Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΠΛΑΤΩΝΑΣ

ΤΙΜΑΙΟΣ

(Ή περί Φύσεως)

 

(Απόσπασμα)

 

ΠΡΟΣΩΠΑ του  ΔΙΑΛΟΓΟΥ

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

ΤΙΜΑΙΟΣ

(Φιλόσοφος και μαθηματικός από τους Λοκρούς της Ιταλίας)

ΕΡΜΟΚΡΑΤΗΣ

(Πολιτικός και στρατηγός από τις Συρακούσες)

ΚΡΙΤΙΑΣ
(Προπάππος του Πλάτωνα)

 

 

27c – 43d

 

ΚΡΙΤΙΑΣ

Αφού ο Τίμαιος είναι καλύτερος απ’ όλους μας στην αστρονομία κι έχει ορίσει βασικό μέλημά του να μάθει τη φύση του σύμπαντος, μας φάνηκε  σωστό να μιλήσει πρώτος, αρχίζοντας  από την προέλευση του κόσμου και φτάνοντας μέχρι τη φύση του ανθρώπου. Μετά θα συνεχίσω εγώ, σαν να είχα δεχτεί ανθρώπους που γεννήθηκαν σύμφωνα με τα λόγια του και εκπαιδευμένους, κάποιους απ’ αυτούς, από σένα με τρόπο ξεχωριστό. Ύστερα, σύμφωνα με τον λόγο και τον νόμο του Σόλωνα, θα σας τους παρουσιάσω σαν να είσαστε δικαστές,  και θα τους κάνω κατοίκους της πολιτείας μας, θεωρώντας αυτούς Αθηναίους εκείνης της περασμένης εποχής, τους οποίους, παρ’ ότι χαμένους, αποκάλυψαν τα γραπτά των ιερών κειμένων. Έτσι θα συνεχίσω την ομιλία μου γι’ αυτούς σαν να ήταν συμπολίτες μου Αθηναίοι.

 

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Μου φαίνεται ότι θα ανταμειφθώ γενναιόδωρα και υπέροχα για τη φιλοξενία που σας πρόσφερα  με τα λόγια μου. Μπορείς λοιπόν,  Τίμαιε, να αρχίσεις αμέσως την ομιλία σου, αφού επικαλεστείς τους θεούς, όπως απαιτεί η συνήθεια.

 

ΤΙΜΑΙΟΣ

Όσο γι’ αυτό, Σωκράτη, όλοι το κάνουν, όσοι είναι έστω κι ελάχιστα συνετοί, δηλαδή επικαλούνται βέβαια το θεό τη στιγμή που επιδιώκουν να κάνουν κάτι, είτε μικρό είναι αυτό είτε μεγάλο. Εμείς λοιπόν που σκοπεύουμε να μιλήσουμε για το σύμπαν και να  πούμε πως δημιουργήθηκε ή αν είναι ακόμα αγέννητο, θα πρέπει, εκτός κι αν είμαστε εντελώς τρελοί, να ζητήσουμε βοήθεια από θεούς  κι από θεές, και να ευχηθούμε πρώτα να είναι τα λόγια μας ευχάριστα σ’ εκείνους και στη συνέχεια σε μας τους ίδιους. Αυτή ας είναι η παράκλησή μας προς τους θεούς όσο για μας, ας τους παρακαλέσουμε να μας βοηθήσουν, ώστε εσείς μεν να καταλάβετε εύκολα αυτά που θα σας πω, εγώ δε να καταφέρω να σας εξηγήσω όσο πιο καθαρά μπορώ τις απόψεις μου σχετικά με το θέμα της συζήτησής μας.

Πρώτα απ’ όλα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να κάνουμε την εξής διάκριση. Τι είναι αυτό που υπάρχει πάντα και δεν γεννιέται ποτέ, και τι είναι εκείνο που γεννιέται συνεχώς αλλά δεν υπάρχει ποτέ; Το πρώτο  μπορεί να γίνει αντιληπτό με τη σκέψη και με λογικούς συλλογισμούς, επειδή είναι αμετάβλητο. Το δεύτερο γίνεται αντιληπτό με τη δοξασία και με την αίσθηση, χωρίς λογικούς συλλογισμούς, αφού γεννιέται και χάνεται  χωρίς ποτέ να υπάρχει πραγματικά. Άλλωστε, όλα γίνονται κατ’ ανάγκη από κάποια αιτία. Χωρίς  αυτή είναι αδύνατο να δημιουργηθεί οτιδήποτε. Επομένως, όταν ο δημιουργός φτιάχνει  κάτι και του δίνει σχήμα και λειτουργικότητα αποβλέποντας  στο αιώνιο και αμετάβλητο κι έχοντας αυτό για πρότυπό του, τούτο αναγκαίως θα είναι καλό. Όταν όμως  το φτιάχνει χρησιμοποιώντας για πρότυπο το γεννημένο, τότε το δημιούργημά του δεν θα είναι καλό. Επομένως, ολόκληρο  τον ουρανό ή τον κόσμο ή οποιοδήποτε άλλο όνομα θα μπορούσε να δεχτεί, ας τον ονομάζουμε έτσι. Πρέπει λοιπόν πρώτα να εξετάσουμε αυτό που οφείλουμε να έχουμε ως βάση από την αρχή, όταν κάνουμε το ίδιο για οποιοδήποτε πράγμα. Ποιο απ’ τα δύο, δηλαδή, υπήρχε πάντα χωρίς να γεννηθεί ποτέ ή δημιουργήθηκε κάποτε ξεκινώντας από κάποια αρχή. Γεννήθηκε· γιατί είναι ορατός, απτός και έχει σώμα. Όλα αυτά είναι αισθητά - και τα αισθητά πράγματα, που  γίνονται αντιληπτά με τη δοξασία με τη βοήθεια των αισθήσεων, υποστηρίξαμε πως γεννιούνται και δημιουργούνται. Είπαμε επίσης ότι κάθε τι που γεννιέται προέρχεται κατ’ ανάγκη από κάποια αιτία. Είναι όμως δύσκολο να βρει κανείς τον δημιουργό και πατέρα του σύμπαντος, κι αν ακόμα τον βρει δεν θα μπορέσει να τον αποκαλύψει σε όλους. Τούτο  λοιπόν πρέπει να εξετάσουμε  πάλι σχετικά μ’ αυτό, σύμφωνα με το ποιο από τα δύο πρότυπα τον έφτιαξε ο δημιουργός του. Σύμφωνα με το  αιώνιο και αμετάβλητο  ή σύμφωνα με εκείνο που γεννήθηκε; Αν ο κόσμος γύρω μας είναι όμορφος και ο δημιουργός του αγαθός, τότε γίνεται φανερό ότι προς το αιώνιο απέβλεπε. Διαφορετικά, κάτι που ούτε να το πει κανείς επιτρέπεται,  αν ο κόσμος δεν είναι καλός ούτε ο δημιουργός του αγαθός, τότε απέβλεπε προς κάτι που γεννήθηκε.  Είναι όμως φανερό σε όλους ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αιώνιο, επειδή ο κόσμος είναι ο ομορφότερος απ’ όλους όσους γεννήθηκαν κι ο δημιουργός του είναι η ανώτερη απ’ όλες τις αιτίες. Αφού λοιπόν φτιάχτηκε έτσι, σύμφωνα με τους λόγους μας, καταλαβαίνουμε ότι φτιάχτηκε σύμφωνα με το αμετάβλητο πρότυπο που γίνεται αντιληπτό από τη λογική  και τη σκέψη. Αφού, επομένως, δεχόμαστε όλα αυτά, τότε αναγκαστικά αυτός ο κόσμος πρέπει να είναι εικόνα κάποιου άλλου.

