ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ
ΟΛΥΝΘΙΑΚΟΣ Γ΄
Οι Αθηναίοι έστειλαν βοήθεια στους Ολυνθίους και φάνηκε ότι
κάτι πέτυχαν με αυτήν. Ο λαός είναι
περιχαρής και οι ρήτορες καλούν τον λαό να τιμωρήσει τον Φίλιππο. Ο Δημοσθένης
φοβάται μήπως οι Αθηναίοι αναθαρρήσαντες και θεωρούντες την μεν νίκη ως
οριστική, την δε προς τους Ολυνθίους σταλείσα βοήθεια σαν αρετή, αδιαφορήσουν για τα περαιτέρω. Γι’ αυτό αφού ανέβηκε
στο βήμα ταπεινώνει την έπαρσή τους και τους επαναφέρει σε μια σώφρονα
επιφυλακτικότητα, λέγοντας ότι δεν πρόκειται τώρα να τιμωρήσουν τον Φίλιππο,
αλλά να σώσουν τους συμμάχους τους. Γνωρίζει πράγματι ότι οι Αθηναίοι, όπως και
άλλοι άνθρωποι αναμφίβολα, πού φροντίζουν να μη χάσουν ό,τι τους ανήκει, ενώ
για την τιμωρία των εχθρών πολύ λιγότερο ενδιαφέρονται. Στον ίδιο αυτό λόγο
θίγει εμφανέστερα το ζήτημα των θεωρικών χρημάτων, και ζητά την κατάργηση των
νόμων οι οποίοι επέβαλλα πρόστιμο σε εκείνους που θα πρότειναν να διατεθούν για τον στρατό. Και αυτό για να καταστή
ακίνδυνο το να συμβουλεύει κάποιος ό,τι είναι χρησιμότερο. Συνιστά δε και
γενικότερο να παραδειγματιστούν από τους προγόνους τους και να εκστρατεύσουν
αυτοπροσώπως.
Απευθύνει τέλος δριμείες παρατηρήσεις προς τον λαό για
την χαλάρωση του ζήλου του και προς τους
αρχηγούς του λαού για την κακή κυβέρνηση της πόλης.
Δυο
διαφορετικές εντυπώσεις σχηματίζω,
άνδρες Αθηναίοι, όταν αποβλέψω αφ’ ενός στην παρούσα κατάσταση των πραγμάτων
και αφ’ ετέρου στους λόγους τους οποίους ακούω. Οι μεν λόγοι βλέπω ότι αφορούν
στην τιμωρία του Φιλίππου, η δε κατάσταση έφθασε σε τέτοιο σημείο ώστε πρέπει
να σκεφθούμε με ποιον τρόπο θα τον εμποδίσουμε να μας βλάψει αυτός πριν να
τιμωρήσουμε εμείς εκείνον. Πραγματικά
νομίζω, ότι αυτοί που εκφωνούν τέτοιους λόγους αντικαθιστούν κατά λάθος το υπό
συζήτηση θέμα με ένα θέμα άλλο.
Εγώ
βέβαια γνωρίζω, και γνωρίζω πολύ καλά,
ότι η πόλη μας ήταν άλλοτε σε θέση και τις κτήσεις της να κατέχει με
ασφάλεια και τον Φίλιππο να τιμωρήσει. Και τα δυο αυτά έγιναν επί των ημερών μου, δεν είναι παλαιά
ιστορία. Σήμερα όμως είμαι πεισμένος ότι έχουμε κατά πρώτον λόγο να
σώσουμε τους συμμάχους και ότι αυτό
είναι αρκετό προς το παρόν. Όταν η σωτηρία των συμμάχων εξασφαλισθεί, τότε θα
έχουμε καιρό να εξετάσουμε ποιον θα τιμωρήσουμε και με ποιον τρόπο. Πριν όμως
θέσουμε στερεά τις βάσεις της αρχής, νομίζω ότι είναι ματαιοπονία να συζητούμε
για το τέλος.
