ΒΑΣΙΛΗΣ ΤΣΙΤΣΑΝΗΣ
Αποσπάσματα από το βιβλίο του Κώστα Χατζηδουλή «Αρχόντισσα: το μυστικό μιας ζωής» (εκδ. Gramma), με κείμενα των Μίκη Θεοδωράκη, Μάνου Χατζηδάκι, Γιάννη Παπαϊωάννου, Κώστα Βίρβου κ.α.
* Γιάννης Παπαϊωάννου: «(...) Τσιτσάνης και Παπαϊωάννου είναι σφραγίδα, σήμα κατατεθέν τόσα χρόνια. Είμαστε μαζί, χωρίσαμε, πάλι μαζί, ξαναχωρίσαμε. Αμερικές εγώ και τέτοια, ο Τσιτσάνης αλλού, τώρα όμως πάλι μαζί.
Τώρα γίναμε και κουμπάροι, πάντρεψε το παιδί μου, το μεγάλο.
Ολόκληρη ιστορία με τον Τσιτσάνη, Φίλιππας και Ναθαναήλ. Γραβάτα δεν φοράει, γιατί λέει ότι δεν του πάει. Περί ορέξεως σπανάκι με το ρύζι.
Καλός συνθέτης, κανείς δεν μπορεί να πει όχι, και με φαντασία. Νερό από πηγή, όχι Ούλεν. Έχει τόσες επιτυχίες. Για πολύ καιρό θα 'μαστέ μαζί, μέχρι να κατέβω απ' το πάλκο. Βασιλιάδες πάντα εμείς στις Τζιτζιφιές, όπως και τώρα.
Όποιος έρχεται να μας ακούσει, έρχεται στην ιστορία της λαϊκής μουσικής...».
* Μάνος Χατζιδάκις: «Όσο για τον Τσιτσάνη, με τα τραγούδια του oποίου θα τελειώσει η αποψινή συναυλία, όλοι σας ξέρετε τ' όνομά του. Μα είμαι βέβαιος πως πολύ λίγοι από σας γνωρίζετε τη μυθολογία του και την αληθινή σημασία των τραγουδιών του. Γιατί ο Τσιτσάνης, παιδί των υπόγειων ρευμάτων, της μαγκιάς και της ρεμπετοσύνης, έχοντας μια βυζαντινή παιδεία από την ψαλτική που έκανε στο χωριό του, ξάπλωσε απ' άκρον εις άκρον σε όλη τη χώρα έναν ευαίσθητο ερωτισμό, ερμήνευσε την τάση για φυγή που διαπερνούσε τον ελληνισμό: "θα πάω εκεί στην Αραπιά"! Όταν και το ταξίδι μες στη χώρα ήταν αδύνατο. Και όταν η χώρα μας ακριβώς επιχειρούσε την αυτογνωσία της. Ο Τσιτσάνης πρωτοτραγούδησε το ανικανοποίητο
των Ελλήνων εφήβων. "Κουράστηκα για να σε αποχτήσω / Αρχόντισσά μου, μάγισσα, τρελή"! Κι αυτά με τη θρησκευτικότητα ενός διασωμένου βυζαντινού μέρους. Ο Τσιτσάνης υπήρξε μεγάλος, τον καιρό που δεν υποπτευόταν πως ήταν μεγάλος...».
* Μίκης Θεοδωράκης: «(...) Ο λαός ήταν ούτε μόνος ούτε στερημένος. Γιατί αυτός είχε τον Τσιτσάνη! Ξέρουμε ότι έπρεπε να έρθει ο Σεφέρης και ο Ελύτης για να ανακαλυφθεί ο Θεόφιλος. Όμως, στην περίπτωση του Βαμβακάρη, του Παπαϊωάννου, του Μητσάκη, του Καλδάρα, του Χιώτη, του Μπιθικώτση και προπαντός του Βασίλη Τσιτσάνη, ο λαός μας δεν είχε ανάγκη από μεσάζοντες για να τους ανακαλύψει. Γιατί απλούστατα ο λαός μας τους ζούσε κάθε στιγμή.
Τους είχε κλείσει στην καρδιά του. Τους τραγουδούσε, τους αγαπούσε, τους είχε κάνει ένα κομμάτι σάρκα πάνω στη σάρκα της μίζερης ζωής του. Μέσα στην υπόγεια ζωή του, που τον είχε καταδικασμένο η άρχουσα τάξη, ο Τσιτσάνης ήταν ένα παράθυρο στο φως για να μπούνε λίγες ακτίνες ήλιου να φωτίσουν και να ζεστάνουν την παγωμένη καρδιά του. Πώς έγινε αυτό το θαύμα κι αυτό το παιδί από τα Τρίκαλα, που έφηβος ξενιτεύτηκε στη θεσσαλονίκη, να μετουσιώσει μέσα στην ψυχή και στο μυαλό του όλη την πεμπτουσία της μουσικής μας παράδοσης και να μας την ξαναδώσει σε νέες, απλές και τέλειες, μουσικές φόρμες; (...) Βασίλη Τσιτσάνη, τραγουδιστή της ρωμιοσύνης, υμνωδέ της ψυχής του λαού μας, εσύ που ομόρφυνες τους σκοτεινούς
καιρούς με τα φτερουγίσματα της μεγάλης τέχνης σου, δέξου απ' όλους εμάς ένα μεγάλο, σεμνό αλλ' ολοζώντανο και δυνατό ευχαριστώ για όσα πρόσφερες στην πατρίδα και τον λαό μας. Αν έλειπες εσύ και τα τραγούδια σου, η Ελλάδα σήμερα δεν θα ήταν αυτή που είναι. Για πόσους, άραγε, μπορεί να πει κανείς κάτι τέτοιο; Αν η καρδιά του λαού είχε έναν θρόνο, εσύ θα καθόσουνα. Και πλάι σου, μια χούφτα μεγάλοι σαν κι εσένα».
Επιστροφή στα "άρθρα"
Επιστροφή στο αρχικό μενού