Τώρα, σε σχέση με όλα τα θέματα, είναι πολύ σημαντικό να αρχίσουμε από τη φυσική τους αρχή. Κατά συνέπεια, όταν ασχολούμαστε με μια εικόνα και με το πρότυπό της, πρέπει να βεβαιωνόμαστε ότι τα επιχειρήματά μας οφείλουν να ταιριάζουν με τα διάφορα  πράγματα που εξηγούν.  Όσα είναι μόνιμα, σταθερά και κατανοητά  με τη βοήθεια της σκέψης, θα είναι  και τα ίδια σταθερά και αμετάβλητα.  Πρέπει λοιπόν να βασιστούμε σε σταθερούς και αμετάβλητους συλλογισμούς, που αποκλείεται ν’ αποδειχθούν λανθασμένοι, ώστε να μην υστερούν σε τίποτα. Έτσι οι συλλογισμοί που εξηγούν εκείνο που δημιουργήθηκε με πρότυπο το αιώνιο και αποτελεί εικόνα του, πρέπει  να είναι πιθανοφανείς και ανάλογοι με τους πρώτους, αφού όποια σχέση υπάρχει ανάμεσα στη γένεση και την ουσία η ίδια υπάρχει ανάμεσα στην πίστη και την αλήθεια. Μην απορήσεις λοιπόν, Σωκράτη, ενώ πολλοί έχουν πει πολλά σχετικά με τους θεούς και τη δημιουργία του σύμπαντος, αν δεν καταφέρουμε να διατυπώσουμε σωστούς και απόλυτα συνεπείς από κάθε άποψη συλλογισμούς. Αν όμως κάνουμε υπολογισμούς που δεν είναι κατώτεροι από άλλους, θα πρέπει να νιώσουμε ικανοποίηση, έχοντας  κατά νου  ότι τόσο εγώ που μιλάω όσο και εσείς που με κρίνετε είμαστε άνθρωποι. Αφού λοιπόν δεχτούμε κάποια πιθανή ερμηνεία γι’ αυτά τα θέματα δεν θα πρέπει να αναζητούμε τίποτα περισσότερο από αυτό.

 

ΣΩΚΡΑΤΗΣ

Θαυμάσια, Τίμαιε. Πρέπει  να δεχτούμε απόλυτα αυτά που προτείνεις. Ακούσαμε βέβαια το προοίμιό σου με θαυμασμό. Μίλησέ μας τώρα και για το κύριο θέμα.

 

ΤΙΜΑΙΟΣ

Ας εξετάσουμε λοιπόν για ποιο λόγο έφτιαξε ο δημιουργός τη γένεση και τον κόσμο. Ήταν αγαθός, και ο αγαθός δεν έχει κανένα φθόνο μέσα του για τίποτα. Γι’ αυτό θέλησε να γίνουν τα πάντα όσο το δυνατόν πιο όμοια  με τον ίδιο. Όποιος λοιπόν δέχεται αυτή ως σπουδαιότερη αρχή για τη γένεση και τον κόσμο, ακούγοντάς την από συνετούς ανθρώπους, θα έπραττε σωστά. Ο θεός,  θέλοντας να κάνει όλα τα πράγματα όσο το δυνατόν πιο καλά  και χωρίς ασχήμιες, πήρε όλη την ορατή ύλη που ποτέ δεν ησύχαζε, αλλά  βρισκόταν σε άτακτη και ακανόνιστη κίνηση, και την έβαλε από την αταξία σε τάξη, πιστεύοντας ότι αυτή σε κάθε περίπτωση  είναι η καλύτερη. Σαν άριστος που είναι, ούτε ήταν ούτε είναι επιτρεπτό να κάνει τίποτα άλλο από το ωραιότερο. Αφού  λοιπόν σκέφτηκε καλά,  κατάλαβε πως οτιδήποτε ορατό από τη φύση και χωρίς λογικό δεν θα είναι ποτέ ωραιότερο από κάποιο άλλο σύνολο με νου, αλλά και πως δεν είναι δυνατό να υπάρξει σε κάτι νους χωρίς ψυχή. Με αυτή τη σκέψη έβαλε το λογικό στην  ψυχή, και βάζοντας  την ψυχή στο σώμα δημιουργούσε το σύμπαν, ώστε το έργο του να είναι από τη φύση του το καλύτερο και το ωραιότερο. Σύμφωνα  λοιπόν  με αυτό τον πιθανό συλλογισμό πρέπει να δεχτούμε  ότι ο κόσμος αυτός δημιουργήθηκε  ζωντανός, με ψυχή και με λογικό χάρη στην πρόνοια του θεού.

 

Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, πρέπει να εξετάσουμε αυτό που ακολουθεί στη συνέχεια. Ποιον άλλο ζωντανό κόσμο πήρε ο δημιουργός για πρότυπο,  όταν θέλησε να φτιάξει όμοιό του τον κόσμο. Δεν πρέπει να πιστέψουμε ότι είναι από τη φύση του μέρος κάποιου άλλου κόσμου, γιατί, αν μοιάζει με κάτι που δεν είναι τέλειο, τότε αποκλείεται να είναι κι ο ίδιος καλός. Είναι πιο σωστό να δεχτούμε ότι μοιάζει περισσότερο απ’ οτιδήποτε  άλλο μ’ εκείνο  τον ζωντανό κόσμο του οποίου αποτελούν μέρος όλα τα άλλα πλάσματα και ως άτομα και ως σύνολο, επειδή  εκείνος περιλαμβάνει και κλείνει μέσα του όλα τα νοητά όντα, όπως ακριβώς  αυτός ο κόσμος περιλαμβάνει εμάς και όλα τα άλλα ορατά πλάσματα. Αφού  λοιπόν ο θεός θέλησε να τον κάνει να μοιάζει με το καλύτερο και τελειότερο απ’ όλα τα νοητά δημιουργήματα, έφτιαξε  έναν ορατό κόσμο, ο οποίος περιλαμβάνει όλα τα ζωντανά πλάσματα που από τη φύση τους είναι όμοια προς αυτόν. Έχουμε  λοιπόν δίκιο όταν περιγράφουμε τον κόσμο σαν μοναδικό; Ή μήπως θα ήταν πιο σωστό να πούμε ότι υπάρχουν πολλοί και άπειροι; Αν έγινε σύμφωνα με το πρότυπό του, τότε πρέπει να είναι μόνο ένας,  γιατί αυτό που περιλαμβάνει όλα τα νοητά ζώα  δεν μπορεί ποτέ να είναι δεύτερο μαζί με κάποιο άλλο. Σ’ αυτή την περίπτωση θα έπρεπε να υπάρχει άλλος ένας που να κλείνει μέσα του και τους δυο, οι οποίοι θ’ αποτελούν τμήματά του.  Τότε όμως δεν θα ήταν σωστό να υποστηρίξουμε ότι αυτός ο κόσμος είναι όμοιος με εκείνους τους δυο αλλά μόνο με τον ένα που κλείνει μέσα του τους άλλους δυο. Για να είναι επομένως ο κόσμος μόνος του όμοιος με το τέλειο πρότυπο, ο δημιουργός δεν έφτιαξε ούτε δύο ούτε άπειρους άλλους κόσμους, αλλά αυτός ο ουρανός είναι ένας και μοναδικός και τώρα και πάντα.

