10 χρόνια από τον θάνατό του
Γράφει
ο Νίκος Παπαδάκης (Ιούνιος 2008)ΓΙΑ
ΤΗΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΣΚΗΝΗ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣΤα
πρώτα ερεθίσματα τα πήρα από Μικρασιάτες. Υπήρχαν κομπανίες με σαντούρια στα καφέ-σαντάν, ήταν το «Πανελλήνιο», ο «Λούκουλος», του «Μαλίκ - Μπέη», τραγούδησε η Εσκενάζυ και η Αμπατζή εκεί. Ήταν Σμυρνιοί και Πολίτες οι περισσότεροι. Δεν ταιριάζουν μεταξύ τους αυτοί. Έλεγες, «Πάμε στο Σμυρνέικο», ή «Πάμε στο Πολίτικο». Στο Πολίτικο άκουγες κιμπαριλίκι, οι Σμυρνιοί είχανε πιο πουτανιά, είχανε μπάλλους, τσιφτετέλια, «κούνα το κούνα το το κορμάκι σου, να δω και να θαυμάσω το κεφτεδάκι σου». ’λλος έλεγε «το πατάκι σου», άλλος «το κωλαράκι σου». Ενώ οι Πολίτες ήταν πιο σοβαροί. Είχανε το ζεϊμπέκικο, το χασάπικο, καρσιλαμάδες ωραίους, που τους χορεύανε με τα μαχαίρια, παράσταση κανονική και σεβότανε ο κόσμος. Παράγγελνες ένα τραγούδι, «Κύριε Νίκο το τραγουδάκι σας», χόρευε ο Νίκος και χτυπούσανε παλαμάκια, σεβότανε τη μουσική, χειροκροτούσανε και το Νίκο, χόρευε δε χόρευε καλά δεν τον κοροϊδεύανε. Ύστερα, αν έσπαγε ένα ποτήρι στο σμυρνέικο δεν γινότανε καβγάς και σπούσανε και πιάτα. Όμως εκεί που ήτανε οι Κωνσταντινουπολίτες οι μάγκες, άμα σπάγανε ένα ποτήρι, έπρεπε να σηκωθεί και να ζητήσει συγνώμη από όλο τον κόσμο. Ειδεμή θα τον σκοτώνανε.Μετά
μπήκαν οι Γερμανοί και διαλύσανε αυτά. Στη ρεμπέτικη πιάτσα της Θεσσαλονίκης τότε ήταν ο Νίκος Νερατζόπουλος, ράφτης, μπουζούκι - σάζι, ο Μπάλης ο Μήτσος ο κουρέας μπουζούκι - μπαγλαμά, ο Αντώνης ο Πεπόνης ταπετσέρης, γερό όργανο, μπουζούκι ο Γιάννης ο Μπάκακας, ο Ντίνος ο Καρούμπαλος, ο Στελλάκης, ο Βαγγελάκης, ο Τσανάκας ο Χρήστος, ο Χρήστος ο Μπαρτζάνος. Είχανε τις δουλειές τους και παράλληλα πηγαίνανε στην ταβέρνα να κονομήσουνε χαρτούρα. Στη Τούμπα ήταν ο Καρούμπαλος ο Κώστας, ο Βαγγέλης ο Σμυρνιός, τα Αραπάκια τ' αδέλφια βιολί και ούτι, γύφτοι της Μικράς Ασίας, κατσίβελους τους λέγανε. Ο μπάρμπα-Γιάννης ο Σαντουράκιας, ο Πετμεζάς, αυτός με τα υφάσματα - ρετάλια στη Θεσσαλονίκη, είχε το καλύτερο συγκρότημα, τη Ρίτα τη Θεσσαλονικιά, μια χοντρή με καταπληκτική φωνή. Ερχότανε και οι Αθηναίοι και γινότανε συγχώνευση. Ο Μάρκος, ο Στράτος ο τεμπέλης, ο Μπάτης, ο Αρτεμης, ο Γενίτσαρης πολλές φορές, ο Τσιτσάνης, ο Καλδάρας, ο Στελλάκης, ο Παπαϊωάννου, ο Καραπατάκης, ο Χιώτης, ο Μιχαλόπουλος. Ερχότανε ο Παπαϊωάννου και έμπαινε σ' ένα συγκρότημα με σαντούρια. Ήτανε κάτι πρωτότυπο το μπουζούκι. Τον Ζαμπέτα δεν τον θυμάμαι τότε, μετά την Κατοχή. Ο Ζαμπέτας είναι από τα πρώτα όργανα στο ρεμπέτικο. ’πιαστος, για μένα είναι ο καλύτερος απ' αυτούς που μείνανε, το προωθεί το ρεμπέτικο και του αξίζει.ΓΙΑ ΤΗΝ ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΖΩΗ
