Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

ΤΡΩΑΔΕΣ

415 π.Χ.

 

ΠΡΟΣΩΠΑ του ΕΡΓΟΥ

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

ΑΘΗΝΑ

ΕΚΑΒΗ

ΧΟΡΟΣ

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

ΕΛΕΝΗ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ του ΕΡΓΟΥ

Μετά την άλωση της Τροίας, οι Έλληνες έβαλαν σε κλήρο τις Τρωαδίτισσες για να τις μοιραστούν και να τις πάνε στην Ελλάδα. Αυτές είναι μαζεμένες θρηνώντας, μπροστά στις σκηνές τους, και περιμένουν να μάθουν που θα κληρωθεί η καθεμιά. Στους διαλόγους τους φαίνεται σε όλο της το μεγαλείο η αγριότητα των Ελλήνων κατακτητών του Ιλίου. Βλέποντας αυτές τις πράξεις, ο Ποσειδώνας και η Αθηνά, η πρώην προστάτης των Ελλήνων, αποφασίζουν τους φέρουν συμφορές για να τους τιμωρήσουν.

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Άφησα τα αρμυρά βάθη του Αιγαίου, με τους νερένιους χορούς των Νηρηίδων τους και ήρθα εγώ ο Ποσειδώνας, εδώ στη γη της Τροίας. Από τότε που τα πέτρινα κάστρα της έκτισα με το Φοίβο, από τότε πάντα αγάπη για την Τροία έχω που τώρα τη λιώνει φωτιά κι κείτεται κουρσεμένη απ' τα όπλα των Αργείων.

Ο Φωκέας Επειός, με τη συμβουλή της Παλλάδας, έφτιαξε τον Ξύλινο Ίππο και το κούφωμά του μέσα το γέμισε με οπλισμένους. Έτσι το έμπασε στην Τροία, σαν αφιέρωμα φριχτής καταστροφής. (Όλες οι γενιές που θα έρθουν θα τον λένε Δούρειο Ίππο, αφού μέσα στα σπλάχνα του είχε κρυμμένα δόρατα).

Τώρα τα άλση είναι ρημαγμένα, τώρα μια πλημμύρα από αίμα τρέχει στα ανάκτορα των θεών. Ο Πρίαμος έπεσε σφαγμένος πάνω στο βωμό του προστάτη Δία.

Ενώ οι Αχαιοί φορτώνουν στα καράβια τους τα μεγάλα αποθέματα του χρυσαφιού της Τροίας και τα λάφυρα από τη Φρυγία για να τα πάνε στην πατρίδα τους. Περιμένουν να φυσήξει ούριος άνεμος να πάνε πίσω να δουν με χαρά τις γυναίκες και τα παιδιά τους, που τους περιμένουν εδώ και δέκα χρόνια.

Εγώ πια νικημένος από την θεά των Αργείων, την Ήρα, και από την Αθηνά

- που βοήθησαν να καταστραφούν οι Τρώες - εγκαταλείπω το δοξασμένο Ίλιον και τους βωμούς μου.

Γιατί όταν μια πόλη ερημωθεί και νικήσει η ασέβεια, οι θεοί ντροπιάζονται πια εκεί και αρνούνται να δέχονται άλλο τιμές.

Ο Σκάμανδρος τώρα αντηχεί τα κλάματα των γυναικών που τις βάζουν στον κλήρο. Άλλες τις κερδίζουν οι Αργείοι, άλλες οι Θεσσαλοί, άλλες Αρκάδες, και οι πρώτοι από τους Αθηναίους οι απόγονοι του Θησέα.

Και οι αμοίραστες, περιμένουν αρπαγμένες, στις σκηνές - σαν λάφυρα για τους καλύτερους.

Ανάμεσα σ' αυτές είναι και η Ελένη από τη Λακωνία, που κι αυτήν την υπολόγισαν για σκλάβα, όπως της άξιζε.

Να και η δυστυχισμένη Εκάβη. Κείτεται σωριασμένη μπρος στην πόρτα της σκηνής της, σπαράζοντας, γιατί έχασε πολλούς δικούς της.

Η κόρη της η Πολυξένη, σφάχτηκε στον τάφο του Αχιλλέα, σκοτώθηκε ο Πρίαμος, σκοτώθηκαν τα παιδιά της. Και την παρθένα την Κασσάνδρα, τη θεόπνευστη, που ήταν ιέρεια του Φοίβου, την κάνει γυναίκα του ο Αγαμέμνονας με τη βία, τη νύχτα, αψηφώντας τους θεούς και κάθε ευσέβεια.

Χαίρε κάποτε ευτυχισμένη Πόλη! Χαίρε Τροία άπαρτο κάστρο! Αν δεν σε κατέστρεφε η Αθηνά, η κόρη του Δία, ακόμα άπαρτη θα έστεκες.

 

(Εμφανίζεται η Αθηνά)

 

ΑΘΗΝΑ

Γεια σου Ποσειδώνα, αδερφέ του πατέρα μου, μεγάλε μέσα στους δαίμονες,

και τιμώμενε ανάμεσα στους θεούς. Να σου μιλήσω, τώρα που πέρασε πια η προηγούμενη εχθρότητά μας;

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Γειά σου. Πάντα μου ευχαριστούν την καρδιά, βασίλισσα Αθηνά, τα λόγια των συγγενών μου.

 

ΑΘΗΝΑ

Μου αρέσει ο ήπιος τρόπος σου. Και τα λόγια μου θα σου αρέσουν.

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Θα μου μεταφέρεις κάποιο καινούργιο μήνυμα από τον Δία ή κάποιον άλλο θεό;

 

ΑΘΗΝΑ

Όχι. Θέλω την συμπαράστασή σου για την Τροία.

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Τι έγινε; Δεν την μισείς άλλο; Σπλαχνίζεσαι που τη βλέπεις κατεστραμμένη απ' τη φωτιά;

 

ΑΘΗΝΑ

Για πες μου πρώτα, θα με βοηθήσεις;

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Εσύ πρώτα εξήγησέ μου. Για τους Αχαιούς ή για την Τροία ήρθες;

 

ΑΘΗΝΑ

Τώρα θέλω να γλυκάνω την καρδιά των Τρώων. Και να πικράνω την επιστροφή των Αχαιών.

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Γιατί αλλάζεις γνώμη τόσο συχνά και άλλοτε αγαπάς άλλοτε μισείς όποιον θέλεις;

 

ΑΘΗΝΑ

Δεν βλέπεις ότι με πρόσβαλαν οι Αχαιοί; Εμένα και τους ναούς μου;

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Γνωρίζω. Επειδή ο Αίας πήρε με τη βία την Κασσάνδρα.

 

ΑΘΗΝΑ

Και δεν του είπε ούτε του έκανε κανείς από τους Αχαιούς τίποτα.

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Ακόμα κι όταν με τη δική σου δύναμη πήραν το Ίλιον!

 

ΑΘΗΝΑ

Τώρα λοιπόν θέλω με τη δική σου βοήθεια να τους τιμωρήσω.

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Είμαι έτοιμος να σε βοηθήσω. Τι σκέφτεσαι να κάνεις;

 

ΑΘΗΝΑ

Θέλω να κάνω δύσκολο το γυρισμό τους.

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Όσο είναι στη στεριά ή στην αλμυρή θάλασσα;

 

ΑΘΗΝΑ

Όταν πλέουν για τα σπίτια τους από την Τροία. Ο Δίας θα τους ρίξει βροχή και τρομερό χαλάζι και θα στείλει, μου είπε, τρομερούς ανέμους. Σ' εμένα υποσχέθηκε να μου δώσει κεραυνούς, να χτυπήσω τα πλοία των Αχαιών και να τους βάλω φωτιά.

Κι εσύ, από τη μεριά σου, φέρε στη θάλασσα του Αιγαίου τρικυμίες και δίνες φοβερές, και γέμισε τον κόλπο της Εύβοιας με πνιγμένους, για να μάθουν άλλη φορά να τιμούν τους ναούς μου, οι Αχαιοί, και να σέβονται όλους τους θεούς.

 

ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ

Θα το κάνω. Δεν χρειάζεται να μου πεις άλλα. Θα το ταράξω το Αιγαίο πέλαγος.

Οι ακτές της Μυκόνου, της Δήλου, της Σκύρου της Λήμνου και του Καφηρέα, θα βγάζουν κουφάρια πνιγμένων.

Πήγαινε στον Όλυμπο τώρα να πάρεις από τον πατέρα σου τους κεραυνούς και περίμενε ώσπου να σαλπάρουν τα καράβια των Αργείων.

Είναι ανόητος όποιος εκπορθεί πόλεις, και ρημάζει τους τάφους και τα ιερά και όσια των νικημένων. Καταστρέφεται κι αυτός μετά με τη σειρά του.

 

(Ο Ποσειδώνας και η Αθηνά χάνονται. Η Εκάβη - αναδεύει σιγά σιγά και προσπαθεί να σηκωθεί. Κλαίει)

 

ΕΚΑΒΗ

Σήκωσε το κεφάλι σου, δυστυχισμένη. Δεν υπάρχει πια Τροία, δεν είσαι πια βασίλισσα. Άντεξε την αλλαγή της μοίρας. Τώρα πρέπει να πας με το ρεύμα

όπου σε πάει η τύχη σου. Αλίμονο μου. Και για ποια συμφορά δεν έχω κλάψει;

Η πατρίδα μου κάηκε, τα παιδιά μου και ο άντρας μου χάθηκαν. Ω πόσο μικρή έγινε η αρχοντιά των προγόνων μου.

Τι να σιωπήσω; Τι να πω; Τι να κλάψω; Αχ η δυστυχισμένη, με βαρύ κορμί,

πως είμαι σωριασμένη! Πως κείμαι σε πέτρινο κρεβάτι! Ω το κεφάλι μου, οι κρόταφοί μου, τα πλευρά μου! Αχ να κυλιστώ χάμω και να χτυπιέμαι καθώς θα κλαίω για τις συμφορές μου αιώνια!

Αυτό είναι το τραγούδι των δυστυχισμένων! Να κλαίνε για τα δεινά τους.

Ω καράβια που ήρθατε στην Τροία την ιερή, με τα γρήγορα κουπιά σας από τα ήρεμα λιμάνια της Ελλάδας και με αυλούς τραγουδώντας παιάνες, σκίζοντας τα κύματα, αράξατε εδώ στους κόλπους του Ιλίου, για να πάρετε την κακούργα, τη φριχτή Ελένη, την καταστροφή του Κάστορα και του Ευρώτα την ντροπή.

Που σφάξατε τον Πρίαμο, τον πατέρα πενήντα παιδιών, κι εμένα τη δυστυχισμένη Εκάβη σαν καράβι με ρίξατε στο βράχο αυτό της συμφοράς.

Αχ! Που βρίσκομαι! Μπροστά στη σκηνή του Αγαμέμνονα! Με σέρνουν δούλα στα γεράματά μου και τα μαλλιά μου για το πένθος έχω κόψει!

Ω των χάλκινων Τρώων δύστυχες γυναίκες και κόρες !

Καίγεται η Τροία! Ας κλάψουμε!

