Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΠΛΑΤΩΝ

ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΕΒΔΟΜΟ ΒΙΒΛΙΟ


Μετά από αυτά όμως, είπα, φαντάσου την ανθρώπινη φύση ως προς την παιδεία και την απαιδευσία, σαν μια εικόνα που παριστάνει μια τέτοια κατάσταση. Δες λοιπόν με τη φαντασία σου ανθρώπους που κατοικούν μέσα σε μια σπηλιά κάτω από τη γη, που να έχει την είσοδό της ψηλά στην οροφή, προς το φως, σε όλο το μήκος της σπηλιάς μέσα της να είναι άνθρωποι αλυσοδεμένοι από την παιδική ηλικία στα πόδια και στον αυχένα, έτσι ώστε να είναι καρφωμένοι στο ίδιο σημείο και να μπορούν να βλέπουν μόνο μπροστά τους και να μην είναι σε θέση, εξαιτίας των δεσμών, να στρέφουν τα κεφάλια τους ολόγυρα. Κι οι ανταύγειες της φωτιάς που καίει πίσω τους να είναι πάνω και μακριά από αυτούς. Και ανάμεσα στη φωτιά και στους δεσμώτες, προς τα πάνω, να υπάρχει ένας δρόμος που στο πλάι του να είναι χτισμένο ένα τοιχάκι, όπως τα παραπετάσματα που τοποθετούν οι θαυματοποιοί μπροστά από τους ανθρώπους, και πάνω απ' αυτά τους επιδεικνύουν τα ταχυδακτυλουργικά τους.

Βλέπω, είπε.

Φαντάσου λοιπόν κοντά σε τούτο το τοιχάκι, ανθρώπους να μεταφέρουν αντικείμενα κάθε είδους, που προεξέχουν από το τοιχάκι, καθώς και ανδριάντες και κάποια άλλα αγάλματα ζώων, πέτρινα και ξύλινα και κατασκευασμένα με κάθε είδους υλικό, και, όπως είναι φυσικό, από αυτούς που τα μεταφέρουν άλλοι μιλούν και άλλοι μένουν σιωπηλοί.

Παράδοξη εικόνα περιγράφεις, και παράδοξους συνάμα δεσμώτες, είπε.

Μα είναι όμοιοι με μας, είπα εγώ και πρώτα και κύρια, νομίζεις πως αυτοί έχουν δει κάτι άλλο από τους εαυτούς τους και τους υπόλοιπους που είναι μαζί, εκτός από τις σκιές που δημιουργεί η φωτιά, και που αντανακλούν ακριβώς απέναντί τους στον τοίχο της σπηλιάς;

Μα πως είναι δυνατόν, είπε, αφού είναι αναγκασμένοι να κρατάνε ακίνητα τα κεφάλια τους εφ' όρου ζωής;

Κι από αυτά που μεταφέρονται ; Δεν θα έχουν δει ακριβώς το ίδιο;

Τι άλλο;

Κι αν θα μπορούσαν να συνομιλούν μεταξύ τους, δεν νομίζεις πως σ' αυτά που βλέπουν θεωρούν πως αναφέρονται οι ονομασίες που δίνουν;

Αναγκαστικά.

Τι θα συνέβαινε, αν το δεσμωτήριο τους έστελνε αντίλαλο από τον απέναντι τοίχο, κάθε φορά που κάποιος από τους περαστικούς μιλούσε, νομίζεις πως θα θεωρούσαν πως αυτός που μιλάει είναι τίποτε άλλο από τη φευγαλέα σκιά;

Μα το Δία, όχι βέβαια, είπε.

Και σε κάθε περίπτωση, είπα εγώ, αυτοί δεν θα θεωρούν τίποτα άλλο σαν αληθινό, παρά τις σκιές των αντικειμένων.

Απόλυτη ανάγκη, είπε.

Σκέψου όμως, είπα εγώ, ποια θα μπορούσε να είναι η λύτρωσή τους και η θεραπεία τους και από τα δεσμά κι από την αφροσύνη, αν τους συνέβαιναν τα εξής: Αν κάθε φορά, δηλαδή, που θα λυνόταν κάποιος και θ' αναγκαζόταν ξαφνικά να σταθεί και να βαδίσει και να γυρίσει τον αυχένα του και να δει προς το φως, κι όλ' αυτά θα τα έκανε με μεγάλους πόνους και μέσα από τα λαμπυρίσματα δεν θα μπορούσε να διακρίνει εκείνα, που μέχρι τότε έβλεπε τις σκιές τους, τι νομίζεις πως θ' απαντούσε αυτός, αν κάποιος του έλεγε πως τότε έβλεπε φλυαρίες, ενώ τώρα είναι κάπως πιο κοντά στο ον και πως έχει στραφεί προς όντα που πραγματικά και βλέπει με σωστότερο τρόπο, και αν του έδειχνε το καθένα από αυτά που περνούσαν, ρωτώντας τον τι είναι και αναγκάζοντάς τον ν' αποκριθεί, δεν νομίζεις πως αυτός θ' απορούσε και θα νόμιζε πως αυτά που έβλεπε τότε ήταν πιο αληθινά από τα τωρινά που του δείχνουν;

Και πολύ μάλιστα, είπε.

Κι αν λοιπόν τον ανάγκαζε να βλέπει προς το ίδιο το φως, δεν θα πονούσαν τα μάτια του και δεν θα έφευγε για να ξαναγυρίσει σ' εκείνα που μπορεί να δει καλά, και δεν θα νόμιζε πως εκείνα στην πραγματικότητα είναι πιο ευκρινή από αυτά που του δείχνουν;

Έτσι, είπε.

Και αν, είπα εγώ, τον τραβούσε κανείς με τη βία από εκεί, μέσα από ένα δρόμο κακοτράχαλο κι ανηφορικό, και δεν τον άφηνε, πριν τον τραβήξει έξω στο φως του ήλιου, δεν θα υπέφερε τάχα και δεν θα αγανακτούσε όταν τον έπαιρναν, κι αφού θα έφτανε στο φως, δεν θα πλημμύριζαν τα μάτια του από τη λάμψη και δεν θα του ήταν αδύνατο να δει ακόμα κι ένα απ' αυτά που τώρα ονομάζονται αληθινά;

Όχι βέβαια, δεν θα μπορούσε έτσι ξαφνικά, είπε.

Έχω την εντύπωση πως θα χρειαζόταν να συνηθίσει, αν σκοπεύει να δει τα πράγματα που είναι πάνω. Και στην αρχή θα μπορούσε πολύ εύκολα να διακρίνει καλά τις σκιές, και μετά απ' αυτό, πάνω στην επιφάνεια του νερού τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων, και κατόπιν αυτά τα ίδια. Και μετά από αυτά, τ' αντικείμενα που είναι στον ουρανό και τον ίδιο τον ουρανό θα μπορούσε να δει ευκολότερα τη νύχτα, βλέποντας το φως των άστρων και της σελήνης, παρά στη διάρκεια της μέρας, τον ήλιο και το ηλιόφως.

Πως όχι;

Τελευταίο θα μπορούσε νομίζω να δει τον ήλιο, όχι στην επιφάνεια του νερού ούτε σε κάποια διαφορετική θέση τα είδωλά του, αλλά θα μπορούσε να δει καλά τον ήλιο καθαυτό στο δικό του τόπο και να παρατηρήσει προσεκτικά τι είδους είναι.

Κατ' ανάγκη, είπε.

Και μετά θα συλλογιζόταν τότε για κείνον, πως αυτός είναι που ρυθμίζει τις εποχές και τους χρόνους και που κανονίζει τα πάντα στον ορατό κόσμο, καθώς και ο αίτιος, κατά κάποιο τρόπο, όλων εκείνων που έβλεπαν αυτοί.

Είναι φανερό, είπε, πως αυτά θα συμπεράνει ύστερα από τα προηγούμενα.

Τι λες λοιπόν; Όταν αναλογίζεται την πρώτη του κατοικία και την εκεί σοφία που είχε αυτός και οι τότε συνδεσμώτες του, δεν νομίζεις πως θα καλοτυχίζει τον εαυτό του για τούτη την αλλαγή και θα οικτίρει τους άλλους;

Και πολύ μάλιστα.

Κι αν υπήρχαν μεταξύ τους τότε κάποιες τιμές και έπαινοι και βραβεία γι' αυτόν που θα μπορούσε να διακρίνει πιο καθαρά αυτά που περνούσαν μπροστά από τα μάτια του και γι' αυτόν που θα μπορούσε να θυμηθεί περισσότερο ποια συνήθως περνούσαν πρώτα, ποια μετά και ποια ταυτόχρονα, και έτσι θα μπορεί να προβλέπει τι θα έρθει στο μέλλον, νομίζεις πως αυτός θα κατεχόταν από σφοδρή επιθυμία και θα ζήλευε τους τιμημένους από κείνους και τους μεταξύ εκείνων κυρίαρχους ή θα είχε πάθει αυτό που λέει ο Όμηρος, και πολύ θα επιθυμούσε "να ήταν ζωντανός στη γη κι ας δούλευε για άλλον, που είναι ο φτωχότερος" και θα προτιμούσε να έχει πάθει τα πάντα, παρά να νομίζει εκείνα που νόμιζε και να ζει έτσι εκεί;

Έτσι νομίζω τουλάχιστον, είπε, πως θα προτιμούσε να πάθει οτιδήποτε παρά να ζει έτσι.

Και τώρα βάλε στο μυαλό σου το εξής, είπα εγώ. Αν κατέβει αυτός πάλι και καθίσει στον ίδιο θρόνο, δεν θα ξαναγεμίσουν τάχα τα μάτια του σκοτάδι, αφού ήρθε ξαφνικά από τον ήλιο;

Και πολύ μάλιστα, είπε.

Αν χρειαζόταν ν' ανταγωνιστεί αυτός με κείνους τους παντοτινούς δεσμώτες, λέγοντας την άποψή του σχετικά με τις σκιές, καθόσον χρόνο η όρασή του είναι αμβλεία, πριν προσαρμοστούν τα μάτια του, και για να συνηθίσουν δεν θα χρειαζόταν και τόσο μικρός χρόνος, άραγε δεν θα προκαλούσε περιπαιχτικά γέλια και δεν θα έλεγαν γι' αυτόν πως με το ν' ανεβεί επάνω, γύρισε με καταστραμμένα τα μάτια του και πως δεν αξίζει ούτε να προσπαθήσουν καν να πάνε επάνω; Και αυτόν που θα επιχειρήσει να τους λύσει και να τους ανεβάσει, αν τους δινόταν κάπως η ευκαιρία να τον πιάσουν και να τον σκοτώσουν, δεν θα τον σκότωναν;

Αναμφίβολα, είπε.

Αυτή την εικόνα λοιπόν, φίλε μου Γλαύκωνα, είπα εγώ, πρέπει να την προσαρμόσεις σε όλα όσα είπαμε πρωτύτερα και να παρομοιάσεις τον ορατό κόσμο με την κατοικία του δεσμωτηρίου, και τη φωτιά που αντιφέγγιζε μέσα σ' αυτή με τη δύναμη του ηλιακού φωτός. Αν όμως παρομοιάσεις την ανάβαση και τη θέα των αντικειμένων, που βρίσκονται στον επάνω κόσμο, με την άνοδο της ψυχής στον νοητό κόσμο, δεν θα σφάλεις ως προς τη δική μου άποψη, αφού επιθυμείς να την ακούσεις. Κι ο θεός τουλάχιστον ξέρει αν τυχαίνει να είναι αληθινή. Εμένα λοιπόν έτσι μου φαίνεται. Πως στην περιοχή του γνωστού η ιδέα του αγαθού είναι τελευταία και μετά βίας διακρίνεται, όταν όμως τη διακρίνει κανείς δεν μπορεί να μην συλλογιστεί πως αυτή είναι η αιτία για όλα γενικά τα σωστά και καλά πράγματα, γεννώντας μέσα στον ορατό κόσμο το φως και τον κύριο του φωτός, και γιατί μέσα στον νοητό κόσμο αυτή είναι που διευθύνει και παρέχει την αλήθεια και τον νου και πως πρέπει να την ατενίσει οπωσδήποτε αυτός που εννοεί να ενεργήσει φρόνιμα και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή.

Συμφωνώ κι εγώ, είπε, με όποιον τρόπο βέβαια μπορώ.

Εμπρός λοιπόν, είπα εγώ, συμφώνησε και με αυτό εδώ και μην απορήσεις που όσοι ήρθαν εδώ δεν θέλουν ν' ασχολούνται με τις ανθρώπινες ασχολίες, αλλά οι ψυχές τους επιθυμούν σφοδρά να διαμένουν πάντα στον επάνω κόσμο. Γιατί είναι φυσικό βέβαια να γίνεται έτσι, αφού κι αυτό επίσης να είναι σύμφωνο με την εικόνα που περιγράψαμε πριν.

Είναι φυσικό βέβαια, είπε.

Τι λες; Θεωρείς παράξενο κάτι σαν αυτό εδώ, είπα εγώ, αν κάποιος που από τα θεϊκά θεάματα πέφτει στα ανθρώπινα κακά και κάνει απρέπειες και φαίνεται υπερβολικά γελοίος, καθώς ακόμα δεν καλοβλέπει, πριν συνηθίσει στο σκοτάδι του παρόντος, αναγκάζεται ν' αγωνίζεται στα δικαστήρια ή κάπου αλλού σχετικά με τις σκιές του δικαίου ή με τα είδωλα από τα οποία προέρχονται οι σκιές, και να διαγωνίζεται για τις ιδέες που έχουν για τη δικαιοσύνη αυτοί που ουδέποτε την είδαν;

Δεν είναι καθόλου παράξενο, είπε.