Οι ρεμπέτες δεν είναι άνθρωποι να τους βάλεις στο κλουβί, να τους πεις εδώ είστε. Όχι. Ο ρεμπέτης είναι ένας τύπος που ξεκινάει μόνος του, έχει δικά του σημεία, κάνει ότι θέλει και ζει τη ζωή του όπως θέλει. Ή παίζει όργανο ή όχι, κι εσύ που δεν παίζεις είσαι ρεμπέτης. Δεν σ' αρέσει το ντύσιμο το πολύ, δεν σ' αρέσει να κάθεσαι στον καθρέφτη, άμα δεν μπορείς να συνεννοηθείς σηκώνεσαι και φεύγεις, δεν έρχεσαι στους καβγάδες, είσαι διαλλακτικός, είσαι σαν το πουλί. Δηλαδή εγώ τον ρεμπέτη τον χαρακτηρίζω σαν ένα πουλί, που «πετάει εδώ, πετάει εκεί και όπου τη βρίσκει κελαηδάει». «Το μερακλίδικο πουλί ποτέ φωλιά δεν κάνει». Τους κυνηγάνε, αλλά οι ρεμπέτες είναι σαν πηγή, σαν το νερό. Όσο και να το φράξεις το νερό, θα βρει διέξοδο να βγει. Γι' αυτό οι ρεμπέτες δεν θα χαθούνε αφού βγαίνουν έτσι από την φύση. Είναι ρεμπέτισσα η φύση αν το εξετάσεις. Τα ποτάμια, η βροχή, ο αέρας, οι βροντές, οι ήχοι της φύσεως είναι οι εφτά νότες. Έπαιρναν οι ρεμπέτες το μπουζούκι, μάζευαν ραδίκια στο δρόμο, έτρωγαν φρούτα και πήγαιναν εδώ, εκεί. ’νθρωποι ελεύθεροι που δεν ξεχώριζαν σύνορα και πατρίδα. Αλλά όταν έχουν υποχρεώσεις, είναι πιστοί, είναι καλοί οικογενειάρχες, έχουν μπέσα, ο λόγος τους είναι λόγος. Ό,τι πει ο ρεμπέτης είναι νόμος. Δεν σου λέει είπα, ξείπα...
Στην Κατοχή κάναμε διάφορα σαμποτάζ στους Γερμανούς. Μπήκαμε σε ένα στρατόπεδο και τους κλέψαμε τα λάστιχα από τ' αυτοκίνητα, κάτι φάρμακα, κάτι ανταλλακτικά, ό,τι βρήκαμε. Με δικάσανε σε θάνατο, αλλά απέδρασα από το στρατόπεδο του Παύλου Μελά και βγήκα στο βουνό, με το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ. Ήμασταν τσακάλια, 17άρηδες τότε, δεν καταλαβαίναμε τίποτα. Σαλταδόροι, κλέβαμε τους Γερμανούς και το βράδυ, το μπουζούκι μπουζούκι. Ήμασταν τακίμι εγώ, ο Χρηστάκης και ο Κόκκορας.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΚΚΟΡΑ
...ήταν μπουζούκι ιδιόρρυθμο. Ρουσσάκης Γιώργος λεγόταν. Ο πατέρας του λοχαγός. Από το Ηράκλειο Κρήτης καταγότανε. Η μάνα του από το Ασβεστοχώρι, δασκάλα. Κάνανε δυο παιδιά, ένα κορίτσι (είναι τώρα συμβολαιογράφος στον Ορχομενό) και τον Γιώργο, τον Κόκκορα. Υπηρέτησε μαζί με τον Ζαμπέτα στην αεροπορία. Είχε κληρονομήσει στη Θεσσαλονίκη μια πολυκατοικία, ένα μαγαζί και ένα φούρνο. Αυτός δεν δούλευε. Μπουζουκάκι, καφενείο και τεκέδες. Ανταμώναμε τα βράδια, κολλούσαμε στο τραγούδι, είχε ιδιόρρυθμη φωνή. Τέρας μορφώσεως και τέρας αλητείας. Έβγαλε το Γυμνάσιο, αλλά το μπουζούκι μπουζούκι και η αλητεία, αλητεία. Ήταν κακομούτσουνος, άσχημος, γουρλομάτης, στραβομύτης, αδύνατος, με τον Βαρδάρη, έπρεπε να τον δένω μη τον πάρει ο αέρας, τόσο ελαφρύς. Αλλά είχε μια φωνή τέτοια, που την μιμήθηκε ο Χρηστάκης. Ίδια η φωνή του Κόκκορα, όταν ακούω Χρηστάκη ακούω τον Κόκκορα. Μπουζούκι γρήγορο, πιο γρήγορος κι απ' τον Χιώτη, αλλά ήταν άχρονος, αν δεν είχε κιθάρα να τον κρατάει σε πέταγε από τον Λευκό Πύργο κάτω. Καλό παιδί, τίμιος.