Κι εγώ σαν κλωσσομάνα έτσι θ' αρχίσω να κλαίω - όχι να τραγουδώ όπως τότε που ακουμπώντας στου Πρίαμου το σκήπτρο άρχιζα το χορό πρώτη χτυπώντας ρυθμικά τα πόδια μου και υμνώντας τους θεούς.

 

(Στη σκηνή αρχίζουν να μπαίνουν δυο ομάδες Τρώισσες αιχμάλωτες - τα ημιχόρια - και η Κορυφαία του καθενός, μιλάει με την Εκάβη)

 

ΗΜΙΧΟΡΙΟ Α΄

- Εκάβη τι κλαις, τι ξεφωνίζεις; Ακούγονται οι φωνές σου μέχρι μέσα στις σκηνές. Και ο πανικός χοροπηδάει στα στήθια των Τρωάδων. Κι αυτές κλαίνε για τη σκλαβιά τους!

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ γυναίκες! οι Αργείοι πάνε ήδη προς τα καράβια τους!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΧΟΡΟΥ

Πιάσαν τα κουπιά; Που να με πάνε άραγε, που να με σύρουν σκλάβα τώρα;

 

ΕΚΑΒΗ

Δεν ξέρω! Μόνο συμφορά βλέπω!

 

ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΧΟΡΟΥ

Αλίμονο! Δυστυχισμένες γυναίκες της Τροίας! Βγείτε ν' ακούσετε τη συμφορά μας! Θα σαλπάρουν σε λίγο τα καράβια των Αργείων!

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ Αχ! Μη τώρα, μη! Την θεόπνευστη Κασσάνδρα, που ντρόπιασαν οι Αργείοι

μην φέρνετε έξω, μην την κάνετε να τρελαθεί από τον πόνο της. Μην μου φέρετε κι άλλη πίκρα!

Αχ Τροία, Τροία! Καταστράφηκες.

Δυστυχισμένοι όσοι σ' έχασαν. Και οι ζωντανοί και οι σφαγμένοι.

 

ΗΜΙΧΟΡΙΟ Β΄

- Αχ ! Αλίμονό μας! Βγήκα απ' τις σκηνή του Αγαμέμνονα για να ακούσω τα λόγια σου, βασίλισσα. Με τρομάζεις!

Οι Αργείοι πρόκειται να μας σκοτώσουν ή θα βάλουν πλώρη για τη χώρα τους;

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ κόρη μου, κάνε κουράγιο!

 

ΤΡΩΑΔΑ Α΄

- Τρέμω από τη φρίκη!

 

ΤΡΩΑΔΑ Β΄

- Ήρθε κανείς αγγελιοφόρος των Δαναών; Που θα με δώσουν σκλάβα την δύστυχη;

 

ΕΚΑΒΗ

Σύντομα θα δείξει που κληρωθήκαμε να πάμε.

 

ΤΡΩΑΔΑ Α΄

- Αχ Αλίμονό μου! Ποιος Αργείος, ποιος από την Φθιώτιδα, ή νησιώτης θα με πάρει μακριά από την δύστυχη Τροία;

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ! Και μένα τη δύστυχη, σε ποια γή τώρα, στα γεράματα, θα με στείλουν σκλάβα; Άσαρκη και άχρηστη, πεθαμένη σχεδόν, σαν ξόανο, για φύλακα ίσως της πόρτας ή για να ταΐζω τα μικρά!

Εμένα που είχα μέσα στην Τροία τις μεγαλύτερες τιμές;

 

ΧΟΡΟΣ

Αλίμονο! Με τι τραγικό τρόπο κλαις για τη συμφορά σου...

- Δεν θα ρίχνω πια σαΐτα σε τρωαδίτικο αργαλειό...

- Στερνή φορά σας βλέπω. Στερνή!

- Τις πιο πικρές μέρες μου θα ζήσω, ή θα με σύρουν σε κρεβάτι οι Έλληνες...

Θεέ μου, μη τύχει τέτοια νύχτα!

- Ή σαν αξιολύπητη σκλάβα θα κουβαλάω νερό από την Πειρήνη;

- Ας ήταν να με έπαιρναν στην ευτυχισμένη χώρα του Θησέα!

- Όχι! Όχι στη γη που την ποτίζει ο Ευρώτας και στα νερά που η μισητή Ελένη λούζονταν!

- Να μην τον ξανασυναντήσω σαν δούλα πια τον Μενέλαο Τον πορθητή της Τροίας!

- Στην γη του Πηνειού την πανέμορφη και την πλούσια, στους πρόποδες του Ολύμπου ας με πάρουν καλύτερα. Άκουσα πως είναι γεμάτη βλάστηση

και πολύ πλούσια. Σ' αυτή τη γη να με έπαιρναν - αν δεν με πήγαιναν στου Θησέα.

- Και στη χώρα του Ηφαίστου, εκεί μακριά, στη γη της Αίτνας, απέναντι από τους Φοίνικες, στα Σικελικά όρη, που έχω ακούσει ότι στεφανώνουν τις αρετές.

- Ή στη χώρα που τη βρέχει το Ιόνιο πέλαγος, που της ποτίζει ο Κράθος

και ξανθίζει τα χωράφια και τα γεμίζει καρπούς.

 

(Πλησιάζει ένας Αργείος αγγελιοφόρος)

 

- Να! Έρχεται ο κήρυκας από τον στρατό των Αργείων! Φέρνοντας τις διαταγές τους. Σταματάει μπροστά μας.

Τι νέα φέρνει; Τι θα μας πει; Σκλάβες πια! Σκλάβες είμαστε της χώρας της Δωρίδας.

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Εκάβη, είμαι ο Ταλθύβιος ο αγγελιοφόρος του στρατού των Αχαιών. Γνωριζόμαστε από πριν, γυναίκα, έχω έρθει πολλές φορές να φέρω μαντάτα στην Τροία.

Τώρα σας φέρνω καινούργιες διαταγές.

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ! Αυτό! Αυτό φίλες μου Τρωαδίτισσες ήταν ο φόβος μου τόση ώρα!

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Έγινε η κλήρωση, αν αυτό φοβόσουν.

 

ΕΚΑΒΗ

Σε ποιον άραγε κληρώθηκα; Σε ποια πόλη της Θεσσαλίας ή της Φθιώτιδας ή της Θήβας;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Σε ξεχωριστό άνδρα η καθεμιά και όχι όλες μαζί, κληρωθήκατε.

 

ΕΚΑΒΗ

Πες μας. Σε ποιον; Ποια Τρωαδίτισσα μένει έξω από τη συμφορά;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Θα σου πω. Ξέρω. Ρώτα με με τη σειρά.

 

ΕΚΑΒΗ

Σε ποιον άνδρα κληρώθηκε η δυστυχισμένη κόρη μου, η Κασσάνδρα;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Την πήρε ο Αγαμέμνονας. Χωρίς κλήρο.

 

ΕΚΑΒΗ

Θα γίνει δούλα της Κλυταιμνήστρας; Αλίμονο!

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Την πήρε ταίρι για τη νύχτα στο κρεβάτι του.

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ! Την ιέρεια του Φοίβου! Που ο θεός της όρισε να μείνει παρθένα!

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Την ερωτεύτηκε πολύ δυνατά την θεϊκή κόρη σου!

 

ΕΚΑΒΗ

Ρίξε κόρη μου τα ιερά κλαδιά! Βγάλε τώρα τα ιερά στέφανα που τα φοράς για στολίδια!

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Είναι μικρή η τύχη της να κοιμάται με βασιλιά;

 

ΕΚΑΒΗ

Και την άλλη την μικρή μου που την πήγατε;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Λες για την Πολυξένη; Γι' αυτήν;

 

ΕΚΑΒΗ

Ναι γι' αυτήν. Σε ποιον την έριξε ο κλήρος;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Την όρισαν να υπηρετεί στον τύμβο του Αχιλλέα.

 

ΕΚΑΒΗ

Αλίμονό μου! Για υπηρέτρια του τάφου την γέννησα; Τι νόμος και τούτος, τι συνήθεια!

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Καλοτύχιζέ την. Τυχερή είναι να λες.

 

ΕΚΑΒΗ

Τα λόγια σου είναι σαν χρησμός θεού. Πες μου, ζει;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Αυτή τη βρήκε τη μοίρα της. Τέλειωσαν οι συμφορές της.

 

ΕΚΑΒΗ

Και η γυναίκα του χαλκοντυμένου Έκτορα, του γιου μου, η δύστυχη Ανδρομάχη; Ποια τύχη έχει;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Την πήρε ο γιος του Αχιλλέα. Χωρίς κλήρο.

 

ΕΚΑΒΗ

Κι εγώ σε ποιον θα πάω, που πρέπει να κρατάω ραβδί για να στηρίζω το γέρικο κορμί μου;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Ο Οδυσσέας σε κέρδισε για σκλάβα του.

 

ΕΚΑΒΗ

Αλίμονο! Χτύπα ψυχή μου το κεφάλι σου το δύστυχο! Σχίσε τα μάγουλα με τα νύχια σου! Αλίμονό μου! Στον φριχτό τον πανούργο με έδωσαν για σκλάβα. Σ' αυτό το ανόσιο θηρίο που μισεί τη δικαιοσύνη. Που με τη γλώσσα του τη δίβουλη κάνει το άσπρο μαύρο! Και αλλάζει τα λόγια του!

Κλάψτε με Τρωάδες. Χάθηκα η άμοιρη! Καταστράφηκα! Μου έτυχε ο χειρότερος κλήρος!

 

ΧΟΡΟΣ

Την έμαθες την τύχη σου, σεβαστή Εκάβη. Μα τη δική μας τύχη ποιος θα μας την πει;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Έλα τώρα, γρήγορα, φέρτε μου την Κασσάνδρα να την παραδώσω στα χέρια του Αγαμέμνονα και έπειτα να πάω τις άλλες διαλεγμένες, στον καθένα που ανήκουν.

 

(Στη σκηνή της Κασσάνδρας φαίνεται λάμψη)

 

Μπα! Τι λάμψη είναι αυτή μέσα στη σκηνή; Βάζουν φωτιά; Τι κάνουν; Καίγονται μόνες τους να μην τις πάνε στο Άργος; Τέτοιες συμφορές δύσκολα τις ανέχεται ο ελεύθερος άνθρωπος. Ανοίξτε! Ανοίξτε! Σβήστε τη φωτιά να μην έχω εγώ την ευθύνη.

 

ΕΚΑΒΗ

Δεν καίγονται. Είναι η κόρη μου η Κασσάνδρα. Η μανία του Φοίβου την τρέλανε.

Έρχεται προς τα εδώ.

 

(Βγαίνει η Κασσάνδρα αλλόφρων. Κρατάει πυρσό)

 

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

Σήκω εσύ. Κάντε στην άκρη. Κρατώ φωτιά. Ιερουργώ. Να! Να! Το ναό φωτίζω με τον πυρσό. Βασιλιά μου και άντρα μου! Ευτυχισμένος είναι ο γαμπρός. Ευτυχισμένη κι εγώ που θα παντρευτώ βασιλιά, στο Άργος.

Ω Υμέναιε βασιλιά!

Μάνα μου, στα δάκρυα και στους θρήνους για τον πατέρα μου και την Τροία την αγαπημένη, στενάζεις, κι εγώ το φως για το γάμο μου ανάβω, να φωτίσω και να λάμψω!