Αλλά, αν έχει κανείς μυαλό, είπα εγώ, θα μπορούσε να θυμηθεί πως στα μάτια συμβαίνουν δυο ειδών ανωμαλίες και από δύο αφορμές, όταν πηγαίνει κανείς από το φως στο σκοτάδι και όταν πηγαίνει από το σκοτάδι στο φως. Αφού θεωρήσει πως τα ίδια ακριβώς γίνονται και στην ψυχή, όταν δει κάποια ν' ανησυχεί και να μην μπορεί να διακρίνει κάτι καθαρά, δεν θα πρέπει να γελάει αλόγιστα, αλλά να εξετάζει καλά τι από τα δύο συμβαίνει, δεν βλέπει καλά στο σκοτάδι από τη συνήθεια, επειδή έχει έρθει από φωτεινότερη ζωή, ή από την περισσότερη αμάθεια ήρθε στο φωτεινότερο και έχει πλημμυρίσει από το φωτεινό λαμπύρισμα, και έτσι τη μια θα τη μακαρίσει για το βίωμά της και για τη ζωή της, ενώ την άλλη θα την οικτίρει. Κι αν θέλει να γελάει μαζί της, το γέλιο του θα ήταν λιγότερο καταγέλαστο απ' ό,τι το γέλιο εις βάρος της ψυχής που έφτασε από πάνω, από το φως.

Και μάλιστα τα λες πολύ σωστά, είπε.

Πρέπει λοιπόν εμείς, είπα, αν αυτά είναι αληθινά, να πιστέψουμε το εξής: Ότι η παιδεία δεν είναι τέτοια που ισχυρίζονται μερικοί που την έχουν για επάγγελμα. Ισχυρίζονται γενικά πως δεν υπάρχει επιστήμη μέσα στην ψυχή, αλλά την βάζουν αυτοί, σαν να βάζουν όραση στα μάτια των τυφλών.

Πραγματικά το ισχυρίζονται, είπε.

Ο δικός μας λόγος τώρα, είπα, εννοεί πως αυτή τη δύναμη που υπάρχει μέσα στην ψυχή του καθενός και το όργανο με το οποίο μαθαίνει ο καθένας, σαν ένα μάτι που δεν μπορεί με άλλο τρόπο, παρά μαζί με ολόκληρο το σώμα, να στραφεί από το σκοτεινό στο φωτεινό, έτσι πρέπει να την στρέφει μαζί με όλη την ψυχή από το γιγνόμενο, ώσπου να μπορεί να υπομένει τη θέαση προς το ον και προς το φωτεινότατο μέρος του όντος. Αυτό το μέρος ισχυριστήκαμε πως είναι το αγαθό, έτσι δεν είναι;

Ναι.

Επομένως η παιδεία, είπα εγώ, θα είναι η τέχνη της περιστροφής αυτού του οργάνου, για να επινοήσει με ποιο τρόπο θα στραφεί ευκολότατα και ωφελιμότατα, όχι για να δημιουργήσει σ' αυτό το όργανο την όραση, αφού την κατέχει, αλλά για να επινοήσει το πώς θα στραφεί, επειδή δεν έχει τη σωστή κατεύθυνση και δεν βλέπει όπου πρέπει.

Έτσι φαίνεται, είπε.

Οι άλλες λοιπόν αρετές που ονομάζονται αρετές της ψυχής, είναι πιθανό να είναι κάπως παρόμοιες με τις αρετές του σώματος. Γιατί πραγματικά, ενώ δεν υπάρχουν νωρίτερα, δημιουργούνται ύστερα με τη συνήθεια και την εξάσκηση. Η αρετή της φρόνησης έχει περισσότερο θεϊκή προέλευση απ' όλα τ' άλλα πράγματα, καθώς φαίνεται, η οποία δεν χάνει ποτέ την δύναμή της, και ανάλογα με τη στροφή της γίνεται και χρήσιμη και ωφέλιμη, και άχρηστη, επίσης, και βλαβερή. Ή μήπως δεν έχεις αντιληφθεί ακόμα πως αυτών των ανθρώπων, που ονομάζονται πονηροί αλλά και σοφοί, με πόσο οξύ βλέμμα η τιποτένια ψυχή τους και πόσο λεπτά βλέπει αυτά στα οποία έχει στραφεί, γιατί δεν έχει ελαττωματική την όραση, αλλά, αναγκασμένη να υπηρετεί την κακία, όσο οξυδερκέστερα βλέπει τόσο περισσότερα κακά εκτελεί;

Βεβαιότατα, είπε.

Αν όμως μιας τέτοιας φύσης, είπα εγώ, κόψει κανείς από την παιδική ηλικία τα σύμφυτα της γένεσης που μοιάζουν με μολύβδινα σφαιρίδια και που είναι προσκολλημένα επάνω της με τις πολυφαγίες και τις παρόμοιες απολαύσεις και καταχρήσεις, και που στρέφουν την όραση της ψυχής προς τα κάτω, αν λοιπόν απαλλαγεί από αυτά η ψυχή και στραφεί προς τ' αληθινά, τότε κι η ίδια η ψυχή των ίδιων ανθρώπων θα έβλεπε την αλήθεια με πολύ μεγαλύτερη οξυδέρκεια, όπως βλέπει και όσα τώρα την ενδιαφέρουν.

Φυσικό είναι, είπε.

Τι λες; είπα εγώ. Δεν είναι κι αυτό φυσικό και δεν απορρέει αναγκαστικά απ' αυτά που προαναφέραμε, πως ούτε οι απαίδευτοι και οι άπειροι της αλήθειας ούτε όσοι έχουν αφεθεί να περάσουν τη ζωή τους μέχρι τέλους μέσα στην παιδεία, θα μπορέσουν ποτέ να κυβερνήσουν ικανοποιητικά μια πόλη, οι πρώτοι βέβαια γιατί δεν έχουν μέσα στη ζωή τους ούτε ένα σκοπό, για τον οποίο θα πρέπει με προθυμία να πράττουν όσα πράττουν και στην ιδιωτική και στη δημόσια ζωή, ενώ οι άλλοι γιατί δεν θα θελήσουν να δουλέψουν, θεωρώντας πως, ενόσω ζουν κιόλας, έχουν αποικήσει στα νησιά των μακάρων;

Αλήθεια, είπε.

Το έργο, λοιπόν, που ανήκει σε μας τους θεμελιωτές, είπα εγώ, είναι ν' αναγκάσουμε αυτές τις τέλειες φύσεις ν' ασχοληθούν με τη μάθηση εκείνου που προηγουμένως είπαμε πως είναι το σπουδαιότερο, να δουν το αγαθό και να πορευτούν σ' εκείνη την ανάβαση, και αφού ανέβουν και το δουν αρκετά, να μην τους επιτρέψουν να κάνουν αυτό που τώρα τους είναι επιτρεπτό.

Ποιο δηλαδή;

Το να παραμένουν εκεί και να μην θέλουν να κατέβουν πάλι κοντά σε κείνους τους δεσμώτες ούτε να μετέχουν μαζί με αυτούς στους κόπους και στις τιμές, τις ταπεινότερες ή τις υποδεέστερες.

Αλλά θα τους αδικήσουμε, είπε, και θα τους κάνουμε να ζουν χειρότερα, ενώ μπορούν αυτοί να ζουν καλύτερα;

Ξέχασες πάλι, φίλε μου, είπα εγώ, πως ο νόμος δεν ενδιαφέρεται για αυτό, πως μια μονάχα τάξη μέσα στην πόλη θα ευδαιμονήσει, αλλά για το πώς θα καταφέρει να δημιουργήσει αυτό το αγαθό για όλη την πόλη, συνδυάζοντας αρμονικά τους πολίτες με την πειθώ και τη βία, ν' ανταλλάσσουν μεταξύ τους την ωφέλεια που ο καθένας από αυτούς θα μπορούσε να δίνει στο σύνολο, και δημιουργώντας αυτός τέτοιους ανθρώπους μέσα στην πόλη, όχι για να τους αφήσει να στραφούν όπου θέλει ο καθένας, αλλά για να τους χρησιμοποιεί ο ίδιος για τη συνοχή της πόλης.

Σωστά, είπε. Πράγματι το είχα ξεχάσει.

Σκέψου λοιπόν Γλαύκωνα, είπα, πως δεν θ' αδικήσουμε κανέναν από αυτούς που γίνονται φιλόσοφοι στην πόλη μας, αλλά θα τους δικαιολογηθούμε που τους αναγκάζουμε να φροντίζουν και να φυλάνε τους άλλους. Θα τους πούμε δηλαδή πως όσοι γίνονται τέτοιοι στις άλλες πόλεις, όπως είναι φυσικό, δεν μετέχουν στους πολιτικούς μόχθους τους. Γιατί αυτοί ξεφυτρώνουν μόνοι τους, χωρίς τη θέληση της κάθε πολιτείας, και είναι δίκαιο συνεπώς το αυτοφυές να μην οφείλει την τροφή του ούτε να οφείλει πληρωμή των εξόδων διατροφής σε οποιονδήποτε. Εσάς όμως εμείς, και για το δικό σας και για όλης της άλλης πόλης το καλό, σας γεννήσαμε ηγεμόνες και βασιλιάδες σαν σε σμήνη μελισσών, και σας έχουμε μορφώσει καλύτερα και τελειότερα από κείνους, και κυρίως σας κάναμε δυνατούς για να μετέχετε και στα δύο. Πρέπει λοιπόν ο καθένας σας με τη σειρά του να κατεβαίνει στον συνοικισμό των άλλων και να συνηθίζει να βλέπει τα σκοτεινά. Γιατί αν συνηθίσετε, θα βλέπετε απείρως καλύτερα από τους εκεί και θ' αναγνωρίζετε όλα τα είδωλα, τι είναι και ποια, επειδή έχετε δει την αλήθεια σχετικά με τα ωραία, τα δίκαια και τ' αγαθά. Κι έτσι η πόλη μας για μας και για σας θα είναι πραγματική και όχι όνειρο, όπως οι περισσότερες σημερινές που θεμελιώνονται, και όπου οι άρχοντες σκιαμαχούν και φιλονικούν για την εξουσία, σαν τάχα να είναι κάποιο μεγάλο αγαθό. Η αλήθεια όμως είναι αυτή: Σε πόλη, όπου όσοι πρόκειται να τη διοικήσουν δεν είναι καθόλου πρόθυμοι να γίνουν άρχοντες, αυτή οπωσδήποτε θα διοικείται άριστα χωρίς καμιά διχόνοια, ενώ όποια έχει αντίθετους άρχοντες θα διοικείται αντίθετα.

Βεβαιότατα, είπε.

Δεν νομίζεις λοιπόν πως θ' απειθούν σε μας οι τρόφιμοί μας, αν ακούσουν αυτά και δεν θα θελήσουν να συμμετέχουν στους κόπους της διοίκησης ο καθένας με τη σειρά του, και το μεγαλύτερο διάστημα να μένουν ο ένας μαζί με τον άλλο στον κόσμο του καθαρού όντος.

Αδύνατον, είπε. Γιατί από δίκαιους θ' απαιτήσουμε δίκαια πράγματα. Περισσότερο άλλωστε από κάθε άλλον ο καθένας θα πορεύεται προς την εξουσία σαν προς κάτι αναγκαίο, αντίθετα με τους τωρινούς άρχοντες κάθε πόλης.

Έτσι είναι φίλε μου, είπα εγώ. Αν μπορέσεις να βρεις για κείνους που πρόκειται να γίνουν άρχοντες ζωή καλύτερη από το να διοικούν, θα μπορέσει να γίνει η πόλη σου καλοδιοικημένη. Γιατί μόνο μέσα σ' αυτή θα κυβερνούν αυτοί που είναι πραγματικά πλούσιοι όχι σε χρυσάφι, αλλά σε αυτό που πρέπει να είναι πλούσιος και μακάριος άνθρωπος, δηλαδή στην αγαθή και φρόνιμη ζωή. Κι αν έρχονται στα δημόσια πράγματα άνθρωποι φτωχοί και πεινασμένοι για προσωπικά πλούτη, που νομίζουν πως πρέπει ν'αρπάζουν από δω τα αγαθά που δεν έχουν, δεν είναι δυνατό να διοικηθεί σωστά η πόλη. Γιατί γίνεται μάχη για το ποιος θα πάρει την εξουσία, και αυτός ο πόλεμος είναι εμφύλιος και εσωτερικός και καταστρέφει και τους ίδιους και όλους τους υπόλοιπους πολίτες.

Πολύ σωστά, είπε.

Ξέρεις λοιπόν, είπα εγώ, καμιά άλλη ζωή που να περιφρονεί τα πολιτικά αξιώματα εκτός από αυτή της αληθινής φιλοσοφίας;

Όχι μα τον Δία, είπε αυτός.

Αλλά είπαμε πως στην εξουσία πρέπει ν' ανεβαίνουν άνθρωποι που δεν είναι εραστές της. Σε άλλη περίπτωση οι αντεραστές θα πολεμήσουν.