Η
παρούσα λοιπόν περίσταση πάνω από κάθε άλλη έχει ανάγκη πολύς προσοχής και
περισκέψεως. Εγώ όμως νομίζω ότι το δυσκολότερο δεν είναι η παροχή συμβουλών
για το τι πρέπει να γίνει κάτω από τις παρούσες συνθήκες. Εκείνο που με φέρνει
σε δύσκολη θέση, πολίτες Αθηναίοι, είναι άλλο: Με ποιον τρόπο να σας μιλήσω γι’
αυτά. Διότι από όσα έμαθα βρισκόμενος
ανάμεσά σας και ακούγοντας, σχημάτισα την πεποίθηση ότι έχουμε χάσει το
μεγαλύτερο από τα ζητήματά μας όχι γιατί δεν το αντιληφθήκαμε, αλλά γιατί δεν
θελήσαμε να κάνουμε ό,τι πρέπει. Σας ζητώ
λοιπόν, εφ όσον θα μιλώ με κάθε ειλικρίνεια, να επιδείξετε υπομονή, να
εξετάσετε κυρίως αν όσα λέγω είναι
αληθή και αν αποβλέπουν στην βελτίωση της κατάστασης. Διότι επιτέλους
βλέπετε σε ποιο λυπηρό κατάντημα μας έφερε το γεγονός ότι μερικοί ρήτορες
δημηγορούν απλώς για να σας ευχαριστήσουν.
Και
εν πρώτοις μου φαίνεται αναγκαίο να σας υπενθυμίσω σύντομα μερικά προηγούμενα
γεγονότα. Θυμάστε, άνδρες Αθηναίοι, τι
έγινε όταν σας αναγγέλθηκε, προ τριών ή τεσσάρων ετών, όταν ο Φίλιππος ήταν
στην Θράκη και πολιορκούσε το Ηραίο τείχος. Ήταν τον μήνα Μαιμακτηριώνα. (Νοέμβριο 352 π.Χ.). Εν μέσω πολλών
αγορεύσεων και πολλής ταραχής ψηφίσατε να καθελκυσθούν σαράντα τριήρεις, , να
επιβιβαστούν σε αυτές οι πολίτες οι ηλικίας κάτω των 45 ετών, να καταβληθεί
εισφορά εξήντα ταλάντων.
Μετά
από αυτά το έτος εκείνο τελείωσε. Και ήλθε του επόμενου έτους ο Εκατομβαιών, ο
Μεταγειτνιών, ο Βοηδρομιών. Και μόλις κατά τον τελευταίο τούτο μήνα, μετά τα
μυστήρια, αποστείλατε τον Χαρίδημο με δέκα πλοία κενά στρατιωτών και πέντε
τάλαντα αργύρου. Αμέσως μόλις σας αναγγέλθηκε ότι ο Φίλιππος ασθενεί ή απέθανε
– διότι και τα δύο διαδόθηκαν – νομίσατε ότι η βοήθεια είναι πια άσκοπη και
παραιτηθήκατε, άνδρες Αθηναίοι, από την εκστρατεία. Και εν τούτοις, αυτή η στιγμή ήταν κατάλληλη για την αποστολή
εκεί βοήθειας. Διότι αν τότε στέλναμε
πρόθυμα βοήθεια, σύμφωνα με όσα είχαμε ψηφίσει, ο Φίλιππος δεν θα μας ενοχλούσε
τώρα που διέφυγε τον κίνδυνο.
Ό,τι
λοιπόν έγινε έγινε, αυτά δεν αλλάζουν. Τώρα όμως παρουσιάζεται η ευκαιρία νέου
πολέμου και γι’ αυτό υπενθύμισα το παρελθόν, για να μην υποπέσετε στα ίδια
λάθη. Πως θα χρησιμοποιήσουμε την ευκαιρία αυτή, πολίτες Αθηναίοι; Εάν δεν βοηθήσετε τους Ολυνθίους, με όλες
τις δυνάμεις που διαθέτετε, σκεφθείτε: θα έχετε σεις κατευθύνει
ουσιαστικά τις στρατιωτικές σας επιχειρήσεις προς όφελος του Φιλίππου.
