Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΠΛΑΤΩΝΑΣ

427 π.Χ. - 347 π.Χ.

 

 

 

 

Έργα

Ίωνας, “Ευθύφρων”, “Απολογία”, “Κρίτων”, “Φαίδων”, “Χαρμίδης”, “Λάχης”, “Γοργίας”, “Κρατύλος”, “Ευθύδημος”, “Μένων”, “Συμπόσιον”, “Φαίδρος”, “Πολιτεία”, “Θεαίτητος”, “Παρμενίδης”, “Σοφιστής”, “Πολιτικός”, “Νόμοι”, “Τίμαιος”. "Κριτίας", "Πρωταγόρας", "Φίληβος", "Μενέξενος", "Λύσις", "Αλκιβιάδης", "Αλκιβιάδης ΙΙ", "Ερασταί", "Ιππίας μείζων", "Ιππίας ελάσσων", "Ίππαρχος", "Θεάγης", "Κλειτοφών¨, "Μίνως", "Επινομίς", "Όροι", "Επιστολαί".

 

Η σοφιστική κίνηση, που άφησε τα σημάδια της στον Θουκυδίδη και τον Ευριπίδη, είχε από το τέλος του 5ου αιώνα εξαντλήσει την κύρια δύναμή της και η αντίδραση της κριτικής υποστήριζε ότι η κίνηση αυτή ήταν αρκετά υπεύθυνη για την κατάρρευση των Αθηνών.

Οι μαθητές του Σωκράτη είχαν αφιερώσει τα ταλέντα τους στην καταστροφή της χώρας τους όταν το 399 π.Χ. ο Σωκράτης καταδικάζεται σε θάνατο “γιατί διέφθειρε τους νέους και δεν προσκυνούσε τους θεούς της πόλης”, υπήρχαν πολλοί τιμιότατοι άνδρες που επιδοκίμαζαν την απόφαση αυτή, γιατί έκριναν το δάσκαλο από τους μαθητές του. Αλλά ήταν πια καιρός να γίνει μια ασυνήθιστη ανατροπή αυτής της κρίσης.

Η μνήμη του Σωκράτη μετά το θάνατό του εξαγνιζόταν από έναν άνδρα μεγαλοφυή και ο αγύρτης του Αριστοφάνη περνούσε στους μεταγενέστερους σαν άγιος. Η κύρια έμπνευση του Πλάτωνα ήταν η ζωή και η διδασκαλία του Σωκράτη.

Ο Πλάτωνας (429-347 π.Χ.) θεμελιώνει ως αφιέρωμα στη μνήμη του δασκάλου του την πρώτη με συνοχή μεταφυσική, που έκανε ποτέ άνθρωπος.

Στη νεότητά του ο Πλάτωνας ήταν κάτω από τη μαγεία του Σωκράτη, ο οποίος έγινε γι’ αυτόν ο δάσκαλος που ζήτησε την αλήθεια ακολουθώντας τον ορθό δρόμο και ποτέ δεν απατήθηκε από υποκατάστατά της.

Η θανατική εκτέλεση μετέτρεψε αυτόν τον θαυμασμό σε θρησκευτική λατρεία και από τότε η μνήμη του δασκάλου οδηγούσε την πρακτική και φιλοσοφική ζωή του Πλάτωνα.

Είναι σχεδόν αδύνατο να πούμε σε πόση έκταση η αντίληψη του Πλάτωνα για το Σωκράτη ήταν ορθή. Αυτή διαφέρει εξ ίσου και από αυτήν του Αριστοφάνη και από αυτήν του Ξενοφώντα, αλλά αυτή εξηγεί την επίδραση του Σωκράτη επί των μαθητών του και ίσως την αποστροφή που ένιωσε γι’ αυτόν ο Αθηναίος πολίτης του συνηθισμένου τύπου. Του Πλάτωνα η άποψη ίσως είναι μεροληπτική, αλλά δεν μπορεί να την υποπτευθούμε ότι διαστρέφει την αλήθεια.

Είδε έναν άγιο εκεί που οι άλλοι έβλεπαν έναν απατεώνα και ένιωσε την ανάγκη να εξιστορήσει τις εντυπώσεις του. Η σύλληψή του έκανε να επιζήσει η πραγματικότητα και επέδρασε στους μεταγενέστερους τόσο, όσο ο ιστορικός Σωκράτης δεν θα μπορούσε να το είχε κάνει.

Για τον Πλάτωνα ο Σωκράτης αντιπροσώπευε όλα όσα συνέβησαν στη ζωή, και σ’ αυτόν τον ιδεώδη φιλόσοφο στερέωσε την πίστη του ακολουθώντας το δρόμο του στερεά από τη νεότητα ως τη γεροντική ηλικία.

Ο Πλάτωνας δεν έγραψε πραγματείες αλλά διαλόγους. Η μορφή που προτίμησε είχε τις αρχές της στους εγχώριους μίμους της Σικελίας, αλλά η εφαρμογή της στη φιλοσοφία ήταν δικό του δημιούργημα. Για τους στοχαστές ο διάλογος είχε το πλεονέκτημα του να παρουσιάζει διάφορες πλευρές ενός ζητήματος και να αποφεύγει συνεχείς δογματισμούς.

Οι διάφοροι ομιλητές κρατούν διαφορετικές απόψεις και έχουν καλύτερα την ευκαιρία να ορίσουν τις θέσεις τους παρά αν τις εξέθεταν στην περιληπτική γλώσσα του τρίτου προσώπου.

Για τον καλλιτέχνη η μέθοδος αυτή είχε μεγάλα πλεονεκτήματα. Καθιστούσε ικανό τον ποιητή στον Πλάτωνα, πιεσμένον από τη φυσική του διέξοδο, να βρει τη δημιουργική ικανοποίηση των σκηνών και των χαρακτήρων.

Ο Πλάτωνας ήταν γεννημένος δραματικός. Οι άνθρωποι των διαλόγων του είναι αληθινοί χαρακτήρες, αληθινοί στους εαυτούς τους και στον τρόπο της ομιλίας τους. Υπάρχει μεγάλη τέχνη στον τρόπο των τυχαίων τους συναντήσεων. Και οι τυχαίες ομιλίες μετατρέπονται σε φιλοσοφική συζήτηση. Αλλά ο Πλάτωνας δεν κινιόταν κυρίως από την ορμή του δραματικού. Ο Σωκράτης διατεινόταν ότι ο καλύτερος τρόπος να βρεις την αλήθεια ήταν με την κλειστή και συνεχή ερώτηση των άλλων ανθρώπων.