Φως σου δίνω Υμέναιε. Φως σου δίνω Εκάτη, για τους γάμους της παρθένας όπως είναι η συνήθεια.

Χτύπα το απαλό πόδι. Σύρε το χορό - Ευοί, ευάν! Όπως έκανες όταν ζούσε και ήταν ευτυχισμένος ο πατέρας σου! Χόρεψε ιερό χορό. Σύρε τον Φοίβε τον χορό

Μέσα στο δαφνοστόλιστο ναό σου κάνω θυσίες.

Υμέναιε! Υμέναιε!

Χόρευε μάνα. Γέλα. Σύρε τα πόδια σου. Πάμε με το δικό μου βήμα. Τραγουδήστε στον Υμέναιο με ευτυχίας τραγούδια.

Τραγουδάτε μαζί με τη νύφη όμορφες κοπέλες της Τροίας! Τραγουδήστε τον άντρα μου που μου έστειλε η μοίρα.

 

ΧΟΡΟΣ

Βασίλισσα κράτα την κόρη σου την αλλόφρονα. Θα φτάσει στο στρατόπεδο των Αργείων!

 

ΕΚΑΒΗ

Ήφαιστε, που κρατάς τη φλόγα στους νεόνυμφους, μας άναψες φωτιά πένθους, θάνατο που δεν βάζει ο νους ανθρώπου!

Αχ κόρη μου, δεν μου πέρασε ποτέ απ' το μυαλό πως θα έκανες τέτοιο γάμο βιασμένο με τα όπλα. Δώσε μου τον πυρσό κόρη μου. Δεν κάνει να τον κρατάς εσύ με την τόση ταραχή σου. Αχ δεν σου έβαλαν μυαλό οι συμφορές. Είσαι η ίδια!

Πάρτε μέσα τα δαδιά. Στα νυφιάτικα τραγούδια της με θρήνους απαντήστε.

 

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

Μάνα μου, σαν νικητή στεφάνωσέ με. Και γλέντησε στο γάμο μου. Η ίδια εσύ οδήγησέ με - κι αν αρνιέμαι, σπρώξε με. Αν υπάρχει Απόλλωνας θα γίνει πιο πικρός κι απ' της Ελένης ο γάμος μου με τον Αγαμέμνονα.

Θα τον σφάξω. Θα του κάψω κι εγώ το παλάτι όπως έκανε αυτός. Το χαμό των αδερφών μου θα εκδικηθώ. Και του πατέρα. Δεν θα πω για τα ανόσια. Δεν θα πω για το τσεκούρι που θα πέσει στο λαιμό του και στους τράχηλους των άλλων.

Ούτε τη μητροκτονία που θα φέρει ο γάμος μου, των Ατρειδών το ξεθεμέλιωμα.

Πιο ευτυχισμένη είναι η Τροία απ' το Άργος. Θα το δείξω - ότι προφητείες λέγοντας - θα πω γεγονότα.

Αυτοί για μια γυναίκα και την ομορφιά της, για μιαν Ελένη - μύριοι έπεσαν

και ο αρχηγός τους το ακριβότερο θυσίασε να πάρει ο αδερφός του ό,τι περισσότερο μισούσε.

Δεν πέθαιναν αυτοί για την πατρίδα τους δεν υπερασπίζονταν όρια και πύργους και όσους τους πήρε ο πόλεμος ούτε τα παιδιά τους είδαν ούτε τους σαβάνωσαν χέρια γυναικών. Στην ξένη γη τους έθαψαν. Και στην πατρίδα τους τα ίδια. Χήρες πεθαίναν οι γυναίκες τους, οι γονείς τους δίχως τέκνα, δίχως νεκρικές τιμές. Να ποιο έπαινο αξίζουν!

Και αφήστε τις ντροπές που είδαν τα σπίτια τους. Ας μην υμνήσει η μαντεία μου τέτοιες συμφορές.

Οι Τρώες όμως για την πατρίδα τους έπεφταν - υψίστη δόξα, κι όσους ο Άρης χάλαγε οι φίλοι τους τους έφερναν στο σπίτι, χέρια αγαπημένα τους έντυναν νεκρούς, στην πατρική τους γη τους έθαβαν.

Κι όσοι το Χάρο γλίτωναν με τους δικούς τους όλοι ζούσαν και στα σπίτια τους.

Χαρές που οι Αργείοι τις στερούνταν.

Και για του Έκτορα τη μοίρα μη λυπάσαι. Τρισένδοξος χάθηκε και για τη δόξα του οι Αχαιοί ήταν η αιτία. Δίχως αυτούς ο Έκτορας αδόξαστος θα έμενε.

Και ο Πάρης, του Δία την κόρη παντρεύτηκε - αλλιώς δόξα του θα έμενε σιωπηλή στο σπίτι.

Τον μισούν οι γνωστικοί τον πόλεμο. Κι έτσι πρέπει. Αν όμως έρθει ανάγκη είναι τιμή στον άντρα να χαθεί σαν παλικάρι. Ντροπή είναι να δειλιάσει.

Γι' αυτό την Τροία μην την κλαις. Μήτε το γάμο μου μητέρα - καταστροφή θα γίνει αυτός για τους εχθρούς μας.

 

ΧΟΡΟΣ

Περηφανεύεσαι για τις συμφορές μας και τα χαίρεσαι! Και τα δεινά που προφητεύεις, ποιος τα ξέρει;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Αν δεν ήσουν θεοπαρμένη δεν θα τους κατευόδωναν τους αρχηγούς μας τέτοιες προφητείες, δίχως κλάμα.

Αλλά και οι μεγάλοι και οι σοφοί δεν είναι τίποτα καλύτερο απ' τους απλούς ανθρώπους.

Να! Ο βασιλιάς των Πανελλήνων ο μέγας, - ο διαλεχτός γιος του Ατρέα - έρωτα ένιωσε μεγάλο γι' αυτήν τη φρενιασμένη. Όμως εγώ, και πάμφτωχος, ποτέ δεν θα την έπαιρνα.

Ας είναι. Αφού δεν είσαι στα καλά σου, τις βρισιές που μας έσυρες και τα παινέματα που έκανες στους Τρώες, σ' τα χαρίζω. Ας τα πάρει ο άνεμος

Έλα τώρα, ταίρι διαλεχτό του αρχηγού μας, ακολούθησέ με στο καράβι.

Και συ Εκάβη - όταν σε ζητήσει ο Οδυσσέας - σκλάβα θα πας σε μια πολύ συνετή γυναίκα, όπως λένε αυτοί που έχουν έρθει στο Ίλιον.

 

ΚΑΣΣΑΝΔΡΑ

Συμφορά να είσαι κήρυκας! Όνομα ντροπής και σκλάβος σιχαμένος

και των τυράννων τα θελήματα υπηρετείς!

Λες ότι η μάνα μου σκλάβα θα δουλεύει στο παλάτι του Οδυσσέα;

Όχι. Ο Απόλλωνας το λέει - εδώ θα πεθάνει.

Και τα άλλα τα φρικτότερα για τον Οδυσσέα δεν θα τα πω. Δεν ξέρει τι του μέλλει να πάθει. Μπροστά στις δικές του συμφορές, οι δικές μας εδώ φαίνονται για χρυσάφι. Άλλα δέκα χρόνια θα κάνει να δει στην Ιθάκη. Κι όταν φτάσει θα είναι μόνος του. Θα περάσει τους στενούς βράχους της τρομερής Χάρυβδης. Τον καρτερεί ο Κύκλωπας ο που κατοικεί στα βουνά και τρώει ωμό κρέας. Η Λιγυριανή μάγισσα η Κίρκη, η κακιά - που τους ανθρώπους μεταμορφώνει σε γουρούνια. Ναυάγια τον περιμένουνε στη θάλασσα και του λωτού η πλάνα αποθυμιά και του Ήλιου οι ιερές αγελάδες, που η σάρκα τους βγάζει ανθρώπινη φωνή. Αυτά θα είναι οι δυστυχίες του Οδυσσέα. Και στον Άδη ακόμα θα κατέβει ζωντανός, και στο σπίτι του γυρνώντας συμφορές θα βρει αμέτρητες.

Όμως γιατί να απαριθμώ όλα τα δεινά του Οδυσσέα;

Ελάτε. Γρήγορα. Στον Άδη θα τον βρούμε το γαμπρό μας.

Ω στρατηγέ των Δαναών, που περνάς για τιμημένος! Θα σε θάψουν μές στη νύχτα, όχι ημέρα, κι ο θάνατός σου θα είναι πολύ άσχημος.

Και μένα - την ιέρεια του Απόλλωνα - γυμνό θα μου πετάξουνε το πτώμα στα φαράγγια και θα το φέρουν τα νερά κοντά στον τάφο του γαμπρού μου και θα το δώσουν στα θεριά να το κατασπαράξουν. Τέλειωσαν για μένα οι γιορτές που μέχρι τώρα με γέμιζαν χαρά.

Ω στεφάνια του λατρευτού θεού μου στολίδια της ιέρειας. Γεια σας. Γεια σας στεφάνια μου, όσο είμαι αγνή ακόμα! Στον άνεμο τα ρίχνω να φθάσουν γρήγορα κοντά σου, χρησμοδότη βασιλιά!

Που είναι του στρατηγού το πλοίο; Σε ποιο πρέπει να μπω; Μην μας καθυστερείς άλλο, έλα γρήγορα αεράκι. Να με πάρει απ' αυτά τα χώματα σαν να είμαι Ερινύα.

Σ' αφήνω μάνα μου. Μην κλάψεις.

Πατρίδα αγαπημένη μου που στα χώματά σου είναι θαμμένοι ο πατέρας μου και τα αδέρφια μου, χαίρε. Δεν είναι μακριά η μέρα που θα με υποδεχθείτε. Θα έρθω νικηφόρος. Θα το ρημάξω το παλάτι των Ατρειδών - που μας εξόντωσαν.

 

(Ο Ταλθύβιος με την Κασσάνδρα φεύγουν)

 

ΧΟΡΟΣ

Ε! Σεις! Που φυλάτε την Εκάβη! Δεν βλέπετε την κυρά σας που κείτεται άλαλη στο χώμα; Σηκώστε την. Μην την αφήνετε άλλο χάμω. Βαστάτε της το γερασμένο σώμα.

 

(Βοηθούν την Εκάβη)

 

ΕΚΑΒΗ

Αφήστε με. Τα άχρηστα δεν χρειάζονται. Αφήστε με στο χώμα σαν πτώμα - έτσι ταιριάζει για όσα έπαθα και παθαίνω και θα πάθω. Ω θεοί! Κακούς συμμάχους επικαλούμαι, όμως παρηγοριά είναι το όνομά σας σ' όποιον τον χτυπήσει μαύρη μοίρα.

Πρώτα να εξιστορήσω τα καλά μου, όσα είχα. Να λυπηθείτε πιο πολύ για τα τωρινά μου πάθη.

Ήμουν βασιλοπούλα και βασιλιά παντρεύτηκα και γέννησα παιδιά, τα πρώτα μες στην Τροία. Και Τρωαδίτισσα ή άλλη Ελληνίδα ή βάρβαρη δεν έχει να περηφανευτεί, όσο εγώ, για τα παιδιά της. Τα είδα τα παιδιά μου από σπαθί αργείτικο να πέφτουν και τα τίμησα και στον τάφο τους επάνω άφησα τα μαλλιά μου.