Οτιδήποτε δημιουργείται πρέπει να έχει σώμα ορατό και απτό. Τίποτα όμως  δεν μπορεί να είναι ορατό μακριά από τη φωτιά και τίποτα απτό χωρίς να έχει στερεότητα. Δεν υπάρχει όμως τίποτα στερεό χωρίς να έχει χώμα. Όταν λοιπόν ο θεός άρχισε να φτιάχνει το σώμα του σύμπαντος, χρησιμοποίησε φωτιά και χώμα. Δεν είναι όμως δυνατό να ενωθούν καλά δυο σώματα χωρίς τη μεσολάβηση  και κάποιου τρίτου, γιατί ανάμεσα στα δύο πρώτα πρέπει να υπάρχει κάτι που θα τα συνδέει. Καλύτερος δεσμός είναι αυτός που ενώνει τον εαυτό του τέλεια με εκείνα τα πράγματα  που συνδέει σε ένα ενιαίο. 

 

Η εργασία αυτή γίνεται με αποτελεσματικό τρόπο από τη φυσική σχέση των αναλογιών. Όταν δηλαδή ο μέσος από τρεις αριθμούς, είτε κύβοι είναι αυτοί είτε δυνάμεις, έχει με τον τελευταίο την ίδια σχέση που έχει και ο πρώτος με τον μέσο, και αντίστροφα,  όποια σχέση έχει ο τελευταίος προς τον μέσο έχει και ο μέσος με τον πρώτο, τότε, επειδή  ο μέσος γίνεται και πρώτος και τελευταίος, ενώ ο πρώτος κι ο τελευταίος γίνονται με τη σειρά τους μέσοι, αναγκαστικά  θα είναι όλοι ίδιοι και κατά συνέπεια  θ’ αποτελούν ενιαίο σύνολο. Αν λοιπόν το σώμα του σύμπαντος γινόταν επίπεδο χωρίς βάθος,  ένας  μόνο μέσος όρος θα ήταν αρκετός για να συνδέσει τον εαυτό του με τα άλλα δυο στοιχεία. Τώρα όμως,  το σώμα του σύμπαντος έπρεπε να είναι στερεό και τα στερεά δεν συνδέονται ποτέ με έναν μέσο αλλά πάντα με δύο. Για τον λόγο αυτό ο θεός ανάμεσα στη φωτιά και το χώμα έβαλε το νερό και τον αέρα με την ίδια αναλογία, δηλαδή ο αέρας  να αναλογεί με το νερό όσο η φωτιά με τον αέρα  και το νερό με το χώμα όσο ο αέρας  με το νερό, φτιάχνοντας  έναν κόσμο ορατό και απτό.   Με αρμονική λοιπόν αναλογία αυτών των τεσσάρων στοιχείων, που είναι τέτοιου είδους, δημιουργήθηκε το σώμα του κόσμου. Ώστε, αφού φτιάχτηκε ενιαίο και ίδιο με τον εαυτό του,  έγινε  αδιάσπαστο από τον οποιονδήποτε εκτός από τον δημιουργό του.

 

Έτσι,  στη δημιουργία του κόσμου έχουν περιληφθεί ολόκληρα αυτά τα τέσσερα στοιχεία, αφού ο δημιουργός του χρησιμοποίησε ολόκληρη τη φωτιά, το νερό, τον αέρα και το χώμα που υπήρχε, χωρίς να αφήσει έξω τίποτα με το οποίο θα μπορούσε να φτιαχτεί οτιδήποτε άλλο.  Και τούτο γιατί σκέφτηκε αυτά: Πρώτο, να φτιάξει ένα σύνολο κατά το δυνατόν τέλειο και ολοκληρωμένο, αποτελούμενο από τέλεια μέρη. Δεύτερο,  να είναι μοναδικό, αφού δεν θα έχει μείνει κανένα στοιχείο έξω απ’ αυτό, ώστε να δημιουργηθεί άλλο τέτοιο. Και τέλος, να μένει άθικτος από γεράματα κι αρρώστιες, επειδή ήξερε  ότι το ζεστό και το κρύο  και όλα όσα έχουν βίαιες ιδιότητες, όταν περιβάλλουν απ’ έξω ένα σύνθετο σώμα και συγκρούονται μαζί του, μπορούν να το διαλύσουν πρόωρα και να το καταστρέψουν  με γεράματα και αρρώστιες.  Γι’ αυτό λοιπόν τον λόγο και μ’ αυτή τη σκέψη οικοδόμησε τον κόσμο με τέτοιο τρόπο,  ώστε ν’ αποτελεί ενιαίο σύνολο με όλα τα στοιχεία που υπάρχουν και να είναι τέλειος  και αγέραστος και άτρωτος από ασθένειες. Του έδωσε επίσης το σχήμα που του ταίριαζε περισσότερο και ήταν πιο συγγενικό προς αυτόν. Στον ζωντανό όμως κόσμο που είχε σχεδιαστεί για να κλείσει  μέσα του κάθε πλάσμα, καταλληλότερο ήταν το σχήμα που μπορούσε να τα περιλάβει όλα τα σχήματα που υπάρχουν.  Γι’ αυτό το λόγο τον έκανε κυκλικό και σφαιρικό, με το κέντρο του σε ίση απόσταση απ’ όλα τα σημεία της περιφέρειάς του, ένα σχήμα, δηλαδή, που είναι τελειότερο απ’ όλα τ’ άλλα  και περισσότερο όμοιο με τον εαυτό του, πιστεύοντας ότι το όμοιο είναι απείρως ωραιότερο από το ανόμοιο. Εξωτερικά τον έκανε λείο με μεγάλη  ακρίβεια, για πολλούς λόγους. Ο κόσμος, άλλωστε, δεν χρειαζόταν  να έχει μάτια, αφού έξω από αυτόν δεν υπήρχε  τίποτα ορατό. Ούτε ακοή χρειαζόταν, εφόσον δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να γίνει ακουστό. Γύρω από τον  κόσμο δεν υπήρχε αέρας για ν’ αναπνέει. Ούτε πάλι είχε ανάγκη και από όργανα  για να δέχεται  τροφή ή ν’ αποβάλλει αυτή που είχε χωνέψει πιο πριν, αφού τίποτα δεν μπορούσε να μπει ή να βγει  από οποιοδήποτε μέρος του - δεν υπήρχε άλλωστε τίποτα. Ήταν φτιαγμένος με τρόπο που μπορούσε να δίνει ο ίδιος για τροφή στον εαυτό του εκείνο  το μέρος του που φθείρεται, και είχε φτιαχτεί από τον δημιουργό του τέτοιος, ώστε όλες οι ενέργειες και τα πάθη του να προέρχονται  από τον ίδιο τον εαυτό του, αφού ο δημιουργός του έκρινε ότι θα ήταν καλύτερος  αν είχε αυτάρκεια, παρά αν  χρειαζόταν κι άλλα πράγματα. Σκέφτηκε επίσης να μην του δώσει χέρια, γιατί δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να πιάσει ή ν’ αποκρούσει, αλλά ούτε και πόδια ή άλλα όργανα για να κινείται. Του έδωσε βέβαια την κατάλληλη για το σώμα του κίνηση, δηλαδή εκείνη από τις εφτά κινήσεις  που ταιριάζει περισσότερο στη λογική και τη σωφροσύνη. Γι’ αυτό λοιπόν τον έκανε  να κινείται ομοιόμορφα  κυκλικά, στο ίδιο σημείο και γύρω από τον εαυτό του, αφαιρώντας  τις άλλες έξι κινήσεις και διαμορφώνοντάς τον με τρόπο που θα ήταν άχρηστες. Βλέποντας ότι μ’ αυτή την περιστροφική κίνηση δεν χρειαζόταν  να περπατάει, τον κατασκεύασε χωρίς σκέλη και πόδια.

