ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ
ΜΗΔΕΙΑ
431 π.Χ.
ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ
ΤΡΟΦΟΣ (δούλα της Μήδειας)
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
ΜΗΔΕΙΑ
ΧΟΡΟΣ (Γυναίκες της Κορίνθου)
ΚΡΕΟΝΤΑΣ (βασιλιάς της Κορίνθου)
ΙΑΣΟΝΑΣ
ΑΙΓΕΑΣ (βασιλιάς της Αθήνας)
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
ΠΑΙΔΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ
Η Μήδεια κόρη του βασιλιά της Κολχίδας, Αιήτη, βοήθησε τον Ιάσονα, αρχηγό της αργοναυτικής εκστρατείας να πάρει το χρυσόμαλλο δέρας, τον παντρεύτηκε και τελικά τον ακολούθησε στην Κόρινθο. Εκεί μετά από λίγο καιρό, ο βασιλιάς Κρέοντας έδωσε στον Ιάσονα την κόρη του σαν σύζυγο. Εξόρισε τη Μήδεια, αλλά αυτή κατάφερε να πάρει προθεσμία μιας μέρας για να τους εκδικηθεί...
(Το σπίτι του Ιάσονα και της Μήδειας στην Κόρινθο. Η τροφός βγαίνει από την κεντρική είσοδο)
ΤΡΟΦΟΣ
Αχ! Μακάρι ποτέ να μην έσωνε η Αργώ να περνούσε τις μαύρες Συμπληγάδες, για να φτάσει στη χώρα της Κολχίδας, ούτε το πεύκο απ' το οποίο την έφτιαξαν να μην κοβόταν ποτέ, ούτε να είχε εξοπλίσει με δυνατά και γρήγορα κουπιά τα χέρια των πιο δυνατών παλικαριών, που για χάρη του Πελία ξεκίνησαν για να πάρουν το χρυσόμαλλο δέρας. Γιατί αν δεν γίνονταν αυτά, ούτε η κυρά μου, η Μήδεια, δεν θα έφτανε στα κάστρα της Ιωλκού, υπακούοντας στον μεγάλο και βαθύ έρωτά της για τον Ιάσονα. Κι ούτε θα έβαζε ποτέ τις κόρες του Πελία να σκοτώσουν τον πατέρα τους, για να ζήσει εδώ στα μέρη της Κορίνθου μαζί με τα παιδιά της και τον άντρα της, καλοδεχούμενη από τους ντόπιους, αν και ήταν ξένη, και υπηρετώντας σε όλα, πρόθυμα, τον Ιάσονα, πράγμα που, για κάθε σπίτι, θεωρείται η μεγαλύτερη ευτυχία, δηλαδή το να μη μαλώνουν τα αντρόγυνα.
Όμως τώρα όλα αυτά γύρισαν εναντίον της, και η μεγάλη της αγάπη έγινε πικρό μίσος. Γιατί άφησε τα παιδιά και την κυρά μου ο Ιάσονας, και έκανε νέο γάμο, βασιλικό, παντρεύτηκε την κόρη του Κρέοντα που κυβερνάει τη χώρα εδώ. Η καημένη Μήδεια, μέσα στην ταπείνωση φωνάζει για τους όρκους τους, φωνάζει για το χέρι το δεξί που έδωσαν, σημάδι πίστης παντοτινής, και επικαλείται μάρτυρες τους θεούς για να δούν με ποιον τρόπο την ξεπλήρωσε ο Ιάσονας.
Δεν τρώει τίποτα και έτσι αφημένη στον πόνο της καρδιάς της περνάει τις ημέρες της, λιώνοντας μέσα στα δάκρυα, από τότε που κατάλαβε πως εκείνος την ντροπιάζει, ούτε τα μάτια της σηκώνει από τη γη, έχοντας πάντα σκυμμένο το κεφάλι. Κι ακούει τις συμβουλές των φίλων της όσο ακούει η πέτρα ή το πέλαγος. Μόνο τον λευκό λαιμό της γυρίζει καμιά φορά, για να θρηνήσει τον πατέρα της, το σπιτικό, την πατρίδα της, που όλα τα πρόδωσε για να ακολουθήσει τον άντρα της. Κατάλαβε, μέσα από τη δυστυχία της, πόσο καλό είναι να μην αφήνεις ποτέ την πατρίδα σου. Τα παιδιά της τα μισεί, και δεν χαίρεται να τα βλέπει.
Φοβάμαι μήπως σκέπτεται κάποιο κακό. Γιατί η ψυχή της είναι παράφορη και ποτέ δεν θα συγχωρέσει την αδικία. Την ξέρω εγώ από μικρή και τρέμω, μην πάει, γλυστρώντας σιγά σιγά μέσα στο παλάτι, στην κάμαρα της νύφης και την μαχαιρώσει κρυφά, ή μήπως σκοτώσει το βασιλιά και το γαμπρό. Είναι στ' αλήθεια να τη φοβάται κανείς. Γιατί δεν θα τη νικήσει εύκολα αυτός που θα γίνει εχθρός της. Μα να, τα παιδιά της τέλειωσαν τα παιχνίδια και έρχονται κατά δω, χωρίς να καταλαβαίνουν τίποτα από τα βάσανα της μάνας τους. Γιατί η καρδιά των παιδιών δεν αγαπάει τη θλίψη.
(Έρχεται ο παιδαγωγός με τα δυο μικρά παιδιά της Μήδειας)
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Σκλάβα από παλιά, στο σπίτι της κυράς μου, γιατί στέκεσαι στην ξώπορτα μόνη σου και θρηνείς για τις συμφορές; Πως σε άφησε έτσι μόνη η Μήδεια;
ΤΡΟΦΟΣ
Γέροντα, που συνοδεύεις τα παιδιά του Ιάσονα, ξέρεις ότι οι συμφορές των αφεντάδων φέρνουν θλίψη στους πιστούς δούλους και τους πληγώνουν την καρδιά. Μια τέτοια στενοχώρια, αλήθεια, με βαραίνει κι εμένα, που με έφερε εδώ να εξιστορήσω τη μαύρη τύχη της κυράς μου, για να με ακούσουν ίσως η γη και ο ουρανός.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Δεν έπαψε ακόμα να κλαίει η δύστυχη;
ΤΡΟΦΟΣ
Αχ! Σε ζηλεύω που δεν ξέρεις. Γιατί η συμφορά είναι στην αρχή, ούτε καν στη μέση.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Την ανόητη. Αν βέβαια μπορεί να εκφραστεί κάποιος με τέτοια λόγια για τους αφέντες του. Δεν έχει μάθει ακόμα τα καινούργια της βάσανα.
ΤΡΟΦΟΣ
Τι είναι, γέρο; Λέγε μου, μη διστάζεις.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Τίποτα. Ήταν λάθος που σου μίλησα.
ΤΡΟΦΟΣ
Σε παρακαλώ, μην κρύβεις από εμένα τη σκλάβα όσα γνωρίζεις. Αν χρειάζεται δεν θα πω τίποτα σε κανέναν.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Πήγα, στο μέρος που συχνάζουν οι γέροντες και παίζουν ζάρια, γύρω από την άγια βρύση της Πειρήνης, και άκουσα χωρίς να με καταλάβουν πως ο Κρέοντας, ο βασιλιάς της χώρας, σκέφτεται να διώξει από την Κόρινθο αυτά εδώ τα παιδιά μαζί με τη μητέρα τους. Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια αλλά πάρα πολύ θα ήθελα αυτός ο λόγος να είναι ψέματα.
ΤΡΟΦΟΣ
Θα αφήσει ο Ιάσονας να πάθουν κάτι τα παιδιά του, κι ας είναι μαλωμένος με τη μητέρα τους;
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Αυτός αγαπάει πιο πολύ τις νέες του συγγένειες, και όχι τις παλιές. Αυτό το σπίτι δεν το αγαπάει πια.
ΤΡΟΦΟΣ
Θα χαθούμε αν προσθέσουμε και νέα συμφορά στην πρώτη που ακόμα δεν τέλειωσε.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Ησύχασε και μην πεις τίποτα ακόμα. Δεν είναι τώρα καιρός να το μάθει εκείνη αυτό.
ΤΡΟΦΟΣ
Ακούτε παιδιά μου ποιον έχετε για γονιό; Δεν λέω να χαθεί, γιατί αφέντης μου είναι, αλλά δεν θα έπρεπε να δείχνεται τόσο άκαρδος για τους δικούς του.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Και ποιος δεν φέρνεται με τον ίδιο τρόπο; Τώρα τάχα κατάλαβες πως κάθε άνθρωπος αγαπάει μόνο τον εαυτό του, κι όχι τους άλλους, - είτε για το συμφέρον του είτε δίκαια - και πως για να χαίρεται το νυφικό κρεβάτι δεν σκέφτεται ούτε τα παιδιά του ο πατέρας;
ΤΡΟΦΟΣ
Παιδιά, πηγαίνετε στο σπίτι, όλα θα πάνε καλά. Κι εσύ να τα κρατάς μακριά από την οργισμένη μάνα τους, μην την πλησιάζετε. Γιατί την είδα να κοιτάζει με βαρύ, ταυρίσιο άγριο μάτι, λες και σκεφτόταν να κάνει κάτι κακό. Ούτε θα σταματήσει, εγώ την ξέρω καλά, το θυμό της πριν κάψει κάποιον μέσα στους κεραυνούς της. Ας ξεσπάσει σε εχθρούς, όχι σε αγαπητά της πρόσωπα.
ΜΗΔΕΙΑ (Μέσα από το σπίτι)
Ωωχ! Εγώ η δύστυχη, η εξαθλιωμένη από τις συμφορές, ας γινόταν να πέθαινα.
ΤΡΟΦΟΣ
Παιδιά μου, σας το έλεγα. Η μάνα σας είναι θυμωμένη. Γρήγορα πηγαίνετε μέσα. Ούτε να σας δεί, ούτε να την πλησιάσετε. Φυλαχτείτε απ' το θυμό της, και το σκληρό της χαρακτήρα. Τώρα γρήγορα μπείτε στο σπίτι, γιατί καθώς φαίνεται φουντώνει η μαύρη συννεφιά του θρήνου της και θα ξεσπάσει άγρια μπόρα. Τι σκέφτεται να κάνει η ανήσυχη και φαρμακωμένη της ψυχή, με τέτοια βάσανα που την βρήκαν;
ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονο! Με χτύπησαν τη δόλια συμφορές, μεγάλα δεινά που θάπρεπε να μοιρολογάω ακατάπαυστα. Ω εσείς, καταραμένα παιδιά καταραμένης μάνας, να χαθείτε κι εσείς κι ο γονιός σας και το σπίτι να πάει στον άνεμο.
ΤΡΟΦΟΣ
Αχ! Η δυστυχισμένη, αχ. Τι σου φταίνε τα παιδιά για το σφάλμα του πατέρα τους; Γιατί τα μισείς; Πόσο τρέμω να μη μου πάθετε τίποτα. Είναι φοβερό το μάνιασμα των αρχόντων και όπως έχουν μάθει να διατάζουν παρά να υπακούνε, δύσκολα αλλάζουν το χαρακτήρα τους. Η καλύτερη συνήθεια απ' όλες είναι να ζείς με τους άλλους σαν ίσος τους. Όσο για μένα, μακάρι να γεράσω χωρίς μεγαλεία. Γιατί πάντα νικάει το μέτρο, αρκεί μόνο να το κάνεις κυβερνήτη στα έργα σου, και θα βρείς μόνο ωφέλειες από αυτό. Πράξεις που είναι πάνω από το μέτρο ποτέ δεν φέρνουν καλό στους ανθρώπους. Πιο μεγάλες συμφορές σε ένα σπίτι, μαζεύονται αν θυμώσει ο θεός.
(Εμφανίζεται ο χορός)
ΧΟΡΟΣ
Άκουσα τη φωνή, αφουγκράστηκα το βόγγο της άμοιρης Κολχίτισσας. Ακόμα δε ξεπέρασε τον πόνο της. Μα πες μου, γερόντισσα, τι συμβαίνει; Έφτασαν οι φωνές μέχρι μέσα στο δωμάτιό μου, και δεν χαίρομαι καθόλου με τη θλίψη του σπιτιού, αφού είναι γεμάτο με αγαπημένους μου ανθρώπους.
ΤΡΟΦΟΣ
Αχ! Δεν υπάρχει πια σπίτι. Πάει, χάθηκε. Αυτόν τον κρατούν κρεβάτια βασιλιάδων, ενώ η κυρά είναι μέσα κλεισμένη και λιώνει, χωρίς να μπορούν να της ζεστάνουν την ψυχή τα λόγια παρηγοριάς από φίλο.
ΜΗΔΕΙΑ
Αχ! Ας μου συντρίψει αστροπελέκι το κεφάλι. Ποιο το όφελος να ζω; Αχ! Ας με πάρει ο θάνατος, να αφήσω αυτή τη μισητή ζωή.
ΧΟΡΟΣ
Ακούς; Ω Δία και Γη και Φως. Πόσο πικρά κλαίει η δυστυχισμένη!
Άμυαλη, τι πόθος σε πλαντάζει για του Ιάσονα το απλησίαστο κρεβάτι; Ο θάνατος θα έρθει γρήγορα και μην παρακαλάς γι' αυτόν.
Αν τώρα θέλει άλλο σπίτι ο άντρας σου, μην σε ανάβει ο δυνατός θυμός.
Ο Δίας θα γίνει βοηθός στο δίκιο σου. Μη λιώνεις με το θρήνο σου γι' αυτόν.
ΜΗΔΕΙΑ
Ω Δία μεγάλε και Θέμιδα σεβάσμια, βλέπετε τι περνάω, κι ας είχα δέσει τον άθλιο άντρα μου με όρκους μεγάλους; Μακάρι κι αυτόν και την νύφη και όλα τα σπίτια τους να τα δω μέσα στον χαλασμό να βουλιάζουν, γιατί αυτοί πρώτα με αδίκησαν έτσι. Ω πατέρα, την πατρίδα μου άφησα κι έφυγα, σφάζοντας ανόσια το αδέλφι μου.
