ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ
ΟΡΝΙΘΕΣ
414 π.Χ. β΄ βραβείο
ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
ΕΠΟΠΑΣ
ΧΟΡΟΣ
ΠΟΥΛΙ
ΚΗΡΥΚΑΣ
ΙΕΡΕΑΣ
ΠΟΙΗΤΗΣ
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
ΜΕΤΩΝ
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΙ
ΙΡΙΔΑ
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
ΗΡΑΚΛΗΣ
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
ΑΓΓΕΛΟΣ
ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ
Ο Ευελπίδης και ο Πισθέταιρος - Αθηναίοι πολίτες - είναι απηυδισμένοι από τη ζωή τους στην Αθήνα, από τα στραβά της και τη δικομανία της. Αποφασίζουν λοιπόν να φύγουν και πάνε να βρουν τον Έποπα (τσαλαπετεινό) για να τους πει - σαν πουλί που είναι και πετάει σε διάφορα μέρη - μήπως ξέρει αν κάπου υπάρχει κάποια πόλη στα μέτρα τους για να ζήσουν εκεί.
(Ο Ευελπίδης και ο Πισθέταιρος βαστούν στα χέρια τους από ένα πουλί - κουρούνα και κίσσα - και προχωρούν. Τους ακολουθούν δύο δούλοι με αποσκευές. Κάποια στιγμή σταματούν για λίγο και συνομιλούν).
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Προς τα εκεί μου λες, που φαίνεται το δέντρο;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! που να σκάσεις παλιόκισσα! "Πίσω" λέει πάλι!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Τι πάμε πάνω κάτω συνέχεια; Θα κουραστούμε άδικα
.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Να με κάνει η κίσσα να περπατάω ο δύστυχος τόσα χιλιόμετρα δρόμο!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κι εγώ ο τρισδύστυχος ν' ακούω την κουρούνα και να ξενυχιάσω τα πόδια μου!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Που φτάσαμε τώρα; Τα έχασα.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Θα μπορούσες να βρεις το δρόμο για την Αθήνα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Από δω; Ούτε ο Εξηκεστίδης το μπορεί.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Αλίμονό μας!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άντε φίλε, κάνε δύναμη και ξεκίνα πάλι.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Αχ τι μας έκανε ο Φιλοκράτης ο ορνιθοπώλης.
Μου έλεγε πως τα πουλιά του θα μας δείξουν τον Τηρέα - τον τσαλαπετεινό
τον αρχηγό των πουλιών
και μας πάσαρε τούτη την κουρούνα, την μαύρη φωνακλού σαν το γιο του Θαρελείδη
και πληρώσαμε εκατό οβολούς, κι αυτήν την παλιοκίσσα δώσαμε άλλους τριακόσιους;.
Και μόνο να τσιμπούν ήξεραν τα παλιόπουλα. Τι χάσκεις τώρα παλιοκουρούνα, ε;
Στους γκρεμούς πιο μέσα μας τραβάς και δε βλέπω να υπάρχει δρόμος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ούτε και κανένα μονοπάτι απ' αυτή τη μεριά.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Δε λέει τίποτα για το δρόμο η κίσσα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δε λέει. Ό,τι έκανε κάνει.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Τι λέει για το δρόμο;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μόνο κρα κρα, και θέλει να μου φάει τα δάκτυλα. τίποτε άλλο.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Μα τι κακό θεοί μου!
Μας έκοψε ανάγκη να πάμε, "στους Κόρακες" κι όλα τα ετοιμάσαμε
και τώρα χάσαμε το δρόμο!
Εμείς αγαπητοί ακροατές και θεατές
την αντίθετη αρρώστια του Σάκα αρρωστήσαμε.
Εκείνος δεν είναι Αθηναίος και χώνεται να γίνει
κι εμείς οι ακυνήγητοι - από γένος και φυλή
και γέννημα και θρέμμα της Αθήνας
την αφήνουμε με όλη την καρδιά μας και πάμε να φύγουμε.
Όχι που δεν τη θέλουμε την πόλη μας γερή να είναι κι ευτυχισμένη
και όλοι να πληρώνουν τους φόρους τους,
αλλά στα δέντρα τα τζιτζίκια ένα δυο μήνες τζιτζικούν
ενώ οι Αθηναίοι μια ζωή ολόκληρη στις δίκες τρέχουν!
Γι' αυτό αρχίσαμε τούτο το περπάτημα
παίρνοντας τα υπάρχοντά μας στον ώμο,
να βρούμε τόπο και ν' αράξουμε οι έρμοι.
Σκοπός μας πρώτος είναι να βρούμε τον Τηρέα
τον τσαλαπετεινό, τον παντεπόπτη, να μας πει,
να μάθουμε, καθώς πέταγε, αν είδε καμιά τέτοια πόλη
ήσυχη και καλή να απαγκιάσουμε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, ε! φίλε!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Τι είναι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Η κίσσα, από ώρα, κάτι μου λέει για πάνω.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κι εμένα η κουρούνα μου τεντώθηκε.
Κάτι σαν να μου δείχνει για πουλιά.
Και δεν μπορεί να μην είναι. Θα είναι.
Ας κάνουμε θόρυβο να καταλάβουμε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ξέρεις κάτι; Χτύπα τις πέτρες με τα πόδια σου δυνατά!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κι εσύ με το κεφάλι, διπλός να είναι ο βρόντος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πιάσε πέτρες και χτύπα τες.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Πιάνω αφού το λες. Αγόρι! Αγόρι!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τον Έποπα λες αγόρι; Δεν έπρεπε να πεις Εποπόι αντί αγόρι;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Εποπόι! Άντε θα με κάνεις να χτυπήσω απ' την αρχή.
Εποπόιι! Εποπόιι!
(Βγαίνει ένα πουλί - υπηρέτης του Έποπα, μέσα από τα βάτα)
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ποιοι είσαστε; Ποιος φωνάζει τον αφέντη;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Πω πω, θεέ Απόλλωνα, τι μεγάλη μύτη που έχει!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Ωχ! Κυνηγοί είναι, την έβαψα!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Μη μιλάς έτσι, πες κάτι καλύτερο.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Μεγάλο κακό μας βρήκε!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Μα εμείς δεν είμαστε άνθρωποι!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Και τι είσαστε;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Εγώ είμαι πουλί απ' τη Λιβύη. Ο τρεμούλης!
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Δεν κατάλαβα;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Τον κουτσουλιά μπροστά μου ρώτα.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Και τούτο εδώ, τι πουλί είναι; Για πες μου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εγώ είμαι κουτσουλιάς, απ' την Κολχίδα.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κι εσύ, για το θεό, τι θηρίο είσαι;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Πουλί είμαι. Υπηρέτης.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κόκορας σε πήρε για δούλο;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Όχι. Έγινε τ' αφεντικό μου έποπας
κι ευχήθηκε να γίνω εγώ πουλί για να τον υπηρετώ.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Και θέλει να έχει δούλο το πουλί;
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Είναι που ήταν άνθρωπος πριν γίνει πουλί, και λαχταρά μερικές φορές μαρίδες του Φαλήρου.
Πιάνω το καλάθι εγώ τότε, και τρέχω να του φέρω.
Άλλοτε λαχταρά φάβα με χύτρα και κουτάλα και τρέχω για κουτάλα εγώ.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Α! Πολύ τρέχει τούτο το πουλί.
Ξέρεις λοιπόν κάτι Τρεχάλα; Φώναξέ μας τον αφέντη σου.
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Έφαγε μύρτα και μυγίτσες και βαριοστομάχιασε. Κοιμάται τώρα, μα τον Δία.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Να τον ξυπνήσεις
ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Θα κατεβάσει μούτρα, εγώ τον ξέρω. Μα θα το κάνω για χατίρι σας.
(Φεύγει ο Υπηρέτης, χώνεται στα βάτα. Στους δυο οδοιπόρους ακούγεται κάποιος θόρυβος)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! που να χαθείς! Με κοψοχόλιασες!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Αχ ο δύστυχος! Τρόμαξε και μου έφυγε η κουρούνα!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε ψευτοθηρίο, απ' το φόβο σου την άφησες;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κι εσύ την βρομοκίσσα σου, πέφτοντας, δεν την άφησες κι έφυγε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βέβαια δεν την άφησα.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Και τότε που είναι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πέταξε.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Άρα, δεν την άφησες; Μπράβο στην παλικαριά σου!
(Ακούγεται ο Έποπας - τσαλαπετεινός πίσω απ' τα κλαδιά και στη συνέχεια βγαίνει)
ΕΠΟΠΑΣ
Παραμέρισε τα κλαδιά να βγω επιτέλους!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ηρακλή μου! Τι 'ναι το θηρίο τούτο! Τι φτέρωμα, πω πω! Τι τριώροφο λοφίο!
ΕΠΟΠΑΣ
Ποιοι είναι αυτοί που με ζητούν;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Οι δώδεκα θεοί... αυτοί σου μάδησαν τα φτερά;
ΕΠΟΠΑΣ
Τα φτερά μου βλέπετε και γελάτε; Άνθρωπος ήμουν πρώτα!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Δεν γελούμε με σένα.
ΕΠΟΠΑΣ
Τότε με τι;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Η μύτη σου μας φαίνεται αστεία.
ΕΠΟΠΑΣ
Έτσι με παρουσιάζει ο Σοφοκλής, στην τραγωδια, με στραβή μύτη, εμένα τον Τηρέα!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ο Τηρέας είσαι; Τι είσαι; Πουλί ή παγόνι;
ΕΠΟΠΑΣ
Πουλί βέβαια!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Και τα φτερά σου που είναι τότε;
ΕΠΟΠΑΣ
Μάδησαν κι έπεσαν.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Από αρρώστια; Πως έγινε;
ΕΠΟΠΑΣ
Όχι. Το χειμώνα τα πουλιά όλα μαδούμε τα φτερά μας
κι ύστερα ξανά βγάζουμε καινούργια.
Εσείς όμως ποιοι είσαστε;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Εμείς; Άνθρωποι είμαστε.
ΕΠΟΠΑΣ
Άνθρωποι είσαστε, από ποιο μέρος;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Από κει που βγαίνουν οι καλές τριήρεις...
ΕΠΟΠΑΣ
Μήπως είσαστε δικομανείς;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Όχι. Το αντίθετο. Ενάντιοι στις δίκες.
ΕΠΟΠΑΣ
Βγαίνει αυτό το φρούτο εκεί;;;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κάτι βρίσκεις στα χωράφια όταν ψάξεις.
ΕΠΟΠΑΣ
Τι πράγμα σας χρειάζεται κι ήρθατε εδώ;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Θέλουμε να σε δούμε.
ΕΠΟΠΑΣ
Γιατί;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Γιατί κάποτε ήσουν άνθρωπος όπως κι εμείς,
και χρώσταγες κι εσύ, όπως κι εμείς,
και χαιρόσουν που δεν πλήρωνες, όπως χαιρόμασταν και μεις,
και ύστερα που άλλαξες κι έγινες πουλί
και πέταξες ολόγυρα - και θάλασσα και γη -
είδες, όσα είδε ο άνθρωπος και τα πουλιά μαζί.
Γι' αυτό λοιπόν, ικέτες ήρθαμε να σε παρακαλέσουμε
μήπως ξέρεις να μας πεις καμιά όμορφη πόλη
σαν βελέντζα ολόπαχη και μαλακή να γείρουμε.
ΕΠΟΠΑΣ
Πιο μεγάλη απ' την Αθήνα;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Όχι πιο μεγάλη. Να είναι όμως πιο πολύ στα μέτρα μας.
ΕΠΟΠΑΣ
Κυβέρνηση αριστοκρατίας δηλαδή επιθυμείς;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Εγώ; Καθόλου. Και τον Αριστοκράτη του Σκελλία ακόμα σιχαίνομαι.
ΕΠΟΠΑΣ
Σε τι σόι πόλη δηλαδή θα μένατε;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Σε πόλη που τα βάσανα τα μεγάλα, ας πούμε,
θα ήταν να έρθει στην πόρτα μου φίλος πρωί να μου πει
"στο όνομα του Δία, να 'ρθεις με τα παιδιά σου
λουσμένα, καθαρά, στο σπίτι μου αμέσως,
θα 'χω τραπέζι γάμου.
Και κοίτα μη δεν έρθεις, έτσι;
Μη μου 'ρθεις αλλιώς όταν με βρουν τα δύσκολα"!
ΕΠΟΠΑΣ
Ε, μα το Δία, έρωτα που έχεις για τα δύσκολα! Κι εσύ;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για τέτοια έρωτα έχω κι εγώ.
ΕΠΟΠΑΣ
Σαν ποια τέτοια;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, να, ένας πατέρας ωραίου αγοριού
να με βρει στο δρόμο και να μου κλαφτεί σαν αδικημένος.
"Καλά βρε Στιλβωνίδη, να μου πει,
αντάμωσες το γιο μου να φεύγει από το στάδιο, λουσμένος και όμορφος
και ούτε που του μίλησες ούτε τον πλησίασες ούτε και τον φίλησες;
Και λες πως είσαι φίλος από πατέρα φίλο!
ΕΠΟΠΑΣ
Αχ κακομοιρούλη μου εσύ! Τι συμφορές που λαχταρά η ψυχή σου!
Υπάρχει όμως τέτοια πόλη ευτυχισμένη… στην Ερυθρά τη θάλασσα…
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Όχι, όχι, μη κοντά στη θάλασσα,
θα μας προκύψει πρωινό καμιά Σαλαμινία
φέρνοντας δικαστικό κλητήρα …
Πόλη ελληνική έχεις να μας πεις;
ΕΠΟΠΑΣ
Δεν πάτε να μείνετε στο Λέπρεο της Ηλείας;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Όχι, διότι, ας μην το ξέρω, αλλά τον Λέπρεο τον σιχαίνομαι από τον Μελάνθιο.
ΕΠΟΠΑΣ
Είναι και άλλοι τόποι. Οι Οπούντιοι της Λοκρίδας.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ούτε για τάλαντα χρυσού δεν θα γινόμουν Οπούντιος!
Εδώ όμως η ζωή με τα πουλιά, πως είναι; Εσύ την ξέρεις.
ΕΠΟΠΑΣ
Ε, χωρίς έγνοιες, καλή είναι.
Πρώτα πρώτα πορτοφόλι δεν χρειάζεται εδώ…
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Α! Την πιο μεγάλη βρώμα της ζωής την έβγαλες!
ΕΠΟΠΑΣ
Και βόσκουμε στους κήπους μύρτα και σουσάμια
και παπαρούνες και μεντόσπορου;.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Α! Εσείς σαν νιόγαμπροι περνάτε!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω!
Νομίζω ότι τα πουλιά θα γίνονταν πολύ δυνατά αν άκουγαν εμένα!
ΕΠΟΠΑΣ
Αν σε άκουγαν, σε τι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σε τι να με άκουγαν; Πρώτα να μην πετάτε γυροχάσκοντας συνέχεια.
Αυτό δεν χαίρει εκτίμησης.
Κάτω σε μας, για παράδειγμα,
αν ρωτήσει κάποιος για τους χαζοπαρμένους
"τι φτερωτό είναι αυτό;"
"Όρνεο", θα πει ο Τελέας,
"άνθρωπος φτερό, αλλοπαρμένος και απρόβλεπτος, όλο αιωρούμενος.
Ποτέ δεν μένει κάπου σταθερός".
ΕΠΟΠΑΣ
Ε, μα το Διόνυσο, καλά τα λές... μα τι πρέπει να κάνουμε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Να κάνετε μια πόλη!
ΕΠΟΠΑΣ
Τι πόλη να φτιάξουν τα πουλιά;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι πόλη; Πω πω κουβέντα ανόητη! Κοίτα κάτω.
ΕΠΟΠΑΣ
Κοιτάω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κοίτα τώρα και πάνω.
ΕΠΟΠΑΣ
Κοιτάω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Είδες τίποτα;
ΕΠΟΠΑΣ
Ουρανό και σύννεφα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αυτός δεν είναι των πουλιών ο πόλος;
ΕΠΟΠΑΣ
Πόλος; Τι πόλος δηλαδή;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όπως λέμε τόπος.
Αν όμως τον φράξετε και τον κατοικήσετε
από πόλος θα γίνει … πόλη,
άρα θα τους κάνετε τους ανθρώπους ακριδάκια
και τους θεούς θα τους τσακίσετε στην πείνα, όπως και τη Μήλο.
ΕΠΟΠΑΣ
Πως;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ανάμεσα στους θεούς και τη γη είναι ο αέρας.