 

Δεν πίστευε σε καμιά δογματική απόφανση ούτε σε επίπονη μεμονωμένη σκέψη κι όταν ο Πλάτωνας προτίμησε να γράψει φιλοσοφικά σε διάλογο, μετάτρεψε τη μέθοδο του διδασκάλου του σε σταθερή μορφή. Η πορεία των ερωτήσεων και απαντήσεων, από τις οποίες εξάγεται ένα συμπέρασμα, είναι πιο ζωντανή από κάθε άλλη. Φερόμαστε καθώς σε διάλεξη από τη μια σκέψη στην άλλη και η πείρα μας διευρύνεται. Κι αυτό μπορεί να συμβαίνει στη συντροφιά των ανθρώπων που μιλούν με μεγάλη συγκέντρωση και διαύγεια γι’ αυτό που βρίσκεται στις εσώτατες σκέψεις τους.

Με αυτή τη χρήση του διαλόγου, ο Πλάτωνας παρακάμπτει την ξηρότητα και την όχι ανθρωπιστική μέθοδο που αποτελούν οι πολύ αφηρημένες σκέψεις.

Η πείρα που μας χαρίζει ποτέ δε χάνει την επαφή της με τη ζωή.

Οι παλαιότεροι διάλογοι του Πλάτωνα μπορεί καλά να έχουν γραφεί στην εποχή της ζωής του Σωκράτη και η πρόθεσή τους είναι καλλιτεχνική, σχεδόν σατιρική. Αναφέρει συζητήσεις που τον διασκέδαζαν και δεν ασχολούνται πολύ με την έρευνα της αλήθειας.

Του άρεσε να βλέπει το Σωκράτη αφού οδηγούσε σε σύγχυση τους επηρμένους να αποδεικνύει σ’ αυτούς ότι αυτοί δε καταλάβαιναν τη δουλειά τους.

Στον “Ίωνα” κάνει πνευματώδη κωμωδία από τη συζήτηση μεταξύ του Σωκράτη και του ραψωδού, που παραδέχεται την ποίηση όχι σαν έμπνευση, αλλά σαν τέχνη. Και στον “Ιππία τον Μείζονα” οι αξιώσεις του σοφιστού, που απαιτούσε να διδάσκει τα πάντα στον κόσμο, εκτίθενται με σκοπό τη γελοιοποίηση με τις διασταυρούμενες εξετάσεις. Σ’ αυτή την περίοδο επίσης ίσως ανήκει ένα θαυμάσιο έργο, ο “Πρωταγόρας”, όπου το δράμα συνίσταται στην πάλη μεταξύ των διαφόρων αντιλήψεων περί του αγαθού, που υποστηρίζει ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης. Στο τέλος ούτε συμβιβασμός γίνεται ούτε συμπέρασμα προκύπτει και οι δυο ανταγωνιστές έχουν σχεδόν αλλάξει θέσεις. Σ’ αυτές τις εργασίες υπάρχει στοιχείο γελοιοποίησης και μεγαλοποίησης.

Οι μεγάλοι άνδρες δεν παρουσιάζονται εντελώς πιστά, αλλά αυτό δεν πειράζει, γιατί ο Πλάτωνας ενδιαφέρεται κυρίως για τη διασκεδαστική πλευρά της ομιλίας τους. Είναι ήδη κύριος του χαρακτηρισμού και της περιγραφής και δεν προχώρησε περισσότερο σ’ αυτά τα εισαγωγικά κεφάλαια του Πρωταγόρα, όπου ο νέος και ο γέρος ανταμώνονται μαζί πριν από την αυγή από τη σφοδρή επιθυμία τους να ακούσουν το μεγάλο σκεπτικιστή που επισκέπτεται την Αθήνα.

Το υπέρτατο ενδιαφέρον του Πλάτωνα ήταν συνεχώς για την ανθρώπινη κωμωδία και βρήκε το κατεξοχήν υποκείμενο στο έργο των αγωνιζόμενων ιδεών.

Ο θάνατος του Σωκράτη αλλοίωσε τελείως την τέχνη του Πλάτωνα. Από εδώ και πέρα η εργασία του καθοριζόταν από την επιθυμία του να δικαιολογήσει το Σωκράτη στους μεταγενέστερους και να αναπτύξει τα συμπεράσματα της διδασκαλίας του. Γι’ αυτό το έργο είναι πολύ διδακτικός και φιλοσοφικός.

Παραμένει ο διάλογος, μα το κύριό του ενδιαφέρον δεν είναι δραματικό, αλλά διανοητικό. Δια μέσου του χαρακτήρα του Σωκράτη ερμηνεύονται πολλά σημαντικά μαθήματα και τα αρνητικά συμπεράσματα των πρώτων διαλόγων αντικαθίστανται με θετική διδασκαλία μεγάλης σπουδαιότητας και πρωτοτυπίας. Σ’ όλους τους διαλόγους εκτός των πιο τελευταίων ο Σωκράτης είναι ο κύριος χαρακτήρας και οι απόψεις του θριαμβεύουν.

Ο Πλάτωνας βρήκε τη δική του φιλοσοφία μέσα στη φιλοσοφία του Σωκράτη κι απόδωσε στην άποψη του δασκάλου εκείνα που ήταν το λογικό αποτέλεσμα των ιδεών του, αν και αυτές δεν ήταν πραγματικά δημιουργημένες από αυτόν.

Ο Πλατωνικός Σωκράτης είναι ένας μεγάλος χαρακτήρας. Είναι γνωστός με περισσότερες λεπτομέρειες από κάθε άλλη μορφή του Ελληνικού κόσμου.

Η καμπυλωτή του μύτη και τα γουρλωμένα μάτια του, το βάδισμά του, η εμφάνισή του σαν του Σατύρου ή του Σιληνού είναι τόσο οικεία, όσο και το “δαιμόνιον σημείον”, που πολλές φορές παρεμποδίζει τις πράξεις του, τα έργα του της μυστηριακής υπομονής, τις ατέλειωτες επιθυμίες να ανακρίνει όλους τους ανθρώπους, την αυτάρεσκη και ερεθιστική μετριοφροσύνη, τον οικείο και ζωντανό τρόπο της ομιλίας, την αφοσίωσή του στους νέους, τη δυσπιστία του στο μεγάλο.