Και τον πατέρα τους τον Πρίαμο η ίδια εγώ τον μοιρολόγησα και με τα μάτια μου τον είδα να τον σφάζουν στο βωμό!

Κι όλη την Τροία την είδα ρημαγμένη και τις κόρες που για άντρες διαλεχτούς ανάθρεψα άλλοι μου τις παίρνουν.

Και ούτε θα με δουν άλλο ούτε θα τις δω. Και το τελευταίο - σαν στέμμα πάνω στα άλλα, γερόντισσα με σέρνουν στην Ελλάδα σκλάβα. Και στην πιο πικρή μοίρα των γηρατειών θα με ρίξουν. Ή να κρατώ τα κλειδιά της πόρτας - εγώ η μάνα του Έκτορα, ή να ζυμώνω και στο χώμα να κοιμάμαι, σκελετωμένη και σκυφτή κι αντί βασιλικά στολίδια να φορώ κουρέλια. Κουρέλι πια και η ίδια. Και όλες τις συμφορές τις άπρεπες να πάσχω.

Ω η δύστυχη! Για μιας άτιμης το γάμο τι παθαίνω! Αχ τι θα πάθω χειρότερα ακόμα!

Κόρη μου Κασσάνδρα -που ο θεός σε έκρινε άξια συντρόφισσα στις μαντείες του, κόρη μου, μέσα σε ποιες συμφορές χάνεις την τιμή σου!

Και συ κόρη μου, Πολυξένη μου που είσαι;

Κανένας γιος ή κόρη δεν μου έμεινε. Τι με στηρίζετε λοιπόν, τι το όφελος;

Φέρτε με δούλα τώρα στο κουρελόστρωμά μου στο πέτρινο προσκεφάλι μου πάνω του να πέσω και να λιώσω στο κλάμα.

Κανέναν μη καλοτυχίζετε πριν πεθάνει.

 

ΧΟΡΟΣ

Για την Τροία μας, ω Μούσα, σε σκοπό πρωτάκουστο, πες το μαύρο μοιρολόι!

Για την Τροία θα θρηνήσω. Πως με χάλασε το Ξύλινο άλογο τη δόλια, αυτό που αφήσαν μπρος στις Πύλες, με στολισμένο με χρυσάφι απ' έξω και μέσα του γεμάτο οπλισμένους Αχαιούς. Πως έτριζε καθώς το έσερναν!

Και φώναξαν χαρούμενα οι Τρώες πάνω απ' τα κάστρα τους: "Τέλειωσαν τα βάσανά μας! Τούτο τ' άγιο ξόανο μες στην πόλη να το πάμε αφιέρωμα της Τροίας στη Διογέννητη Αθηνά!"

Ποια κοπέλα δεν ξεχύθη απ' το σπίτι της; Ποιος γέρος; Κι έτσι χαρούμενα τραγουδώντας, έσυραν το χαλασμό τους μέσα στα τείχη.

Κι όλοι οι Τρώες στα καστρόπυργα ξεχύθηκαν για να δούνε την κρυψώνα τη φτιαγμένη με κορμούς πεύκων, της Τροίας θεία συμφορά - δώρο στην ανύπαντρη πανέμορφη Παρθένα. Με λιναρόσχοινα κλωσμένα το έδεσαν και το έσυραν κι έτσι σαν σκάφος μαύρου πλοίου, μέχρι το ναό το τράβηξαν και το αφήσαν στις σκάλες του για το χαλασμό της Τροίας.

Κι όταν ήρθε η Νύχτα η μαύρη μέσα σε χαρές και κόπους κι άρχισε ο γλυκός αυλός το τραγούδι του, οι κοπέλες όλο χάρη μέσα στη ζάλη του χορού γλυκά τραγούδια τρωαδίτικα λέγαν και φάνταζαν οι φωτιές από τα τζάκια μες στα σπίτια μέχρι που ήρθε ο ύπνος και τους πήρε.

Όταν εγώ την παρθένα Άρτεμη του Δία κόρη την κυνηγήτρα στο Ναό της, υμνολογούσα με χορούς, άρχισε κι απλωνόταν κραυγή θανάτου μες στην Τροία

και τα βρέφη τ' αγαπημένα μες στους κόρφους των μανάδων τους σφίγγονταν κι έτρεμαν.

Γιατί ο Άρης απ' την κρύπτη άρχισε και πρόβαινε!

Και τότε άρχισαν οι φριχτές σφαγές των Τρώων γύρω στους βωμούς και των γυναικών, στα σπίτια, οι κομμένες πλεξούδες δόξα φέρναν στην Ελλάδα και στην Τροία σκορπούσαν το πένθος.

 

(Πλησιάζει άμαξα αργείτικη. Φέρνουν την Ανδρομάχη)

 

Κοίτα Εκάβη! Η Ανδρομάχη! Την φέρνουν με αργείτικη άμαξα! Κρατά τον Αστυάνακτα στην αγκαλιά της, τον αγαπημένο γιο του Έκτορα! Που σε σέρνουν δύστυχη μαζί με την χάλκινη ασπίδα του Έκτορα, τη λεηλατημένη, που θα την πάρει ο γιος του Αχιλλέα, να στολίσει τους Ναούς της Φθίας;

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Οι Αχαιοί με σέρνουν σκλάβα!

 

ΕΚΑΒΗ

Αλίμονο!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Τη δόξα μου μοιρολογάς;

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ !

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Για τα βάσανά μου...

 

ΕΚΑΒΗ

Ω Δία!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Και τη συμφορά αυτή...

 

ΕΚΑΒΗ

Παιδί μου!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Κάποτε ήμουν...

 

ΕΚΑΒΗ

Χάθηκε η ευτυχία μας! Χάθηκε η Τροία!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Η δύστυχη...

 

ΕΚΑΒΗ

Τα άξια τα παιδιά μου!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Αλίμονο...

 

ΕΚΑΒΗ

Αλίμονο η τύχη μου!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Η κακή.

 

ΕΚΑΒΗ

Τύχη φριχτή...

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Της πατρίδας μας...

 

ΕΚΑΒΗ

Που καίγεται...

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Άντρα μου ! Αχ ! Να ξαναρχόσουν...

 

ΕΚΑΒΗ

Το γιο μου φωνάζεις δύστυχη! Είναι νεκρός...

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Να μ' έσωζες. Τη γυναίκα σου.

 

ΕΚΑΒΗ

Και συ, θύμα των Αχαιών, πατέρα των παιδιών μου, Πρίαμε! Πάρε με πια στον Άδη!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Αδύνατη χαρά ζητάς...

 

ΕΚΑΒΗ

Άμοιρη! Τέτοια κακά που πάσχουμε.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Με της πατρίδας το χαμό...

 

ΕΚΑΒΗ

Με συμφορά στη συμφορά να κείται!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Γιατί θυμώσαν οι θεοί όταν ο Πάρης ξέφυγε στον Άδη. Αυτός την Τροία χάλασε για κρεβάτι ανόσιο και κείτονται ματωμένοι νεκροί δίπλα στο ναό της Αθηνάς. Όρνεα τους σπαράζουν. Αυτός τη σκλάβωσε την Τροία.

 

ΕΚΑΒΗ

Ω πατρίδα μας δύστυχη...

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Με κλάματα σε αφήνουμε...

 

ΕΚΑΒΗ

Κοίτα το μαύρο τέλος της...

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Και το σπίτι μου, όπου γέννησα...

 

ΕΚΑΒΗ

Ω παιδιά μου! Δίχως πατρίδα μένει η μάνα σας. Χωρίς εσάς. Παντέρημη! Ω θρήνος μαύρος και καημός! Βρύσες το κλάμα για τα σπίτια μας! Μόνο όσοι πέθαναν ξεχνούν τις συμφορές τους.

 

ΧΟΡΟΣ

Τα δάκρυα και τα μοιρολόγια γλυκά τους ξαλαφρώνουν τους καημούς.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Μάνα του Έκτορα - που τόσους Αχαιούς χαντάκωσε... τα βλέπεις τα δεινά μας;

 

ΕΚΑΒΗ

Βλέπω το έργο των θεών. Τον τιποτένιο τον υψώνουν και τον πατούν τον άξιο.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Σκλάβα με παίρνουν. Με τ' αγόρι μου. Δούλους μας κάνουν, από άρχοντες! Τέτοιο πέσιμο!

 

ΕΚΑΒΗ

Δεν έχει έλεος η ανάγκη. Και την Κασσάνδρα μου την άρπαξαν. Την πήραν με τη βία. Λίγο πριν.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Αχ! Κάποιος άλλος Αίαντας, εμφανίστηκε για να κάνει κακό στην κόρη σου αλλά κι αυτόν τον περιμένουν συμφορές.

 

ΕΚΑΒΗ

Αμέτρητες οι συμφορές . Αρίθμητες. Η καθεμιά τρισχειρότερη απ' την άλλη.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Την έσφαξαν την κόρη σου στον τάφο του Αχιλλέα! Τέτοια τιμή σ' ένα κουφάρι!

 

ΕΚΑΒΗ

Αλί μου! Αυτό είναι! Τώρα ξεκαθαρίζουν τα μπερδεμένα του Ταλθύβιου!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Την είδα με τα μάτια μου! Πήδηξα απ' το αμάξι και τη σκέπασα με πέπλους. Και την έκλαψα.

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ κόρη μου η απάνθρωπη θυσία σου! Αχ αλίμονο! Αδικοχαμένη κορούλα μου!

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Πέθανε όπως πέθανε. Καλύτερος πια είναι ο θάνατος απ' τη ζωή.

 

ΕΚΑΒΗ

Δεν είναι το ίδιο κόρη μου. Η ζωή έχει ελπίδα. Ο θάνατος τα εκμηδενίζει όλα.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Μάνα μου αχ! Άκουσε να πω και τη δική μου παρηγόρια! Ο θάνατος είναι σαν να μην έχεις γεννηθεί. Κι αντί να ζεις με τόσες πίκρες καλύτερα να πεθάνεις. Τις συμφορές ο πεθαμένος δεν τις νιώθει.

Όμως ο ευτυχισμένος που θα βρεθεί στη δυστυχία, όλο την πρώτη ευτυχία γυροφέρνει η ψυχή του.

Τώρα η Πολυξένη -σαν να μην είχε γεννηθεί, νεκρή πια τα δεινά της δεν τα νιώθει.

Όμως εγώ που βρισκόμουν μέσα σε μεγαλεία και τιμές κι όλα τα είχα, την ευτυχία δεν την κέρδισα. Όλες τις αρετές που πρέπουν στις γυναίκες, όλες, σαν γυναίκα του Έκτορα, τις πάσχιζα.

Πρώτα πρώτα η γυναίκα όταν βγαίνει απ' το σπίτι της όλοι την κατηγορούν - δίκαια ή άδικα. Αυτήν την επιθυμία την αρνήθηκα. Δεν βγήκα απ' το σπίτι. Ποτέ δεν άφησα να ακουστεί κουτσομπολιό γυναικείο. Πάντοτε το νου μου είχα οδηγό πάντοτε κλειστό το στόμα.

