ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ
Μεταξύ των έργων του Αριστοτέλους εκείνων, όσα είτε συνετάχθησαν για την εξωτερική ή εν κοινώ διδασκαλία είτε εξ αυτής προέκυψαν, είναι και το φερόμενο υπό τον τίτλον «Συναγωγή Πολιτειών» ή απλώς «Πολιτείαι» (πολιτεύματα). Αυτό είχα χαθεί από πάρα πολύ παλιά, μόνο δε πριν από έναν περίπου αιώνα βρέθηκε σχεδόν ολόκληρο το σπουδαιότερο ίσως τμήμα του το πραγματευόμενο το πολίτευμα των Αθηναίων.
Στο σύγγραμμά του περί πολιτειών ο Αριστοτέλης περιέγραψε και ανέλυε κατά τον Διογένη τον Λαέρτιο και τον Ησύχιο 158 πολιτεύματα αυτονόμων πόλεων και κρατών, κατά τον αραβικό κατάλογο τον λεγόμενο του Πτολεμαίο 161, κατά τον Αμμώνιον 240, κατά τον Μενάγιο 245 και κατ’ άλλους τέλους 250 ή 255 πολιτεύματα, από τα οποία τα περισσότερα ήταν ελληνικά, μερικά δε βαρβαρικά. Πιθανόν δε φαίνεται ότι τα βαρβαρικά περιελαμβάνοντο όλα σε μια μόνη πραγματεία υπό τον τίτλο Νόμιμα βαρβαρικά, πλην του πολιτεύματος των Καρχηδονίων, το οποίο αποτελούσε ιδιαίτερο βιβλίο.
Την τόση έκταση της
Συναγωγής Πολιτειών μαρτυρεί και ο
Κικέρων, παρέχοντας σχόλια για την ύλη της στο σύνολο της
συγγραφής.
Και προκειμένου μεν περί του αριθμού των βιβλίων των αποτελούντων την συγγραφή το πιθανότερο είναι, ότι η
διαφορά προέρχεται από το ότι οι
μεν όσοι αναφέρουν τον μικρότερο αριθμό υπολογίζουν τα βαρβαρικά νόμιμα σαν ένα
βιβλίο, οι δε όσοι αναφέρουν τον μεγαλύτερο (250-255) υπολογίζουν και συναριθμούν ένα έκαστο των κεφαλαίων
τούτου σαν ένα ξεχωριστό βιβλίο.
Ο συνολικός αριθμός των πολιτειών
του Αριστοτέλη όπως προκύπτει από τα αποσπάσματα, όσα σε διάφορους
συγγραφείς διασώθηκαν είναι 99. Στα 51 από αυτά τα αποσπάσματα το όνομα του
Αριστοτέλη και ο τίτλος των Πολιτειών
αναφέρονται ειδικά ως επί το
πλείστον έτσι: «Αριστοτέλης εν τη
......ων πολιτεία». Σε άλλα 16 αναφέρεται ο Αριστοτέλης, αλλά όχι και το όνομα
της πολιτείας. Και στα υπόλοιπα
είναι πρόδηλα από το περιεχόμενο και του Αριστοτέλους το όνομα σαν
συγγραφέας και το όνομα της πολιτείας.