Στου Πλάτωνα τους διαλόγους αυτός διευθύνει την κύρια συζήτηση και είναι υπεύθυνος για την οικονομία της σκέψης. Κατατροπώνει τους άλλους ομιλητές με την ανηλεή λογική και με ευγλωττία. ίσως κάποτε άδικη, προκαλεί τη δημιουργία ηθικών συγκινήσεων.

Αλλά η αληθινή επιρροή του Σωκράτη στον Πλάτωνα έγινε με το θάνατό του. Η πλήρης ηρεμία και ευγένεια, που επέδειξε στη δίκη του και στις τελευταίες του ώρες, καθαγίασε το Σωκράτη για το μαθητή του και η αληθινή δύναμη της προσωπικότητάς του φαίνεται στους τέσσερις διαλόγους, τον “Ευθύφρονα”, την “Απολογία”, τον “Κρίτωνα” και τον “Φαίδωνα”, που αφηγούνται το δικό του θάνατο.

Σε καθέναν απ’ αυτούς ο Πλάτωνας απεικονίζει τον ουσιαστικό θρησκευτικό και ηθικό χαρακτήρα του Σωκράτη και απαντά με έμμεσο τρόπο στις κατηγορίες που έγιναν εναντίον του στη δίκη. Στον “Ευθύφρονα” ο Σωκράτης φαίνεται αληθινά να καταλαβαίνει τη φύση της ευσέβειας. Αντιτάσσεται προς τον Ευθύφρονα που έχει μια θολή άποψη πάνω στο θέμα.

Η “Απολογία” είναι ουσιαστικά η ομιλία που έγινε από το Σωκράτη στη δίκη του. Αυτή εξηγεί τι είδος άνθρωπος ήταν ο Σωκράτης. Μακριά από εχθροπάθειες και μικρότητες κατέχεται από την πεποίθηση ότι η γνώση είναι ο κύριος σκοπός της ανθρώπινης προσπάθειας και ότι “ζωή χωρίς έρευνα δεν έχει αξία να υφίσταται”. Αλλά εδώ αντιπαραθέτει τη δική του έρευνα και γνώση με την γνώση των σοφιστών: (Εγώ λοιπόν, άνδρες Αθηναίοι, απέκτησα αυτό το όνομα απ' τη σοφία μου και μόνο. Και ποια είναι αυτή η σοφία; Αυτή που είναι, νομίζω, η ανθρώπινη σοφία. Πράγματι ίσως να την κατέχω αυτή τη σοφία. Ενώ αυτοί, για τους οποίους μιλούσα πριν λίγο, είναι σοφοί με μια σοφία ανώτερη από την ανθρώπινη, αλλιώς δεν ξέρω τι να πω.). Η διαφορά τους δηλαδή είναι ότι η ανθρώπινη σοφία ό,τι κάνει, ό,τι λέει, ό,τι ανακαλύπτει τα βάζει στην υπηρεσία του ανθρώπου και με αγάπη για τον άνθρωπο, ενώ οι σοφιστές έστεκαν πάνω από τον άνθρωπο χωρίς να έχουν καμία διάθεση να τον βοηθήσουν στην πορεία του, αλλά πολλές φορές την διέστρεφαν κιόλας.

Είναι γεμάτος από απλή θρησκευτική πίστη και ο Σωκράτης βρήκε το θάνατο εύκολο, γιατί αυτός φέρνει την απελευθέρωση από το σώμα που καταπιέζει και προσφέρει την ελπίδα της συνδιάλεξης με τους μεγάλους νεκρούς. Δείχνει επίσης έναν άνθρωπο βαθιά υπερήφανο, που, όταν προσφέρθηκε να προτείνει μια άλλη τιμωρία αντί για θάνατο, είπε πως για το μόνο που θεωρεί άξιο τον εαυτό του είναι να συντηρείται με δαπάνες του δημοσίου.

Η ευγένεια και η ευσέβειά του όμως αποκαλύπτεται στις τελευταίες του λέξεις προς τους δικαστές: “Έφθασε η ώρα της αναχώρησης, για μένα να πεθάνω και για σας να ζήσετε. Ποιος από εμάς πάει να συναντήσει την καλύτερη τύχη, κανείς δεν το ξέρει, παρά μόνο ο θεός”.

Ο “Κρίτων” δείχνει ότι ο Σωκράτης ήταν ουσιαστικά πειθαρχικός, γιατί, ενώ ήταν τελείως εύκολο γι’ αυτόν να διαφύγει, αρνήθηκε να το κάνει προτιμώντας να υπακούσει στο νόμο.
Και ο “Φαίδων” είναι μια αναγραφή των τελευταίων ωρών και μια έξοχη υπεράσπιση της ισχυρής και πνευματώδους φύσης του δασκάλου. Γραμμένος αργότερα από τα άλλα τρία έργα ο “Φαίδων” είναι πιο πλήρης και περικλείει περισσότερη φιλοσοφική σκέψη. Παρουσιάζει μια ωραία συζήτηση πάνω στο θέμα της αθανασίας και η μορφή του είναι τόσο τυπική, ο χαρακτήρας του πολύ περιεκτικός. Δείχνει την ήρεμη αξιοπρέπεια του Σωκράτη απέναντι στο θάνατο και την άκρα σοβαρότητα, με την οποία αυτός και οι φίλοι του συζητούσαν το πρόβλημα της ζωής μετά από το θάνατο. Στην αρχή αυτοί αποτυγχάνουν να αποδείξουν την αιτία της αθανασίας, κι έτσι πέφτει βαθύ σκοτάδι πάνω στη συντροφιά, μέχρι που ο Σωκράτης τους αναζωογονεί κάπως με θεωρητικά επιχειρήματα βασισμένα πάνω στη φύση της ζωής και με μια έκκληση μέσω του μύθου της θρησκευτικής συνείδησης. Τότε είναι έτοιμος να πεθάνει κι η αφήγηση του θανάτου του, όταν πιει το κώνειο στο ηλιοβασίλεμα κι αισθάνεται τα μέλη του σιγά-σιγά να μουδιάζουν, είναι θαυμαστά απλή και συγκινητική. Καταλαβαίνουμε γιατί ο Πλάτωνας τελειώνει με αυτές τις λέξεις “τέτοιο, Εχεκράτη, ήταν το τέλος του συντρόφου μας, που ήταν, όπως θα μπορούσαμε να πούμε, από όλους τους ανθρώπους της εποχής του ο καλύτερος και ο πιο φρόνιμος και ο πιο δίκαιος άνδρας”.

