Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΑΙΣΧΥΛΟΣ

ΠΕΡΣΕΣ

472 π.Χ.

(Θεωρείται ως το αρχαιότερο έργο του Αισχύλου που έχει σωθεί)

 

 

ΠΡΟΣΩΠΑ  του  ΕΡΓΟΥ

 

ΧΟΡΟΣ

(Γέροντες άρχοντες της Περσίας)

ΑΤΟΣΣΑ

   (Βασίλισσα, γυναίκα του Δαρείου, μητέρα του Ξέρξη)

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

ΦΑΝΤΑΣΜΑ του ΔΑΡΕΙΟΥ

ΞΕΡΞΗΣ

 

 

ΥΠΟΘΕΣΗ  του  ΕΡΓΟΥ

 

(Ο βασιλιάς των Περσών, Ξέρξης, έχει φύγει με όλο του το στράτευμα για να κατακτήσει την Ελλάδα. Έχει περάσει καιρός και επειδή δεν φτάνουν μηνύματα από την εκστρατεία, στην Περσία άρχισαν να ανησυχούν. Οι πρεσβύτεροι μαζεύονται έξω από τα ανάκτορα και υπολογίζοντας το μέγεθος του στρατού εκφράζουν και τους ενδόμυχους φόβους τους. Βγαίνει η βασίλισσα Άτοσσα,  η μητέρα του Ξέρξη και τους ζητά συμβουλή για ένα τρομακτικό όνειρο που είδε το προηγούμενο βράδυ. Όμως την ίδια στιγμή εμφανίζεται ένας αγγελιοφόρος του περσικού στρατεύματος και επιβεβαιώνει με τον χειρότερο τρόπο τους φόβους όλων αρχίζοντας να διηγείται το μέγεθος της καταστροφής των Περσών στην ναυμαχία της Σαλαμίνας (εικ.) πρώτα και μετά στο δρόμο της επιστροφής για την χώρα τους.


Αξίζει να προσέξουμε τον ευγενικό τρόπο με τον οποίο ο Αισχύλος χειρίζεται το θέμα της μεγάλης νίκης των Αθηναίων και αντίστοιχα της μεγάλης ήττας των Περσών, χωρίς περιττούς κομπασμούς υπεροχής, αλλά με το μεγαλείο και την επίγνωση του άξιου και δίκαιου νικητή)

 

 

ΧΟΡΟΣ

Είμαστε οι σεβάσμιοι γέροντες. Έμπιστοι  του στρατού των Περσών, που εκστράτευσε στην Ελλάδα. Και οι φύλακες του θησαυρού του πλούσιου παλατιού. Ο  ίδιος ο βασιλιάς   Ξέρξης –   ο γιος του Δαρείου -  μας διάλεξε.  Για να φροντίζουμε την χώρα.

Όμως  για την επιστροφή και του βασιλιά και του στρατού του χρυσαρμάτωτου τώρα τρέμει η ψυχή μου σαν  να προαισθάνεται κακό.  Αλαφιάζεται μέσα μου. Γιατί όλης της Ασίας η δύναμη έφυγε και για τα νιάτα αυτά αναστενάζω –  και ούτε πεζός ούτε ιππέας φέρνει  νέα   σ’ αυτήν εδώ την πόλη, την πρωτεύουσα της Περσίας

Τα Σούσα και τα Εκβάτανα  και το Κίσσιο – το πανάρχαιο κάστρο όλοι τα άφησαν. Έφυγαν. Άλλοι Πεζοί, άλλοι. Ιππείς και άλλοι με καράβια.  Σχηματίζοντας έναν πολυάριθμο στρατό.

Έτσι κι ο Αρταφέρνης και ο Αρμίστρης, ο Μεγαβάτης και ο Αστάσπης, αρχηγοί των Περσών, υπακούοντας στον  μεγάλο Βασιλιά μας,  βασιλιάδες πιστοί, έγιναν αρχηγοί στρατιάς μεγάλης. Κινήσαν τοξοφόροι δεινοί και ιππείς.  Φοβερό θέαμα να τους βλέπεις. Μαχητές  μεγάλοι  κι η καρδιά τους  γεμάτη με τον πόθο της δόξας. Ο Αρτεμβάρης, με τα δυνατά του άλογα και ο Μασίστρης και των τοξοτών ο γενναίος Ιμαίος και ο Φαρανδάκης και ο Σοσθάνης  που οδηγεί με τα γρήγορα άλογά του την πομπή αυτή.  Και άλλους μας έστειλε ο μεγάλος Νείλος ο πολύτροφος.  Ο Σουσικάνης και της Αιγύπτου ο βλαστός ο Πηγαστάτωνας και ο άρχοντας της  ιερής Μέμφιδας ο μέγας Αρσάμης και της πανάρχαιας Θήβας ο Αριόμαρδος και  μεγάλο πλήθος από  άντρες – όλοι δεινοί κωπηλάτες. Και  ακολουθούν   αρίθμητοι καλοζωισμένοι Λυδοί  και άλλοι λαοί, στεριανοί. Που  οδηγούνται από τους  αρχηγούς τους,  τον Μητρογάβη και το γενναίο Αρκτέα – βασιλιάδες μεγάλους. Και οι πλούσιες, πολύχρυσες Σάρδεις  πίσω τους. Ορμούν με δίζυγα  και τρίζυγα  άρματα. Θέαμα που σε γεμίζει τρόμο.

Και του ιερού Τμώλου οι άντρες καυχιούνται πως θα βάλουν  ζυγό σκλαβιάς στην Ελλάδα. Ο Μάρδων κι ο Θάρυβης – λόγχης αμόνια  και ακοντιστές Μυσοί..   Και η Βαβυλώνα η πάμπλουτη στέλνει στρατό  σαν ποτάμι βουίζοντας, οπλισμό καραβιών και τοξότες αλάθητους. Και  απ’ όλη την  Ασία στρατοί σπαθοφόροι  με τον βασιλιά τους. Το άνθος της χώρας ολόκληρο έφυγε. Η γη της Ασίας   που τους ανάθρεψε αναστενάζει στην απουσία τους. Οι γονείς και  οι γυναίκες τους μέρα τη μέρα μετράνε και αγωνιούν.

 

Πέρασε πια ο βασιλικός στρατός μας,  ο καστροκαταλύτης,  στην  απέναντι γείτονα χώρα, με γεφύρι σχοινόδετο  τον Ελλήσποντο ζεύοντας, φτιάχνοντας ξυλοκάρφωτο πέρασμα στο σβέρκο του Πόντου.

 

Της μεγάλης Ασίας ο ανίκητος άρχοντας  σ’ όλη τη γη απλώνει το θείο στρατό του  και από την στεριά με πεζούς και από τη θάλασσα με καράβια. Και για όλα είναι περήφανος.  Σαν παιδί  χρυσογέννας, σαν ισόθεος.

 

Με άγρια μάτια σαν δράκου φονιά. Βλέποντας και στρατό και καράβια και έχοντας άρμα Σύριο.   Σε δοξασμένους ορμάει σαν Άρης τοξευτής.

 

Κανείς δεν θ’ αντέξει  σ’ αυτή λαοθάλασσα του στρατού ενάντια να φράξει  με  οχυρά το ανίκητο πέλαγος. Των Περσών ο λαός κι ο στρατός ο δυνατός δε νικιέται.

 

Του θεού την απάτη την άλυτη, ποιος θνητός θα τη λύση; Ποιος με γερό πόδι  πηδώντας θα ξεφύγει;  Με τη γλυκειά της μορφή, στην αρχή τον ξεγελά η Άτη  τον άνθρωπο. Και τον ρίχνει  στα δίχτυα. Απ’ αυτά δεν υπάρχει διαφυγή για  τον θνητό.

 

Από  τα πολύ παλιά χρόνια  η Μοίρα  από τους θεούς έχει ορίσει  τους Πέρσες   να είμαστε άριστοι ιππείς,    να κυριεύουμε και να ρίχνουμε κάτω τα κάστρα.

 

Και της  πλατειάς θάλασσας έμαθαν  ν’ ανεβαίνουν στα  ψηλά   από τον άγριο άνεμο κύματα. Σίγουροι για τα  μεγάλα καράβια, και τα ξάρτια τους.

 

Γι’ αυτό  την ψυχή μου την παίρνει ο φόβος. Μήπως ηχήσει στα Σούσα τα έρημα «Ωω! Ο στρατός των Περσών!».

