΣ

Στο βωμό Δέσποινα! Που αλλού;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τι θα κερδίσω έτσι;

 

ΧΟΡΟΣ

Δεν σκοτώνουν ικέτες.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ο νόμος με σκοτώνει.

 

ΧΟΡΟΣ

Αν σε πιάσουν στα χέρια, αν σε σύρουν!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Με τα σπαθιά στα χέρια τρέχουν οι φονιάδες. Έρχονται. Έρχονται!

 

ΧΟΡΟΣ

Πάνω στο βωμό Δέσποινα! Γρήγορα. Αν σε σκοτώσουν πάνω του, το αίμα σου πάνω τους θα πέσει! Άντεξε Δέσποινα. Αυτή είναι η μοίρα σου!

 

(Η Κρέουσα ανεβαίνει στο βωμό. Μπαίνει μέσα τρέχοντας ο Ίωνας)

 

ΙΩΝΑΣ

Ταυρόμορφε Κηφισέ! Οχιά γέννησες. Δράκαινα με κόκκινα μάτια. Που βγάζει φωτιές! Αδίσταχτη!

Χειρότερη κι απ' της Γοργόνας το φαρμάκι που μ' αυτό θα με φαρμάκωνε.

Πιάστε την. Που είναι;

Να της ξάνουν τις πλεξούδες της του Παρνασσού οι γκρεμοί. Εκεί θα ριχτεί. Θα γκρεμιστεί απ' το βράχο.

Α! Καλή μοίρα είχα πριν πάω στην Αθήνα να χαθώ σε χέρια μητριάς!

Εδώ. Μέσα σε δικούς μου ανθρώπους την είδα την κακία σου. Είδα τι εχθρός και συμφορά μου είσαι. Αν πρόφταινες να μ' έκλεινες στο παλάτι σου στον Άδη θα μ' έστελνες με μιας.

Όπου κι αν πας τώρα ούτε ναός ούτε βωμός του Απόλλωνα σε σώζει.

Δεν σε λυπάμαι. Τον εαυτό μου λυπάμαι και τη μάνα μου κι ας λείπει. Πάντα καημός μαζί μου είναι το όνομά της.

 

 (Βλέπει την Κρέουσα στο βωμό)

 

Α! Την κακούργα! Κόλπο στο κόλπο! Κοιτάξτε την! Ζάρωσε πάνω στο βωμό. Να μην πληρώσει για τα έργα της!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μην τολμήσεις. Κάνε πίσω. Για το θεό και το βωμό του. Και για μένα.

 

ΙΩΝΑΣ

Τίποτα δεν είναι ανάμεσα στο θεό και σε σένα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Το σώμα μου του δίνω. Ιερό.

 

ΙΩΝΑΣ

Και τον γιο του θεού φαρμάκωνες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν είσαι του Φοίβου. Του πατέρα σου είσαι.

 

ΙΩΝΑΣ

Πατέρα μου τον είχα. Έτσι είναι.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τότε. Τώρα τον έχω εγώ. Όχι εσύ.

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν τον σέβεσαι. Εγώ τον τιμούσα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Εχθρό της γενιάς μου σκότωνα...

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν ήρθα με όπλα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ήρθες και φωτιά έβαλες στο παλάτι του Ερεχθέα.

 

ΙΩΝΑΣ

Φωτιά με τι ; Με ποιους δαυλούς ;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Να μπεις να μου το αρπάξεις.

 

ΙΩΝΑΣ

Απ' τον πατέρα μου. Τη γη που απόκτησε.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Με ποιο δικαίωμα ο γιος του Αιόλου... τη γη της Παλλάδας!

 

ΙΩΝΑΣ

Με όπλα την έσωσε. Δεν είναι ψέματα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αυτός που βοηθάει δεν γίνεται αφέντης.

 

ΙΩΝΑΣ

Γι' αυτό θα με φαρμάκωνες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Για να γλιτώσω. Αν δεν γλίτωνες!