Μεταξύ της “Απολογίας” και του “Φαίδωνα” ο Πλάτωνας συνέθεσε κι άλλους διαλόγους. Σ’ αυτούς ανέφερε και επεξεργάσθηκε γνώμες του Σωκράτη. Σε μερικούς από αυτούς συμπεριέλαβε προβλήματα ηθικής. Η ιστορική σημασία του Σωκράτη βρίσκεται, σ’ αυτή την ανακάλυψή του, ότι το αγαθόν δεν βρίσκεται στο να προσκολληθούμε σε ένα γραμμένο ή άγραφο κώδικα, αλλά στο να πράξει κανείς ό,τι ξέρει ό,τι είναι σωστό.
Και στο “Χαρμίδη”, τον “Λάχη” και “Γοργία” ο Πλάτωνας αντιμετωπίζει τις δυσκολίες, που προκύπτουν από αυτό το δόγμα.

Τοποθετεί τις συζητήσεις σε εποχή που ή δεν είχε ο ίδιος ακόμα γεννηθεί ή ήταν ακόμα παιδί. Διεξάγονται από τον Σωκράτη που συζητεί σαν ίσος με τους μεγάλους άνδρες της εποχής του Περικλή και ειδικά με τον αποκλειστικό και αριστοκρατικό κύκλο που ανήκε η οικογένεια του Πλάτωνα.

Πίσω από αυτούς τους τρεις διαλόγους βρίσκεται η Σωκρατική παραδοξολογία ότι “η αρετή είναι γνώση”, ότι θα πράτταμε πάντα το σωστό, αν ξέραμε τι ακριβώς είναι το σωστό. Αυτή η γνώμη απορρέει από την αντιπαραβολή με τις άλλες έννοιες του αγαθού.

Στο “Χαρμίδη” και το "Λάχη" οι αρετές της παράδοσης και της σωφροσύνης και του θάρρους εξετάζονται και οι λαϊκές αντιλήψεις αυτών αποδεικνύεται πως είναι αόριστες και θολωμένες.

Στο “Γοργία” η έννοια ότι το αγαθό βρίσκεται στη “θέληση και στη δύναμη” αμφισβητήθηκε από τη διαπίστωση της αξίας που έχει το αγαθό αφ’ εαυτού του. Σε κάθε περίσταση η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή του συμπεράσματος μένει η ίδια.

Ο υποστηρικτής της λαϊκής ή κοινής γνώσης υποβάλλεται σε μια σύντονη εξέταση και αναγκάζεται να ορίσει ακριβώς τι εννοεί. Βρίσκεται σε αδυναμία να το κάνει κι ο Σωκράτης θριαμβεύει, γιατί μπορεί τουλάχιστον να προβάλει μια συνεπή και βάσιμη, μεταξύ δύο προτάσεων, εκλογή. Το δράμα συνίσταται απ’ αυτό το ενδιάμεσο μεταξύ ενός χαρακτήρα και ενός άλλου χαρακτήρα, μεταξύ μιας ιδέας και μιας άλλης ιδέας και πουθενά ο Πλάτωνας δεν επιδεικνύει τόσο ψυχολογικό βάθος όσο σ’ αυτές τις συζητήσεις.

Σ’ αυτόν τον διάλογο, ο υπερασπιστής της αρχής ότι “η δύναμη είναι το δίκαιο” στο πρόσωπο του Γοργία είναι θαυμάσια ζωντανός, ευαίσθητος και χαριτωμένος. Ο,τιδήποτε και αν σκέπτεται τόσο σαν φιλόσοφος όσο και σαν δραματικός ο Πλάτωνας, ήταν πάντα αμερόληπτος σχετικά με τους χαρακτήρες του.

Αυτά τα ενδιαφέροντα εκτίθενται και στον “Κρατύλο”, “Ευθύδημο” και “Μένωνα”.

Ο “Κρατύλος” ασχολείται με η σχέση των ονομάτων προς τα αντικείμενα και τη φύση της γλώσσας.

Ο “Ευθύδημος” με τις διφορούμενες έννοιες που είναι σύμφυτες με την ομιλία. Και είναι χαρούμενος και ζωντανός, γεμάτος παρωδίες και λογικούς αστεϊσμούς.

Ο “Μένων” είναι πιο σοβαρή υπόθεση. Επιχειρεί να δείξει πως όλη η γνώση μας είναι ανάμνηση από κάτι που ξέραμε σε προηγούμενη ύπαρξη και αυτό παραμένει λίγο αινιγματικό. Την ανάγκη να αρνηθούμε την εμπειρία σαν τη θεμελίωση της γνώσης, την θέτει ο Πλάτωνας έξω από τη λογική και μέσα στη θρησκευτική θεολογία. Τα σύνορα που έθεσε στον εαυτό του είναι πολύ στενά κι αυτός αρχίζει να φτάνει πιο μακριά απ’ αυτά σε πιο πλατύτερα και λιγότερο απτά αποτελέσματα. Στην πραγματικότητα μόνο από τον “Κρατύλο” λείπουν θρησκευτικά και ηθικά στοιχεία. Συνήθως η δραματική αμεροληψία του Πλάτωνα ορίζεται από τη μορφή, που δίνει στους διαλόγους, και την ευγλωττία και έμφαση, που παρέχει στα ηθικά τμήματα των έργων του.