 

Και το Κίσσιο  κάστρο αντηχήσει από το θρήνο. Και φωνάξουν  αυτόν το θρήνο γυναίκες και μητέρες. Και στους  κόκκινους τους χιτώνες αρχίσουν μπήγονται τα  νύχια.

 

Γιατί οι ιππείς και οι πεζοί    σα  σμάρι μελισσών με τον αρχηγό του έφυγαν. Πέρασαν το Στενό του  πελάγου απλώνοντας γέφυρα.

 

Τώρα  τα κρεβάτια τους βρέχουν με τα δάκρυά τους  οι Περσίδες  αποζητώντας τα ταίρια του. Ξεπροβόδισαν όλες τους πολεμόχαρους άντρες τους. Και μένουν ολομόναχες.

 

Αλλά ελάτε τώρα σεβάσμιοι γέροντες Πέρσες, εδώ στο αρχαίο προστύλιο  ας ανταλλάξουμε  την έγνοια μας με περίσκεψη – η ανάγκη  το απαιτεί. Τι τύχη να έχει ο Ξέρξης ο βασιλιάς ο Δαρειογέννητος; Ποιο από τα δυο να νίκησε, της σαΐτας   το τόξο    ή της ατσάλινης λόγχης η δύναμη;

 

(Απ’ την πύλη των ανακτόρων βγαίνει η βασίλισσα Άτοσσα η μητέρα του Ξέρξη)

 

Α! Όπως το φως  από μάτι του Θεού έρχεται η Μάνα του μεγάλου βασιλιά μας. Και δική μας Μάνα. Προσπέφτω. Σεβασμό της οφείλουν τα λόγια μας.

 

(Η Άτοσσα πλησιάζει)

 

Των όμορφων Περσίδων υπέρτατη Βασίλισσα. Σεβάσμια μάνα του Ξέρξη, Χαίρε, του Δαρείου γυναίκα. Ταίρι θεού. Και μάνα θεού. Αν η τύχη του στρατού μας ακόμα δεν άλλαξε.

 

 

ΑΤΟΣΣΑ

Γι’ αυτό   άφησα του παλατιού τα χρυσοστόλιστα δωμάτια και του Δαρείου και τον δικό μου κοιτώνα και ήρθα εδώ.   Έγνοια με τρώει. Μια προαίσθηση. Μήπως ο πλούτος κλωτσήσει και ρίξει κάτω την ευτυχία μας. Που με χέρι Θεού ο Δαρείος την έστησε. Γι’ αυτό η έγνοια μου είναι διπλή και ανείπωτη. Ούτε ο πλούτος αξίζει  μόνος του είναι άχρηστος. Μήτε ο άνθρωπος λάμπει  αντάξια δίχως αυτόν. Πλούτος υπάρχει στο παλάτι. Απείραχτος. Αλλά για το Μάτι του παλατιού φοβάμαι. Μάτι θεωρώ την παρουσία του Αφέντη. Γι’ αυτό θέλω την έμπιστη γνώμη  σας. Στη γνώμη σας πατάει η σωστή μου απόφαση.

 

ΧΟΡΟΣ

Να το ξέρεις Βασίλισσα. Για λόγο ή έργο  που θέλει τη γνώμη μου  πρόθυμος είμαι. Και αυτός είναι ο ρόλος μου. Φίλοι και σύμβουλοι είμαστε. Πες.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Με όνειρα ζω  τις νύχτες. Συνέχεια. Από τότε  που ο γιος μου πήρε στρατό και εκστράτευσε στη χώρα των Ιώνων  να την κατακτήσει.  Αλλά κανένα άλλο τόσο φανερό  όσο αυτό – τη νύχτα που πέρασε – δεν είδα άλλο. Θα σας  το πω.

Είδα δυο γυναίκες μπροστά στολισμένες. Η μια με πέπλους Περσικούς, η άλλη με Δωρικούς και στο παράστημα και στη μορφή απ’ τις σημερινές ξεχώριζαν.  Ήταν αδελφές από το ίδιο γένος.  Στη μια τύχη κληρώθηκε πατρίδα την Ελλάδα να έχει, στην άλλη βαρβαρική χώρα. Αλλά κάτι είχαν μεταξύ τους, έβλεπα που μάλωναν,  και τότε ο γιος μου,  μαθαίνοντάς το,  τις  έπιασε, να τις βάλει υποζύγια στο άρμα του, και περνούσε χαλινάρια στους αυχένες τους για να ημερέψουν.

Τότε η μια τα  δέχτηκε  τα χαλινάρια,  καμάρωνε σα να ήταν στολίδια. Η άλλη χτυπιόταν άρπαξε του δίφρου τα εξαρτήματα  και τον έσυρε αχαλίνωτο. Τον έσπασε στα δυο. Έπεσε ο γιος μου και ο πατέρας του ο τότε, ο Δαρείος, παραστέκονταν  κι έκλαιγε και από την ντροπή του. Ο Ξέρξης  μόλις τον είδε έσχιζε τα ρούχα του.

Αυτά είδα τη νύχτα.

Και το πρωί που σηκώθηκα  πήρα νερό από την όμορφη πηγή   και προσφορές κρατώντας  και  πήγα στο βωμό να θυσιάσω στους θεούς  να αποτρέψουν τα κακά. Και τότε είδα να φεύγει αετός προς το βωμό του Φοίβου και έχασα τη φωνή μου. Κατατρομαγμένη έμεινα. Ύστερα είδα ένα γεράκι σαΐτα  που όρμησε πάνω του και με τα νύχια τον μάδαγε κι αυτός μάζεψε τα φτερά του. Και στέκονταν.

Φοβερά όσα είδα, και για σας  που ακούτε. Να το ξέρετε όμως καλά. Ο γιος μου αν νικήσει θα γίνει ξακουστός. Αν νικηθεί όμως, δε θα δώσει λόγο. Το ίδιο θα την αφεντεύει τη γη αυτή. Φτάνει να γυρίσει.

 

ΧΟΡΟΣ

Οι συμβουλές μας, μητέρα,  ούτε  θα σε φοβίσουν ούτε θα σου δώσουν θάρρος. Αν είδες κακό σημάδι, πρόσπεσε στους θεούς και ζήτα να αποτρέψουν το κακό.  Αυτό πρώτα. Να τα γυρίσουν όλα προς στο καλό. Για όλους. Έπειτα να κάνεις χοές στη γη  και στους νεκρούς. Και ζήτα απ’ τον  Δαρείο  τον άντρα σου,  που είδες, να σας στέλνει χαρές απ’ τον κάτω κόσμο και της ζωής σας τα ενάντια να τα αφανίζει. Αυτά  η ψυχή μου συμβουλεύει. Ολόψυχα. Και τέλος να έχουν όλα καλό.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Είστε οι πρώτοι που ακούσατε το όνειρο και με συμβουλέψατε καλά για το παλάτι και το γιο μου.  Ας έχουν όλα καλή έκβαση.

Όλα όσα είπατε θα τα κάνω στους θεούς και τους νεκρούς όταν γυρίσω στο παλάτι.

Όμως θέλω να μάθω κι αυτό, φίλοι μου... Σε ποια μεριά της γης είναι η Αθήνα;

 

ΧΟΡΟΣ

Μακριά. Στη δύση.  Εκεί που δύει ο βασιλιάς Ήλιος.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Και τη λαχτάρησε ο γιος μου να την κατακτήσει;

 

ΧΟΡΟΣ

Γιατί όλη τη Ελλάδα θα γίνει τότε υπήκοος του βασιλιά.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Έχουν κι αυτοί πολύ στρατό όσο εμείς;

 

ΧΟΡΟΣ

Τέτοιο που έκανε δεινά στους Μήδους.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Τόξα βαστούν;

 

ΧΟΡΟΣ

Κοντάρι και ασπίδα. Και μάχονται σώμα με σώμα.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Και έχουν πλούτη στα σπίτια τους;

 

ΧΟΡΟΣ

Φλέβα ασήμι υπάρχει σ’ αυτούς. Θησαυρός της γης.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ποιος  τους εξουσιάζει και κυβερνάει το στρατό;

 

ΧΟΡΟΣ

Κανενός άνδρα δεν ονομάζονται δούλοι ούτε υπήκοοι.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Και πως στέκονται οι άνδρες και πολεμούν τους εχθρούς;

 

ΧΟΡΟΣ

Όπως και στο στρατό του Δαρείου αντίκρυ έμειναν και του προκάλεσαν πολλές φθορές.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Τα λόγια σου είναι τρομακτικά και πληγώνουν την καρδιά της μάνας.