Υπήρχε
εκεί κάποια δύναμη αρκετά σημαντική, η δύναμη των Ολυνθίων, και η γενική
κατάσταση ήταν η εξής: Ο Φίλιππος δυσπιστούσε
σε αυτούς και αυτοί προς τον Φίλιππο. Μεταξύ ημών και εκείνων συνήφθη
ειρήνη. Αυτό αποτελούσε μεγάλο εμπόδιο
για τον Φίλιππο και μεγάλη δυσχέρεια: μια μεγάλη πόλη καραδοκούσα την ευκαιρία
να επιτεθεί εναντίον του, συμφιλιώθηκε μαζί μας. Νομίζαμε λοιπόν ότι έπρεπε με
κάθε τρόπο να ωθήσουμε τους ανθρώπους αυτούς σε πόλεμο. Και να που το γεγονός
αυτό, το οποίο πάντες διαφημίζατε, πραγματοποιείται αυτή τη στιγμή κατά κάποιον
τρόπο. Τι μας απομένει λοιπόν να πράξουμε, Αθηναίοι, αν όχι να αποστείλουμε
βοήθεια ισχυρή και γρήγορη; Άλλη λύση
εγώ δεν βλέπω. Γιατί ανεξαρτήτως του αίσχους που θα μας καλύψει αν καμφθούμε
έστω και ελάχιστα, διακρίνω έναν κίνδυνο σοβαρό, Αθηναίοι πολίτες, από αυτήν
την εξέλιξη, των πραγμάτων. Εφ’ όσον οι
Θηβαίοι έχουν τέτοιες διαθέσεις εναντίον μας και οι Φωκείς βρίσκονται σε τέτοια
απελπιστική οικονομική κατάσταση, τίποτα δεν εμποδίζει τον Φίλιππο
αφού καθυποτάξει τους Ολυνθίους να ρίξει προς τα εδώ το βάρος των δυνάμεών του.
Αν
αληθινά υπάρχει κάποιος από εσάς ο
οποίος αναβάλλει να κάνει ό,τι είναι αναγκαίο μέχρις ότου συμβούν τα ανωτέρω,
τούτο σημαίνει ότι θέλει να δει από κοντά τον κίνδυνο ενώ μπορεί να τον
πληροφορείται όσο βρίσκεται μακριά, και θέλει να αναζητεί αυτός βοήθεια από
άλλους, ενώ μπορεί σήμερα αυτός άλλους να βοηθά. Ότι εκεί βέβαια θα καταλήξουν τα πράγματα, αν αφήσουμε να μας διαφύγει η παρούσα ευκαιρία, όλοι επακριβώς το
γνωρίζουμε.
Αλλά
όλοι είμαστε σύμφωνοι, θα μου πουν, ότι πρέπει να στείλουμε βοήθεια και θα την στείλουμε. Με ποιον τρόπο όμως θα το
κατορθώσουμε, να μας υποδείξεις. Μην εκπλαγείτε λοιπόν, Αθηναίοι πολίτες, αν
προτείνω κάτι το οποίο θα φανεί σε πολλούς παράδοξο. Εγκαθιδρύσετε νομοθέτες.
Ενώπιον αυτών μην υποβάλλετε κανένα νέο νόμο – γιατί έχετε αρκετούς – αλλά
καταργήσετε εκείνους που σας βλάπτουν στην παρούσα περίσταση.
Εννοώ
τους νόμους περί των θεωρικών – εκφράζομαι βλέπετε σαφώς – και μερικούς εκ των
νόμων περί στρατολογίας. Διότι εκ των νόμων τούτων οι μεν διανέμουν τις
στρατιωτικές πιστώσεις υπό τύπον θεωρικών σε αυτούς που μένουν αστράτευτοι, οι
δε άλλοι νόμοι εξασφαλίζουν την
ατιμωρησία στους ανυπότακτους και κατά συνέπεια απογοητεύουν και εκείνους που
είναι διατεθειμένοι να κάνουν το καθήκον τους.
Αφού λοιπόν καταργήσετε τους νόμους αυτούς και καταστήσετε ασφαλή τον
δρόμο της υποβολής επωφελών προτάσεων, τότε αναζητήσετε τον άνθρωπο που θα
είναι έτοιμος να υποβάλλει το ψήφισμα το οποίο όλοι ομόφωνα θεωρείτε απαραίτητο.
Πριν
να κάνετε αυτά, μην περιμένετε ότι θα υπάρξει άνθρωπος ο οποίος να δεχθεί να
θυσιασθεί από σας για να πει ό,τι είναι δικό σας συμφέρον. Δεν θα τον βρείτε.
Διότι άλλωστε το μόνο αποτέλεσμα θα είναι να τιμωρηθεί άδικα αυτός που
προτείνει αυτά και αυτός που υποβάλλει τέτοιο ψήφισμα, χωρίς καμία βελτίωση της
κατάστασης να επέλθει, αλλά απεναντίας θα καταστεί στο μέλλον περισσότερο
επίφοβος η υποβολή χρήσιμων προτάσεων. Και είναι υπόχρεοι, άνδρες Αθηναίοι, να
καταργήσουν τους νόμους αυτούς οι ίδιοι εκείνοι που τους θέσπισαν. Θα ήταν
πράγματι άδικο να εξακολουθεί να
υφίσταται η λαϊκή ευμένεια προς εκείνους οι οποίοι θέσπισαν τότε τους νόμους
αυτούς (των θεωρικών) οι οποίοι είναι βλαβεροί για ολόκληρη την πόλη. Αντίθετα
δε η λαϊκή δυσφορία για την κατάργηση των νόμων αυτών, κατάργηση την οποία όλοι
θα επωφεληθούμε, να προκαλέσει την τιμωρία εκείνων που δίνουν σήμερα τις
άριστες συμβουλές. Εφ’ όσον δεν
διορθώνετε όλα αυτά, μην ζητάτε, Αθηναίοι, να βρεθεί άνθρωπος μεταξύ σας τόσο
ισχυρός ώστε να παραβεί τους νόμους αυτούς ατιμώρητα, ούτε τόσο ανόητος, ώστε
να ριφθεί μόνος του σε τέτοιον καταφανή κίνδυνο.