 

Η σκέψη του αιώνιου θεού, η οποία αφορούσε τον θεό που θα γεννηθεί κάποτε, έφτιαξε  το σώμα του κόσμου λείο, ομαλό και με όλα τα μέρη του σε ίδια απόσταση  από το κέντρο,  δηλαδή έναν κόσμο ενιαίο, τέλειο και αποτελούμενο από τέλεια συστατικά. Στη μέση του τοποθέτησε την ψυχή, απλώνοντάς  την παντού -  ακόμα και την εξωτερική του επιφάνεια περικάλυψε  μ’ αυτή την ίδια. Έτσι δημιούργησε  έναν και μοναδικό κόσμο που κινείται  κυκλικά, που  από την αυτάρκειά του παίρνει  από μέσα του ό,τι  χρειάζεται, δίχως να έχει ανάγκη από τίποτε άλλο, που γνωρίζει  ο ίδιος τον εαυτό του και τον αγαπά πολύ. Γι’ αυτό τον λόγο τον έφτιαξε ευτυχισμένο θεό.

 

Την ψυχή δεν την κατασκεύασε ο θεός μετά από το σώμα ούτε να είναι νεότερη, όπως εμείς τώρα αναφέρουμε. Όταν ο θεός τα συνέδεσε μεταξύ τους, δεν ήταν δυνατόν να αφήσει  το αρχαιότερο να κυβερνιέται από το νεότερο. Εμείς  που μετέχουμε στο τυχαίο και το άτακτο, μιλάμε  με τον ίδιο τρόπο. Ο θεός όμως δημιούργησε την ψυχή πριν από το σώμα κι έτσι είναι ανώτερή του τόσο στην ηλικία όσο και στην αρετή, για να το εξουσιάζει και όχι να εξουσιάζεται απ’ αυτό. Την έφτιαξε μάλιστα από την ύλη  και με τον τρόπο που θα σας περιγράψω. Ανάμεσα στην ουσία που είναι αδιαίρετη και αμετάβλητη, και στην ουσία που γίνεται διαιρετή και μεταβλητή στα σώματα ανακάτεψε ένα τρίτο είδος ουσίας που αποτελείται  τόσο από το αμετάβλητο όσο και από το μεταβλητό. Την τοποθέτησε  λοιπόν ανάμεσα στην αδιαίρετη  και στη διαιρετή ουσία των πραγμάτων. Και μετά, παίρνοντας  τα τρία αυτά είδη, τα ανακάτεψε ώστε να σχηματίσουν ένα μόνο σώμα, αναγκάζοντας τη φύση του άλλου να προσαρμοστεί με τη βία στη φύση του αμετάβλητου, εκείνου δηλαδή που δεν αναμειγνύεται. Ύστερα, έφτιαξε  από τις τρεις ουσίες μαζί ένα μείγμα που το χώρισε  σε όσα μέρη χρειαζόταν. Καθένα απ’ αυτά τα μέρη είχε αποτελεστεί  από την αμετάβλητη, τη μεταβλητή και την τρίτη ουσία. Στη συνέχεια άρχισε  να διαιρεί το μείγμα ως εξής:

 

Πρώτα χώρισε  ένα μέρος  από ολόκληρο το μείγμα.

Ύστερα χώρισε  διπλάσια ποσότητα  απ’ αυτήν.

Τρίτο, χώρισε ποσότητα μιάμιση φορά  μεγαλύτερη  από τη δεύτερη και τριπλάσια από την πρώτη.

Τέταρτο, πήρε διπλάσια ποσότητα  από τη δεύτερη.

Πέμπτο, χώρισε ποσότητα  τριπλάσια από την τρίτη.

Έκτο,  πήρε ποσότητα οκταπλάσια από την πρώτη.

Και έβδομο, χώρισε ποσότητα είκοσι επτά φορές περισσότερη από την πρώτη.

 

Στη συνέχεια γέμισε τα κενά που είχαν  λόγο το δύο και τα κενά με λόγο το τρία, χωρίζοντας κι άλλες ποσότητες από το αρχικό μείγμα και βάζοντάς  τες  στη μέση των παραπάνω αναλογιών, με τρόπο ώστε να υπάρχουν  δύο μέσοι όροι.

 

Απ’ αυτούς, ο πρώτος  υπερέχει  από το ένα άκρο ακριβώς όσο  υπολείπεται  από το άλλο.

Ο δεύτερος υπερέχει και υπολείπεται εξίσου, κατά τον ίδιο αριθμό.

Επειδή όμως έτσι δημιουργήθηκαν νέα διαστήματα σ’ εκείνα που υπήρχαν ήδη, δηλαδή αναλογίες τριών προς δύο,  τεσσάρων προς τρία και εννέα προς οκτώ, συμπλήρωσε τις αναλογίες των τεσσάρων προς τρία με διαστήματα των εννέα προς οκτώ.

Έτσι έμεινε τελικά ένα μικρό μέρος  από το καθένα τους, που μπορεί  να παρασταθεί με την αναλογία διακόσια πενήντα έξι προς διακόσια σαράντα τρία.

Έτσι χρησιμοποίησε ολόκληρο το αρχικό μείγμα.