 

(Στην άκρη της σκηνής – τρέχοντας – εμφανίζεται Πέρσης αγγελιοφόρος)

 

ΧΟΡΟΣ

Αλλά νομίζω ότι όλη την αλήθεια  θα τη μάθουμε γρήγορα.  Από αυτόν τον Πέρση άνδρα  που έρχεται τρέχοντας και φέρνει τα νέα. Σίγουρα. Καλά ή κακά.

 

(Ο Αγγελιαφόρος φτάνει ταραγμένος μπροστά στο χορό)

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Της Ασίας ολόκληρης χωριά και πόλεις! Γη της Περσίας του πλούτου λιμάνι! Ένα χτύπημα  τα σώριασε όλα.   Το άνθος της Περσίας χάθηκε.

Ωι  είναι κακό να φέρνεις πρώτος τα νέα για τη συμφορά! Αλλά είναι ανάγκη να  πω όλα τα παθήματα, Πέρσες. Όλος ο βαρβαρικός στρατός μας καταστράφηκε.

 

ΧΟΡΟΣ

Μαύρα. Μαύρα δεινά. Και χαμός  ανήκουστος. Ωι Πέρσες κλάψτε ακούγοντας.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Όλα. Όλα  τελείωσαν. Και γω τον ήλιο ανέλπιστα βλέπω.

 

ΧΟΡΟΣ

Ω! Ήταν γραφτό να ζήσω πολλά χρόνια! Για να δω το χαμό. Τον αβάσταγο.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ήμουν μπροστά  του ο ίδιος! Δεν τ’ άκουσα. Θα σας πω πως μας βρήκαν οι συμφορές.

 

ΧΟΡΟΣ

Αλίμονο, μεγάλα δεινά! Των τοξοφόρων, αμέτρητα πλήθη απ’ τη γη της Ασίας  Αχ πήγαν στην Ελλάδα. Για να πεθάνουν.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Γεμίζουν από δυστυχισμένους  νεκρούς  της Σαλαμίνας οι ακτές. Και όλος ο τόπος!

 

ΧΟΡΟΣ

Ωι Ωι. Κυματοδαρμένα σώματα φίλων Πνιγμένα. Τυλιγμένα χιτώνες. Στον αφρό και Στα έγκατα.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Τα τόξα  τους είναι άχρηστα. Όλους τους έπνιξαν των τριηρών τα έμβολα.

 

ΧΟΡΟΣ

Κλάψτε φρικτά  για τους δύστυχους με θρηνητική φωνή. Όλα των Περσών οι θεοί τα ανάτρεψαν. Καταστράφηκε ο στρατός μας.

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ωι Σαλαμίνα εχθρικό όνομα δεν θέλω να το ακούω.   Φρικτή ανάμνηση της Αθήνας.

 

ΧΟΡΟΣ

Μισητή η Αθήνα στους δύστυχους! Στην ψυχή μου καρφώθηκε Τις Περσίδες ορφάνεψε από γιους κι από άντρες.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Αυτή η συμφορά δεν έχει άλλη όμοια.  Έμεινα άφωνη. Ούτε να σιωπήσω μπορώ αλλά ούτε να ρωτήσω τα πάθη μας. Όμως πρέπει οι θνητοί να τ’ αντέχουν αυτά που οι θεοί στέλνουν. Κράτα τώρα την καρδιά σου. Και πες. Ανιστόρησε.

Ποιος σώθηκε; Ποιον αρχηγό να κλάψουμε που ταγμένος πρώτος, ο χαμός του τον στρατό μας αφάνισε;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ο Ξέρξης ο ίδιος ζει και βλέπει το φως

 

ΑΤΟΣΣΑ

Φως ο λόγος  στο παλάτι μας! Άσπρη μέρα σε θεοσκότεινη νύχτα αιώνια!

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ο Αρτεμβέργης ο δυνατός αρχηγός με τα χίλια άλογα  στις κοφτερές  ακτές των Σιληνιών χτυποδέρνεται.

Τον μεγάλο χιλίαρχο Δαδάκη   κοντάρι τον πήρε απ’ το καράβι.   Και ο Τεναγώνας  ο πρώτος των Βακτρίων στριφογυρνάει στη θάλασσα της Σαλαμίνας του Αίαντα.

Ο Λίλαιος και ο Αρσάμης και ο Αργήστης οι τρεις, στους βράχους του νησιού χτυπιόνται.

Κι ο Φαρνούχος, του Νείλου ο γείτονας και ο Αρκτέας και ο Αδεύης και ο Φερισεύης μαζί. Στο ίδιο καράβι μαζί βούλιαξαν.

Ο Μάταλλος, δέκα χιλιάδες ορίζοντας, η πλούσια ξανθιά του γενειάδα χρωματίστηκε κόκκινη πέφτοντας.

Και ο Μάγος ο Άραβος και Αρτάβης ο Βάκτριος –  ο αρχηγός των τριών χιλιάδων μαύρων ιππέων – στην ξέρα  έπεσε και εκεί θάφτηκε.

Και ο Αμίστρης  και ο Αμφιστρέας – παίκτης κονταριού  αντροκτόνου και ο γενναίος Αριόμαρδος που έριξε τις Σάρδεις  στο πένθος, και ο Σεισάμης των Μυσών και ο Θάρυβης, αρχηγός πέντε φορές πενήντα καραβιών θρέμμα της Λύρνας – γερός και ωραίος – κακήν κακώς  πάει. Κάτω κείτεται. Και ο Συένεσης, της Κιλικίας ο άρχοντας ο πρώτος στην τόλμη. Σε πλήθος  ενάντια τρισδόξαστος έπεσε. Αυτά για τους άρχοντες. Όσα θυμήθηκα. Μύριες είναι οι συμφορές, τις λίγες σας είπα.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ωι  τα μεγαλύτερα κακά ακούω! Σπαραγμός και ντροπή μας τους Πέρσες! Πες όμως   για τους Έλληνες. Τόσα καράβια  είχαν, που τόλμησαν  ν’ αντιβγούν στον περσικό στρατό; Μπήγοντας έμβολα;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Αν ήταν για τον αριθμό, θα νικούσαμε, βασίλισσα. Όλα τους  τα πλοία στα τριακόσια θα έφταναν – και τα  δέκα ήταν τα καλύτερα. Ο Ξέρξης  χίλια  είχε κι άλλα διακόσια  επτά που ήταν πολύ γρήγορα. Αυτοί ήταν οι αριθμοί. Δε χάσαμε  όμως για τους αριθμούς. Κάποιος δαίμονας μας ρήμαξε.   Τη χτύπησε τη ζυγαριά  την έκλινε  στο μέρος τους. Θεοί τη σώζουν  την πόλη της Παλλάδας.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ακόμα η Αθήνα είναι απόρθητη;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Άντρες άμα έχει, έχει κάστρο άπαρτο.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Πες για τα καράβια.. Πως άρχισαν;  Οι Έλληνες πρώτοι ή ο γιος μου σίγουρος για τον εαυτό του;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Πρώτος άρχισε, δέσποινα,  με την οδηγία κάποιου κακού πνεύματος ή κάποιου θεού .   Ήρθε απ’ το στρατό των Αθηναίων ένας στο γιο σου και είπε:

«Όταν  απλώσει η νύχτα το σκοτάδι θα ξεφύγουν οι Έλληνες. Θα πιάσουν τα κουπιά και κρυφά θα σκορπιστούν για να σωθούν. Όπως όπως».

Και μόλις τ’ άκουσε ο Ξέρξης, χωρίς να σκεφτεί δόλο του Έλληνα ή φθόνο θεού φώναξε  τους ναύαρχους όλους και πρόσταξε: «Όταν πάψει ο Ήλιος  να καίει  το χώμα και υψωθεί το σκοτάδι, να παρατάξτε τα καράβια σας να φράξετε  το δρόμο σε  τρεις σειρές. Πυκνά. Και μ’ άλλα να κυκλώσετε  γύρω από το νησί του Αίαντα. Και να φυλάτε  τα στενά και τα περάσματα. Αν απ’ τον κλοιό και το χαμό σωθούν οι Έλληνες βρίσκοντας δρόμο  τα καράβια, πήρα απόφαση. Θα πεθάνετε».