Και είχα γλυκό το στόμα μου. Ήξερα πότε να υποχωρώ στον άντρα μου, πότε να έχω γνώμη - και γι' αυτό το χάρισμα έγινα γνωστή στους Αχαιούς. Αυτά όμως έγιναν κι η αιτία του χαμού μου - που θέλησε ο γιος του Αχιλλέα να με πάρει. Σκλάβα θα γίνω του εχθρού μου.

Κι αν ξεχάσω τον άντρα μου και δεχτώ αφέντη, προδίνω το νεκρό.

Κι αν τον μισήσω τον αφέντη που με παίρνει θα με μισήσει κι εκείνος.

Λένε πως φτάνει η χαρά μιας νύχτας στη γυναίκα να συμπαθήσει τον άντρα της - αλλά εγώ τη μισώ αυτήν που λησμονεί. Που δίνει την καρδιά της σ' άλλον για τα χάδια του. Και ένα άλογο αν το χωρίσεις απ' το ταίρι του δύσκολα μπαίνει στο ζυγό κι ας μην έχουν μιλιά και λογική τα ζώα κι ας είναι κατώτερα.

Έκτορα ακριβέ μου! Άντρας της καρδιάς μου ήσουν πρώτος στη γνώση, στη γενιά και στην ανδρεία, στον πλούτο πρώτος. Και ανέγγιχτη με πήρες και πρώτος με αγάπησες. Τώρα χάθηκες! Με παίρνουν και με πάνε σκλάβα στο ζυγό.

Χειρότερα είναι τα πάθη μου απ' το χαμό της Πολυξένης που την κλαις. Εγώ δεν έχω πατρίδα που έχουν όλοι, ούτε άμυαλη είμαι να γελιέμαι πως κάτι θα γίνει. Που είναι κι αυτό χαρά.

 

ΧΟΡΟΣ

Κοινή είναι η μοίρα μας. Τις συμφορές μου δείχνεις κλαίγοντας.

 

ΕΚΑΒΗ

Σε καράβι δεν ανέβηκα - από ζωγραφιές το ξέρω. Ό,τι ακούω μόνο.

Όταν βρεθούν οι ναύτες σε φουρτούνα και αντέχεται, πρόθυμοι είναι να παλεύουν, τρέχουν στο τιμόνι, ανεβαίνουν στα κατάρτια, αδειάζουν τα νερά - αλλά όταν ο πόντος στήσει βουνά τα κύματα τότε αφήνονται άβουλοι και όπου πάει. Έτσι κι εγώ στις συμφορές μου τις πολλές άφωνη απομένω και έρμαιη, δεν μιλώ, και με νικάει το θείο χτύπημα.

Γι' αυτό καλή μου κόρη άσε του Έκτορα τη μοίρα δεν τον φέρνουν πίσω οι θρήνοι σου. Τίμα τον τωρινό αφέντη σου κάνε τον να χαρεί σαν άντρας με τον τρόπο του. Έτσι συμφέρει σ' όσους αγαπάς. Έτσι, ίσως, κάποτε, το γιο του γιου σου μπορεί να τον χαρείς ανάσταση της Τροίας! Κάποιο από τα παιδιά του μπορεί να την αναστήσει. Να προκόψει πάλι.

Ο ένας λόγος βγάζει στον άλλον. Κοίτα. Αν αυτός που βλέπω είναι αγγελιοφόρος, καινούριες συμφορές μας φέρνει.

 

(Μπαίνει πάλι - από δεξιά ο Ταλθύβιος μαζί με άντρες)

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Γυναίκα του Έκτορα, Ανδρομάχη, του πρώτου κάποτε στην Τροία. Μη με καταραστείς. Άθελά μου σου φέρνω την απόφαση των Αχαιών.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Τι άλλο πάλι! Αχ! Συμφορά σημαίνει αυτός ο πρόλογος.

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Είπαν πως το γιο σου… πώς να το πω...

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Σ' άλλον αφέντη θα τον δώσουν;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Κανένας Αχαιός δεν θα τον αφεντέψει.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Τότε τι; Θα τον αφήσουν εδώ; Μόνο του;

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Σχεδόν. Πως θα την πω τη συμφορά σου;

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Σε τιμά ο δισταγμός να πεις συμφορά καινούρια.

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Θα τον σκοτώσουν το γιο σου! Το 'μαθες το κακό.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Αλίμονο! Χειρότερο κακό απ' το γάμο μου!

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Νίκησε η πρόταση του Οδυσσέα...

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Αχ συμφορά αβάσταχτη!

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Να μη μεγαλώσει είπε ο γιος τέτοιου πατέρα...

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Στο γιο του να γίνει αυτό.

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Και να τον ρίξουν πάνω από τα τείχη είπε.

Άφησέ το να γίνει Ανδρομάχη. Δείξου λογική. Όσο και να τον σφίξεις δεν τον σώζεις. Βάστα την πίκρα σου. Ανίσχυρη είσαι, δεν έχεις βοήθεια. Η πατρίδα σου, ο άντρας σου, πάνε όλα πια! Σκλάβα η ίδια. Και είσαι γυναίκα. Είσαι ανίσχυρη. Μη ζητάς να αντιβγείς και πάθεις κι εσύ. Και μην τους καταριέσαι τους Αργείους. Αν τους θυμώσεις θα αρνηθούν και να τον θάψεις ακόμα. Δεν πρόκειται να σε λυπηθούν. Καλύτερη θα είναι η μοίρα σου αν συγκρατηθείς. Και ταφή θα του κάνεις και θα τους δεις να σε συμπονάνε.

 

ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ

Αγόρι μου. Μονακριβούλι μου. Θα σε σκοτώσουν καρδούλα μου! Αχ! Του πατέρα σου η παλικαριά αγόρι μου αυτή που έσωζε τους άλλους αυτή γιε μου τώρα άκαιρα έλειψε.

Αχ! Έκτορα και αγάπη μου. Που με πήρες άρχοντα να σου γεννήσω όχι σφαχτάρι των Αργείων...

Αγοράκι μου κλαις; Νοιώθεις τι σου μέλλεται; Μ' άρπαξες και στους πέπλους μου χώνεσαι σαν κλωσσοπούλι! Δεν υπάρχει Έκτορας αγόρι μου να αναστηθεί! Να αρπάξει το κοντάρι να σε σώσει! Η Τροία και η δύναμή της δεν υπάρχει.

Αχ! Θα σε ρίξουν απ' το κάστρο αλύπητα. Θα πέσεις αγόρι μου θα τσακιστείς. Θα φύγει η ψυχούλα! Αχ! Τρυφερό αγκάλιασμα της αγκαλιάς μου! Μυρωδάτο μου κορμάκι!

Που αυτός ο κόρφος άδικα σε θήλασε. Ανώφελα κόπιασα κι έλιωσα, αχ! Φίλησέ με τώρα αγόρι μου. Σφίξου επάνω μου. Πλεξ' τα χεράκια σου στο λαιμό μου. Τα χειλάκια σου αγόρι μου κολλητά επάνω μου. Αχ! Αργείοι βάρβαροι βάσανα που βρήκατε! Το μωρό ετούτο τι έτσι αναίτια το σκοτώνετε;

Αχ! Ελένη! Ελένη! Δεν είσαι του Δία κόρη! Πολλοί σε γέννησαν εσένα. Η Εκδίκηση, ο Φθόνος και ο Φόβος. Και ο Θάνατος σ' έσπειρε! Και όλες οι πληγές της γης. Δεν μπορεί. Όχι. Δεν σε γέννησε ο Δίας για τη συμφορά όλων μας - και Ελλήνων και Τρώων… Αχ! Να χαθείς καταραμένη! Για τα ωραία σου μάτια ρήμαξε η Τροία.

Πάρτε το ρίχτε το απ' το κάστρο κομμάτια να γίνει να χαρεί η ψυχή σας βλέποντας! Οι θεοί τον θέλουν τον χαμό μας. Δεν μπορούμε. Πάρτε με. Πάρτε με να μη βλέπω. Ρίξτε με στο καράβι. Με το θάνατο του αγοριού μου, αχ προπληρώνω την κατάρα του αθέλητου γάμου μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Δύστυχη Τροία ! Χιλιάδες χάλασες για μια γυναίκα και τον πόθο της.

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Έλα αγόρι μου. Άσε την αγκαλιά της κακόμοιρης μάνας σου. Έλα. Στην κορφή του κάστρου των προγόνων σου! Από εκεί οι Αργείοι έκριναν να αφήσεις την πνοή σου.

Πάρτε το. Τέτοια μηνύματα να τα φέρουν άπονοι μόνο. Και μόνο άνθρωποι χωρίς ντροπή.

 

ΕΚΑΒΗ

Αγόρι μου, αγόρι του κακοθάνατου αγοριού μου. Άδικα την ψυχούλα σου χάνουμε κι εγώ και η μανούλα σου. Τι να κάνω; Πώς να βοηθήσω δύστυχος; Το μόνο που μου απόμεινε να χτυπώ το κεφάλι μου και να στηθοδέρνομαι. Αυτά σου δίνω.

Αχ ! Πατρίδα μου! Αχ! Αχ αγόρι μου! Ποια συμφορά μας λείπει; Ποιο κακό μέχρι να ολοκληρωθεί η καταστροφή μας;

 

(Οι στρατιώτες παίρνουν την Ανδρομάχη. Ο Ταλθύβιος με τους δικούς του παίρνουν τον Αστυάνακτα)

 

ΧΟΡΟΣ

Τελαμώνα βασιλιά της Σαλαμίνας της κυματόδαρτης απέναντι στις ιερές ακτές της Αθήνας, όπου η Παλλάδα δώρο πρωτοδώρησε τη λαμπρόφυλλη ελιά στόλισμα και δόξα της - ήρθες, ήρθες κάποτε, μαζί με τον τοξοφόρο Ηρακλή - γέννα της Αλκμήνης - να κουρσέψετε την Τροία…

Όταν ήρθε ο Ηρακλής με τους πρώτους της Ελλάδας οργισμένος για τ' άλογα του Δία κι άραξε τα καράβια του στις όχθες του Σιμόη και το τόξο του το παντοδύναμο ζητούσε το Λαομέδοντα και τους πύργους με φωτιά κατάκαψε και πόρθησε τη γη!

Έτσι δύο φορές ως τώρα τη ρημάξανε την Τροία τα αντρόφονα κοντάρια των Ελλήνων!

Άδικα, ω Γανυμήδη, θηλυκόμορφε γιε του Λαομέδοντα, σε χρυσοπότηρα ρίχνεις κρασί στο Δία ενώ η πατρίδα σου καίγεται. Και σε ακρογιάλια της θρηνούν οι Τρώισσες - όπως πουλιά που κλαίνε τα μικρά τους - άλλη τον άντρα της, άλλη τα παιδιά της, άλλη τη γερόντισσα τη μάνα της! Οι παλαίστρες σου και τα γήπεδα και τα δροσερά λουτρά σου ρήμαξαν και συ τη νεαρή δροσιά σου μόνο νοιάζεσαι πλάι στο Δία χάρισμα, μα του Πριάμου τη χώρα την σκάβει εκ θεμελίων η ελληνική ορμή.