Άρα, όπως εμείς, αν θέλουμε να πάμε στους Δελφούς,
ζητούμε άδεια από τους Βοιωτούς, να περάσουμε από το δρόμο,
έτσι κι όταν θυσιάζουν στους θεούς οι άνθρωποι
αν οι θεοί δεν δώσουν φόρο σε σας,
δεν θα τους αφήνετε την κνίσα να περνάει
απ' το χάος και την πόλη σας.
ΕΠΟΠΑΣ
Πω πω πω! Μα τη γη και μα τα σύννεφα
και μα τις παγίδες και μα τα δίχτυα...
άλλη σκέψη πιο έξυπνη δεν άκουσα!
Θα την έφτιαχνα λοιπόν την πόλη μαζί σου, αν δέχονταν τα πουλιά.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ποιος θα τους το πει να το καταλάβουν;
ΕΠΟΠΑΣ
Εσύ. Τόσον καιρό μαζί τους τώρα, τους έμαθα και γλώσσα που δεν είχαν.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπορείς να τα καλέσεις;
ΕΠΟΠΑΣ
Εύκολα. Θα μπω εδώ στο θάμνο τώρα, να ξυπνήσω την Αηδόνα μου
και θα βαρέσουμε το προσκλητήριο.
Και μόλις ακούσουν τη φωνή μας, θα τρέξουν γρήγορα και θα 'ρθουν.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πουλί μου αγαπημένο τώρα μη χασομεράς.
Έλα σε ικετεύω, χώσου στο θάμνο γρήγορα, ξύπνα την Αηδόνα.
(Ο Έποπας παραμερίζει τα κλαδιά του θάμνου και "φωνάζει")
ΕΠΟΠΑΣ
Έλα συντροφούλα μου σταμάτα τον υπνάκο
λευτέρωσε τις άγιες των ύμνων μελωδίες
που για τον Ιτύ μας τον πολυδάκρυτο
το θείο στόμα σου θρηνεί.
(Αρχίζουν σιγά και δυναμώνουν στη συνέχεια οι τρίλιες της Αηδόνας)
Ιερά τραγούδια βγάζει ο τρεμουλιαστός λαιμός σου
και η γλύκα μες απ' τον κισσό, στο θρόνο προχωρεί του Δία
κι ακούει ο χρυσομάλλης Φοίβος και στο θρήνο σου απαντάει
με τη φιλντισένια λύρα, στήνοντας θεών χορούς
κι από στόματα αθανάτων, των μακάρων η φωνή ξεπηδά
συνταιριασμένη.
(Κελάηδισμα)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δία βασιλιά! Αχ φωνή η Αηδόνα! Μέλι τον γέμισε το θάμνο.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ε! Εσύ!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι είναι; Πάψε.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Γιατί;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ο Έποπας πάλι καθαρίζει τη φωνή του.
(Ο Έποπας κάνει μερικούς λαρυγγισμούς και μετά "τραγουδάει")
ΕΠΟΠΑΣ
Εποποί ποποπό ποποποί
ιω ιω, εδώ εδώ εδώ.
Και όσα στα καλόσπορα χωράφια γεωργών
καλοπερνάτε - κριθοφάγα σποροφάγα
μύρια όσα γένη,
που σκορπίζετε γλυκούς ήχους πετώντας
κι όσα στ' αυλάκια στη σειρά στους σβώλους πάνω τιτιβίζετε
με λιγωμένη τη φωνή
τσίου τσίου
κι όσα στων κήπων τα πυκνά κισσόκλαδα τσιμπολογάτε
και όσα στα βουνά βλαστοκορφές και κούμαρα,
ελάτε τρέξτε, σας καλώ.
Τριο τριοτρίξ.
Και όσα σε βαλτοτόπια και στενά
μαζεύετε σκνιπούλες - και σε μέρη δροσερά
και λιβάδια χλοερά του Μαραθώνα είσαστε,
κι εσύ πουλί πανέμορφο, λιβαδοπέρδικά μου,
και όσα απ' τ' άσπρα πουλιά μαζί με τις αλκυόνες
πάνω κύματα κοπαδιαστά πετάτε
ελάτε εδώ να μάθετε
ελάτε όλων των ειδών τα μακρολαίμικα πουλιά
σύναξη καλούμε.
Ήρθε κάποιος γέρος μυαλωμένος και αψύς
τα πρωτάκουστα που λέει ελάτε να ακούσετε
εδώ εδώ...
(Ακούγονται φωνές πουλιών - και σε λίγο θα φανούν)
ΧΟΡΟΣ ΠΟΥΛΙΩΝ
Τορό τορό τοροτο τριξ
Κικαβάου κικαβάου
Τόρο τόρο τορολίξ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βλέπεις κανένα πουλί;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Όχι, μα τον Απόλλωνα κι ας χάζεψα κοιτώντας όλο τον ουρανό.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άδικα ο Έποπας χώθηκε στο θάμνο και τα καλούσε κακαρίζοντας
(Ακούγονται φτερουγίσματα. Πετιέται ένα πουλί. Στη συνέχεια άλλα).
ΠΟΥΛΙ
Τοροτίξ τοροτίξ!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! Να το ένα! Έρχεται! Πουλί είναι!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Μα το Δία, πουλί είναι τι είναι; Παγόνι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θα μας πει ο Έποπας! Τι πουλί είναι;
ΕΠΟΠΑΣ
Δεν είναι απ' αυτά που βλέπετε συχνά,
είναι απ' τα ασυνήθιστα. Είναι πουλί λιμνίσιο.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Πω πω κοκκινοπάδες! Κι ομορφιές!
ΕΠΟΠΑΣ
Και βέβαια κοκκινοπάδες! Κοκκινοπούλι είναι.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ε! Για δες, εσένα λέω, δες!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι φωνάζεις;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Άλλο τούτο το πουλί!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άλλο, μα το Δία, απ' άλλα μέρη. Άγνωστο!
Ποιο είναι ατό το άγνωστο λικνιστερό πουλί
το μαντικό, που έκατσε στο βράχο;
ΕΠΟΠΑΣ
Αυτό είναι ο Μήδος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μήδος! Άνακτα Ηρακλή μου!
Μήδος και χωρίς καμήλα πως ήρθε;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κι αυτό στο ψήλωμα εκεί; Άλλο πουλί με τη λοφάρα του.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι είναι αυτό το τέρας πάλι!
Δεν είσαι τσαλαπετεινός μόνο εσύ, είναι και άλλος;
ΕΠΟΠΑΣ
Αυτός είναι του Φιλοκλή. Του γιου του Έποπα.
Εγώ είμαι παπούς του.
Όπως, να πούμε, Ιππόνικος του Καλλία ο γιος
και Καλλίας του Ιππονίκου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Καλλίας άρα λέγεται! Πως φτερομαδάει έτσι!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Είναι από τζάκι και γι' αυτό. Τον μαδούν οι συκοφάντες κι οι εταίρες!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θεέ Ποσειδώνα, κι άλλο πουλί φανταχτερό. Πως το λένε αυτό;
ΕΠΟΠΑΣ
Αυτό; Αυτό το λένε Φαγά!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι άλλος φαγάς, εκτός απ' τον Κλεώνυμο;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Πως τότε δεν πέταξε το λοφίο του κι αυτό;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι τα 'πιασε τώρα και κάθησαν όλα στο λόφο; Γιατί δεν έρχονται στο πλάτωμα
;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Όπως οι Κάρες πιάσαν τα ψηλώματα! Θέματα ασφαλείας.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω Ποσειδώνα μου! Για δες πουλί και κακό που συγκεντρώθηκε!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Φοίβε θεέ μου, σύννεφο!
Πω πω μαυρίλα πλάκωσε! Δεν φαίνεται η πόρτα!
ΕΠΟΠΑΣ
Αυτό είναι η Πέρδικα. Αυτό Λιβαδοπέρδικα,
Πάπια αυτό. Και Αλκυόνα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το άλλο από πίσω της;
ΕΠΟΠΑΣ
Ο άντρας της ο Κείρυλλος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Είναι πουλί ο άντρας της;
ΕΠΟΠΑΣ
Γιατί όχι; Δεν είναι πουλί ο Σπόργιλος;
Αυτή είναι η Γλαύκα.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Γλαύκα τι; Ποιος έφερε γλαύκα στην Αθήνα;
ΕΠΟΠΑΣ
Τρυγόνα, Τσίχλα, Σιταρήθρα, Σουσουράδα
Κεφαλάς, Φάσσα, Κούκος, Κιρκινέζι,
Καλογιάννης, Βουτηχτάρα, Γέρακας, Γερανός,
Όρνεο, Δρυοκολάπτης, Κορυδαλλός
Κοκκινοπόδης...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω όρνεα σωστά! Πω πω λιανοπούλια!
Πως τιτιβίζουν τρέχοντας και κρώζουν! Μήπως μας απειλούν;
Βλέπουν κατά δω με ανοιχτό το στόμα! Εμάς βλέπουν θαρρώ!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Έτσι νομίζω κι εγώ.
(Τα πουλιά που έφτασαν είναι αναστατωμένα και ψάχνουν. Μιλάει ένα, ως εκπρόσωπος)
ΧΟΡΟΣ
Που που που 'ναι που 'ναι, που 'ναι
αυτός που μας κάλεσε; που είναι και βόσκει;
ΕΠΟΠΑΣ
Εγώ είμαι, παρών είμαι, δεν παρατώ τους φίλους.
ΧΟΡΟΣ
Τι τι τι φιλίας λόγο έχεις να μας πεις;
ΕΠΟΠΑΣ
Σίγουρο και δίκαιο και γλυκό και χρήσιμο.
Ήρθαν και με βρήκαν δύο άνθρωποι με μυαλό ξυράφι…
ΧΟΡΟΣ
Που πως, πως λες;
ΕΠΟΠΑΣ
Είπα ότι ήρθαν δύο γέροι απ' τη γη
και ήρθαν έχοντας στο μυαλό τους την ιδέα πελώριου πράγματος!
ΧΟΡΟΣ
Ω μέγα σφάλμα, το πιο μεγάλο έκανες! Τι είναι αυτό που λες;
ΕΠΟΠΑΣ
Μη φοβάσαι από τώρα. Λόγια είναι.
ΧΟΡΟΣ
Αχ τι μου έκανες!
ΕΠΟΠΑΣ
Δέχτηκα δυο άντρες που τους άρεσε η ζωή μας.
ΧΟΡΟΣ
Έκανες τέτοιο πράγμα;
ΕΠΟΠΑΣ
Και χαίρομαι που το έκανα.
ΧΟΡΟΣ
Και τώρα είναι εδώ κοντά μας;
ΕΠΟΠΑΣ
Αφού είμαι κι εγώ κοντά σας.
(Στο διάστημα αυτό τα πουλιά σιγά σιγά από τα ψηλώματα μαζεύτηκαν στη σκηνή)
ΧΟΡΟΣ
Πα πα πα! μας πρόδωσαν, πάθαμε ανόσια!
Αφού αυτός που ήταν φίλος
και σε χωράφια διπλανά μας βόσκαγε
τα κλότσησε τα πάτρια, των πουλιών τους όρκους πάτησε,
μ' έφερε σε παγίδα, με παράδωσε σ' ανόσιο
που αφ' ότου εγεννήθη, όλο εχθρός μου είναι και με κυνηγά.
Μ' αυτόν όμως αργότερα θα λογαριαστούμε.
Τώρα τους δυο, αν θέλετε τη γνώμη μου,
πρέπει τους για πληρωμή να τους κατατσιμπήσουμε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάει λοιπόν χαθήκαμε!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Εσύ τα φταις που θα μας φάνε. Τι μ' έφερες μαζί σου;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σε πήρα να μ' ακολουθείς.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Και κορόμηλο τα δάκρυα να χύνω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μη λες χαζά! Τι δάκρυα σε νοιάζουν
κι όχι αν σου βγουν ολόκληρα τα μάτια με τη μια;
ΧΟΡΟΣ
Αχ αχαχ. Τεντώσου κι όρμα!
Επάνω τους ρίξε πολέμου οργή,
τα φτερά σου ολόγυρα τείχος κάνε, και κύκλωσέ τους.
Πρέπει να πονούν, να βογγούν, τροφή να δοθούνε στα ράμφη μας.
Ούτε κατάσκιο βουνό ούτε αιθέρα σύννεφο
ούτε άγριο πέλαγος υπάρχει να δεχτεί τους δυο αυτούς, αν μας γλιτώσουν.
Εμπρός να μην αργούμε. Μάδημα και δάγκωμα.
Που είναι ο ταξίαρχος; Η δεξιά πλευρά εμπρός.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Να που σου το 'λεγα, αχ! Από που να φύγω;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν θα φύγεις. Μείνε.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Να μείνω να με φάνε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και πως θα τους ξεφύγεις;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Δεν ξέρω πως...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Να μείνουμε να πολεμήσουμε. Αυτό λέω εγώ.
Να καταφύγουμε στις χύτρες.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Τι θα μας κάνει η χύτρα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κουκουβάγια πάντως δεν πλησιάζει.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Και για τούτα τα γαμψώνυχα πως θα τα αποφύγουμε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άρπα τη σούβλα μπήξε την μπροστά σου.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Και για τα μάτια, τι να βάλω;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μια σκούπα πάρε να καλυφθείς. Ή πάρε μια τσανάκα.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Βρε βρε στρατηγικό μυαλό! Τι βρήκε! Περνάς και το Νικία στα κόλπα!
ΧΟΡΟΣ
Αέρα Αέρα! Εμπρός! Μπροστά τη μύτη, όρμα.
Δίχως τώρα καθυστέρηση.
Τράβα, Μάδα, Χτύπα, Τρύπα. Τη χύτρα πρώτα πρέπει να σπάσεις.
(Επεμβαίνει ο Έποπας, καθώς τα πουλιά στη σκηνή παίρνουν θέσεις)
ΕΠΟΠΑΣ
Τι πάτε να κάνετε θηρία θηριότατα;
Θα καταφάτε αθώους χωρίς να σας βλάψουν,
συγγενείς και πατριώτες της κυράς μου;
ΧΟΡΟΣ
Λιγότερο απ' τους λύκους θα τους λυπηθούμε.
Ποιους άλλους να εκδικηθούμε μισητότερους;
ΕΠΟΠΑΣ
Κι αν από ένστικτο είναι εχθροί μας, αλλά από πρόθεση είναι φίλοι
και ήρθαν κάτι χρήσιμο να πουν;
ΧΟΡΟΣ
Τι καλό να μας διδάξουν ή να πουν άνθρωποι εχθροί πάππο προς πάππο;
ΕΠΟΠΑΣ
Πολλά μαθαίνουν απ' τους εχθρούς οι σοφοί.
Ο φόβος πάντα σώζει.
Αυτό δεν το μαθαίνεις ποτέ σου από φίλο
μα ο εχθρός σε εξαναγκάζει να το μάθεις.
Απ' τους εχθρούς οι πόλεις έμαθαν να φτιάχνουν τείχη και τριήρεις
- δεν τους το 'μαθαν οι φίλοι.
Κι ό,τι τους μάθαν οι εχθροί αυτό τους σώζει τώρα τους ίδιους
και τα τέκνα τους και το βιός τους.
ΧΟΡΟΣ
Οι συμβουλές σου μας διδάσκουν χρήσιμα θαρρώ.
Κι από εχθρούς μπορείς να μάθεις...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Φαίνεται πως βάζουν νεράκι στο κρασί τους. Κάνε παραπίσω.
ΕΠΟΠΑΣ
Έτσι είναι. Σε μένα το χρωστάτε.
ΧΟΡΟΣ
Ποτέ δεν αντιβγήκαμε σε τίποτα μαζί σου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για ειρήνη το πανε, μα το Δία! Τη χύτρα λοιπόν και την τσανάκα κατέβασε.
Μόνο τη σούβλα, όπως το δόρυ, να κρατούμε βαδίζοντας εδώ που βρισκόμαστε
και να κοιτούμε ολόγυρα πίσω από τη χύτρα.
Φυγή αποκλείεται.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Αν στ' αλήθεια τύχει να σκοτωθούμε, που θα μας θάψουν;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ο Κεραμεικός θα μας δεχτεί.
Για να ταφούμε δημόσια,
θα πούμε στους στρατηγούς πως πέσαμε ενάντια στους εχθρούς
στους Ορνεούς!
ΧΟΡΟΣ
Όχι στη μάχη. Ανάπαυλα τώρα.
Τον θυμό τώρα σκύψε και βάλ' τον δίπλα στην οργή -
όπως αποθέτουν τα όπλα οι οπλίτες
κι ας ρωτήσουμε ποιοι είναι κι από πού ήρθαν, και γιατί.
Ε! Έποπα! Ε! Εσένα ρωτάω.