Το τέλος του “Γοργία” είναι μια παθιασμένη έκκληση για διέγερση ηθικών συγκινήσεων. Στον “Ευθύδημο” έχει εισδύσει η Σωκρατική ηθική. Η γνώση που συζητήθηκε στο “Μένωνα” είναι ουσιαστικά γνώση του αγαθού. Πίσω από τη σάτιρα και την κωμωδία, ο Πλάτωνας κάνει φανερή με προοδευτικό ρυθμό την ηθική πρόθεση. Δεν μπορεί να σταθεί έξω από την πάλη. Πρέπει να ακολουθήσει το δάσκαλό του και να κάνει τους ανθρώπους καλύτερους. Αυτή η ηθική του διδασκαλία τελικά βασιζόταν στην θρησκευτική πείρα, που ο Πλάτωνας μαζί με τον Σωκράτη κατείχε.

Ο Πλάτωνας εξάγνισε και ανύψωσε την απλή αλήθεια του δασκάλου του και ταύτισε το τέλος της αγαθής ζωής του ανθρώπου με την ανακάλυψη της απόλυτης αλήθειας που βρίσκεται σε μια περιοχή πέραν και έξω από τον αισθητό κόσμο. Σ’ αυτή την έρευνα για την αλήθεια παρείχε τη μυθολογία και τη γλώσσα που έχουν οι δοξασίες οι συνδεδεμένες με τον Ορφέα, που είδαν το σώμα σαν έναν τάφο ή πίστεψαν την απελευθέρωση της ψυχής από τις αισθήσεις.

Ο “Γοργίας” κλείνει με ένα μεταθανάτιο όραμα της ζωής. Και στους δύο, και σ’ αυτόν και στον “Φαίδωνα”, τα σύμβολα της παράδοσης της σωτηρίας και της καταδίκης εκτείνονται με τέτοιον τρόπο, που παύουν να είναι αληθινά, αν και οι λεπτομέρειες ποικίλλουν και ο Σωκράτης προσέχει να μην δώσει καμιά βεβαιότητα. Αυτά τα πράγματα, που έχουν περιγραφεί με μυστηριακή διαύγεια, είναι ουσιώδη στην Πλατωνική φιλοσοφία. Αυτά δίνουν την εικόνα της θέσης του ανθρώπου σαν ηθικής ύπαρξης στο σχέδιο των όντων κι αυτά βέβαια δεν προορίζονται κυρίως για να αρέσουν.

Αυτές οι μεγάλες αλήθειες δεν μπορούν να ελέγχονται, αλλά τουλάχιστον δεν μπορούν να αγνοούνται.

Δεν γνωρίζουμε τίποτα για τις ιδιαίτερες μυστικιστικές εμπειρίες του Πλάτωνα. Αλλά είτε έμοιαζαν με εκείνες του άγιου ή του μαθηματικού ή του ποιητή, σαφώς έφθασαν όλο και πιο πολύ να κυριαρχήσουν στη σκέψη του και να του εμπνεύσουν τα δυο αριστουργήματα της ωριμότητάς του, το “Συμπόσιο” και τον “Φαίδρο”.

Σ’ αυτά βρίσκουμε την παραδοξολογία μιας πλήρους κοσμικής γραμμής στολισμένη με τη γλώσσα της αισθησιακής χαράς και της σωματικής ηδονής.

Το “Συμπόσιο” είναι συζήτηση περί Έρωτος από όλες τις απόψεις. Έξι ομιλίες γίνονται εξυμνώντας τον έρωτα και η αλήθεια εμφανίσθηκε στη πραγματικότητα με την παρέμβαση του Αλκιβιάδη.

Οι ομιλίες εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία ως προς το θέμα και τον τόνο. Καμία άποψη του Έρωτα είτε σεξουαλική είτε αισθηματική είτε κωμική είτε ποιητική δεν παραμελήθηκε, αλλά η κορύφωση έφθασε στην ομιλία του Σωκράτη που παριστάνει τον Έρωτα σαν πάθος για ένα αιώνιο αγαθό, σαν μέσο για τη διάβαση από τον ορατό κόσμο στον κόσμο της γνώσης. Το πάθος, που φαίνεται εξ ολοκλήρου γήινο, γίνεται το κύριο μέσον της απελευθέρωσης της ψυχής.

Στον “Φαίδρο” η ίδια ιδέα αποκαλύπτεται με μεγάλη ποιητική δύναμη. Ο Έρωτας είναι η δύναμη, που ελευθερώνει την ψυχή για την αληθινή της δράση και την φέρνει σε επαφή με την “άχρωμη, άμορφη, την όχι αισθητή πραγματικότητα” (αχρώματός τε και ασχημάτιστος και αναφής ουσία. [Πλ. Φαίδρ. 247C]), που είναι το μόνο αρμονικό όλον.

Στην περιγραφή αυτής της εκστατικής εμπειρίας ο Πλάτωνας παρουσίασε στην πληρότητά της τη δύναμη ποιητή, ικανού να περιγράφει ποιήματα σε πεζό λόγο. Στην έκθεση του που μας παρουσιάζει την άνοδο της ψυχής ανάμεσα από εξαιρετικά ωραία πράγματα προς το απόλυτο κάλλος ή στο μύθο του της ψυχής σαν ενός αμαξηλάτη με δυο άλογα, που ορμούν ασυγκράτητα σε διαφορετικές διευθύνσεις, ο Πλάτωνας γράφει σαν ένας μεγάλος μυστικιστής που χρησιμοποιεί τις παραστάσεις ενός αισθητού κόσμου, για να μεταδώσει τη δόξα του υπεραισθητού.

Κι ακόμα αυτή η έκσταση και αποχή, αυτή η δυσφήμηση του εδώ και του τώρα, συνδυάζονται με τις λαμπρότερες εμφανίσεις της δραματικής του τέχνης και τις πιο θελκτικές παρουσιάσεις των ζώντων ανθρώπων. Η έκθεση του “Συμποσίου”, όπου οι μεγάλοι άνδρες κάθονται και πίνουν ως την αυγή και διακόπτονται από τον Αλκιβιάδη που ήρθε μεθυσμένος και ανήσυχος από χιουμιοριστικό θαυμασμό για τον Σωκράτη, αντισταθμίζεται μόνον με το προοίμιο του “Φαίδρου”, όπου ο Σωκράτης κι ο Φαίδρος κάνουν περίπατο στην εξοχή και κάθονται κάτω από τα σκιερά πλατάνια με τα τρεχούμενα νερά, ενώ ο Φαίδρος διαβάζει ένα νεανικό κυνικό δοκίμιο περί Έρωτος. Όταν διαβάζουμε αυτές τις σελίδες, βλέπουμε ότι ένας ποιητής χάθηκε μέσα στον Πλάτωνα και φθάνουμε στο σημείο να κατανοήσουμε την ασυμφωνία στο χαρακτήρα του που φώναζε για έναν κόσμο πέραν των αισθήσεων, ενώ υπολόγιζε κάθε όραμα και ήχο στη φύση και που φώναζε για μια εύτακτη και ηθική απομόνωση, ενώ ευχαριστιόταν με κάθε ποικιλία και όψη της σαρκικής ζωής.