ΤΡΟΦΟΣ
Την ακούτε τι λέει, πως επικαλείται τη Θέμιδα, που επιβλέπει τις ευχές και τις κατάρες, και το Δία τον προστάτη των όρκων; Δεν υπάρχει πια τρόπος να σταματήσει η κυρά μου τόσο εύκολα το μαύρο της θυμό.
ΧΟΡΟΣ
Πως θα γινόταν μπορετό μπροστά μας να βγει να ακούσει τα λόγια μας;
Μπορεί την αναμμένη οργή της κάπως να ξεχάσει. Η προθυμία δεν θα μου λείψει για να βοηθήσω τους φίλους μου.
Λοιπόν πήγαινε και προσπάθησε να τη φέρεις έξω από το σπίτι. Πες της πως θα της σταθούμε δικές της φίλες.
Τρέξε, μην κάνει τίποτα κακό σ' αυτούς που είναι μέσα. Γιατί ο πόνος της φουντώνει ακράτητος.
ΤΡΟΦΟΣ
Αυτό θα κάνω. Όμως φοβάμαι ότι δεν θα πείσω την κυρά μου. Μα πρόθυμα θα μπω σε αυτόν τον κόπο, παρόλο που κοιτάζει με άγριο βλέμμα σα λιονταρίνα νιόγεννη τις σκλάβες, μόλις πάει καμιά κοντά της για να της μιλήσει. Κι αν μπορεί να πεις τους παλιούς άμυαλους, δεν θα κάνεις λάθος. Γιατί για τις γιορτές, τα γλέντια και τα δείπνα έφτιαξαν χαρούμενους σκοπούς που όταν τους ακούς γλυκαίνουν τη ζωή. Μα για τις μαύρες λύπες μας δεν βρήκε κανείς ούτε μουσική ούτε τραγούδια για να τις σβήνει. Κι έτσι φέρνουν τις συμφορές, το θάνατο στα σπίτια και τα γκρεμίζουν. Όμως σκέψου πόσο κέρδος θα ήταν για τους ανθρώπους να γιατρεύουν με χαρούμενες μουσικές τη θλίψη. Όπου αρχίζει το γλέντι, υπάρχει ανάγκη για γλυκό τραγούδι; Από μόνο του το πλούσιο τραπέζι γεμίζει χαρά τους θνητούς.
ΧΟΡΟΣ
Άκουσα μια στεναχωρημένη κραυγή. Με βόγγους και λυπητερές φωνές η άτυχη αυτή καταριέται τον άτιμο τον άντρα της που πρόδωσε το γάμο τους. Κι αδικημένη τώρα ικετεύει τη Θέμιδα, που είναι δίπλα στον Δία, την προστάτιδα των όρκων. Γιατί στο αυτή την πέρασε ένα βράδυ από απέναντι στην Ελλάδα από τα θαλάσσια στενά που οδηγούν στο ανοιχτό πέλαγος.
(Βγαίνει η Μήδεια)
ΜΗΔΕΙΑ
Γυναίκες της Κορίνθου, να, βγήκα, κι έτσι δεν θα πείτε κακό για μένα. Ξέρω πολλούς ανθρώπους - άλλους απ' αυτούς τους είδα, και γι' άλλους έχω ακούσει - πως φαντάζουν στον κόσμο να είναι ακατάδεχτοι, γιατί έχουν κακιά φήμη ότι δεν τους νοιάζει τίποτα, και προτιμούν να μένουν κλεισμένοι στο σπίτι. Η δίκαια κρίση βέβαια δεν έχει τη φωλιά της στα μάτια των θνητών οι οποίοι πριν ακόμα μάθουν καλά τον χαρακτήρα κάποιου, βλέποντας μόνο την όψη του, τον μισούνε, κι ας μην τους έχει εκείνος καθόλου βλάψει. Ο ξένος πρέπει να υπακούει στις συνήθειες της πόλης, αλλά δεν επαινώ τον ντόπιο που σαν ξιπασμένος πικραίνει τους πολίτες επειδή δεν έχει μυαλό. Αυτό το ανέλπιστο που με βρήκε μου σκότωσε την ψυχή. Αφανίστηκα και θέλω, καλές μου, να πεθάνω, αφού έχασα όλες τις χάρες της ζωής μου. Γιατί εκείνος που ήταν για μένα ο κόσμος όλος, ξέρεις για ποιον λέω, ο άντρας μου, αποδείχθηκε κακός, άθλιος. Απ' όσα έχουν ψυχή και μυαλό, γυναίκες, το πιο δυστυχισμένο πλάσμα είμαστε εμείς. Πρώτα με χρήματα πολλά πρέπει να αγοράσουμε τον άντρα και έτσι να βάλουμε αφέντη στο κορμί μας. Αυτό είναι χειρότερο κακό από εκείνο. Η πιο μεγάλη αγωνία όμως είναι αυτή: Θα βγει κακός ή κακός; Γιατί καμιά τιμή δε φέρνει στη γυναίκα το να χωρίσει τον άντρα της ούτε και το να τον αφήσει. Μετά πάλι μαθαίνει νέες συνήθειες και τρόπους, για να προμαντεύει το φέρσιμο του αντρός, αφού δεν το έμαθε αυτό από το σπίτι της. Κι αν όλα αυτά τα καταφέρουμε κι εκείνος δεν βαρυγκομάει για το ζυγό, είναι χαρούμενη η ζωή μας. Αλλιώς καλύτερα να χαθούμε. Ο άντρας όταν στενοχωριέται με τους δικούς του, βγαίνει έξω και αλαφρώνει την ψυχή του βρίσκοντας φίλους ή συνομήλικούς του. Εμείς όμως πρέπει να έχουμε στραμμένα τα μάτια μόνο σε μια ψυχή. Λένε πως ζούμε στο σπίτι δίχως κίνδυνο, ενώ αυτοί πολεμούν έξω με τα κοντάρια. Ανόητη σκέψη. Θα ήταν καλύτερο για μένα τρεις φορές να σταθώ πλάι στην ασπίδα, παρά να γεννήσω μια φορά. Όμως δεν ταιριάζουν τα ίδια λόγια και σε μένα και σε σένα. Εσύ είσαι στην πατρίδα σου εδώ, στο σπίτι το πατρικό σου, μέσα σε όλες τις χαρές της ζωής, και στη συντροφιά των φίλων. Ενώ εγώ, έρημη όπως είμαι σε ξένη γη, και περιφρονημένη από τον άντρα μου που με άρπαξε από τη χώρα μου, δεν έχω κανέναν συγγενή, μητέρα, αδερφό, να βρω λιμάνι για τη συμφορά μου. Λοιπόν από σένα ζητώ μόνο αυτή τη χάρη, αν θα βρω τρόπο ή κάποιο τέχνασμα να ξεπληρώσω τον άντρα μου, τον πεθερό ή τη νύφη την κόρη του, για τα δεινά μου να μη μιλήσεις. Για όλα τα άλλα η γυναίκα νιώθει φόβο και δεν έχει το θάρρος ούτε τη δύναμη να αντικρίσει τα όπλα. Όμως, όταν προδοθεί στον έρωτά της, δεν βρίσκεται άλλη πιο φόνισσα από αυτήν.
ΧΟΡΟΣ
Έτσι θα κάνω, Μήδεια. Γιατί θα τιμωρήσεις δίκαια τον άντρα σου. Δεν απορώ καθόλου που κλαις με τις συμφορές σου. Μα βλέπω τον Κρέοντα, το βασιλιά της χώρας, που έρχεται κατά δω. Μάλλον θα έχει να σου πει κάποιες καινούργιες αποφάσεις.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Σ' εσένα μιλάω, Μήδεια, που φαίνεσαι συννεφιασμένη και οργισμένη με τον άντρα σου. Να πάρεις τα δυο παιδιά σου και να φύγεις μακριά απ' αυτόν εδώ τον τόπο και μάλιστα όσο πιο γρήγορα μπορείς. Εγώ ο ίδιος θα επιβλέψω να γίνει πράξη αυτή η προσταγή μου και δεν θα πάω πίσω στο παλάτι, αν δεν σε βγάλω έξω από τα σύνορα της χώρας μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Ααα! Χάνομαι η άμοιρη, αφανίζομαι. Ολόισια πάνω μου αρμενίζουν με ολάνοιχτα τα πανιά οι εχθροί, δεν βρίσκω κανένα λιμάνι να γλιτώσω. Αλλά μέσα στα βάσανά μου θα ρωτήσω: Γιατί με διώχνεις από τη γη σου, Κρέοντα;
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γιατί σε φοβάμαι - δεν πρέπει να κρύβω τα λόγια μου - μην κάνεις στην κόρη μου κανένα κακό. Υπάρχουν πολλές αιτίες για να το κάνεις αυτό. Είσαι σοφή πάνω στο κακό και γνωρίζεις πάρα πολλές τέχνες, είσαι πάρα πολύ λυπημένη γιατί έχασες τον άντρα σου, κι ακόμα ακούω πως απειλείς, όπως λένε, να βλάψεις γαμπρό και πεθερό και μαζί τη νύφη. Θέλω να φυλαχτώ από αυτά πριν πάθω κάτι κακό. Και είναι για μένα καλύτερο, γυναίκα, να με μισείς παρά να κλαίω μετά γιατί φάνηκα καλός μαζί σου.
ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονο! Δεν είναι μόνο τώρα, αλλά πολλές φορές η φήμη με έχει βλάψει και έφερε συμφορά στη ζωή μου. Ποτέ δεν πρέπει ο άνθρωπος που έχει μυαλό να δίνει μεγάλη σοφία στα παιδιά του, τραβάνε πάνω τους το φθόνο. Γιατί όταν φέρνεις καινούργιες γνώσεις σε αμαθείς σε λογαριάζουν για αχρείο και όχι για σοφό. Κι αν πάλι κρίνουν ότι είσαι σοφός, αυτοί που κάτι ξέρουν, τότε θα είσαι δυσάρεστος σε ολόκληρη την πόλη. Έτσι είναι και η δική μου τύχη. Επειδή ξέρω πολλά, άλλοι με φθονούν, άλλοι με θεωρούν ήσυχη, άλλοι με φοβούνται κι άλλοι ενοχλούνται από εμένα. Δεν είναι δα σπουδαία η δική μου η σοφία. Εσύ όμως τρέμεις μήπως πάθεις κάτι κακό από εμένα. Μη με φοβάσαι, δεν είμαι όπως νομίζεις, Κρέοντα, και δεν έχω τέτοιο σκοπό, να κάνω δηλαδή κακό σε βασιλιάδες. Σε τι με αδίκησες; Την κόρη σου την πάντρεψες με όποιον ήθελε η καρδιά σου. Εγώ τον άντρα μου μισώ. Εσύ έχεις κάνει, νομίζω, ό,τι έκανες, μετά από σκέψη και δεν σε φθονώ καθόλου για τη χαρά σου. Κάντε τώρα τους γάμους και ζήστε ευτυχισμένοι. Όμως αφήστε με να μείνω στη χώρα. Δεν θα πω τίποτα κι ας είμαι αδικημένη, γιατί έχω νικηθεί από δυνατότερους από μένα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Καλά ακούγονται τα λόγια σου, όμως φοβάμαι μήπως στο μυαλό σου έχεις άλλα και σκέφτεσαι το κακό. Γι' αυτό και τώρα σ' εμπιστεύομαι λιγότερο από πρώτα. Γιατί από γυναίκα και άντρα οξύθυμους φυλάγεσαι ευκολότερα, παρ' ότι από σοφό που ξέρει να σωπαίνει. Φύγε λοιπόν γρήγορα και άσε τα λόγια. Είναι αποφασισμένο. Εδώ δεν θα μπορέσεις να μείνεις, αφού είσαι μισητή σε μένα.
ΜΗΔΕΙΑ
Μην το κάνεις αυτό, σε παρακαλώ στο όνομα της νύφης.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Χάνεις τα λόγια σου, δεν θα μπορέσεις να με πείσεις.
ΜΗΔΕΙΑ
Μη με διώχνεις μην αποστρέφεις το κεφάλι σου από τις ικεσίες μου.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Αγαπάω το σπίτι μου πιο πολύ από σένα.
ΜΗΔΕΙΑ
Πατρίδα, πως έρχεται η δύναμή σου στο νού μου τώρα!
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μετά τα παιδιά μου κι εγώ την αγαπάω την πατρίδα.
ΜΗΔΕΙΑ
Αχ! Έρωτα που αφανίζεις τους ανθρώπους.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Από την τύχη, πως θα το φέρει, εξαρτάται.
ΜΗΔΕΙΑ
Μην ξεχνάς τον υπεύθυνο για τη συμφορά μου, Δία.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Μη με φορτώνεις με βάσανα, φύγε.
ΜΗΔΕΙΑ
Εγώ έχω τα πολλά βάσανα, δεν θέλω κι άλλα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Γρήγορα θα σε διώξουν οι ακόλουθοί μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Κρέοντα, όχι αυτό. Σε παρακαλώ...
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Νομίζω θα κάνεις μεγάλη φασαρία.
ΜΗΔΕΙΑ
Θα φύγω. Δεν σου ζήτησα να μείνω.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Τότε τι παρακαλάς, γιατί δε φεύγεις;
ΜΗΔΕΙΑ
Άσε να μείνω μια μέρα μόνο, για να ετοιμάσω την αναχώρησή μου και όσα χρειάζονται για τα παιδιά στο ταξίδι, αφού δεν νοιάζεται γι' αυτά ο πατέρας τους. Λυπήσου τα. Κι εσύ είσαι πατέρας. Και πρέπει να τους δείξεις καλοσύνη. Δεν με νοιάζει για μένα, που με διώχνεις, αλλά για εκείνα που μπήκαν σε τόσα βάσανα.