 

ΙΩΝΑΣ

Με φθονείς που βρήκα πατέρα κι είσαι άκληρη.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κι από άκληρες μάνες θ' αρπάζεις τα σπίτια τους;

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν έχω μερίδιο απ' τον πατέρα;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κοντάρι και ασπίδα. Αυτό είναι το μερίδιό σου.

 

ΙΩΝΑΣ

Φύγε απ' το βωμό. Είναι του Φοίβου.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τη μάνα σου βρες να προστάζεις.

 

ΙΩΝΑΣ

Να με σκοτώσεις πήγες! Θα σ' αφήσω;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Εδώ αν θέλεις να με σκοτώσεις. Πάνω στο άσυλο.

 

ΙΩΝΑΣ

Τι θα κερδίσεις αν πεθάνεις στο βωμό;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Θα καταστρέψω το φονιά μου.

 

(Ο Ίωνας διστάζει)

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν τους όρισαν οι θεοί καλά τους νόμους τους. Δίχως σκέψη. Δεν έπρεπε ο θεός να δέχεται κακούργο στο βωμό του, να τον έδιωχνε έπρεπε. Χέρι φονικό να μην άφηνε να τον αγγίξει. Μόνο τους δίκαιους να δέχονταν. Αν αδικούνταν.

Όχι το ίδιο ο ευσεβής κι ο άδικος.

 

(Βγαίνει και πλησιάζει η Πυθία. Κρατάει ένα δέμα)

 

ΠΥΘΙΑ

Στάσου! Μη!

Άφησα το άδυτο, βγήκα. Του Φοίβου η μάντισσα - του τρίποδα έμπνοη, εκλεχτή μέσα σ' όλες. Για σένα βγήκα. Μη!

 

ΙΩΝΑΣ

Χαίρε μητέρα μου σεβάσμια. Κι ας μη με γέννησες!

 

ΠΥΘΙΑ

Λέγε με έτσι. Χαίρομαι.

 

ΙΩΝΑΣ

Έμαθες ότι θα με σκότωνε με δόλο;

 

ΠΥΘΙΑ

Κι εσύ όμως είσαι σκληρός. Κάνεις ασέβεια.

 

ΙΩΝΑΣ

Τη φόνισσά μου αντιχτυπώ, δεν κάνει;

 

ΠΥΘΙΑ

Άσχημα φέρονται πάντα οι μητριές.

 

ΙΩΝΑΣ

Και τα παιδιά στις μητριές τους όταν τ' αδικούν.

 

ΠΥΘΙΑ

Μη. Εσύ μη. Φεύγοντας από εδώ για την πατρίδα σου...

 

ΙΩΝΑΣ

Συμβούλεψέ με. Τι να κάνω;

 

ΠΥΘΙΑ

Καθαρός να πας. Καλότυχος.

 

ΙΩΝΑΣ

Καθαρός είναι όποιος σκοτώνει το φονιά του.

 

ΠΥΘΙΑ

Εσύ όχι. Άκου τα λόγια μου.

 

ΙΩΝΑΣ

Ό,τι και να πεις, το καλό μου θέλεις.

 

ΠΥΘΙΑ

Βλέπεις αυτό το πανέρι που κρατώ;

 

ΙΩΝΑΣ

Βλέπω. Παλιά κούνια τυλιγμένη.

 

ΠΥΘΙΑ

Μέσα σ' αυτό σε βρήκα νεογέννητο!

 

ΙΩΝΑΣ

Τι; Τώρα μου το πρωτολές;

 

ΠΥΘΙΑ

Μυστικό το κρατούσα. Τώρα το φανερώνω.

 

ΙΩΝΑΣ

Πως το έκρυβες; Τόσα χρόνια!

 

ΠΥΘΙΑ

Ήθελε ο Φοίβος να σ' έχει στο ναό του.

 

ΙΩΝΑΣ

Τώρα δεν με θέλει; Πως θα το μάθω!

 

ΠΥΘΙΑ

Σου έδειξε τον πατέρα σου. Σ' αφήνει να φύγεις.

 

ΙΩΝΑΣ

Πως το φύλαξες; Ποιος στο είπε;

 

ΠΥΘΙΑ

Ο Απόλλωνας. Τότε. Μου έβαλε την ιδέα...