ΕΠΟΠΑΣ
Τι θέλεις ν' ακούσεις;
ΧΟΡΟΣ
Ποιοι είναι αυτοί, από πού είναι;
ΕΠΟΠΑΣ
Φίλοι. Απ' τη σοφή Ελλάδα είναι.
ΧΟΡΟΣ
Ποια τύχη τους πήρε, στα πουλιά να τους φέρει;
ΕΠΟΠΑΣ
Έρωτας για τη ζωή σας - και τον
τρόπο και τον τόπο και τη συγκατοίκηση.
Και γενικά να 'ναι μαζί σας θέλουν.
ΧΟΡΟΣ
Τι, για ποιο λόγο λένε;
ΕΠΟΠΑΣ
Να ακούς και να θαυμάζεις!
ΧΟΡΟΣ
Βλέπουν να 'χουν κέρδος άξιο να μείνουν,
βοήθεια ενάντια στους εχθρούς ή υπέρ των φίλων;
ΕΠΟΠΑΣ
Μιλάει για κάποια ευτυχία, ανείπωτη κι απίστευτη.
Ότι όλα τα εδώ και όλα τα εκεί και τα παρακείθε
όλα δικά σας είναι.
Και σε πείθουν τα λόγια του.
ΧΟΡΟΣ
Μπα; Είναι τρελός;
ΕΠΟΠΑΣ
Η εξυπνάδα του δεν λέγεται!
ΧΟΡΟΣ
Έχει στο μυαλό του τίποτε το έξυπνο;
ΕΠΟΠΑΣ
Αλεπού είναι.
Σπίρτο μοναχό, καταφερτζής κι πανούργος!
ΧΟΡΟΣ
Πες του, πες του να μιλήσει.
Ακούγοντας τα λόγια σου νιώθω ν' αναφτερώνω!
ΕΠΟΠΑΣ
Ελάτε εσείς, τις πανοπλίες πάτε μέσα
κρεμάτε τες, καλή τους ώρα, μες στο μαγερειό
δίπλα στο ντουλάπι -
και πες και στα πουλιά εσύ την αιτία που μου είπες και τα μάζεψα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα το θεό Απόλλωνα, όχι πριν ορκιστούν
όπως ο πίθηκος στη γυναίκα του,
όχι στα δαγκώματα, όχι στα τραβήγματα, όχι στα σκαλίσματα…
ΧΟΡΟΣ
Τι εννοείς;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τα σκαλίσματα των ματιών δηλαδή.
ΧΟΡΟΣ
Συμφωνώ εγώ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ορκίσου συμφωνία.
ΧΟΡΟΣ
Ορκίζομαι, όλοι - θεατές και κριτές - να μου δώσουν τη νίκη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αυτό θα γίνει σίγουρα.
ΧΟΡΟΣ
Κι αν παραβώ τον όρκο - τότε να νικήσω με την ψήφο του ενός!!
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ακούστε ο κόσμος. Όλοι οι οπλίτες
να πάρουν τα όπλα τους και στα σπίτια τους τώρα.
Και να κοιτούν στις πινακίδες τι θα διατάξουμε.
ΧΟΡΟΣ
Πανούργο πάντοτε και μ' όλους τους τρόπους
πλάσμα ο άνθρωπος. Μίλα μου όμως.
Ίσως σου τύχει κάτι καλό μου να πεις - αν το πρόσεξες -
ή δύναμη άλλη που ο ορνιθόμυαλος νους μου δεν πιάνει.
Πες το εσύ που το βλέπεις.
Ό,τι καλό συμβεί και μου κάνεις, αυτό θα είναι καλό και για τους δυό μας.
Για ό,τι ήρθες γνώμη να πεις, με θάρρητα πες την και πείσε μας.
Δεν θα παραβούμε τις σπονδές πρώτοι εμείς.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ο λόγος μέσα μου ζυμώθηκε μα το Δία, ωρίμασε,
καλοδουλεμένο προζύμι τώρα, φουσκώνει -
δεν εμποδίζομαι να τον κάνω φραντζόλες.
Φέρε παιδί το στεφάνι να βάλω.
Και κάποιος να φέρει νερό για τα χέρια.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Θα φάμε, τι θα κάνουμε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα το Δία, είναι καιρός που θέλω
κάτι να πω σπουδαίο και κάτι το όμορφο, που θα τα συγκινήσει τα πουλιά.
Τόσο πολύ πονώ για σας… που βασιλιάδες πρώτα ήσασταν...
ΧΟΡΟΣ
Βασιλιάδες εμείς; Ποιανού;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εσείς. Των πάντων. Και πρώτα δικοί μου.
Και μαζί κι αυτουνού. Και του Δία του ίδιου.
Γεννηθήκατε πριν απ' τον Κρόνο
και πριν απ' τους Τιτάνες και τη Γη...
ΧΟΡΟΣ
Πριν και απ' τη Γη;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πριν, μα τον Απόλλωνα.
ΧΟΡΟΣ
Μα το Δία, τούτο δεν το είχα πληροφορηθεί!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αμόρφωτος γεννήθηκες και δίχως ερωτήματα
κι ούτε τον Αίσωπο διάβασες
που έλεγε η Σιταρήθρα είναι το πρώτο
που γεννήθηκε - και πριν από τη Γη -
κι έπειτα ο πατέρας της αρρώστησε και
πέθανε και δεν υπήρχε Γη
και πέντε μέρες έμεινε άταφος νεκρός
και τι να κάνει, αμήχανη,
άνοιξε το κεφάλι της και τον παράχωσε εκεί.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Άρα, της Σιταρήθρας τώρα ο πατέρας
στο Κεφαλάρι θαμμένος είναι!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αφού λοιπόν γεννήθηκαν πριν από Γη κι από θεούς
δεν δικαιούνται να 'χουν τη βασιλεία
αφού είναι αρχαιότερα;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Μα τον Απόλλωνα! Το ράμφος και τα μάτια σας!
Δεν δίνει σκήπτρο εύκολα ο Δίας στο Δρυοκολάπτη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το ότι, στα παλιά, δεν αφέντευαν οι θεοί
μα αρχηγούσαν στους ανθρώπους τα πουλιά
υπάρχουν τεκμήρια πολλά που τ' αποδείχνουν.
Να, πρώτα θα πω τον πετεινό -
ότι αρχηγούσε και βασίλευε στους Πέρσες
πριν απ' το Μεγάβαζο και το Δαρείο,
γι' αυτό τον λεν και περσικό πουλί.
Από την τότε βασιλεία του.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Γι' αυτό και τώρα βέβαια, σαν μέγας βασιλιάς,
είναι το μόνο απ' τα πουλιά που σουλατσάρει
έχοντας στο κεφάλι του το στέμμα, που φορούσε και παλιά.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τόσο δε κατίσχυσε και τόσο πρώτο ήταν,
ώστε και τώρα - τιμή στην τότε δύναμη -
μόλις το πρωί πρωί θα πει το κικιρίκου
όλοι ξυπνούν κι αμέσως τραβούν για τη δουλειά,
χαλκάδες, κανατάδες, σκυλάδες, δερματάδες,
λουράδες, τσαρουχάδες, αλευράδες,
τορνευτολυρασπιδάδες…
κι άλλοι από τη μαύρη νύχτα ακόμη βάζουν τα σανδάλια τους
κι αρχίζουν να περπατούν.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Εμένα ρώτα το αυτό. Εγώ για το χατίρι του
έχασα ένα παλτό από μαλλί Φρυγίας.
Είχα πιεί λιγάκι παραπάνω, μια φορά, στην πόλη
προσκαλεσμένος σε βαφτίσια - και με μισοπήρε ο ύπνος
και πριν να φάω βραδινό λάλησε ο πετεινός
και νόμισα ξημέρωσε
και είπα να γυρίσω σπίτι μου στον Άλιμο,
μα μόλις βγήκα απ' το τείχος, ένας λωποδύτης
με χτύπησε στην πλάτη με το ρόπαλο γερά
και μ' έριξε κάτω και θα φώναζα τότε
αλλά μου ξάφρισε το παλτό.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το πετρογέρακο τότε αρχηγούσε στους Έλληνες...
ΧΟΡΟΣ
Στους Έλληνες;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και πρώτο αυτό, σαν βασιλιάς,
όρισε στον ερχομό του να κουτρουβαλούμε.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Εγώ, μα το Διόνυσο, είδα πετρογέρακο
και κουτρουβαλούσα
κι ανάσκελα ως ήμουνα και έχασκα
κατάπια έναν οβολό - κι ύστερα όταν πήγα στο σπίτι
είδα την τσέπη μου αδειανή
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βασιλιάς στην Αίγυπτο και σ' όλη τη Φοινίκη
ο Κούκος ήταν τότε
και κάθε που ο Κούκος πρωτολαλούσε κου κου
έπιαναν οι Φοίνικες τότε τα δρεπάνια
και θέριζαν στον κάμπο τα χωράφια τους.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Α! Ώστε αυτό είναι που λέμε "κου κου..."
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και τόσο γερά κρατούσαν στην αρχή
που αν αρχήγευε στους Έλληνες ένας Αγαμέμνονας
ή ένας κάποιος Μενέλαος,
πάνω στο σκήπτρο του καθόταν πουλί
να παίρνει μερτικό απ' τις δωροδοκίες.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Αυτό λοιπόν δεν το ήξερα. Το είχα απορία
όταν στις τραγωδίες έβγαινε κάποιος .. "πουλημένος"
κι είχε πουλί στο σκήπτρο του.
Άρα παρατηρούσε τι μίζες παίρνει ο Λυσικράτης.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και το πιο τρανό απ' όλα
ο Δίας - ο τώρα βασιλιάς - έχει στο κεφάλι του
στημένο αετό. Και κουκουβαγια η κόρη του
και ο Απόλλωνας γεράκι, σαν θεληματάρης.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Μια χαρά τα λες, μα τη θεά τη Δήμητρα!
Γιατί όμως τα έχουν;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όταν θυσιάζει κάποιος κι ακουμπά τα σπλάχνα
αφιέρωμα στα χέρια τους, όπως είναι σωστό,
να τα παίρνουν τα πουλιά πριν από το Δία.
Και πρώτα σε θεό κανένας δεν ορκιζόταν. Όλοι σε πουλιά.
Ο Λάμπωνας και τώρα σαν ξεγελάει κάποιον
"μα τη χήνα" ορκίζεται ακόμα.
Τόσο πολύ σπουδαία και ιερά σας είχαν πριν
και τώρα δούλους κι άμυαλους σαν τους τρελούς σας κυνηγούν
κι ως μέσα στους ναούς ο κάθε πουλοκυνηγός
βρόχια στήνει και παγίδες και θηλιές και ξόβεργες
και δίχτυα να μη φαίνονται
και σας πιάνουν σας πωλούν στην αγορά σε αρμαθιές
κι οι αγοραστές σας πασπατεύουν.
Και δεν είναι που έστω σας ψήνουν και σας τρώνε
- αν πούμε επιτρέπεται -
μα τρίβουν κι από πάνω σας τυρί, σας βάζουν και λαδόξυδο
και πασπαλίζουν ρίγανη κι έπειτα φτιάχνουν σάλτσα
γλυκιά και λαδερή
και καυτή τη ρίχνουν πάνω σας σαν να 'σαστε μεζέδες.
ΧΟΡΟΣ
Θλιβερά θλιβερότατα μας αράδιασες
άνθρωπε - τόσο που δάκρυσα με των προγόνων το φόβο,
που τέτοιες τιμές κληρονόμησαν κι όμως
τις χάσαμε τώρα.
Εσύ όμως για μας - κατά θεό και τύχη -
σωτήρας μας ήρθες.
Τα μικρά μου και μένα τον ίδιο
σε σένα θ' αναθέσω, να συζητήσουμε.
Μα τι πρέπει να κάνουμε, εδώ είσαι, πες μας.
Δεν αξίζει να ζούμε αν δεν ξαναπάρουμε
τη βασιλεία μας πίσω, με κάθε τρόπο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρώτα να στήσετε μια πόλη πουλιών
και τον αέρα ολόγυρα και όλον ανάμεσα
με πλίνθους να φράξετε ψητούς και γερούς, σαν Βαβυλώνα.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ω Γίγαντες και Τέρατα! Τι οικισμός απόρθητος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι όταν θα έχει γίνει η πόλη, να ζητήσετε απ' το Δία
πίσω την εξουσία σας.
Κι αν αρνηθεί και δεν το συζητήσει
πόλεμο τότε να κηρύξετε ιερό
και στους θεούς ν' απαγορεύσετε
να περνούν απ' την πόλη σας κορδωτοί όπως πριν,
για να πειράξουν τις Σεμέλες και τις Αλκμήνες
και τις Αλόες.
Και αν πάλι επιμένουν και ορμούν
να τους βάλετε φίμωτρο να μην μπορούν πια
και στους ανθρώπους, σας συμβουλεύω, στείλτε άλλον
κήρυκα, πουλί, να αναγγείλει
να θυσιάζουν πρώτα στα πουλιά αφού αυτά θα κυβερνούν
και κατόπιν στους θεούς.
Και να ορίσετε σε λίστα ποιο πουλί ταιριάζει
στον καθένα απ' τους θεούς.
Αν δηλαδή θα θυσιάζει κάποιος στην Αφροδίτη
να προσφέρει και κριθή πρώτα στη Φαλακρίδα,
αν αρνί στον Ποσειδώνα, στάρι τότε στα Παπιά,
κι αν στον Ηρακλή, τότε μελόπιτες στους Γλάρους!
Κι αν στο Δία βασιλιά κριάρι θυσιάζει
- επειδή ο Τρυποφράχτης είναι βασιλιάς -
τότε πριν απ' το κριάρι
στον Τρυποφράχτη να προσφέρετε έναν κούνουπα μεγάλο.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Α! Πολύ το χάρηκα τον κούνουπα!
Και τώρα ο Δίας ας βροντάει!
ΧΟΡΟΣ
Και πως θα μας νομίσουν οι άνθρωποι θεούς
και όχι καλιακούδες
αφού έχουμε φτερούγες και πετάμε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λες χαζά. Και, μα το Δία, ο Ερμής κι άλλοι θεοί
δεν πετάνε με φτερά, όντας θεοί;
Η Νίκη για παράδειγμα με χρυσοφτέρουγα πετά
κι ο Έρωτας το ίδιο, μα το Δία,
και την Ίριδα ο Όμηρος με τρομαγμένο περιστέρι την παρομοιάζει.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Και δεν βροντά ο Δίας και μας στέλνει
τον κεραυνό του φτερωμένο;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αν οι άνθρωποι, μη ξέροντας, μας θεωρήσουν ένα τίποτα
και μόνο τους Ολύμπιους έχουν για θεούς,
τότε τα σπουργίτια να πέσουν πάνω σύννεφο
να σκαλίσουν τα χωράφια, τους σπόρους να φανε
κι έπειτα που θα πεινούν, … ας τους δώσει η θεά
η Δήμητρα σιτάρι.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Δεν θα θελήσει. Θα το δεις. Όλο θα προφασίζεται.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και να ορμήσουν τα κοράκια να φαν τα μάτια
των αρνιών και των βοδιών που θα οργώνουν.
Άντε ο Απόλλωνας μετά, γιατρός, να ξετυφλώνει.
Που πληρώνεται κι όλας!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Μη μη! Πρώτα να πουλήσω δυο βοϊδάκια που έχω
και μετά να γίνει αυτό.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αν όμως σας δεχτούν σαν Θεό και Ζωή και Γη
και Κρόνο και Ποσειδώνα…
Όλα τότε τα αγαθά στα χέρια τους θα τα 'χουν.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Πες ένα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρώτον, οι ακρίδες δεν θα τρων τα αμπελοβλάσταρα.
Θα τις αφανίσει μια στρατιά γλαύκες και σαΐνια.
Τα μαμούνια και οι σκνίπες δεν θα χώνονται στα σύκα.
Θα 'ρθουν τσιχλοκόπαδα θα τις καταφάν.
ΕΠΟΠΑΣ
Και πλούτο πως θα δώσουμε; Για τον πλούτο χύνουν αίμα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όταν ζητούν μαντεία οι άνθρωποι
τα πουλιά θα τους λεν για τα καλά μεταλλεία
και ποια ταξίδια εμπορικά θα τους προσδώσουν κέρδος
- και δεν θα πνίγεται κανείς.
ΕΠΟΠΑΣ
Πως δεν θα πνίγεται;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σ' όποιον ζητάει μαντεία, θα προλέγουν τα πουλιά
"Μην ταξιδεύεις τώρα, θα πέσεις σε φουρτούνα".