Όλα τα κουσούρια τα είχαμε. Κουμάρια παίζαμε, χασίσι πίναμε, για να παίξεις μπουζούκι πραγματικό έπρεπε να μπεις στον τεκέ, στους τεκέδες ήταν τα μπουζούκια, όπως λέω στο τραγούδι «Χρόνια οι μάγκες είχανε, μες τον τεκέ κρυμένο, μπουζούκι όμορφο γλυκό και περιφρονημένο». Τεκέδες λαϊκοί, τεκέδες σαλονίσιοι, για την αριστοκρατία, πιο ακριβός ο αργιλές αλλά έμπαινες σε χαλιά, καθαριότητα, άλλο «σχέδιο» μαύρο. Τώρα δεν υπάρχουν τεκέδες. Όσο υπήρχανε τεκέδες δεν υπήρχε πρέζα. Κυνηγήσανε το μαύρο, βγάλανε την πρέζα. Καταστρέφουν την νεολαία έτσι. Που λένε χασικλής - εγκληματίας; ποτέ. Ο χασικλής μόλις φουμάρει είναι δειλός. Κάνει τα κέφια του, ούτε μαλώνει, ούτε σκοτώνει. Αυτοί με τα σκληρά ναρκωτικά και ληστεύουνε και σκοτώνουνε. Ο Κόκκορας έπινε μόνο μαύρο. Και 'γω ακόμα πίνω αν βρω, παρ' ότι δεν είμαι στην υγεία μου καλά. Πρέπει να το αφήσει ελεύθερο η πολιτεία και να κυνηγήσει τα σκληρά. Γιατί εκεί, πέφτουνε οι νέοι και δεν σηκώνονται.
Με
τον Κόκκορα, κάθε βράδυ είμασταν μαζί. Τον έπαιρνα ταξίδια με το φορτηγό, Σέρρες, Δράμα, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη, Φλώρινα, Λάρισα. Τα μπουζούκια στο αυτοκίνητο και όπου πηγαίναμε, στήναμε, παίζαμε, γλεντούσαμε. Στη Θεσσαλονίκη παίζαμε σε καλά μαγαζιά, όχι σκυλάδικα, μας γουστάρανε. Είχαμε μαζί μας πολύ κόσμο και από τα ανώτερα και από τα κατώτερα στρώματα. Με τον Κόκκορα περάσαμε χρόνια τακίμι. Δεν χαλάσαμε ποτέ την φιλία μας. Κι όταν παρεξηγιόμαστε, πίναμε μαζί έναν άργιλε και τα κάναμε όλα καπνό... Είχα φτιάξει ένα μαγαζί το '69, με τον αδελφό μου, την «Καλύβα». Κι ο Κόκκορας μαζί. Δέκα τραπέζια αλλά γινότανε χαμός, για να μπεις έπρεπε να τηλεφωνήσεις μία βδομάδα πριν. Μετά τρία χρόνια, πήραμε ένα μεγαλύτερο μαγαζί, ένα θερινό που να τους χωρά. Αναγκαστικά πλαισιωθήκαμε και μ' άλλους, με γυναίκες κλπ. Ο Κόκκορας δεν την εύρισκε, ούτε εγώ την εύρισκα. Μου λέει: «Φεύγω, πάω στην ταβέρνα του Μπέμπη και θα έρχομαι στις 2 η ώρα για το ρεμπέτικο». Αναγκάστηκα έτσι να πάρω την Μαριώ, μια πολύ ωραία τραγουδίστρια και ρεμπέτικη και