Πως όχι;

Ποιους άλλους λοιπόν θ' αναγκάσεις ν' αναλάβουν τη φρούρηση της πόλης, παρά εκείνους που γνωρίζουν εκείνα με τα οποία διοικείται άριστα μια πόλη, και απολαμβάνουν άλλες τιμές και ζωή καλύτερη από του πολιτικού;

Αυτούς και κανέναν άλλο, είπε.

Θέλεις λοιπόν τώρα πια να εξετάσουμε αυτό, με ποιο τρόπο θα δημιουργηθούν οι τέτοιου είδους άνθρωποι και πως θα τους ανεβάσει κανείς στο φως, όπως λέγεται ότι κάποιοι από τον Άδη ανέβηκαν στους θεούς;

Πως δεν θέλω; είπε.

Αυτό βέβαια, καθώς φαίνεται, δεν είναι τόσο απλό όσο το στριφογύρισμα του όστρακου, αλλά είναι στροφή της ψυχής από κάποια σκοτεινή μέρα στην αληθινή, που είναι επιστροφή της στο ον, πράγμα που θα πούμε πως είναι η αληθινή φιλοσοφία.

Βεβαιότατα.

Πρέπει λοιπόν να εξετάσουμε ποιο από τα μαθήματα έχει τέτοια δύναμη;

Πως όχι;

Ποιο λοιπόν θα μπορούσε να είναι, Γλαύκωνα, το μάθημα που έχει τη δύναμη να σύρει την ψυχή από το γιγνόμενο στο ον; Και λέγοντας αυτό, έχω κατά νου το εξής: Δεν ισχυριστήκαμε πως είναι ανάγκη αυτοί ως νέοι να είναι πραγματικά αθλητές του πολέμου;

Πράγματι το ισχυριστήκαμε.

Επομένως πρέπει το μάθημα που ζητάμε να έχει εκτός από αυτό κι εκείνο.

Ποιο;

Να μην είναι άχρηστο στους πολεμικούς ανθρώπους.

Πρέπει βέβαια, είπε, αν γίνεται.

Αλλά προηγουμένως εκπαιδεύονταν από μας με γυμναστική και μουσική.

Αυτά ήταν πράγματι τα μαθήματα, είπε.

Η γυμναστική όμως, κατά τη γνώμη μου, ασχολείται με κάτι που γεννιέται και φθείρεται, γιατί φροντίζει για την αύξηση και την ελάττωση του σώματος.

Είναι φανερό.

Επομένως, δεν μπορεί να είναι αυτό το μάθημα που ζητούμε.

Όχι βέβαια.

Μήπως όμως είναι η μουσική, στον βαθμό που την προσδιορίσαμε νωρίτερα;

Μα εκείνη, είπε, αν θυμάσαι, ήταν το αντίθετο της γυμναστικής, καθώς εκπαίδευε τους φύλακες με τις συνήθειες, αφού τους παρέδιδε σύμφωνα με την αρμονία κάποια ευαρμοστία και με τον ρυθμό ευρυθμία, αλλά όχι επιστήμη, και μέσα στους λόγους περιέχει κάποιες άλλες παρόμοιες συνήθειες με αυτά, τις διηγήσεις, και όσες είναι μυθικές και όσες είναι περισσότερο αληθινές. Αλλά μάθημα που να οδηγεί σε κάτι τέτοιο, αυτό δηλαδή που εσύ τώρα ζητάς, δεν υπήρχε κανένα μέσα σ' αυτή.

Με μεγάλη ακρίβεια μου τα θυμίζεις, είπα εγώ. Γιατί πράγματι δεν ειχε τίποτα τέτοιο. Μα, δαιμόνιε Γλαύκωνα, τι θα μπορούσε να είναι τέτοιο; Γιατί και οι τέχνες φάνηκαν γενικά πως είναι βάναυσες όλες.

Πως όχι; Ποιο άλλο μάθημα λοιπόν λείπει ακόμα, εκτός από τη μουσική, τη γυμναστική και τις τέχνες;

Έλα λοιπόν, είπα εγώ, αν δεν έχουμε να πάρουμε τίποτα παραπέρα εκτός από αυτά, ας πάρουμε κάποια μαθήματα από τις επιστήμες που αναφέρονται σε όλα.

Ποιο;

Κάτι σαν αυτό το κοινό, το οποίο χρησιμοποιούν όλες οι τέχνες, οι θεωρίες και οι επιστήμες, και που είναι ανάγκη να μαθαίνει ο καθένας στην αρχή.

Ποιο είναι αυτό; ρώτησε.

Τούτο το μηδαμινό, είπα, που μας μαθαίνει να διακρίνουμε το ένα και το δύο και το τρία. Και τ' ονομάζω με ένα γενικό όνομα αριθμητική και λογιστική. Ή μήπως αυτό έτσι δεν συμβαίνει σε σχέση με αυτά, καθώς κάθε επιστήμη και τέχνη αναγκαστικά γίνεται μέτοχός τους;

Και πολύ μάλιστα, είπε.

Και η πολεμική λοιπόν; είπα εγώ.

Αναγκαστικά και αυτή, είπε.

Στ' αλήθεια εντελώς γελοίο, είπα, μας παρουσιάζει κάθε φορά μέσα στις τραγωδίες ο Παλαμήδης τον στρατηγό Αγαμέμνωνα. Ή δεν αντιλήφθηκες πως ισχυρίζεται ότι, αφού βρήκε τον αριθμό, καθόρισε τη θέση του στρατοπέδου στην Τροία και μέτρησε τα πλοία και όλα τα υπόλοιπα, σαν να μην είχαν μετρηθεί και σαν να μην είχε ιδέα ο Αγαμέμνονας ούτε πόσα πόδια είχε, καθώς φαίνεται, αφού δεν γνώριζε να μετράει; Και τι είδους στρατηγός λοιπόν νομίζεις πως είναι;

Κάπως παράδοξος κατά τη γνώμη μου, αν ήταν αλήθεια αυτό, είπε.

Λοιπόν, δεν θα ορίσουμε κάποιο άλλο μάθημα που να είναι απαραίτητο για τον πολεμικό άνθρωπο για να μπορέσει να λογαριάζει και να μετράει;

Περισσότερο απ'όλα βέβαια, είπε, αν σκοπεύει τουλάχιστον να κατέχει τις παρατάξεις κι ακόμα περισσότερο να είναι πραγματικά άνθρωπος.

Έχεις λοιπόν, είπα, την ίδια αντίληψη για το μάθημα που κι εγώ έχω;

Ποια αντίληψη;

Κατά πάσα πιθανότητα, είναι από αυτά που ζητούμε κι από τη φύση τους οδηγούν στη νόηση, μα κανείς δεν το χρησιμοποιεί σωστά, αν και έχει πράγματι εξαιρετική ελκτική δύναμη προς την ουσία.

Πως το εννοείς αυτό; είπε.

Θα προσπαθήσω, είπα εγώ, να φανερώσω την άποψή μου. Αυτά λοιπόν που από μόνος μου ξεχωρίζω, που μπορούν να μας οδηγήσουν εκεί που λέγαμε ή όχι, παρατήρησέ τα κι εσύ μαζί σαν θεατής, συμφωνώντας ή διαφωνώντας για να διακρίνουμε κι αυτό σαφέστερα, αν είναι όπως το φαντάζομαι.

Δείξε μου, είπε.

Σου δείχνω λοιπόν, αν βλέπεις καλά, πως μερικά από τα πράγματα που αγγίζουν τις αισθήσεις μας, δεν χρειάζεται να εκλιπαρήσουν τη νόηση για να τα εξετάσει, μια και μπορούν να κριθούν ικανοποιητικά από τις αισθήσεις, κι άλλα την προτρέπουν σε μεγάλο βαθμό να τα εξετάσει, καθώς η αίσθηση δεν κάνει τίποτα σωστό.

Είναι φανερό, είπε, πως εννοείς αυτά που φαίνονται από μακριά και τα σχεδιαγράμματα.

Δεν πέτυχες και τόσο, αυτό που εννοώ, είπα εγώ.

Ποια λοιπόν εννοείς; είπε.

Αυτά που δεν ενεργοποιούν τη νόηση, είπα εγώ, είναι όσα δεν δημιουργούν συνάμα την αντίθετη αίσθηση. Αυτά όμως που καταλήγουν να το κάνουν αυτό, νομίζω πως προκαλούν την επέμβαση της νόησης, επειδή η αίσθηση δεν φανερώνει αν κάτι είναι αυτό που φαίνεται ή το αντίθετό του, είτε τ' αγγίζει από κοντά είτε από μακριά. Αυτά που λέω θα τα κατανοήσεις καλύτερα με το εξής. Λέμε πως αυτά είναι τρία δάχτυλα, το μικρό, το δεύτερο και το μεσαίο.

Ασφαλώς, είπε.

Βάλε στο μυαλό σου πως μιλάω για δάχτυλα που βλέπουμε από κοντά. Αλλά σχετικά με αυτά, πρόσεξε και τούτο εδώ.

Ποιο;

Το καθένα από αυτά φαίνεται με τον ίδιο τρόπο δάχτυλο, και από αυτή την άποψη δεν διαφέρει καθόλου, είτε το βλέπουμε στη μέση είτε στην άκρη, είτε αν είναι λευκό είτε μαύρο, είτε παχύ είτε λεπτό, και κάθε άλλο που είναι τέτοιο. Σ' όλες αυτές τις περιπτώσεις, λοιπόν, η ψυχή των πολλών δεν αναγκάζεται να ρωτήσει τη νόηση, τι τέλος πάντων είναι το δάκτυλο. Γιατί σε καμία περίπτωση η ίδια η όραση δεν της έδειξε πως το δάχτυλο είναι συνάμα και το αντίθετο από το δάχτυλο.

Όχι βέβαια, είπε.

Δηλαδή, είπα εγώ, είναι φυσικό σε μια τέτοια περίπτωση αυτό να μην είναι ούτε προτρεπτικό ούτε διεγερτικό της νόησης.

Φυσικά.

Τι λες όμως; Το μέγεθός τους και τη μικρότητά τους δεν τα βλέπει ικανοποιητικά άραγε η όραση, και δεν την ενδιαφέρει καθόλου αν κάποιο από αυτά βρίσκεται στη μέση ή στην άκρη; Και κατά τον ίδιο τρόπο και η αφή για το πάχος ή τη λεπτότητα, τη μαλακότητα και τη σκληρότητα; Και οι άλλες αισθήσεις, δεν φανερώνουν άραγε ανεπαρκώς τα αντίστοιχα; Ή καθεμιά από αυτές ενεργεί κατ' αυτό τον τρόπο. Πρώτα και κύρια η αίσθηση που έχει ταχθεί για την αντίληψη του σκληρού έχει ταχθεί αναγκαστικά και για την αντίληψη του μαλακού και στέλνει τα μηνύματα στην ψυχή, πως το ίδιο πράγμα το αισθάνεται και σκληρό και μαλακό;

Έτσι, είπε.

Δεν θα είναι λοιπόν αναγκαίο, είπα εγώ, στις παρόμοιες περιπτώσεις ακόμα κι η ψυχή ν' απορεί, τι τάχα είναι αυτό που της δηλώνει ως σκληρό η αίσθηση, αφού το ίδιο το λέει και μαλακό, και τι είναι το ελαφρύ και το βαρύ, καθώς η αίσθηση και το βαρύ της το δηλώνει σαν ελαφρύ και το ελαφρύ σαν βαρύ;

Είναι φυσικό, είπε, αυτές τουλάχιστον οι αναφορές των αισθήσεων να φαίνονται παράξενες στην ψυχή, και είναι αναγκαίο να εξεταστούν.

Εύλογα επομένως, είπα εγώ, σε τέτοιες περιπτώσεις, η ψυχή καλεί πρώτα τον λογισμό και τη νόηση προσπαθώντας να εξακριβώσει, αν το καθένα από τα μηνύματα είναι ένα ή δύο.

Πως όχι;

Αν λοιπον αποδειχτεί πως είναι δύο, το καθένα τους θα είναι ένα και διαφορετικό;

Ναι.

Αν συνεπώς είναι διαφορετικά, και είναι δύο, αυτά τα δύο θα καταλάβει. Δεν θα τα καταλάβαινε σαν δύο αλλά σαν ένα αν ήταν αχώριστα, αν δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει.

Σωστά.

Και η όραση όμως, λέμε, δεν το έβλεπε μεγάλο και μικρό όχι χωριστό όμως, αλλά κάπως συγκεχυμένο. Ή όχι;

Ναι.

Για να το ξεκαθαρίσει λοιπόν αυτό το ανακάτωμα, η νόηση αναγκάστηκε να δει το μεγάλο και το μικρό όχι ανακατωμένα αλλά χωρισμένα, αντίθετα από την όραση.

Σωστά.

Λοιπόν, κάπου εδώ δεν μας περνάει από το νου η ιδέα να ρωτήσουμε τι τέλος πάντων είναι το μεγάλο και παράλληλα τι είναι το μικρό;

Βεβαιότατα.

Και έτσι λοιπόν ονομάσαμε το ένα νοητό και το άλλο ορατό.

Πολύ σωστά, είπε.

Αυτά λοιπόν επιχείρησα και προηγουμένως να σου πω, πως άλλα χρειάζονται τη διάνοια, ενώ άλλα όχι, και αυτά που προσλαμβάνει η αισθητηριακή αντίληψη μαζί με τ' αντίθετά τους τα προσδιόρισα ως εγερτικά της νόησης, όσα όμως όχι τα προσδιόρισα ως μη εγερτικά της.