Έτσι καταρτίσθηκε ο κατάλογος των πολιτειών του
Αριστοτέλους:
Αθηναίων |
Κυρηναίων |
Αντανδρίων |
Επιδαμνίων |
Αιγινητών |
Λακεδαιμονίων |
Αδραμυτηνών |
Ερετριέων |
Αιτωλών |
Λευκαδίων |
Επιδαυρίων |
Ερυθραίων |
Ακαρνάνων |
Λοκρών |
Θηβαίων |
Εστιαίων |
Ακαγαντίνων |
Λυκίων |
Ιασέων |
Ζαγκλαίων |
Αμβρακιωτών |
Μασσαλιωτών |
Κρητών |
Ηραιέων |
Αργείων |
Μεγαρέων |
Κροτωνιατών |
Ηρακλεωτών |
Αρκάδων |
Μεθωναίων |
Κυθηρίων |
Θηραίων |
Αχαιών |
Μηλιέων |
Μηλίων |
Ιστιαίων |
Βοττιαίων |
Ναξίων |
Μιλησίων |
Καρχηδονίων |
Γελώων |
Νεαπολιτών |
Ρηγίνων |
Καταναίων |
Δελφών |
Οπουντίων |
Ροδίων |
Κλαζομενίων |
Δηλίων |
Ορχομενίων |
Σολέων |
Κώων |
Ηλείων |
Παρίων |
Συβαριτών |
Λαρισαίων |
Ηπειρωτών |
Πελληναίων |
Τηνίων |
Λεοντίνων |
Θετταλών |
Σαμίων |
Χαλκηδονίων |
Μαγνήτων |
Ιθακησίων |
Σαμοθρακών |
(16) |
Μαντινέων |
Ιμεραίων |
Σικυωνίων |
|
Μολοσσών |
Κίων |
Σινωπαίων |
Αμφιπολιτών |
Μυτιληναίων |
Κερκυραίων |
Συρακοσίων |
Αντισσαίων |
Ροδίων |
Κιανών |
Ταραντίνων |
Απολλωνιστών |
Φαρσαλίων |
Κολοφωνίων |
Τεγεατών |
εν
Πόντω |
Χαλκιδέων |
Κορινθίων |
Τενεδίων |
Αρυδηνών |
Χίων |
Κυθνίων |
Τροιζηνίων |
Αφυταίων |
Ωρειτών |
Κυμαίων |
Φωκαέων |
Βυζαντίων |
|
Κυπρίων |
(51) |
|
|
Για την προπαρασκευή του συγγράμματος ο Αριστοτέλης θα χρησιμοποίησε
βέβαια πολλούς συνεργάτες και μάλιστα τους επιδεξιώτερους από τους μαθητές
του. Την συγγραφή του όμως μπορούμε
να συμπεράνουμε ότι την έκανε ο ίδιος.
Πρώτη στο όλο έργο όπως έχουμε πει ήδη ήταν η Αθηναίων Πολιτεία, σαν αυθεντική αλλά η οποία χάθηκε και
πιο νωρίς από τα άλλα έργα. Γιατί και ο Φώτιος που την γνώρισε από κάποια
επιτομή, και ο παλαιότερός του Ησύχιος δεν αναφέρουν κανένα ακριβές της
απόσπασμα. Είναι δε περίεργο ότι συνέβη τόσο νωρίς η απώλειά της, γιατί βέβαια
υπήρχαν πολλά αντίγραφά της, και της αποδιδόταν πολύ μεγάλη σημασία καθόσον είχε
γραφεί από ίδια και προσωπική αντίληψη του Αριστοτέλη, ο οποίος το μεγαλύτερο
μέρος της ζωής του έμεινε στην Αθήνα. Από το έργο του αυτό πολλοί από τους
επόμενους συγγραφείς δανείζονταν πληροφορίες, κρίσεις και περικοπές. Ο Κικέρων
είχε το έργο αυτό στην βιβλιοθήκη του, ο Πλούταρχος από αυτό ιδίως άντλησε τον
βίο του Σόλωνα και με αυτό διευκρίνησε πολλά στους βίους του Θησέα, του Περικλή
και του Νικίου. Ο Αρποκρατίων δε τέλος και άλλοι λεξικογράφοι από αυτό το έργο
πήραν σαφείς πληροφορίες για τους
Αθηναϊκούς θεσμούς. Αυτή την χρησιμοποίηση του έργου από πολλούς συγγραφείς,
αναφέρει και ο Th. Reinach σαν αιτία της απώλειάς του,
ισχυριζόμενος ότι οι Βυζαντινοί αντιγραφείς θεωρούσαν ανωφελές να επιχειρούν την αντιγραφή
έργου το οποίο ολόκληρο σχεδόν, κατά την αντίληψή τους, περιλαμβανόταν
αποσπασματικά σε άλλα συγγράμματα.
Οπωσδήποτε βέβαιο είναι ότι ήδη από την εποχή της Αναγεννήσεως η Αθηναίων
Πολιτεί θεωρείτο απωλεσθείσα
οριστικά, και από τότε μόνο τα συλλεγέντα από πολλές μεριές αυθεντικά ή
αλλοιωμένα αποσπάσματα, 90 περίπου, και η δισέλιδη περίληψη των περιεχομένων
της, η γνωστή με τον τίτλο «εκ των Ηρακλειδών περί πολιτείας Αθηναίων», έδιναν
κάποια ιδέα αυτής και της όλης πραγματείας των πολιτευμάτων από τον
Αριστοτέλη.