ΚΡΕΟΝΤΑΣ
Δεν έχω καρδιά τυράννου, ωστόσο δεν είδα καλό από αυτούς που βοήθησα. Και τώρα βλέπω πως θα κάνω λάθος, αλλά θα σου κάνω αυτή τη χάρη. Όμως στο ξεκαθαρίζω. Αν αύριο σε βρει το φως του ήλιου μέσα στην χώρα εσένα και τα παιδιά σου, θα σε σκοτώσω. Αλήθεια στο λέω. Μείνε λοιπόν μια μέρα ακόμα, αν είναι ανάγκη. Δεν σε φοβάμαι μην μου κάνεις κακό σε μια μέρα.
(Φεύγει ο Κρέοντας)
ΧΟΡΟΣ
Κακόμοιρη γυναίκα, αχ, δυστυχισμένη με τις τόσες συμφορές. Που θα πας; Ποιος θα σε δεχτεί; Ποιο σπίτι θα βρεθεί, σε ποια χώρα, να σε λυτρώσει απ' τα δεινά; Σε τι φουρτούνα συμφοράς Μήδεια, σε έριξε ο θεός;
ΜΗΔΕΙΑ
Όλα είναι μαύρα. Ποιος μπορεί να το αρνηθεί αυτό; μα αυτά δε θα γίνουν έτσι, μην το πιστεύεις αυτό καθόλου. Θα πονέσουν πολύ και οι νιόπαντροι και ο πεθερός. Νομίζεις πως θα τον παρακαλούσα ποτέ, αν δεν είχα κέρδος να βγάλω ή να του κάνω κάτι κακό; Ούτε θα του μιλούσα, ούτε θα του άγγιζα τα χέρια. Αλλά αυτός έκανε τέτοια ανοησία, που θα μπορούσε να μου χαλάσει τα σχέδια αν με έδιωχνε από τη χώρα τώρα. Όμως με άφησε να μείνω μονάχα μια μέρα ακόμα, και στη διάρκειά της θα στείλω στο θάνατο και τον άντρα και την κόρη και τον πατέρα της. Από τα τόσα σχέδια που έχω στο μυαλό μου για να τους αφανίσω, δεν ξέρω ποιον να διαλέξω. Να βάλω φωτιά στο νυφικό δωμάτιο, ή μπαίνοντας εκεί κρυφά να τους σκοτώσω με το ξίφος; Είναι δύσκολο όμως αυτό. Γιατί αν πιαστώ να μπαίνω μέσα στο παλάτι με κακό σκοπό, θα με σκοτώσουν και μετά θα γελάνε μαζί μου. Καλύτερα να αποφασίσω να κάνω αυτό που έχω μάθει πολύ καλά από τη φύση, να σκοτώνω με φαρμάκι. Ωραία, ας πούμε πέθαναν. Ποια πόλη θα με δεχτεί μετά; Ποιος ξένος θα με σώσει και θα μου δώσει καταφύγιο στη χώρα του; Δεν υπάρχει τέτοιος άνθρωπος. Θα περιμένω λοιπόν ακόμα για να βρω κάποιο καινούργιο σχέδιο, να κάνω τον φόνο στα κρυφά. Κι αν δεν το βρω, τότε θα πάρω το ξίφος και με μεγάλη τόλμη θα τους σκοτώσω, κι ας πληρώσω μετά με το θάνατό μου. Γιατί, μα την προστάτιδά μου την Εκάτη, που σέβομαι περισσότερο απ' όλους τους θεούς και με βοηθάει καθισμένη στα βάθη του σπιτιού μου, δεν θα αφήσω κανένας να χαίρεται με τη σκέψη πως με έκανε δυστυχισμένη. Εγώ θα τους κάνω αυτούς τους γάμους πικρούς, περισσότερο κι από φαρμάκι, αυτό το συμπεθέριασμα μαύρο, και τον διωγμό μου από τη χώρα πικρό. Εμπρός, λοιπόν, Μήδεια, όσα ξέρεις με σκέψη και με δόλο άρχισε να τα κάνεις, ξεκίνα τώρα το κακό. Να δείξεις μεγάλο θάρρος. Βλέπεις τις συμφορές σου. Δεν πρέπει εσύ, η κόρη τέτοιου λαμπρού πατέρα, απ' τη γενιά του Ήλιου, να αφήσεις να γίνεις το παιχνιδάκι του Ιάσονα, με αυτόν τον γάμο του. Μα ξέρεις τι θα κάνεις. Αν σαν γυναίκες γεννηθήκαμε αδέξιες για το καλό, όμως στο κακό έχουμε μεγάλη επιδεξιότητα.
ΧΟΡΟΣ
Πίσω γυρνάνε τα ιερά νερά των ποταμών και μαζί μ' αυτά και η δικαιοσύνη και όλα τα άλλα. Οι σκέψεις των ανδρών είναι γεμάτες δόλο, και η πίστη στους θεούς έχει λιγοστέψει. Η ζωή μου θα γίνει ξακουστή. Θα στεφανώσει μεγάλη δόξα τις γυναίκες και ποτέ πια δεν θα τις αγγίζει κακιά φήμη.
Και τα τραγούδια των παλιών θα πάψουν να λένε για τη δικιά μας απιστία. Δεν χάρισε στη σκέψη μας ο Φοίβος, ο μεγαλύτερος τραγουδιστής, τη γλυκιά πνοή της λύρας. Αν το έκανε, θα φτιάχναμε σκοπούς ενάντιους στους άντρες. Έτσι ο χρόνος στο διάβα του θα εξιστορούσε πολλά για τη μοίρα των αντρών και τη δική μου.
Άφησες το σπίτι του πατέρα σου, με τρελλή από αγάπη καρδιά, περνώντας τις δίδυμες πέτρες του πελάγου, και τώρα δύστυχη ζεις σε ξένο τόπο, με άδειο το κρεβάτι σου, έχοντας χάσει τον άντρα σου κι ακόμα σε διώχνουν από τη χώρα αυτή με περιφρόνηση.
Χάθηκε ο σεβασμός στους όρκους, πάει δεν έμεινε ντροπή στην ένδοξη Ελλάδα, χάθηκε στον αιθέρα. Εσύ δεν έχεις τα πατρικά σου παλάτια, για να βρεις εκεί απάνεμο λιμάνι για τις συμφορές σου. Μια μεγαλύτερη αγάπη από εσένα θρονιάστηκε στο σπίτι σου.
(Έρχεται ο Ιάσονας)
ΙΑΣΟΝΑΣ
Δεν είναι η πρώτη φορά που το βλέπω, κι άλλες το έχω δει, πως ο θυμός είναι μεγάλο κακό. Θα μπορούσες να μείνεις στο σπίτι σου και σ' αυτή τη χώρα, αν δεχόσουν χωρίς να παραπονιέσαι, το θέλημα των αφεντάδων, αλλά τώρα θα σε διώξουν για τα πικρά τα λόγια σου. Όσο για μένα, δεν με νοιάζει καθόλου κι ας μην πάψεις να λες πως ο χειρότερος από όλους τους άντρες είναι ο Ιάσονας. Μα εκείνα που είπες για τους άρχοντες, να ξέρεις, τίποτα άλλο δεν θα σου φέρουν σαν κέρδος παρά μόνο το διωγμό σου. Πάντα προσπαθούσα να καταλαγιάσω το θυμό των βασιλιάδων γιατί ήθελα να μείνεις σ' αυτόν εδώ τον τόπο, αλλά εσύ δεν συγκρατούσες την ανοησία σου και κατηγορούσες συνέχεια αυτούς που τώρα σε διώχνουν. Όμως εγώ ακόμα δεν απαρνιέμαι τους δικούς μου, κι έτρεξα γρήγορα, γιατί νοιάζομαι, γυναίκα, για το καλό σου, να μη φύγεις μαζί με τα παιδιά σου, χωρίς να έχεις χρήματα και να βρεθείς σε μεγάλα βάσανα στην εξορία. Γιατί όσο μίσος κι αν νιώθεις για μένα, ποτέ δεν θα ήθελα το κακό σου.
ΜΗΔΕΙΑ
Άτιμε, γιατί αυτή είναι η πιο μεγάλη βρισιά που μπορώ να ξεστομίσω για τέτοια ανανδρία. Ήρθες σε μας, εσύ ο εχθρός, ήρθες μπροστά μας, εσύ ο μισητός σε μένα και στους θεούς και στους ανθρώπους. Όχι, δεν θεωρείται αυτό θάρρος ή παλικαριά, να βλάφτεις δηλαδή τους φίλους σου και μετά να τους κοιτάζεις ολόισια στα μάτια. Είναι αναίδεια, η πιο μεγάλη αρρώστια και για τους θεούς και από τους ανθρώπους. Καλά έκανες και ήρθες. Έτσι θα αλαφρώσω την ψυχή μου βρίζοντάς σε κι εσύ θα πικραθείς ακούγοντάς με. Θα αρχίσω από τα πρώτα. Σε έσωσα, όπως ξέρουν όσοι από τους Έλληνες μπήκαν μαζί σου στην Αργώ τότε, που σε έστειλαν να δαμάσεις τους ταύρους που έβγαζαν φωτιά απ' τα ρουθούνια τους και να σπείρεις τη θανάσιμη γη. Εγώ πάλι, τον δράκο που φυλούσε ακοίμητος, κρατώντας με σφιχτές θηλιές το ολόχρυσο δέρας, τον σκότωσα, ανοίγοντας μπροστά σου τον δρόμο της σωτηρίας σου. Πρόδωσα τον πατέρα μου και το σπίτι μου, σπρωγμένη από τον έρωτα περισσότερο παρά από τη σύνεση και ήρθα μαζί σου στην Ιωλκό, στα μέρη του Πηλίου. Και με τα ίδια τα χέρια των παιδιών του σκότωσα τον Πελία και αφάνισα όλο το σπιτικό του. Κι ενώ είδες, άθλιε, από μένα τόσα πολλά καλά, με απαρνιέσαι και παντρεύτηκες καινούργια νύφη, αν και έχεις παιδιά. Γιατί αν δεν είχες, θα μπορούσε κανείς να σου συγχωρήσει τον πόθο για νέα γυναίκα. Ας πάτησες τους όρκους σου που είχες κάνει σε μένα, ξέρω ότι αυτό είναι συνηθισμένο στους σημερινούς ανθρώπους. Αλίμονο, χέρι μου δεξί και γόνατά μου, που τα άγγιξες τόσες φορές, τι κρίμα, σας πρόδωσε ένας τιποτένιος άντρας. Βγήκαν ψεύτικες όλες μου οι ελπίδες. Λοιπόν, θα σε ρωτούσα σαν να ήσουν φίλος, - αν και τι καλό έχω να περιμένω από σένα -; Αλλά ρωτώντας έτσι θα αποδείξω περισσότερο την ατιμία σου. Τώρα που να πάω; Στο παλάτι το πατρικό μου που το πρόδωσα μαζί με την πατρίδα μου, για σένα, κι ήρθα εδώ; Στις κόρες του Πελία τις δύστυχες; Αλήθεια, πόσο ωραία θα με δέχονταν εμένα που τους έχω κομματιάσει τον γονιό τους; Αυτή λοιπόν είναι η κατάντια μου Με μισούν οι δικοί μου, και οι άλλοι, που δεν έπρεπε καθόλου να τους βλάψω, αλλά το έκανα για το καλό σου, έγιναν εχθροί μου. Κι εσύ, ξεπληρώνοντάς μου όλα τα καλά που σου έκανα, κατάφερες να με ζηλεύουν πολλές μέσα στην Ελλάδα. Η δύστυχη, έχω άντρα τόσο πιστό και θαυμάσιο, που όταν θα φύγω, διωγμένη από τη χώρα μου, χωρίς φίλους, μόνη, μαζί με τα παιδιά, θα είναι έπαινος για εσένα, τον νέο γαμπρό, τα παιδιά σου κι εγώ που σε έχω σώσει, να τριγυρνάμε εδώ κι εκεί φτωχοί και εξαθλιωμένοι. Ω Δία! γιατί έβαλες στο χρυσάφι σημάδια τόσο καθαρά ώστε να το ξεχωρίζουν οι άνθρωποι, όμως όταν πρέπει να διακρίνεις τον καλό άνδρα, δεν βρίσκεις τέτοιο σημάδι στο κορμί του;
ΧΟΡΟΣ
Μεγάλο κακό είναι ο θυμός, δεν τον γιατρεύεις όταν μαλώνουν φίλος με φίλο.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Νομίζω γυναίκα, ότι πρέπει να μην παρασυρθώ από τα λόγια σου, αλλά σαν καλός καραβοκύρης να μαζέψω τα πανιά και να ξεφύγω από τη θύελλα της φλύαρης γλώσσας σου. Λοιπόν εγώ, μια και αυτή τη χάρη που μου έκανες την διογκώνεις πολύ, σου λέω, ότι βάζω την Αφροδίτη πιο πάνω, απ' όλους τους θεούς και τους ανθρώπους που με βοήθησαν σε εκείνο το ταξίδι. Εσύ, παρόλο που έχεις κοφτερό μυαλό, δεν θέλεις να το παραδεχτείς πως οι σαϊτες του Έρωτα οι αλάθευτες σε έσπρωξαν να με σώσεις. Δεν θα σταθώ πολύ σ' αυτό το πράγμα. Γιατί όπως και να το κάνεις, με ωφέλησες, δεν λέω. Μα με το να με σώσεις, εσύ κέρδισες πιο πολλά απ' όσα μου πρόσφερες, και θα στο αποδείξω αυτό. Λοιπόν, ζεις στην Ελλάδα τώρα και όχι σε βάρβαρη χώρα, πρώτα απ' όλα, γνωρίζεις το δίκιο και σε κυβερνούν νόμοι και όχι η βία. Οι Έλληνες μάθανε πως είσαι πολύξερη και έχεις μεγάλη δόξα. Όμως αν ζούσες σε κείνη την άκρη της γης, κανείς δεν θα μιλούσε για σένα. Εγώ ποτέ δεν θα προτιμούσα να έχω στο σπίτι μου χρυσάφι και να τραγουδώ γλυκύτερα από τον Ορφέα, αν δεν ήταν το όνομά μου ξακουστό σ' όλο στον κόσμο. Αυτά είχα να σου πω, τα λίγα, για εκείνους τους μόχθους μου. Άλλωστε εσύ άρχισες αυτή την κουβέντα. Κι όσο για τις βρισιές σου γιατί παντρεύτηκα μια βασιλοπούλα, θα σου αποδείξω πως και σ' αυτό φέρθηκα σοφά και συνετά και για σένα και για τα παιδιά μας. Όταν ήρθα εδώ από την Ιωλκό, κουβαλώντας πάνω μου πλήθος τις βαριές συμφορές, ποια καλύτερη τύχη θα είχα από αυτή, να παντρευτώ την κόρη του βασιλιά, εγώ, ο εξόριστος; Όχι, δεν είναι αυτό που σε πίκρανε όμως αληθινό, πως δηλαδή μισώ το κρεβάτι σου και με χτύπησε πόθος για την καινούργια νύφη, ούτε ότι ζητώ τάχα να αποκτήσω πολλά παιδιά. Μου φτάνουν αυτά, δεν έχω παράπονο. Πάνω απ' όλα αυτό ζητούσα, να ζούμε καλά χωρίς να μας λείπει τίποτα, γιατί ξέρω πως τους φτωχούς τους εγκαταλείπουν οι φίλοι. Κι ήθελα να αναθρέψω τα παιδιά μου όπως ορίζει η θέση μου, και κάνοντας κι άλλα παιδιά, αδέρφια τους, να τα έχω μαζί με αυτά στη γενιά μου, να είμαστε ενωμένοι και να είμαι ευτυχισμένος. Εσύ τι να τα κάνεις τα καινούργια παιδιά, αν γεννούσες; Όμως εμένα με συμφέρει να ωφελήσω αυτά εδώ που έχουμε, με αυτά τα καινούργια που θα γεννηθούν από τον νέο γάμο μου. Δεν σκέφτομαι σωστά; Δεν θα μπορούσες ούτε εσύ να το αρνηθείς αυτό, αν δεν σε πίκραινε αυτός ο γάμος. Όμως το μυαλό σας εσάς των γυναικών δεν πάει πιο πέρα, και όταν κρατάτε στο κρεβάτι σας έναν άντρα νομίζετε ότι τα έχετε όλα. Αν πάλι τα πράγματα έρθουν ανάποδα σ' αυτό, μισείτε κάθε καλό και ωφέλιμο. Αλήθεια, οι άνθρωποι θα έπρεπε με κάποιον άλλον τρόπο να μπορούν να κάνουν παιδιά, να μην υπάρχει το θηλυκό γένος. Έτσι δεν θα ερχόταν στο γένος των θνητών κανένα κακό.