Αλλά
υπάρχει και κάτι άλλο το οποίο δεν πρέπει να αγνοείτε, άνδρες Αθηναίοι: Ότι ένα
ψήφισμα δεν έχει καμία αξία αυτό καθ’ εαυτό, εάν δεν υπάρχει επιπροσθέτως και η
θέληση να εκτελέσετε με προθυμία τα αποφασισθέντα. Εάν τα ψηφίσματα είχαν την
δύναμη ή να σας αναγκάζουν να πράττετε ό,τι πρέπει ή να εκτελούν μόνα τους ό,τι
διατάσσουν, δεν θα καταλήγατε μετά τόσα ψηφίσματα σε τόσο πενιχρά αποτελέσματα
ή μάλλον σε κανένα αποτέλεσμα. Ούτε η
αυθάδεια του Φιλίππου θα διαρκέσει επί τόσον χρόνο. Γιατί αν αρκούσαν τα
ψηφίσματα από πολλού θα είχε τιμωρηθεί.
Όμως τα πράγματα ατυχώς δεν έχουν έτσι. Βεβαίως η δράση έρχεται κατά σειράν μετά τους
λόγους και τις ψηφοφορίες. Όσον αφορά όμως την αποτελεσματικότητα η δράση
προηγείται και είναι ανώτερη όλων. Δράσεως λοιπόν έχουμε ανάγκη. Τα άλλα
υπάρχουν. Διότι και πρόσωπα ικανά να πουν ό,τι επιβάλλεται, υπάρχουν μεταξύ
σας, Αθηναίοι πολίτες, και σεις είσθε ο
περισσότερο οξύνους λαός στην κατανόηση των λεχθέντων. Ακόμη δε και να δράσετε θα καταστείτε ικανοί υπό τις παρούσες
συνθήκες, αν ενεργήσετε κατά τρόπον ορθό.
Ποιον
καιρό, πράγματι, ποια ευκαιρία καλύτερη από αυτήν αναμένετε, άνδρες Αθηναίοι;
Και πότε θα πράξετε το καθήκον σας, αν
δεν το κάνετε σήμερα; Μήπως όλλες αυτές
οι οχυρές θέσεις δεν ευρίσκονται ήδη στα χέρια αυτού του ανθρώπου; Και αν γίνει κύριος και αυτής της χώρας (των
Ολυνθίων) δεν θα υποστούμε την εσχάτη
ταπείνωση; Δεν ευρίσκονται ήδη
σε πόλεμο προς αυτόν εκείνοι τους οποίους υποσχεθήκαμε πρόθυμα να σώσουμε αν
τον πολεμήσουν;
Δεν
είναι αυτός εχθρός μας; Τα χειρότερα των επιθέτων δεν του αρμόζουν; Αλλά προς θεού, α εγκαταλείψουμε τα πάντα
στην τύχη τους και σχεδόν θα συνεργασθούμε στις επιτυχίες του; Και θα
αναζητάμε ύστερα ποιοι να είναι οι
υπεύθυνοι τούτων; Διότι είμαι απολύτως βέβαιος ότι ουδέποτε θα παραδεχθούμε ότι
εμείς οι ίδιοι είμαστε οι υπεύθυνοι. Στους
κινδύνους του πολέμου κανείς φυγάς δεν κατηγορεί τον εαυτό του αλλά
κατηγορεί τον στρατηγό, και τον σύντροφο, και κάθε άλλον πλην του εαυτού του.
Και όμως η ήττα οφείλεται σε όλους τους φυγάδες. Αυτός που κατηγορεί τους
άλλους θα μπορούσε να κρατήσει τη θέση του και αν όλοι το έκαναν αυτό, θα
νικούσαν.