Έτσι τους είπε. Βέβαιος και ανύποπτος – δεν ήξερε οι θεοί τι μελετούσαν.

Και την ίδια ώρα  οι Έλληνες ήρεμα  και πειθαρχημένοι ετοίμαζαν να φάνε. Οι ναύτες  περνούσαν τα κουπιά στους σκαρμούς και μετά που έδυσε ο ήλιος και η νύχτα έρχονταν πέρασαν όλα τα καράβια σε σχηματισμούς. Παρακινούσαν και κρατούσαν την τάξη όπως ορίστηκε ο καθένας. Προχωρούσε  η νύχτα και τελείωνε και αυτοί πουθενά δε δοκίμασαν να φύγουν.

Και   όταν ξημέρωσε, όταν  ανέβηκε το άρμα της ημέρας  τότε απ’ τα καράβια τους αντήχησε χαρούμενη βοή σαν τραγούδι και τα βράχια γύρω αντιλάλησαν. Φόβος μας έπιασε  που γελαστήκαμε. Δεν ήταν το τραγούδι τους ήχος φυγής  . Παιάνας ήταν. Να ορμήσουν. Και οι σάλπιγγες τους φλόγιζαν τα κουπιά αμέσως τότε  ακούστηκε το σύνθημα.

Και τα καράβια ήρθαν γρήγορα μπροστά μας.

 

Πρώτη προχώρησε η δεξιά πλευρά. Αλφαδιασμένα. Και όλα  τα άλλα πίσω τους. Και αντήχησε τότε μυριόστομο: «Παιδιά της Ελλάδας προχωράτε, λευτερώστε την Πατρίδα. Λευτερώστε τα παιδιά, τις γυναίκες, τους βωμούς των πατρώων θεών, και των προγόνων  τους τάφους. Τώρα ο Αγώνας για όλα»

 

Τότε και μεις αρχίσαμε να φωνάζουμε δυνατά  στα περσικά, απάντηση στην κραυγή τους. Και δεν υπήρχε ώρα για καθυστερήσεις.  Οδηγήσαμε τα καράβια μας κοντά στα δικά τους. Το εμβόλισμα το άρχισε ένα Ελληνικό (εικ.) σ’ ένα Φοινικικό (εικ.).

Μπερδεύτηκαν κουπαστές και πρύμνες.  Τα  συνέτριψε. Και τότε  έγινε ολοκληρωτική επίθεση.   Στην αρχή  άντεχαν οι γραμμές μας. Μα όταν πύκνωσαν τα καράβια  στο στενό φράκαραν όλα. Έπεφταν  το ένα στ’ άλλο. Άνοιγαν οι πρώρες σπάζαν τα κουπιά. Μεταξύ μας βυθιζόμασταν. Και τότε τα Ελληνικά έτρεχαν γύρω μας με τέχνη και γρηγοράδα. Μας χτυπούσαν.  Άνοιγαν τα καράβια μας και θάλασσα δεν φαίνονταν. Γεμάτη κορμιά πνιγμένων και ναυάγια. Και σαν μυρμήγκια στις παραλίες οι νεκροί. Τότε όσα μας έμειναν  άρχισαν να φεύγουν.

Μα τότε αυτοί σα να καμάκιζαν  τρεχόψαρα ή να’σερναν τρανή ψαριά μας χτυπούσαν με τα κουπιά τους και με κομμάτια άρμενα  μας τσάκιζαν  τις ραχοκοκαλιές και βογκούσε όλη η θάλασσα από τα κλάματα και τον πόνο. Όλη τη μέρα ώσπου νύχτωσε. Δέκα μέρες να μιλούσα για τα κακά που πάθαμε δε θα τα τέλειωνα όλα. Να το πω έτσι. Τόσοι νεκροί σε μια μέρα μέσα ποτέ δεν ξανάγινε.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ωι ! Μεγάλο πέλαγος κακού χύθηκε πάνω στους Πέρσες και σε όλο το βαρβαρικό γένος!

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Ούτε τα μισά  βασίλισσα δεν είπα. Η συμφορά που ακολούθησε ήταν τρισχειρότερη!

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ποιο  κακό μπορεί να είναι  χειρότερο; Συνέχισε. Τι χτύπησε   το στρατό μας με μεγαλύτερη δύναμη;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Όσοι από τους  Πέρσες ήταν γεροί  κι από γενιά με ψυχή και πιστοί στο βασιλιά απ’ τους πρώτους άδοξος φριχτός χαμός τους πήρε όλους.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ωι Ωι. Κατάντια τρισδύστυχη κακής συμφοράς! Πως ; Πες. Πως χάθηκαν;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Μπροστά στη Σαλαμίνα είναι ένα ξερονήσι χωρίς αραξοβόλι και στις ακτές του μόνο ο Πάνας βακχεύει. Σ’ αυτό ο Ξέρξης έστησε γενναίους πιστούς του ώστε όσοι από τους Έλληνες αράζουν ναυαγοί να τους σκοτώνουν έτσι ανίσχυρους και τους δικούς μας να τους σώζουν στα στενά τα παράλια.  Δεν πρόβλεψε σωστά όμως. Τα αντίθετα έγιναν.

Αυτοί με τη νίκη που τους έδωσαν οι θεοί στο χέρι έβγαιναν απ’ τα  καράβια πάνοπλοι. Και πατούσαν στο νησί. Το κύκλωναν και οι δικοί μας δεν είχαν που να φύγουν. Οι σαΐτες και οι πέτρες τους χτυπούσαν.

Τους χαντάκωναν και στο τέλος όρμησαν τους κομμάτιαζαν τις σάρκες    και τους αφάνιζαν όλους. Και ο Ξέρξης  τότε είδε τον μέγεθος της συμφοράς και έβγαλε φωνή – δίπλα   στ’ ακροθαλάσσι κάθονταν, σ’ ένα ύψωμα, κι έβλεπε όλο το στρατό του. Έσκισε τα ρούχα του τα βασιλικά. Έβγαζε γοερές κραυγές. Και ξαφνικά πρόσταξε  στο στρατό ξηράς  να τραπεί σε φυγή. Και τράπηκε ο στρατός.

Τέτοια είναι η συμφορά  πάνω στην πρώτη. Για θρήνο.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ωι Άγριε Δαίμονα. Άγρια τους κατάστρεψες τους Πέρσες! Αχ Μαραθώνα! Ο χαλασμός σου δεν έφτασε! Γι’ αυτόν λογαριάζοντας ο γιος μου να πάρει εκδίκηση  βουνά συμφορές σώριασε πάνω του. Πες όμως. Πες. Τα καράβια που σώθηκαν που τ’ άφησες; Ξέρεις να πεις;

 

ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟΣ

Όσα σώθηκαν πιάσαν ευνοϊκό αγέρα και  φύγαν! Όπως όπως.  Ο άλλος μας όμως στρατός στη Βοιωτία χανόταν. Άλλοι δίπλα στις βρύσες πριν  ξεδιψάσουν. Άλλοι στο δρόμο. Απ’ την τρεχάλα τους ξέπνοοι. Περάσαμε μετά στη Δωρίδα και στον Μαλιακό, όπου ο Σπερχειός με τα γλυκά νερά του ποτίζει τον κάμπο. Κι από εκεί μας δέχτηκε η γη των Αχαιών κα τα χωριά της Θεσσαλίας. Πεινασμένους. Κι από πείνα και δίψα πολλοί πέθαιναν. Και τα δυο μας κυνηγούσαν.

Μετά περάσαμε στη Μαγνησία, φτάσαμε στη Μακεδονία, στον Αξιό, και στους βάλτους  και τις καλαμιές της Βόλβης και στο Παγγαίο όρος και στη γη  της Ηδωνίδας.

Εκεί τη νύχτα ο θεός ξαφνικά έριξε κρύο μεγάλο, ο Στρυμόνας πάγωσε και τότε εκεί όποιος δεν πίστευε θεό τώρα προσεύχονταν και προσκυνούσε και παρακαλούσε Ουρανό και Γη. Και όταν ο στρατός τέλειωσε τα προσκυνήματα άρχισε να περνά  το ποτάμι. Πάνω στον πάγο. Και τότε όσοι πέρασαν  πριν να σκάσουν οι ακτίνες του Ήλιου σώθηκαν. Αλλά του Ήλιου, οι ακτίνες του φλόγα έβγαζαν και έμπαιναν  στου πάγου τα σπλάχνα έως μέσα. Τον έλιωναν. Και έπεφταν τότε ο ένας με τον άλλον και βούλιαζαν και όποιος πνίγονταν  αμέσως ήταν τυχερός. Όσοι σωτηρία έτυχαν και πέρασαν στη Θράκη  και γλίτωσαν κι απ’ αυτήν με τα πολλά – όχι πολλοί – αυτοί έφτασαν στην πατρική γη για να στενάζει η πατρίδα  μας να λαχταρά τα αγαπημένα της χαμένα νιάτα. Αυτή είναι η αλήθεια Βασίλισσα. Και πολλά  απ’ τα δεινά που σώριασε στους Πέρσες  ο θεός αυτά δεν τα λέω.