ΧΟΡΟΣ
Καλά ήταν, Ιάσονα, τα λόγια σου. Όμως, γνώμη μου, κι ας μην σου αρέσει, ότι δεν πρέπει να απαρνιέσαι τη γυναίκα σου.
ΜΗΔΕΙΑ
Ναι, με πολλούς και σε πολλά ποτέ μου δεν συμφωνώ. Θεωρώ όμως, πως ο άδικος άνθρωπος, όταν έχει το χάρισμα να μιλά σοφά και όμορφα, πρέπει να τιμωρείται πάρα πολύ σκληρά. Γιατί νομίζοντας πως με τα παχιά λόγια του θα κρύψει καλά το κακό, μπορεί να βλάπτει τους άλλους δίχως φόβο. Όμως δεν είναι σοφός. Γι' αυτό κι εσύ μην παριστάνεις σε μένα τον σεμνό και τον τεχνίτη της γλώσσας. Γιατί έναν λόγο θα πω μόνο και αυτός θα σε συντρίψει. Θα έπρεπε, αν δεν ήσουν άτιμος, να με πείσεις για το γάμο αυτόν πρώτα και μετά να τον κάνεις, και όχι έτσι κρυφά από τους δικούς σου.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Ναι… Τι καλά που θα με βοηθούσες αν στο έλεγα, εσύ που ούτε τώρα ακόμα θέλεις να σταματήσεις τον άγριο θυμό της ξαναμμένης σου καρδιάς.
ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό μόνο σκεφτόσουν, ότι δηλαδή θα ήταν τα γηρατειά σου χωρίς δόξα, επειδή θα είχες παντρευτεί βάρβαρη γυναίκα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Να το βάλεις καλά μέσα στο μυαλό σου, εγώ δεν παντρεύτηκα την κόρη του βασιλιά από τον πόθο μου γι' αυτήν, αλλά για να σώσω εσένα και τα παιδιά μας με τα βασιλικά παιδιά που θα γεννηθούν απ' αυτό το γάμο και θα είναι σίγουρη προστασία για το σπίτι μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Μακάρι η ευτυχία της ζωής ποτέ να μη γίνει για μένα πίκρα, ούτε ο πλούτος να γυρίσει την ψυχή μου.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Το ξέρεις, πως αν αλλάξεις στάση, θα δείξεις ότι είσαι πιο συνετή. Να μην παίρνεις τα θλιβερά για ωφέλιμα, ούτε να υπολογίζεις τη συμφορά σου για μεγάλη ευτυχία.
ΜΗΔΕΙΑ
Κορόϊδευέ με εσύ. Γιατί έχεις τώρα κάπου να μείνεις, ενώ εγώ πρέπει να εγκαταλείψω αυτή τη χώρα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Εσύ το διάλεξες αυτό. Μην κατηγορείς λοιπόν τους άλλους.
ΜΗΔΕΙΑ
Πως το διάλεξα; Μήπως παντρεύτηκα άλλον και σε πρόδωσα;
ΙΑΣΟΝΑΣ
Λέγοντας βαριές κατάρες για τους βασιλιάδες.
ΜΗΔΕΙΑ
Καταριέμαι και το δικό σου σπίτι, αυτό εδώ που βρίσκομαι τώρα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Δεν θα συνεχίσω άλλο να μαλώνω μαζί σου. Όμως αν αποφασίσεις να διαλέξεις για σένα και τα παιδιά την εξορία, μπορώ να σε βοηθήσω δίνοντάς σου κάτι από την περιουσία μου. Είμαι έτοιμος να σου δώσω πολλά χρήματα και να στείλω μηνύματα στους φίλους μου, που θα σε δεχθούνε ευχαρίστως στο σπίτι τους. Και να ξέρεις, αν κι αυτά τα αρνηθείς, γυναίκα, θα είσαι ανόητη. Ενώ αν ηρεμήσεις και διώξεις το θυμό, θα βγεις κερδισμένη.
ΜΗΔΕΙΑ
Ούτε στους φίλους σου θα πάω ούτε και θέλω από σένα καμιά βοήθεια. Τίποτα να μη μου δώσεις. Γιατί δεν ωφελούν τα δώρα απ' τους κακούς.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Βάζω μάρτυρες τους θεούς πως είμαι πάντα πρόθυμος να βοηθήσω κι εσένα και τα παιδιά. Αλλά δεν σ' αρέσουν οι καλοσύνες μου, έτσι με αυτό το πείσμα σου, διώχνεις τους φίλους και γι' αυτό θα μεγαλώσουν οι συμφορές σου.
ΜΗΔΕΙΑ
Φύγε. Σε τραβάει ο πόθος της νύφης που τόση ώρα είσαι μακριά από το δωμάτιό της. Τρέχα στο νέο κρεβάτι σου. Ίσως - μακάρι οι θεοί να ακούσουν τα λόγια μου - ο γάμος σου να καταντήσει τέτοιος που δεν θα μπορεί πια να ονομάζεται γάμος.
(Φεύγει ο Ιάσονας)
ΧΟΡΟΣ
Ω εσύ Έρωτα, όταν πέσεις με όλη σου την ορμή, δεν φέρνεις σε κανέναν άνθρωπο αρετή ούτε καλό όνομα. Όμως όταν η Αφροδίτη πλησιάσει με ηρεμία, δεν υπάρχει τότε άλλη θεά πιο γλυκιά από εκείνη.
Ω Δέσποινά μου, μη ρίξεις με το χρυσό σου τόξο ποτέ πάνω μου σαΐτα σου, βουτηγμένη στον αγιάτρευτο πόθο.
Ας με φύλαγε η σύνεση, το πρώτο, το καλύτερο δώρο των θεών. Και ποτέ η φοβερή Αφροδίτη να μην ξανάψει την καρδιά μου επιθυμίες αχόρταστες και διαμάχες ανήμερες, για ξένον άντρα, μα πάντα να προστατεύει τα ταιριασμένα αντρόγυνα και με καθαρό μυαλό να κρίνει σωστά το γάμο της καθεμιάς.
Ω σπίτι, και πατρίδα μου, ποτέ να μην βρεθώ σε ξένους τόπους, ζώντας φτωχή και δύσκολη ζωή. Καλύτερα να με δαμάσει ο θάνατος, ναι, ο θάνατος, προτού να δω μια τέτοια μέρα να ξημερώνει για μένα. Γιατί δεν υπάρχει βαρύτερος πόνος από αυτόν να χάσεις την πατρική σου γη.
Το είδα αυτό μόνη μου, δεν είναι λόγια που άκουσα από άλλους. Γιατί ούτε χώρα ούτε και φίλος κανένας με συμπόνεσε, που με βρήκαν τέτοια βάσανα. Ας χαθεί ο αχάριστος, εκείνος που δεν τιμά τους φίλους του που δεν ανοίγει σ' αυτούς την ψυχή του. Ποτέ δεν θα γίνει δικός μου φίλος.
(Παρουσιάζεται ο Αιγέας)
ΑΙΓΕΑΣ
Χαίρε Μήδεια. Δεν υπάρχει κανένας καλύτερος χαιρετισμός για φίλους, από τούτον.
ΜΗΔΕΙΑ
Χαίρε κι εσύ, Αιγέα, γιε του συνετού Πανδίονα. Πως ήρθες σ' αυτήν εδώ τη χώρα;
ΑΙΓΕΑΣ
Επιστρέφω απ' το παλιό μαντείο του Φοίβου.
ΜΗΔΕΙΑ
Γιατί πήγες στον ομφαλό της γης τον χρησμολόγο;
ΑΙΓΕΑΣ
Για να ρωτήσω πως μπορέσω να αποκτήσω παιδιά.
ΜΗΔΕΙΑ
Αλήθεια, χωρίς παιδιά είσαι ακόμα;
ΑΙΓΕΑΣ
Είμαι άτεκνος. Κάποιος θεός το θέλησε αυτό.
ΜΗΔΕΙΑ
Έχεις παντρευτεί ή όχι;
ΑΙΓΕΑΣ
Ναι έχω παντρευτεί.
ΜΗΔΕΙΑ
Και για τα παιδιά τι σου είπε ο Φοίβος;
ΑΙΓΕΑΣ
Μου είπε χρησμό σοφότερο από την ανθρώπινη γνώση.
ΜΗΔΕΙΑ
Είναι σωστό να μάθω εγώ τον χρησμό του θεού;
ΑΙΓΕΑΣ
Μα βέβαια, γιατί χρειάζεται κάποιο σοφό μυαλό για να τον εξηγήσει.
ΜΗΔΕΙΑ
Τι σου είπε; Πες μου, αφού μπορώ να το ακούσω.
ΑΙΓΕΑΣ
"Το πόδι μπρος από τον ασκό μη λύσεις" ...
ΜΗΔΕΙΑ
Πριν κάνεις τι; Ή πριν φτάσεις σε ποιον τόπο;
ΑΙΓΕΑΣ
Προτού στο πατρικό σπίτι γυρίσω πάλι.
ΜΗΔΕΙΑ
Και γιατί ήρθες εδώ με το καράβι;
ΑΙΓΕΑΣ
Εδώ είναι κάποιος Πιτθέας, βασιλιάς της Τροιζήνας...
ΜΗΔΕΙΑ
Ευσεβής γιος, όπως λένε, του Πέλοπα.
ΑΙΓΕΑΣ
Σ' αυτόν θέλω να πω τον θεϊκό χρησμό.
ΜΗΔΕΙΑ
Είναι σοφός άνδρας και ασχολείται με αυτά τα πράγματα.
ΑΙΓΕΑΣ
Και για μένα ο πιο καλός φίλος απ' όλους.
ΜΗΔΕΙΑ
Μακάρι να πετύχεις όσα επιθυμείς.
ΑΙΓΕΑΣ
Όμως γιατί το πρόσωπό σου έχει τέτοιο χρώμα;
ΜΗΔΕΙΑ
Αιγέα, ο άντρας μου είναι ο χειρότερος απ' όλους.
ΑΙΓΕΑΣ
Τι λες; Πες μου την πίκρα σου καθαρά.
ΜΗΔΕΙΑ
Με αδικεί χωρίς να του κάνω κανένα κακό.
ΑΙΓΕΑΣ
Τι έκανε; Εξήγησέ μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Σε αυτό το σπίτι έβαλε αφέντρα άλλη γυναίκα.
ΑΙΓΕΑΣ
Τόλμησε να κάνει τέτοιο αίσχος;
ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό ακριβώς. Άτιμα μου φέρθηκαν οι φίλοι μου.
ΑΙΓΕΑΣ
Τι απ' τα δύο έγινε; Αγάπησε άλλη, ή δεν θέλει πια εσένα;
ΜΗΔΕΙΑ
Ένιωσε έρωτα μεγάλο και πρόδωσε τους φίλους του.
ΑΙΓΕΑΣ
Θα χαθεί, αφού όπως λές είναι τόσο κακός.