 

ΙΩΝΑΣ

Να κάνω τι; Πες μου.

 

ΠΥΘΙΑ

Να το φυλάξω μέχρι σήμερα.

 

ΙΩΝΑΣ

Για καλό μου είναι ή για κακό;

 

ΠΥΘΙΑ

Είναι τα σπάργανα που ήσουν τυλιγμένος!

 

ΙΩΝΑΣ

Σημάδια μου τα δίνεις. Για τη μάνα μου;

 

ΠΥΘΙΑ

Το θέλει ο θεός τώρα. Όχι πριν.

 

ΙΩΝΑΣ

Καλότυχα σημάδια μου δίνει η σημερινή μέρα!

 

ΠΥΘΙΑ

Παρ' τα και ψάξε τη μητέρα σου.

 

ΙΩΝΑΣ

Θα ψάξω παντού. Ασία και Ευρώπη!

 

ΠΥΘΙΑ

Αυτό θα το αποφασίσεις εσύ. Εγώ για χάρη του θεού σε μεγάλωσα, τώρα σου γυρνώ όσα τότε ο θεός θέλησε να φυλάξω χωρίς να το πει. Το γιατί δεν το ξέρω. Κανένας δεν έμαθε ότι τα είχα. Ούτε που τα έκρυβα.

Χαίρε.

Σαν μάνα σε φιλώ.

Άρχισε τώρα. Ψάξε. Πρώτα εδώ. Αν σε γέννησε ντόπια και σ' άφησε.

Ύστερα Ελληνίδα... Από μένα και το Φοίβο που σε φρόντισε όλα τα ξέρεις.

 

(Η Πυθία φεύγει. Ο Ίωνας κρατά το δέμα)

 

ΙΩΝΑΣ

Σημάδια μου!

Δακρύζω να σκέφτομαι τη μάνα μου. Στα κρυφά ζευγάρωσε. Με γέννησε κρυφά. Κρυφά με άφησε στο ναό και δεν με θήλασε. Χωρίς όνομα στο ναό του Φοίβου μεγάλωσα δούλος.

Καλός ήταν ο θεός μαζί μου, βαριά η μοίρα μου όμως!

Όσο καιρό έπρεπε να είμαι στην αγκαλιά της μάνας μου, να χαίρομαι, μήτε το γάλα της είδα, μήτε τα χάδια της! Τα στερήθηκα.

Και η ίδια τα πάθη μου έπαθε. Τις έχασε τις χαρές μου.

Τώρα το πανέρι τούτο με τα σπάργανα... Ας το προσφέρω στο θεό...

Ό,τι δεν θέλω, να μην το βρω! Αν δούλας γιος έτυχα - ας μην έχω μητέρα. Καλύτερα να μην το ξέρω. Χειρότερο είναι να έχω. Φοίβο θεέ ! Στο ναό σου το αποθέτω.

Τι κάνω; Στη θεία θέληση ενάντια πάω; Που μου έδωσε σημάδια της μητέρας μου; Πρέπει να ψάξω. Να τολμήσω. Το πεπρωμένο μου όποιο είναι δεν το ξεφεύγω. Να δω τι σημάδια μου έχεις κρυμμένα, γιατί ό,τι αγαπώ μου φύλαξες. Για δες! Πλεχτό και στρογγυλό! Το τύλιγμά του είναι πολύ όμορφο...

 

(Το ανοίγει, το ψάχνει)

 

Δεν πάλιωσε! Ούτε μούχλα υπάρχει στα πλεχτά μέσα! Και τόσα χρόνια έχουν περάσει!

 

(Η Κρέουσα βλέπει. Ταράζεται)

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Α! Τι βλέπω! Τι ανέλπιστο βλέπω!

 

ΙΩΝΑΣ

Πάμε! Πολλά έμαθες πριν...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Άσε με. Μη μου λες, αυτά μιλούν. Βλέπω το κάνιστρο που σ' έβαλα τότε... Σένα γιέ μου! Νεογέννητο. Στη σπηλιά του Κέκροπα στις Μακρές Πέτρες. Τον αφήνω το βωμό και κατεβαίνω.