 

ΧΟΡΟΣ

Δαίμονα. Βαρύς με τα πόδια σου πήδησες  πάνω στην Περσία όλη. Την καταπάτησες.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Χαραμίστηκε ο στρατός μας! Τελείωσε! Αχ! Της νύχτας μου όνειρα καθαρά τις συμφορές μου τις είπατε. Λάθος. Λάθος τα εξηγήσατε όλοι σας.

Μου είπατε όμως τι να κάνω. Και θέλω να προσπέσω  στους θεούς και να πάρω να φέρω προσφορές στους νεκρούς και στη γη μας. Ξέρω. Όλα αυτά είναι πράγματα τελειωμένα αλλά μακάρι στο μέλλον να μας έρθουν καλύτερα.

 

Για όσα μας βρήκαν τώρα πιστοί στους πιστούς να σταθείτε. Και στο γιο μου – αν γυρίσει πριν έρθω – παρασταθείτε του. Συνοδέψτε τον μέσα να μην προσθέσει συμφορά στις συμφορές μας.

 

(Η βασίλισσα Άτοσσα  μπαίνει στα ανάκτορα)

 

ΧΟΡΟΣ

Δία Βασιλιά, τώρα της Περσίας της μεγάλης, περήφανης, το στρατό τον κατάστρεψες. Τα Σούσα και τα Εκβάτανα  στο πένθος το μαύρο και βαρύ τα βύθισες. Οι Περσίδες τα πέπλα τους ξεσκίζουν  και κλαιν  και ποτάμι   δάκρυα χύνουν χτυπώντας τα στήθια τους και μετέχοντας στο κοινό το πένθος. Οι νιόπαντρες τώρα που λαχταρούσαν να δουν τους συζύγους τους θα μείνουν μόνες. Της αγάπης την κλίνη  - τη χαρά της ηδονόλατρης νιότης -  τη χάσαν. Και κλαιν ατελείωτα. Κι εγώ το χαμό των χαμένων βαρύπενθα μοιρολογώ.

 

Όλη η γη  της Ασίας   κλαίει και έχει ερημώσει. Τους  πήρε ο Ξέρξης τους χάλασε ο Ξέρξης όλα ο Ξέρξης τα σώριασε άμυαλα. Πάνω στα πλοία! Μήπως κι ο Δαρείος ο τοξομάχος προστάτης τότε, τη χώρα δε σάρωσε;

 

Τους πεζούς και τους ναύτες τα λινοφτέρουγα μαύρα καράβια τους έφεραν. Αχ! Τα καράβια τους χάλασαν. Αχ! Τα καράβια με τα έμβολα που τα πάντα ρημάζουν.

Κι απ’ των Ιώνων τα χέρια ο βασιλιάς μας ο ίδιος μόλις που ξέφυγε στους κάμπους της Θράκης και στους δυσπέραστους δρόμους της.

 

Κι όσους πρώτους, αλίμονο, τους άρπαξε μοίρα,  στις ακτές της Κυχρείας  αχ, ξεβράζονται. Στέναζε, σπάραζε.

Γέμιζε θρήνο πικρό τα ουράνια. Αχ! Φώναξε, φώναξε με κραυγή σπαρακτική.

 

Δαγκωμένους,  από την  άγρια θάλασσα, αλίμονο, τους σκίζουν κομμάτια

φευ, τα σκυλόψαρα. Αχ, κλαίνε τους χαμένους τα έρημα τα σπίτια. Γονείς  έμειναν χωρίς τα παιδιά τους. Πάθη μοιρόγραφτα. Αχ! Κλαίνε ακούγοντας τη φρίκη την τελειωτική.

 

Οι λαοί της Ασίας σε λίγο δεν θα υπακούν την Περσία. Δεν θα πληρώνουν  τους αναγκαίους φόρους Ούτε στη γη θα σκύβουν προσκυνώντας. Του βασιλιά  η ισχύς  όλη κατέρρευσε.

 

Ούτε τη γλώσσα  θα κρατούν οι θνητοί. Λύθηκε πια. Πάει. Θα φωνάζουν ελεύθερα.

Σπασμένα ο ζυγός και τα  χαλινάρια. Των Περσών τη δύναμη την κρατάει. του Αίαντα το φημισμένο νησί.

 

(Απ’ την πύλη βγαίνει η Άτοσσα. Κρατάει στα χέρια της χοές)

 

ΑΤΟΣΣΑ

Όποιος συμφορές είδε και γνώρισε ξέρει ότι όταν ξεσπάει του κακού ο στρόβιλος όλοι είναι καχύποπτοι.. Και μετά που ξαστερώνει η τύχη  όλοι πιστεύουν ότι  πρίμος θα πνέει πάντα ο άνεμος. Έτσι κι εγώ.  Γεμάτη φόβο είμαι. Όλα τα βλέπω σημάδια κακού. Απ’ το θεό βόμβος κακής απειλής ηχεί μες στ’ αφτιά μου. Τέτοια ταραχή κακού με παίρνει. Γι’ αυτό τώρα  πάω αυτές τις χοές – χωρίς πομπές και μεγαλεία  όπως πρώτα – στον πατέρα του γιου μου. Να τον εξευμενίσω. Καλό άσπρο γάλα από άζευτη  γελάδα, στάλες μέλισσας διάφανες και παρθένας πηγής τρεχούμενο νερό και καθαρό άμειχτο κρασί άγριας κληματίδας αμπελιού παλιού ξεφάντωμα, και καρπό μυρωδάτο ξανθής αγέραστης ελιάς και πλεχτές  χουφτιές  πάμφορης γης λουλούδια. Συνοδέψτε τώρα τούτες τις χοές  με ευχές. Καλέστε ευμενικό το πνεύμα του Δαρείου. Εγώ θα δίνω τις χοές στους νεκρούς του Άδη.

 

(Καθώς  γίνεται η ιεροτελεστία  η Άτοσσα ραντίζει  στον τάφο του Δαρείου τις χοές. Ο χορός ικετεύει  και εύχεται)

 

ΧΟΡΟΣ

Βασίλισσα Άτοσσα. Σεβαστή στην Περσία. Δίνε τις χοές στου Άδη  τα δώματα και μεις θα δεηθούμε στους θεούς των νεκρών.   Με το χέρι τους να προστατέψουν τη γη μας. Άγια Πνεύματα του Άδη, Γη και Ερμή και Άρχοντα του Άδη, στείλε μας – δεόμαστε – του Δαρείου το πνεύμα. Ξέρει καλύτερα από μας τι πρέπει να γίνει. Ποια γιατρειά χωρεί στα δεινά μας. Ξέρει. Θα μας πει.

 

Άραγε ο νεκρός βασιλιάς  ο ισόθεος ακούει τα καθαρά Περσικά πικρά γοερά μοιρολόγια; Τα δεινά τα πανάθλια θα διαλαλήσω. Μ’ ακούει;

 

Γη και θεοί  των νεκρών, την ψυχή την περήφανη, τον θεό των Περσών – γέννα της Σούσας – αφήστε τον να βγει  απ’ το Σκότος στο φως. Στείλτε μας πάνω Αυτόν. Που όμοιο η Περσία δεν έθαψε!

 

Βασιλιάς τιμημένος. Τιμημένος ο τάφος. Τιμημένο το πνεύμα που έκρυψε. Άδη. Στείλε μας, στείλε μας Άδη το σεβαστό βασιλιά μας Δαρείο!

 

Το στρατό του ποτέ δεν παγίδεψε σε πολεμόχαρη Άτη. Θεόπνευστος λεγόταν. Θεόπνευστος ήταν το λαό του σοφά διοικούσε!

 

Βασιλιά μας. Παλιέ Βασιλιά μας. Φτάσε. Έλα. Φανερώσου στον τάφο σου πάνω, σείσε την άκρη της βασιλικής σου πορφύρας τα κροκάτα σανδάλια σου σήκωσε. Έλα Δαρείε. Αγαθέ μας πατέρα!