ΜΗΔΕΙΑ
Θέλει πολύ να γίνει γαμπρός βασιλιά
.
ΑΙΓΕΑΣ
Σε ποιον; Τέλειωσε τον λόγο σου.
ΜΗΔΕΙΑ
Του Κρέοντα, που εξουσιάζει τη χώρα εδώ.
ΑΙΓΕΑΣ
Με το δίκιο σου λοιπόν στενοχωριέσαι.
ΜΗΔΕΙΑ
Χάθηκα. Και εκτός απ' αυτά, με διώχνουν από εδώ κιόλας.
ΑΙΓΕΑΣ
Ποιος σε διώχνει; Αυτή είναι άλλη συμφορά, καινούργια.
ΜΗΔΕΙΑ
Ο Κρέοντας με διώχνει από την Κόρινθο.
ΑΙΓΕΑΣ
Και ο Ιάσονας το επιτρέπει κάτι τέτοιο; Ούτε κι αυτή την πράξη του εγκρίνω.
ΜΗΔΕΙΑ
Λέει όχι με τα λόγια, αλλά δεν μπορεί να κάνει κάτι. Σε εξορκίζω, πέφτω ικέτισσα στα γόνατά σου, λυπήσου με τη δύστυχη και μη μ' αφήσεις έρημη να πάω στην εξορία, μα πάρε με στη δική σου χώρα. Δώσε που στο σπίτι σου. Έτσι θα έχεις και παιδιά απ' τους θεούς δοσμένα, όπως το θέλεις, και θα είναι ευτυχισμένα τα γεράματά σου. Τι καλό θα είναι αυτό για σένα δεν το ξέρεις ακόμα. Γιατί εγώ μπορώ να σου γιατρέψω το σπέρμα σου και να σε κάνω να γεννήσεις πλήθος παιδιά. Γνωρίζω καλά από τέτοια φάρμακα.
ΑΙΓΕΑΣ
Είμαι πρόθυμος να σε βοηθήσω, κι έχω πολλούς λόγους, γυναίκα, για να το κάνω αυτό. Πρώτα γιατί σέβομαι τους θεούς, μετά γιατί θα κάνω παιδιά όπως μου υπόσχεσαι. Γι' αυτό τριγυρνάω στους δρόμους, αυτά θέλω να πετύχω. Άκουσε λοιπόν τι θα γίνει. Όταν φτάσεις στον τόπο μου, θα σταθώ αφέντης σου, όπως πρέπει και όπως είναι δίκαιο. Όμως αυτό σου λέω τώρα. Από αυτήν εδώ την χώρα δεν θέλω να σε πάρω. Αν έρθεις μονάχη σου στη γη μου, θα βρεις άσυλο και δεν θα αφήσω κανέναν να σε αγγίξει. Φύγε λοιπόν από εδώ. Γιατί δε θέλω να με βρουν οι ξένοι να φταίω σε κάτι.
ΜΗΔΕΙΑ
Έτσι θα κάνω. Ωστόσο αν γι' αυτά που μου είπες τώρα, ορκιζόσουν, θα ήμουν πιο ήσυχη σε όλα.
ΑΙΓΕΑΣ
Δεν με πιστεύεις; Γιατί δυσκολεύεσαι;
ΜΗΔΕΙΑ
Εγώ σου έχω εμπιστοσύνη, αλλά το σπίτι του Πελία και του Κρέοντα με μισεί. Αν δεθείς με όρκους, τότε δεν θα αφήσεις ποτέ αυτοί να με πάρουν από τη γη σου. Αν όμως μόνο μου δώσεις μια υπόσχεση, χωρίς να ορκιστείς στους θεούς, μπορεί να γίνεις φίλος τους μετά, και τα λόγια τους να σε πείσουν. Γιατί εγώ δεν έχω δύναμη ενώ εκείνοι είναι βασιλιάδες και πλούσιοι.
ΑΙΓΕΑΣ
Μίλησες φρόνιμα γυναίκα. Κι αφού το θέλεις έτσι να γίνει, έτσι θα το κάνω. Γιατί για μένα θα είναι πιο σίγουρο να έχω μια πρόφαση για τους εχθρούς μου και εσύ θα είσαι τελείως ασφαλισμένη. Σε ποιον θεό θέλεις να ορκιστώ;
ΜΗΔΕΙΑ
Στον Ήλιο, τον πατέρα του πατέρα μου, στη Γη και σε όλους τους θεούς μαζί.
ΑΙΓΕΑΣ
Και τι να κάνω ή να μην κάνω; Πες μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Ούτε ποτέ να με διώξεις από τον τόπο σου, ούτε όσο ζεις να αφήσεις να με πάρει με βία, κάποιος από τους εχθρούς μου.
ΑΙΓΕΑΣ
Ορκίζομαι στη Γη, στον Ήλιο και σε όλους τους θεούς να τηρήσω όσα μου ζητάς.
ΜΗΔΕΙΑ
Αρκεί αυτό. Και τι να πάθεις αν δεν μείνεις πιστός στον όρκο σου;
ΑΙΓΕΑΣ
Ό,τι κακό παθαίνουν αυτοί που πατάνε τον όρκο τους.
(Ο Αιγέας αρχίζει να απομακρύνεται)
ΜΗΔΕΙΑ
Πήγαινε στο καλό. Όλα είναι εντάξει τώρα. Κι εγώ θα φτάσω γρήγορα στην πόλη, αφού τελειώσω όλα όσα υπολογίζω να πράξω κι όσα θέλω να γίνουν.
ΧΟΡΟΣ
Μακάρι ο γιός της Μαίας, ο Ερμής ο προστάτης των ταξιδιωτών να σε φέρει στο νέο σου σπίτι και αυτά που ζητάς να κάνεις, να γίνουν, γιατί νομίζω πως είσαι, Αιγέα, αλήθεια, μεγαλόψυχος.
ΜΗΔΕΙΑ
Ω Δία και Δίκη, ω φως του Ήλιου, τώρα θα πάρουμε σίγουρη νίκη απ' τους εχθρούς μας, μπήκαμε σε καλό δρόμο. Ελπίζω ότι θα μου το πληρώσουν ακριβά. Γιατί αυτός ο άντρας ήρθε την κατάλληλη ώρα που είχα ανάγκη και στάθηκε καλό λιμάνι για τους σκοπούς μου. Θα δέσω το καράβι μου γερά σ' αυτόν, όταν θα πάω στην πόλη, στο κάστρο της Παλλάδας. Θα σου φανερώσω τι έχω στο μυαλό μου, αλλά μην περιμένεις να ακούσεις από μένα καλά λόγια.
Θα στείλω στον Ιάσονα κάποιο δούλο και θα ζητήσω να έρθει να με δει. Όταν φτάσει εδώ, θα του μιλήσω γλυκά, πως τάχα συμφωνώ κι εγώ σε αυτά και πως έκανε καλά και πήρε την κόρη του βασιλιά προδίνοντας εμένα και πως για το συμφέρον μας σκέφτηκε, και πως όλα γίνανε πολύ σωστά. Τα παιδιά θα ζητήσω να μείνουν εδώ, όχι γιατί θέλω να τα αφήσω στους εχθρούς για να τα κοροϊδεύουν, αλλά για να σκοτώσω με δόλο τη βασιλοπούλα. Θα τα στείλω λοιπόν στη νύφη γεμάτα πλούσια δώρα, ένα αραχνοΰφαντο πέπλο και ολόχρυσο στεφάνι, για να μη φύγουν από αυτόν εδώ τον τόπο, που αν τα πάρει και τα φορέσει αυτά τα στολίδια θα βρει κακό θάνατο κι αυτή και όποιος άλλος θα την αγγίξει. Γιατί τα έχω ποτίσει σε δηλητήρια αυτά τα δώρα.
Εδώ όμως σταματάω. Και με πιάνει θρήνος για το έργο που θα κάνω μετά. Πρέπει να σφάξω τα παιδιά μου και κανείς να μην μπορέσει να τα σώσει. Κι όταν έτσι θα έχω αφανίσει πια τον Ιάσονα και το σπίτι του, θα φύγω από τη χώρα, κυνηγημένη από την σφαγή των αγαπημένων μου παιδιών, αφού θα έχω διαπράξει μια τέτοια φριχτή πράξη. Δεν αντέχω να με περιγελούν οι φίλοι και οι εχθροί μου.
Εμπρός λοιπόν. Τι έχω να κερδίσω ζώντας; Δεν έχω ούτε πατρίδα, ούτε σπίτι, ούτε σκέπη για να γλιτώσω απ' τις συμφορές μου. Έκανα μεγάλο λάθος τότε, που άφησα τα λόγια κάποιου Έλληνα και παράτησα το πατρικό μου, αλλά θα τον ξεπληρώσω όπως του πρέπει με τη βοήθεια του θεού. Γιατί ούτε θα ξαναδεί πια ζωντανά τα παιδιά του, αυτά που έκανε μαζί μου, ούτε και άλλα θα αποκτήσει από την καινούργια νύφη, αφού με τα φαρμάκια μου θα τη βρεί θάνατος. Κανένας να μη με θεωρεί δειλή και αδύναμη, ούτε πονόψυχη, αλλά αντίθετα. Είμαι σκληρή για τους εχθρούς και καλή για τους φίλους. Γιατί όποιος έχει τέτοιο χαρακτήρα περνά μια δοξασμένη ζωή.
ΧΟΡΟΣ
Τώρα που μας είπες όσα σκέφτεσαι κάνεις, εγώ από σεβασμό στους νόμους των ανθρώπων και θέλοντας το καλό σου, σε συμβουλεύω ποτέ να μην επιχειρήσεις τέτοιες πράξεις.
ΜΗΔΕΙΑ
Δεν γίνεται αλλιώς. Εσύ έχεις το δίκιο με τις συμβουλές που μου δίνεις, μια και δεν βρίσκεσαι σε συμφορές όπως εγώ τώρα.
ΧΟΡΟΣ
Μα θα τολμήσεις να σκοτώσεις τα παιδιά σου με τα ίδια σου τα χέρια;
ΜΗΔΕΙΑ
Ναι, γιατί έτσι θα πληγώσω πιο πολύ τον άντρα μου.
ΧΟΡΟΣ
Όμως θα γίνεις η πιο δυστυχισμένη γυναίκα του κόσμου.
ΜΗΔΕΙΑ
Εμπρός τώρα. Δεν ωφελεί να συζητάμε.
(Γυρίζει προς την τροφό που στέκεται στην πόρτα και ακούει)
Πήγαινε να φέρεις τον Ιάσονα. Για τα μυστικά μου μόνο εσένα εμπιστεύομαι. Μην αποκαλύψεις όσα σκέφτομαι να κάνω, αν θέλεις το καλό της κυράς σου, κι αν κι εσύ έχεις γεννηθεί γυναίκα.
(Φεύγει η τροφός)
ΧΟΡΟΣ
Γενιά του Ερεχθέα, δοξασμένη από τα πολύ παλιά χρόνια και ευτυχισμένα παιδιά των θεών που τρέφονται με την λαμπρή σοφία των θεών στην άγια και άπαρτη χώρα τους και πάντα ο νους τους πλανιέται στον καθαρό αιθέρα, εκεί που όπως λένε γέννησε κάποτε η ξανθιά Αρμονία τις αγνές Μούσες, τις εννιά Πιερίδες.
Κι από τις κοίτες του Κηφισού μαζεύοντας η Αφροδίτη, όπως λένε, γλυκόπνοες αύρες δροσιάς, τις ανεμίζει μέσα στη χώρα. Και στεφανώνει τα μαλλιά της πάντα με ευωδιαστά ρόδα, στέλνοντας τους Έρωτές της να κάθονται δίπλα στην Σοφία και να βοηθούν σε κάθε αρετή.
Μήπως νομίζεις πως η πόλη με τα ιερά ποτάμια ή ο φιλόξενος, εσένα την ανόσια την μάνα που σκοτώνει τα παιδιά της θα δεχτεί καθώς και τους άλλους δέχεται; Σταμάτα και σκέψου, τα παιδιά σου πας να πληγώσεις, σκέψου τι φόνο θα κάνεις. Πέφτω στα γόνατα και σε ικετεύω, να, τώρα, σε παρακαλώ μέσα από την καρδιά μου να μη σφάξεις τα παιδιά σου, όχι μην το κάνεις.
Που θα βρεις τόσο θάρρος, για να οπλίσεις την ψυχή και το χέρι σου, και να χτυπήσεις κατάκαρδα τα παιδιά σου, αποτολμώντας τέτοια πράξη; Και πως θα αντέξεις να τα δεις με αδάκρυτα μάτια όταν θα τα σφάζεις; Όταν παρακαλώντας σε, γονατίσουν μπροστά σου, δεν θα τα καταφέρεις με σκληρή καρδιά να βάψεις τα χέρια σου στο αίμα.
(Έρχεται ο Ιάσονας)
ΙΑΣΟΝΑΣ
Ήρθα γιατί με κάλεσες. Παρ' όλο που με θεωρείς εχθρό σου, θα ακούσω, γυναίκα, ό,τι καινούργιο θα ζητήσεις από μένα.