"Τώρα καιρός να ταξιδέψεις και στα κέρδη θα πνιγείς".
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Καράβι αγοράζω κι εμπορεύομαι. Δεν μένω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και τους θησαυρούς που τους παράχωναν οι παλιοί,
τους ξέρουν τα πουλιά και θα τους λένε.
Όλοι εξάλλου λεν "κανείς δεν ξέρει που τα έχω
κρυμμένα - εκτός αν είναι πουλί...".
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Πουλώ το καράβι κι αγοράζω σκαπάνη και ξεθάβω πιθάρια!...
ΕΠΟΠΑΣ
Και την Υγεία;
Πως θα τη δώσουν αφού την έχουν οι θεοί;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα αν ευτυχούν, αυτό δεν είναι υγεία;
Άνθρωπος που δυστυχεί είναι άρρωστος.
ΕΠΟΠΑΣ
Και πως θα φτάσουν στα γεράματα οι άνθρωποι,
που κι αυτά στον Όλυμπο είναι;
Απ' τα μικράτα τους ακόμα θα πεθάνουν;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άλλα τριακόσια χρόνια θα τους δώσουν τα πουλιά!
Μα το Δία!
ΕΠΟΠΑΣ
Από πού;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Από πού; Απ' τον εαυτό τους.
Δεν ξέρεις ότι πέντε γενιές ανθρώπων
ζει η φωνακλού κουρούνα;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ζήτωωω!
Χίλιες φορές καλύτερα τα πουλιά παρά ο Δίας!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βέβαια καλύτερα.
Πρώτα πρώτα δεν θα κτίζουμε ναούς μαρμάρινους γι' αυτά,
ούτε χρυσαφένιες πόρτες.
Κάτω απ' τα θαμνάκια θα 'ναι
και στις αφανούλες,
και τα πολύ πολύ σαν πουλιά
θα 'χουν ναό τα λιόδεντρα.
Και ούτε στους Δελφούς θα πάμε για θυσία
- ούτε στον Άμμωνα ή αλλού.
Στις κουμαριές και στ' αγριλίδια
δίπλα θα στεκόμαστε κριθάλευρα κρατώντας
κι υψώνοντας τα χέρια θα ευχόμαστε
να μας δίνουν ένα μέρος αγαθών.
Λίγο σταράκι θα σκορπάμε
κι αμέσως τ' αγαθά θα είναι δικά μας.
ΧΟΡΟΣ
Γέρο μου αγαπημένε - από εχθρός παμφίλτατε!
Από εδώ και στο εξής, μόνο με τη βία θα δεν θα συμφωνώ
με τη γνώμη σου.
Και ενθαρρυμένος απ' τα λόγια σου
διαλαλώ κι ορκίζομαι
εάν σταθείς κοντά μου και σύμφωνα και δίκαια
και άδολα και όσια κοντράρεις τους θεούς
με μια φωνή και γνώμη,
δεν θα έχουν οι θεοί πολύ καιρό τα σκήπτρα τους.
Για όσα έργα, βέβαια, θέλει δύναμη να γίνουν
θα είμαστε εμείς,
τα όσα όμως θέλουν γερό μυαλό και σχέδιο
αυτά σ' τα αναθέτουμε.
ΕΠΟΠΑΣ
Τώρα πια, μα το Δία, δεν είναι να νυστάζουμε
ούτε να καθυστερούμε.
Τώρα πρέπει αμέσως να δράσουμε.
Γι' αυτό λοιπόν ελάτε γρήγορα στη φωλιά μου
τη φρυγαναχυρένια
και πείτε μας τα ονόματά σας.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εύκολο αυτό. Εμένα με λένε Πισθέταιρο
κι αυτόν Ευελπίδη - απ' την Παλλήνη είναι.
ΕΠΟΠΑΣ
Γεια και χαρά σας και τους δυο!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Γεια σας κι εσάς.
ΕΠΟΠΑΣ
Από δώ λοιπόν. Περάστε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Περνούμε. Προχώρα και οδήγα μας.
ΕΠΟΠΑΣ
Ελάτε.
(Ο Πισθέταιρος κάνει να ακολουθήσει)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όμως, κάτσε μια στιγμή, για ξαναέβγα.
Πες μας. Εμείς οι δυο χωρίς φτερά...
πως θα κάνουμε χωριό με σας τους φτερωτούς;
ΕΠΟΠΑΣ
Μια χαρά!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρόσεχε, το λέει κι ο Αίσωπος γιατί...
κάποτε η Αλεπού το βρήκε απ' τον Αετό!
ΕΠΟΠΑΣ
Μη φοβάσαι. Υπάρχει μια ριζούλα...
μόλις την τραγανίσεις γίνεσαι φτερωτός.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αν είναι έτσι μπαίνουμε.
Έλα Ξανθία και Μανόδωρε, πάρτε τα στρώματα.
ΧΟΡΟΣ
Ε, συ! Εσένα λέω. Έποπα!
ΕΠΟΠΑΣ
Τι με φωνάζεις;
ΧΟΡΟΣ
Παρ' τους μέσα φίλεψέ τους κάτι να τσιμπήσουν
και πες και στην Αηδόνα σου να βγει η γλυκόλαλη
να διασκεδάσουμε λίγο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αχ μα το Δία! Καν' το που σου λέει...
Πες της να βγει απ' τη φωλίτσα της.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Πες της να βγει, μα τους θεούς, να την θαυμάσουμε.
ΕΠΟΠΑΣ
Αν τόσο σας αρέσει, χρέος μου να το κάνω.
Πρόκνη! Βγες στους φίλους μας και καμαρώσου!
(Βγαίνει η αυλητρίδα με μορφή Αηδόνας παίζοντας αυλό)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ω Δία πολυτίμητε! Τι όμορφο πουλάκι! Τι απαλό κατάλαμπρο!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ξέρεις ότι με χαρά μου θα την αγκάλιαζα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω στολίδια και χρυσά! Σαν παρθένα είναι!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Αχ να τη φιλήσω θέλω, δεν βαστώ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε κακομοίρη, αντί για χείλη σούβλα έχει!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Όπως στο αβγό το τσόφλι.
Ξεφλούδισμα ζητά απ' το κεφάλι πρώτα κι ύστερα φιλί.
ΕΠΟΠΑΣ
Να πηγαίνουμε τώρα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εσύ μπροστά. Και η ώρα η καλή.
(Φεύγουν να πάνε για φτερά. Μένει ο Χορός - αρχίζει το τραγούδι)
ΧΟΡΟΣ
Αγαπητή μας αχ τσακίστρα
παμφίλτατο πουλί
αχ γλυκόλαλη συντρόφισσα αηδόνα μου!
Ήλθες Ήλθες Φάνηκες
Γλυκοφωνούλα έφερες ω γλυκόλαλη αηδόνα!
Με τον εαρινό γλυκό αυλό σου
άρχισε τις τρίλιες σου.
Άνθρωποι δυστυχισμένοι, όμοιοι με τα φυλλώματα,
ανήμποροι και χωματένιοι και ανίσχυρες σκιές
απέταγοι και λιγοζώητοι - ονειροεικόνες,
κοιτάτε εμάς τα αθάνατα και τα παντοτεινά
τα αιθέρια και αγέραστα, τα άφθαρτα πουλιά
που θάνατο δεν σκεφτόμαστε,
ακούστε να σας πούμε το σωστό για τα ουράνια
,για τα πουλιά και για ποτάμια και θεούς
και για το Χάος και το Έρεβος
και την αλήθεια ξέροντας να πείτε από μας
στον Πρόδικο να το βουλώνει.
Το Χάος ήταν και η Νύχτα και το μαύρο Έρεβος
και ο Τάρταρος ο ατέλειωτος
και ούτε Γη ούτε Αέρας ούτε Ουρανός.
Και στην άπειρη αγκαλιά μέσα του Ερέβους
η μαύρη Νύχτα γέννησε το πρώτο αβγό
παρθενογέννητο - απ' όπου και με τον καιρό
πετάχτηκε ο Έρωτας, αυτός που δεν χορταίνεται,
φτερά στις πλάτες λάμποντας, όμοιος ανέμου δίνη,
και με το Χάος σμίγοντας το φτερωτό στα Τάρταρα
γέννησε τη γενιά μας και την έβγαλε στο φως
το Άφθαρτο.
Αθάνατων γενιά πρώτα δεν υπήρχε
πριν να τα σμίξει ο Έρωτας
κι όταν συνέσμιξαν όλα με όλα
έγινε ο Ουρανός και ο Ωκεανός και η Γη
και των μακάρων θεών το αθάνατο γένος.
Απ' όλους τους θεούς, εμείς αρχαιότεροι.
Κι ότι είμαστε του Έρωτα, πολλά μας το δείχνουν.
Πρώτα πετώντας τους ερωτευμένους συντροφεύουμε
και πολλά ωραία αγόρια στης ήβης τους το τέρμα
που είπαν πια "όχι ξανά",
όμως με τη δύναμή μας άντρες εραστές
πάλι τους κατάφεραν,
άλλος δωρίζοντας ορτύκι, άλλος πορφυρίωνα
άλλος χηναρούλα και άλλος πετεινό.
Και όλα τα σπουδαία οι θνητοί μας τα χρωστούν.
Πρώτα τους δείχνουμε τις εποχές να ξέρουν
Άνοιξη και Χειμώνα και Φθινόπωρο,
να σπέρνουν όταν φεύγει για τη Λιβύη ο γερανός
και πότε ο καπετάνιος ν' αφήσει το πηδάλιο
για να ξεκουραστεί
και χοντροκάπα να φορέσει ο ληστής
να μη ληστεύει ξένα επειδή κάνει κρύο.
Και ύστερα ο Ικτίνος δείχνει άλλη εποχή.
Πότε είναι καιρός να κουρευτούν τα πρόβατα
για τ' ανοιξιάτικο μαλλί
κι ύστερα το χελιδόνι - όταν είναι ο καιρός
η χοντροκάπα ν' αλλαχτεί και ρούχο ελαφρύ να αγοράσεις.
Και είμαστε για σας και Άμμων και Δελφοί
και Φοίβος ο Απόλλων και Δωδώνη -
που πρώτα έρχεστε σε μας να πάρετε σημάδια
και μετά επιχειρείτε εμπορίες και δουλειές και παντρολογήματα.
Και όσα έχουν σχέση με τη μαντική
οιωνό τα λέτε όλοι, δηλαδή πουλί.
Μια σημαδιακή κουβέντα τη λέτε οιωνό,
το φτάρνισμα οιωνό, μια κραυγή, ένα σημάδι
τον υπηρέτη οιωνό, το γάιδαρο επίσης.
Φως φανερό λοιπόν ότι είμαστε για σας ολόκληρο μαντείο.
Αν λοιπόν εμάς πιστέψετε θεούς καλλίφωνους μάντεις θα έχετε
χειμώνα καλοκαίρι και μεσοδιαστήματα
σ' ανέμους και σε άπνοιες.
Και δεν το σκάμε να καθόμαστε στα σύννεφα ακατάδεχτοι
όπως το κάνει ο Δίας,
αλλά κοντά σας πάντα, δίπλα σας, πάντοτε θα σας δίνουμε
σε σας και στα παιδιά σας
και στων παιδιών σας τα παιδιά
πλούτο και υγεία και βιος, χαρά, ειρήνη,
νιάτα και γέλια και χορούς
και πλούσια τραπεζώματα με του πουλιού το γάλα.
Θα κουραστείτε απ' τα πολλά τα αγαθά.
Τόσο θα καλοπερνάτε όλοι.
Μούσα της λόχμης
τιο τιο τιο και τριτριτίξ
που μαζί σου ποικιλόφωνη
στις κορφές και στα φαράγγια
τιο τιο τιο και τριτριτίξ
καθισμένος σ' ολοφούντωτη μηλιά
τιο τιο τιο τριξ
γλυκοκελαηδάω μελωδίες
για τον Πάνα, όπως πρέπει, ιερές,
με χορούς λατρευτικούς
για τη θεά βουνίσια μάνα
τιο τιο τιο τιο τριξ
απ' όπου σαν τη μέλισσα ο Φρύνιχος
θείων τραγουδιών ρουφούσε πάντα το χυμό
γλυκούς σκοπούς κερδίζοντας
τιο τιο τιο τιξ.
Αν κάποιος θεατής θέλει μαζί μας στο εξής
να ευτυχίσει, ας έρθει ανάμεσά μας.
Όσα είναι άνομα και ντροπή σε σας, με νόμο,
αυτά σε μας είναι σωστά.
Αν σε σας είναι ντροπή τον πατέρα να χτυπάς
σε μας αυτό είναι καλό - αν τρέξεις και
χτυπήσεις τον πατέρα και του πεις
"σήκω κεντρί αν πολεμάς".
Κι αν κάποιος από σας είναι δραπέτης
σιδεροσημαδεμένος - αυτός σε μας θα είναι
λιβαδοπέρδικα σωστή.
Κι αν κάποιος σας είναι Φρύγας σαν το Σπίθαρο
σε μας θα είναι σπίνος, του Φιλήμονα γενιά.
Κι αν είναι δούλος Κάρας, όπως ο Εξηκεστίδης,
παπί σε μας θα γίνει με παπιά.
Και του Πεισία αν ο γιος θέλει να προδώσει
τις πύλες μας στους άτιμους,
πέρδικα ας γίνει, περδικουλάκι του πατέρα του,
αφού δεν το 'χουμε ντροπή "να μην το λέει η περδικούλα μας".
Τέτοια οι Κύκνοι
τσι τσι τσι και τιο και τιγξ
μαζί όλο φωνάζοντας
φτεροκοπούν κι υμνούν το Φοίβο
τιο τιο τιοτίγξ,
στου Έβρου ποταμού τις όχθες καθισμένοι,
απ' όπου απ' τα αιθέρια, η φωνή τους άπλωσε
και μάργωσαν των αγριμιών τα είδη
και νηνεμία μέρωσε τα κύματα
τοτοτό τοτοτίγξ
Απ' τα φτερά γλυκύτερο δεν είναι τίποτε άλλο.
Αν ένας, ας πούμε από σας είχε φτερά και
πεινούσε - και τις τραγωδίες βαριόταν,
θα πεινούσε θα πήγαινε στο σπίτι να φάει
και χορτασμένος θα έφτανε πάλι σε μας
να χαρεί κωμωδίες.
Κι αν κάποιος Πατροκλείδης χέστης
σφιγγόταν και δεν κρατιόταν, δεν θα λέρωνε
τα ρούχα του, μα θα πετούσε θα έφευγε
κι αφού αλάφρωνε για τα καλά
θα ξαναρχόταν πάλι.
Κι αν κάποιος από σας μοιχός
έβλεπε της τέτοιας τον άντρα στους επισήμους
κι αυτός φτερά θα ξάνοιγε ψηλά και θα πετούσε,
θα πήγαινε στην τέτοια του και θα ξαναγυρνούσε
αφού θα την κανόνιζε.
Άρα τα φτερά έχουν την πρώτη αξία.
Ο Διειτρέφης, για παράδειγμα, που χερούλια
νταμιτζάνας είχε μόνο για φτερά…
όμως τον βγάλαν φύλαρχο και ίππαρχο μετά
και τώρα απ' το τίποτα κάνει τον τρανό
κι όλο μπλα μπλα και κοκορεύεται.
(Γυρίζουν ο Πισθέταιρος και ο Ευελπίδης ντυμένοι με φτερά. Πίσω τους οι δύο δούλοι).
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έτσι, καλά τα λες για τα φτερά.
Μα το Δία, δεν είδα στη ζωή μου πιο γελοίο πράγμα!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Με τι γελάς;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Με τις φτερούγες σου γελώ. Ξέρεις πως μοιάζεις;
Κακοζωγραφισμένη χήνα.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κι εσύ κοτσύφι μαδημένο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έτσι μοιάζουμε, που λέει ο Αισχύλος
"απ' τα δικά μας τα φτερά, όχι από άλλου".
ΕΠΟΠΑΣ
Τώρα τι να κάνουμε;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρώτα της πόλης να βρούμε ένα όνομα ένδοξο και τρανό!
Κι έπειτα να θυσιάσουμε.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κι εγώ έτσι λέω.
ΕΠΟΠΑΣ
Τι όνομα λοιπόν να βάλουμε στην πόλη;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Θέλετε το μεγαλείο της να το πάρουμε απ' τη Σπάρτη
- να την πούμε Σπάρτα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για όνομα του Ηρακλή!