 

Αυτή τη σύνθεση τη χώρισε  κατά μήκος φτιάχνοντας δυο κομμάτια. Αφού έβαλε το ένα μισό επάνω στο άλλο, όπως το σχήμα του Χ, τα λύγισε κυκλικά ενώνοντας πρώτα τα άκρα τους και στη συνέχεια τα σημεία αυτά μεταξύ τους, σχηματίζοντας δυο αντίθετους κύκλους. Σ’ αυτούς τους κύκλους, τον έναν μέσα στον άλλον, έδωσε κίνηση που γίνεται πάντα με τον ίδιο τρόπο και στον ίδιο τόπο. Ύστερα έδωσε στο αμετάβλητο την εξωτερική κίνηση, ενώ την εσωτερική στο μεταβλητό και κανόνισε ώστε η κίνηση του αμετάβλητου να γίνεται πλευρικά προς τα δεξιά, ενώ η κίνηση του μεταβλητού διαγώνια προς τα αριστερά. Την υπεροχή  την έδωσε στην περιστροφή του αμετάβλητου, την οποία άφησε άσχιστη. Αντίθετα, έσχισε έξι φορές την εσωτερική περιστροφή δημιουργώντας εφτά άνισους κύκλους με τα διπλά και τα τριπλά διαστήματα, τρία από κάθε είδος. Ύστερα όρισε ότι αυτοί οι δυο κύκλοι θα κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση. Από τους εφτά εσωτερικούς κύκλους κανόνισε ώστε οι τρεις να περιστρέφονται με την ίδια ταχύτητα, ενώ οι υπόλοιποι  τέσσερις με ταχύτητες διαφορετικές τόσο μεταξύ τους όσο και σχετικά με τους πρώτους τρεις, όμως σταθερά και με κανονικότητα.

 

 

Όταν ολοκληρώθηκε η σύνθεση της ψυχής με τη θέληση του δημιουργού, τότε εκείνος δημιούργησε και το σώμα. Έπειτα τα συνέδεσε και τα εναρμόνισε κέντρο με κέντρο. Η ψυχή, ξεκινώντας από το μέσον, απλώθηκε μέχρι τα τελευταία άκρα του ουρανού, τον κάλυψε κυκλικά απ’ έξω κι άρχισε να γυρίζει γύρω από τον εαυτό της, σε μια αιώνια και σώφρονα ζωή. Το σώμα του ουρανού είναι ορατό, ενώ της ψυχής αόρατο. Εκείνη όμως μετέχει στη λογική και στην αρμονία, ως ψυχή των νοητών και των αιώνιων όντων, και είναι ανώτερη απ όλα τα όντα που έχουν γεννηθεί, αφού δημιουργήθηκε από το άριστο.

 

Επειδή λοιπόν δημιουργήθηκε από το ανακάτεμα αυτών των τριών πραγμάτων, του αμετάβλητου, του μεταβλητού και της τρίτης ουσίας, που χωρίστηκαν και αναμείχθηκαν αναλογικά, και επειδή περιστρέφεται γύρω και μέσα στον εαυτό της, κάθε φορά που συναντιέται με κάτι διαιρετό ή αδιαίρετο, προσδιορίζει με τι μοιάζει αυτό ή από τι διαφέρει. Έτσι καθορίζει το που, το πώς,  το πότε και τη σχέση αυτών που συμβαίνουν στον κόσμο, τη θέση που έχουν μεταξύ τους  και την αλληλεπίδραση που υπάρχει και ανάμεσά τους και σε σχέση με τ’ αμετάβλητα. Ο προσδιορισμός αυτός, που είναι το ίδιο αληθινός είτε πρόκειται για το μεταβλητό είτε για το αμετάβλητο, κατευθύνεται χωρίς φωνή και ήχο σ’ αυτό που κινείται μόνο του. Κι όταν έχει  σχέση με το αισθητό, τότε ο κύκλος του μεταβλητού που κινείται σε ευθεία γραμμή το κάνει γνωστό σ’ ολόκληρη την ψυχή, κι έτσι δημιουργούνται οι γνώμες και οι πεποιθήσεις  οι απόλυτα βέβαιες και αληθινές. Όταν όμως αναφέρεται στο νοητό, που ο γρήγορος κύκλος του αμετάβλητου το μεταφέρει αμέσως στην ψυχή, τότε το αποτέλεσμα είναι η νόηση και η γνώση.

Κι αν κανείς ισχυριστεί ποτέ ότι αυτό από το οποίο δημιουργήθηκαν αυτά τα δυο πράγματα είναι κάτι διαφορετικό από την ψυχή, τότε ασφαλώς οτιδήποτε άλλο εκτός από την αλήθεια λέει.

 

Ο δημιουργός χάρηκε όταν διαπίστωσε ότι ο κόσμος κινείται και μοιάζει με τους αιώνιους θεούς και, ευχαριστημένος απ’ αυτό, σκέφτηκε να τον κάνει ακόμα πιο όμοιο με το πρότυπο που είχε χρησιμοποιήσει. Ξέροντας ότι το πρότυπό του είναι ζωντανό και αιώνιο, προσπάθησε  να κάνει το ίδιο και με τον κόσμο.  Επειδή όμως η φύση εκείνου του προτύπου είναι αιώνια και δεν μπορούσε να τη μεταδώσει απόλυτα στον κόσμο, σκέφτηκε  να τον κάνει σαν κινητή εικόνα της αιωνιότητας.

 

Βάζοντας λοιπόν τάξη στον ουρανό, έφτιαξε της σταθερής αιωνιότητας την εικόνα, η οποία κινείται σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών, αυτό που βέβαια ονομάζουμε χρόνο,  και ταυτόχρονα δημιούργησε τις ημέρες, τις νύχτες, τους μήνες και τα χρόνια που δεν υπήρχαν πριν δημιουργηθεί ο ουρανός. Όλα αυτά είναι μέρη του χρόνου.

Το μέλλον και το παρόν είναι επίσης μορφές του χρόνου που εμείς, χωρίς να το καταλαβαίνουμε, εσφαλμένα αποδίδουμε στην αιώνια ουσία, αφού λέμε ότι αυτή υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει  πάντα,  ενώ το σωστό είναι να λέμε μόνο ότι υπάρχει.

 

Το υπήρχε και το θα υπάρχει πρέπει να τα λέμε μόνο για τη γένεση που κινείται μέσα σε συγκεκριμένα χρονικά όρια. Το υπήρχε και το θα υπάρχει είναι απλές κινήσεις, ενώ η αμετάβλητη ουσία δεν μπορεί να γίνεται πιο παλαιά ή πιο νέα με το πέρασμα του χρόνου. Ούτε να γεννιέται  ή να έχει γεννηθεί ή θα γεννηθεί. Ούτε να υφίσταται το παραμικρό απ’ όσα συμβαίνουν στα πράγματα που γίνονται  αντιληπτά με τις αισθήσεις, αφού όλα είναι μορφές του χρόνου που μιμείται την αιωνιότητα και περιστρέφεται σταθερά  σύμφωνα με τους νόμους των αριθμών. Ακόμα, κάνουμε λάθος όταν μιλάμε έτσι,  δηλαδή ότι  το γεγονός είναι γεγονός, ότι δηλαδή γίνεται αυτό που γίνεται, ότι θα γίνει  κάτι που πρόκειται να γίνει και ότι το ανύπαρκτο είναι ανύπαρκτο. Σχετικά μ’ αυτά όμως δεν θα ήταν ίσως η κατάλληλη ευκαιρία για να το αναλύσουμε τώρα με ακρίβεια.