ΜΗΔΕΙΑ
Ιάσονα, σου ζητώ συγνώμη για αυτά που είπα πριν. Εσύ ξέρεις να υπομένεις την άγρια οργή μου, μια και μαζί περάσαμε τόσες καλές στιγμές. Μόλις ξαναβρήκα τον εαυτό μου, τότε τον μάλωσα. Δεν είμαι τάχα τρελή που οργίζομαι και θυμώνω τόσο πολύ με αυτούς που σκέφτονται συνετά και ακόμη που μισώ τους άρχοντες της χώρας του άντρα μου που για το δικό μας καλό παντρεύτηκε την κόρη του βασιλιά, για να κάνει αδέρφια στα παιδιά μου; Δεν θα σταματήσει πια ο θυμός μου; Γιατί υποφέρω αφού οι θεοί τα φέρνουν όλα καλά Μήπως δεν έχω τα παιδιά μου εδώ, και δεν ξέρω πως φτάσαμε σ' αυτή τη χώρα διωγμένοι από όλους και χωρίς φίλους Αυτά σκεφτόμουν και κατάλαβα πως είμαι ανόητη και πως θυμώνω άδικα. Ναι, τώρα σε επαινώ και σε θεωρώ μυαλωμένο γι' αυτή σου την πράξη, πετυχαίνοντας τέτοια συγγένεια για μένα. Θα έπρεπε να γίνω βοηθός σου σ' αυτό το γάμο και να φροντίζω εγώ η ίδια τη νύφη και να χαίρομαι για σένα. Μα είμαστε εκείνο που είμαστε - δεν θα πω κακό λόγο - είμαστε γυναίκες. Μη μοιάσεις λοιπόν στους κακούς ούτε να απαντάς στις δικές μου ανοησίες. Υποχωρώ και ομολογώ πως τότε δεν σκεφτόμουν σωστά, όμως τώρα τα σκέφτηκα καλύτερα.
Παιδιά μου, παιδιά μου, ελάτε εδώ, βγείτε από το σπίτι, και φιλήστε τον πατέρα σας. Και όπως κάνω εγώ, μιλήστε του, μαζί με τη μητέρα σας σταματήστε την έχθρα, και κάντε την αγάπη. Γίναμε πάλι φίλοι, πάει πια χάθηκε ο μαύρος θυμός. Πιάστε το δεξί του χέρι. Αχ! Τι κακό μου ταράζει κρυφά το μυαλό. Ω παιδιά, άραγε θα ζήσετε πολλά χρόνια να απλώνετε έτσι τα χέρια σας; Αλίμονο τη δύστυχη, πάλι με πιάνει το κλάμα και γεμίζω φόβο. Μέσα από τα δάκρυά μου σας βλέπω εσάς και τον πατέρα σας, που μετά από τόσο καιρό φιλιώσαμε.
ΧΟΡΟΣ
Κι εγώ συγκινήθηκα και μου βούρκωσαν τα μάτια. Ας μη γίνει η μεγαλύτερη η συμφορά.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Γυναίκα, σε παινεύω γι' αυτή σου τη στάση, και δεν σε κατηγορώ για την προηγούμενη. Γιατί είναι στη φύση σας να οργίζεσθε όταν ο άντρας σας πάει να κάνει κρυφό γάμο. Μα η γνώμη σου τώρα έχει αλλάξει, και πια κατάλαβες ποιος νικάει. Αυτό το φέρσιμο σου είναι πιο συνετό. Ο πατέρας με τη βοήθεια των θεών, παιδιά μου, σας νοιάστηκε πολύ και φροντίζει για σας. Γιατί νομίζω στη χώρα της Κορίνθου εδώ εσείς και τα αδέλφια σας θα είσαστε οι πρώτοι. Λοιπόν να μεγαλώσετε. Για τα άλλα θα κουραστεί ο πατέρας σας και όποιος άλλος καλός θεός θα έλθει να μας βοηθήσει. Θα ήθελα να σας δω γερούς να μεγαλώνετε, να γινόσαστε πιο δυνατοί από όλους τους εχθρούς μου. Μα εσύ, γιατί κλαίς πάλι και στρέφεις το χλωμό σου πρόσωπο; Δεν χάρηκες αλήθεια γι' αυτά τα λόγια που είπα;
ΜΗΔΕΙΑ
Ναι, βέβαια χάρηκα, αλλά σκεφτόμουν τα παιδιά μας.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Έχε θάρρος. Γιατί εγώ θα τα φροντίσω.
ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό θα κάνω. Πιστεύω όσα μου λες, αλλά είμαι δειλή γυναίκα και κλαίω εύκολα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Γιατί όμως κλαις γι' αυτά τα παιδιά;
ΜΗΔΕΙΑ
Τα γέννησα. Και τη στιγμή που ευχόσουν να ζήσουν, με έπιασε ένας φόβος μήπως αυτό δεν γίνει. Όμως από αυτά που ήρθες να ακούσεις, άλλα σου είπα, και άλλα θα στα θυμίσω τώρα. Αφού ο βασιλιάς της χώρας έχει πάρει απόφαση να πάω σε άλλον τόπο, αυτό θα είναι καλύτερο για μένα και το ξέρω καλά, έτσι ούτε θα γίνω εμπόδιο για τους σκοπούς σου, ούτε για τους αφέντες εδώ πέρα, αν με θεωρούν εχθρό των παλατιών τους - θα φύγω γρήγορα από τη χώρα αυτή. Μα για να μείνουν τα παιδιά κάτω από τη δική σου φροντίδα, να ζητήσεις από τον Κρέοντα να μην τα διώξει.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Θα προσπαθήσω, αλλά δεν ξέρω αν θα με ακούσει.
ΜΗΔΕΙΑ
Πες το στη γυναίκα σου να ζητήσει από τον πατέρα της να μην φύγουν.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Ναι, νομίζω ότι θα την πείσω.
ΜΗΔΕΙΑ
Αν κι αυτή είναι γυναίκα όπως όλες θα την πείσεις. Όμως θα βοηθήσω κι εγώ σ' αυτό. Θα στείλω τα παιδιά να της προσφέρουν δώρα, από αυτά που ξέρω εγώ, που είναι τα πιο όμορφα από όσα υπάρχουν μέχρι τώρα, ένα λεπτό αραχνοΰφαντο πέπλο και ένα χρυσό στεφάνι. Γρήγορα μια σκλάβα να φέρει εδώ τα δώρα. Δεν θα είναι μόνο μια φορά ευτυχισμένη, αλλά χιλιάδες φορές, αυτή που θα πάρει για άντρα εσένα, τον πιο καλό του κόσμου, και μαζί τα στολίδια τα λαμπερά, που ο πατέρας του πατέρα μου, ο Ήλιος, τα έχει δώσει στα εγγόνια του.
Πάρτε παιδιά, αυτά τα δώρα του γάμου, και δώστε τα στην κόρη του βασιλιά, στην καλότυχη νύφη. Φαίνονται και είναι πλούσια αυτά τα δώρα και της ταιριάζουν.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Γιατί, άμυαλη, αδειάζεις τα χέρια σου; Νομίζεις πως δεν έχουν χρυσάφι και πέπλα στο παλάτι; Κράτησέ τα, μην τα χαρίζεις. Αν η γυναίκα μου λίγο με υπολογίζει, θα με βάλει πιο πάνω από τα πλούτη, το ξέρω.
ΜΗΔΕΙΑ
Μη μου μιλάς έτσι. Γιατί λένε πως ακόμα και τους θεούς πείθουν τα δώρα. Και ότι το χρυσάφι είναι πολύ πιο δυνατό από τα λόγια χιλιάδων ανθρώπων. Εκείνης η τύχη πάει καλά, τη βοηθάει τώρα ο θεός, έχει τα νιάτα της, βασιλεύει. Θα έδινα και τη ζωή μου και όχι μόνο χρυσάφι για να γλιτώσω τα παιδιά μου από την εξορία. Μόλις μπείτε στα πλούσια παλάτια, να ικετέψετε την καινούργια γυναίκα του πατέρα σας και δική μου αφέντρα, ζητήστε της να μη σας διώξουν από εδώ και τότε δώστε της τα στολίδια. Γιατί πρέπει εκείνη στα χέρια της να τα πάρει. Πηγαίνετε γρήγορα. Και να φέρετε καλές ειδήσεις στη μάνα σας όταν γυρίσετε, πως έγινε αυτό που επιθυμώ πάρα πολύ.
(Ο Ιάσονας μαζί με τα παιδιά φεύγουν)
ΧΟΡΟΣ
Δεν έχω πια καμιά ελπίδα για τη ζωή των παιδιών της. Πάνε ολόισια στο χαμό. Κι η νύφη κρατώντας τα χρυσά στεφάνια θα κρατά τη συμφορά της. Γύρω στα ξανθά της μαλλιά, με τα ίδια της τα χέρια θα βάλει τα θανάσιμα στολίδια.
Η χάρη θα την ξεγελάσει και η θεϊκή λάμψη και θα φορέσει το χρυσό στεφάνι και το πέπλο. Θα στολιστεί νύφη για να πάει στους νεκρούς. Σε τέτοια παγίδα θα πέσει η δυστυχισμένη και θα βρεί μαύρο, απαίσιο θάνατο απ' τον οποίο δεν θα μπορεί πια να ξεφύγει.
Κι εσύ δυστυχισμένε, κακότυχε γαμπρέ των βασιλιάδων, οδηγείς ανυποψίαστος τα παιδιά σου στον Άδη και τη νύφη τη γυναίκα σου σε φριχτό θάνατο. Δεν την ξέρεις καημένε την τύχη σου.
Μα και για τον δικό σου πόνο, στενοχωριέμαι, δύστυχη μάνα. Που θα σκοτώσεις τα παιδιά σου για ένα νυφικό κρεβάτι γιατί ο άντρας σου τα αφήνει σε σένα και ζει τώρα με άλλη γυναίκα.
(Ο παιδαγωγός επιστρέφει μαζί με τα παιδιά)
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κυρά μου, μάθε τα παιδιά σου γλίτωσαν την εξορία και η βασιλοπούλα γεμάτη χαρά πήρε τα στολίδια. Για εκείνα τώρα μόνο αγάπη υπάρχει. Όμως γιατί στέκεσαι έτσι ταραγμένη, τώρα που βρίσκεις πάλι την ευτυχία σου; Γιατί γύρισες αλλού το πρόσωπό σου και δεν ακούς χαρούμενη αυτά που σου λέω;
ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονό μου.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Δεν ταιριάζει αυτή η φράση στα μαντάτα που σου φέρνω.
ΜΗΔΕΙΑ
Αλίμονο και πάλι αλίμονο σ' εμένα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Μήπως κάνω λάθος και χωρίς να το θέλω σου φέρνω κακές ειδήσεις αντί για καλές;
ΜΗΔΕΙΑ
Είπες αυτά που είπες και δεν μπορώ για τίποτα να σε κατηγορήσω.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Γιατί κοιτάζεις κάτω και δακρύζεις;
ΜΗΔΕΙΑ
Γιατί έτσι πρέπει, γέρο. Με τη βοήθεια των θεών και της κακής μου σκέψης εγώ τα μηχανεύτηκα όλα αυτά.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Κουράγιο. Θα σε φέρουν τα παιδιά σου πάλι μια μέρα σε αυτά τα χώματα.
ΜΗΔΕΙΑ
Όμως πρώτα εγώ η δυστυχισμένη θα βάλω άλλους στο σκοτεινό χώμα.
ΠΑΙΔΑΓΩΓΟΣ
Δεν είσαι η μόνη που αποχωρίζεται τα παιδιά της. Ο θνητός πρέπει να έχει στις συμφορές περίσσια υπομονή.
ΜΗΔΕΙΑ
Αυτό θα κάνω. Πήγαινε στο σπίτι κι ετοίμασε το καθημερινό τους φαγητό.
Παιδάκια μου, μια χώρα κι ένα παλάτι τώρα σας περιμένει, και σ' αυτό θα κατοικήσετε για πάντα, όμως χωρίς τη μητέρα σας, αφού θα με αφήσετε έτσι μονάχη τη δόλια. Κι εγώ διωγμένη θα πάω σε ξένους τόπους, πριν σας δω να ζείτε ευτυχισμένα, πριν σας χαρώ, πριν να σας παντρέψω, πριν να στολίσω το νυφικό σας κρεβάτι και να κρατήσω τις λαμπάδες του γάμου. Η δύστυχη, αχ! τι μου έκανε αυτό το μάταιο πείσμα. Ω! παιδιά μου, άδικα σας ανάθρεψα, άδικα μοχθούσα και με έλιωναν οι φροντίδες σας, άδικα τράβηξα της γέννας τους πόνους. Η έρημη είχα πολλές ελπίδες πως μια μέρα θα με γεροκομήσετε και θα με στολίσετε ωραία όταν θα πεθάνω. Αυτά ποθούν όλοι από τα παιδιά τους. Αλλά τώρα χάθηκε μια τέτοια γλυκιά ελπίδα. Θα ζήσω χωρίς εσάς στον πόνο μέσα και τη θλίψη.
Κι εσείς τη μάνα σας δε θα τη δείτε πια, μια και θα πάτε σε αλλιώτικη ζωή. Αχ, παιδιά μου, γιατί με κοιτάτε μές στα μάτια; Γιατί μου χαμογελάτε με το στερνό σας γέλιο; Ω, τι να κάνω, χάνω την καρδιά μου, γυναίκες, όταν είδα το χαρούμενο προσωπάκι των παιδιών. Χάθηκε το κουράγιο μου. Αφήνω τα όσα σκεφτόμουν. Θα πάρω τα παιδιά μου μαζί στην εξορία. Γιατί, για να καταστρέψω τον πατέρα με των παιδιών τη συμφορά, θα πρέπει εγώ να φορτωθώ διπλούς πόνους. Α, όχι! Σας αφήνω λοιπόν κρυφούς σκοπούς μου. Μα τι παθαίνω; Θέλω να γίνω των εχθρών μου το παιχνίδι; Επειδή θα τους έχω αφήσει χωρίς τιμωρία; Χρειάζεται θάρρος. Πως δειλιάζω έτσι και βάζω στο μυαλό μου τρυφερές σκέψεις; Πηγαίνετε παιδιά μου στο σπίτι. κείνος που θεωρεί κακό και ανίερο να μου παρασταθεί στη θυσία μου, ας φύγει τώρα. Το χέρι μου δεν τρέμει καθόλου. Αχ! Αχ! Όχι καρδιά μου, μην το κάνεις αυτό. Άσε, δύστυχη, τα παιδιά σου, σπλαχνίσου τα. Κι αν δεν ζούνε μαζί σου, θα σου δίνουν όμως χαρά. Μα τους μαύρους τους εκδικητικούς θεούς του κάτω κόσμου, Ποτέ μου δεν θα αφήσω να γίνει αυτό, να πάρουν τα παιδιά μου οι εχθροί και να τα ατιμάσουν. Πρέπει, είναι ανάγκη να πεθάνουν. Να τα σκοτώσω εγώ, εγώ που τα έχω γεννήσει. Πάει πια τέλειωσε, δεν αλλάζει. Να, η βασιλοπούλα κιόλας έχει φορέσει στο κεφάλι της το στεφάνι και μέσα στα πέπλα της, το ξέρω, πεθαίνει. Μα θέλω τα παιδιά μου να χαιρετήσω, γιατί αυτά θα τα στείλω σε ακόμα πιο πικρό δρόμο. Παιδιά μου, δώστε το δεξί σας χέρι, δώστε στη μάνα σας να το φιλήσει. Αγαπημένα χεράκια, ακριβό στόμα, ευγενικό κορμάκι, γλυκές φατσούλες μου, να είστε ευτυχισμένα, μα εκεί πέρα. Τις χαρές αυτού εδώ του κόσμου σας τις πήρε ο πατέρας σας. Ω! αγκαλίτσες μου, γλυκές, ανάσες μυρωμένες, τρυφερή σάρκα. Εμπρός, εμπρός, εμπάτε στο σπίτι, πηγαίνετε.