Καταλαβαίνω τώρα πια λοιπόν, είπε, και έχω την ίδια γνώμη.

Τι λες λοιπόν; Ο αριθμός και το ένα σε ποια κατηγορία σου φαίνεται ν' ανήκουν;

Δεν το ξέρω καλά, είπε.

Συμπέρανε όμως από αυτά που είπαμε πρωτύτερα, είπα. Γιατί αν το ένα καθαυτό γίνεται ορατό ή το αντιλαμβανόμαστε με μια άλλη αίσθηση, δεν θα μπορέσει να μας έλξει προς την ουσία, όπως ακριβώς λέγαμε στην περίπτωση του δαχτύλου. Αν όμως μαζί με αυτό γίνεται ορατό και το αντίθετό του, ώστε να μην φαίνεται περισσότερο πως είναι ένα ή και το αντίθετό του, τότε θα υπήρχε ανάγκη κάποιου κριτή, και η ψυχή θ' αναγκαζόταν να βρίσκεται σε απορία και σε αναζήτηση, κινώντας μέσα της τη διανοητική της δύναμη, και να καταλήξει στο ερώτημα, τι πράγμα είναι αυτό το ένα, και έτσι η μάθηση η σχετική με το ένα θα ανήκει σε αυτά που έλκουν και μεταστρέφουν την ψυχή προς τη θέαση του όντος.

Αλλά όμως, είπε, αυτό συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό, με την όραση ενός πράγματος. Γιατί το ίδιο πράγμα το βλέπουμε ως ένα και συνάμα ως πολλά κατά τον αριθμό.

Αφού λοιπόν αυτό γίνεται με το ένα, είπα εγώ, και κάθε άλλος αριθμός δεν θα έχει πάθει το ίδιο με αυτό;

Πως όχι;

Η λογιστική και η αριθμητική όμως ασχολείται ολόκληρη με τον αριθμό.

Κατ' εξοχήν.

Αυτά όμως τα μαθήματα φαίνεται πως οδηγούν στην αλήθεια.

Σε μεγάλο βαθμό μάλιστα.

Επομένως, καθώς φαίνεται, θα είναι από τα μαθήματα που επιζητούμε. Γιατί ο πολεμικός άνθρωπος έχει ανάγκη να μάθει όλ' αυτά σε σχέση με τις παρεξηγήσεις και ο φιλόσοφος με τη σειρά του για ν' αγγίξει την ουσία, ξεφεύγοντας από τον κόσμο της γένεσης, διαφορετικά δεν θα μπορέσει να γίνει ποτέ λογιστικός.

Έτσι είναι αυτά, είπε.

Αλλά και ο δικός μας φύλακας τυχαίνει να είναι και πολεμιστής και φιλόσοφος.

Γιατί όχι;

Θα έπρεπε λοιπόν αυτό το μάθημα, Γλαύκωνα να είχε καθιερωθεί με νόμο και να πείθουμε αυτούς που σκοπεύουν ν' αναλάβουν τα ανώτερα αξιώματα μέσα στην πόλη, ν' ασχοληθούν με τη λογιστική και να την μελετήσουν, όχι επιπόλαια, αλλά μέχρι να φτάσουν στη θέαση της φύσης των αριθμών με την ίδια τη νόηση, όχι για να τη χρησιμοποιούν όπως οι έμποροι ή οι κάπηλοι στις αγορές ή στις πωλήσεις τους, αλλά για να την εφαρμόσουν στον πόλεμο και στη διευκόλυνση της μεταστροφής της ψυχής από τη γένεση προς την αλήθεια και την ουσία.

Πολύ ωραία τα λες, είπε.

Και βέβαια, είπα εγώ, τα λέω τώρα και κατανοώ, αυτό που ειπώθηκε για το μάθημα της λογιστικής πως είναι ωραίο και σε πολλές περιπτώσεις χρήσιμο σε μας για εκείνο που θέλουμε, αν ασχολείται κανείς μ' αυτό για χάρη της γνώσης και όχι της εμπορίας.

Πως όμως; είπε.

Με αυτό βέβαια, που τώρα δα λέγαμε, πως σηκώνει την ψυχή σε μεγάλα ύψη και την αναγκάζει να συνδιαλέγεται με τους ίδιους τους αριθμούς, και σε καμία περίπτωση να μην συμφωνήσει, αν κάποιος που συνδιαλέγεται μαζί της της προτείνει αριθμούς που έχουν σώματα αισθητά με την όραση και την αφή. Γιατί ξέρεις κάπως καλά τους δύο τόσο ικανούς σε αυτά πως, αν κάποιος επιχειρήσει να διαιρέσει αυτό το ένα με τη σκέψη, τον περιπαίζουν και δεν αποδέχονται τα επιχειρήματά του, αλλά αν εσύ το διαιρείς, εκείνοι θα το πολλαπλασιάζουν, από φόβο μην τυχόν φανεί ποτέ το ένα όχι σαν ένα αλλά πολλά μόρια.

Πολύ αληθινά αυτά που λες, είπε.

Τι λοιπόν νομίζεις Γλαύκωνα, πως θ' αποκρίνονταν οι ίδιοι, αν κάποιος τους ρωτούσε: "Μα αξιοθαύμαστοι, για ποιους αριθμούς συζητάτε, μέσα στους οποίους το ένα είναι το ένα όπως εσείς έχετε την αξίωση να είναι, ίσο το καθένα τους με κάθε άλλο και στο παραμικρό διαφορετικό, χωρίς να έχει μέσα του κανένα μόριο;" τι λοιπόν νομίζεις πως θα σου απαντούσαν;

Νομίζω αυτό, πως συζητούν για εκείνους τους αριθμούς που μόνο με τη νόηση μπορεί ν' αντιληφθεί κανείς, αλλά με κανέναν άλλον τρόπο δεν μπορούν να τους μεταχειριστούν.

Βλέπεις λοιπόν, φίλε μου, είπα εγώ, ότι στην πραγματικότητα, πιθανώς να μας είναι αναγκαίο αυτό το μάθημα, επειδή φαίνεται πως εξαναγκάζει την ψυχή να μεταχειρίζεται την ίδια τη νόηση και με βάση αυτή, να βρίσκει την αλήθεια;

Πράγματι, είπε, αυτό το κάνει σε μεγάλο βαθμό.

Τότε; Παρατήρησες τώρα πια και τούτο, πως αυτοί που είναι λογιστικοί από τη φύση τους, σε όλα τα μαθήματα, μπορούμε να πούμε, δείχνουν μια φυσική οξύνοια, ενώ όσοι είναι αργόστροφοι, αν εκπαιδευτούν κι εξασκηθούν σ' αυτό το μάθημα, ακόμα κι αν σε τίποτε άλλο δεν ωφεληθούν, τουλάχιστον γίνονται πιο έξυπνοι σε σχέση με τις προηγούμενες επιδόσεις τους;

Έτσι είναι, είπε.

Και όμως, έχω τη γνώμη πως δεν θα είναι εύκολο να βρεις πολλά άλλα μαθήματα που να προκαλούν τόσο μεγάλο κόπο σ' αυτόν που τα μαθαίνει και τα μελετάει, όπως αυτό.

Όχι βέβαια.

Για όλους αυτούς τους λόγους, λοιπόν, δεν θα πρέπει να παραμελήσουμε το μάθημα αυτό, αλλά αυτοί που είναι τέλειοι ως προς τη φύση πρέπει να εκπαιδεύονται σε τούτο.

Συμφωνώ, είπε αυτός.

Αυτό λοιπόν το ένα ας το διαφυλάξουμε. Κι ας εξετάσουμε αν το δεύτερο που έχει κάποια σχέση με αυτό μας ταιριάζει.

Ποιο; Μήπως εννοείς τη γεωμετρία; είπε.

Ακριβώς αυτό το μάθημα, είπα εγώ.

Όσο μέρος του λοιπόν σχετίζεται με τα πολεμικά, είναι φανερό πως είναι το κατάλληλο. Γιατί και για τις στρατοπεδεύσεις και για τις καταλήψεις τόπων και τις συμπτύξεις και τις αναπτύξεις του στρατού και για όλα όσα έχουν σχέση με τις κινήσεις των στρατευμάτων και στις μάχες και στις πορείες, ο ίδιος ο άνθρωπος θα διαφέρει από τον εαυτό του αν ξέρει γεωμετρία και αν δεν ξέρει.

Μα βέβαια, είπα, όσο γι' αυτά θα ήταν αρκετό και κάποιο μικρό μέρος από τη γεωμετρία κι ένα ελάχιστο λογιστικής. Αυτό όμως πρέπει να εξετάσουμε, αν το μεγαλύτερο και πιο προχωρημένο μέρος της κατευθύνεται κάπως προς εκείνο, για να μας κάνει ν' ατενίσουμε ευκολότερα την ιδέα του αγαθού. Ισχυριστήκαμε πως τείνουν προς αυτό το σημείο όλα όσα αναγκάζουν την ψυχή να μεταστραφεί προς εκεί που βρίσκεται το ευδαιμονέστερο μέρος του όντος, που αυτή πρέπει να δει με κάθε τρόπο.

Σωστά μιλάς, είπε.

Αν αναγκάζει την ψυχή να δει την ουσία, μας ταιριάζει. Αν όμως βλέπει τον κόσμο της γένεσης, δεν μας ταιριάζει.

Το παραδεχόμαστε βέβαια αυτό.

Αυτό όμως δεν θα μας το αμφισβητήσουν, είπα εγώ, όσοι έχουν και κάποια στοιχειώδη εμπειρία της γεωμετρίας, πως δηλαδή η επιστήμη αυτή βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τα λόγια που ξεστομίζουν γι' αυτή όσοι ασχολούνται κατ' επάγγελμα μαζί της.

Πως; είπε.

Μιλάνε βέβαια πολύ γελοία και χωρίς ελευθερία. Γιατί σαν να εκτελούν πράξεις και πάντοτε εξαιτίας του έργου τους κάνουν χρήση των λέξεων, και λένε τετραγωνίζω, εφαρμόζω και προσθέτω και πάντα με αυτό τον τρόπο εκφράζονται, ενώ συμβαίνει ολόκληρο το μάθημα να φροντίζει για τη γνώση.

Βεβαιότατα, είπε.

Δεν πρέπει να συμφωνήσουμε λοιπόν και σ' αυτό ακόμα;

Ποιο;

Πως ασχολία του είναι η γνώση του αιωνίου όντος και όχι αυτού που κάποτε γεννιέται και χάνεται.

Εύκολα το παραδεχόμαστε, είπε. Γιατί πράγματι η γεωμετρία είναι η γνώση του αιωνίου όντος.

Επομένως, άριστε, θα έλκει την ψυχή προς την αλήθεια και θα καταπιάνεται με τη διάνοια του φιλοσόφου για να στρέψει τα μάτια του προς τα πάνω, που τώρα είναι στραμμένα προς τα κάτω, ενώ δεν πρέπει.

Όσο γίνεται πιο πολύ, είπε.

Ώστε, όσο γίνεται περισσότερο, είπα εγώ, πρέπει να υποχρεώνουμε τους πολίτες της καλής μας πόλης να μην απομακρύνονται με κανένα τρόπο από τη σπουδή της γεωμετρίας. Καθώς και τα δευτερεύοντα αποτελέσματά της δεν είναι ευκαταφρόνητα.

Ποια δηλαδή;

Αυτά που ανέφερες κι εσύ, είπα εγώ, για τις επιστήμες τις σχετικές με τον πόλεμο. Και για όσες έχουν σχέση με όλα τα μαθήματα, ώστε να μπορούν να γίνονται αντιληπτά καλύτερα, γνωρίζουμε ότι θα παρουσιάσει βέβαια μεγάλη διαφορά συνολικά, αυτός που θ' ασχοληθεί με τη γεωμετρία, από αυτόν που δεν θα ασχοληθεί.

Στο σύνολο πραγματικά, μα τον Δία, είπε.

Επομένως θα ορίσουμε αυτό ως δεύτερο μάθημα για τους νέους;

Θα το ορίσουμε, είπε.

Τι λες; Τρίτο να βάλουμε την αστρονομία; Ή δεν έχεις αυτή τη γνώμη;

Κατά την άποψή μου, ναι, είπε. Γιατί το να έχει κανείς οξύτερες αισθήσεις για τον καθορισμό των εποχών και των μηνών και των χρόνων, αποδεικνύεται χρήσιμο όχι μόνο στη γεωργία και στη ναυτιλία, αλλά και στη στρατηγία εξίσου.

Καλός είσαι, είπα εγώ, που φοβάσαι τους πολλούς, μήπως θεωρηθείς πως εισάγεις άχρηστα μαθήματα. Πράγμα που δεν είναι ευτελές, αλλά δύσκολο να το πιστέψει κανείς, ότι δηλαδή ανάμεσα σ' αυτά τα μαθήματα, κάποιο όργανο της ψυχής του καθενός εξαγνίζεται και αναζωογονείται, ενώ καταστρεφόταν και τυφλωνόταν από τις άλλες ασχολίες, παρ' όλο που είναι καλύτερο να σωθεί αυτό παρά αναρίθμητα μάτια. Γιατί μόνο σε αυτό μπορεί κανείς να δει την αλήθεια. Σε όσους λοιπόν έχουν την ίδια γνώμη με σένα θα φανείς πως μιλάς υπέρμετρα σωστά, όσοι όμως δεν αντιλήφθηκαν τίποτα από αυτό είναι της γνώμης φυσικά πως δεν λες τίποτα. Γιατί δεν βλέπουν από τούτα κανένα άλλο αξιόλογο ωφέλημα. Εξέτασε λοιπόν τώρα για ποιους από τους δύο κάνεις λόγο. Ή μήπως για κανέναν από τους δύο, αλλά κάνεις τους συλλογισμούς μόνο για τον εαυτό σου κυρίως, χωρίς όμως να φθονεί και κανέναν άλλο, αν κάποιος μπορέσει να ωφεληθεί κάτι απ' αυτά τα μαθήματα.