Στην πόλη μου να βάλω σπάρτα;
Ούτε στρωσίδι θα 'στρωνα, έχω βαμβακόστρωμα.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Τι όνομα να βάλουμε λοιπόν;
ΕΠΟΠΑΣ
Κάτι πολύ χαώδες! Κάτι απ' τα σύννεφα
και τους μετέωρους τόπους.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θέλεις Νεφελοκοκκυγία;
ΕΠΟΠΑΣ
Ζήτωωωω! Όμορφο το όνομα το βρήκες και μεγάλο!
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Η πόλη μας λοιπόν η Νεφελοκοκκυγία!
Σ' αυτήν είναι τα πλούτη τα πολλά του Θεαγένη
και όλα του Αισχίνη...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και το καλύτερο ακόμα! Της Φλέγρας ο κάμπος
που οι θεοί, καμώνονται, τους Γίγαντες νίκησαν!
ΕΠΟΠΑΣ
Πλούσια και πρώτη η πόλη μας!
Ποιον θα βρούμε όμως θεό πολιούχο;
Τον πέπλο για ποιον θα τον φτιάχνουμε;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Γιατί δεν αφήνουμε την Αθηνά πολιούχο;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και πως θα προκόψει η πόλη
όταν γυναίκα καμαρώνει για τ' άρματα
και γι' τον αργαλειό ο Κλεισθένης;
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Αν όχι η Αθηνά, ποιος τότε θα 'χει
το κάστρο το Πελαργικό μας;
ΕΠΟΠΑΣ
Ένα πουλί απ' τη δική μας τη γενιά.
Ο Περσικός ο Κόκορας.
Το αγριότερο κλωσσόπουλο του Άρη, όπως λένε.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Ω κλωσσοπούλι Αρχηγέ!
Σαν θεός κατάλληλος να κάθεσαι στις πέτρες.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έλα τώρα εσύ, πέτα και φρόντιζε τους κτίστες,
κουβάλα πέτρες, λάσπη, τα πηλοφόρια ετοίμαζε
στον ώμο κουβάλα τα να πέσεις απ' τις σκάλες
και όριζε φρουρούς
και τη φωτιά να την κρατάς σιγοσβησμένη
και να γυρίζεις στις σκοπιές
την κουδούνα να βαράς κι εκεί ν' αποκοιμιέσαι.
Και κήρυκες στείλε. Τον έναν πάνω στους θεούς
τον άλλο στους θνητούς και από κει σε μένα.
ΕΥΕΛΠΙΔΗΣ
Κι εσύ εδώ και κλαίγε με.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έλα φιλαράκο, πήγαινε που σου λέω,
χωρίς εσένα τίποτα δεν γίνεται απ' αυτά.
Κι εγώ για τη θυσία στους καινούριους θεούς
καλώ τον ιερέα να οργανώσει την πομπή.
Παιδί! Παιδί! Το κάνιστρο με τ' αγίασμα!
(Φεύγει ο Ευελπίδης. Ο δούλος θα φέρει το αγίασμα, μπαίνει ο ιερέας)
ΙΕΡΕΑΣ
Συμφωνώ και θέλω, και έχω τη γνώμη
ύμνους μεγάλους ευλαβικούς να προσφέρουμε
και ένα αρνάκι, για το καλό, να θυσιάσουμε.
Εμπρός Εμπρός, στο θεό η επίκληση
και ο κόρακας να δίνει το ρυθμό.
(Μπαίνει ένας αυλητής κόρακας με τον αυλό του).
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάψε να παίζεις εσύ. Α! Ηρακλή μου! Τι είναι;
Είδα τόσα μέχρι τώρα, μα κόρακα με αυλό δεν είδα!
Ιερέα το καθήκον σου. Στους νέους θεούς θυσίασε.
ΙΕΡΕΑΣ
Εντάξει, θα θυσιάσω. Που είναι τ' αγίασμα;
Ευχηθείτε στην Εστία των πουλιών
και στον Ικτίνο τον Εστιούχο
και στα πουλιά - αρσενικά και θηλυκά -
Ολυμπίους και Ολυμπιώτισσες
Σε όλους και σε όλες...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χαίρε γεράκι του Σουνίου, και άρχοντα Πελαργικέ!
ΙΕΡΕΑΣ
Και στον Πύθιο Κύκνο και στο Δήλιο
και στη Λητώ την Ορτυγομάνα
και στην Άρτεμη την Καρδερίνα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν υπάρχει Άρτεμη κουρούνα πια, αλλά Άρτεμη καρδερίνα.
ΙΕΡΕΑΣ
Και στο Σπίνο το Σαβάζιο - και στη
Στρουθοκάμηλο, μάνα ανθρώπων και θεών...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δέσποινα Κυβέλη - σπουργιτίνα, μάνα του Κλεόκριτου.
ΙΕΡΕΑΣ
Δώσε υγεία και σωτηρία στους Νεφελοκοκκυγιώτες,
και σ' αυτούς και στους Χιώτες...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χάρηκα με τους Χιώτες τους πανταχουπαρόντες!
ΙΕΡΕΑΣ
Και στους ήρωες - πουλιά και στα παιδιά τους
και στον Πορφυρίωνα και στο Δρυοκολάπτη
και στον Πελεκάνο και στον Χρυσαετό
και στον Αγριοπετεινό και στο Παγόνι
και στο Γλάρο και στον Ερωδιό
και στην Καλογρίτσα και στην Παπαδίτσα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άντε στα κομμάτια, πάψε να καλείς, αμάν!
Σε ποια θυσία βρε κατάρατε προσκαλείς
Θαλασσαετούς και Γύπες;
Δεν βλέπεις ότι κι ένας Ικτίνος μόνο
θα τ' άρπαζε το σφάγιο και θα 'φευγε;
Άντε χάσου κι εσύ και τα στεφάνια σου.
Εγώ ο ίδιος μόνος μου θα θυσιάσω το τραγάκι.
ΙΕΡΕΑΣ
Πρέπει, άρα, πρέπει για σένα
πάλι μελωδία να ψάλω
ευλαβικά και όσια να γίνει ο αγιασμός.
Και να καλέσω τους θεούς - έναν μόνο όμως
αν θέλεις να χορτάσει φέρε σφάγια αρκετά,
γιατί το σφάγιο που έχουμε, είναι μόνο κέρατα και τρίχες.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ας ευχηθούμε στους φτερωτούς μας θεούς
θυσιάζοντας.
(Φτάνει από τη γη ένας ποιητής παράξενος και φτωχοντυμένος).
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τη Νεφελοκοκκυγία την καλότυχη
με τους ύμνους σου, Μούσα μου, δόξασε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι 'ναι τούτο; Από πού ήρθε; Ποιος είσαι; πες.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Εγώ τραγουδώ μελιστάλαχτους ύμνους
των Μουσών υπηρέτης ακούραστος
- κατά Όμηρον.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Υπηρέτης κι έχεις τόση μαλλούρα;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Όλοι της Μουσικής οι διδάσκαλοι είμαστε
των Μουσών πρόθυμοι υπηρέτες,
- κατά Όμηρον.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πρόθυμο και το πουκαμισάκι σου στις τρύπες!
Όμως, ποιητή μου, εδώ τι ανέβηκες;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Έκανα τραγούδια για τη Νεφελοκοκκυγία
λυρικά και επικά, όμορφα και πολλά
και παρθένεια έκανα σε ρυθμό Σιμωνίδη...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πότε τα έκανες αυτά, από πότε;
ΠΟΙΗΤΗΣ
Από παλιά την υμνώ την πόλη αυτή.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα εγώ τώρα μόλις τα δεκάμερα γιορτάζω
και όνομα της έδωσα, σαν σε παιδί.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Των Μουσών τα μηνύματα τρέχουν
απαστράπτοντα άτια.
Κι εσύ πατέρα, της Αίτνας θεμελιωτή
Ιερότατε Πανοσιότατε
Κάνε νεύμα δώσε μου, όσα θέλεις να έχω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τούτο το κακό θα μας φέρει μπελάδες
αν δεν του προσφέρουμε κάτι να φύγει.
(Απευθύνεται στο δούλο)
Ε, συ! Έχεις χιτώνα και γιλέκο -
βγαλ' το να το δώσεις στο σοφό ποιητή μας.
Έλα πάρε το γιλέκο. Κρυώνεις θαρρώ.
ΠΟΙΗΤΗΣ
Δεν το δέχεται απρόθυμα
το δώρο της η Μούσα
.Κι εσύ στο νου σου βάλε το λόγο του Πινδάρου...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν θα μας αφήσει εύκολα ο άνθρωπος...
ΠΟΙΗΤΗΣ
"Στους Σκύθες, στους νομάδες
γυροφέρνεται ο Στράτων
που χιτώνα υφασμένο δεν έχει".
Άδοξα ήρθε χωρίς χιτώνα το γιλέκο.
Κατάλαβες τι λέω;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κατάλαβα πως έβαλες στο μάτι και χιτώνα.
Βγαλ' τον εσύ. Παρ' τον και φύγε.
Πρέπει να δωρίζουμε δώρα στον ποιητή...
ΠΟΙΗΤΗΣ
Τον παίρνω και φεύγω και για την πόλη
σαν φύγω θα συνθέσω κάτι τέτοιο...
"Δόξασε ω χρυσόθρονη την τρομερή και
παγωμένη Νεφελοκοκκυγία!
Περιπλανήθηκα σε κάμπους χιονοδαρμένους
και ατέλειωτους άι άι άι"!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τα γλίτωσες τα κρύα, μα το Δία.
Το χιτώνα τον κονόμησες!
Δεν πέρασε απ' το νου μου τούτο το κακό!
Να μάθει για την πόλη μας πριν ακόμα γίνει!
Έλα τώρα κάντε πάλι ησυχία. Φέρε γύρω τις χοές.
(Ο ποιητής έφυγε. Ο ιερέας πάει να συνεχίσει τη σπονδή. Έρχεται ένας χρησμολόγος και κρατάει μια δέσμη φύλλα πάπυρου)
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Μην τον σφάζεις το τράγο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ποιος είσαι εσύ;
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Ποιος είμαι; Χρησμολόγος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άρπα την και χρησμολόγα τώρα!
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Τα θεία να τα σέβεσαι κακόμοιρε.
Υπάρχει χρησμός ξεκάθαρος του Βάκη
για τις Νεφελοκοκκυγίες.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πως δεν τον έλεγες πριν να την κτίσω;
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Με εμπόδιζε το θείο!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λοιπόν ας ακούσουμε το χρησμό.
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
"Όταν κατοικήσουν λύκοι και κουρούνες άσπρες
ανάμεσα Κόρινθο και Σικυώνα"...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι σχέση έχω με την Κόρινθο;
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Έτσι λέει ο μάντης τον αέρα.
"Πρώτα να θυσιάσεις άσπρο κριάρι στην Πανδώρα
κι όποιος έρθει πρώτος να πει το χρησμό μου
δωσ' του ιμάτιο καθαρό και σανδάλια".
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λέει και σανδάλια;
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Πάρε το βιβλίο, δες.
"Και να του δώσεις μια κούπα
να τη γεμίσει εντόσθια"...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λέει να δώσω και εντόσθια;
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Πάρε το βιβλίο, δες.
"Και αν είσαι άνθρωπος του θεού, και κάνεις όσα λέω,
αετός θα γίνεις μες τα σύννεφα.
Αν όμως δεν του δώσεις
ούτε αετός θα γίνεις ούτε δρυοκολάπτης
ούτε τρυγόνι θα 'σαι".
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι αυτά τα γράφει μέσα;
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Πάρε κοίτα το βιβλίο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αυτοί σου οι χρησμοί δεν μοιάζουν με τούτον
που πήρα απ' τον Απόλλωνα.
"Όταν κανείς απρόσκλητος και άμυαλος έρθει
καθώς θα θυσιάζετε και σας ενοχλεί
και εντόσθια σας ζητάει..
πρέπει να του τις βρέξετε".
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Νομίζω δεν τα λέει.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάρε το βιβλίο δες και μην υπολογίζεις,
ούτε αετό στα σύννεφα ούτε Λάμπωνα ούτε Διοπείθη.
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Είναι κι αυτά γραμμένα μέσα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάρε κοίτα το βιβλίο. Πάρε και τη φάπα. Φύγε.
ΧΡΗΣΜΟΔΟΤΗΣ
Πω πω! Αλίμονο μου!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άντε αλλού τα χρησμολογήματα!
(Φεύγει ο χρησμολόγος, έρχεται ο Μέτωνας ο γεωμέτρης)
ΜΕΤΩΝΑΣ
Έρχομαι σε σας...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άλλος μπελάς και τούτος! Τι ήρθες να κάνεις;
Τι πρόθεση κι απόφαση έχεις, τι ψώνιο είσαι;
ΜΕΤΩΝΑΣ
Θέλω να γεωμετρήσω τον αέρα.
Να σας τον χωρίσω σε δρόμους...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για όνομα των θεών! Ποιος είσαι εσύ;
ΜΕΤΩΝΑΣ
Ποιος είμαι εγώ; Ο Μέτωνας!
Με ξέρει όλη η Ελλάδα και ο Κολωνός!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι αυτά που έχεις τι είναι;
ΜΕΤΩΝΑΣ
Χάρακες αέρος!
Ο αέρας, για παράδειγμα, έχει σχήμα θόλου.
Θα βάλω εγώ επάνω λοιπόν τούτον τον καμπύλο χάρακα
να τετραγωνίσει ο κύκλος και στη θέση του θα βάλω αγορά
και να 'ναι δρόμοι κάθετοι να οδηγούν σ' αυτήν
όλοι στο ίδιο κέντρο...
και σαν από αστέρι ολοστρόγγυλο
να ξεκινούν αστράφτοντας ακτίνες από πάνω
σε ορθή γωνία...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω! Θαλής ο άνθρωπος! Μέτωνα, άκου.
ΜΕΤΩΝΑΣ
Τι είναι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ξέρεις πόσο σ' αγαπάω.
Άκου με λοιπόν και στρίβε ήσυχα κι ωραία.
ΜΕΤΩΝΑΣ
Τι κακό συμβαίνει;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όπως στη Σπάρτη, διώχνουν τους ξένους
και πέφτουν και άγριες σφαλιάρες!...
ΜΕΤΩΝΑΣ
Έγινε μήπως πραξικόπημα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όχι, μα το Δία.
ΜΕΤΩΝΑΣ
Τότε τι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όλοι συμφωνήσαμε να τους τινάζουμε γερά
τους αλαζόνες.
ΜΕΤΩΝΑΣ
Να φεύγω ίσως είναι πιο καλά...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και πρέπει να βιαστείς, δεν ξέρω αν προφταίνεις…
γιατί να... να... προφταίνουν οι ξυλιές...
ΜΕΤΩΝΑΣ
Ωχ ο κακόμοιρος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν σ' το 'λεγα να πας αλλού για το μέτρημα;
(Τον χτυπά, ο Μέτωνας φεύγει. Έρχεται ένας επίσκοπος - επίτροπος - με δυο κάλπες στα χέρια)
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Που είναι οι πρόξενοι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ποιος είναι αυτός ο Σαρδανάπαλος;
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Ήρθα ως επίτροπος. Ο κλήρος με διόρισε
στη Νεφελοκοκκυγία.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Επίτροπος; Ποιος σ' έστειλε;
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Του Τελέα ο νόμος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θέλεις να πληρωθείς να φύγεις να μην έχεις
σκοτούρες, να γλιτώσεις;
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Ναι, μα τους θεούς. Ήθελα να 'μουν στην Αθήνα
να πάρω μέρος στη Συνέλευση.
Έχουμε ψηφοφορία για τη συμφωνία του Φαρνάκη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άρπα την και φύγε, να κι η αμοιβή σου.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Τι ήταν αυτό;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Συνέλευση ήταν για το θέμα του Φαρνάκη.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Είμαι επίτροπος και χτυπάς! Βάζω μάρτυρες.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε άντε ξεκουμπήσου. Πάρε και τις κάλπες σου.
Πω πω θεέ μου, τι κακό!
Στέλνουν επιτρόπους πριν να γίνει η θυσία!
(Φεύγει κάνοντας λιγα βήματα, σταματά. Έρχεται ένας ψηφισματοπώλης. Κρατά πίνακες και διαβάζει)
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
"Εάν ο Νεφελοκοκκυγιώτης αδικεί Αθηναίο..."
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι κακό είναι το κατεβατό που διαβάζεις;
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Είμαι ψηφισματοπώλης, νόμους πουλώ και ήρθα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι νόμους;
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Να χρησιμοποιούν οι Νεφελοκοκκυγιώτες
τα ίδια μέτρα και σταθμά και ψηφίσματα
όπως και οι Ολοφύξιοι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι εσύ τα ίδια με τους… Οτοτύξιους! Παρ' την!