(Τα παιδιά πάνε μέσα)
Καθόλου δεν αντέχω ούτε να σας κοιτάξω, με λύγισαν οι συμφορές. Παρόλο που γνωρίζω ποια φρίκη θα τολμήσω, πιο μεγάλος είναι ο θυμός μου από το μυαλό μου, αυτός που γεννάει όλα τα κακά του κόσμου.
ΧΟΡΟΣ
Πολλές φορές ως τώρα μπήκα σε στοχασμούς βαθιούς κι ο νους μου πήγε ψηλότερα, απ' όσο πρέπει για το γένος το γυναικείο. Μα έχουμε κι εμείς μυαλό που κάπου κάπου μας χαρίζει σοφία. Μα όχι σε όλες. Είναι λίγες - ίσως μέσα στις πολλές μόνο μια μπορείς να βρεις - που να την αγαπούν οι Μούσες. Κι εκείνοι νομίζω από τους ανθρώπους που δεν απόκτησαν παιδιά και δεν γνωρίζουν τίποτα από αυτά, πάντοτε ζουν πιο ευτυχισμένοι από τους γονείς. Οι άτεκνοι δεν ξέρουν αν φέρνουνε θλίψη τα παιδιά ή χαρά, γι' αυτό γλιτώνουν από τα βάσανα. Όσοι όμως μέσα στα σπίτια τους έχουν μικρά βλαστάρια συνέχεια τους βλέπω να παιδεύονται. Πρώτα πως θα τα αναθρέψουνε σωστά και πως θα τους αφήσουν πλούτη έπειτα, αν κουράζονται για καλούς ή για κακούς ανθρώπους, αυτό είναι άγνωστο.
Όμως θα μιλήσω για το ύστατο κακό που δέρνει τους θνητούς. Βρήκαν τα παιδιά πλούτη, ας πούμε, και έφτασαν στον ανθό της νιότης κι έγιναν καλοί άνθρωποι. Και μέσα σε αυτό το καλό προβαίνει ο θάνατος και κουβαλά τα κορμιά τους στον Άδη. Ποιο είναι τότε το όφελος για τους θνητούς, αν, μέσα στα άλλα, και για τα παιδιά τους οι θεοί τους φορτώνουν με πικρά και αβάσταχτα δεινά;
ΜΗΔΕΙΑ
Πολλή ώρα, καλές μου, περιμένω για να δω πως θα τελειώσουν τα πράγματα εκεί πέρα. Μα να, βλέπω τον δούλο του Ιάσονα να έρχεται. Φαίνεται από το λαχάνιασμά του ότι θα έχει κάποιο καινούργιο κακό να μας φέρει.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Εσύ, που έκανες ένα κακό και απαίσιο έργο, εσύ Μήδεια, φύγε, φύγε γρήγορα, με ότι μέσο βρεις καράβι ή άμαξα.
ΜΗΔΕΙΑ
Τι έκανα που μου αξίζει να φύγω έτσι;
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Απ' τα φαρμάκια σου η βασιλοπούλα και ο πατέρας της ο Κρέοντας σκοτώθηκαν.
ΜΗΔΕΙΑ
Τον πιο γλυκό λόγο μου είπες, και τώρα σε θεωρώ φίλο μου και ευεργέτη.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Τι λες κυρά μου; Είσαι καλά ή μήπως τρελάθηκες και χαίρεσαι ακούγοντας πως ρήμαξες το σπίτι του βασιλιά, χωρίς να σε φοβίζει καθόλου αυτό;
ΜΗΔΕΙΑ
Μπορώ να δώσω απάντηση σε αυτά. Μη βιάζεσαι όμως, φίλε μου, μα πες μου, πως χάθηκαν; Θα μου χαρίσεις διπλή χαρά, αν ακούσω το φριχτό τέλος τους.
ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ
Μόλις έφτασαν μαζί με τον πατέρα τους τα δυο παιδιά στο παλάτι και μπήκαν στα δωμάτια της νύφης, όλοι εμείς οι δούλοι που στενοχωριόμαστε για τις συμφορές σου, χαρήκαμε κι αμέσως διαδόθηκε παντού ότι έφυγε το μίσος που είχατε με τον Ιάσονα. Και τότε, άλλος φίλαγε τα χέρια των παιδιών σου, άλλος το ξανθό τους κεφαλάκι. Απ' τη χαρά μου πήγα κι εγώ μαζί με αυτά στον γυναικωνίτη. Η νέα μας κυρά που τώρα σεβόμαστε αντί για σένα, πριν αντικρύσει τα δυο παιδάκια σου, γλυκοκοιτούσε τον Ιάσονα. Έπειτα όμως σκεπάζοντας τα ματια, γύρισε αλλού το λευκό της πρόσωπο, πολύ θυμωμένη που μπήκαν τα παιδιά σου. Προσπαθούσε ο άντρας σου να ημερέψει το θυμό της νύφης λέγοντας αυτά: "Να μην έχεις κακία για τους δικούς σου, να σταματήσεις την οργή σου, γύρισε το κεφάλι σου, και να λογαριάζεις φίλους σου όσους ο άντρας σου θεωρεί φίλους, και τα δώρα τους να δέχεσαι επειδή τα στέλνουν ζητώντας απ' τον πατέρα σου, να μου κάνει τη χάρη να μην τα διώξει". Εκείνη τότε, μόλις είδε τα στολίδια, δεν άντεξε, τον υπάκουσε στα πάντα. Πριν να απομακρυνθούν ο πατέρας και τα παιδιά από το σπίτι αυτή φοράει το λεπτοκαμωμένο πέπλο, βάζει το ολόχρυσο στεφάνι στα μαλλιά της, και τα φτιάχνει βλέποντας μέσα σε ένα μεγάλο καθρέφτη, χαμογελώντας στην άψυχη εικόνα του κορμιού της Ύστερα πετιέται απ' το θρόνο της και πατώντας ελαφριά τα λευκά της πόδια τριγυρίζει στους θαλάμους, χαρούμενη με τα δώρα και κοιτάζοντας ολοένα την όψη της απ' την κορφή ως τα νύχια συνέχεια. Μα έπειτα άρχισε το φριχτό θέαμα. Διπλώθηκε στα δυο και άλλαξε χρώμα, πατάει πίσω πίσω τρικλίζοντας και μόλις προφταίνει να πέσει σε ένα κάθισμα για να μη σωριαστεί στο χώμα. Νόμισε μια γερόντισσα σκλάβα, ότι την χτύπησε η αρρώστια του Πάνα, ή κάποιου άλλου θεού η οργή, και έβαλε τις φωνές. Όμως όταν είδε ότι έβγαζε από το στόμα της λευκό αφρό και γύρισαν τα μάτια της και το αίμα της έφευγε από το πρόσωπό της, άρχισε μεγάλο θρήνο. Κι αμέσως η μια έτρεξε στις κάμαρες του πατέρα της, η άλλη όρμησε στο γαμπρό, για να πούνε της νύφης τη συμφορά. Και βούηξε το παλάτι από τα πολλά τρεχάματα. Όση ώρα θα έκανε ένας δρομέας να τρέξει δρόμο έξι πλέθρων, έτσι κι εκείνη η δόλια έμεινε βουβή και με άδειο βλέμμα, ώσπου να σηκωθεί βογγώντας φριχτά. Γιατί την πολεμούσαν διπλές συμφορές. Το ολόχρυσο στεφάνι στο κεφάλι σκόρπιζε ένα ρυάκι φλόγας αχόρταγης που αμέσως έβαλε φωτιά στα πέπλα τα διάφανα, το δώρο των παιδιών σου, και αυτή η φωτιά της κατάτρωγε τις σάρκες. Σηκώνεται απ' το κάθισμα και τρέχει ζωσμένη με φωτιές, κοινώντας το κεφάλι και τα μαλλιά της πέρα δώθε προσπαθώντας να βγάλει το στεφάνι. Μα αυτό είχε κολλήσει σφιχτά και όσο τίναζε τα μαλλιά της τόσο η φλόγα φούντωνε περισσότερο. Στο τέλος σωριάστηκε στο χώμα νικημένη από το κακό και σε κακά χάλια, που άλλος κανεις παρά μόνο ο γονιός της θα την γνώριζε. Γιατί ούτε η θέση φαινόταν των ματιών ούτε το ωραίο πρόσωπο, μα στάλαζε το αίμα από την άκρη του κεφαλιού ανακατεμένο με φλόγες. Απ' τα κόκκαλα κυλούσε το κρέας όπως το ρετσίνι του πεύκου - φριχτό θέαμα - σαν να είχε το φαρμάκι αυτό σαγόνια αόρατα. Όλοι φοβόνταν να αγγίξουν τη νεκρή. Μας είχε γίνει δάσκαλος η κακιά της τύχη. Έξαφνα μπαίνοντας μέσα στο θάλαμο ο πατέρας της ο δύστυχος και χωρίς να ξέρει τι ακριβώς έχει γίνει, πέφτει πάνω στο πτώμα. Αμέσως αρχίζει να βογγάει, αγγαλιάζει το σώμα της και το φιλάει λέγοντας αυτά τα λόγια: "Άμοιρο κορίτσι μου, ποιος κακός δαίμονας σε αφάνισε με τέτοιο τρόπο κι εμένα τώρα στις τελευταίες μου μέρες με ορφάνεψε από σένα; Αχ! Ας γινόταν, παιδί μου, να πέθαινα μαζί σου". Μόλις σταμάτησε τους θρήνους και τα βογγητά θέλοντας να σηκώσει το γερασμένο του κορμί, βρέθηκε μπλεγμένος στα λεπτά πέπλα που σαν κισσός τυλίχτηκαν γύρω του και αγωνιζόταν ο έρμος να απελευθερωθεί από αυτά προσπαθώντας να στηλωθεί στο έδαφος αλλά όμως ήταν γερά πιασμένος από αυτά. Κι όταν έβαζε δύναμη, ξεκολούσαν οι γέρικες σάρκες του από τα κόκκαλα. Σε λίγο σταμάτησε ο δύστυχος να παλεύει, και πέθανε. Γιατί δεν μπορούσε να νικήσει το κακό. Κείτονταν τώρα πλάι πλάι νεκροί ο πατέρας και η κόρη, σε μια συμφορά. Όσο για σένα, δεν μιλάω καθόλου. Μόνη σου να βρεις πως θα ξεφύγεις. Δεν είναι η πρώτη φορά που θεωρώ τα ανθρώπινα πράγματα σαν σκιά, αλλά δεν φοβάμαι να πω αυτό. Εκείνοι από τους ανθρώπους που τους θεωρούν σοφούς και καλούς στο λέγειν αυτοί είναι που παθαίνουν την μεγαλύτερη συμφορά. Κανείς από τους θνητούς ποτέ δεν φτάνει την ευτυχία. Γιατί κι αν χυθούν τα πλούτη πλημμύρα, μπορεί να θεωρήσεις αυτόν πιο τυχερό από τον άλλο αλλά δεν μπορείς να πεις κανέναν ευτυχισμένο.
(Φεύγει ο αγγελιαφόρος)
ΧΟΡΟΣ
Φαίνεται πως αυτή τη μέρα, δίκαια δεινά μαζεύει στο σπίτι του Ιάσονα ο θεός. Ω κακόμοιρη κόρη του Κρέοντα, πόσο πολύ θρηνώ τις συμφορές σου που διάβηκες τις σκοτεινές πύλες του Άδη για του Ιάσονα τους γάμους.
ΜΗΔΕΙΑ
Φίλες, το έργο το έχω αποφασίσει. Γρήγορα θα σφάξω τα παιδιά και θα φύγω από τη χώρα. Δεν θα αφήσω να πάνε από άλλο χέρι εχθρικό, με την αργοπορία μου. Είναι μεγάλη ανάγκη να πεθάνουν. Πρέπει να τα σκοτώσω εγώ που τα έχω κάνει. Μπρος καρδιά μου, θάρρος, ετοιμάσου. Γιατί να αργείς το φοβερό κακό το γραμμένο από τη μοίρα να πραγματοποιήσεις; Έρμο χέρι, πάρε το ξίφος, πάρ' το, προχώρα να αρχίσεις μια ζωή γεμάτη πόνο, και μη δειλιάσεις, ούτε να θυμάσαι πως είναι τα μονάκριβα παιδιά σου και πως εσύ τα έχεις γεννήσει. Μόνο γι' αυτή τη μέρα ξέχνα τα παιδιά σου και ύστερα τα θρηνείς. Τι κι αν τα σφάξεις, ήταν για σένα πάντα αγαπημένα. Αχ, πόσο δυστυχισμένη πάω να γίνω!