Έτσι προτιμώ, για χάρη του εαυτού μου περισσότερο και να μιλάω και να ρωτάω και ν' αποκρίνομαι, είπε.

Ξαναγύρισε, είπα εγώ, προς τα πίσω, γιατί τώρα δα δεν καθορίσαμε σωστά αυτό που έπεται της γεωμετρίας.

Πως το καθορίσαμε; είπε.

Μετά από το επίπεδο, είπα εγώ, πήραμε το στερεό που βρισκόταν ήδη σε κυκλική τροχιά, προτού να το εξετάσουμε καθαυτό. Γιατί το σωστό έτσι είναι. Μετά τη δεύτερη διάσταση να εξετάσουμε την τρίτη. Κάτι τέτοιο συμβαίνει και στους κύβους και σε ό,τι διαθέτει βάθος.

Έτσι συμβαίνει πράγματι, είπε. Αλλά αυτά όμως, Σωκράτη, μου φαίνεται πως δεν έχουν ακόμα ανακαλυφτεί.

Δύο είναι οι αιτίες γι' αυτό, είπα εγώ. Ότι καμία πόλη δεν τα έχει αυτά σε εκτίμηση, και άτονα κάνει τις αναζητήσεις της, παρ' ότι είναι πράγματα δύσκολα να βρεθούν. Και επίσης γιατί οι ερευνητές χρειάζονται κάποιον οδηγό, χωρίς τον οποίο δεν μπορούν να βρουν τίποτα. Για να βρεθεί όμως ατός πρώτα είναι δύσκολο, και αν το καταφέρουν στη συνέχεια, όπως συμβαίνει σήμερα, δεν θα τον υπάκουαν οι υπερφίαλοι ερευνητές αυτών των ζητημάτων. Αν όμως ολόκληρη η πόλη συνεπέβλεπε και έδειχνε την εκτίμησή της σ' αυτά, κι αυτοί θα υπάκουαν και διαρκώς εναργέστερα θα καταφαίνονταν σε τι κατάσταση βρίσκονται τα πράγματα που αναζητούν. Αφού και τώρα είναι καταφρονημένα και ακρωτηριασμένα από τους περισσότερους και οι ερευνητές δεν μπορούν να κάνουν λόγο σχετικά με τη χρησιμότητά τους, παρ' όλα αυτά όμως, αναγκαστικά προοδεύουν εξαιτίας της χάρης που διαθέτουν, και δεν είναι καθόλου παράδοξο ν' ανακαλυφθούν.

Και βέβαια, είπε, γιατί έχουν ιδιαίτερη θελκτικότητα. Αλλά ξεκαθάρισέ μου αυτά που έλεγες τώρα δα. Το μάθημα που ασχολείται γενικά με το επίπεδο το όρισες ως γεωμετρία.

Ναι, είπα εγώ.

Μετά από αυτή είπε, αρχικά όρισες την αστρονομία, στη συνέχεια όμως υπαναχώρησες.

Γιατί από τη βιασύνη μου να τα εξετάσω όλα γρήγορα, αργοπορώ περισσότερο, είπα. Γιατί μετά υπάρχει η μέθοδος που ασχολείται με τη διάσταση του βάθους, επειδή όμως στη διάρκεια της έρευνας κατέληξα σε γελοία πορίσματα την αντιπαρήλθα και τοποθέτησα μετά από τη γεωμετρία την αστρονομία, ενώ αυτή ασχολείται με την κίνηση των στερεών.

Σωστά μιλάς, είπε.

Τέταρτο λοιπόν ας ορίσουμε το μάθημα της αστρονομίας, σαν να υπάρχει η επιστήμη που τώρα παραλείψαμε, αν η πόλη προνοήσει γι' αυτή.

Είναι φυσικό, είπε αυτός. Και γι' αυτό που τώρα δα με επιτίμησες, Σωκράτη, επειδή επαίνεσα την αστρονομία με άσχημο τρόπο, τώρα την επαινώ με τον δικό μου τρόπο. Γιατί μου φαίνεται πως σε κάθε άνθρωπο είναι φανερό ότι αυτή βέβαια αναγκάζει την ψυχή να βλέπει προς τα πάνω και οδηγεί από τα εδώ πράγματα στα εκεί.

Ίσως, είπα εγώ, είναι φανερό σε όλους, εκτός από μένα. Γιατί εμένα δεν μου φαίνεται έτσι.

Αλλά πως; είπε.

Όπως τη μεταχειρίζονται τώρα όσοι τη σχετίζουν με τη φιλοσοφία, την κάνουν να βλέπει υπερβολικά προς τα κάτω.

Τι εννοείς;

Μου φαίνεσαι, είπα εγώ, πως την επιστήμη που ασχολείται με τα ουράνια σώματα την αντιλαμβάνεσαι όχι δειλά μέσα σου ως προς το τι είναι αυτή. Γιατί εσύ, ακόμα κι αν κάποιος σηκώσει το κεφάλι του και κοιτάζει τα στολίσματα της οροφής παρατηρώντας προσεκτικά κάτι, φτάνεις στο σημείο να θεωρείς πως αυτός παρατηρεί με τη νόηση και όχι με τα μάτια. Ίσως όμως να τα σκέφτεσαι εσύ με σωστό τρόπο κι εγώ με ανόητο. Γιατί εγώ με τη σειρά μου, δεν μπορώ να θεωρήσω πως κάποιο άλλο μάθημα κάνει την ψυχή να βλέπει προς τα πάνω, και όχι εκείνο που αναφέρεται στο ον και στο αόρατο. Αν όμως κάποιος που με ανοιχτό το στόμα κοιτάζει προς τα πάνω ή με κλειστό προς τα κάτω, επιχειρεί να μάθει κάτι από τα αισθητά πράγματα, λέω πως δεν θα μάθει ποτέ του τίποτα - γιατί κανένα από αυτά τα αισθητά δεν εμπεριέχει επιστήμη - και όχι πάνω αλλά κάτω θα βλέπει η ψυχή του, ακόμα κι αν μαθαίνει να κολυμπάει σε ύπτια στάση στη γη ή στη θάλασσα.

Δικαιολογημένα τιμωρήθηκα, είπε. Και πολύ σωστά βέβαια μ' επέπληξες. Αλλά με ποιο τρόπο έλεγες πως πρέπει να διδάσκεται η αστρονομία, διαφορετικά από τους τρόπους που τώρα τη διδάσκουν, αν η μάθησή της πρόκειται να μας ωφελήσει σε σχέση με αυτά που λέγαμε;

Με αυτόν εδώ, είπα εγώ. Αυτά λοιπόν τα στολίδια του ουρανού, καθώς είναι στολίδια μέσα στον ορατό κόσμο, πρέπει να τα θεωρούμε ως τα ομορφότερα και τα ακριβέστερα απ' όλα τα ορατά, αλλά πολύ κατώτερα από τ' αληθινά, δηλαδή τις κινήσεις που δημιουργούν η πραγματική ταχύτητα και η πραγματική βραδύτητα, βασισμένες στον αληθινό αριθμό και σε όλα τα αληθινά σχήματα ως προς τη μεταξύ τους σχέση και την κίνηση που μεταδίδουν σε όσα βρίσκονται στον χώρο τους, αυτά, δηλαδή, που μόνο με το λογισμό και τη διάνοια μπορεί κανείς να τ' αντιληφθεί, και όχι με την όραση. Ή δεν συμφωνείς;

Σε καμία περίπτωση βέβαια, είπε.

Πρέπει λοιπόν, είπα, όλα αυτά τα στολίδια που υπάρχουν στον ουρανό, να τα χρησιμοποιούμε ως παραδείγματα για χάρη της μάθησης σε σχέση με εκείνα, τα νοητά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως αν κάποιος τύχει ν' απαντήσει αυτά τα σχέδια που είναι φτιαγμένα κι επιμελημένα εξαιρετικά από τον Δαίδαλο ή από κάποιον άλλο τεχνίτη ή ζωγράφο. Γιατί κάποιος που είναι έμπειρος στη γεωμετρία, αν τα έβλεπε, παρ' ότι θα ήταν άρτια επεξεργασμένα, θα νόμιζε πως είναι γελοίο να τα εξετάσει με σοβαρότητα, γιατί τάχα θα μπορούσε ν' αντλήσει από αυτά την αλήθεια για τα ίσα ή για τα διπλάσια ή για οποιαδήποτε άλλη συμμετρία.

Μα πώς να μην το λογαριάζει για γελοίο; είπε.

Λοιπόν, είπα εγώ, αυτός που είναι αληθινός αστρονόμος δεν νομίζεις πως θα πάθαινε το ίδιο αν παρατηρούσε τις κινήσεις των άστρων; Θα θεωρήσει ως ο ίδιος ο ουρανός και όσα υπάρχουν σ' αυτόν έχουν φτιαχτεί από τον δημιουργό τους με τον καλύτερο τρόπο που θα μπορούσαν να τακτοποιηθούν τέτοια δημιουργήματα. Δεν νομίζεις όμως νομίζεις όμως πως θα θεωρήσει παράλογο να πιστεύει κάποιος πως η συμμετρία της νύχτας προς την ημέρα, των δύο αυτών προς τον μήνα, και του μήνα προς τον χρόνο και των άλλων άστρων προς αυτά τα προηγούμενα και μεταξύ τους, είναι πάντα ίδιες και τίποτα καθόλου δεν αλλάζει, παρ' όλο που έχουν σωματική υπόσταση και είναι ορατά, και να επιζητεί με κάθε τρόπο ν' αντλήσει την αλήθεια από αυτά;

Τώρα που σε ακούω, είπε, κι εγώ το ίδιο νομίζω.

Με βάση τα προβλήματα, επομένως, θα σπουδάζουμε την αστρονομία, όπως ακριβώς τη γεωμετρία, και θ' αφήσουμε τα ουράνια φαινόμενα, αν εννοούμε πραγματικά με τη μελέτη της αστρονομίας να μεταβάλλουμε το από τη φύση του φρόνιμο τμήμα της ψυχής σε χρήσιμο, από άχρηστο που ήταν.

Το έργο της αστρονομίας, είπε, το καθορίζεις πολλαπλάσιο απ' όσο γίνεται τώρα.

Νομίζω όμως, είπα, πως κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει να ορίσουμε και τ' άλλα μαθήματα, αν εμείς ως νομοθέτες έχουμε καθόλου αξία. Μήπως όμως μπορείς να υπενθυμίσεις κάποιο άλλο από τα μαθήματα που είναι κατάλληλο;

Αυτή τη στιγμή, είπε, δεν μπορώ.

Κι όμως όχι ένα, αλλά πολύ περισσότερα είδη μαθημάτων μας παρουσιάζει η κίνηση, κατά τη γνώμη μου. Ίσως ένας που είναι σοφός να μπορούσε ν' αναφέρει τα πάντα, αυτά όμως που είναι ολοφάνερα και σε μας είναι δύο.

Ποια δηλαδή;

Εκτός από αυτή την αστρονομία, είπα εγώ, και το αντίστροφό της.

Ποιο;

Κατά πάσα πιθανότητα, είπα, όπως τα μάτια έχουν πλαστεί για την αστρονομία, έτσι και για την αρμονική κίνηση τ' αυτιά, και αυτές οι επιστήμες είναι κάπως σαν αδελφές μεταξύ τους, όπως ισχυρίζονται και οι Πυθαγόρειοι και εμείς συμφωνούμε, Γλαύκωνα - ή κάνουμε κάτι άλλο;

Έτσι, είπε.

Λοιπόν, είπα εγώ, επειδή η δουλειά είναι πολλή, θ' αποτανθούμε σε κείνους για να μάθουμε τι λένε σχετικά με αυτά ή κάτι άλλο επιπλέον. Κι εμείς, παρ' όλα αυτά, θα διατηρήσουμε τη δική μας γνώμη.

Ποια;

Μην τυχόν ποτέ αυτοί που θ' αναθρέψουμε επιχειρήσουν να μάθουν από αυτά κάτι που δεν είναι τέλειο, και δεν φτάνει πάντοτε ως εκεί που όλα πρέπει να φτάνουν, όπως λέγαμε πρωτύτερα για την αστρονομία. Ή δεν ξέρεις πως κάτι τέτοιο κάνουν για την αρμονία; Γιατί αφού ακούνε συνέχεια τις συμφωνίες και τους φθόγγους, μετρώντας τα, ματαιοπονούν, όπως οι αστρονόμοι.

Μα τους θεούς, είπε, καταντούν και γελοίοι, γιατί μιλάνε για κάτι πυκνώματα και τεντώνουν τ' αυτιά όπως όταν αγωνίζονται να πιάσουν τα λόγια των γειτόνων τους. Μερικοί από αυτούς ισχυρίζονται ακόμα πως διακρίνουν και κάποιο ενδιάμεσο τόνο και πως είναι αυτό το πιο μικρό διάστημα, με βάση το οποίο πρέπει να γίνεται η μέτρηση, άλλοι όμως φέρνουν αντίρρηση πως είναι όμοιοι οι τόνοι, κι έτσι και οι δύο βάζουν μπροστά τ' αυτιά από το νου.