ελαφριά. Δεθήκαμε μετά και είμαστε 20 - 25 χρόνια μαζί. Ο Κόκκορας πέθανε από κύρωση του ύπατος το 1976, ήταν μπεκρής. Έπινε μια οκά ούζο χωρίς μεζέ. Ήταν στο νοσοκομείο και είχε πάει ο αδελφός μου να τον δει. Του λέει: «Πες στο Νάκο να έρθει». Πάω το μεσημέρι, «Καλώς τον φίλο μου» μου λέει και μου πιάνει το χέρι, μου το σφίγγει και πέφτει σε σπασμούς, χωρίς να μ' αφήσει, με σφίγγει δυνατά, με τεράστια δύναμη. Έρχεται ο γιατρός, του βγάζει τον ορό, μου 'σφίγγε το χέρι, πιο σιγά, πιο σιγά, άαααπ, παραδόθηκε. Το 'μαθέ ο κόσμος, έγινε η κηδεία στην Καλαμαριά. Τι να σου πω, τι έγινε. Όλοι κλαίγανε. Ήταν η μισή Θεσσαλονίκη στην κηδεία του. Την ώρα που τον βάζανε στον τάφο, έπεφταν μέσα ούζα πενηνταράκια, κρασιά, τρίφυλλα τσιγάρα, φούντες, ένα μπαγλαμαδάκι του 'ριξα εγώ... οδυρμός. Η αδελφή του απορούσε: «Τόσες γνωριμίες είχε ο αδελφός μου;». Τη λέω: «Τι νόμισες; Επειδή ήταν μπουζουξής, χασικλής και μπεκρής, ήταν και κακός άνθρωπος; Ήταν το πιο σωστό παλικάρι. Του άρεσε αυτός ο δρόμος, το μπουζούκι». Έχουμε κάνει 2-3 τραγούδια μαζί, το ένα το είπε ο Στράτος ο Τεμπέλης και το άλλο ο Χρηστάκης, είναι «Η ρουλέτα» το ένα. Είχε πολλά, αλλά όχι δισκογραφημένα. Τα 'χω γραμμένα όλα εγώ. Θα τα βγάλω με τ' όνομα του...Είχε
κάνει ένα παιδί ο Κόκκορας στους Αγίους Αναργύρους, όταν υπηρετούσε στην Αεροπορία με τον Ζαμπέτα. Το αποκατέστησε όμως, του 'δώσε και τ' όνομα του. Φίνα ξηγήθηκε.Αν
είχα σκεφτεί επαγγελματικά, δηλαδή την τέχνη μου να την κάνω εμπόριο, θα είχα βρει άκρια. Μέχρι σήμερα ακόμα παίζω για κέφι μου, δεν παίζω επαγγελματικά. Δεν με νοιάζει το χρήμα. «Μπαίνω στο παλκοσένικο και κάνω τον αρτίστα και όλοι με φωνάζουνε Νάκο ζαμανφουτίστα». Κι εγώ τους λέω: «Γιατί άμα λάχει δηλαδή είμαι κι εγώ ένα πουλί, πετάει εδώ πετάει εκεί κι όπου τη βρίσκει κελαηδάει». «Σαν παίρνω το μπουζούκι μου το κέφι να κάνω, ποτέ μου μεροκάματο μάγκες μου δεν ζητάω». Βρήκα; Θα τσιμπίσω κάτι. Θα παίξω μετά να ικανοποιήσω τον κόσμο, να ικανοποιηθώ κι εγώ. Όταν ένας καλλιτέχνης ικανοποιεί τον εαυτό του μ' ένα έργο του, οπωσδήποτε