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Ε συ! Τι έπαθες και χτυπάς;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάρε τους νόμους και φύγε, θα σ' τους βγάλω ξινούς.
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Κατηγορούμενος για προσβολή ο Πισθέταιρος.
Η δίκη του τον Απρίλη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε συ Επίτροπε; Εδώ είσαι ακόμα;
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
"Και όποιος διώχνει άρχοντες και αρνιέται
τους νόμους που καταγράφονται στη Στήλη..."
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε βρε το καλόπαιδο! Ακόμη δεν έφυγες;
ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ
Θα σε καταγγείλω θα σε καταστρέψω.
Χίλιες δραχμές αποζημίωση.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι εγώ την κάλπη σου καπέλο θα σ' τη βάλω.
ΨΗΦΙΣΜΑΤΟΠΩΛΗΣ
Θυμάσαι ένα απόγεμα που την κουτσούλησες τη Στήλη;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, μα πια ! Πιάστε τον κάποιος! Δεν μένεις ρε;
(Ο ψηφισματοπώλης και πίσω του ο επίσκοπος φεύγουν γρήγορα)
Άντε ας φύγουμε κι εμείς. Ας πάμε μέσα να θυσιάσουμε τον τράγο στους θεούς.
(Μπαίνει και ο Πισθέταιρος μέσα)
ΧΟΡΟΣ
Σε μένα πια, τώρα, που όλα τα
βλέπω και τα πάντα ορίζω,
όλοι οι θνητοί θα θυσιάζουν ευχόμενοι!
Όλη τη γη εποπτεύω
σώζω τους ζουμερούς καρπούς τα ζουζούνια σκοτώνοντας
που τρώνε τους καρπούς της γης
με δόντια σουβλερά καθώς το χώμα σκιάζουν
κι όσους κρεμαστοί στα δέντρα ωριμάζουν.
Σκοτώνω κι όσα καταστρέφουν
τα ευωδιαστά περιβόλια
και ερπετά και σαρκοβόρα. Και όσα είναι
του φτερού μου, όλα τα αφανίζω.
Και τώρα κιόλας, σήμερα, ξαναπροκηρύσσεται:
"Όποιος σας σκοτώσει το Διαγόρα το Μήλιο
κερδίζει ένα τάλαντο - κι όποιος κάποιον τύραννο,
νεκρό από παλιά, τον ξανασκοτώσει...
παίρνει κι αυτός το τάλαντο".
Και θέλουμε σ' αυτό και τούτο να προσθέσουμε:
"Όποιος σκοτώσει το Φιλοκράτη το Σπουργίτιο
τάλαντο κερδίζει - κι αν ζωντανό τον φέρει,
τότε κερδίζει τέσσερα,
γιατί έχει συνήθεια να περνά τους σπίνους αρμαθιά
και τους πουλά στο κατοστάρικο εφτά
κι ύστερα φουσκώνει τις τσίχλες και τις διαλαλεί
και τις βασανίζει
και χώνει τα φτερά στων κοτσυφιών τις μύτες
κι όσα περιστέρια πιάνει στον κράχτη τα κλείνει
να ξεγελιούνται τα άλλα".
Αυτά προκηρύσσουμε. Κι όποιος κρατάει
κλεισμένα πουλιά στην αυλή, να τ' αφήσει
κι όποιος δεν ακούσει θα τον πιάσουμε εμείς
και, για ξεγέλασμα των άλλων, θα είναι στον κράχτη δεμένος.
Καλότυχη γενιά πουλιών
που ούτε το χειμώνα χλαίνες τυλιγόμαστε
ούτε καλοκαίρι καυτερή ακτίνα ζέστας μας πυρώνει.
Μα σε λιβάδια ανθηρά χανόμαστε στο φύλλωμα
όταν το οξύφωνο θείο τζιτζίκι
στο κάμα του καλοκαιρού παραδομένο τραγουδάει.
Και το χειμώνα στις σπηλιές
παίζουμε με τις Νύμφες
και βόσκουμε την άνοιξη μύρτα λευκά
παρθενικά - και κήπους των Χαρίτων.
Και τώρα στους Κριτές να πούμε για τη νίκη,
τι δώρα θα χαρίσουμε σ' όλους αν μας βραβεύσουν.
Πιο πολλά θα 'ναι απ' του Πάρη τα κέρδη.
Και πρώτα, που ο κάθε κριτής λαχταράει,
δεν θα σας λείψουν του Λαυρίου οι Γλαύκες,
στις τσέπες σας θα κατοικούν, στα πορτοφόλια
λημέρι - θα τα διώξουν τα ψιλά
και σε σπίτια θα κάθεστε να μοιάζουν με ναούς,
θα βάλουμε αέτωμα στα σπίτια σας στέγη.
Κι αν τύχει στο εξής εξουσιούλα να γλείψετε
εμείς θα σας χαρίσουμε γεράκι για βοήθεια
κι αν σε δείπνο σας καλούν θα βάζουμε τις σχάρες.
Αν όμως αρνηθείτε, τότε σαν αγάλματα
να βάζετε καλύμματα να μη σας κουτσουλούν,
γιατί χωρίς καλύπτρα, με κάτασπρο μανδύα,
θα πάρουμε την εκδίκησή μας,
που τα πουλιά τις κουτσουλιές τους πάνω σας
θα τις ρίχνουν.
(Βγαίνει ο Πισθέταιρος)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για τη θυσία μέσα όλα είναι έτοιμα.
Δεν ήρθε όμως αγγελιοφόρος να μας πει αν έγινε το τείχος.
Να όμως, να, αγγελιοφόρος φτάνει τρέχοντας
όπως δρομέας σε αγώνες.
(Φτάνει τρέχοντας αγγελιοφόρος α΄)
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Που που που είναι, που που που είναι, που που που είναι
που είναι ο άρχοντας Πισθέταρος;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εγώ είμαι. Να 'μαι.
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Σου το φτιάξαμε το τείχος!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπράβο σου μαντάτο!
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Όμορφο τείχος, μεγαλόφαρδο -
επάνω του μπορούν ο Θεαγένης και ο Προξενίδης
που λεν μεγάλα λόγια και κομπάζουν
δυο άρματα να οδηγούν αντικριστά
με άλογα μεγάλα σαν το Δούρειο Ίππο!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ηρακλή μου!
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Και το ύψος του το μέτρησα, μέτρα εκατό!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θεέ μου Ποσειδώνα, τι ψηλό!
Ποιο το έκτισαν τεράστιο τόσο;
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Τα πουλιά! Κανένας άλλος! Ούτε Αιγύπτιος λασπάς
ούτε λιθοξόος ήταν, ούτε μαραγκός.
Μόνο, μονάχα τα πουλιά και σάστιζα να βλέπω.
Ήρθαν απ' τη Λιβύη τριάντα χιλιάδες γερανοί
που είχαν πέτρες καταπιεί για τα θεμέλια!
Αυτές τις πελεκούσαν κάτι πουλιά τσουκάνες
κι άλλοι μύριοι γερανοί έφτιαχναν τα τούβλα
κι από κάτω το νερό τ' ανέβαζαν χαραδριοί
και τα πουλιά τα ποταμίσια.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τη λάσπη ποιοι την κουβαλούσαν;
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Ερωδιοί. Με πηλοφόρια!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τα πηλοφόρια ποιο τα γέμιζαν;
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Α! Βρήκαν το κόλπο εύκολα!
Την παίρναν και την έβαζαν οι χήνες
με τα πόδια τους, όπως με τα φτυάρια.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω τα πόδια τι δεν φτιάχνουν!
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Και μετά οι πάπιες φορτώνουν τα τούβλα
και πίσω τους τα χελιδόνια, σαν παιδιά,
με τις μύτες τους κουβάλαγαν τη λάσπη.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι να πληρώνει εργάτες κανείς! Πω πω!
Πες να ξέρω όμως, τις ξυλοτυπίες ποιοι τις έφτιαχναν;
ΑΓΓΕΛΟΣ Α΄
Μάστοροι πουλιά, πελεκάνοι πρώτοι.
Τις πελέκησαν τις Πύλες με τις μύτες τους
Ολόγυρα ηχούσε όπως ταρσανάς!
Όλα λοιπόν. Κλειστές οι Πύλες, έτοιμες
βαλμένες οι αμπάρες
γύρω γύρω όλα εντάξει και περίπολα παντού
και κουδούνια της εφόδου και σκοπιές
και φρυκτωρίες.
Εγώ τώρα τρέχω να πλυθώ. Τα άλλα καν' τα εσύ.
ΧΟΡΟΣ
Ε, Πισθέταιρε! Τα έχασες που τέλειωσε το τείχος
τόσο γρήγορα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα το θεό, θαύμα μοιάζει.
Μου φαίνονται όλα αληθινά σαν τα ψέματα.
Να όμως έρχεται φύλακας τρέχοντας
με τα μάτια ανάστατα.
(Φτάνει δεύτερος αγγελιοφόρος)
ΑΓΓΕΛΟΣ Β΄
Ωχ ωχ ωχ ωχ!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Γιατί το ωχ, τι έγινε;
ΑΓΓΕΛΟΣ Β΄
Τα πάθη των παθών μας πάθαμε!
Κάποιος θεός απ' το Δία, μόλις πιο πριν
πέρασε στην πόλη μας απ' τον αέρα επάνω!
Οι καλιακούδες οι σκοποί δεν τον κατάλαβαν!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω ανόσιο έργο! Ποιος θεός;
ΑΓΓΕΛΟΣ Β΄
Δεν ξέρουμε. Ξέρουμε όμως ότι είχε φτερά.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έπρεπε να στείλετε περίπολα αμέσως.
ΑΓΓΕΛΟΣ Β΄
Στείλαμε. Τριάντα χιλιάδες ιπποτοξότες γεράκια
και πίσω μαζί τους τα γαμψώνυχα όλα,
αετούς, κιρκινέζια, σαΐνια...
ο αέρας τραντάζεται όπως τον ψάχνουν.
Κι από εδώ δεν απέχει. Κάπου κοντά είναι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λοιπόν. Τόξα και σφενδόνες. Ο καθένας και όλοι μαζί.
Τόξεμα και χτύπημα.
Δώστε μου μια σφεντόνα να ρίξω.
ΧΟΡΟΣ
Πόλεμος ξεσπάει, πόλεμος απερίγραπτος.
Εμείς με τους θεούς! Να φυλά ο καθένας
το νεφελογεμάτο αέρα που το έρεβος γέννησε.
Να μη σας ξεφύγει και περάσει θεός από μέσα.
Όλοι κοιτάτε γύρω γύρω
Ακούγονται θεού φτερουγίσματα.
Στριφογυρνάει μετέωρος βόμβος φτερών!
(Εμφανίζεται η θεά Ίριδα)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, συ! Που πας; Που πετάς; Μη.
Μείνε αυτού ακίνητη, στάσου.
Μην τρέχεις.
Ποια είσαι, από πού, πες πούθε πέταξες;
ΙΡΙΔΑ
Απ' τους θεούς τους Ολύμπιους!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και το όνομά σου; Καράβι είσαι ή καπέλο;
ΙΡΙΔΑ
Η Ίριδα η γρήγορη. Η αγγελιοφόρος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σαλαμινία ή Πάραλος;
ΙΡΙΔΑ
Γιατί αυτό;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν θα πετάξει κάποιο δυνατό πουλί να την πιάσει;
ΙΡΙΔΑ
Εμένα να πιάσει ; Τι θα πει αυτό;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θα κλάψεις πικρά.
ΙΡΙΔΑ
Παράλογα μιλάς!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Από ποια Πύλη πέρασες το τείχος βρωμιάρα;
ΙΡΙΔΑ
Από Πύλη; Ποια Πύλη! Δεν ξέρω, μα το Δία.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άκουσες πως κοροϊδεύει;
Στους φρούραρχους τις καλιακούδες παρουσιάστηκες;
Δεν μιλάς, ε;
Έχεις άδεια εισόδου απ' τους πελαργούς;
ΙΡΙΔΑ
Τι κακό έκανα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν πήρες άδεια;
ΙΡΙΔΑ
Είσαι καλά;;;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν ήταν φρούραρχος εκεί να σου βάλει σφραγίδα;
ΙΡΙΔΑ
Δεν μου έβαλε κανείς σφραγίδα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και έπειτα, έτσι, πέταξες μουγγά
από ξένο τόπο μέσα και αέρα;
ΙΡΙΔΑ
Από ποιον άλλο δρόμο να πετούν οι θεοί;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν ξέρω μα το Δία, αλλά όχι από εδώ.
Παράβαση έκανες. Τα αντάξια αν πάθαινες
θα πέθαινες πιο δίκαια από όλες τις Ίριδες.
ΙΡΙΔΑ
Μα εγώ είμαι αθάνατη!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θα πέθαινες όμως.
Καταστροφή είναι να εξουσιάζουμε στους άλλους
και να παρανομείτε οι θεοί
και να αρνιέστε να ακούτε τους ανώτερους.
Πες μου λοιπόν για πού φτεροταξίδευες;
ΙΡΙΔΑ
Εγώ; Με στέλνει ο Δίας ο πατέρας στους θνητούς
να τους πω να θυσιάζουν στους Ολύμπιους,
αρνιά να σφάζουν στους βωμούς
και να γεμίζει ο τόπος κνίσσα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι λες; Σε ποιους θεούς;
ΙΡΙΔΑ
Σε ποιους; Σε μας! Στους εν Ουρανώ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Είστε θεοί εσείς;
ΙΡΙΔΑ
Μα ποιοι άλλοι είναι θεοί;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τώρα οι άνθρωποι έχουν θεούς τα πουλιά
και στα πουλιά θα θυσιάζουν.
Όχι στο Δία, μα το Δία!
ΙΡΙΔΑ
Άμυαλε, αχ μην προκαλείς των θεών τη θέληση
την τρομερή.
Θα το καταστρέψει το γένος σου η θεία Δίκη
με τη σκαπάνη του Δία!
Λικύμνια χτυπήματα θα σας καταστρέψουν.
Φλόγες και καπνοί θα γίνουν τα σπίτια σας και σεις.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άκουε συ. Σταμάτα τις σαχλαμάρες. Κάτσε καλά.
Για πες. Λυδό ή Φρύγα θαρρείς τρομοκρατείς
με τις κοτσάνες σου;
Αν ο Δίας με ζορίσει, θα του τα κάψω εγώ
τα σπίτια και τα παλάτια του Αμφίονα.
Πυρφόρους αετούς θα στείλω.
Θα εξαποστείλω πορφυρίωνες στον ουρανό, επάνω του,
πάνω από εξακόσιους - με λιονταριού προβιά.
Και ξέρεις ένας πορφυρίωνας κάποτε και μόνος
τον καταστέναξε πολύ.
Και σένα, αν με πρήξεις, εσένα λέω την Ίριδα,
θα σε ανασκελώσω θα σου μπω
θα πεις αμάν που τόσο γέρος
και τριπίθαμος έχω τα κότσια.
ΙΡΙΔΑ
Α, που να σκάσεις! Κι εσύ και τα λόγια σου!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άντε ξεκουμπήσου άντε γρήγορα, γρήγορα φύγε!
ΙΡΙΔΑ
Θα δεις θα σου τον κόψει τον τσαμπουκά ο πατέρας μου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Σιγά μην κλάψω! Άντε τράβα πέτα αλλού,
άλλον μου νεότερο να ξεπουπουλιάσεις.
(Φεύγει η Ίριδα)
ΧΟΡΟΣ
Τους θεούς του Δία καλά τους εμποδίσαμε.
Δεν θα περνούν απ' την πόλη μας άλλο,
μήτε θνητός απ' την πόλη ανάμεσα
στους θεούς θα στέλνει την κνίσσα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άσχημα την έχουμε αν δεν φανεί ο κήρυκας
που πήγε στους θνητούς.
(Φτάνει ένα πουλί κήρυκας - φορά στεφάνι και είναι λαχανιασμένο)
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ω Πισθέταιρε… ω Μακάριε σοφότατε! Ενδοξότατε!
Ω Χαριτωμενότατε, ω Τρισμακαριότατε…
Ω... πες να σταματήσω!...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι λες ρε συ;
ΚΗΡΥΚΑΣ
Όλοι οι θνητοί με τούτο το χρυσό στεφάνι
για τη σοφία σε τιμούν και σε στεφανώνουν!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπράβο τους. Γιατί με τιμούν;
ΚΗΡΥΚΑΣ
Ω εσύ, που έχτισες πόλη αιθέρια, ένδοξη!
Δεν ξέρεις τι τιμή κερδίζεις!
Πόσοι θνητοί την πόλη σου ερωτεύτηκαν!