ΧΟΡΟΣ
Ω Γη και λαμπερή του Ήλιου ακτίνα, κοιτάξτε τη γυναίκα που μακάρι να χανόταν πριν απλώσει φονικό χέρι πάνω στα παιδιά της. Γιατί από τη χρυσή σου ρίζα Ήλιε, βλάστησαν και είναι φοβερό το αίμα του θεού να το χύσουν άνθρωποι. Μα, ω! φέγγος Διογέννητο, εμπόδισέ την, σβήσε το θυμό της, διώξε την από το σπίτι τη φόνισσα την απαίσια Ερινύα που οι δαίμονες του κακού την γέννησαν.
Για τα παιδιά σου οι μόχθοι πάνε χαμένοι κι ανώφελα λοιπόν τα γέννησες, εσύ που διάβηκες το αφιλόξενο στενό των μαύρων Συμπληγάδων. Κακομοίρα, γιατί να σου τυφλώνει ο σκοτεινός θυμός το νου και να σε οδηγεί σε άγριο φόνο; Γιατί άμα σκοτώσεις συγγενή μολύνεται το χώμα της γης και έρχεται καταστροφή για τους θνητούς, καθώς οι τιμωρίες απ' τους θεούς η μια μετά την άλλη τους χτυπούν τα σπίτια.
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ (μέσα απ' το σπίτι)
Αα!
ΧΟΡΟΣ
Ακούς κραυγές, ακούς πως φωνάζουν τα παιδιά;
- Ω δύστυχη, κακότυχη γυναίκα.
ΠΑΙΔΙΑ
- Α! Τι να κάνω; Πώς να ξεφύγω από τα χέρια της μάνας μου;
- Δεν ξέρω, αδέρφι μου, θα μας σκοτώσει.
ΧΟΡΟΣ
Θέλω να μπω μέσα στο σπίτι να γλιτώσω τα παιδιά από τη σφαγή.
ΠΑΙΔΙΑ
- Για τους θεούς, βοηθάτε. Ελάτε τώρα.
- Μας αγγίζει η κόψη του σπαθιού.
ΧΟΡΟΣ
Τρισάθλια, είσαι σκληρή σαν πέτρα ή σαν σίδερο, που με τα χέρια σου θα σφάξεις τα ίδια σου τα σπλάχνα, τα παιδιά σου;
Ακούω πως μια γυναίκα απ'τις παλιές άπλωσε χέρι φονικό στα παιδιά της κι αυτή, μιλάω για την Ινώ επειδή της θόλωσαν το μυαλό και την καρδιά οι θεοί και την έδιωξε η γυναίκα του Δία για να γυρίζει παραφρονημένη στον κόσμο. Η δόλια βουλιάζει στο αρμυρό κύμα, για να σκοτώσει ανόσια τα παιδιά της κι απ' τους κάβους του γιαλού πηδώντας μαζί με αυτά και χάνεται.
Τι άλλο πιο φριχτό από αυτό υπάρχει; Πόσες έφερες συμφορές στον κόσμο αχ, πολύπαθο κρεβάτι της γυναίκας.
(Έρχεται ο Ιάσονας με τους δούλους)
ΙΑΣΟΝΑΣ
Γυναίκες, που στέκεστε μπροστά σ' αυτό το σπίτι, η Μήδεια που έκανε αυτές τις φριχτές πράξεις είναι ακόμα μέσα ή έφυγε; Γιατί τώρα πρέπει να κρυφτεί κάτω απ' το χώμα ή να γίνει πουλί και να πετάξει στον αιθέρα, αλλιώς θα την τιμωρήσει ακριβά το παλάτι του βασιλιά. Νομίζει πως χωρίς τιμωρία θα φύγει από εδώ παρόλο που σκότωσε τους άρχοντες αυτής της χώρας; Όμως εγώ δε νοιάζομαι γι' αυτήν παρά μόνο για τα παιδιά. Θα την εκδικηθούν όσοι τους έβλαψε. Ήρθα να σώσω τα παιδιά μου, μην ξεσπάσουν πάνω τους οι συγγενείς του βασιλιά, μην τους κάνουν κακό για τον φριχτό φόνο που διέπραξε η μάνα τους.
ΧΟΡΟΣ
Αχ, βαριόμοιρε Ιάσονα, δεν ξέρεις σε ποια συμφορά έχεις φτάσει. Αλλιώς δεν θα έλεγες αυτά τα λόγια τώρα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Τι συμβαίνει; Μήπως θέλει να σφάξει κι εμένα;
ΧΟΡΟΣ
Τα παιδιά σου χαθήκαν από το χέρι της μάνας τους.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Τι είναι αυτά που λες; Με σκότωσες γυναίκα.
ΧΟΡΟΣ
Να τα σκέφτεσαι σαν να μην υπάρχουν πια.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Και που τα σκότωσε; Μέσα στο σπίτι ή έξω;
ΧΟΡΟΣ
Θα τα δεις όταν ανοίξεις.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Δούλοι, γρήγορα σπάστε τις κλειδαριές και τους αρμούς, να δω τη διπλή φρίκη - τα σκοτωμένα παιδιά μου - και αυτή την κακούργα να την τιμωρήσω.
(Η Μήδεια εμφανίζεται στη στέγη του σπιτιού πάνω σε άρμα που το σέρνουν δράκοντες και δίπλα της έχει τα σκοτωμένα παιδιά)
ΜΗΔΕΙΑ
Γιατί βαράς τις πόρτες και ψάχνεις τρόπο να τις σπάσεις με λοστούς γυρεύοντας τους σφαγμένους κι εμένα τη φόνισσα; Μην παιδεύεσαι άδικα. Αν κάτι θέλεις, πες το, αλλά δεν πρόκειται ποτέ να με αγγίξεις άλλη φορά. Ο Ήλιος, ο πατέρας του πατέρα μου, δώρισε αυτό το αμάξι σε μένα για να γλιτώσω απ' των εχθρών μου τα χέρια.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Απαίσιο τέρας, γυναίκα μισητή, σε όλους τους θεούς, στους θνητούς και σε μένα, που τόλμησες να βάλεις το μαχαίρι στα ίδια σου τα παιδιά, και μένα να με κάνεις να βουλιάξω μέσα στη συμφορά. Μετά από τέτοια έργα αντικρίζεις τον Ήλιο και τη Γη, όταν έχεις κάνει το πιο φριχτό κακούργημα; Να καταστραφείς. Τώρα έχω το μυαλό μου, όχι τότε που σε πήρα από το σπίτι σου στον βάρβαρο τόπο και σε έφερα εδώ στο ελληνικό παλάτι - μεγάλο κακό αυτό - εσένα, την προδότρα του γονιού σου και της χώρας που σε έθρεψε. Τον κακό δαίμονα που κυνηγούσε εσένα, τον έριξαν πάνω μου οι θεοί, όταν σφάζοντας άσπλαχνα τον αδερφό σου, καθισμένο δίπλα στο τζάκι, μπήκες στην όμορφη Αργώ για να φύγεις μαζί μου. Έτσι άρχισες να κάνεις τα φριχτά έργα σου. Κι αφού πλαγιάσαμε μαζί, τα παιδιά που γέννησες τα σκότωσες για το κρεβάτι σου. Όμως, αυτό, καμιά από τις γυναίκες της Ελλάδας δεν θα το είχε κάνει ποτέ ούτε θα το σκεφτόταν. Κι αντί για κάποια απ' αυτές, εγώ εσένα πήρα ταίρι μου, για να γίνεις ο εχθρός και η καταστροφή μου, λέαινα αιμοβόρα, πιο σκληρή κι από τη Σκύλλα των Τυρρηνών. Μα δε θα σε πληγώσουν όσες βρισιές και να πω. Τόσο μεγάλο είναι το θράσος σου. Χάσου καταραμένη φόνισσα των παιδιών μου. Τώρα θα κλαίω τη μαύρη τύχη μου, που ούτε το νέο μου γάμο θα χαρώ, ούτε στα παιδιά μου που τα ανάθρεψα, δεν θα μπορέσω να τους μιλήσω πια, τα έχασα πια για πάντα.
ΜΗΔΕΙΑ
Θα σου έλεγα πολλά για απάντηση, αν δεν γνώριζε ο πατέρας Δίας πόσα καλά σου πρόσφερα και πόσα βρήκα από εσένα. Αλλά δεν ήταν γραφτό, αφού με περιφρόνησες να ζήσεις χαρούμενη ζωή περιγελώντας με. Ούτε η βασιλοπούλα ούτε ακόμα και ο Κρέοντας που σε πάντρεψε, θα μ' έδιωχνε από τη χώρα χωρίς να πληρώσει. Εσύ αν θέλεις λέγε με λέαινα ή Σκύλλα που ζει στον τόπο των Τυρρηνών. Εγώ την καρδιά σου την έκανα να σπαράξει, όπως το ήθελα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Κι εσύ πονάς από αυτές τις συμφορές. Πλούσιο και το δικό σου μερίδιο.
ΜΗΔΕΙΑ
Το ξέρω, αλλά μου περνάει αμέσως ο πόνος, όταν σκέφτομαι ότι δεν μπορείς πια να με κοροϊδεύεις.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Παιδιά μου, τι κακούργα μάνα είχατε.
ΜΗΔΕΙΑ
Παιδιά μου χαθήκατε απ' την τρέλα του πατέρα σας.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Δεν τα έσφαξε το δικό μου χέρι.
ΜΗΔΕΙΑ
Η ατιμία σου και ο νέος σου γάμος.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Λοιπόν τα σκότωσες για ένα νυφικό κρεβάτι;
ΜΗΔΕΙΑ
Και το νομίζεις αυτό μικρό για μια γυναίκα;
ΙΑΣΟΝΑΣ
Αν έχει μυαλό σωστό, αλλά εσύ δεν έχεις.
ΜΗΔΕΙΑ
Δεν ζουν πια κι αυτό σε σκοτώνει.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Για σένα θα γίνουν σκληρές οι Ερινύες.
ΜΗΔΕΙΑ
Οι θεοί ξέρουν ποιος έχει αρχίσει το κακό.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Ξέρουν την άγρια καρδιά σου.
ΜΗΔΕΙΑ
Να με μισείς. Δεν θέλω πια να σε ακούω.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Κι εγώ το ίδιο. Καλύτερα να απαλλαγώ από σένα.
ΜΗΔΕΙΑ
Πως; Τι να κάνω; Κι εγώ το θέλω.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Άσε με να τα θρηνήσω, να τα κλάψω.
ΜΗΔΕΙΑ
Όχι. Με τα δικά μου χέρια μόνη μου θα τα βάλω σε τάφο, φέρνοντάς τα στο ιερό της Ήρας της Ακραίας, να μην μπορούν οι εχθροί να τα ατιμάσουν. Θα ορίσω στη χώρα του Σίσυφου σεμνή γιορτή να γίνεται και καθαρμοί από εδώ και μπρος για τούτο το ανόσιο φόνο. Εγώ θα πάω στον τόπο του Ερεχθέα να μείνω μαζί με τον γιο του Πανδίονα, τον Αιγέα. Κι εσύ που είδες το πικρό τέλος των γάμων σου, θα βρεις μαύρο θάνατο, θα σπάσει το κεφάλι σου από ένα σαπισμένο ξύλο της Αργώς που θα πέσει πάνω σου.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Κι εσένα θα σε καταστρέψει η Ερινύα η άγρια Δίκη για τον φόνο των παιδιών σου.
ΜΗΔΕΙΑ
Και ποιος θεός σε ακούει εσένα που πάτησες τον όρκο σου και είσαι ψεύτης;
ΙΑΣΟΝΑΣ
Αχ! Η φριχτή φόνισσα των παιδιών μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Πήγαινε να θάψεις τη γυναίκα σου.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Πηγαίνω, ορφανεμένος από τα παιδιά μου.
ΜΗΔΕΙΑ
Μην κλαις ακόμα. Περίμενε να γεράσεις.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Αχ! αγαπημένα μου παιδιά.
ΜΗΔΕΙΑ
Για τη μητέρα τους, όχι για σένα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Γι' αυτό τα σκότωσες;
ΜΗΔΕΙΑ
Για να κάνω κακό σε σένα.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Αχ! Ο δόλιος, θέλω να φιλήσω τα αγαπημένα μάγουλα των παιδιών.
ΜΗΔΕΙΑ
Τώρα θέλεις να τα φιλήσεις, τα φωνάζεις, όμως πριν τα έδιωχνες.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Άσε με, για τους θεούς, να αγγίξω τα κορμάκια τους.
ΜΗΔΕΙΑ
Δεν γίνεται. Άδικα παρακαλάς.
ΙΑΣΟΝΑΣ
Ακούς Δία πως με διώχνει; Τι παθαίνω από αυτή την τρομερή λέαινα, την παιδοφόνα; Μα όσο μπορώ, θα τα θρηνώ και θα φωνάζω στους θεούς και τους δαίμονες θα τους βάλω μάρτυρες για να δουν πως δεν με αφήνεις να αγγίξω με τα χέρια μου, να θάψω τα παιδιά μου που τα έσφαξες. Μακάρι να μην τα έκανα ποτέ μου, για να μην τα έβλεπα νεκρά από εσένα.
(Η Μήδεια με το άρμα εξαφανίζονται)
ΧΟΡΟΣ
Ο Δίας από τον Όλυμπο ψηλά μοιράζει πολλά που οι άνθρωποι δεν περιμένουν να βρουν στο δρόμο τους. Όσα περίμενες να γίνουν μπορεί να μην γίνονται, αλλά ο θεός πάντα δίνει ένα αναπάντεχο τέλος σε όλα.
Έτσι τελείωσε και αυτή η ιστορία.
ΤΕΛΟΣ