ικανοποιεί και αυτούς που τον ακούνε. Εγώ έχω τραγούδια στο συρτάρι, που λέω αν τα κάνω δίσκους θα πεθάνω. Και τη λέω τη Μαριώ: «Τα ξέρεις τα τραγούδια, αν πεθάνω κάντα δίσκους εσύ». Δεν θέλω να πουλήσω αυτό το οποίο το έχω για μένα. Θα πω ορισμένα απ' αυτά, που έρχονται κάποιες στιγμές ιδιαίτερες όπως προχθές με τον Αριστο τον φίλο μας. Αυτά τα ακούω εγώ και όσοι τύχουνε.Ο Γιάννης ο Παπαϊωάννου είναι πρώτος μου ξάδελφος, η μάνα του και ο πατέρας μου αδέλφια. Είναι καταγωγής από την Κίο και ήλθανε εδώ στη Νέα Κίο με καράβια. Ο πατέρας μου ήλθε το '12 στη Θεσσαλονίκη. Στη Μικρασία, Τούρκος δεν είχε μπει μέσα στο χωριό. Όλοι οι Κιώτες ντερβίσια και νταηλήδες. Με τον Γιάννη παίξαμε μαζί στη Θεσσαλονίκη. Κανείς δεν μπορεί να παίξει τα σόλο του Παπαϊωάννου. Ήταν από τα καλά όργανα. Τον αγαπούσε πολύ ο πατέρας μου, σαν μάγκας ήτανε σωστός. Ο πατέρας μου του έδινε τραγούδια, «Διάλεξε όποια θες» του έλεγε. «Όμως μην βάλεις το όνομα μου, δεν θέλω, το έχω αλλάξει. Λέγομαι Κυπριούλης, όχι Σκαρβέλης, έκανα οικογένεια, θέλω να ξεφύγω». Ο αδελφός του πατέρα μου, ο Κώστας Σκαρβέλης ή Παστουρμάς ο γνωστός, είχε μείνει ελεύθερος γεροντοπαλλήκαρο, έβλεπε ο πατέρας μου τις συνήθειες του και δεν γούσταρε.
Ερ.: Σήμερα στην Θεσσαλονίκη υπάρχουν και νέα πρόσωπα, που παίζουν και γράφουν διαφορετικά από τα δικά σας. Είναι ο Νίκος ο Παπάζογλου, ο Πουσπούλ, είναι ο Γιώργος ο Ζήκας. Πώς τους βλέπεις;
Απ.: Ο Παπάζογλου κάνει ρεμπέτικο ροκ. Ο Ζήκας έκανε έναν δίσκο με τη Μαριώ. Δεν τον γνωρίζω προσωπικά, τα τραγούδια είναι καλά αλλά δεν τα είπαν όπως έπρεπε, δεν έγιναν σωστά γι' αυτό και δεν πήγε ο δίσκος.
Ερ.: Πώς είναι στη Θεσσαλονίκη τα πράγματα σήμερα;
Απ.: Υπάρχουν μαγαζιά που είναι ρεμπετάδικα, υπάρχει μαγαζί που είναι θέατρο και έχει και ρεμπέτικο, υπάρχει μια σάτιρα για να επιβιώσουν. Υπάρχουν μαγαζιά με προγράμματα που έχουν και το λαϊκό. Είναι ένα μαγαζί, λέγεται «Βολτάζ», μ' έναν ηθοποιό του κρατικού θεάτρου, τον Ιεροκλή, που κάνει μία σάτιρα που την «βρίσκεις». Είναι και ο Αγάθωνας, καλός και αυτός.