Το 1885 όμως σε φθαρμένο πάπυρο της βιβλιοθήκης του Βερολίνου ανέγνωσαν
αποσπάσματα ιστορικής ύλης, τα οποία αναγνωρίσθηκαν ότι ανήκαν στην Αριστοτελική
Αθηναίων Πολιτεία. Επειδή δε ο πάπυρος προερχόταν από την Αίγυπτο, όπου είχαν
ήδη βρεθεί οι λόγοι του ρήτορα Υπερείδη και το Παρθένιον του ποιητού Αλκμάνος,
γεννήθηκε η ελπίδα ότι εκεί θα βρισκόταν και η Αθηναίων Πολιτεία, καθώς μάλιστα
σε κάποιον κατάλογο Αιγυπτιακής βιβλιοθήκης ο οποίος βρισκόταν στην
Πετρούπολη βεβαιωνόταν πως το έργο
βρισκόταν στην Αίγυπτο κατά τον
3ο μ.Χ.
αιώνα.
Και η ελπίδα πραγματοποιήθηκε μετά από λίγο καιρό. Το 1891 αναγγέλθηκε
στο Λονδίνο ότι μεταξύ δέσμης παπύρων, άγνωστο πως και πότε εισαχθέντων στο
Βρετανικό Μουσείο, ανευρέθη η Αθηναίων Πολιτεία του Αριστοτέλη. Μετά από λίγες
εβδομάδες εκδόθηκε από τον Kenyon κατά πρώτη
φορά.
Από την αρχή το
κείμενο, σύμφωνα άλλωστε και με τα σωζόμενα αποσπάσματα, αναγνωρίσθηκε σαν
αυθεντικό, διαπιστώθηκε μάλιστα και η μεγάλη αρχαιότητα του αντιγράφου, που
αναγόταν στον 1ο μ.Χ. αιώνα.
Αν και ο γραφικός χαρακτήρας στο σύνολό του είναι κανονικός και
επιμελημένος, η ανάγνωση όμως παρουσίασε δυσχέρειες εξ αιτίας της συνεχόμενης γραφής όλων
των λέξεων, της μη στίξεως, της συντμήσεως των τελικών συλλαβών των λέξεων και
της φθοράς σε πολλά σημεία του παπύρου. Ώστε πράγματι ήταν πολύ μεγάλο κατόρθωμα η πρώτη ανάγνωση από τον Άγγλο φιλόλογο
Κένυον. Αν και τα σχετικά λίγα λάθη της πρώτης έκδοσης διορθώθηκαν έπειτα,
σίγουρα απομένουν και άλλα, ουσιωδέστερα, λάθη οφειλόμενα στους παλαιούς
αντιγραφείς. Και από αυτήν την άποψη, ο πάπυρος της Αθηναίων Πολιτείας μας
παρέχει σημαντικότατα ωφελήματα, γιατί μας δίνει να καταλάβουμε το πλήθος των
παραφθορών και αλλοιώσεων οι οποίες έγιναν στα αρχαία κείμενα από τους
αντιγραφείς. Λέξεις αλλοιωμένες, φράσεις μετατοπισμένες, κακή ανάγνωση του
αντιγραφόμενου, παραλείψεις, φράσεις αυθαίρετα εξηγητικές, που αντικαθιστούν
μερικές φορές το αρχικό κείμενο ή παρεμβάλλονται δίπλα στις γνήσιες, αλλοιώνουν
σε πολλά μέρη το κείμενο. Μεγαλύτερη ακόμη αλλοίωση, όπως απέδειξε η κριτική
μελέτη του κειμένου, προήλθε από την παρεμβολή περικοπών άλλου προγενεστέρου
αλλά ασημαντότερου συγγράμματος πάνω στο ίδιο θέμα – παρεμβολή που έγινε
μεθοδικά μεν σύμφωνα με τις χρονολογίες, αλλά αντιφάσκει συχνά με το κείμενο. Αφού αυτές οι
παρεμβαλλόμενες φράσεις αφαιρεθούν, τότε φαίνεται το γνωστό ύφος του Αριστοτέλη,
η λιτότητα και η ακρίβεια της φράσης και η ξηρή διατύπωση αυτού που σκοπεύει να
πει, χωρίς πλεονασμούς και χωρίς ελλείψεις.