 

(Κατεβαίνει. Τρέχει στον Ίωνα)

 

ΙΩΝΑΣ

Πιάστε την. Τι αποκοτιά έκανε! Πήδηξε και άφησε το άσυλο! Δέστε της τα χέρια!

 

(Η Κρέουσα κάνει να πιάσει τον Ίωνα και το καλάθι. Ο Ίωνας την εμποδίζει)

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Και σφαγμένη δεν τ' αφήνω. Ούτε εσένα ούτε αυτό. Και τα σπάργανά σου.

 

ΙΩΝΑΣ

Τρελή είσαι. Απ' τα λόγια σου κρίνω.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν είμαι. Μιλάω έτσι επειδή βρήκα τον αγαπημένο μου γιο.

 

ΙΩΝΑΣ

Εγώ αγαπημένος σου γιος; Που ήθελες να με σκοτώσεις;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γιος μου είσαι. Ό,τι πιο ακριβό για μια μητέρα.

 

ΙΩΝΑΣ

Σταμάτα τους δόλους. Θα σε διαψεύσω με αυτό εδώ.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ρώτα με. Θα στα πω όλα.

 

ΙΩΝΑΣ

Άδειο είναι το καλάθι ή κρύβει κάτι;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Τα ρούχα που σε τύλιξα τότε.

 

ΙΩΝΑΣ

Πες τα. Ένα - ένα. Πριν τα δεις.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κοίτα. Ύφασμα που ύφανα, μικρή ακόμα...

 

ΙΩΝΑΣ

Τι ύφασμα; Πολλά υφαίνουν οι κοπέλες.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν είναι τελειωμένο. Σαν δοκιμή του αργαλειού είναι.

 

ΙΩΝΑΣ

Τι σχέδιο; Έτσι δεν θα με γελάσεις.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γοργόνα κεντητή στη μέση...

 

ΙΩΝΑΣ

Δία θεέ μου! Ποια μοίρα με κυνηγάει!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Φίδια στην ούγια ολόγυρα. Όπως η ασπίδα της Παλλάδας.

 

ΙΩΝΑΣ

Να το! Αυτό είναι! Σωστά μάντεψες.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αχ δοκιμές του αργαλειού μου τότε, κοριτσίστικες!

 

ΙΩΝΑΣ

Υπάρχει άλλο σχέδιο, ή μόνο αυτό πέτυχες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δράκοντας. Με χρυσή γενειάδα. Δώρο της Αθηνάς να στολίζουν τα παιδιά... - μνήμη του Εριχθόνιου!

 

ΙΩΝΑΣ

Το χρυσάφι τι να κάνει; Τι χρειάζεται;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Να το βάζουν τραχηλιά γιε μου, στο μωρό.

 

ΙΩΝΑΣ

Αυτά υπάρχουν. Το τρίτο θέλω να μάθω.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Στεφάνι ελιάς. Δέντρο που πρωτόφερε στην Αθήνα η Παλλάδα! Αυτό όσο υπάρχει δεν μαραίνεται. Φουντώνει. Από αθάνατη ελιά είναι κομμένο!

 

(Ο Ίωνας πέφτει στην αγκαλιά της Κρέουσας)

 

ΙΩΝΑΣ

Μάνα! Χαρά μου! Μάνα μου! Σε βλέπω! Χαρούμενη λάμπεις. Σε φιλώ...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γιε μου! Φως ! Απ' τον ήλιο καλύτερο θεέ μου! Σε κρατώ στα χέρια. Ανέλπιστο σε βρήκα! Στη γη με τους νεκρούς σε νόμιζα. Με την Περσεφόνη.

 

ΙΩΝΑΣ

Μάνα μου γλυκιά. Μέσα στα χέρια σου τώρα, νιώθω σαν από πεθαμένος να ξαναγύρισα στη ζωή!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ω λαμπερά κύματα του Αιθέρα! Τι φωνή να βγάλω; Να φωνάξω! Από πού ήρθε αυτή η χαρά η απρόσμενη; Από πού;

 

ΙΩΝΑΣ

Τα πάντα μπορούσαν απ' το νου μου μητέρα να περάσουν. Αυτό όχι.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ακόμα τρέμω...