 

Ο χρόνος λοιπόν γεννήθηκε μαζί με τον ουρανό και θα χαθούν – αν επέλθει ποτέ κάποια καταστροφή τους – μαζί, αφού δημιουργήθηκαν ταυτόχρονα και σύμφωνα με το πρότυπο της αμετάβλητης ουσίας, ώστε να της μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο. Το πρότυπο υπάρχει  στην αιωνιότητα, ενώ ο χρόνος από το άλλο μέρος υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει. Επομένως, ως συνέπεια αυτής της λογικής και των σχεδίων του θεού, όσον αφορά τη γένεση του χρόνου, δημιουργήθηκε ο ήλιος, το φεγγάρι και άλλα πέντε άστρα που ονομάζονται πλανήτες, έτσι ώστε να προσδιοριστούν και να διατηρηθούν οι αριθμοί του χρόνου.

 

Όταν ο θεός έφτιαξε τα σώματα αυτών των πλανητών, τους τοποθέτησε στις τροχιές που υπάρχουν στην μεταβλητή ουσία, δηλαδή εφτά πλανήτες σε εφτά τροχιές. Πρώτη τοποθέτησε τη σελήνη σε τροχιά γύρω από τη γη και στη συνέχεια τον ήλιο. Ακολούθησε ο Εωσφόρος και το άστρο του Ερμή διανύοντας την τροχιά τους με την ταχύτητα που έχει ο ήλιος, αλλά σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση απ’ αυτόν. Έτσι ο ήλιος, ο Εωσφόρος  και ο Ερμής φτάνουν ξαφνικά ο ένας τον άλλο ή προλαμβάνονται ο ένας από τον άλλο.

 

Όσο για τα υπόλοιπα άστρα, αν κανείς εξέταζε αναλυτικά τις θέσεις στις οποίες τα τοποθέτησε ο θεός και όλες τις υπόλοιπες λεπτομέρειες, η περιγραφή – που δεν μας αφορά αυτή τη στιγμή – θα  ήταν πολύ πιο κουραστική από το θέμα εξαιτίας του οποίου θα λεγόταν. Αυτά ίσως αργότερα σε κάποια ευκαιρία να τύχουν της αναφοράς  που τους αξίζει.

 

Όταν λοιπόν όλα τ’ άστρα, που η συνεργασία τους θα δημιουργούσε τον χρόνο, μπήκαν στην τροχιά τους, απέκτησαν ζωή κι έμαθαν τον προορισμό τους, τότε άρχισαν να περιστρέφονται σύμφωνα με την κίνηση της μεταβλητής ουσίας, που είναι πλάγια σε σχέση με της αναλλοίωτης, από την οποία κυριαρχείται. Ορισμένα είχαν μεγαλύτερο κύκλο, ενώ άλλα μικρότερο. Τα δεύτερα είχαν ταχύτερη περιστροφή, ενώ τα πρώτα πολύ πιο αργή. Με την κίνηση όμως της αμετάβλητης  ουσίας, τα άστρα που περιστρέφονται πιο αργά φαίνονταν να καταφθάνουν τα άλλα, ενώ στην πραγματικότητα συνέβαινε το αντίθετο.  Κι αυτό επειδή η κίνηση της αναλ-λοίωτης ουσίας στρέφει  ελικοειδώς όλους τους κύκλους, δίνοντας την εντύπωση ότι το σώμα που απομακρυνόταν πολύ αργά απ’ αυτήν βρισκόταν πιο κοντά της.

 

Για να υπάρχει σαφές μέτρο σύγκρισης των σχετικών κινήσεων των άστρων, γρήγορων και αργών, με τις οποίες περιστρέφονταν στις οκτώ τροχιές τους, ο θεός άναψε ένα φως στη δεύτερη τροχιά μετά τη γη, το οποίο τώρα έχουμε ονομάσει ήλιο, που φωτίζει όσο γίνεται καλύτερα ολόκληρο τον ουρανό και βοηθάει να μετέχουν  στους αριθμούς όσα όντα πρέπει να μετέχουν, διδάσκοντάς τα  από την περιστροφή του αμετάβλητου και αναλλοίωτου. Γι’ αυτούς λοιπόν τους λόγους δημιουργήθηκε έτσι η ημέρα και η νύχτα, που αποτελούν μαζί τη μόνη και πιο σαφή κυκλική κίνηση.

 

Ο μήνας, από το άλλο μέρος, δημιουργείται όταν το φεγγάρι συμπληρώσει την κυκλική του κίνηση και ξαναφτάσει πάλι τον ήλιο, ενώ το έτος γίνεται με τη συμπλήρωση ενός κύκλου από τον ήλιο.  Οι περιστροφές των υπόλοιπων  άστρων δεν είναι γνωστές  στους ανθρώπους, εκτός από λίγους, και γι’ αυτό δεν τους έχουν δώσει  ονόματα αλλά ούτε και σκέφτηκαν να τις συγκρίνουν μεταξύ τους με βάση τους αριθμούς. Έτσι δεν ξέρουν, κατά κανόνα, πως οι περιστροφές και αυτών των άστρων, που παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και θαυμαστή τάξη, είναι επίσης χρόνος.

 

Μπορούμε όμως να καταλάβουμε ότι ο τέλειος αριθμός του χρόνου συμπληρώνει το τέλειο έτος, όταν όλα τα κινούμενα άστρα ολοκληρώσουν τις οκτώ περιστροφές τους και φτάσουν στο ίδιο σημείο  απ’ όπου ξεκίνησαν, συγκρινόμενα με την περιστροφή του αμετάβλητου και ομοιόμορφα κινούμενου.

 

Μ’ αυτόν λοιπόν τον τρόπο δημιουργήθηκαν όλα τ’ άστρα που μετακινούνται στον ουρανό, ώστε το σύμπαν να μοιάζει όσο το δυνατόν περισσότερο  με το τέλειο και νοητό πλάσμα σε σχέση με την απομίμηση της αιώνιας φύσης.

 

Όλα τα όντα που είχαν δημιουργηθεί μέχρι τη γέννηση του κόσμου ήταν όμοια με το πρότυπό τους,  εκείνα όμως που γεννήθηκαν  στη συνέχεια δεν έμοιαζαν με το πρότυπο, αφού δεν περιλαμβάνονταν στα πρώτα.  Ο θεός λοιπόν ολοκλήρωσε το ασυμπλήρωτο τμήμα του κόσμου κάνοντάς το όμοιο με τη φύση του προτύπου. Καθώς η λογική αντιλαμβάνεται πόσες και ποιες  είναι οι ιδέες που υπάρχουν  στον αμετάβλητο ζωντανό κόσμο, ο δημιουργός σκέφτηκε ότι κι ο μεταβλητός κόσμος έπρεπε να έχει τις ίδιες μορφές, ποσοτικά  και ποιοτικά. Αυτές οι μορφές είναι τέσσερις. Πρώτη το ουράνιο γένος των θεών, δεύτερη το φτερωτό γένος που κινείται στον αέρα,  τρίτη το γένος όσων ζουν στο νερό, και τέταρτη το γένος αυτών που ζουν στη γη και περπατούν.