 

Του βασιλιά μας Βασιλιά. Τα νέα δεινά της Περσίας ν’ακούσεις. Έλα. Γιατί ένα σύννεφο θανάτου τα σκέπασε όλα. Όλος μας πια ο στρατός καταστράφηκε. Έλα αγαθέ μας Δαρείε Πατέρα!

 

Ωι ωι! Ω Πολύκλαυστε! Αχ τα δεινά Βασιλιά. Βασιλιά μας. Τα δεινά τα διπλά. Τι μισθός αμαρτίας! Της Περσίας πνίχτηκαν όλα τα πλοία. Τα πλοία τα  άπλοια.

 

(Εμφανίζεται το είδωλο του Δαρείου – πάνω στον τάφο του)

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Πιστοί  των Περσών και της νιότης μου σύντροφοι. Γέροντες Πέρσες. Τι πόνος πονά την Περσία; Στενάζει και κλαίει η χώρα. Και σκίζεται. Τρέμω που τη βλέπω τη γυναίκα μου δίπλα και δίπλα  της εσείς, γύρω στον τάφο μου. Με ξόρκια με κράζετε. Τις χοές  με ευμένεια δέχτηκα. Χάρη απ’ τους θεούς ζήτησα. Επέμενα. Ήρθα. Δύσκολα ήρθα. Οι θεοί του Άδη μόνο να παίρνουν. Δύσκολα αφήνουν.

 

Βιάσου να πεις. Δεν έχω καιρό. Τι κακό μεγάλο βρήκε τους Πέρσες;

 

ΧΟΡΟΣ

Με εμποδίζει  να υψώσω τα μάτια. Ο παλιός σεβασμός μου με εμποδίζει να μιλήσω..

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Ήρθα το θρήνο και τα ξόρκια ακούγοντας. Σύντομα πρέπει τώρα. Ό,τι χρειάζεται  πες. Όχι ντροπές. Και βιάσου.

 

ΧΟΡΟΣ

Τρέμω ν’ ακούσω. Τρέμω να μιλήσω μπροστά σου. Να πω στο βασιλιά τα ανείπωτα.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Αφού ο παλιός σεβασμός σου αντιστέκεται πες εσύ, του κρεβατιού μου ταίρι, Αρχόντισσα  Άτοσσα. Σταμάτα να κλαις  και πες την αλήθεια. Συμφορές τους θνητούς τους βρίσκουν πολλές – κι απ’ τη στεριά κι απ’ τη θάλασσα – όσο μακροχρονίζει η ζωή τους.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ω! Που τους θνητούς η ευτυχία της μοίρας σου τους ξεπέρασε όλους!  Που όσο  ζούσες μακάριος ήσουν και σαν θεός στους  Πέρσες ανάμεσα και ακόμα τώρα Μακάριο σε πήρε ο θάνατος πριν των συμφορών το βάθος γνωρίσεις. Δαρείε. Με λίγα θα μάθεις. Τα πάντα. Όλα των Περσών, όλα συντρίφτηκαν.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Σάρωμα αρρώστιας. Πως έγινε; Η φόνος εμφύλιος;

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ο στρατός των Περσών στην Αθήνα συντρίφτηκε.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Ποιος απ’ τους γιους μου στρατήγησε;

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ο πολεμόχαρος Ξέρξης! Όλη τη χώρα άδειασε!

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Με πεζούς ή καράβια την απόκαμε την τρέλα;

 

ΑΤΟΣΣΑ

Με τα δύο. Δυο στρατοί σε μάχες δυο.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Και τόσο στρατό  πεζό πως τον  πέρασε;

 

ΑΤΟΣΣΑ

Τον Ελλήσποντο έζεψε. Έκανε δρόμο.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Τόλμησε! Έκλεισε τον μέγα τον Βόσπορο!

 

ΑΤΟΣΣΑ

Κάποιος δαίμονας τον κέντρισε!

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Δαίμονας. Μέγας. Μέσα του είναι τρέλα.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Πρόφτασε. Είδε τι έκανε.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Πες τη συμφορά  που σας έκανε να δέρνεστε έτσι.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Βούλιαξαν τα καράβια. Έπνιξαν  το στρατό.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Έτσι χάθηκε; Ολόκληρος!

 

ΑΤΟΣΣΑ

Και τα Σούσα όλα ερήμωσαν.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Του στρατού  η προστασία. Η βέβαιη.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Ο λαός των Βακτρίων. Όλος γέροντες είναι μόνο.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Ωι ο δύστυχος! Τι δύναμη συμμάχων αφάνισε!

 

ΑΤΟΣΣΑ

Μόνο ο Ξέρξης! Αυτός με  λίγους ακόμα απόμεινε.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Πως κατάντησε! Που είναι;  Σώθηκε;

 

ΑΤΟΣΣΑ

Πρόφτασε και έφτασε στη γέφυρα που έζεψε.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Πρόφτασε. Πέρασε; Είναι αλήθεια;

 

ΑΤΟΣΣΑ

Όποιοι έφεραν μαντάτα, κανείς δεν λέει κάτι άλλο.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Οι ορισμοί των χρησμών. Αλήθεψαν. Γρήγορα. Το τέλος  του Μοιραίου ο Δίας το κεραύνωσε  πάνω στο γιο μου. Έλεγα θ’ αργήσουν οι θεοί, αλλά όταν το κακό το σπρώχνεις  κι  ο θεός βοηθάει. Άνοιξε τώρα των συμφορών μας η βρύση, του γιου μου η ανέμυαλη  νιότη όμως δεν το ήξερε. Νόμισε θ’ αλυσοδέσει τον Ελλήσποντο. Σαν δούλο. Το πέρασμα θεού. Τη φύση ν’ αλλάξει! Να ζέψει τις άκρες του, δρόμο να κάνει για μεγάλο στρατό. Θνητός ήταν! Άμυαλα νόμισε θα νικήσει τους θεούς και τον Ποσειδώνα! Βλάβη μυαλού πήρε το γιο μου. Ο πλούτος που μάζεψα με κόπους λάφυρο τώρα έγινε φοβάμαι. Θα τον αρπάξουν. Όποιος προφτάσει.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Πολεμόχαρος γιος μας. Κακοί τον προέτρεψαν. Ό,τι με πόλεμους μάζεψες και έκανες πλούτο μεγάλο για τους γιους σου  να έχουν αυτοί. Του έλεγαν ότι μόνο στο σπίτι σέρνει σπαθί. Σα δειλός. Ότι τα πατρικά του πλούτη δεν τα περισσεύει. Τέτοιες προσβολές  από κακούς ακούγοντας σχεδίασε το δρόμο και τον πόλεμο.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Αυτοί τη φταιν τη συμφορά. Την αξέχαστη. Τέτοια που άλλη τα Σούσα δεν ρήμαξε, από   τότε που ο Δίας  έδωσε σε Έναν την τιμή να ορίζει  την Ασία ολόκληρη. Πρώτα ο Μήδος. Ύστερα ο γιος του το έργο συνέχισε και τρίτος ο Κύρος, καλότυχος, βασίλεψε και χάρισε  ειρήνη στους λαούς του και τιμονιέρη στα έργα του είχε το νου του και υπέταξε τους Λυδούς και τους Φρύγες. Και των Ιώνων  τη χώρα έβαλε  σε ζυγό. Σύνεση είχε  και σε θεό δεν αντέσκοψε. Τέταρτος ύστερα του Κύρου ο γιος και πέμπτος ο Μάρδος  που ντρόπιασε  πατρίδα και θρόνο.

Αυτόν, με σχέδιο – στο παλάτι -  τον σκότωσε  ο Αρταφέρνης, ο άξιος, με φίλους πιστούς. Και γω. Όπως έπρεπε. Και μου έδωσε  ο κλήρος αυτό που το ήθελα και πήρα στρατό. Και πολέμησα. Μα τόσο κακό στη χώρα δεν έκανα. Όμως ο Ξέρξης άμυαλα  πράττει η νιότη του και τις συμβουλές μου τις ξέχασε. Εμείς  που βασιλέψαμε  πριν, κανένας μας τέτοιο κακό δεν απόσωσε.