Αυτή η ασυμφωνία δεν μπορούσε να διαρκέσει ως το τέλος και έτσι η “Πολιτεία” είναι η απάντηση του Πλάτωνα σε αυτήν. Σ’ αυτό το έργο της μεγάλης του ωριμότητας, ο φιλόσοφος και ο θεολόγος θριαμβεύουν πάνω από τον ποιητή και τον άνδρα, που εύρισκε ευχαρίστηση στην ηδονή.

Κτίζει πάνω σε μεγάλες γραμμές. Εξετάζει τα θεμελιώδη προβλήματα της πολιτικής. Αν και αυτό το έργο αρχίζει σαν να είναι απάντηση στον σοφιστή Θρασύμαχο, που υποστηρίζει ότι “δικαιοσύνη είναι ό,τι συμφέρει στο δυνατότερο”, η απάντηση καλύπτει δέκα βιβλία, και δεν περιλαμβάνει μόνο μια συζήτηση για την ιδεώδη πολιτεία, αλλά ώριμα συμπεράσματα του Πλάτωνα πάνω στην ψυχολογία και την καλλιτεχνία, τη γνώση, την αγωγή και τη μετά θάνατο ζωή. Η ηθική δοξασία του Σωκράτη μπορεί να φανεί από τα ηθικά του συμπεράσματα. Και εκτίθεται με απαραδειγμάτιστη διαύγεια και ακτινοβολία.

Η “Πολιτεία” είναι συζήτηση αναφερόμενη στις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης της πόλης, αλλά ο Πλάτωνας είδε ότι αυτά τα αξιώματα περιλάμβαναν εξ ολοκλήρου το καθήκον του ανθρώπου και δεν οπισθοχώρησε μπρος στα σχετικά συμπεράσματα. Ο Σωκράτης εκφράζει το παράπονο ότι τα πολιτικά δεν είναι όμοια με τα άλλα επαγγέλματα, ότι δεν είναι εμπιστευμένα στους επαγγελματίες, αλλά στους ερασιτέχνες και η “Πολιτεία” είναι μια προσπάθεια να ορίσει την ιδεώδη πολιτεία και τον ιδεώδη πολιτικό. Η απάντηση είναι ότι οι φιλόσοφοι πρέπει να γίνουν βασιλείς και οι βασιλείς φιλόσοφοι. Μόνον τότε, και όχι έως τότε, θα γίνει μια αλλαγή και θα γίνει η δικαιοσύνη πραγματικότητα.

Ο Πλάτωνας εκθέτει αυτό το ιδανικό γνωρίζοντας ότι αυτό είναι Ιδεολογία, ότι η πόλη, που γι’ αυτήν μιλάει, “κείται στον ουρανό”, αλλά στην συζήτησή του φέρνει ένα ακριβές και μάλιστα ένα δριμύ πνεύμα.

Η δύναμη πρέπει να συνδυάζεται με τη δικαιοσύνη. Σκιαγραφεί ένα σχέδιο αγωγής, που θα μπορούσε να οδηγήσει σε τέτοιο αποτέλεσμα, και ποτέ δεν οπισθοχωρεί μπροστά στα συμπεράσματα που απορρέουν κατ’ αναπόδραστο τρόπο από την θεωρία του. Όντας αποφασισμένος να καταργήσει τα ιδιωτικά συμφέροντα συνηγορεί για μια κοινοκτημοσύνη των γυναικών, των παιδιών και της ιδιοκτησίας.

Επιθυμώντας να διδάξει την αλήθεια περιορίζει τις τέχνες και την ποίηση και τη μουσική στα αυστηρά καθήκοντα της αγωγής. Απαρνείται τις ιστορίες των θεών, γιατί οι θεοί δεν οφείλουν να μεταβάλλονται και δεν μπορούν να εξαπατούν. Ο ιδεώδης του άρχοντας είναι τελείως δοσμένος στην υπηρεσία του κράτους, γιατί βρίσκεται σε συμφωνία με τον εαυτό του και γνωρίζει ότι το καλό του είναι το ίδιο με το καλό του κράτους.

Ο ιδανικός του στρατιώτης είναι πραγματικά γενναίος, γιατί γνωρίζει πόσο μεγάλοι είναι οι κίνδυνοι που έχει να αντιμετωπίσει, κι ακόμα είναι έτοιμος να τους αντιμετωπίσει. Ο Πλάτωνας τοποθετεί τις γυναίκες σε ισότητα με τους άνδρες, γιατί στα πολιτικά δικαιώματα δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ αυτών. Είναι εξ ίσου αυστηρός προς τη δημοκρατία, που αυτός έζησε, και την τυραννία, που οι ήρωες της παιδικής του ηλικίας επιθυμούσαν να εγκαταστήσουν. Είχε θέσει κατά μέρος όλη του τη ρομαντική και ποιητική ιδεολογία, επειδή ποθούσε με αγωνία να είναι πραγματικά δίκαιος, να εκθέσει έναν αδιαφιλονίκητα ιδεώδη τύπο διακυβέρνησης, και σ’ αυτήν πρέπει στο εξής οι νομοθέτες και οι πολιτικοί να προσπαθούν να φθάσουν, όσο κι αν αυτό μπορεί να φαίνεται ακατόρθωτο.

Ο ηθικός και μάλιστα πουριτανικός ζήλος της “Πολιτείας” στηρίζεται σε μεταφυσικό ζήτημα, που εξακολουθεί να καταπλήσσει μέχρι σήμερα με την πληρότητα και τη διαύγειά του.