 

Τη θεία μορφή ο δημιουργός την έφτιαξε κυρίως από φωτιά, ώστε να είναι όσο το δυνατόν πιο λαμπρή και όμορφη, της έδωσε σφαιρικό σχήμα για να μοιάζει με το σύμπαν, την τοποθέτησε στο εξωτερικό μέρος του σύμπαντος και την άπλωσε κυκλικά γύρω στον ουρανό, ώστε ν’ αποτελεί πραγματικό του κόσμημα.

 

Στα θεία όντα έδωσε δυο κινήσεις. Η μία είναι ομοιόμορφη και γίνεται στο ίδιο σημείο, επειδή ο θεός έχει την ίδια άποψη για τα ίδια πράγματα. Η άλλη είναι κίνηση προς τα εμπρός, που υπακούει στην περιστροφή της αναλλοίωτης και αμετάβλητης ουσίας. Τις υπόλοιπες πέντε κινήσεις, ο θεός δεν τις έδωσε στα θεία όντα, αλλά τα έκανε ανίκητα και στάσιμα, για να γίνουν κατά το δυνατόν τέλεια.  Αυτός είναι ο λόγος που τα απλανή άστρα, ως θεϊκά και αιώνια ζωντανά όντα,  περιστρέφονται πάντα στο ίδιο σημείο. Οι πλανήτες όμως, που κινούνται και περιστρέφονται, δημιουργήθηκαν με τον τρόπο που αναφέραμε πιο πάνω.

 

Τη γη που μας θρέφει και είναι τυλιγμένη γύρω στον άξονα που διασχίζει το σύμπαν από τη μια μέχρι την άλλη άκρη, ο θεός την έκανε δημιουργό και φρουρό της ημέρας και της νύχτας, σαν πρώτη και μεγαλύτερη απ’ όλους τους θεούς που δημιουργήθηκαν στον ουρανό.

 

Θα ήταν όμως ματαιοπονία, αφού δεν διαθέτουμε πρότυπα για να μελετήσουμε τις κινήσεις τους, να μιλήσουμε για τους χορούς αυτών των άστρων,  για τις συνόδους τους, για τις προσεγγίσεις και απομακρύνσεις τους, για τους θεούς που πλησιάζουν ή απομακρύνονται μεταξύ τους, για το ποιοι και πότε περνούν πίσω από κάποιον άλλο, ώστε να χάνονται και να ξαναεμφανίζονται στα μάτια μας, στέλνοντας ανησυχητικά σημάδια στους ανθρώπους, που δεν μπορούν να σκεφτούν λογικά για τα πράγματα που θα συμβούν στο μέλλον. Επομένως,  ας αρκεστούμε σε όσα είπαμε μέχρι τώρα κι ας σταματήσουμε εδώ τη συζήτηση σχετικά με τη φύση των ορατών  και δημιουργημένων θεών.

 

Η συζήτηση πάλι σχετικά με τις υπόλοιπες θεότητες και την προέλευσή τους είναι πολύ βαρύ έργο για τις δυνάμεις μας. Ας δείξουμε λοιπόν εμπιστοσύνη σ’ εκείνους που μίλησαν  γι’ αυτές πριν από μας και που, όπως έλεγαν, ήταν απόγονοι θεών και ήξεραν χωρίς αμφιβολία  πολύ καλά τους προγόνους τους. Είναι αδύνατο να απιστούμε σε παιδιά θεών, έστω κι αν όσα λένε στερούνται επαρκών αποδείξεων, αλλά, αφού μιλάνε για οικογενειακά τους θέματα, ας δεχτούμε αυτά που υποστηρίζουν, ότι δηλαδή από τη Γη και τον Ουρανό γεννήθηκαν ο Ωκεανός και η Τηθύς, και απ’ αυτούς  ο Φορκέας,  ο Κρόνος, η Ρέα  και αρκετοί άλλοι μαζί τους. Κι ότι από τον Κρόνο και τη Ρέα γεννήθηκαν ο Δίας και η Ήρα κι όλοι εκείνοι ους οποίους θεωρούμε αδελφούς και απογόνους τους. Όταν γεννήθηκαν λοιπόν όλοι οι θεοί, κι εκείνοι που περιφέρονται φανερά κι εκείνοι που εμφανίζονται όποτε θέλουν, ο δημιουργός του σύμπαντος τους είπε:

 

«Θεοί θεών, που εγώ δημιούργησα και γέννησα, θα είστε άφθαρτοι όπως τα έργα μου, όσο θέλω να υπάρχετε και να μην εξαφανιστείτε. Ό,τι είναι συναρμολογημένο μπορεί να λυθεί, αλλά αυτός που θα επιχειρήσει να χαλάσει κάτι φτιαγμένο σωστά ασφαλώς κάνει κακή πράξη. Επομένως κι εσείς, επειδή ακριβώς γεννηθήκατε κάποτε,  δεν είστε ούτε αθάνατοι ούτε άφθαρτοι. Δεν θα φθαρείτε όμως ποτέ ούτε θα υποκύψετε στον θάνατο, γιατί με τη θέλησή μου διαθέτετε δεσμό πολύ μεγαλύτερο και στερεότερο από εκείνους με τους οποίους συνδεθήκατε κατά τη στιγμή της γέννησής σας.

 

Ακούστε λοιπόν τι έχω να σας πω. Απομένουν αγέννητα ακόμη τρία θνητά γένη, που αν δεν δημιουργηθούν ο κόσμος δεν θα είναι τέλειος, καθώς θα του λείπουν πολλά είδη πλασμάτων. Πρέπει λοιπόν να δημιουργηθούν, αν θέλουμε να είναι απόλυτα τέλειος. Αν αυτά τα γένη γίνουν από μένα και τους δώσω εγώ ζωή, θα είναι ίδια με τους θεούς. Για να γίνουν θνητά και για να είναι το σύμπαν πραγματικό σύμπαν, πρέπει ν’ αναλάβετε εσείς, όπως προστάζει η φύση, να δημιουργήσετε τα ζωντανά πλάσματα,  έχοντας για παράδειγμα  τη δική μου ενέργεια, όταν σας δημιούργησα.

 

Θα σπείρω  όμως, και θα προετοιμάσω και θα σας παραδώσω εκείνο το μέρος τους που πρέπει να χαρακτηρίζεται  αθάνατο, να θεωρείται θείο και να επιβάλλεται σε όσα θέλουν να υπακούουν πάντα στη δικαιοσύνη και σε σας τους ίδιους. Όσο για το υπόλοιπο, φτιάξτε το εσείς συνδυάζοντας το θνητό με το αθάνατο, δημιουργήστε ζωντανά όντα, θρέψτε τα για να μεγαλώσουν και, όταν πεθάνουν, πάρτε τα πάλι πίσω».