 

ΧΟΡΟΣ

Βασιλιά μου Δαρείε. Που; Που καταλήγουν  τα λόγια σου; Με τα τόσα δεινά πώς θα ευτυχήσουν πάλι οι Πέρσες;

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Να μην εκστρατεύσετε στην Ελλάδα. Ποτέ. Μήτε κι αν είναι ο στρατός μεγαλύτερος. Η ίδια η γη  τους τους βοηθάει  τους Έλληνες.

 

ΧΟΡΟΣ

Με ποιο τρόπο;  Πως;

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Η πείνα διώχνει τους περίσσιους.

 

ΧΟΡΟΣ

Θα στείλουμε στρατό διαλεχτό.

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Δε θα γυρίσει ούτε αυτός που απόμεινε.

 

ΧΟΡΟΣ

Τι ;  Δεν!  Δε θα φτάσει ο στρατός στον Ελλήσποντο;

 

ΦΑΝΤΑΣΜΑ  ΔΑΡΕΙΟΥ

Αν πιστέψει κανείς στις θείες μαντείες. Αν δει  ό,τι έγινε… Θα καταλάβει ότι λίγοι θα φτάσουν. Δεν  μπορεί άλλες να βγουν και άλλες όχι. Όλα θα γίνουν. Γι’ αυτό,  με κούφιες ελπίδες,  ορίζει τώρα, να μείνει στρατός χιλιάδες στις ροές του Ασωπού που τα νερά  του καρπίζουν  τη γη της Βοιωτίας. Όπου γραφτό  τους είναι να πάθουν  τα έσχατα. Να πληρώσουν την Ύβρη  τους. Που εκστράτευσαν  στην Ελλάδα. Και ανέβησαν. Σύλησαν. Έκαψαν ναούς βωμούς και αγάλματα  θεών απ’ το βάθρο τους τα γκρέμισαν, πέτρες  τα έκαναν στο χώμα. Γι’ αυτό έπαθαν όσα έπαθαν. Και άλλα θα πάθουν. Το βάθος  της συμφοράς ανεβαίνει. Δε φάνηκε ακόμα. Στο αίμα  θα κολυμπήσει η γη των Πλαταιών από λόγχες Δωριέων. Στοίβες νεκρών άφωνες  θα δείχνουν  στους αιώνες να μη περνά  το μέτρο η έπαρση του θνητού. Όταν ανθίζει η έπαρση καρπίζει  στάχυ θυμού. Συμφορά  εσοδεύει. Αυτή είναι η πληρωμή. Και να θυμάστε την  Αθήνα και την Ελλάδα.

 

Να  μην καταφρονεί κανένας όσα έχει. Να μη ποθεί τα ξένα και σκορπά τους σωρούς των δικών του. Τη  μεγάλη περηφάνεια τσακίζει βαρύς δικαιοκρίτης ο Δίας. Η σωφροσύνη σας λοιπόν  με λόγια γνωστικά να τον πείσουν. Ότι τυφλώνει  το θράσος και καταστρέφει το μυαλό. Και συ Άτοσσα, καλή, σεβαστή μάνα του Ξέρξη, πήγαινε μέσα, πάρε την καλύτερη φορεσιά να τον προσμένεις, γιατί την κουρέλιασαν  τη φορεσιά του οι συμφορές.Τα πολυκέντητα στολίδια πάνω του έρεψαν. Και πράυνέ τον ήρεμα. Θα σ’ ακούσει εσένα. Εγώ πάω πάλι στο σκοτάδι μου.

 

Και σεις να χαίρεστε. Και μέσα στο κακό. Να ζείτε  τη χαρά της κάθε μέρας. Όσο ζείτε. Νεκρούς τα πλούτη δεν σας ωφελούν.

 

(Το είδωλο του Δαρείου εξαφανίζεται)

 

ΧΟΡΟΣ

Άκουσα. Σπάραξα για τις συμφορές που βρήκαν. Και για τις μέλλουσες.

 

ΑΤΟΣΣΑ

Δαίμονα σκληρέ. Πόνος με πλημμυρίζει και τούτος με δαγκώνει περισσότερο.

Η ντροπή που άκουσα να ντύνει το γιο μου. Πάω. Θα πάρω στολίδια. Θα ψάξω να τον βρω. Δεν θ’ αφήσω όσους αγαπώ στη δυστυχία.

 

(Η βασίλισσα Άτοσσα  μπαίνει στο παλάτι)

 

ΧΟΡΟΣ

Αχ. Η ζωή. Οι μεγάλες χαρές  της πατρίδας που ζήσαμε. Όσο κυβερνούσε τη χώρα ο σεβαστός παντοδύναμος ο αγαθός και ανίκητος Δαρείος. Ισόθεος.

 

Στρατούς καμαρώναμε ένδοξους τότε, που γκρέμιζαν  κάστρα και όλα τα κούρσευαν. Οι γυρισμοί απ’ τον πόλεμο,  έφερναν  σώους και άβλαφτους τους στρατιώτες στα σπίτια τα πλούσια..

 

Χώρες κέρδισε χωρίς να περάσει τις όχθες του Άλη. Στο παλάτι του μένοντας. Του Στρυμόνα γειτόνισσες  στις εκβολές χτισμένες, της Θράκης αγριότοπους.

 

Και πέρα όσες βαθιά στη στεριά, ήταν ζωσμένες με πύργους στο Δαρείο μας άκουγαν, και δίπλα στης Έλλης το πέρασμα όσες υπήρχαν. Και η Προποντίδα στο βάθος. Και του Πόντου το άνοιγμα κι όσα νησιά στη γη μας αγνάντια, προεξοχές θαλασσόκλειστες, τη Λέσβο, τη λιόφυτη Σάμο, τη Χίο, την Πάρο, τη Νάξο, τη Μύκονο και την Τήνο αγγίζουσα, τη γειτόνισσα Άνδρο.

 

Και τα άλλα ριγμένα στη θάλασσα  ανάμεσα, τη Λήμνο, τον τόπο του Ίκαρου, τη Ρόδο, την Κνίδο και πόλεις της Κύπρου Πάφο και Σόλους και τη Σαλαμίνα, της μητρόπολης ομώνυμη, που έγινε τώρα  του χαλασμού μας η αιτία.

 

Και τις μεγάλες πλούσιες  στην Ιωνία πόλεις  των Ελλήνων, τις κέρδισε ο νους του κι ανίκητη δύναμη δίπλα  μας έστεκε πλήθος συμμάχων. Και τώρα θεοί τα δεινά του πολέμου  τούτα μας έστειλαν. Με χτυπήματα  θάλασσας μεγάλα  μας δάμασαν.

 

(Μπαίνει το άρμα του Ξέρξη. Κατεβαίνει   με  σχισμένα ρούχα  και προχωρεί στη σκηνή)

 

ΞΕΡΞΗΣ

Αλίμονο σε μένα! Έπαθα. Σκληρή μοίρα βρήκα.   Αναπάντεχα  έπαθα! Δαίμονας  κακός ανέβηκε. Χτύπησε τη γενιά των Περσών. Τι συμφορά έπαθα!   Λυγούν που σας βλέπω τα πόδια μου. Μακάρι Δία  και μένα να έπαιρνες.. Με τους άντρες  που χάθηκαν.  Του χαμού μου  η μοίρα να μ’ έπαιρνε!

 

ΧΟΡΟΣ

Βασιλιά μας Αλίμονο. Ο στρατός μας παει   Η μεγάλη τιμή της Περσίας το στόλισμα. Τα θέρισε  το κακό πνεύμα. Κλαίει η γη μας τη νιότη που αφάνισε ο Ξέρξης. Που γέμισε  Πέρσες τον Άδη. Σύρθηκαν άντρες. Στοιβάχτηκαν. Το άνθος της χώρας. Τοξότες. Πλήθος μυριάδες αμέτρητο. Ωχ που χάθηκαν. Χάθηκε η Δύναμη.   Η γη της Ασίας. Βασιλιά της Ασίας πικρή ρημαγμένη γονάτισε.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Εγώ. Εγώ! Ο ελεεινός Μαύρος στη γενιά και στη γη την πατρώα. Συμφορά της γεννήθηκα!

