Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!
Μια όχι τυχαία συνάντηση με τον Τσιτσάνη

του Πάνου Γεραμάνη (Ιανουάριος 1980).


Είχα παραδώσει τα τελευταία χειρόγραφα του ρεπορτάζ στον αρχισυντάκτη της εφημερίδας "Ακρόπολις", Γιώργο Λεβεντογιάννη, όταν χτύπησε το τηλέφωνο στο γραφείο μου. Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 1980, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Σήκωσα το ακουστικό. Στη γραμμή ήταν η φωνή τής τηλεφωνήτριας, της Άννας: -"Γεραμάνη, ξέρεις ποιος θέλει να σου μιλήσει;" -"Ποιος", ρώτησα. -"Ο Βασίλης Τσιτσάνης". Ομολογώ ότι δεν την πίστεψα. Νόμιζα ότι η Άννα-όπως το συνήθιζε -έκανε πλάκα. Πριν περάσουν δευτερόλεπτα η φωνή τού Τσιτσάνη: -"Καλησπέρα σας, κύριε Γεραμάνη. Ξέρω ότι σας ενοχλώ αλλά πρέπει να μιλήσουμε,οπωσδήποτε. Σας θέλω". "Πάντα στη διάθεσή σας" του απάντησα, κι εκείνος με κάποια ανακούφιση και περισσότερο θάρρος μού είπε: "Θα ήθελα να σας συναντήσω αλλά μέσα σε 48 ώρες! 'Εχω κάποια ανάγκη". Του είπα να ορίσει αυτός τόπο συνάντησης και κλείσαμε ραντεβού στο σπίτι του, στην οδό Αχιλλέως 1, στη Γλυφάδα, για το μεσημέρι της Δευτέρας 31 Ιανουαρίου 1980. Μέχρι να φτάσω στο σπίτι τού Τσιτσάνη με το ταξί, που οδηγούσε μια χοντρή κυρία και κάπνιζε συνεχώς, με βασάνιζε η σκέψη τι μπορεί να θέλει, αφού εκείνη την περίοδο η ασχολία μου ήταν το ελεύθερο ρεπορτάζ. Το σκεφτόμουν, το ξανασκεφτόμουν, τι είδους ήταν αυτή η γενική κουβέντα που μου ζήτησε να κάνουμε; Το ταξί, μέχρι που να φτάσει από το Χαλάνδρι στη Γλυφάδα, έκανε μια ώρα και είκοσι λεπτά. Για να είμαι στο"κλίμα τού Τσιτσάνη" κρατούσα μια κασέτα με τραγούδια του και παρακάλεσα την οδηγό τού ταξί να τη βάλει να την ακού­σουμε. Το δέχτηκε μετά χαράς. Ο Τσιτσάνης, με πολλή ικανο­ποίηση και με χαμόγελα, με υποδέχτηκε στο ισόγειο -υπόγειο του σπιτιού του, όπου ήταν το εργαστήρι -στούντιο, ο χώρος που δημιουργούσε. Το προσωπικό του διαμέρισμα. Φορούσε ένα καρώ, μπλε-κόκκινο πουκάμισο κι ένα βυσσινί γιλέκο από πάνω, κοτλέ καφέ παντελόνι και παντόφλες. Μετά τα πρώτα λόγια που αλλάξαμε και τους πρώτους καφέδες με μπισκότα, ο Βασίλης μπήκε στην ουσία του θέματος: "Μου κάνουν έναν πόλεμο νεύρων από τότε που βγήκα στο τραγούδι. Με κατηγορούν, άλλοι κρυφά κι άλλοι φανερά, ότι τους έχω φάει τα τραγούδια. Και για να τα πλασάρουν αυτά, βρίσκουν συμμά­χους δημοσιογράφους, οι οποίοι από τη μία με καρφώνουν κι απ' την άλλη μου κάνουν τον φίλο. Άλλα τούς λέω κι αυτοί γράφουν τα αντίθετα."...
'Οσο μου μιλούσε ο Τσιτσάνης κρατούσε ένα φάκελο με κάποια χαρτιά, τα οποία δεν είχε ανοίξει Μιλάμε περίπου μισή ώρα. Σηκώνεται από τον καναπέ, κάνει δύο-τρία βήματα προς τη σερβάντα. Ανοίγει και βγάζει ένα μπουκάλι ουίσκι. Μου βάζει στο ποτήρι, βάζει κι αυτός. "Στην υγειά μας και στην εντιμότητά σου", λέει και συνεχίζει:" Δύο καλοί φίλοι μού είπαν να μιλήσω μαζί σου και να σου πω τι θέλω. 'Οταν τους είπα ότι θέλω δημοσιογράφο, που να ξέρει από λαϊκό τραγούδι αλλά να του έχω εμπιστοσύνη ότι αυτά που θα του πω θα τα ερευνήσει και θα τα γράψει, μου απάντησαν και οι δύο: "Πέστα στον Γεραμάνη, που εργάζεται στην "Ακρόπολη"..." Εκείνη τη στιγμή διέκοψα τον Τσιτσάνη και του θύμισα ότι το καλοκαίρι του 1963, όταν δούλευε στις Τζιτζιφιές, στο "Φαληρικό", του ζήτησα και μου έδωσε συνέντευξη, που δημοσιεύτηκε στην αθλητική εφημερίδα "Φως των σπορ". Το θυμήθηκε και γέλασε με ικανοποίηση, λέγοντάς μου, "ήσουν μικρός τότε αλλά εγώ σου μίλησα"...
Τώρα τον "έκαιγε" μια δίκη που είχε με τους κληρονόμους του στιχουργού Νίκου Ρούτσου... Ο Τσιτσάνης μού μιλούσε ώρες ολόκληρες στο σπίτι του, για το θέμα των στίχων των τραγουδιών, που έχει μελοποιήσει στη μεγάλη του πορεία στο λαϊκό μας τραγούδι...