Εσύ, είπα εγώ, εννοείς τους καλούς μουσικούς που ασχολούνται συνεχώς με τις χορδές τους και τις καταπονούν και τις στρεβλώνουν πάνω στα κλειδιά για να μην γίνει η περιγραφή ακόμα μεγαλύτερη σχετικά με τα χτυπήματα που κάνουν με το πλήκτρο και τις κατηγορίες που λένε σχετικά με το πείσμα και την άρνηση των χορδών, σταματώ εδώ την εικόνα και λέω πως δεν εννοώ αυτούς τους μουσικούς, αλλά εκείνους που αναφέραμε τώρα δα πως θα τους ρωτήσουμε για την αρμονία. Γιατί και αυτοί κάνουν το ίδιο με εκείνους που ασχολούνται με την αστρονομία. Αναζητούν δηλαδή τους αριθμούς που υπάρχουν μέσα σ' αυτές τις συμφωνίες που ακούγονται, αλλά δεν φτάνουν σε προβλήματα για να εξετάσουν καλά ποιοι αριθμοί είναι αρμονικοί και ποιοι όχι και για ποιο λόγο ο καθένας τους.

Θαυμάσιο στ' αλήθεια το πράγμα που λες, είπε.

Και χρήσιμο βεβαίως, είπα εγώ, για την αναζήτηση του καλού και του αγαθού, αν όμως το επιζητούμε συνεχώς για διαφορετικό σκοπό, άχρηστο.

Είναι φυσικό, είπε.

Κατά τη γνώμη μου βέβαια, είπα εγώ, και η σπουδή όλων αυτών που εξετάσαμε λεπτομερώς, αν κατορθώσει να φτάσει στη σχέση και στη συγγένεια που έχουν μεταξύ τους, και αν συνειδητοποιήσει αυτά κατά το ότι είναι μεταξύ τους οικεία, μας οδηγεί σε κάτι από αυτά που θέλαμε να μελετήσουμε, και έτσι δεν κοπιάζουμε ανώφελα, ενώ στην αντίθετη περίπτωση ματαιοπονούμε.

Και εγώ, είπε, έτσι προαισθάνομαι. Όμως, Σωκράτη, είναι υπερβολικά μεγάλη η δουλειά που λες.

Κι εγώ είπα: Για το προοίμιο μιλάς ή για κάποιο άλλο; Ή μήπως δεν ξέρουμε πως όλα αυτά είναι προοίμια αυτής της μουσικής σύνθεσης που πρέπει να μάθουμε; Γιατί ασφαλώς δεν σου περνάει από τον νου πως όσοι είναι ικανοί σ' αυτές τις επιστήμες είναι διαλεκτικοί.

Όχι μα τον Δία, είπε, αν και δεν ήταν και τόσο πολλοί αυτοί που εγώ έχω συναντήσει.

Αλλά όμως, είπα, αυτοί που δεν είναι σε θέση να δώσουν και ν΄αποδεχτούν επιχειρήματα, μήπως είναι ικανοί να μάθουν ποτέ κάτι από αυτά που λέμε πως πρέπει να γνωρίζει κανείς;

Ούτε κι αυτό πάλι το νομίζω, είπε.

Λοιπόν, Γλαύκωνα, είπα, αυτή είναι όλη κι όλη η μουσική σύνθεση που καταφέρνει να ολοκληρώνει η διαλεκτική; Που, αν και ανήκει στον νοητό κόσμο, μπορεί να την αναπαριστά η δύναμη της όρασης, που λέγαμε τότε πως επιχειρεί να στρέψει το βλέμμα της προς τα ίδια τα ζώα και προς τα ίδια τα άστρα και στο τέλος προς τον ίδιο τον ήλιο. Έτσι όταν κάποιος επιχειρεί να χρησιμοποιήσει τη διαλεκτική, χωρίς να χρησιμοποιεί καμία από όλες τις αισθήσεις, ορμάει με όργανο τον λόγο να μάθει ό,τι είναι το καθένα, και, αν δεν σταματάει προτού μπορέσει να καταλάβει το καθαυτό αγαθό με τη νόηση, φτάνει στην ίδια τελείωση του νοητού, όπως ακριβώς εκείνος τότε στην τελείωση του ορατού.

Βεβαιότατα, είπε.

Τι λες όμως; Δεν αποκαλείς αυτήν την πορεία διαλεκτική;

Γιατί όχι;

Τη σημασία λοιπόν που έχει, είπα εγώ, η λύτρωση από τα δεσμά και η μεταστροφή από τις σκιές πάνω στα είδωλα και στο φως, και η επιστροφή από τον υπόγειο οίκο στον ήλιο, και η αδυναμία των ματιών εκεί να βλέπουν τα ζώα και τα φυτά και το ηλιακό φως, και οι θεϊκές οπτασίες πάνω στα νερά και οι σκιές των όντων, και όχι οι σκιές των ειδώλων που σχηματίζονταν από ένα άλλο παρόμοιο φως, που σε σύγκριση με τον ήλιο ήταν σκοτεινό αμυδρό - την ίδια σημασία και την ίδια δύναμη έχει η συνολική μελέτη των επιστημών που εξετάσαμε, και προκαλεί την επάνοδο του καλύτερου μέρους της ψυχής προς τη θέαση του άριστου ανάμεσα στα όντα, όπως τότε το πιο λεπταίσθητο ως προς το φως σωματικό όργανο, προς τη θέαση του ευκρινέστερου μέσα στον σωματικό και ορατό κόσμο.

Εγώ, βέβαια, είπε, με τον ίδιο τρόπο τα παραδέχομαι. Και παρ' όλο που μου φαίνονται τόσο δύσκολα να τα παραδεχτώ όπως είναι, από άλλη άποψη πάλι, είναι δύσκολο να μην τα παραδεχτώ. Όμως - καθώς δεν πρέπει ν' ακουστούν μόνο στην παρούσα στιγμή, αλλά και πολλές φορές πάλι πρέπει να επανέλθουμε - ας θεωρήσουμε πως συμβαίνει έτσι, όπως λέγεται, και ας προχωρήσουμε στη μουσική σύνθεση κι ας την εξετάσουμε κατά τον ίδιο τρόπο που εξετάσαμε το προοίμιο. Λέγε λοιπόν ποια είναι η μέθοδος της δύναμης της διαλεκτικής και σε ποια είδη διαιρείται και ποιες είναι οι οδοί της επίσης. Γιατί καθώς φαίνεται αυτές οι οδοί μας οδηγούν στο σημείο εκείνο όπου, αν φτάσει κανείς, θα βρει ανάπαυση και τερματισμό της οδοιπορίας.

Όμως, είπα εγώ, φίλε μου Γλαύκωνα, δεν θα είσαι ικανός να με ακολουθήσεις, κι όσο με αφορά δεν μου λείπει καθόλου η προθυμία. Ούτε θα έβλεπες μόνο την εικόνα αυτού που λέγαμε, αλλά την ίδια την αλήθεια, αυτή τουλάχιστον που έρχεται μπροστά μου. Αν είναι πραγματικό αυτό που μου φαίνεται ή όχι, δεν αξίζει να προκαλέσει αντικρουόμενες απόψεις, αλλά εκείνο που πρέπει να ισχυριστούμε είναι πως υπάρχει κάτι να δούμε. Έτσι δεν είναι;

Πως όχι;

Επίσης και πως μόνο η δύναμη της διαλεκτικής μπορεί να το αποκαλύψει σε κάποιον που είναι πραγματικός γνώστης όσων τώρα δα αναφέραμε, και καμμία άλλη δύναμη δεν είναι ικανή;

Και αυτό αξίζει να ισχυριστούμε, είπε.

Αυτό τουλάχιστον, είπα εγώ, δεν θα μας το αμφισβητήσει κανείς αν πούμε πως μια μέθοδος ιδιαίτερη απ' όλες τις άλλες, που έχει εφαρμογή σε όλα τα ζητήματα, αναζητεί να βρει τι είναι το καθενα. Αλλά όλες οι άλλες τέχνες ασχολούνται με τις δοξασίες και τις επιθυμίες των ανθρώπων ή με τις δημιουργίες και τις συνθέσεις ή με τη φροντίδα των φυσικών και τεχνητών δημιουργημάτων. Όσο για τις υπόλοιπες, αυτές που είπαμε πως έρχονται σε κάποια επαφή με το ον, τη γεωμετρία δηλαδή και τις ακόλουθές της, βλέπουμε πως κάνουν ονειρεύονται το ον, καθώς τους είναι αδύνατο να το δουν καθαρά, όσο χρόνο χρησιμοποιούν υποθέσεις που τις αφήνουν σταθερές, επειδή δεν μπορούν να τις δικαιολογήσουν. Γιατί αν πάρει κανείς σαν αρχή αυτό που δεν γνωρίζει, και το τέλος και τα ενδιάμεσα έχουν συνυφανθεί με υλικό αυτό το άγνωστο, ποιος τρόπος υπάρχει να γίνει ποτέ μια τέτοια παραδοχή επιστήμη;

Κανένας, είπε αυτός.

Δηλαδή, η διαλεκτική μόνο πορεύεται σ' αυτή την οδό, ανασκευάζοντας τις υποθέσεις, με κατεύθυνση προς αυτή την αρχή, για να επιβεβαιωθεί, και ενώ πράγματι το μάτι της ψυχής είναι βαθιά χωμένο μέσα σε κάποιο βαρβαρικό βούρκο, το ανασύρει ήρεμα και το ανεβάζει επάνω, χρησιμοποιώντας τη βοήθεια και τη συνεργασία των τεχνών που αναφέραμε. Αυτές, λοιπόν, τις προσφωνήσαμε πολλές φορές, από συνήθεια, επιστήμες, ενώ χρειάζονται κάποιο άλλο όνομα που να φανερώνει κάτι το φωτεινό από τη δοξασία και κάτι πιο θαμπό από την επιστήμη. Κάπου νωρίτερα τη χαρακτηρίσαμε με τον όρο διάνοια, κατά τη γνώμη μου όμως, όσοι έχουν να εξετάσουν τόσα πολλά πράγματα, όσα πρόκειται να εξετάσουμε εμείς, δεν πρέπει να έχουν διχογνωμίες για το όνομα.

Όχι βέβαια, είπε. Αυτό που μόνο φανερώνει κάπως τη συνήθεια, μιλάει με καθαρότητα στην ψυχή.

Αποφασίστηκε λοιπόν, είπα εγώ, όπως και νωρίτερα, ν' αποκαλούμε το πρώτο τμήμα επιστήμη και το δεύτερο διάνοια, ενώ το τρίτο πίστη και το τέταρτο εικασία. Και αυτά τα δύο τελευταία δοξασία, ενώ τα δύο πρώτα νόηση. Τη δοξασία βέβαια για τον κόσμο της γένεσης, τη νόηση για τον κόσμο της ουσίας. Και όποια σχέση έχει η ουσία προς τη γένεση, την ίδια έχει και η νόηση προς τη δοξασία, καθώς και όποια σχέση έχει η νόηση προς τη δοξασία, την ίδια έχει και η επιστήμη προς την πίστη και η διάνοια προς την εικασία. Την εξέταση όμως της αναλογίας και της διαίρεσης του κάθε τμήματος, και της δοξασίας και της νόησης, ας την αφήσουμε Γλαύκωνα, για να μην μας παρασύρει σε πολύ περισσότερες σχέσεις αναλογίας από τις περασμένες.

Μα εγώ, είπε, όσον αφορά στ' άλλα τουλάχιστον, κι όσο μπορώ να σε παρακολουθήσω, συμφωνώ.

Μήπως ονομάζεις διαλεκτικό αυτόν που κατανοεί τον λόγο της ουσίας του κάθε πράγματος; Και γι' αυτόν που δεν τον γνωρίζει, καθώς δεν είναι σε θέση να δώσει αυτήν την ερμηνεία στον εαυτό του και στους άλλους, δεν θα ισχυριστείς πως διαθέτει πολύ λίγο μυαλό για να κατανοήσει αυτό το πράγμα;

Γιατί, πως θα μπορούσα να μην το πω; είπε αυτός.

Το ίδιο λοιπόν δεν συμβαίνει και με το αγαθό; Όποιος δεν έχει την ικανότητα να ορίσει με τον λόγο την ιδέα του αγαθού, ξεχωρίζοντάς την απ' όλες τις άλλες, και, όπως ακριβώς στη μάχη ελέγχοντας περνάει μέσα απ' όλους τους κινδύνους, δεν καταφέρνει να ελέγχει με μεγάλη προθυμία όχι σύμφωνα με τη δοξασία, αλλά σύμφωνα με την ουσία, και να διασχίσει όλα αυτά με τον λογισμό του απτόητο, ούτε αυτόν που συμπεριφέρεται έτσι θα πεις πως ξέρει αυτό το αγαθό ούτε κανένα άλλο αγαθό, αλλά, αν έρθει σ' επαφή κάπου με κάποιο είδωλο, πως με τη δοξασία και όχι με την επιστήμη έγινε η επαφή αυτή και πως στην τωρινή του ζωή συνεχώς ονειροπολεί και κοιμάται, και, προτού καταφέρει να ξυπνήσει εδώ, έχει φτάσει νωρίτερα στον Άδη για να βυθιστεί εντελώς σε αιώνιο ύπνο;

Μα τον Δία, είπε αυτός, θα τα πω με μεγάλη ορμή όλα τούτα.