Έρωτα, στο παλάτι που ήρθες του Δάρδανου με την έγνοια των θεών, και στην Τροία τους πύργους τους πανύψηλους πύργωσες - για την ντροπή του Δία δε μιλώ - όμως της ασημόφερτης Αυγής το φως το ζωογόνο είδε το χαλασμό της γης το γκρέμισμα των κάστρων κι ας ζευγάρωσε εδώ με τον πατέρα των παιδιών της και με άρμα χρυσό τον άρπαξε και ήταν της πατρίδας μας η ελπίδα η μεγάλη. Των θεών η έγνοια για την Τροία μάταιη ήταν.

 

(Εμφανίζεται από δεξιά ο Μενέλαος, με άντρες του)

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Ω Φως του Ήλιου ολόλαμπρο σήμερα που τα χέρια μου θα αδράξουν την Ελένη! Είμαι ο Μενέλαος ο πολύπαθος και η φρουρά μου. Δεν ήρθα στην Τροία, όπως λεν, για μια γυναίκα. Ήρθα γι' αυτόν που τη γυναίκα μου άρπαξε απ' το σπίτι του άνομα. Τον τιμώρησαν αυτόν και την πατρίδα του η θεία Δίκη και τα όπλα μας. Και τώρα τη δύστυχη θα πάρω - το 'χω κακό να πω και το όνομα της - γυναίκα μου κάποτε - που εδώ στις σκηνές με τις άλλες Τρώισσες την έχουν μαζί και οι ίδιοι οι πορθητές που μόχθησαν μου την έδωσαν, τιμή, να τη σκοτώσω αν θέλω ή να την πάρω πίσω στο Άργος.

Εγώ το αποφάσισα. Δεν θα της τελειώσω τη μοίρα της εδώ. Θα την πάρω στην Ελλάδα και εκεί θα την δώσω για εκδίκηση σε όσους οι δικοί τους χάθηκαν στην Τροία.

Ελάτε ακόλουθοι. Στη σκηνή τώρα. Απ' τα μαλλιά την κακούργα πιάστε. Κι σύρτε την. Μόλις φυσήξει ούριος άνεμος, τη στέλνουμε στην Ελλάδα.

 

(Οι στρατιώτες του μπαίνουν στη σκηνή)

 

ΕΚΑΒΗ

Ω, συ, που πορεύεις τη Γη και την εξουσιάζεις, όποιος κι αν είσαι, άγνωστος, ή Δίας, ή Νόμος της φύσης, ή Νους θνητού! Σε προσκυνώ! Το δρόμο σου πάντα αταλάντευτος ακολουθείς και δίκαια τα ανθρώπινα ορίζεις.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Μπα! Πρωτάκουστες ευχές ακούω!

 

ΕΚΑΒΗ

Μπράβο σου Μενέλαε αν τη σκοτώσεις! Μην τη βλέπεις όμως. Μη σε πιάσει ο πόθος της. Κυριεύει τους άντρες, καίει τα σπίτια! Πατρίδες ολόκληρες. Δαίμονας είναι η γοητεία της. Την ξέρω εγώ. Κι εσύ. Και οι καταστραμμένοι.

 

ΕΛΕΝΗ

Μενέλαε, κακό σημάδι όλο αυτό. Με βία μ' έσυραν οι άντρες σου μπροστά σου. Μέσα από τη σκηνή. Με μισείς σχεδόν, το βλέπω. Θέλω όμως να ρωτήσω τι σχέδια πήρατε εσείς και οι Έλληνες για μένα;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δεν είναι σχέδια ακριβώς. Όλος ο στρατός σε έταξε σε μένα να σε σκοτώσω που με πρόσβαλες.

 

ΕΛΕΝΗ

Μπορώ στο λόγο σου να πω πως άδικα θα πεθάνω αν πεθάνω;

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Δεν ήρθα να συζητήσω. Να κάνω ήρθα.

 

ΕΚΑΒΗ

Μενέλαε δέξου. Ας μην πεθάνει πριν να πει. Και άφησέ με εμένα να απαντήσω. Εσύ τις συμφορές μας δεν τις ξέρεις. Και αν με τις δικές σας ενωθούν τίποτα δεν τη σώζει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Άδικος ο κόπος της. Ας μιλήσει όμως. Για χάρη σου την αφήνω. Να μάθει. Εγώ δεν της χαρίζομαι να πει.

 

ΕΛΕΝΗ

Όπως να το υπερασπιστώ το δίκιο μου - είτε καλά είτε κακά, εσύ εχθρό σου με νομίζεις και δεν πρόκειται να μου απαντήσεις. Ξέρω.

Θα απαντήσω εγώ σε όσα θα μου έλεγες. Στις κατηγόριες σου θα αντιτάξω δίκαιο. Πρώτη που έφταιξε για το κακό είναι αυτή. Που γέννησε τον Πάρη. Ο δεύτερος που κατέστρεψε και την Τροία και μένα είναι ο Πρίαμος που δεν τον σκότωσε στη γέννα αφού είδε όνειρο ότι γεννήθηκε αναμμένος δαυλός και θα κάψει την Τροία.

Άκουσε τώρα τα μετά. Τρεις θεές τον όρισαν τον Πάρη κριτή της ομορφιάς τους.

Η Αθηνά του έταξε να στρατηγέψει στους Τρώες και να πάρει την Ελλάδα - αν έκρινε αυτήν, η Ήρα θα τον έκανε άρχοντα Ασίας και Ευρώπης, και η Αφροδίτη τις χάρες του κορμιού μου παίνεψε και θα μ' έδινε, του είπε, να με χαίρεται, αν την έκρινε αυτήν πιο όμορφη. Και σκέψου τώρα. Νίκησε η Αφροδίτη και σώθηκε η Ελλάδα. Δεν την πήραν οι βάρβαροι. Δεν απειλήθηκε με πόλεμο. Δεν νίκησε η τυραννία.

Σώθηκε η Ελλάδα, μα καταστράφηκα εγώ. Πουλήθηκε η ομορφιά μου. Και βλέπω κατάρες τώρα αντί στεφάνια, όπως άξιζα. Ίσως μου πεις αυτά είναι άλλα - και δεν λέω ότι σας έφυγα κρυφά. Αλλά αυτός που την κατάστρεψε την Τροία - είτε Αλέξανδρο τον πεις είτε Πάρη - είχε δυνατή θεά για βοηθό του. Κι εσύ κακόμοιρε με άφησες μόνη μου μαζί του κι έφυγες για την Κρήτη!

Τώρα τον εαυτό μου ρωτώ, όχι εσένα. Τι σκεφτόμουν όταν έφευγα μαζί του και άφηνα και σπίτι και πατρίδα; Την Αφροδίτη να κατηγορήσεις. Και να φανείς πιο δυνατός από το Δία - που είναι ο πρώτος και σ' όλους τους θεούς εξουσιάζει αλλά δούλος είναι κι αυτός της Αφροδίτης. Και αυτό είναι που αλαφραίνει τη θέση μου.

Ό,τι μπορείς να με ψέξεις, είναι που όταν ο Πάρης πέθανε και πήγε στον Άδη και ο θεόδετος γάμος μου τέλειωσε, πως τότε δεν έφυγα. Πως δεν ήρθα στα καράβια. Το προσπάθησα. Και μάρτυρές μου οι σκοποί των πύργων και οι βάρδιες που πολλές φορές μ' έπιασαν να προσπαθώ να ξεγλιστρήσω απ' τα τείχη με σκοινιά. Και ύστερα, με βία πάλι με πήρε ο Δηίφοβος κι ας τον απέτρεπαν οι Τρώες.

Πως λοιπόν είναι δίκαιο να με σκοτώσεις αφού άθελά μου με άρπαξε ο Πάρης και αντί να με τιμήσετε που έσωσα την πατρίδα σέρνομαι σκλάβα να με βρίζετε; Κι αν θέλεις να με κρίνεις καταπατώντας θεούς αφροσύνη είναι αυτό.

 

ΧΟΡΟΣ

Βασίλισσα! Υπεράσπισε πατρίδα και παιδιά. Βγάλε την ψεύτρα. Ξεγλιστράει η κακούργα, είναι τρομερό.

 

ΕΚΑΒΗ

Πρώτα τις θεές να υπερασπιστώ να δείξω πόσο άδικη βγαίνεις και ψεύτρα.

Η Ήρα και η Αθηνά δεν είναι τόσο άμυαλες που η μια το Άργος να πουλήσει στους Ασιάτες και η άλλη την Αθήνα στους Τρώες να υποδουλώσει. Αφού να παίξουν ήρθαν και να αστειευτούν. Για ποιο λόγο η Ήρα να ζητήσει τα πρωτεία; Καλύτερο άντρα απ' το Δία της ζητούσε; Ή τάχα η Αθηνά να παντρευτεί κάποιο θεό; Μα η ίδια παρακάλεσε το Δία τον πατέρα της ανύπαντρη να μείνει και παρθένα.

Μη βγάζεις τις θεές ανόητες να μείνεις σοβαρή.

Και για την Αφροδίτη, ανοησίες λες αστείες ότι ήρθε με το γιο μου σπίτι σου, στο Μενέλαο! Δεν μπορούσε εκεί που είναι μένοντας να σ' έφερνε στην Τροία εσένα σε μια στιγμή μέσα με όλες τις Αμύκλες σου μαζί;

Αλλά ο γιος μου ήταν όμορφος και πόθος έγινε ο νους σου σαν τον είδες και αφροσύνη - αφροσύνη είναι για τους θνητούς η Αφροδίτη. Γι' αυτό τα ονόματά τους αρχίζουν με τα ίδια γράμματα. Τον είδες μέσα στα πολύχρωμα και χρυσοστολισμένο και θαμπώθηκες. Παλάβωσε ο νους σου. Τη ζωή στη Σπάρτη, τότε, την είδες φτωχική. Σε στένευε η Σπάρτη. Και η Τροία σου φάνταξε. Γιατί στην Τροία θα μπορούσες να ντύνεσαι όμορφα και να ξοδεύεις. Να στολίζεσαι! Δεν ήταν το σπίτι του Μενέλαου για τέτοια. Δεν χόρταινες.

Και με τη βία που λες ότι σε πήρε ο γιος μου, σε άκουσε κανένας; Φώναξες; Αντιστάθηκες; Ο άντρας σου ακόμα ήταν εκεί. Τα αδέρφια σου οι Διόσκουροι δεν είχαν γίνει άστρα. Και όταν στην Τροία ήρθες και ξοπίσω οι Αχαιοί και άρχισε ο αγώνας και η αγωνία και πήγαινε το πράγμα πίσω μπρος, κάθε που τα κατάφερνε ο Μενέλαος τον παίνευες για να ζηλεύει ο γιος μου ότι είχε ανταγωνιστή στον έρωτα που δεν τον έφτανε! Κι όταν νικούσαμε εμείς τότε ο Μενέλαος δεν ήταν τίποτα για σένα τον κορόιδευες και κατά τα πράγματα και συ πίσω τους, αυτά ακολουθούσες, όχι την αρετή.