Πριν να την ιδρύσεις, όλοι Λακεδαιμονόδειχναν.
Άφηναν μαλλούρα, μέναν νηστικοί, βρωμούσαν.
Σωκρατόφερναν, κρατούσαν ροπαλάκια…
τώρα όμως το γυρίσανε στην ορνιθομανία!
Όλα καταχαρούμενα τα κάνουν όπως τα πουλιά.
Πρώτα ότι όλοι τους μόλις σηκωθούν
χαράματα ακόμα - όπως εμείς στο βόσκημα -
στα νομικά τους όλοι σκύβουνε και πάνω στα ψηφίσματα!
Ορνιθομανία απερίγραπτη!
Τόσο που πολλοί πήραν και ονόματα.
Ένα μαγαζάτορα κουτσό Κουτσοπέρδικα τον λένε
και τον Μένιππο τον λένε τώρα Χελιδόνα.
Τον Οπούντιο τον είπαν Κόρακα τυφλό
Κορυδαλλό το Φιλοκλή, Χηναλεπού το Θέογνη,
το Λυκούργο Ίβι, το Χαιρεφώντα Νυχτερίδα,
το Συρακόσιο Κίσσα,
το Μειδία που μοιάζει με ορτύκι, Όρτυκα
έτσι που είναι το κεφάλι του σαν να το βάρεσε κόπανος.
Κι όλοι στην ορνιθομανία τους όλοι τραγουδούσαν
τραγούδια που αναφέρανε Χελιδόνι μέσα,
ή Χηνούλα, Περιστέρα, ή Κοκκινολαίμη
,ή έστω και φτερό, ή ακόμα και φτεράκι.
Τέτοια λοιπόν οι άνθρωποι κάνουν.
Ένα σου λέω μόνο. Θα ξεκινήσουν και θα'ρθουν
και από μύριους πιο πολλοί
αετονύχικους ζητώντας τρόπους και φτερά.
Πρέπει λοιπόν να βρεις φτερά για τους εποίκους.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Γρήγορα λοιπόν, δεν πρέπει να καθυστερούμε.
Γεμίστε με φτερά κόφες και πανέρια
και να τα φέρει ο Μανής όλα στην πόρτα έξω.
Θα είμαι εκεί να δέχομαι όσους καταφθάνουν.
(Ο κήρυκας φεύγει, ο δούλος πάει για φτερά - σε λίγο τα φέρνει)
ΧΟΡΟΣ
Γρήγορα μεγαλούπολη θα την λεν την πόλη τούτη!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τύχη καλή να έχουμε.
ΧΟΡΟΣ
Έρωτας μέγας για την πόλη μας άπλωσε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τα φτερά φέρε γρήγορα.
ΧΟΡΟΣ
Τι λείπει της πόλης μας για να μην τη θελήσουν;
Σοφία έχει. Πόθο έχει. Χάριτες, Χαρά
και της ευτυχισμένης Ησυχίας το πρόσχαρο πρόσωπο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
(Στο δούλο που έφερε τα φτερά)
Σαν βλάκας τεμπελιάζεις.
Δεν θα κουνηθείς;
ΧΟΡΟΣ
Ένας να φέρει γρήγορα καλάθι με φτερά...
Κι εσύ ξαναγύρνα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χτύπα τον τούτον, να έτσι...
ΧΟΡΟΣ
Αργόσυρτα τα πόδια του όπως του γάϊδαρου!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άχρηστος είναι ο Μανής.
ΧΟΡΟΣ
Βάλε τα φτερά σε τάξη.
Στη σειρά, κατά πουλί.
Εδώ τα ωδικά, εδώ τα μαντικά και τα
θαλασσοφτέρουγα. Κι έπειτα που θα 'ρθουν
κρίνε και δίνε ανάλογα.
(Σε άλλο δούλο, που έρχεται αργά
)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, μα τα Κιρκινέζια, δεν σ' τη χαρίζω,
έτσι που σε βλέπω τεμπέλη κι αργοκίνητο.
(Την ίδια στιγμή που τον χτυπά, φτάνει ένας νεαρός που θέλει να ξεκάνει τον πατέρα του. Γι' αυτό τον λένε Πατραλοία)
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Αχ να γινόμουν αετός ψηλοπετάρης
πάνω απ' την ατέλειωτη να πέταγα τη θάλασσα
την κυματούσα και γαλάζια...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν είπε ψέμματα ο κήρυκας!
Να τος ο πρώτος έρχεται ανεμοτραγουδώντας.
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Ζήτωωω!
Δεν είναι γλυκύτερο απ' το πέταγμα άλλο πράγμα!
Ορνιθομανώ και πετώ και μαζί σας να ζω
και τους νόμους σας θέλω να έχω...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ποιους νόμους; Πολλοί οι νόμοι των πουλιών.
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Όλους. Και πρώτα αυτούς που εγκρίνουν
να δαγκώνουν τα παιδιά τον πατέρα και να τον πνίγουν!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βέβαια. Παλικαριά το νομίζουμε
να καβαλάει τον πατέρα ένας νεοσσός.
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Γι' αυτό και πέταξα ήρθα
τον πατέρα να πνίξω και να 'χω το βιος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έχουμε νόμο όμως τα πουλιά, από παλιά γραμμένο,
"όταν ο πελαργοπατέρας τα πελαργάκια μεγαλώσει
τόσο που να πετάξουν,
τότε τα πελαργάκια θα τρέφουν τον πατέρα τους".
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Α! Δηλαδή γι' αυτό ήρθα, μα το Δία!
"Τον πατέρα να ταΐζω;"
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όχι. Μια όμως και ήρθες φίλος, φιλαράκι,
θα σε φτερώσω με χαρά, όπως ορφανό.
Μη χτυπάς τον πατέρα. Για καλό συμβουλεύω
όπως με συμβούλεψαν κι εμένα από παιδί.
Πάρε στο χέρι το φτερό και το κεντρί στο άλλο
Πάρε και τούτο το λειρί το πετεινολοφίο.
Και γίνε στρατιώτης και φρουρός
Και γίνε μισθοφόρος.
Κι άσε να ζει ο πατέρας σου.
Κι έτσι που είσαι παλικάρι
προς τη μεριά της Θράκης πήγαινε
και κάνε τις παλικαριές σου εκεί!
ΠΑΤΡΑΛΟΙΑΣ
Μα το Διόνυσο, καλά μου λες. Θα σ' ακούσω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έχεις μυαλό, μα το Δία.
(Φεύγει ο Πατραλοίας. Έρχεται ένας ποιητής, ο Κινησίας)
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Στον Όλυμπο ψηλά πετώ μ' ανάλαφρα φτερά
και πετώντας τραγουδώ αλλάζοντας τα μέτρα...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! Τούτη η περίπτωση θέλει πολλά φτερά.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Με άφοβη ψυχή και σώμα δρόμο ψάχνω νέο...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χαιρετούμε τον τσαχπίνη Κινησία.
Τι το στριφογυρνάς εδώ το πόδι σου;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Θέλω πουλί να γίνω, αηδόνι γλυκοκέλαδο...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πάψε το τραγούδι και μίλα καθαρά.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Βάλε μου φτερά να δώσω μια να πετάξω
Να μετεωρηθώ
Να πάρω απ' τα σύννεφα πρωτάκουστα μοτίβα
αγεροδόνητα και χιονοπαίζοντα!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι μουσικά μοτίβα να πάρεις απ' τα σύννεφα!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Απ' αυτά κρέμεται η τέχνη μας.
Όλα τα ωραία που έχει το τραγούδι
όλα τους αέρινα, αστραφτοφτέρουγα και μαύρα
και όλο πούπουλα.
Άκου με να τραγουδήσω να το καταλάβεις.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αχ! Όχι εγώ, μα τον Ηρακλή!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Εσύ Εσύ! Θα σ' τον ξεπετάξω όλο τον αέρα.
Μορφές πτηνών αιθεροδρόμων
μακρολαίμικων πουλιών...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε! Ε!
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Θάλασσες να τριγυρνούσα
με του ανέμου τις πνοές...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα το Δία, θα στις κόψω τις πνοές εγώ...
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Κι άλλοτε προς νότο στρέφοντας
κι άλλο στο βοριά, δρόμο
αλίμενο στους αιθέρες ανοίγοντας.
Γέροντα, σοφές δουλειές σοφίστηκες σοφά!
(Ο Πισθέταιρος τον κυνηγάει και τον χτυπάει με τα φτερά)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν χαίρεσαι που τρέχεις φτεροχτυπημένος;
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Εσύ μιλάς έτσι; Στο διθυραμβοδιδάσκαλο!
Που όλες οι φυλές μαλώνουν ποια να μ' έχει;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θέλεις να μείνεις εδώ και να διδάξεις ένα χορό στα πουλιά ;
Ο Λεωτροφίδης θα πληρώσει.
ΚΙΝΗΣΙΑΣ
Με κοροϊδεύεις, ολοφάνερα. Δε θα σταματήσω όμως.
Θα βάλω μόνος μου φτερά
Θα τον διασχίσω όλο τον αέρα.
(Φεύγει τραγουδώντας. Έρχεται ο Συκοφάντης, βλέπει τον Πισθέταιρο που κρατά φτερούγες)
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Α! Πολύχρωμο φτέρωμα, άδεια πουλιά!
Μακροφτέρουγη καλή χελιδονίτσα!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το κακό μας μεγαλώνει!
Άλλος τούτος καταφτάνει δώθε μουρμουρίζοντας!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Μακροφτέρουγη καλή μου, ξαναλέω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για ρούχα το λαλάει κι αυτός...
κι ως φαίνεται χρειάζεται πολλά χελιδονάκια!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ποιος βάζεις εδώ φτερά στους επισκέπτες;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εγώ. Παρών. Τι θέλεις;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Φτερά. Φτερά. Μη με ξαναρωτάς.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Για την Πελλήνη θα πετάξεις από εδώ;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Όχι. Πάω στα νησιά για καταγγελία!
Δικαστικός κλητήρας είμαι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω δουλειά υπέροχη!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ανασκαλεύω ύποπτα.
Θέλω λοιπόν φτερά να γυροφέρνω απρόσμενος
και τσουπ να καταγγέλνω...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θα καταγγέλνεις πιο καλά αν φοράς φτερά;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Όχι. Να ξεγκιστρώ τους πειρατές,
και με τους γερανούς να ξαναφεύγω,
δίκες κατατρώγοντας να έχω για σαβούρα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αυτό είναι το έργο σου;
Παιδί ακόμα κι όμως το 'ριξες στις δολοπλοκίες;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Και τι να κάνω; Σκάψιμο δεν ξέρω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα κι άλλες έντιμες δουλειές υπάρχουν, μα το Δία.
Κι ένας, σαν και σένα, άντρακλας ως εκεί,
με έντιμη δουλειά να ζει παρά να ψευδομαρτυρεί.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Άντε ρε καλόπαιδο, δωσ' μου φτερά και σώπα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Φτερά είναι τα λόγια μου.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Λόγια βάζεις για φτερά;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όλοι με τα λόγια αναφτερώνονται.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Όλοι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν ακούς τους πατεράδες στα κουρεία όταν λεν
"πολύ τον αναφτέρωσε το γιο μου ο Διειτρέφης!
τώρα ζητά καβάλημα"
Άλλος πάλι λέει "του δικού μου ο νους του
ξεσηκώθηκε και πέταξε για τραγωδία"!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Με τα λόγια λοιπόν φτερώνονται;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έτσι λέω. Με τα λόγια ο νους παίρνει αέρα
και αεροβατεί ο άνθρωπος.
Εγώ όμως θέλω με λόγια συνετά να σε φτερώσω.
Για νόμιμες δουλειές.
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Δεν θέλω όμως τέτοια εγώ.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και τι θα κάνεις;
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Δεν θα την ντροπιάσω τη γενιά μου.
Τη συκοφαντία μου την έχω γενεαλογικώς.
Άντε βάλε μου φτερά ελαφρά και γρήγορα
γερακιού ή σαϊνιού
να πετώ να καταγγέλλω να φεύγω να ξαναγυρνώ...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κατάλαβα. Πριν να 'ρθει καταγγελμένος
να βρεθεί δεδικασμένος!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Αυτός είσαι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έπειτα εκείνος με καράβι για αλλού
κι εσύ με τα φτερά εκεί...
και τ' άρπαξες το βιος του!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Όλα τα ξέρεις!
Σβούρα που γυρίζει να είναι ο άνθρωπος.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βέβαια σβούρα. Κατά τύχη, μα το Δία,
έχω κάτι τέτοια κερκυραϊκά φτερά...
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ωχ! Βούρδουλα έχεις;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όχι. Δυο φτερά είναι που έχω - να σε φτεροσβουρήσω!
ΣΥΚΟΦΑΝΤΗΣ
Ωχ ωωωχ!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε άντε φτεράκισε.
Άντε χάσου τσακίσου κακοχαμό να βρεις!
Πικρή να σου βγει η δικοπανουργία σου.
Πάρτε τώρα σεις τα φτερά να φύγουμε.
(Ο συκοφάντης φεύγει δαρμένος. Οι δούλοι παίρνουν τα φτερά μέσα. Μπαίνει και ο Πισθέταιρος)
ΧΟΡΟΣ
Πάνω από πολλά πρωτογνώριστα
πράματα και θάματα πέταξα
και είδα και τρόμαξα.
Είδα κάποιο δέντρο κάπου
φυτρωμένο έξω σ' έναν τόπο πέρα απ' την Καρδία
που το λεν Κλεώνυμο,
άχρηστο πέρα ως πέρα
φοβιτσιάρικο και μέγα.
Κάθε άνοιξη βλασταίνει και συκοφαντεί,
το χειμώνα αναμερίζει κι ασπιδορροεί.
Και υπάρχει κάποια χώρα
σ' αυτή τη σκοτεινιά
από εδώ πολύ μακριά, στην έρημο,
όπου με παλικαράδες - τρώνε
και συντροφεύουν οι άνθρωποι πολύ καλά,
όχι όμως το βραδάκι.
Τέτοια ώρα είναι φόβος να τους συναντήσεις.
Γιατί αν τη νύχτα κάποιος πέσει στον παλικαρά,
τρώει το χτύπημα γερά και χάνει και τα ρούχα.
(Ανήσυχος και καλυμμένος - να μη φαίνεται από πάνω - εμφανίζεται ο Προμηθέας. Την ίδια στιγμή βγαίνει ο Πισθέταιρος)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Αχ ο δύστυχος, να μη με δει ο Δίας!
Που είναι ο Πισθέταιρος;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπα! Τι είναι αυτό; Ποιος είναι ο σκεπασμένος;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πήρε το μάτι σου θεό να 'ρχεται το κατόπι μου;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Θεό ξοπίσω; Όχι. Εσύ όμως ποιος είσαι;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι ώρα να 'ναι τώρα;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι ώρα; Λίγο μετά το μεσημέρι. Εσύ όμως ποιος είσαι;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Απόγευμα είναι ή πιο πολύ;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ε, μα, βαρέθηκα.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Ο Δίας τι κάνει;
Μαζεύει τις νεφέλες ή ξεσυννεφιάζει;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Άρπα την και φώναζε.
(Με το χτύπημα του μισοφεύγει το κάλυμμα)
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άντε έτσι να ξεσκεπαστώ (να με γνωρίσεις;)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Βρε, βρε... Φίλε Προμηθέα;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Πάψε. Όχι ονόματα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι είναι; Γιατί;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Μη λες το όνομα, σώπα,
με παίρνεις στο λαιμό σου αν με δει ο Δίας!
Όμως να σου πω τα όσα κάνουν οι θεοί,
ρίξε τούτην την κουκούλα πάνω μου καλά
να μη με βλέπουν από εκεί.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πω πω μυαλό! Καλά το μηχανεύτηκες! Προμηθεϊκά!
Μπες κάτω και καλύψου και μίλα θαρρετά.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Άκου λοιπόν.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ακούω.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Καταστράφηκε ο Δίας!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι ώρα περίπου;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Από τότε πού κατοικήσατε τον αέρα
Από τότε που θνητός κανείς πια δεν θυσιάζει
και κνίσα ψητού από τότε δεν έφτασε σε μας.
Νηστεύουμε χωρίς ψητό, σαν στα Θεσμοφόρια
κι οι βάρβαροι θεοί πεινούν
και κρώζουν σαν Ιλλυριοί
και θα ριχτούν στο Δία λένε, από πάνω,
αν δεν ανοίξει αγορά να γίνει εισαγωγή
σπλάχνων και κρεάτων!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Καλά, αλλά υπάρχουν κι από πάνω σας βάρβαροι θεοί;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Δεν είναι βάρβαροι στην πατρίδα του Εξηκεστίδη;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κι αυτοί οι βάρβαροι θεοί τι όνομα έχουν;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τι όνομα; Τριβαλλοί.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κατάλαβα! Γι' αυτό λέμε 'άντε στον τρίβολο'.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Βεβαίως και γι' αυτό. Και ένα σου λέω.