Η συνομιλία μας αυτή, που κράτησε έξι ώρες, έγινε συνέντευξη και δημοσιεύτηκε σε τέσσερις συνέχειες στην εφημερίδα "Ακρόπολις", τον Φεβρουάριο του 1980... Εκτός, όμως, από το περιεχόμενο των συνεντεύξεων, που είχε πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και συζητήθηκε εκείνη την εποχή, μου έχουν μείνει στη σκέψη ορισμένα ερωτήματα που κουβεντιάσαμε με τον Βασίλη Τσιτσάνη... Αν και έχουν περάσει 15 χρόνια, δεν μπορώ να ξεχάσω το παράπονο του μεγάλου λαϊ­κού βάρδου για τις κατηγορίες σε βάρος του, με αφορμή τους στίχους: "'Ηταν πολλά παιδιά τότε, που μού 'φερναν στιχάκια και έλεγαν: Βασίλη, πάρτα, βάλε μουσική κι εμείς θα έχουμε την ηθική ικανοποίηση ότι μας μελοποίησε τα τραγούδια μας οΤσιτσάνης. Είναι ζήτημα αν κρατούσα πάνω από ένα τετράστιχο. Γιατί χρειαζόταν δούλεμα, διορθώσεις και κυρίως άλλαζε το νόημα. Δεν μπορώ να πω κουβέντα για τα "Καβουράκια" της Ευτυχίας, που μου τά 'φερε έτοιμα στο πιάτο κι έβαλα τη μουσική"...
Σε ερώτησή μου για τη "Συννεφιασμένη Κυριακή" ο Τσιτσάνης παραδέχτηκε ότι οι στίχοι έγιναν σε συνεργασία με τον φίλο του Αλέκο Γκούβερη από την Λάρισα. Δέχτηκε ακόμη ότι τον πρώτο καιρό τον είχε βοηθήσει και ο αδελφός του Κίτσος. Είπε πολύ καλά λόγια για τον Κώστα Βίρβο, που ήταν πατριώτης του και είχαν πολύ παλιά συνεργασία...
Ρούτσος -τόνισε ο Βασίλης Τσιτσάνης -και κάποιοι άλλοι διεκδικούν, χωρίς στοιχεία, δικά μου τραγούδια για δικά τους. Προσπαθούν να μειώσουν το έργο μου, με δικαστικά τερτίπια", είπε ενοχλημένος...
Οι στίχοι δεν ήταν το μόνο θέμα συζήτησης. Ο Βασίλης Τσιτσάνης, μου εκμυστηρεύτηκε για ποιο λόγο την περίοδο 1960-65 υποχρεώθηκε να γράψει ορισμένα τραγούδια που είχαν ανατολίτικο ή ινδικό χρώμα. "'Ηταν και κατεύθυνση σιωπηρή από τη φωνογραφική εταιρία, γιατί αυτά πουλούσαν πολύ τότε. Αναγκάστηκα και το έκανα. "Τα Λιμάνια", η"Φαρίντα" και κάποια άλλα ήταν αποκομμένα από τις δικές μου, τις καθαρές μουσικές εμπνεύσεις"...
Δεν έκρυβε ο Τσιτσάνης την αγάπη του και τον θαυμασμό του για τρεις μεγάλους λαϊκούς τραγουδιστές και φίλους του: Στράτο Παγιουμτζή, Πρόδρομο Τσαουσάκη και Γρηγόρη Μπιθικώτση. Η φωνή τους -μου είπε χαρακτηριστικά -είναι "θεία δώρα". Δεν πρόκειται να ξαναβγούν τέτοια μέταλλα... "Ο Καζαντζίδης", τον ρώτησα; "Αυτός είναι, ως φωνή, πάνω απ' όλους κι απ' όλα", απάντησε...lδιαίτερη συμπάθεια είχε και στον Μανώλη Αγγελόπουλο, που τον πίστευε ως τραγουδιστή και ως άνθρωπο...
Η κουβέντα με τον Βασίλη Τσιτσάνη ήταν όχι απλώς ενδιαφέρουσα αλλά συναρπαστική και -μάλιστα- όταν μιλούσε για την προπολεμική εποχή...
Τα περισσότερα, βέβαια, υπάρχουν στην αυτοβιογραφία του, αλλά είναι και κάποιες άγνωστες πτυxές από τη ζωή του, όπως η αναπάντεχη συνεργασία του με την Ισπανίδα σοπράνο Elvira De Hidalgo, η οποία τον ερωτεύτηκε, όταν είχε έρθει στην Αθήνα το 1937, και παρέτεινε την παραμονή της για να γυρίσει μαζί του έναν δίσκο... Η Hidalgo ερχόταν τότε στην Αθήνα γιατί είχε σχέσεις με την Μαρία Κάλλας, της οποίας υπήρξε καθηγήτρια...
θυμάμαι τα τελευταία λόγια τού Τσιτσάνη, που μου είπε όταν έφευγα -βράδυ πλέον- από το σπίτι του: "Είμαι 65 χρόνων τώρα κι έχω φάει μια ζωή νύχτα στο πάλκο. Κουράστηκα. Πρέπει να ηρεμήσω. 'Εχω να δώσω κι άλλα πράγματα για το ελληνικό τραγούδι, αλλά όχι πια από το πάλκο. Υπάρχουν κι άλλοι τρόποι που με εκφράζουν"... Με ευχαρίστησε, αλληλοασπαστήκαμε και του ευχήθηκα καλή επιτυχία στη δίκη...




Επιστροφή στα "άρθρα"

Επιστροφή στο αρχικό μενού