Κι έπειτα λες ότι με τη βία έμενες στην Τροία. Ότι με σκοινιά προσπάθησες να κατεβείς τα τείχη. Να φύγεις κρυφά. Ποιος σε είδε να κρεμιέσαι ή να σφάζεσαι όπως θα έκανε η τίμια γυναίκα αν ήθελες τον πρώτο σου άντρα;

Και σε συμβούλευα εγώ. Φύγε κόρη μου, άλλην θα βρει ο Πάρης. Έλα να σε στείλω κρυφά στα ελληνικά καράβια. Να πάψει ο αλληλοσκοτωμός. Βαρύ όμως σου φαίνονταν να στερηθείς τα μεγαλεία που σε προσκυνούσα στο παλάτι σκυφτοί και καμάρωνες για τα πρωτεία. Και τώρα βγήκες βαμμένη και καμαρωτή! Τον ίδιο ήλιο αντικρύζεις με τον άντρα σου! Σιχαμένη.

Που θα έπρεπε με συντριβή να βγεις και να φοράς κουρέλια έπρεπε και να πενθείς και να έχεις τρόμο χωρίς τέτοια στολίδια. Ταπεινή να ήσουν κι όχι περήφανη για τα φταιξίματά σου.

Μενέλαε, για να τελειώσω τα λόγια μου, τίμησέ την την Ελλάδα. Σκότωσέ την όπως της πρέπει. Καν' το να μπει νόμος σε όλες να πεθαίνει όποια ατιμάζει τον άντρα της.

 

ΧΟΡΟΣ

Μενέλαε για την τιμή των προγόνων σου και του σπιτιού σου. Σκότωσέ την. Για δικαίωση. Να μην πουν ότι σε κατάφερε αυτή, έναν πολέμαρχο.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Έτσι λεω. Θέλοντας με παράτησε. Και που λέει ότι η Αφροδίτη την έδωσε αυτό το λέει για να περηφανευτεί. Άντε τώρα, προχώρα. Σε περιμένει λιθοβολισμός. Να πληρώσεις όσα έκανες. Δέκα ολόκληρα χρόνια. Να δεις να μάθεις, να μη με ντροπιάζεις.

 

ΕΛΕΝΗ

Μη. Σε ικετεύω. Μη μου φορτώνεις την ευθύνη των θεών! Μη θάνατο. Συγχώρα με.

 

ΕΚΑΒΗ

Μην τους προδώσεις Μενέλαε τους νεκρούς. Αυτή τους σκότωσε. Στο όνομα αυτών και των παιδιών σου, μη!

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Πάψε γριά Εκάβη. Δεν νοιάζομαι γι' αυτήν. Ελάτε άντρες μου, σύρτε την στο καράβι και από εκεί ανοιγόμαστε.

 

ΕΚΑΒΗ

Μη! Μην μπεις στο ίδιο πλοίο μαζί της.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Μπα! Βάρυνε τώρα και δεν τη σηκώνει;

 

ΕΚΑΒΗ

Όποιαν την πόθησε άντρας πολύ, πάντα τη θέλει.

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ

Όπως τον πάει τον καθένα το ήθος του. Και όπως λες θα γίνει. Σε άλλο καράβι.

Το είπες σωστά. Και στο Άργος - όπως το αξίζει - κακην κακώς θα πάει και μες στην ντροπή. Και θα γίνει παράδειγμα σ' όλες, να μαζεύονται. Δεν είναι βέβαια εύκολο αυτό όμως ο χαμός της θα βάλει φόβο στην ατιμία τους. Ακόμα και σ' αυτές που είναι αδιόρθωτες.

 

(Ο Μενέλαος και πίσω οι άντρες του, με την Ελένη φεύγουν αριστερά)

 

ΧΟΡΟΣ

Έτσι, ω Δία, το ναό σου στην Τροία και το βωμό το μοσχοβόλιστο στους Αργείους παράδωσες - και τη φλόγα των σφάγιων με θυμιάματα ολόγυρα και την ακρόπολη την ιερή ολοκαύτωμα!

Και της Ίδης, της Ίδης τα πευκόφυτα δάση με τα άφθονα χιόνια τους που την κορφή της που πρώτη αντικρίζει ο ήλιος - ευτυχία θεών.

Πάνε οι θυσίες τώρα κι οι χοροί πάνε τα τραγούδια, γιορτές και ξεφαντώματα, τα δοξαστικά σας όλα. Πάνε όλες οι τιμές!

Αχ θα ήθελα Δία - θεέ μου ουρανόθρονε αχ θα ήθελα να ξέρω αν νοιάζεσαι την πόλη μας που της φωτιάς η δύναμη την καίει και ρημάζει.

Άντρα μου, ακριβέ μου άντρα, νεκρός περιπλανιέσαι και άλουστος και άθαφτος και μένα το καράβι με τα κουπιά του θα με πάει στο Άργος το απόρθητο - που τα τείχη του υψώνει θεϊκά στον ουρανό!

Πλήθος όμως τα παιδιά μας δέρνονται μπροστά στις πύλες, τα κορίτσια μας φωνάζουν "μάνα μου, μάνα, οι Αργείοι με τα μαύρα τους καράβια θα με πανε ή στη Σαλαμίνα σκλάβα ή στον Ισθμό της Κόρινθου που βγάζει στου Πέλοπα τη γη.

Αχ το πλοίο του Μενέλαου στο πέλαγο καταμεσής καθώς θα ταξιδεύει αχ φωτιά και κεραυνός να το έκαιγε του Δία, που με σέρνει απ' την Τροία μες στα δάκρυα και σκλάβα στην Ελλάδα με τραβάει, που έχει χρυσούς καθρέφτες και μπροστά τους καμαρώνει η πανέμορφη Ελένη.

Ποτέ να μην ξανάβλεπε την πατρική του γη ποτέ ποτέ την κλίνη του μήτε τους ναούς, αφού την ξαναπαίρνει αυτήν που τον ατίμασε και μες στις μύριες συμφορές έριξε την Τροία.

- Αλίμονο! Άλλες επάνω στις άλλες οι συμφορές της πατρίδας! Ω Τρωαδίτισσες μάνες! Κοιτάτε τον Αστυάνακτα που οι Αργείοι απ' τα τείχη στα βράχια τον πέταξαν και σκοτωμένο τον φέρνουν!

 

(Μπαίνει ο Ταλθύβιος. Πάνω σε μια ασπίδα φέρνει το πτώμα του Αστυάνακτα)

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Εκάβη. Ένα καράβι μένει ακόμα. Όλα τα άλλα λάφυρα γεμάτα του Νεοπτόλεμου

ανοίγουν τα πανιά σε λίγο, για τη Φθία. Ο Νεοπτόλεμος ο ίδιος έφυγε, του ήρθαν άσχημα μαντάτα για τον παππού Πηλέα - ότι τον έδιωξε ο Άκαστος του Πελία ο γιος, ίσως γι' αυτό να βιάστηκε, ή για να 'ναι οι δυο τους με την Ανδρομάχη - μαζί του την πήρε. Πολύ την έκλαψα όταν έφευγε κλαίγοντας από την πατρίδα και αποχαιρετούσε τον τάφο του Έκτορα.

Ζήτησε απ' το Νεοπτόλεμο να θάψεις η ίδια τούτο το νεκρό, το γιο του Έκτορα, που οι Αργείοι τον πέταξαν απ' το κάστρο.

Και τούτη την ασπίδα τη χάλκινη, φόβο των Αχαιών, που τη φορούσε ο πατέρας του, του ζήτησε να μην την πάρει στη Φθία, να μην την βάλει στο δωμάτιο με το κρεβάτι τους και τη βλέπει η ίδια και λυπάται.

Μέσα σ' αυτήν, αντί σε φέρετρο, ζήτησε να βάλουν το νεκρό της γιο. Στα χέρια σου μου είπε να τη δώσω. Κι όσο μπορείς, με πέπλους και στεφάνια να τον φροντίσεις τώρα εσύ τον Αστυάνακτα τώρα που έφυγαν εκείνοι, βιάζονταν ο Νεοπτόλεμος και δεν περίμενε καθόλου. Άμα, λοιπόν, το νεκροστολίσεις και το κλάψεις γρήγορα εμείς θα το θάψουμε και θα ανοίξουμε πανιά.

Κάνε τις παραγγελίες γρήγορα. Ένα μόνο μη νοιάζεσαι Εκάβη. Καθώς περνούσα το Σκάμανδρο έλουσα το παιδί ο ίδιος και τα τραύματά του τα καθάρισα. Πάω τώρα να ανοίξω τάφο και γρήγορα να τελειώνουμε κι εγώ κι εσύ και να ανοίξουμε πανιά για την πατρίδα.

 

ΕΚΑΒΗ

Αφήστε τη στρογγυλή ασπίδα του γιου μου κάτω. Λυπάμαι να τη βλέπω και να πληγώνομαι. Αχ Αχαιοί! Όπλα έχετε, μυαλό δεν έχετε. Τι το φοβηθήκατε το μωρό και το σκοτώσατε έτσι; Μήπως και ξανάφτιαχνε την Τροία απ' τα χαλάσματα; Τίποτα δεν είσαστε - αφού όσο ζούσε και θριάμβευε ο Έκτορας την πήρατε την Τροία και χαθήκαμε χιλιάδες… Και τώρα ένα βρέφος - χωρίς Τροία και Έκτορα τόσο το φοβηθήκατε; Ντροπή ο φόβος ο παράλογος.

 

(Απευθύνεται στο νεκρό Αστυάνακτα)

 

Αχ αγοράκι μου κακός θάνατος σε βρήκε. Αν πρόφταινες αγοράκι μου να μεγαλώσεις, να παντρευτείς, να χαρείς τις χαρές της εξουσίας της ισόθεης και για την πατρίδα να πεθάνεις, καλότυχος θα πέθαινες αγοράκι μου - αν τέτοιος θάνατος υπάρχει.

Μα τώρα αγόρι μου δεν γνώρισες, δεν ένιωσες τίποτα δεν χάρηκες απ' τη ζωή σου κακομοιρούλι μου, αχ πως σε θρυμμάτισαν τα τείχη της πατρίδας!

Πως σου τα χτένιζε αγοράκι μου τα μαλλιά σου η μανούλα, πως σου τα φιλούσε και τα χάιδευε και τώρα ανάμεσά τους κόκαλα σπασμένα και γελάει φριχτός ο θάνατος!

Να μην καταραστώ!

Χεράκια μου! Ίδια με του πατέρα σας γλυκά. Τσακισμένα τώρα στους αρμούς. Στην αγκαλιά μου! Στοματάκι μου γλυκό, τότε με τα λογάκια σου τώρα άψυχο. Αχ ψέματα μου έλεγες όταν σ' έπαιρνα στο κρεβατάκι σου να σε κοιμίσω. Μου την έλιωνες την ψυχή με τα λογάκια σου! "Γιαγιούλα, μου έλεγες, όταν θα πεθάνεις θα βάλω στον τάφο σου μια μεγάλη πλεξούδα απ' τα μαλλιά μου θα κόψω και θα βάλω στον τάφο σου φίλους να σε κλάψουν θα σε κλάψω όσο αντέχω". Αχ δεν ήταν να γίνει. Εγώ το θάβω αγοράκι μου το σωματάκι σου. Κρεουργημένο. Εγώ η γριά χωρίς πατρίδα και απ' τα παιδιά μου όλα ορφανισμένη!