Αλλά και τα δικά σου παιδιά βέβαια, που τώρα τ' ανατρέφεις και τα εκπαιδεύεις με τον λόγο, αν ποτέ καταφέρεις να τ' αναθρέψεις πραγματικά, δεν θα τ' άφηνες, όπως νομίζω, να γίνουν μέσα στην πόλη άρχοντες και κύριοι των μέγιστων αγαθών, αν είναι χωρίς αναλογία όπως οι γραμμές.

Όχι βέβαια, είπε.

Θα επιβάλεις δηλαδή νόμο σ' αυτούς, για να έχουν τη γνώση αυτής κυρίως της παιδείας, από την οποία θα είναι ικανοί να ρωτάνε και ν' απαντάμε επιστημονικότατα;

Θα θεσπίσω τον νόμο, με τη δική σου βοήθεια βέβαια.

Δεν σου φαίνεται τάχα, είπα εγώ, πως η διαλεκτική κατά κάποιον τρόπο βρίσκεται ψηλότερα από μας, και πως δεν θα ήταν σωστό να βάλουμε πάνω από αυτό κανένα άλλο μάθημα, κι έτσι να λάβει πια τέλος η συζήτηση για τα μαθήματα;

Βέβαια, είπε.

Σου απομένει λοιπόν, είπα εγώ, το ζήτημα της διανομής, σε ποιους δηλαδή θα δώσουμε αυτά τα μαθήματα και με ποιο τρόπο.

Είναι φανερό, είπε.

Θυμάσαι λοιπόν την προηγούμενη εκλογή των αρχόντων, τι είδους ανθρώπους εκλέξαμε;

Πως δεν θυμάμαι; είπε αυτός.

Κατά τ' άλλα λοιπόν, είπα εγώ, θεώρησε πως πρέπει να εκλέξουμε χαρακτήρες σαν εκείνου. Να προτιμήσουμε δηλαδή τους πολύ σταθερούς και τους υπερβολικά ανδρείους και όσο είναι δυνατόν τους ωραιότερους. Και μαζί μ' αυτά, πρέπει ν' αναζητήσουμε όχι μόνο τους ευγενικούς και τους αυστηρούς στα ήθη, αλλά πρέπει ακόμα να διαθέτουν τα φυσικά προτερήματα που είναι αναγκαία γι' αυτή εδώ την εκπαίδευση.

Ποια όμως ξεχωρίζεις;

Οξύτατη αντίληψη πρέπει να έχουν, ευλογημένε, είπα, στα μαθήματα, ώστε να μην τα μαθαίνουν δύσκολα. Γιατί πολύ περισσότερο θα χάσουν το θάρρος τους οι ψυχές στα δύσκολα μαθήματα, παρά στα γυμνάσματα. Γιατί ο κόπος είναι κατεξοχήν δικός τους, και όχι κοινός με τα σώματα.

Σωστά, είπε.

Πρέπει ν' αναζητήσουμε λοιπόν άνθρωπο με καλή μνήμη, με ισχυρή θέληση και εργατικό σε όλα. Διαφορετικά, με ποιο τρόπο νομίζεις πως θα θελήσει κάποιος να υποφέρει τους σωματικούς κόπους και να επιδίδεται σε τόσο δύσκολη μάθηση και μελέτη;

Κανένα, είπε αυτός, αν δεν είναι απ' όλες τις απόψεις ευφυής.

Η τωρινή αποτυχία λοιπόν, είπα εγώ, και η περιφρόνηση έχει πέσει πάνω στη φιλοσοφία γι' αυτούς τους λόγους, όπως είπαμε και νωρίτερα. Επειδή καταγίνονται μ' αυτή άνθρωποι χωρίς αξία. Γιατί δεν έπρεπε να έχει σχέση με τους νόθους ανθρώπους, αλλά με τους γνήσιους.

Πως; είπε.

Αρχικά, είπα, αυτός που θ' ασχοληθεί με τη φιλοσοφία δεν πρέπει να χωλαίνει ως προς τη φιλοσοφία, στα μισά δηλαδή να είναι φιλόπονος και στα άλλα μισά φυγόπονος. Και συμβαίνει αυτό, όταν κάποιος αγαπάει τη γυμναστική και το κυνήγι και γενικότερα αγαπάει όλους τους σωματικούς κόπους αλλά δεν αγαπάει τη μάθηση ούτε του αρέσει ν' ακούει ούτε να ερευνά, αλλά αποφεύγει να κοπιάζει για όλα τούτα. Χωλός όμως είναι κι αυτός που έχει μεταστρέψει τη φιλοπονία του σε αντίθετη κατεύθυνση.

Πολύ αληθινά μιλάς, είπε.

Και ως προς την αλήθεια λοιπόν, είπα εγώ, δεν θα θεωρήσουμε πως είναι το ίδιο ανάπηρη η ψυχή για τον ίδιο λόγο, που παρ' ότι μισεί το εκούσιο ψέμα και δεν το ανέχεται στον εαυτό της και όταν οι άλλοι ψεύδονται αγανακτεί πολύ, όμως ανέχεται εύκολα το ακούσιο ψέμα, κι όταν κάπου συλληφθεί επ' αυτοφώρω να είναι αμαθής δεν αγανακτεί, αλλά εύκολα μολύνεται μέσα στην άγνοια σαν αγριογούρουνο;

Σε κάθε περίπτωση βέβαια, είπε.

Και ως προς τη σωφροσύνη, είπα εγώ και την ανδρεία και τη μεγαλοψυχία και όλους τους τομείς της αρετής, πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα και τον νόθο και τον γνήσιο. Γιατί όταν κάποιος, είτε ιδιώτης είτε πόλη, δεν γνωρίζει σε κάθε περίπτωση να τους διακρίνει αυτούς, χωρίς να το καταλάβουν χρησιμοποιούν για ό,τι του τύχει και χωλούς και νόθους και οι ιδιώτες τους κάνουν φίλους, ενώ οι πόλεις άρχοντες.

Έτσι γίνεται συχνά, είπε.

Εμείς όμως, είπα εγώ, πρέπει να προσέχουμε ιδιαίτερα όλα τα παρόμοια. Γιατί αν πάρουμε να εκπαιδεύσουμε σε τόσο μεγάλη μάθηση και τόσο σπουδαία εξάσκηση ανθρώπους αψεγάδιαστους και στο σώμα και στον νου, και η ίδια η δικαιοσύνη δεν θα μας κατηγορήσει, και την πόλη και το πολίτευμα θα σώσουμε. Αν όμως οδηγήσουμε διαφορετικούς ανθρώπους σ' αυτά, θα πράξουμε εντελώς τ' αντίθετα και θα κατακλύσουμε τη φιλοσοφία με ακόμα μεγαλύτερους περιγελασμούς.

Θα ήταν ντροπή μας όμως, είπε αυτός.

Βεβαιότατα, είπα. Μου φαίνεται όμως πως κι εγώ γελοιοποιήθηκα αυτή τη στιγμή.

Πως; είπε.

Λησμόνησα εντελώς, είπα εγώ, πως είναι σαν να παίζαμε και το παρατράβηξα το σκοινί με αυτά που είπα. Γιατί μιλώντας έστρεψα συνάμα το βλέμμα μου στη φιλοσοφία και όταν την είδα να έχει κατεξευτελιστεί τόσο άδικα, αγανάκτησα, μου φαίνεται, και, σαν να θύμωσα με τους αίτιους, είπα εντονότερα όσα είπα.

Όχι μα το Δία, είπε, ως ακροατής εγώ τουλάχιστον δεν σχημάτισα αυτή την άποψη.

Τη σχημάτισα όμως εγώ ως ρήτορας, είπα. Κι ας μην λησμονούμε αυτό εδώ, πως κατά την προηγούμενη εκλογή εκλέξαμε γέρους, σε τούτη όμως την εκλογή δεν θα είναι επιτρεπτό αυτό. Γιατί δεν πρέπει να πιστέψουμε τον Σόλωνα, πως όσο γερνάει κανείς τόσο πιο ικανός είναι να μαθαίνει πολλά - πιο δύσκολα μαθαίνει παρά τρέχει. Αλλά όλοι οι μεγάλοι και οι πολλοί κόποι ταιριάζουν στους νέους.

Κατ' ανάγκη, είπε.

Τα μαθήματα λοιπόν της αριθμητικής και της γεωμετρίας και όλη την προκαταρκτική εκπαίδευση με την οποία πρέπει να προπαρασκευάσουν τη διδασκαλία της διαλεκτικής, πρέπει να τα εμφανίσουμε ενόσω είναι παιδιά, κάνοντας τη μέθοδο της διδασκαλίας τέτοια, ώστε να μην μοιάζει με καταναγκασμό.

Γιατί;

Επειδή ο ελεύθερος άνθρωπος, είπα εγώ, δεν πρέπει να μαθαίνει κανένα μάθημα με δουλική υποταγή. Γιατί οι κόποι του σώματος, όταν επιβάλλονται με τη βία, δεν εξαθλιώνουν το σώμα ούτε το κάνουν χειρότερο στο παραμικρό, ενώ στην ψυχή κανένα μάθημα που επιβλήθηκε με τη βία δεν σταθεροποιείται.

Σωστά, είπε.

Μην κάνεις λοιπόν χρήση βίας, εξαίρετε άνδρα, είπα, στη διδασκαλία των παιδιών αλλά να τ' ανατρέφεις με παιχνίδια, για να μπορέσεις κι εσύ να διακρίνεις ακόμα περισσότερο αυτό για το οποίο το καθένα τους είναι γεννημένο.

Αυτό που λες, είπε, είναι λογικό.

Θυμάσαι λοιπόν, είπα εγώ, που λέγαμε και στον πόλεμο ακόμα πρέπει να οδηγούμε τα παιδιά πάνω σ' άλογα για να βλέπουν και, αν υπάρχει κάποια μεριά ασφαλής, να τα φέρνουμε πιο κοντά για να πάρουν μια γεύση αίματος, όπως τα κουταβάκια;

Θυμάμαι, είπε.

Όποιος λοιπόν, είπα εγώ, μέσα σε όλα αυτά, και στους κόπους και στα μαθήματα και στους φόβους, θα φαίνεται πάντα πολύ ορμητικός, πρέπει να τον καταριθμήσεις ξεχωριστά.

Σε ποια ηλικία; είπε.

Σε αυτή που παίρνουν τέλος τα υποχρεωτικά γυμνάσια, είπα εγώ. Γιατί σ' αυτό το διάστημα, είτε δυο χρόνια είτε τρία διαρκέσει, είναι αδύνατο να κάνουν κάτι άλλο, καθώς ο κόπος και ο ύπνος είναι εχθροί των μαθημάτων. Συνάμα όμως, είναι κι αυτή μια από τις δοκιμασίες και όχι ευκαταφρόνητη, πόσο ικανός, δηλαδή, θα φανεί ο καθένας τους στα γυμνάσια.

Πώς να μην είναι; είπε.

Μετά από αυτό το χρονικό διάστημα, είπα εγώ, όσοι από τους εικοσάχρονους έχουν εγκριθεί και ξεχωρίσει θα κατέχουν και τιμές μεγαλύτερες από τους άλλους, και τα μαθήματα που ασύνδετα διδάχτηκαν στην παιδική ηλικία πρέπει να ενοποιηθούν για να συνοψίσουν τη συνάφεια των μαθημάτων μεταξύ τους και προς τη φύση του όντος.

Μόνο μια τέτοια μάθηση, είπε, θα είναι πραγματικά μόνιμη σ' αυτούς που θα την κάνουν κτήμα τους.

Και το πιο σίγουρο κριτήριο βέβαια, είπα εγώ, για το αν είναι διαλεκτική μια φύση ή όχι. Γιατί αυτός που δια μιας αντιλαμβάνεται τη συνάφεια είναι διαλεκτικός, ο άλλος όμως όχι.

Κι εγώ την ίδια γνώμη έχω, είπε αυτός.

Αυτά λοιπόν, είπα εγώ, θα χρειαστεί να εξετάσεις προσεκτικά, και όσοι ξεχωρίσουν περισσότερο ανάμεσα σ' αυτούς και είναι σταθεροί στα μαθήματα και σταθεροί επίσης στον πόλεμο και στις άλλες νόμιμες υποχρεώσεις, αυτούς με τη σειρά τους, όταν συμπληρώσουν τα τριάντα χρόνια, να τους ξεχωρίσεις από τους υπερέχοντες, να τους αποδώσεις μεγαλύτερες τιμές και να τους παρατηρείς προσεκτικά, δοκιμάζοντάς τους με τη δύναμη της διαλεκτικής, ποιος είναι ικανός χωρίς τη βοήθεια της όρασης ή κάποιας άλλης αίσθησης να προχωράει με τη βοήθεια της αλήθειας προς το καθαυτό ον. Κι εδώ, φίλε μου, πρέπει να πάρεις τις μεγαλύτερες προφυλάξεις.

Γιατί τόσο πολύ; ρώτησε αυτός.

Μα δεν βλέπεις, είπα, το κακό που γίνεται σήμερα με τη διαλεκτική, που όσο πάει και προχωράει;

Ποιο κακό; είπε.

Τη σκεπάζει η παρανομία, είπα εγώ.

Και σε μεγάλο βαθμό μάλιστα, είπε.