Θα 'ρθουν απ' το Δία και τους Τριβαλλούς πρέσβεις
να τα βρείτε αλλά εσείς ν' αρνηθείτε.
Πρώτα να δώσει πίσω ο Δίας στα πουλιά
τα σκήπτρα που τους πήρε
να δώσει και σε σένα γυναίκα τη Βασίλεια...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι είναι η Βασίλεια;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Γυναίκα πεντάμορφη!
Αυτή τον κανονίζει τον κεραυνό του Δία
και όλα του τα άλλα αυτή τα διαχειρίζεται.
Τη σωφροσύνη, ευνομία, την καλή απόφαση,
καταγγελίες και λιμάνια, το δημόσιο ταμείο,
τις δικαστικές αποζημιώσεις...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όλα αυτή του τα χειρίζεται;
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Όλα. Και αν του την πάρεις, όλα δικά σου.
Γι' αυτό ήρθα. Ήρθα να σ' το πω.
Εγώ από πάντα είμαι φίλος των ανθρώπων.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χάρη σε σένα έχουμε φωτιά για τους μεζέδες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τους μισώ τους θεούς. Το ξέρεις.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ναι μα το Δία. Θεομίσητος γεννήθηκες.
ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ
Τίμωνας σωστός!
Τώρα για να γυρίσω δώσ' μου το σκιάδι
που και να με δει ο Δίας από πάνω
θα νομίσει συνοδεύω κόρη κανηφόρο
- όπως στα Παναθήναια.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Παρ' το. Πάρε κι αυτήν την φάπα να ντυθείς.
(Τον χτυπά. Φεύγει ο Προμηθέας, χάνεται κι ο Πισθέταιρος μέσα στα δέντρα)
ΧΟΡΟΣ
Κοντά στους Σκιάποδες λίμνη
υπάρχει - όπου άλουστος
οδηγεί τις ψυχές ο Σωκράτης.
Εκεί και ο Πείσανδρος πήγε να δει
την ψυχή του, λαχτάρησε,
- που ζώντα τον άφησε -
και σφάγιο της έφερε
προβατοκαμήλα
και το λαιμό της έκοψε και
σαν τον Οδυσσέα τότε έφυγε
κι ύστερα ανέβηκε από κάτω
για το αίμα της καμήλας
ο Χαιρεφών η νυχτερίδα.
(Έρχονται Ποσειδώνας, Ηρακλής και Τριβαλλός, αντιπροσωπεία από τους θεούς για διαπραγματεύσεις)
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Η Νεφελοκοκκυγία που ερχόμαστε για συμφωνία
να την! Αυτή είναι. Τη βλέπουμε.
Ε, συ! Τρίβαλλε! Τι κάνεις;
Στ' αριστερά ρε το κουμπώνεις το ιμάτιο;
Γιατί ρε τρισκακόμοιρε δεν το κουμπώνεις δεξιά;
Είναι κουλό το δεξιό σου σαν του Λαισποδία;
Αχ Δημοκρατία, που μας σπρώχνεις αχ,
αν διάλεξαν ετούτον οι θεοί για αντιρόσωπο!
(Κάνει να τον φτιάξει, αυτός γαργαλιέται)
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
Κάτσε καλά.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Μη γαργαλιέσαι. Άρπα την.
Απ' όλους τους θεούς που είδα είσαι ο τρισβάρβαρος.
Ηρακλή τι να κάνουμε;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εγώ το είπα, ξέρεις.
Όποιος και να 'ναι που έφραξε τους θεούς
θέλω να τον πνίξω.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Για συμφιλίωση μας έστειλαν!
ΗΡΑΚΛΗΣ
Δυο φορές θέλω να τον πνίξω.
(Βγαίνει ο Πεισθέταιρος πίσω του δούλοι κτλ. Δεν προσέχει τους θεούς)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ένας να φέρει το τυρί.
Εσύ τον τυροτρίφτη και τ' αλατοπίπερο
.Έλα φύσα τα ν' ανάψουν τα κάρβουνα καλά!
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Χαιρετούμε τον άντρα, εμείς οι θεοί.
Τρεις είμαστε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Εγώ τώρα τρίβω και πασπαλίζω αλατοπίπερο.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Κι αυτά τα κρέατα τι είναι;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Κάτι πουλιά είναι. Επαναστάτησαν ενάντια στα δημοκρατικά όρνεα
και κρίθηκαν ότι παρανόμησαν.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Και τα πασπαλίζεις βέβαια πριν ψηθούν.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! Γεια σου Ηρακλή, εσύ είσαι; Τι συμβαίνει;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ήρθαμε αντιπροσωπεία από τους θεούς
να σταματήσει ο πόλεμος...
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν έχει λάδι το λαδωτήρι.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ναι. Στο κρέας των πουλιών πάει πολύ το λάδι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Εμείς με τον πόλεμο δεν κερδίζουμε.
Και σεις όμως, αν τα έχετε καλά με τους θεούς,
και νερό βροχής θα έχετε στους βαλτοτόπους
και οι μέρες σας θα είναι όλες αλκυονίδες.
Γι' αυτόν το λόγο ήρθαμε. Εξουσιοδοτημένοι.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μα εμείς ποτέ δεν σας πολεμήσαμε πρώτοι
και τώρα, αν το θέλετε, θέλουμε κι εμείς την ειρήνη,
φτάνει να θελήσετε το δίκαιο
και εφόσον θέλετε τώρα το δίκαιο,
να δώσει πίσω ο Δίας το σκήπτρο στα πουλιά.
Αν συμφωνήσετε σ' αυτό σας καλώ σε φαγοπότι.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εμένα αυτό μου φτάνει. Αποδέχομαι.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Αποδέχεσαι; Άμυαλος είσαι. Κοιλιόδουλος.
Θα του στερήσεις του πατέρα σου την εξουσία;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Μπα! Δεν θα 'χετε δύναμη περισσότερη
αν εξουσίαζαν στους ανθρώπους τα πουλιά;
Τώρα βέβαια οι θνητοί, κρυμμένοι απ' τα σύννεφα,
σκύβουν και πατούν τους όρκους που σας έδωσαν.
Αν όμως έχετε συμμάχους τα πουλιά
όταν ορκίζεται ένας στο Δία και στον Κόρακα,
τότε ο Κόρακας θα πλησιάζει τον επίορκο κρυφά
θα του δίνει μια στο μάτι και θα του το βγάζει.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Καλά το λες αυτό, μα τον Ποσειδώνα!
ΗΡΑΚΛΗΣ
Κι εγώ καλό το βρίσκω.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι λες Τριβαλλέ;
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
Ναβαϊσατρέου.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Το άκουσες; Κι αυτός το ίδιο.
Κι άλλο καλό ακούστε που θα κάνουμε.
Αν άνθρωπος υποσχεθεί σ' ένα θεό σφαχτάρι
κι έπειτα σοφιστεύεται να το κουκουλώσει...
"ας περιμένουν οι θεοί"...
και δεν τους το προσφέρει, από τσιγκουνιά,
την είσπραξη αναλαμβάνουμε εμείς.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Για πες τον τρόπο πως θα γίνει.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Όταν τύχει και μετρά το παραδάκι του
ή λούζεται γυμνός,
τότε ένας μας Ικτίνος θα του πέσει σαν βολίδα
θα αρπάξει στα κρυφά την αξία δυο προβάτων
και θα τη φέρει στο θεό.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εγώ εγκρίνω να τους επιστρέψουμε τα σκήπτρα.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Ρώτα και τον Τριβαλλό.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Τριβαλλέ. Λες να τη φας να σκούξεις;
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
Άρα συ μπαστούνι κρούσεις...
ΗΡΑΚΛΗΣ
Σύμφωνος λέει.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Αν λέτε εσείς οι δύο, λέω κι εγώ τότε.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ε, συ! Σύμφωνο για το σκήπτρο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α, μα το Δία, θυμήθηκα και τ' άλλο
.Την Ήρα να την πάρει ο Δίας, την αφήνω.
Να δώσει όμως εμένα την κόρη του τη Βασίλεια.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Α! Εσύ δεν θέλεις διακανονισμό! Ελάτε να φύγουμε.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Πολύ που με νοιάζει!
Μάγειρα, τη σάλτσα να την κάνεις γλυκιά!
(Ο Ποσειδώνας πάει να φύγει
)
ΗΡΑΚΛΗΣ
Βρε ευλογημένε Ποσειδώνα, που πας;
Πόλεμο θα κάνουμε τώρα για μια γυναίκα;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Και τι να κάνουμε;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Να διακανονιστούμε.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Αχ κακόμοιρε, το συμφέρον σου χαλάς,
απ' την αρχή σε ξεγελάει, δεν καταλαβαίνεις.
Όσα αφήσει ο Δίας πεθαίνοντας, δικά σου θα είναι.
Αν όμως παραδώσει την εξουσία σ' αυτούς
και πεθάνει μετά, πάμφτωχος θα είσαι!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Αχ Ηρακλή κακόμοιρε πως σε ξεγελά!
Έλα κοντά μου, έλα να σου πω.
Ο θείος σου, δύστυχε, σε παραπλανάει!
Απ' του πατέρα σου την περιουσία εσύ, κατά νόμο,
δεν παίρνεις τίποτα.
Είναι γιατί είσαι νόθος, δεν είσαι γνήσιος.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Τι λες, εγώ νόθος;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Και βέβαια εσύ. Σε έκανε με άλλη.
Αν είχε η Αθηνά γνήσια αδέλφια
θα 'ταν θαρρείς επίκληρη;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Κι αν ο πατέρας πεθαίνοντας μου δώσει
το μερτικό του νόθου;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν τον αφήνει ο νόμος.
Ο ίδιος ο Ποσειδώνας που σε ξεσηκώνει τώρα
αυτός θα τα καπακώσει όλα του πατέρα σου
λέγοντας πως είναι γνήσιος αδερφός του.
Θα σου πω να δεις και το νόμο του Σόλωνα.
"Εφόσον υπάρχουν γνήσια τέκνα,
δεν παίρνει ο νόθος.
Όλη η περιουσία πάει στους συγγενείς
τους κοντινότερους".
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εγώ λοιπόν δεν έχω τίποτα να πάρω;
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Δεν έχεις, μα το Δία. Ο πατέρας σου, όμως,
σε παρουσίασε ως τώρα στους ληξίαρχους; Πες.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Όχι ποτέ. Και πάντα απορούσα.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τι κοιτάς έτσι κατά τον ουρανό;
Σφαγή οραματίζεσαι;
Έλα μαζί μου όμως και θα σε κάνω άρχοντα εγώ
και του πουλιού το γάλα θα σου δώσω.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Εγώ για την κόρη συμφώνησα από πριν.
Από μένα εντάξει.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Έλα τι λες;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Εισηγούμαι το αντίθετο.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ό,τι μας πει λοιπόν ο Τριβαλλός. Τι λες;
ΤΡΙΒΑΛΛΟΣ
Την όμορφα κούρα και μεγάλη βασίλιουσσα
δίνω στον Όρνιθα.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Αποδέχεται λέει.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Δεν λέει τίποτα. Χελιδονίσια μιλάει.
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Λέει λοιπόν να τη δώσουμε στα χελιδόνια.
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Αν συμφωνείτε οι δυο σας τότε υπογράψτε.
Είσαστε δύο. Εγώ θα σιωπήσω.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Άντε λοιπόν. Σύμφωνοι με όσα είπες.
Έλα μαζί μας τώρα ψηλά στον Ουρανό
να πάρεις τη Βασίλεια μαζί με τα σκήπτρα.
(Ο δούλος φέρνει κρέας κομμένο κομμάτια)
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Α! Στην ώρα πάνω ήρθαν τούτα τα σφαχτά!
Γαμήλιο τραπέζι.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Να μείνω να τα ψήσω εγώ μέχρι να γυρίσετε;
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Να τα ψήσεις. Κοιλιοδουλία σ' έχει ρε;
Δεν θα 'ρθεις μαζί μας;
ΗΡΑΚΛΗΣ
Ουφ! Μια χαρά θα τα κανόνιζα!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Ας φέρει κάποιος το κουστούμι του γαμπρού.
(Του φέρνουν καινούρια φτερά και φεύγουν)
ΧΟΡΟΣ
Υπάρχει στη Φανερωτή
δίπλα στην Κλεψύδρα
γένος γλωσσοκοιλιακό,
που σπερνει και θερίζει
και τρυγάει με τη γλώσσα
και συκολογεί.
Βαρβαρόφερτο το γένος
Φίλιπποι και Γοργίες είναι -
κι από τούτους τους Φιλίππους
που μιλάνε με την κοιλιά
απανταχού της Αττικής
αποκόβουμε τη γλώσσα.
(Έρχεται - από τον Ουρανό - αγγελιοφόρος)
ΑΓΓΕΛΟΣ
Ω τρισευτυχισμενέστατοι! Ω πάνω απ' τα λόγια!
Ω τρισμακαριότατη φτερωτή γενιά πουλιών.
Δέχεστε στα τρισόλβια παλάτια σας τον άρχοντα.
Έρχεται έτσι όπως δεν έλαμψε ποτέ,
ούτε άστρο να το δεις, αστραφτερό στο δώμα
ούτε φως ήλιου όμοια λάμψη ηλιαχτίδας!
Τέτοιας γυναίκας ομορφιά άφατη κρατώντας
έρχεται κραδαίνοντας του Δία κεραυνό
σαΐτα φτερωμένη
και παλίρροιες αρώματα όλο τον ουρανό
γεμίζουν κι ανεβαίνουν,
των θυμιαμάτων ο καπνός δακτυλιδάκια ταξιδεύει.
Να τος κι ο ίδιος! Έρχεται ! Εμπρός!
Το στόμα το υμνητικό της Μούσας να ανοίξει.
(Μπαίνει ο Πισθέταιρος με τη Βασίλεια)
ΧΟΡΟΣ
Κάντε τόπο, ξεχωρίστε, όλοι γύρω
πάρτε θέσεις
απ' τους δυο μακαρισμένους.
Αχ τι νιάτα ομορφιάς
Ω που για την πόλη μας καλοθεοπαντρεύτηκες!
Μεγάλες τρισμέγιστες οι τύχες των πουλιών
χάρη σ' αυτόν τον άντρα.
Με παρθενικά τραγούδια και γαμήλιες ωδές
δεχείτε τους, αυτόν και τη Βασίλεια.
Στην Ήρα την Ολύμπια
με τέτοια ωδή νυφιάτικη
οδήγησαν οι μοίρες
τον μέγα άρχοντα θεών
για σμίξιμο και κλίνη.
Ω Υμέναιε ω!
Ω Υμέναιε!
Και ο Έρωτας ο αθάνατος
ο καταχρυσαφένιος
τα χαλινά του άρματα
σωστά τα ηνιόχευε
συμπροπομπός του Δία
και της Ήρας της μακάριας!
Ω Υμέναιε
Ω Υμέναιε!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Χάρηκα τραγούδια, ύμνους,
και τα λόγια σας θαυμάζω.
Τώρα τις βροντές δοξάστε
τις πυρωμένες αστραπές
και το μεγάλο κεραυνό
τον ολοφλέγοντα, του Δία!
ΧΟΡΟΣ
Ω μέγα φως χρυσό της αστραπής
Ω του Δία δόρυ - πορφυρό αθάνατο
Ω χθόνιες βροντές
βροχοφόρες και τρομάζουσες
που μ' αυτές τη Γη ταράζει.
Με σένα τα πάντα κατέχει και έχει
τη Βασίλεια, του Δία την πάρεδρο
Ω Υμέναιε!
ΠΙΣΘΕΤΑΙΡΟΣ
Τώρα φτεροφόρα και γένη πουλιών
την πομπή ακολουθήστε
στον ουράνιο τόπο του Δία
και στη γαμήλια κλίνη.
Κι εσύ ω Βασίλεια, μακάρια,
το χέρι σου δως μου
κι απ' τα φτερά μου κρατήσου.
Έλα μου. Χόρεψε.
Θα σε έχω αέρινη.
(Φεύγουν οι δυο τους χορεύοντας. Ακολουθεί ο Χορός)
ΧΟΡΟΣ
Αλαλαϊ, ιη παιών,
Τήνελλα Καλλίνικε!
Των δαιμόνων ω πρώτε! ΤΕΛΟΣ