Ερ
.: Βλέπεις αυτή τη νέα κατάσταση να είναι δημιουργική;Απ
.: Ναι, είναι δημιουργική. Ο Παπάζογλου το ρεμπέτικο το βγάζει με τον τρόπο του, σε βλάχικο, σε ροκ, σε διασκευές, σε δικά του τραγούδια. Εγώ τον λέω Τζέιμς Μποντ. Του λέω και τον πειράζω: «Τα παίρνεις από μας και τα κάνεις όπως θέλεις». Φιλαράκι μου είναι, τα πίνουμε μαζί όποτε πάω, μου τηλεφωνά, «Κάνα τσίπουρο θα φέρεις; Έχω καλό μεζέ» και πάω στο στούντιο το «Αγροτικό» στην Τούμπα και τον βρίσκω. Σήμερα, ρεμπέτικο σκέτο στη Θεσσαλονίκη δεν στέκεται. Θέλει και ποικιλία. Διότι θέλουν και Χριστοδουλόπουλο και Βοσκόπουλο και Κόκοτα, Πουλόπουλο, Μαυράκη, Μοσχολιού και πρέπει να τα 'χεις. Το ρεμπέτικο θα βγει στην ώρα του. Ένα ρεμπετάδικο είναι μόνο, που στέκεται, αλλά είναι φτηνοδουλειά. Ο Καμπουρέλος με τον Σωκράτη. Εκεί είναι και ο Χρήστος ο Πετρίδης. Εγώ στο μαγαζί μου είχα μόνο ρεμπέτικο, δεν άκουγες τίποτ' άλλο. Υπάρχουν ρεμπέτικα και από στίχο και από μουσική καλύτερα απ' αυτά που πουλάνε τα νέα μαγαζιά. Εγώ έχω ρεμπέτικα με διάλογο. Λέει η γκόμενα, η Μαριώ: «Δεν είμαι 'γω ρε μάγκα κορόιδο του παππά, να σου τα δίνω φίλε ταχτικά». Ο παππάς είναι το τρίφυλλο. «Κι αν είμαι αλανιάρα, το ξέρεις πως μπορώ, μια μέρα πάλι να συμμορφωθώ». «Να πας να βρεις γυναίκες με πλούτη με ρημάδια στη ζωή, να πας και 'συ ξανά να μην σε δω φιγουρατζή». Αυτό το είχα δώσει στον Τσιτσάνη κι άλλο ένα το «Δεν μ' αρέσει να δουλεύω», που έβαλε τη Θεσσαλονίκη μέσα, «Είσαι το καμάρι της καρδιάς μου», πάνω στη δική μου μουσική το 'φτιάξε. Εγώ στον δικό μου στίχο λέω: «Με κατηγορείς πως είμαι αλάνι και γυρίζω μες τα ταβερνιά, κι όλο μου γυρεύεις εξηγήσεις, θα με κάνεις μόρτισσα φονιά». «Όοο! Δεν μ' αρέσει να δουλεύω, όοοο θέλω πάντα να γλεντώ». Αυτά τα δύο τα έδωσα στον Τσιτσάνη, τα έκανε όπως ήθελε, τα μετέτρεψε.Ερ
.: Επαγγελματικά, καθαρά, πότε άρχισες;Απ.: Το '69 στη «Καλύβα», μαζί με τον Κόκορα.
Ερ.: Τότε γνώρισες και τους φίλους απ' το Ηράκλειο, τον Αριστο, τον Κώστα, τον Γιάννη;
Απ
.: Ναι, ήτανε θαμώνες κάθε βράδυ. «Καλά ρε φοιτητές είστε; Πού τα βρίσκετε τα λεφτά;». «’μα δεν έχουμε, μας δίνεις εσύ», είχανε βρει τη λύση. «Κι άμα δεν σας δώσω;». «Θα την βρούμε την λύση, θα πάμε αλλού». Αλλά δεν τους άφηνα ποτέ...Ερ.: Δισκογραφία πότε έκανες;
Απ
.: Τώρα τελευταία. Αλλά κασέτες μου, υπάρχουνε πολλές. Ερχότανε στο μαγαζί, γράφανε με μαγνητόφωνα και τις κυκλοφορούσαν πειρατικά. Μέχρι στην Αθήνα βρήκα, τραγούδια που δεν είχα χτυπήσει σε δίσκο, που τα είχα πει μια-δυο φορές μόνο.ΓΙΑ
ΤΟΥΣ ΔΙΣΚΟΥΣΔισκογράφησα