Έτσι
και τώρα, υποβάλλεται μια πρόταση η οποία δεν φαίνεται καλή; Ας υποβάλλουν άλλη, αντί να θέτουν υπό
κατηγορία τον προτείνοντα. Κάποιος άλλος υποβάλλει άλλη πρόταση καλύτερη; Εκτελέστε την. Και είθε να επιτύχει. Αλλά η
πρόταση είναι οδυνηρή; Αυτό πλέον δεν είναι σφάλμα του ρήτορα, εκτός αν καθήκον
του θεωρείτε να κάνει ευχές και το παραλείπει. Εύκολο πράγμα είναι οι ευχές,
Αθηναίοι πολίτες. Σε λίγες λέξεις μπορεί κανείς να περιλάβει όλα όσα επιθυμεί.
Αλλά να πάρει μια απόφαση όταν πρόκειται περί πραγματικών ζητημάτων
(και όχι περί ευχών), αυτό κάθε άλλο παρά εξ ίσου εύκολο είναι. Διότι πρέπει να
εκλέξει το πλέον ωφέλιμο και όχι το πλέον ευχάριστο, εφ’ όσον είναι αδύνατο να επιτύχει και τα δυο μαζί.
Αλλά
όμως, θα μου πουν, αν κάποιος, χωρίς να
θίξει τα θεωρικά μπορεί να μας υποδείξει άλλους πόρους για τον στρατό, αυτό δεν
θα είναι το καλύτερο; Σύμφωνος είμαι, Αθηναίοι, υπό τον όρο να υπάρχει αυτός ο
«κάποιος». Διερωτώμαι όμως αν συνέβη ή θα συμβεί ποτέ σε άνθρωπο, αφού
δαπανήσει τα υπάρχοντά του σε δαπάνες άσκοπες, να ικανοποιήσει τις ανάγκες του
με τα μη υπάρχοντα.
Αλλά
νομίζω, ότι αυτό που πολύ υποβοηθεί τις τέτοιες προτάσεις είναι η γενική
επιθυμία προς την οποία ανταποκρίνονται, και αυτός είναι ο λόγος που καθίσταται
ευκολώτατο να εξαπατήσει κανείς τον εαυτό του. Ο κάθε ένας νομίζει ότι τα
πράγματα είναι όπως αυτός τα θέλει.
Αυτά όμως πολλές φορές ακολουθούν άλλην πορεία.
Αποφασίσετε
λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, να δείτε τα πράγματα όπως είναι, και τότε θα μπορέσετε
και εκστρατεία να κάμετε και τον μισθό
σας να πληρωθείτε. Διότι δεν είναι βεβαίως ίδιον ανθρώπων φρονίμων και
θαρραλέων να υστερούν στις πολεμικές προετοιμασίες από έλλειψη χρημάτων, και έτσι να αναγκάζονται να υπομένουν
πειθήνια τις τέτοιες προσβολές. Ούτε ήταν ίδιον φρονίμων και θαρραλέων ανθρώπων αφού άλλοτε άρπαξαν με προθυμία τα όπλα για να βαδίσουν
κατά των Κορινθίων και Μεγαρέων, να αφήνουν τώρα τον Φίλιππο να εξανδραποδίζει
πόλεις ελληνικές λόγω ελλείψεως των εξόδων συντήρησης του στρατού.
Και
δεν μιλώ κατ’ αυτόν τον τρόπο, απλώς και ως έτυχε, για να καταστώ απεχθής σε
μερικούς από σας. Όχι, δεν είμαι εγώ τόσο παράλογος. Ούτε (τόσο) απόκληροι της
τύχης ώστε να επιζητώ εχθρότητες χωρίς να νομίζω ότι θα σας φανώ χρήσιμος. Αλλά
φρονώ ότι είναι καθήκον του καλού
πολίτη να θέσει την σωτηρία του κράτους υπεράνω της ευνοίας σας, την οποία θα
κερδίσει κολακεύοντάς σας. Μαθαίνω δε, όπως και σεις θα το έχετε ίσως ακούσει,
ότι οι πολιτικοί άνδρες της εποχής των προγόνων μας, αυτοί τους οποίους οι
σημερινοί ρήτορες επαινούν μεν αλλά καθόλου δεν μιμούνται, αυτό είχαν σαν
έθιμο και κανόνα της πολιτικής τους.
Τέτοιοι υπήρξαν, ο περίφημος εκείνος Αριστείδης, ο Νικίας, ο συνώνυμός μου
Δημοσθένης, ο Περικλής.