 

ΧΟΡΟΣ

Άγρια φωνή. Στριγγλή κραυγή. Θρηνητική. Κακοσήμαδη  ιαχή θα σύρω. Στο γυρισμό σου καλωσόρισμα.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Μοιρολόγι. Αρχίστε. Πικρό οδυρμό. Της συμφοράς  ο δαίμονας ξαναρίχνεται πάνω μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Θρηνώ και οδύρομαι του λαού τα πάθη, τα βάρη της θάλασσας  της βαρύπενθης  πατρίδας μου κτήματα. Θρήνος. Πάλι θρήνος. Ατέλειωτος.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Των Ιώνων  μας ρήμαξε. Των Ιώνων ο ναύφρακτος Άρης. Ο άνισος. Θέρισε  τις ακτές. Θέρισε τη μαύρη άπλα της θάλασσας.

 

ΧΟΡΟΣ

Ωι, ωι! Θρήνησε και ρώτα. Που είναι ο στρατός σου; Που οι πιστοί σου; Ο Φαρανδάκης, ο Σούσας, ο Πελαγώνας, ο Αγαβάτης, ο Δόταμος, ο Ψάμμης, ο Σουσικάκης που τα Εκβάτανα άφησε.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Πνίγηκαν. Τους άφησα. Απ’ το καράβι τους έπεσαν στις ακτές της Σαλαμίνας. Στους βράχους  της κόβονται.

 

ΧΟΡΟΣ

Ωι ωι! Που ο Φαρνούχος; Ο γενναίος Αριόμαρδος; Που ο Σευάλκης, ο βασιλιάς ; Ο Λίλαιος άρχοντας, ο Μέμφις, ο Θάρυβης, ο Μασίστρος, ο Αρτεμβάρης, ο Υσταίχμος; Σε ρωτώ πάλι. Που είναι αυτοί;

 

ΞΕΡΞΗΣ

Αλίμονο! Γνώρισαν  τη σκληρή πανάρχαια Αθήνα σ’ ένα χτύπημα. Όλοι τους. Αχ δύστυχοι! Αχ! Στη χώρα σφαδάζουν.

 

ΧΟΡΟΣ

Και των Περσών τον άριστο. Το ακοίμητο μάτι, του Βατανώχου το γιο, τον Άλπιστη – με στρατό μυριάδες μύριους – και τον Σησάμη  του Μεγαβάτη  το γιο και τον Πάρθο  και τον μέγα Οιβάρη  Πες μας. Τους άφησες;  Δύστυχε. Δύστυχε. Στους  ένδοξους Πέρσες  λες τα δεινά των δεινών τους.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Τα δεινά των δεινών μου θυμίζεις. Τρέφεις. Ματώνεις  τη λαχτάρα την άσβεστη για γενναίους συντρόφους. Φωνάζει. Χτυπιέται η καρδιά μου στο στήθος.

 

ΧΟΡΟΣ

Πες μας. Για άλλους. Για τον Ξάνθη  τον πρώτο των μύριων Μάρδων τον πολεμόχαρο Αγχάρη, τον Αρσάκη και Δίαιξη – τους ίππαρχους -. Για τον  Ηγδαδάτη και Λυθίμνη. Πες για τον Τόλμα,  της λόγχης αχόρταγο. Φρίκη. Φρίκη. Δεν ακολουθούν τη βασιλική σου αρμάμαξα.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Έφυγαν. Του στρατού οι αρχηγέτες.

 

ΧΟΡΟΣ

Αδόξαστοι έφυγαν.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Ωχ! Ωχ συμφορά μου!

 

ΧΟΡΟΣ

Αχ Δαίμονες, αχ! Μεγάλο κακό να αστράφτει  μας έριξαν. Ολοφάνερη Άτη.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Η Άτη  μας έβαλε κάτω. Για πάντα.

 

ΧΟΡΟΣ

Ολοφάνερη Άτη.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Ξαφνική. Και αγνώριστη.

 

ΧΟΡΟΣ

Στους Ίωνες  ναύτες. Μπροστά. Κακότυχοι φτάσαμε. Άτυχο γένος του πολέμου, άτυχο.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Άτυχο. Όλους τους έχασα!

 

ΧΟΡΟΣ

Τι απόμεινε, άρχοντα;

 

ΞΕΡΞΗΣ

Τα λείψανα  πάνω μου. Κοίτα !

 

ΧΟΡΟΣ

Τα βλέπω! Αλίμονο!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Κι αυτή τη φαρέτρα.

 

ΧΟΡΟΣ

Μόνο!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Βέλη απόμειναν...

 

ΧΟΡΟΣ

Απ’ τα πάντα. Το τίποτα.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Τα χάσαμε. Όλα.

 

ΧΟΡΟΣ

Ο λαός των Ιώνων ο Ανίκητος!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Έπαθα! Χτύπημα άγνωστο.

 

ΧΟΡΟΣ

Τα καράβια. Που βούλιαξαν!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Τα ρούχα μου έσκισα βλέποντας.

 

ΧΟΡΟΣ

Αλίμονο!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Δε φτάνει. Θρήνος πάνω στο θρήνο.

 

ΧΟΡΟΣ

Δεινά διπλά. Και τριπλά.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Ανελέητα. Χαρά του εχθρού.

 

ΧΟΡΟΣ

Κομμάτια έγινε η δύναμη.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Χωρίς φίλους έμεινα.

 

ΧΟΡΟΣ

Όλοι οι σύμμαχοι πάνε. Σαν τέρας τους πήρε η θάλασσα.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Κλάψε  το χαμό μας. Κλάψε. Έλα μαζί μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Ωχ! Ωχ!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Αντήχα το θρήνο μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Φρίκη. Απ’ τους φρικτούς. Στους κατατρομαγμένους!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Κλαίγε. Κλαίγε μαζί μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Αλίμονο! Συμφορά να σε βλέπω. Συμφορά να σ’ ακούω. Και τούτο αβάσταχτο είναι.

 

 

ΞΕΡΞΗΣ

Έλα μαζί μου. Για χάρη μου στέναζε.

 

ΧΟΡΟΣ

Θρήνος ολόκληρος έγινα!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Αντήχα τώρα το θρήνο μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Κλάμα ολόκληρος άρχοντα.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Κλάμα. Κλάψε δυνατά. Όσο έχεις.

 

ΧΟΡΟΣ

Ωχ! Ωχ! Μαύρος ο θρήνος.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Χτύπα χτύπα τα στήθια σου. Κλαίγοντας.

 

ΧΟΡΟΣ

Χτυπιέμαι και δέρνομαι.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Τα γένια ξερίζωνε.

 

ΧΟΡΟΣ

Σφίγγω. Σφίγγω τα δόντια. Ξεριζώνοντας.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Φώναζε. Ξεριζώνοντας.

 

ΧΟΡΟΣ

Έτσι. Έτσι φωνάζοντας. Ωχ! Ωχ!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Τράβα τα ρούχα. Τράβα τα. Σκίσε τα.

 

ΧΟΡΟΣ

Με τα νύχια μου τα σκίζω!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Τα μαλλιά σου ξερίζωνε. Κλάψε το στρατό μας.

 

ΧΟΡΟΣ

Τα μαλλιά μου. Κι αυτά. Κλαίγοντας.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Πλημμύρα το κλάμα.

 

ΧΟΡΟΣ

Πλημμυρίζοντας...

 

(Καθώς ανεβαίνει τις σκάλες να μπει)

 

ΞΕΡΞΗΣ

Αντήχα το κλάμα μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Ωχ! Ωχ!

 

ΞΕΡΞΗΣ

Στο παλάτι  μαζί μου μπες. Θρηνώντας.

 

ΧΟΡΟΣ

Ωχ Ωχ! Χώμα της Περσίας ! Αβάδιστο.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Ωι Ωι! Να θρηνήσουν. Σ’ όλη την πόλη.

 

ΧΟΡΟΣ

Θρήνος. Θρήνος παντού.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Κλαίτε. Βαδίζοντας.

 

ΧΟΡΟΣ

Ωι Ωι! Χώμα της Περσίας. Αβάδιστο.

 

ΞΕΡΞΗΣ

Ωι Ωι! Οι πνιγμένοι στα τρίστρατα. Οι πνιγμένοι παντού!

 

ΧΟΡΟΣ

Κλαίγε κι εσύ μαζί μου που κλαίω. Στους θρήνους σου γίνομαι σύντροφος.

 

 

ΤΕΛΟΣ

 

(Σαν βασική μετάφραση  χρησιμοποιήθηκε αυτή του Κ. Τοπούζη, που μεταφέρει στον αναγνώστη το ύφος του έργου. Σε ορισμένα σημεία έκανα μερικές αλλαγές  για να έρθει το κείμενο πιο κοντά  στο πρωτότυπο και να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση αυτής της τραγωδίας)