Ο Πλάτωνας είχε αποκηρύξει τις αξιώσεις του αισθητού κόσμου και βρήκε την αλήθεια γενικά στα αντικείμενα της γνώσης. Μόνον αυτοί που έχουν σπουδάσει αυτά είναι ικανοί να κυβερνήσουν. Οι κυβερνήτες του είναι φιλόσοφοι και μαθηματικοί. Η έκθεση αυτής της μεταφυσικής τον παίρνει μακριά πέρα από τη διδασκαλία του Σωκράτη και τον τοποθετεί ως τον πρώτο φιλοσοφικό στοχαστή, που βρήκε μια μόνιμη αλήθεια πίσω από τα αισθητά αντικείμενα. Δεν έχει σημασία η δυσκολία που μας παρέχει η άποψή του. Ακτινοβολεί από διαύγεια εκλέγοντας το τελείως κατάλληλο παράδειγμα και βρίσκοντας ακριβώς τη σωστή δυσκολία. Δεν είναι τόσο ένας δραματικός όσο ένας φιλόσοφος. Ο Σωκράτης κατευθύνει τη συζήτηση και οι άλλοι ομιλητές χαριτωμένα περιορίζονται σε σποραδικές λέξεις εγκρίσεως ή δισταγμού. Τόση εμπιστοσύνη προσφέρει η μέθοδος του Πλάτωνα, ώστε μπορεί να καθορίζει σαν δόγμα συμπεράσματα, που στην καλύτερη εκδήλωση βασίζονται σε προσωπική έκφραση. Η σύγκρισή του της “Πολιτείας” προς το άτομο δεν δικαιολογείται στη θεωρία ούτε στην πράξη και η ανάλυσή του των διαφόρων ειδών των ανθρώπων των κατάλληλων στις διάφορες κυβερνήσεις, διασκεδαστική και έξυπνη καθώς είναι, δεν έχει τίποτα να κάνει με πολιτικές επιστήμες. Η πρόθεσή του να εμπνεύσει, και όταν το υλικό του αρνείται να φθάσει την επιστημονική απόδειξη, προκαλεί δυνατές συγκινήσεις.

Αλλά πίσω από όλα αυτά υπάρχει η δυνατή πεποίθηση, ότι εδώ κάτι πρέπει να γίνει και ότι αξίζει να γίνει.

Ο Πλάτωνας δεν ήταν μόνον θεωρητικός. Ίδρυσε την Ακαδημία και πιστός στις θεωρίες του έδωσε τον καλύτερο εαυτό του σε ομιλίες και προσωπικές διδασκαλίες. Κλήθηκε το 367 π.Χ. να χρησιμεύσει για δάσκαλος του νέου τυράννου των Συρακουσών Διονυσίου του Β΄. Πήγε αμέσως και επιχείρησε παρ’ όλα τα πολλά εμπόδια να διαπλάσει τον νέο άνδρα σε ιδεώδη κυβερνήτη. Όμως απέτυχε τόσο εξ αιτίας των ζηλοτυπιών που υπήρχαν στην Αυλή των Συρακουσών και από το δικό του άκαμπτο χαρακτήρα. Αλλά το πείραμα είχε αξία γι’ αυτόν. Άρχισε να δουλεύει πάνω στη δημιουργία των σκέψεων έξω από τον εαυτό του και να χτυπά την αδυναμία που είχε βρει στο σύστημά του. Τα αποτελέσματα δημοσιεύθηκαν στις εργασίες των μετέπειτα χρόνων του.

Στο “Θεαίτητο”, “Παρμενίδη” και “Σοφιστή” έθιξε τα βασικά προβλήματα της λογικής. Το πρώτο δείχνει ότι η γνώση δεν μπορεί να αποδεικνύεται με την αίσθηση ή σκέψη (δόξα). Το δεύτερο είναι κριτική των γενικών εννοιών (ιδεών), που εκτίθονταν στον “Φαίδωνα”, και την “Πολιτεία”, και το τρίτο είναι μια προσπάθεια να καθορίσει τις οντολογικές κατηγορίες.

Σ’ αυτά τα έργα ο Πλάτωνας παρουσιάζεται με αξιώσεις θεωρητικού της λογικής. Από κάποια άποψη είναι αυτά τα έργα δύσκολα και δεν κερδίζουν τη συμπάθειά μας. Ένα μεγάλο μέρος του “Παρμενίδη” παίρνουν οι περίπλοκες συζητήσεις που αναφέρονται στο “έν” και οι ορισμοί ενός Σοφιστού στον ομώνυμο διάλογο κάνουν υπαινιγμούς σε συζητήσεις, για τις οποίες δεν γνωρίζουμε τίποτα. Αλλά αν και το δραματικό στοιχείο έχει υποχωρήσει και δεν υπάρχουν λυρικές εκρήξεις, υπάρχουν στιγμές μεγάλης ομορφιάς. Η έκθεση της φιλοσοφικής ζωής στο “Θεαίτητο”, έτσι όπως γράφτηκε, είναι μια συγκινητική έκθεση ελατηρίων και συγκινήσεων που εξεγείρει ο Πλάτωνας, για να προκρίνει τη θεωρία αντί για τη δράση. Αλλά η αληθινή δύναμη εδώ βρίσκεται στον διανοητικό δέσιμο. Πουθενά δεν έχουν προβληθεί ερωτήσεις τόσο περίπλοκες με τόση ευκολία ούτε διατυπώθηκαν λύσεις με τόση αξίωση για τη δική μας παραδοχή.

Ο Πλάτωνας αντιμετώπιζε το έργο της υποβολής ερωτήσεων, που δεν είχαν πριν υποβληθεί, και της δημιουργίας λεξιλογίου για έναν κλάδο της διανόησης, που δεν υπήρχε μέχρι τότε. Με μια διαδικασία, που δε μπορεί να καθοριστεί, υπερνίκησε και τις δυο δυσκολίες με καταφανή ευκολία.

Από τη λογική ο Πλάτωνας στράφηκε στα πολιτικά και στη θρησκεία.

Στον “Πολιτικό” και τους “Νόμους” δίνει τις αναθεωρημένες απόψεις του πάνω στην πολιτική. Στο πρώτο ορίζει την θεωρία και στο δεύτερο επεξεργάζεται την πράξη. Στον “Πολιτικό” ορίζει τη φύση του καλού πολιτικού και εμπιστεύεται ολοκληρωτικά στο προσωπικό στοιχείο, κάτι που είχε αμελήσει στην “Πολιτεία”.