Αντίθετα
αφ’ ότου ανεφάνησαν οι ρήτορες αυτοί που σας ρωτούν: «Τι επιθυμείτε; Τι πρέπει να προτείνω; Πως θα
σας είμαι ευχάριστος;» Για την εύνοια μιας στιγμής θυσιάζονται, σαν μικρά δώρα,
τα συμφέροντα της πόλης, και επέρχονται
τα αποτελέσματα που βλέπετε. Και τα μεν πράγματα των ανθρώπων αυτών καλά πάνε,
τα δε δικά σας βρίσκονται σε αξιοθρήνητη κατάσταση.
Δείτε
εν τούτοις, Αθηναίοι, ποια σύγκριση είναι δυνατόν να γίνει, σε γενικές γραμμές,
μεταξύ των πράξεων των προγόνων σας και των δικών σας. Θα είναι βραχύς ο λόγος μου και θα πω
πράγματα γνωστά. Γιατί δεν έχετε ανάγκη
να χρησιμοποιήσετε ξένα παραδείγματα, αλλά παραδείγματα του τόπου
σας, πολίτες Αθηναίοι, για να μπορέσετε να γίνετε ευτυχισμένοι.
Εκείνοι λοιπόν τους οποίους οι ρήτορες δεν κολάκευαν και δεν αγαπούσαν κατά τον τρόπο που σας αγαπούν
εσάς οι σημερινοί ρήτορες, οι Αθηναίοι εκείνοι υπήρξαν επί σαράντα και πέντε
έτη ηγεμόνες των Ελλήνων με την θέλησή
τους. Συσσώρευσαν στην Ακρόπολη περισσότερα από δέκα χιλιάδες τάλαντα. Και ο
βασιλιάς που κατείχε τότε την χώρα αυτή (την Μακεδονία) υπάκουε στους Αθηναίους όπως αρμόζει
να υπακούν οι βάρβαροι προς τους
Έλληνες. Αυτοπροσώπως δε εκστρατεύοντες και νικητές κατά ξηράν και θάλασσαν,
πολλά και ένδοξα έστησαν τρόπαια και μόνοι αυτοί από όλους τους ανθρώπους
άφησαν με τις πράξεις τους φήμη που μπορεί να αψηφήσει τον φθόνο.
Τέτοιοι
λοιπόν υπήρξαν στις σχέσεις τους με τους υπόλοιπους Έλληνες. Σε δε τα εσωτερικά
της πόλης δέστε τώρα ποιοι υπήρξαν στην δημόσια και ιδιωτική τους ζωή. Από μεν
το κράτος κατασκευάσθηκαν τόσα μνημεία, τόσο πολλά και τόσο ωραία ιερά
στολισμένα με τόσα όμορφα αναθήματα, ώστε δεν αφήκαν σε κανένα μεταγενέστερο την δυνατότητα να τους υπερβάλει.
Εξ
άλλου στην ιδιωτική τους ζωή, ήταν τόσο
μετρημένοι και τόσο πολύ τα ήθη τους ήταν σύμφωνα με τον χαρακτήρα της
πολιτείας, ώστε σήμερα αν κανείς από σας
γνωρίζει την οικία του Αριστείδου ή του Μιλτιάδου ή κάποιου άλλου από τους ένδοξους άνδρες του
καιρού εκείνου, αν την γνωρίζει ποια είναι, θα δει ότι δεν έχει καλύτερη όψη
από την οικία του τυχαίου γείτονα. Διότι εκείνοι δεν πολιτεύονταν για να
πλουτίσουν, αλλά καθένας από αυτούς θεωρούσε
καθήκον του να αυξήσει τον κοινό πλούτο. Και έτσι επειδή ήταν ειλικρινείς απέναντι στους άλλους Έλληνες,
ευσεβείς προς τους θεούς, και είχαν σαν αρχή την ισότητα μεταξύ των πολιτών,
απόκτησαν, όπως ήταν φυσικό, αξιοθαύμαστη ευδαιμονία.
Τότε
λοιπόν τέτοια ήταν η κατάσταση των προγόνων μας, τον καιρό που είχαν αρχηγούς εκείνους που ανέφερα.