Αχ που σε φιλούσα αγοράκι μου. Και σε χάιδευα. Και σε νανούριζα. Τα έχασα όλα αγοράκι μου! Τι θα γράψουν πάνω στην πλάκα σου τώρα; "Αυτό το μωρό το φοβήθηκαν οι Αχαιοί. Και το σκότωσαν!" Ντροπή τους. Δεν πρόκανες αγοράκι μου να πάρεις τίποτα απ' τον πατέρα σου, όμως η μοίρα σου χαρίστηκε την ασπίδα αυτή για τάφο.

 

(Απευθύνεται στην ασπίδα)

 

Αχ εσύ που φύλαγες του Έκτορα τη δύναμη! Τον έχασες το φύλακά σου τον ασύγκριτο! Γλυκά τα χνάρια των χεριών του στις λαβές σου. Και τα σημάδια του ιδρώτα του - εδώ στο στεφάνι σου πάνω που ακουμπούσε το μέτωπο. Κι εδώ, καθώς έσταζε στη γενειάδα του!

 

(Απευθύνεται στις γυναίκες)

 

Ελάτε γυναίκες. Φέρτε στολίδια, ό,τι έχετε - ας είναι για το σπασμένο σώμα του! Δεν τον δίνουμε σε καλό θεό για να τον ομορφύνουμε με στολίδια. Ό,τι έχετε φέρετε. Άμυαλος είναι ο άνθρωπος που θαρρεί παντοτινή την ευτυχία του. Τρελή είναι η μοίρα σαν τρελή πηδάει από εδώ κι από εκεί. Κανένας δεν ευτυχεί μέχρι το τέλος.

 

ΧΟΡΟΣ

Να οι στολίστρες! Ό,τι έμεινε απ' την καταστροφή το φέρνουν για νεκροστολισμό του.

 

ΕΚΑΒΗ

Γιε μου! Δεν νίκησες σε αγώνες με άλογα. Ούτε στα τόξα - αγώνες που οι Τρώες τιμούν - Δεν ευτυχούμε. Ό,τι απόμεινε απ' την καταστροφή μας μ' αυτό σε στολίζουμε. Μας τα πήρε όλα η θεομίσητη Ελένη. Όλα. Και την ψυχή σου. Αχ! Και το σπίτι.

 

(Καθώς η Εκάβη και οι γυναίκες νεκροστολίζουν το πτώμα)

 

ΧΟΡΟΣ

Αχ την ψυχή μου. Τη μάτωσες. Τη μάτωσες! Ω του μεγάλου βασιλιά σε προσδοκούσα!

 

ΕΚΑΒΗ

Ό,τι στους γάμους σου θα ταίριαζε αγοράκι μου την καλύτερη σαν θα 'παιρνες μ' αυτά σε ντύνω. Σε στολίζω! Κι εσύ προστάτισσα η πρώτη. Της δόξας το μάνα και της νίκης αήττητη. Ασπίδα του Έκτορα, σε στεφανώνω. Αθάνατη θα σε θάψουνε με το νεκρό. Σε σένα αξίζουν οι τιμές. Όχι στις πανούργες ατιμίες του Οδυσσέα.

 

ΧΟΡΟΣ

Αχ πικρός καημός και κλάμα! - Αχ η μαύρη γη σε παίρνει. - Κλάψε. Κλάψε Δέσποινα.

 

ΕΚΑΒΗ

Ωι αγοράκι μου. Ωι!

 

ΧΟΡΟΣ

Μοιρολόγα Δέσποινα!

 

ΕΚΑΒΗ

Ωι μου! Αχ!

 

ΧΟΡΟΣ

Αχ τα κακά της τύχης σου!

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ τις πληγές σου γιόκα μου! Μαύρος γιατρός τις νοιάζομαι. Δεν είμαι γιε μου! Θα 'θελα! Ο πατέρας σου θα σε φροντίσει στον Άδη αγοράκι μου.

 

ΧΟΡΟΣ

Χτύπα! Χτύπα το στήθος σου! Χτύπα τα χέρια σου σαν κουπιά στη θάλασσα. Αχ, αχ!

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ Τρωαδίτισσες...

 

ΧΟΡΟΣ

Εκάβη. Μίλα μας! Τι;

 

ΕΚΑΒΗ

Η μόνη έγνοια των θεών να μας μισούνε. Και την Τροία πρώτα! Όλες μας οι θυσίες άδικα. Αν όμως οι θεοί δεν μας βούλιαζαν ως μέσα αδόξαστοι θα μέναμε. Δεν θα μας υμνούσαν οι κατοπινοί. Προχωρείτε τώρα. Θάψτε το παιδί στο μαύρο χώμα! Τα στολίδια του του φτάνουν. Δεν τους νοιάζουν τους θεούς τα πλούσια στολίσματα. Μόνο οι θνητοί τα νοιάζονται αυτά. Να καμαρώνουν.

 

(Οι στρατιώτες παίρνουν το πτώμα και φεύγουν να το θάψουν)

 

ΧΟΡΟΣ

Αχ αγοράκι μου! Η μαύρη μάνα τις μεγάλες ελπίδες της μαζί σου τις έθαψε. Σε καλοτύχιζαν γιόκα μου για τη γενιά και για όλα σου. Και θάνατος ήρθε μαύρος και σε πήρε!

 

(Στα τείχη πάνω της Τροίας φαίνονται φωτιές και στρατιώτες)

 

- Ω! Ω! Τι φωτιές βλέπω στα τείχη! Χέρια να κρατούν δαυλούς και να τρέχουν; Τι άλλο κακό στα τόσα πατρίδα μου!

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Ει! Οι λοχαγοί που τάχθηκαν να κάψουν την πόλη! Μην κάθεστε με τις φωτιές στα χέρια. Σκορπίστε τη φωτιά παντού. Σ' όλα τα σπίτια! Στάχτη να γίνει με χαρά μας να σαλπάρουμε! Και σεις οι Τρώισσες - όλα να τα ρυθμίσει ο λόγος μου - προχωρείτε τώρα στα καράβια και μόλις ηχήσει η σάλπιγγα και πουν οι αρχηγοί φεύγετε απ' την Τροία. Και συ Εκάβη, γριά, δυστυχισμένη, Ακολούθησέ με. Τούτοι οι άντρες θα σε πάνε στον Οδυσσέα. Σ' αυτόν σε όρισε σκλάβα του ο κλήρος.

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ δυστυχία μου! Τούτη η τελευταία μου δεινή συμφορά. Και τρισμέγιστη! Χάνω την πατρίδα μου. Και καίγεται!

Αχ πόδια μου! Γρήγορα. Αχ! Να προκάνω να φιλήσω το χώμα της.

 

(Πέφτει και φιλάει τη γη)

 

Ω Τροία! Που πρώτη φάνταζες μέσα σε όλες το καίνε το όνομά σου! Και σκλάβες όλες! Ω θεοί! Γιατί! Μα τι τους ικετεύω; Καμιά μας ικεσία δεν ακούσανε. Ούτε πριν.

Αχ καλύτερα. Στη φωτιά γρήγορα! Αχ στη φωτιά να πέσω να καώ μαζί της.

 

(Προσπαθεί να σηκωθεί να πορευτεί στη φωτιά. Την κρατά ο Ταλθύβιος)

 

ΤΑΛΘΥΒΙΟΣ

Αχ καημένη, σε παράκρουσε η συμφορά σου! Εσείς οι άλλοι. Γρήγορα. Ελάτε.

Πάρτε την Εκάβη. Πρέπει να το πάρει στα χέρια του το λάφυρο ο Οδυσσέας. Να το στείλει.

 

ΕΚΑΒΗ

Αλί μου! Αλί μου! Ω Κρόνιε Δία! Αφέντη μας. Πατέρα και Γεννήτορα. Τα ανάξια πάθη της γενιάς του Δάρδανου πάσχουμε! Τα βλέπεις;

 

ΧΟΡΟΣ

Τα βλέπει! Αλλά η Τροία η πανίσχυρη ανίσχυρη ρήμαξε! Δεν υπάρχει Τροία!

 

ΕΚΑΒΗ

Αλί μου! Φωτιά η Τροία καίγεται! Φωτιά καίει το παλάτι. Το κατακαίει! Και τα σπίτια όλα και τα τείχη της!

 

ΧΟΡΟΣ

Μια μαύρη φτερούγα καπνός σαν δόρυ ουρανού επάνω της θεού τη ρίχνει στο χώμα!

Αχ πατρίδα μου δύστυχη. Γλώσσα φωτιάς σε κατάπιε. Φόνου κοντάρι.

 

(Ο τελευταίος θρήνος τους, καθώς τις παίρνουν)

 

ΕΚΑΒΗ

Ωι πατρίδα αχ! Γη των παιδιών μου!

 

ΧΟΡΟΣ

Ω! Ω!

 

ΕΚΑΒΗ

Παιδιά μου, ακούτε! Ακούστε τις μάνες σας!

 

ΧΟΡΟΣ

Δεν μας ακούν κάτω στη γης.

 

ΕΚΑΒΗ

Τι άσαρκο κορμί ρίχνω στη γη. Το μαύρο! Με τα χέρια μου χτυπώ το χώμα! Να!

 

ΧΟΡΟΣ

Και γω στη γη! Τους άντρες μας κι εμείς καλούμε. Τους τρισδύστυχους!

 

ΕΚΑΒΗ

Μας σέρνουν! Μας παίρνουν!

 

ΧΟΡΟΣ

Τα αβάσταχτα λες! Τα αβάσταχτα!

 

ΕΚΑΒΗ

Σκλάβες μας παίρνουν!

 

ΧΟΡΟΣ

Μακριά απ' την πατρίδα μας.

 

ΕΚΑΒΗ

Αλί μου! Αχ! Πρίαμε, Πρίαμε! Χάθηκες, πάει! Δίχως τάφο και φροντίδες. Τη συμφορά μας όμως δεν την ξέρεις!

 

ΧΟΡΟΣ

Μαύρο σύννεφο του πήρε τα μάτια ο θάνατος ο λυτρωτής. Με ανόσιο χάλασμα!

 

ΕΚΑΒΗ

Αλί ναοί των θεών. Και φίλη πατρίδα!

 

ΧΟΡΟΣ

Αλί, Αλί μας!

 

ΕΚΑΒΗ

Φλόγες σας αφανίζουν! Και κοντάρια!

 

ΧΟΡΟΣ

Στη γη θα πέσετε και θα σβηστείτε!

 

ΕΚΑΒΗ

Στάχτη και καπνός. Μαύρη φτερούγα!

Σας σκεπάζουν για πάντα!

 

ΧΟΡΟΣ

Και το όνομά σο θα σβηστεί πατρίδα! Συμφορά στη συμφορά! Χάθηκε η Τροία η δύστυχη!

 

ΕΚΑΒΗ

Τ' ακούσατε; Τ' ακούσατε;

 

ΧΟΡΟΣ

Γκρεμίζεται η ακρόπολη!

 

ΕΚΑΒΗ

Σεισμός όλη. Σεισμός. Ολόκληρος!…

 

ΧΟΡΟΣ

Την κατακλύζει την πόλη!

 

ΕΚΑΒΗ

Αχ! Κορμί μου ανίσχυρο. Τα πόδια μου! Φέρτε με τη δύστυχη στη μαύρη τη σκλαβιά μου!

 

ΧΟΡΟΣ

Αχ πατρίδα μου δύστυχη! Στα πλοία των Αργείων τα σέρνουν τα πόδια μας.

 

 

ΤΕΛΟΣ