 

ΙΩΝΑΣ

Μην έχεις πια φόβο. Αφού με κρατάς.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Είχα χάσει την ελπίδα. Από χρόνια. Ω γυναίκα. Από πού; Από πού πήρες το δικό μου βρέφος στην αγκαλιά σου; Ποιο χέρι το έφερε στο σπίτι του Φοίβου;

 

ΙΩΝΑΣ

Χέρι Θεού! Θα είμαστε ευτυχισμένοι στο εξής, όσοι δυστυχούσαμε πριν.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γιε μου! Με κλάματα σε γέννησα, με σπαραγμό σ' αποχωρίστηκα τότε, τώρα στην αγκαλιά σου μέσα αναπνέω. Είμαι πολύ ευτυχισμένη.

 

ΙΩΝΑΣ

Αυτά που νοιώθω κι εγώ, αυτά λες.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Δεν είμαι άτεκνη. Έχω γιο! Το σπίτι δεν είναι άδειο πια . Η χώρα μου έχει βασιλιά! Ξανανιώνει ο Ερεχθέας και πάνω από τη γενιά μου έφυγε το σκοτάδι. Βλέπει πάλι το φως του ήλιου!

 

ΙΩΝΑΣ

Μητέρα. Να ήταν και ο πατέρας να χαρεί! Τη χαρά που σας έδωσα!

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γιε μου! Τι; Τι λες; Αχ! Πως φανερώνομαι!

 

ΙΩΝΑΣ

Τι είπες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Άλλος! Άλλος είναι ο πατέρας σου!

 

ΙΩΝΑΣ

Α! Νόθο με γέννησες;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Χωρίς λαμπάδες και χωρίς να παντρευτώ. Γιε μου! Έτσι γεννήθηκες.

 

ΙΩΝΑΣ

Από γενιά ταπεινή είμαι! Ποια;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Το ξέρει η Αθηνά η Γοργοφόνα!

 

ΙΩΝΑΣ

Τι θα πει αυτό;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αυτή που έχει το θρόνο της στους ελαιόφυτους βράχους, κοντά στη σπηλιά μου.

 

ΙΩΝΑΣ

Δεν τα λες καθαρά. Με μπερδεύεις.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κοντά στους απότομους γκρεμούς, που κελαηδάνε τα αηδόνια. Με το Φοίβο...

 

ΙΩΝΑΣ

Γιατί τον αναφέρεις τον Φοίβο;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Εκεί κρυφόσμιξα μαζί του...

 

ΙΩΝΑΣ

Για πες... Μου φαίνεται κάτι καλό θα πεις για μένα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Και στο δέκατο μήνα μπαίνοντας κρυφοπονώντας σε γέννησα...

 

ΙΩΝΑΣ

Μάνα μου! Τη χαρά μου λες, αν είναι αλήθεια.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Κρυφά απ' τη μάνα μου. Μ' αυτά τα σπάργανα - κοριτσίστικες δοκιμές, σε τύλιξα. Χωρίς να σε βυζάξω. Χωρίς να σε λούσω. Σε σπηλιά. Στα ράμφη πουλιών σε έριξα. Στον Άδη!

 

ΙΩΝΑΣ

Ω τι συμφορές, δυστυχισμένη μητέρα...

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Ο φόβος... Πολύ φοβισμένη ήμουν. Και την ψυχούλα σου άθελα την πέταξα.

 

ΙΩΝΑΣ

Κι εγώ παραλίγο να έκανα τα ίδια σε σένα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Αχ! Φοβερά και αυτά που έγιναν τότε, φοβερά και τα τωρινά. Γυρνάμε πέρα δώθε. Απ' τη συμφορά στην ευτυχία. Αλλάζουν οι άνεμοι. Ας σταματήσουν εδώ. Αρκετές οι συμφορές. Καλός άνεμος φύσηξε τώρα γιε μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Ποτέ κανείς να μη σκεφτεί ότι κάτι είναι αδύνατο να γίνει, κανείς άνθρωπος να μην απελπιστεί ποτέ.