Σήμερα δε με τους ... τίμιους αυτούς ανθρώπους ποια είναι η κατάστασή μας;
Άραγε είναι όμοια ή περίπου όμοια με
εκείνη; Η κατάστασή μας... αλλά προτιμώ
να σιωπήσω ενώ πολλά θα είχα να πω. Εν πάση περιπτώσει, την στιγμή αυτή κατά
την οποία βλέπετε όλοι ότι κανείς ανταγωνιστής
δεν υπάρχει γύρω σας, όταν οι μεν
Λακεδαιμόνιοι έχουν καταστραφεί οι δε Θηβαίοι είναι πολυάσχολοι, και κανείς
άλλος δεν είναι σε θέση να μας διεκδικήσει τα πρωτεία, όταν μας είναι επομένως
δυνατόν και κάθε τι το οποίο μας ανήκει να κατέχουμε με ασφάλεια και των άλλων
Ελλήνων διαιτητές να γίνουμε, να που εμείς έχουμε αποστερηθεί εδαφών δικών μας.
Έχουμε
ξοδεύσει άσκοπα περισσότερα από χίλια πεντακόσια τάλαντα, τους συμμάχους τους
οποίους αποκτήσαμε κατά τη διάρκεια της
ειρήνης και τέλος δημιουργήσαμε ένα
τέτοιον εχθρό για να μας κτυπήσει. Αν κανείς έχει αντίρρηση, ας έλθει να μου
πει σε ποιον άλλον ο Φίλιππος οφείλει την δύναμή του, αν όχι σε μας;
Έστω,
θα μου πουν. Η εξωτερική μας θέση δεν είναι καθόλου καλή, αλλά στο εσωτερικό,
εντός της πόλης, η κατάσταση τώρα είναι βελτιωμένη. Και τι λοιπόν μπορεί να μου
αναφέρουν; Τα τείχη των επάλξεων που
ασβεστώνουμε, τους δρόμους που επισκευάζουμε, τις κρήνες και τα άλλα τιποτένια
πράγματα; Αλλά στρέψετε λοιπόν το
βλέμμα προς τους ανθρώπους της πολιτικής αυτής: Από άσημοι έγιναν περιφανείς,
μερικοί δε κατασκεύασαν για τον εαυτό
τους σπίτια περισσότερο επιβλητικά από τα δημόσια οικοδομήματα, και εφ’
όσον η περιουσία του κράτους μειωνόταν
τόσο η δική τους αύξανε.
Ποια
λοιπόν είναι η αιτία όλων αυτών;
Γιατί άλλοτε τα πάντα ήταν
εντάξει και σήμερα τα πάντα είναι σε αταξία;
Να γιατί: Γιατί ο λαός είχε το θάρρος να εκστρατεύει αυτοπροσώπως και
ήταν αυτός κύριος των πολιτικών ανδρών
και διέθετε αυτός όλες τις κρατικές παροχές, κάθε ένας δε των πολιτευομένων
θεωρούσε τον εαυτό του ευτυχή να δεχθεί από τα χέρια του λαού μέρος των τιμών,
των αξιωμάτων, ή οιουδήποτε άλλου αγαθού.
Τώρα
απεναντίας οι πολιτικοί άνδρες είναι κύριοι
των πάντων και τα πάντα μέσω αυτών γίνονται. Σεις δε ο λαός,
εξαντλημένοι ψυχικά και στερημένοι των χρημάτων σας και των συμμάχων σας
καταντήσατε στον ρόλο του υπηρέτη και του πέμπτου τροχού της αμάξης και
θεωρείσθε ευτυχείς αν σας διανείμουν μέρος από τα θεωρικά ή αν οργανώσουν πομπή
κατά την εορτή των βοηδρομίων, τέλος δε – αυτό κατ’ εξοχήν αποδεικνύει τον ανδρισμό σας ! – οφείλετε
προς αυτούς χάρη γιατί σας προσφέρουν
ό,τι σας ανήκει! Εκείνοι δε, αφού σας έκλεισαν μέσα στην πόλη, σας οδηγούν προς αυτή την λεία και σας τιθασεύουν για να σας καταστήσουν πειθήνιους.
Νομίζω
δε ότι ουδέποτε συμβιβάζεται φρόνημα
υπερήφανο και γενναίο με πράξεις μικρές και ευτελείς. Το φρόνημα των ανθρώπων
είναι κατ’ ανάγκη ανάλογο με την συμπεριφορά τους. Αλλά δεν θα εκπλαγώ, μα την
Δήμητρα, εάν ατά που σας είπα μου
στοιχίσουν περισσότερο από ό,τι θα
κοστίσει σε αυτούς το κακό που σας
έκαναν. Την ειλικρίνεια επί όλων των θεμάτων δεν την ανέχεσθε. Και εγώ αλήθεια
απορώ πως με αφήσατε σήμερα να μιλήσω.