Από αυτό το ίδιο το σύγγραμμα μπορεί να ορισθεί η εποχή της συγγραφής
του. Γιατί ο τελευταίος αναφερόμενος σε αυτό άρχοντας είναι ο Κηφισοφών (§ 54),
επώνυμος του έτους 329 – 328 π.Χ. και δεν γίνεται κανένας λόγος για σημαντικές
μεταβολές στο Αθηναϊκό πολίτευμα από αυτές που επέφερε ο Αντίπατρος το 322 π.Χ.,
δηλαδή ακριβώς το έτος του θανάτου του Αριστοτέλη. Ώστε είναι σίγουρο ότι η
συγγραφή έγινε μεταξύ του 328 και του 322 π.Χ.
Το σύγγραμμα διαιρείται σε ιστορικό
και σε περιγραφικό μέρος. Το ιστορικό μέρος όπως βρέθηκε στον πάπυρο, είναι
ελλιπές στην αρχή του, γιατί δεν υπάρχει η ιστορία των Αθηνών μέχρι την συνωμοσία του Κύλωνα. Το δε
περιγραφικό απομένει ατελές, γιατί λόγω φθοράς του παπύρου λείπει η περιγραφή
του οργανισμού και των δικονομικών τύπων
των αθηναϊκών δικαστηρίων. Και η απώλεια μεν της αρχής του έργου δεν
είναι μεγάλη, γιατί και από αλλού μπορούμε να την συμπληρώσουμε σχεδόν από αυτό
το ίδιο το αριστοτελικό κείμενο και οι ιστορικές πηγές από τις οποίες
χρησιμοποίησε κομμάτια ο Αριστοτέλης, όσα αφορούν την γένεση και τις αρχές της
αθηναϊκής πολιτείας, διασώθηκαν σχεδόν όλες μέχρι εμάς. Η έλλειψη όμως του
τέλους αποβαίνει σημαντική, ιδίως για τους μελετητές του αττικού
δικαίου.
Το πρώτο μέρος του έργου, το καθαρά
ιστορικό, ακολουθεί αυστηρή χρονολογική σειρά, συντομότατη δε ή καμία μνεία
γίνεται για τους άνδρες, έστω και επιφανείς, όσοι δεν συνετέλεσαν σε πολιτειακές
ή διοικητικές μεταβολές. Έτσι
πουθενά δεν αναφέρεται ο Αλκιβιάδης, ενώ απεναντίας αναφέρονται εκτενώς τα όσα έγιναν επί Σόλωνος, Κλεισθένη, τα
της διοίκησης και πτώσης των Πεισιστρατιδών, το μετά την καταστροφή στην Σικελία ολιγαρχικό
κίνημα, η άλωση των Αθηνών από τον Λύσανδρο, και τέλος η αποκατάσταση του
δημοκρατικού πολιτεύματος το 403 π.Χ. Σταματά δε ο Αριστοτέλης στο σημείο αυτό,
γιατί την θριαμβευτική επάνοδο του
δήμου στην εξουσία με τον Θρασύβουλο την κρίνει ως την ενδεκάτη και τελευταία
μεταβολή της πολιτειακής ιστορίας των Αθηναίων. Είναι αλήθεια ότι καθ’ όλον τον
4ο π.Χ. αιώνα η αθηναϊκή πολιτεία
εκτός από μερικές τροποποιήσεις στις λεπτομέρειες δεν υπέστη καμία ριζική
μεταβολή.
Το δεύτερο μέρος του έργου ελάχιστα
αναφέρεται σε ιστορικές πηγές, γιατί ο Αριστοτέλης σε αυτό περιγράφει το
σύγχρονό του πολιτειακό σύστημα, αντιλαμβανόμενος και πληροφορούμενος αυτός ο
ίδιος τα πράγματα. Και ενώ στο πρώτο μέρος, την ιστορική δηλαδή εξέλιξη της
Αθηναίων πολιτείας, διακρίνεται δυνατή κριτική, ρέει δε ομαλά και καθαρά η
διήγηση, στο δεύτερο μέρος, το περιγραφικό και αναλυτικό, επικρατεί τρομερή
μεθοδικότητα και ο θαυμάσιος διασαφητικός τρόπος της αριστοτελικής διάνοιας.