Δείτε αυτά που γίνονται τώρα!

 

ΙΩΝΑΣ

Ω Τύχη. Που μεταβάλεις τα ανθρώπινα. Από το δεινό στο θαύμα! Σε ποια κόψη ξυραφιού με έφτασες; Φονιάς να γίνω της μάνας μου. Να πάθω! Μέσα σε μια μέρα όλα! Όλα αυτά.

Αγαπημένο εύρημα σε βρήκα μητέρα. Για τη γενιά μου είμαι περήφανος!

Θέλω μόνο να σου πω... έλα... κρυφά να σ' το πω. Μεταξύ μας - να μην ακούσει κανείς άλλος.

Κοίτα μητέρα... μήπως σαν κορίτσι, όπως συμβαίνει συχνά, πήγες κρυφά με κάποιον κι έπειτα το ρίχνεις στο θεό; Μήπως με λες του Φοίβου, και δεν είμαι; Για να μην έχω στίγμα;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Μα τη θεά Αθηνά γιε μου. Τη Νίκη που πολέμησε τους Γίγαντες δίπλα στο Δία. Κανένας θνητός δεν είναι πατέρας σου. Ο Φοίβος είναι που σ' ανάθρεψε.

 

ΙΩΝΑΣ

Πως τότε το γιο του τον δίνει γιο σε άλλον πατέρα! Πως με είπε παιδί του Ξούθου;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Παιδί του Ξούθου, όχι. Δικό του είσαι και σε κάνει δώρο. Ο φίλος μπορεί να δώσει στο φίλο του γιο, να γίνει άρχοντας στο σπίτι του.

 

ΙΩΝΑΣ

Μπερδεύομαι. Μαντεύει ο θεός σωστά ή δεν μαντεύει;

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Να σου πω τι φως ήρθε στο νου μου; Αν φανερωνόσουν γιος του, ούτε πατρικό όνομα ούτε βασίλειο ολόκληρο θα έπαιρνες. Πως; Αφού κρυφά σε γέννησα και σε άφησα να πεθάνεις. Ο Φοίβος για το καλό σου σε όρισε σε άλλον πατέρα.

 

ΙΩΝΑΣ

Τα σκέφτομαι αυτά. Δεν τα παίρνω αψήφιστα. Θα πάω στο μαντείο να ρωτήσω το Φοίβο αν είμαι γιος του. Ή είμαι θνητού.

 

(Στο αέτωμα του ναού εμφανίζεται όραμα θεού)

 

Α! Ποια θεία μορφή! Σαν ήλιος! Πάνω στη στέγη του μαντείου! Κοίτα! Να φύγουμε μητέρα. Να μην αντικρίσουμε τον θεό. Δεν πρέπει.

 

(Η μορφή καθαρίζει. Είναι η θεά Αθηνά)

 

ΑΘΗΝΑ

Μη φεύγετε δεν είμαι εχθρός, φίλος σας είμαι. Και εδώ και στην Αθήνα. Η Αθήνα είμαι η Παλλάδα. Ο Απόλλωνας με στέλνει. Δεν έκρινε σωστό να 'ρθει ο ίδιος. Μήπως ακούσει εις βάρος του για το Τότε. Στις Μακρές Πέτρες.

Με στέλνει να πω τα λόγια του. Ότι η Κρέουσα σε γέννησε με πατέρα το Φοίβο. Ότι σ' έδωσε εκεί που σ' έδωσε, όχι σαν γονιό σου αλλά για να μένεις σε παλάτι. Αλλά καθώς το πράγμα χάλασε στην πορεία, φοβήθηκε μη γίνει κάποιος από τους δυο σας φονιάς του άλλου και τα έφερε έτσι. Και σας έσωσε.

Δεν ήθελε να σας τα πει εδώ. Στην Αθήνα ήθελε να σε φανερώσει πως είσαι

γιος του. Και της Κρέουσας. Για να φέρω σε πέρας όλο το θέλημα του Φοίβου όμως, ακούστε τους χρησμούς του θεού που για χάρη του ήρθα.

Κρέουσα!