Νομίζεις λοιπόν, είπα, πως αυτοί πάσχουν από κάτι παράξενο και δεν τους συγχωρείς;

Πως είναι δυνατόν; είπε.

Αν, για παράδειγμα, είπα εγώ, κάποιο θετό παιδί ανατρέφεται μέσα σε άφθονα πλούτη, μέσα σε μια μεγάλη και ισχυρή οικογένεια, και με πολλούς κόλακες, κι όταν πια γίνει άντρας μάθει πως δεν είναι παιδί αυτών που ισχυρίζονται πως είναι γονείς του, χωρίς όμως να βρει τους πραγματικούς του γονείς, μπορείς να φανταστείς ποια θα είναι η στάση του απέναντι στους κόλακες και στους θετούς γονείς του κατά το διάστημα που δεν ήξερε για την υιοθεσία και κατά το αντίστοιχο που ξέρει; Ή θέλεις ν' ακούσεις τι μαντεύω εγώ;

Θέλω, είπε.

Μαντεύω λοιπόν, είπα, πως αυτός θα τιμούσε περισσότερο τον πατέρα του και τη μητέρα του και τους άλλους που θα τους νόμιζε για συγγενείς του, παρά τους κόλακες, και δεν θα τους άφηνε καθόλου να στερηθούν κάτι, και καθόλου δεν θα έκανε ή δεν θα έλεγε κάτι παράνομο σ' αυτούς, και σε πολύ μικρό βαθμό ακόμα θα τους παράκουγε στα σπουδαία ζητήματα, παρά τους κόλακες, στο διάστημα που δεν ήξερε την αλήθεια.

Είναι φυσικό, είπε.

Όταν μάθει λοιπόν την αλήθεια, μαντεύω ακόμα πως θα περιορίσει τον σεβασμό και τη φροντίδα του για τους γονείς του αλλά θα την αυξάνει για τους κόλακες, και θα πείθεται σ' αυτούς πολύ περισσότερο, αντίθετα από πριν, και θα ζει τώρα πια όπως του υποδεικνύουν αυτοί και θα τους κάνει παρέα απροκάλυπτα και δεν θα τον νοιάζει καθόλου και για τον πατέρα του και για τους άλλου πλασματικούς συγγενείς του, εκτός αν ήταν από τη φύση του πολύ καλός χαρακτήρας.

Όλ' αυτά, είπε, θα μπορούσαν να γίνουν όπως τα λες. Αλλά που σχετίζεται αυτή η εικόνα με κείνους που επιδίδονται στη διαλεκτική;

Σ' αυτό εδώ το σημείο. Υπάρχουν μέσα μας από την παιδική ηλικία κάποιες ιδέες για το δίκαιο και το καλό, με τις οποίες έχουμε ανατραφεί σαν από τους γονείς, και που τις υπακούμε και τις τιμάμε.

Έτσι είναι.

Υπάρχουν όμως και άλλες ασχολίες αντίθετές τους, που είναι ηδονικές, που κολακεύουν την ψυχή μας και την τραβούν μαζί τους, αλλά δεν πείθουν τους ανθρώπους που είναι με κάθε τρόπο χρηστοί. Γιατί αυτοί σέβονται τις παραδόσεις και πειθαρχούν σ' αυτές.

Έτσι συμβαίνει.

Τι θα συμβεί λοιπόν, είπα εγώ, όταν σε έναν τέτοιον άνθρωπο παρουσιάζεται το ερώτημα: "Τι είναι το καλό" και αυτός αφού αποκριθεί ό,τι έμαθε από τον νομοθέτη, η διαλεκτική το ελέγχει με κάθε λεπτομέρεια και πολλές φορές και με πολλούς τρόπους και τον οδηγεί στην εντύπωση πως αυτό δεν είναι καθόλου περισσότερο καλό από άσχημο, και για το δίκαιο το ίδιο και για το αγαθό και για όλα όσα είχε σε μεγάλη υπόληψη. Μετά από αυτά, τι ιδέα νομίζεις πως θα σχηματίσει για την εκτίμηση και την πειθαρχία σχετικά με αυτά;

Κατ' ανάγκη, είπε, ούτε θα τα εκτιμά πια το ίδιο ούτε θα τα υπακούει.

Όταν λοιπόν, είπα εγώ, ούτε αυτά θεωρεί σεβαστά και δικά του όπως πριν, και ούτε τ' αληθινά βρίσκει, υπάρχει περίπτωση να μπορέσει να προσχωρήσει σε έναν άλλο τρόπο ζωής εκτός βέβαια από κείνον που τον κολακεύει;

Δεν υπάρχει, είπε.

Νομίζω όμως, πως από νόμιμος θα φαίνεται πως έγινε παράνομος.

Αναγκαστικά, είπε.

Λοιπόν, είπα, δεν είναι φυσικό το πάθημα εκείνων που σχετίζονται με τέτοιους λόγους και, όπως έλεγα προηγουμένως, δεν είναι άξιοι της συγγνώμης μας;

Και του οίκτου μας βέβαια, είπε.

Για να μην έχει θέση αυτός ο οίκτος όσο αφορά στους τριαντάχρονούς σου, δεν πρέπει να πάρεις κάθε δυνατή προφύλαξη απέναντι στη διαλεκτική;

Και πολύ μάλιστα, είπε αυτός.

Αυτή λοιπόν δεν είναι τάχα μια προφύλαξη απαραίτητη, δηλαδή να μη την δοκιμάζουν ενόσω είναι νέοι; Γιατί νομίζω πως δεν σου έχει διαφύγει το γεγονός ότι οι νεαροί, όταν πρωτοδοκιμάζουν τη διαλεκτική, φτάνουν στο σημείο της κατάχρησής της, σαν να είναι παιχνίδι, και τη χρησιμοποιούν πάντα για τις αντιλογίες τους και, μιμούμενοι τους ελεγκτές τους, αυτοί ελέγχουν άλλους, και, κάνουν χαρές σαν τα σκυλάκια, τραβάνε και ξεσκίζουν με τη διαλεκτική τους αυτούς που κάθε φορά βρίσκονται κοντά τους.

Και με το παραπάνω βέβαια, είπε.

Όταν όμως αυτοί ελέγξουν πολλούς και ελεγχθούν από πολλούς, ορμητικά και ταχύτατα φτάνουν στο σημείο να μην πιστεύουν τίποτα από αυτά που πίστευαν πριν. Και από τούτα βέβαια και οι ίδιοι και η φιλοσοφία συνολικά έχουν κατασυκοφαντηθεί στους υπόλοιπους ανθρώπους.

Πολύ αληθινά, είπε.

Αυτός όμως που είναι πιο ηλικιωμένος δεν θα θελήσει βέβαια να συμμετέχει ποτέ σε μια τέτοια μανία, και θα μιμηθεί περισσότερο αυτόν που θέλει να εφαρμόσει την διαλεκτική και εξετάζει την αλήθεια, παρά αυτόν που παίζει και αντιλέγει για διασκέδαση, έτσι που και ο ίδιος θα γίνει και μετρημένος και θα κάνει την ασχολία της φιλοσοφίας άξια μεγαλύτερης εκτίμησης, παρά μεγαλύτερης περιφρόνησης.

Σωστά, είπε.

Και τα προηγούμενα λόγια μας ειπώθηκαν με σκοπό αυτή την προφύλαξη, πως, δηλαδή, αυτοί που θα διδαχτούν από κάποιον τη γνώση της διαλεκτικής πρέπει να είναι κόσμιοι και σταθεροί ως προς τον χαρακτήρα και να μην προχωρεί προς αυτή, όπως γίνεται τώρα, ο πρώτος τυχόν και ο διόλου κατάλληλος.

Βεβαιότατα, είπε.

Αρκούν όμως για τη σπουδή της διαλεκτικής, επιμένοντας με συνεχή φροντίδα και συστηματικά και χωρίς να κάνει τίποτε άλλο, εκτός από τις αντίστοιχες σωματικές ασκήσεις, διπλάσια χρόνια από όσα για την σωματική εκγύμναση.

Έξι ή τέσσερα χρόνια εννοείς; είπε.

Αδιάφορο, είπα, υπολόγισε πέντε. Μετά από αυτό λοιπόν πρέπει να τους κατεβάσεις πάλι σ' εκείνη τη σπηλιά και να τους αναγκάσεις ν' αναλάβουν την αρχηγία στις πολεμικές υποθέσεις και όσες εξουσίες είναι για τους νέους, για να μην υστερούν ούτε στην εμπειρία από τους άλλους και ακόμα και σ' αυτά να δοκιμαστούν αν παραμένουν σταθεροί, ενώ τους τραβάνε από παντού, ή μήπως και παρεκκλίνουν κάπως.

Και πόσο χρόνο ορίζεις γι' αυτό;

Δεκαπέντε χρόνια, είπα εγώ. Κι όταν γίνουν πενήντα χρόνων, όσους σώθηκαν και αρίστευσαν σε όλα και με κάθε τρόπο, και στα έργα και στις επιστήμες, πρέπει να τους οδηγήσουμε στο τέρμα και να τους αναγκάσουμε, αφού σηκώσουν προς τα πάνω τη λάμψη της ψυχής, να στρέψουν το βλέμμα τους προς αυτό που δίνει φως στα πάντα, και αφού αντικρίσουν το ίδιο το αγαθό, χρησιμοποιώντας το ως πρότυπο, να κοσμήσουν και την πόλη και τους πολίτες και τους εαυτούς τους στην υπόλοιπη ζωή του ο καθένας με τη σειρά του, αφιερώνοντας τον περισσότερο χρόνο στην φιλοσοφία. Όταν όμως φτάσει η σειρά τους, να συμμετέχουν στους κόπους της δημόσιας ζωής και στην εξουσία προς όφελος της πόλης, κάνοντάς το όχι ως κάτι ευχάριστο αλλά ως απαραίτητο. Και κατά τον ίδιο τρόπο κάθε φορά, αφού μορφώσουν και άλλους τέτοιους και τους αφήσουν στη θέση τους για φύλακες της πόλης, θα φύγουν για να κατοικήσουν στα νησιά των μακάρων. Κι η πόλη πρέπει να τους αποδώσει μνημεία και θυσίες με δημόσια δαπάνη, αν δώσει και η Πυθία σύμφωνο χρησμό, λατρεύοντάς τους σαν δαίμονες, διαφορετικά σαν ευδαίμονες και θεϊκούς.

Ωραιότατους τους σμίλεψες τους άρχοντες, Σωκράτη, σαν να είσαι αγαλματοποιός.

Μα και τις αρχόντισσες, Γλαύκωνα, είπα εγώ. Γιατί μην νομίσεις καθόλου πως όσα έχω πει ειπώθηκαν περισσότερο για τους άνδρες παρά για τις γυναίκες, όσες από αυτές τουλάχιστον εμφανίζονται ικανές ως προς τον χαρακτήρα.

Σωστά, είπε, αφού θα παίρνουν μέρος σε όλα εξίσου με τους άνδρες, όπως αναφέραμε.

Τι λέτε λοιπόν; είπα. Συμφωνείτε τώρα ότι εμείς δεν έχουμε διατυπώσει ευχολόγιο μόνο για την πόλη και το πολίτευμα, αλλά όσα είπαμε είναι βέβαια δύσκολα, όμως δυνατά κάπως, και όχι με άλλο τρόπο από αυτόν που είπαμε, πως όταν ένας ή περισσότεροι αληθινοί φιλόσοφοι γίνουν άρχοντες στην πόλη θα περιφρονήσουν εντελώς τις σημερινές τιμές, θεωρώντας πως είναι ελεύθερες και χωρίς καμία αξία, και θα υπερεκτιμούν το σωστό και τις τιμές που απορρέουν από αυτό, θα θεωρήσουν το δίκαιο ως το μεγαλύτερο αγαθό και πιο αναγκαίο απ' όλα και, αφού το υπηρετήσουν και το αυξήσουν, θ' αναδιοργανώσουν την πόλη τους;

Πως; είπε.

Όσοι μέσα στην πόλη τυχαίνει να είναι μεγαλύτεροι από δέκα χρόνων, είπα, πρέπει να τους στείλουν στα χωράφια, ενώ τα παιδιά τους, αφού τα πάρουν μακριά από τις τωρινές συνήθειες που και οι γονείς τους έχουν, θα τ' αναθρέψουν σύμφωνα με τους δικούς τους τρόπους ζωής και νόμους, που θα είναι του είδους που αναφέραμε τότε. Και έτσι ταχύτατα και πανεύκολα δεν θα στερεωθεί αυτή η πόλη και το πολίτευμα που αναφέραμε, και δεν θ' αποκτήσει και η ίδια ευδαιμονία, ενώ και το έθνος, μέσα στο οποίο θα γίνει, δεν θα έχει μεγάλο όφελος;

Πολύ μάλιστα, είπε. Και μου φαίνεσαι Σωκράτη ότι σωστά έχεις πει και το πώς θα μπορέσει να υπάρξει αυτή η πόλη, αν ποτέ γινόταν.

Λοιπόν, δεν είναι αρκετά πια, είπα εγώ, όσα είπαμε γι' αυτή την πόλη και για τον άνθρωπο που είναι όμοιος με αυτή; Γιατί είναι φανερό τι είδους θα πούμε ότι αυτός πρέπει να είναι.

Φανερό, είπε. Και μου φαίνεται πως ολοκληρώθηκε το ερώτημα που μου έκανες.