Συνολικά στο έργο αυτό ο Αριστοτέλης αποδεικνύεται βαθύτατος κριτικός και στην
χρήση των ιστορικών κειμένων και στην εκλογή αυτών και στην εκτίμηση της
σημασίας των γεγονότων.
Παρά τα πλεονεκτήματα αυτά ο
Αριστοτέλης δεν μπορεί να θεωρηθεί το πρότυπο ιστορικού συγγραφέως όχι μόνο κατά
την σημερινή αντίληψη της ιστορίας,
αλλά ούτε παραβαλλόμενος προς τους επιφανείς αρχαίους ιστορικούς συγγραφείς.
Γιατί την ιστορική του αφήγηση δεν την ολοκληρώνει το βαθύ εκείνο και ιδιότυπο
κριτικό ύφος του Θουκυδίδη, το οποίο καθιστά το σύγγραμμα του Πελοποννησιακού
πολέμου ένα σύνολο άρτιο και αδιάσπαστο, ούτε εμψυχώνει αυτή η υψηλότερη και
γενική κοσμοπολίτικη αντίληψη των γεγονότων, που διαπνέει και διακρίνει την
ιστορία του Πολύβιου.
Επίσης αν και ασχολείται με
αρκετές λεπτομέρειες ο Αριστοτέλης,
δεν είναι πάντα και σε αυτές αλάθητος χρονογράφος. Αυτό θα πρέπει να αποδοθεί
στο εσπευσμένο της συγγραφής και στην μη εκ των υστέρων αναθεώρηση και εξέταση
του έργου μάλλον, παρά σε άγνοια ιστορικών πηγών και αυθεντικών κειμένων. Έτσι
ιστορεί τον Κίμωνα νέον κατά την εποχή της εξασθένισης των εξουσιών του Αρείου
Πάγου, ενώ τότε, δηλαδή μετά τον θάνατο του δημαγωγού Εφιάλτη, εκείνος ήταν τουλάχιστον 40 ετών. Ομοίως για τις περί
ειρήνης προτάσεις των Λακεδαιμονίων ορίζει
ότι έγιναν μετά την ναυμαχία στις Αργινούσες ενώ έγιναν μετά την ναυμαχία
στην Κύζικο.
Αλλά και από διευκρινιστικής άποψης
και καθορισμού των συμβάντων παρουσιάζει μερικές ανακρίβειες. Έτσι εξηγεί λάθος
την σεισάχθεια που έγινε επί
Σόλωνος, συγχέοντας τα επιβεβλημένα βάρη επί των ακινήτων κτημάτων με τα
ενυπόθηκα επ’ αυτών ιδιωτικά δάνεια. Επίσης βεβαιώνει εσφαλμένα ότι όλοι οι κατά
το έτος της ναυμαχίας των Αργινουσών Αθηναίοι στρατηγοί καταδικάσθηκαν σε θάνατο
και άλλα παρόμοια.
Αλλά αυτές οι ανακρίβειες,
ελάχιστες στον αριθμό και σχετικά ασήμαντες, δεν ελαττώνουν την αυθεντικότητα
και την ακρίβεια του όλου κειμένου της Αθηναίων Πολιτείας.
Άλλα διακριτικά χαρίσματα αυτού του
αριστοτελείου έργου είναι η απ’ αρχής μέχρι τέλους υπάρχουσα καλή πίστη του
συγγραφέως και το διαυγές, λιτό και αβίαστο αφηγηματικό ύφος, για το οποίο με
ενθουσιασμό μίλησαν κατά την αρχαιότητα από τον Κικέρωνα ο οποίος ονόμασε τον αριστοτέλειο λόγο
σαν ‘ποταμό χρυσού’, μέχρι του
Διονυσίου του Αλικαρνασσέως, ο οποίος θαυμάζει την διαύγεια και το
θέλγητρο των αριστοτελικών σαφηνίσεων, και μέχρι του Πλουτάρχου, ο οποίος
εξαίρει την δύναμη και την χάρη του ύφους του. Έτσι δε όχι μόνο από ιστορικής
αλλά και από φιλολογικής απόψεως η Αθηναίων Πολιτεία είναι ένα από τα
πολυτιμότερα κειμήλια, που κληροδοτήθηκαν σε μας από την ελληνική αρχαιότητα
όταν βρισκόταν στην ακμή
της.