Πάρε το γιο σου και πήγαινε στην Κεκροπία και να του δώσεις το θρόνο. Απ' τη γενιά του Ερεχθέα είναι και στη χώρα μου να βασιλέψει. Το δίκαιο αυτό είναι. Και ένδοξος να γίνει. Τέσσερις γιους θα κάνει - αρχηγούς των φυλών που κατοικούν γύρω στο βράχο μου.

Πρώτη φυλή θα είναι οι Γελέοντες.

Δεύτερη και τρίτη οι Όπλητες και Αργαδαίοι

και από της ασπίδας μου το όνομα, την Αιγίδα,

θα ονομαστούν οι Αιγίκοροι. Τέταρτοι.

Και των γιων του οι γιοι μετά όταν έρθει ο καιρός ο ορισμένος θα πάνε στα νησιά των Κυκλάδων και στα αντίπερα ακρογιάλια.

Και δύναμη θα δώσουν στη χώρα μου και στο κράτος μου.

Θα κατοικήσουν αντικριστά στους κάμπους Ασίας και Ευρώπης και Ίωνες θα τους λεν. Από το όνομά του. Και δόξα θα πάρουν.

Κι εσύ με τον Ξούθο θα κάνετε τον Δώρο και απ' αυτόν θα δοξαστεί η Δωρίδα.

Και τον Αχαιό. Αυτός θα βασιλέψει στην παραλία του Ρίου στη γη του Πέλοπα και ο λαός απ' αυτόν θα πάρει το όνομα. Αχαιοί θα λέγονται.

Όλα καλά ο Απόλλωνας τα έκανε.

Γέννησες εύκολα και κρυφά. Το παιδί σου που έριξες κλεισμένο στα σπάργανα βρέφος, πρόσταξε τον Ερμή να το πάρει, να το φέρει εδώ. Και το μεγάλωσε. Δεν το άφησε να χαθεί.

Και τέλος Κρέουσα, μη λες πως είναι γιος σου ο Ίωνας - άσε τον Ξούθο να τον χαίρεται.

Έχεις το αγαθό σου. Πήγαινε. Να ευτυχείτε. Τελείωσαν τα δεινά σας. Μοίρα καλή στο εξής σας προμαντεύω.

 

ΙΩΝΑΣ

Παλλάδα Αθηνά. Του Δία του Μέγιστου. Σε πιστεύω. Είμαι του Φοίβου. Και της Κρέουσας είμαι. Αυτό το πίστευα και πρώτα.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Και εγώ Παλλάδα Αθηνά. Δόξα να έχει τώρα ο Φοίβος και η έγνοια του που φανερώνει το γιο μου. Κι αυτές τις πύλες του ναού και του μαντείου τις σέβομαι τώρα. Όχι σαν πρώτα.

Τώρα ακουμπάω ολόχαρη στις πόρτες του. Ευγνωμονώ. Και δοξάζω.

 

ΑΘΗΝΑ

Χαίρομαι γι' αυτό.

Οι θεοί μερικές φορές μπορεί να καθυστερούν πολύ. Αλλά όλα τα τακτοποιούν.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Γιε μου Ίωνα. Πάμε στο παλάτι τώρα...

 

ΑΘΗΝΑ

Πηγαίνετε. Σας συνοδεύω.

 

ΙΩΝΑΣ

Φύλακας στο δρόμο μας.

 

ΑΘΗΝΑ

Και προστάτης της χώρας.

 

ΚΡΕΟΥΣΑ

Στο θρόνο του Γενάρχη ανέβα.

 

ΙΩΝΑΣ

Άξιος ο θρόνος μου.

 

(Η Αθηνά χάνεται)

 

ΧΟΡΟΣ

Χαίρε Απόλλωνα. Γιε της Λητώς και του Δία.

Σ' όποιου το σπίτι πέσει συμφορά ας σέβεται το θεό ας έχει και να κάνει θάρρος. Πάντα οι καλοί δικαιώνονται. Οι κακοί όμως, όπως ακριβώς είναι ο χαρακτήρας τους, ποτέ δεν θα γίνουν ευτυχισμένοι.

 







ΤΕΛΟΣ