 

Αφού τα είπε αυτά, ανακάτεψε  πάλι στο ίδιο δοχείο και με τον ίδιο τρόπο ό,τι είχε απομείνει από τις ουσίες που είχε χρησιμοποιήσει πιο πριν,  και έφτιαξε  την ψυχή των πάντων. Αυτή τη φορά όμως δεν χρησιμοποίησε εντελώς καθαρές και αμετάβλητες ουσίες, αλλά δεύτερης και τρίτης ποιότητας.

 

Αφού έφτιαξε το μείγμα, το χώρισε σε τόσα μέρη όσα και τ’ άστρα, για να δώσει στο καθένα από μια ψυχή. Ύστερα έβαλε τις ψυχές σαν μέσα σε όχημα, τους έδειξε τη φύση του σύμπαντος και τους είπε τους νόμους της μοίρας, ότι δηλαδή η πρώτη γέννηση θα είναι μία και η αυτή για όλα τα πλάσματα, ώστε καμία να μην αδικηθεί απ’ αυτόν. Ότι οι ίδιες οι ψυχές, αφού τοποθετηθούν καθεμιά στο κατάλληλο όργανο του χρόνου, θα δημιουργήσουν το πιο θεοσεβούμενο από όλα τα όντα. Και ότι, επειδή η ανθρώπινη φύση είναι διπλή, ανώτερο φύλο θα είναι εκείνο που θα ονομαστεί στη συνέχεια ανδρικό.

 

Αφού οι ψυχές θα τοποθετούνται αναγκαστικά στα πλάσματα, οπότε ένα μέρος τους θα προστίθεται κι ένα θα αφαιρείται από το σώμα τους, στην αρχή θα δημιουργηθεί σε όλα τα πλάσματα αναγκαστικά μια έμφυτη και κοινή εντύπωση εξαιτίας  αυτών των βίαιων μεταβολών. Δεύτερον, θα υπάρχει  επιθυμία ανακατεμένη με απόλαυση και λύπη. Τρίτον, θα προκαλείται φόβος και θυμός και όλα τα άλλα πάθη  που είναι είτε συγγενικά είτε αντίθετα μ’ αυτά.

 

Αν οι ανθρώπινες ψυχές υποτάξουν τα πάθη αυτά, θα ζήσουν με δικαιοσύνη. Διαφορετικά θα βουτηχτούν στην αδικία. Κι όποιος περάσει σωστά τον χρόνο που έχει οριστεί γι’ αυτόν, θα επιστρέψει  μετά τον θάνατό του στο άστρο απ’ όπου ξεκίνησε για να ζήσει εκεί ευτυχισμένα. Αν όμως δεν γίνει αυτό, τότε στη δεύτερη γέννησή του θα γίνει γυναίκα. Αν, ακόμα και τότε, δεν σταματήσει να κάνει κακό, θα συνεχίσει να μεταβάλλεται ανάλογα με το είδος της κακίας του στο αντίστοιχο άγριο θηρίο.

 

Αυτές οι μεταμορφώσεις δεν θα σταματήσουν παρά μόνο όταν υποταχτεί στην περιφορά  του αμετάβλητου και αναλλοίωτου που έχει μέσα του  και,  κυριαρχώντας με τη λογική σ’ εκείνη τη φοβερή  μάζα φωτιάς, νερού, αέρα και γης που του δόθηκε μετά τη γέννησή του, θυελλώδη και παράλογη μάζα,  επιστρέψει και πάλι στην αρχική άριστη μορφή του.

 

Αφού λοιπόν ο θεός τους έδωσε αυτές τις εντολές, ώστε να είναι ανεύθυνος για τις μελλοντικές κακίες τους, συνέχισε να σπέρνει κι άλλες ψυχές στη γη, στο φεγγάρι και στα υπόλοιπα όργανα του χρόνου. Ύστερα ανέθεσε στους νέους θεούς να δημιουργούν θνητά σώματα, να ελέγχουν το υπόλοιπο της ανθρώπινης ψυχής, που έπρεπε να προστεθεί, και να κυβερνούν τα θνητά πλάσματα με τον καλύτερο και ωραιότερο δυνατό τρόπο που είχαν στη διάθεσή τους, εκτός πια κι αν αυτά γίνονται μόνα τους αίτια συμφορών για τον εαυτό τους.

 

Όταν έδωσε αυτές τις εντολές ο δημιουργός κλείστηκε πια στον εαυτό του με τον συνηθισμένο του τρόπο. Κι όσο βρισκόταν σ’ αυτή την ήρεμη κατάσταση, τα παιδιά του κατανόησαν τις διαταγές που είχαν πάρει και υπάκουσαν  σ’ αυτές. Πήραν λοιπόν την αθάνατη αρχή του θνητού πλάσματος και, με παράδειγμα τον πατέρα τους, δανείστηκαν  από τον κόσμο τμήματα φωτιάς, γης, νερού και αέρα,  με την υπόσχεση να του τα επιστρέψουν πάλι αργότερα, και άρχισαν να τα συνδέουν μεταξύ τους, για να φτιάξουν ένα ενιαίο σύνολο, όχι με τους αδιάλυτους δεσμούς που είχαν  δεθεί εκείνα τα ίδια αλλά στερεώνοντας τα υλικά με αμέτρητα καρφιά, τόσο μικρά που ήταν αόρατα.  Έτσι έφτιαξαν κάθε σώμα ανεξάρτητο από τα άλλα και μέσα του έβαλαν τις περιφορές της αθάνατης ψυχής.

 

Τότε οι ψυχές, κλεισμένες μέσα στο σώμα σαν σε μεγάλο ποτάμι, ούτε το κατεύθυναν ούτε κατευθύνονταν απ’ αυτό, αλλά μόνο παρέσυραν  και παρασύρονταν βίαια, κάνοντας έτσι ολόκληρο το ζωντανό πλάσμα να κινείται  άτακτα και ακατάστατα σε οποιαδήποτε κατεύθυνση, αφού διέθετε και τις έξι κινήσεις. Πήγαινε δηλαδή μπρος, πίσω, πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά και περιπλανιόταν σε όλες τις κατευθύνσεις. Μολονότι όμως το κύμα, που πλημμύριζε την ψυχή και μετά  ξεχυνόταν έξω απ’ αυτή καθώς της έδινε τροφή, ήταν πολύ δυνατό, πολύ μεγαλύτερη ήταν η ταραχή που δημιουργούσαν στα πλάσματα διάφορα  άλλα εξωτερικά αίτια, όταν τύχαινε  κάποιο απ’ αυτά να συγκρουστεί με ξένη φωτιά που συναντούσε στο δρόμο του ή με στέρεο τμήμα γης ή με τη γλιστερή επιφάνεια του νερού ή με κάποια ανεμοθύελλα της ατμόσφαιρας. Όλες οι κινήσεις που οφείλονταν σ’ αυτές τις αιτίες περνούσαν από το σώμα κι έπεφταν πάνω στην ψυχή. Γι’ αυτό τον λόγο ονομάστηκαν τότε αισθήσεις, όπως δηλαδή εξακολουθούν να ονομάζονται και σήμερα.

.......

..........

.............