Η πείρα τον έχει κάνει πιο ανεκτικό στη θεωρία και μάλιστα παραδέχεται ότι, αν η δημοκρατία κάνει το ελάχιστο καλό απ’ όλα τα πολιτεύματα, αυτή επίσης κάνει και το ελάχιστο κακό. Αλλά αν έχει γίνει πιο ανεκτικός στις ιδέες και τα συστήματα, δεν είχε γίνει περισσότερο αισιόδοξος για την ανθρώπινη φύση.

Οι “Νόμοι”, με τους οποίους ασχολήθηκε τα τελευταία του χρόνια και είναι το πιο εκτενές του έργο, είναι μια προσπάθεια να διατυπώσει ένα κατορθωτό πολίτευμα κάτω από το μύθο της νομοθεσίας για μια νέα αποικία στην Κρήτη. Ένας Αθηναίος ξένος, που μπορεί να είναι ο Πλάτωνας ο ίδιος, βοηθάει έναν Σπαρτιάτη, και έναν Κρητικό να κάνουν έναν κώδικα νόμων, που απεικονίζουν τον ώριμο καρπό της πολιτικής σκέψης του Πλάτωνα.

Ανόμοιοι με την “Πολιτεία” οι “Νόμοι” δεν περιλαμβάνουν μια ιδεολογία, αλλά αναφέρονται σε έναν αληθινό κόσμο. Ο Πλάτωνας φανερά το δηλώνει ότι πρόκειται για ένα υπόδειγμα για νομοθέτη και μερικές από τις προβλέψεις του εφαρμόσθηκαν από τους μονάρχες της Ελληνιστικής εποχής, τους μονάρχες της Ρώμης και του Βυζαντίου.

Αν και κάθε θέσπισμα είναι βασισμένο πάνω σε γενικές αρχές, που συζητήθηκαν με πληρότητα και εκφράστηκαν με σαφήνεια, ο Πλάτωνας δεν βρίσκει λεπτομέρειες που να μην είναι σημαντικές. Ένιωσε ότι, αν και η ανθρώπινη ζωή δεν ήταν αληθινά ένα σοβαρό πράγμα, αυτή πρέπει να εξακολουθεί να συμπεριφέρεται σοβαρά και γι’ αυτό με εξαιρετική φροντίδα εκθέτει τους νόμους για κάθε τι που αφορά τη διοίκηση της δημόσιας πρόνοιας, για την ύδρευση και τη συλλογή καρπών από τους οδοιπόρους.

Παράλληλα με το ενδιαφέρον του Πλάτωνα για τα πολιτικά ζητήματα αναπτυσσόταν και το ενδιαφέρον του για τη θρησκεία.

Στον “Πολιτικό” διηγείται έναν περίεργο μύθο του θεού που εγκατέλειψε τον κόσμο, και του επέτρεψε να περιφέρεται σε μια κυκλική τροχιά αντίθετη προς την κοινωνική. Στους “Νόμους” εκθέτει την ώριμή του θεολογία και βρίσκει την αιτία των κακών στις ψυχές που διαφθείρονται, όταν κάνουν συντροφιά με την άνοια.
Στον “Τίμαιο” διατυπώνει μια κοσμολογία. Το έργο είναι σχεδόν ένας μονόλογος, που γίνεται από έναν Πυθαγόρειο, και είναι ένας περίεργος συνδυασμός επιστήμης και μύθου. Περιλαμβάνει διεισδυτικές συζητήσεις για τη φύση του χώρου και της κίνησης, του χρόνου σαν τον ορισμό “η κινούμενη εικόνα της αιωνιότητας” των γήινων και πλανητικών κινήσεων. Περιέχει μυθική έκθεση της δημιουργίας του κόσμου, μέσα στην οποία αναμειγνύεται μια δημιουργική θεολογία με μια φαντασία. Ο θεός έφτιαξε τον κόσμο έξω από την αταξία, γιατί “ήθελε τα πάντα να γίνουν όσο το δυνατόν όμοια με αυτόν”. Αλλά στις λεπτομέρειες της δημιουργίας ο Πλάτωνας επιτρέπει στον εαυτό του να χρησιμοποιήσει αρκετό χιούμορ. Ο “Τίμαιος” είναι βέβαια μυστικιστικό έργο. Η επιστήμη του είναι τόσο απομακρυσμένη από εμάς, η πρόθεσή του μας είναι πολύ δυσδιάκριτη. Αλλά κάτω από αυτό κρύβεται μια μεγάλη ιδέα. Ο Πλάτωνας επιχειρεί να γεφυρώσει τη Σωκρατική διαίρεση μεταξύ της πραγματικότητας και του φαινομένου με την υψηλή αντίληψη για τον κόσμο θεωρημένο σαν “ορατόν θεό”, “εικόνα του νοητού θεού” και εδώ βρίσκεται ο δρόμος που οδηγεί σε μια πιο ανθρώπινη μεταφυσική. Στον Τίμαιο γίνεται η πρώτη ανα

Ο Πλάτωνας ήταν ένας από τους πιο νοήμονες άνδρες, που έζησαν ποτέ, ένας στοχαστής μεγάλης πρωτοτυπίας και δύναμης. Ανακαλύφθηκε εκ νέου στην Αναγέννηση και εξακολουθεί να είναι έμπνευση και στους φιλοσόφους και στους μυστικιστές. Πάνω σε μερικές ερωτήσεις διατύπωσε απαντήσεις, που είναι σχεδόν αδύνατο να τις απορρίψουμε.

Ο Nietsche τον ονόμασε “ένας χριστιανός πριν από τον Χριστό”. Και υπάρχει αλήθεια σ’ αυτά τα λόγια.

Μέχρι σήμερα παραμένει μια μορφή μέγιστης σπουδαιότητας. Έχει χύσει μαγεία πάνω στον κόσμο. Και παρά τη στενοχώρια του και την αίσθηση της ήττας μερικές φορές, παρά τις διαψεύσεις και τις άλυτες συμφωνίες, παραμένει η τελευταία δημιουργική μεγαλοφυΐα, που παρουσίασε η Αθήνα, και η τελευταία φωνή από τον γοητευτικό κόσμο, που κοντεύει να εξατμισθεί.