Και
εν τούτοις, αν έστω και τώρα απαλλαγείτε
από τις κακές αυτές
συνήθειες, αν θελήσετε να στρατευθείτε
και να δράσετε κατά τρόπο αντάξιό σας, αν δεχθείτε να χρησιμοποιήσετε τα
πλεονάσματα (τα θεωρικά) ως μέσον για να διαφυλάξετε τα αγαθά τα έξω (τις
κτήσεις), ίσως τότε, Αθηναίοι πολίτες, ίσως
πραγματοποιήσετε ένα κέρδος οριστικό και μεγάλο και απαλλαγείτε από τις
χρηματικές αυτές διανομές οι οποίες πολύ μοιάζουν προς τις τροφές που δίνουν οι γιατροί στους ασθενείς. Γιατί
και οι τροφές αυτές ούτε δυνάμεις δίνουν
στον ασθενή ούτε να πεθάνει τον αφήνουν. Έτσι και αυτά που διανέμετε τώρα μεταξύ σας ούτε αρκετά
είναι για να σας δώσουν κάποια πραγματική ωφέλεια, ούτε πάλι σας αφήνουν να
περιέλθετε σε απόγνωση και να
ασχοληθείτε με άλλη εργασία. Αυτά δε είναι αντιθέτως που επαυξάνουν την
αδράνεια κάθε ενός από εσάς.
Προτείνεις
λοιπόν, θα μου πουν, την εισαγωγή στρατιωτικού μισθού; Ναι, Αθηναίοι πολίτες, αλλά συγχρόνως από
σήμερα ζητώ να οργανωθούμε όλοι κατά
τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε ένας να λαμβάνει μεν αυτό που του αναλογεί από τα
δημόσια χρήματα, αλλά να είναι έτοιμος να εκτελέσει ό,τι η πατρίδα έχει ανάγκη. Είναι δυνατόν να παραμένουμε σε
ειρήνη; Εν τοιαύτη περιπτώσει μένετε
στο σπίτι σας με μεγαλύτερη άνεση,
απαλλαγμένοι από την ανάγκη να κάνετε
κάτι ταπεινωτικό λόγω πλήρους ελλείψεως πόρων. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο
με αυτά που συμβαίνουν σήμερα; Θα υπηρετήσει
κάποιος ως στρατιώτης με μισθό από τα
ίδια αυτά χρήματα, όπως είναι δίκαιο να υπηρετεί κανείς την πατρίδα. Πέρασε
κανείς την στρατεύσιμη ηλικία; Αυτά που λαμβάνει σήμερα κατά τρόπο άτακτο, χωρίς να προσφέρει καμία υπηρεσία, ας τα
λαμβάνει επί τη βάσει τακτικής
υπηρεσίας, επιβλέποντας και διοικώντας
όλα όσα πρέπει να γίνονται.
Με
λίγα λόγια, χωρίς να αφαιρέσω και χωρίς να προσθέσω τίποτα, πλην ασημάντων λεπτομερειών, καταργώ την αταξία και εισάγω στην πόλη την τάξη, κανονίζοντας στην βάση μιας γενικής αρχής τους μισθούς, τις
στρατιωτικές υποχρεώσεις, τις δικαστικές υποχρεώσεις, την χρησιμοποίηση καθενός
από τους πολίτες ανάλογα με την ηλικία του και τις παρουσιαζόμενες ανάγκες. Αλλά μου είναι εντελώς αδύνατο να σας προτείνω να διανέμετε τα χρήματα των εργαζομένων σε εκείνους που δεν κάνουν
τίποτε, να μένετε δε σεις αργόσχολοι και διστακτικοί και να ζητάτε
πληροφορίες αν νίκησαν κάπου οι
μισθοφόροι του ενός ή του άλλου στρατηγού. Διότι αυτό ακριβώς γίνεται τώρα.
Και δεν μέμφομαι βέβαια εκείνον ο οποίος κάτι κάνει για σας από όσα απαιτούνται, αλλά έχω την αξίωση να πράττετε και σεις χάριν του δικού σας συμφέροντος εκείνα για τα οποία απονέμετε στους άλλους τις τιμές, και να μην παραχωρείτε σε τρίτους, Αθηναίοι πολίτες, την τιμητική θέση της ανδρείας, την οποία οι πρόγονοί σας με πολλούς και ένδοξους κινδύνους κατέκτησαν και σας κληροδότησαν.
Είπα
σχεδόν ό,τι νομίζω χρήσιμο. Είθε δε να
αποφασίσετε ό,τι θα αποβεί προς το
συμφέρον της πόλης και όλων σας.