τα «Ρεμπέτικα της Θεσσαλονίκης» μ' έναν καθηγητή του Πανεπιστημίου, τον Ξ. Κοκόλη που γράφει για την ιστορία της Θεσσαλονίκης, με τον συγγραφέα τον Ντίνο τον Χριστιανόπουλο. Αν θα δεις τον δίσκο, ο Ξ. Κοκόλης γράφει και την ιστορία κάθε τραγουδιού ξεχωριστά, σε λεπτομερές ένθετο. Λέμε για την αγορά της Θεσσαλονίκης, λέμε για τις γυναίκες της Θεσσαλονίκης, λέμε για τον Γεντί Κουλέ. Έχω και δύο δικά μου τραγούδια για τη Θεσσαλονίκη. Και στον δεύτερο δίσκο, βάλαμε πάλι για τη Θεσσαλονίκη ρεμπέτικα, με την Μαριώ, ενώ ετοιμάζεται και ένας τρίτος δίσκος, πάλι με δύο δικά μου που θα πει η Μαριώ, κάποια άλλα ο Κ. Μακεδόνας και η Γλυκερία. Θα είναι συνολικά έξι δίσκοι. Ποιο ήταν αυτό, ποιο εκείνο. Ποιο το Πεξινάρι, ποιος ο «Χατζήμπαξές». Η Θεσσαλονίκη τότε ήταν όλο μπαξέδες. Από τις γραμμές του τρένου περνούσε ένας δρόμος που πήγαινε στα σφαγεία, με καλντερίμι και έτσι είναι ακόμα. Εκεί μεσ' στα δέντρα ήταν ένα κέντρο, ο «Χατζημπαξές» και πηγαίναμε και διασκεδάζαμε εκεί μέσα στα πουλιά, το καλύτερο κέντρο.Είχε
κρεμμυδάκια, είχε ντομάτες κι η θάλασσα κοντά στο Πεξινάρι, ψαράκια, τα σφαγεία κοντά, γλυκάδια, συκώτια, τα καλύτερα και πήγαινε ο κόσμος και την έβρισκε με τα παϊτόνια (άμαξες). Γώρα δεν υπάρχει αυτό το κέντρο, αλλά το σπίτι είναι εκεί μέσα. Δηλαδή όλο εκείνο το γραφικό υπάρχει ακόμα. Ύστερα το Πεξινάρι, «ο κήπος των πριγκίπων». Ήταν ζωολογικός κήπος, με λιοντάρια το Πεξινάρι, το τραμ μέχρι εκεί πήγαινε. Και ήταν και τα «Μπενμίξ», χώρια οι άνδρες, χώρια οι γυναίκες κάνανε μπάνιο. Σε μια άκρη πέρα από τον πριγκιπικό κήπο ήτανε κάτι παράγκες και είχανε τα ψαράκια, τα ούζα και τα λοιπά. «Πάμε για το Πεξινάρι να γουστάρουμε». Και πηγαίναμε και εμείς με τον Κόκκορα και ρίχναμε πενιές. Πήγαινα εγώ τα δρομολόγια με το φορτηγό, το βράδυ τον έβρισκα στο Πεξινάρι, ήξερα πού θα τον βρω ή στον Σωκράτη ή στον Δημόπουλο. Ο πατέρας του είχε ψαροταβέρνα και τεκέ στο Πεξινάρι και πηγαίναμε. Από κει φαίνονταν το Καραμπουρνάκι, Αρέτσου ήταν η αριστοκρατία, Καραμπουρνάκι ο λαός. Καλαμάκι με τα κέντρα που άνοιξαν μετέπειτα. Και το Μπαξέ-τσιφλίκι ήταν αρχαίο, εκεί πρωτοέπαιξε ο Τσιτσάνης το '38, όταν υπηρετούσε στο τάγμα τηλεγραφητών, εκεί έβγαλε και το τραγούδι το ομώνυμο.ΓΙΑ
ΤΑ ΤΡΙΧΟΡΔΑ ΜΠΟΥΖΟΥΚΙΑ ΚΑΙ ΤΑ ΤΕΤΡΑΧΟΡΔΑΕγώ
δεν το χωνεύω το τετράχορδο, ούτε το πιάνω στα χέρια μου. Δεν έχει τον ήχο που έχω μάθει με το τρίχορδο. Γιατί το ένα είναι μπουζούκι, το άλλο είναι μαντολίνο. Θα μου πεις, με τα μηχανήματα γίνονται όλα μπουζούκια. Τα βγάλανε τα τετράχορ-δα για πιο ευκολία, να βγάζουνε περισσότερες νότες να το μπερδεύουν το κομμάτι. Τα τετράχορδα πρώτα-πρώτα δεν τονί-ζουνε, τα παίζουνε παπαγαλίστικα. Ενώ με το τρίχορδο τα παίζεις σωστά, όπως είναι το κομμάτι, με ύφος και ήχο. Ο Χιώτης το 'κάνε τετράχορδο με κούρδισμα αλά μαντόλα. Ο Χιώτης ήταν αιτία και επιτράπηκε ελεύθερα, αφού το «'βγάλε από το περιθώριο». Ο Χιώτης ήταν ήρωας. Παλιά τα κουρδίσματα ήταν δύο, το αραμπιέν και το καραντουζένι. ΓΙΑ ΤΗΝ ΜΑΡΙΩΗ
Μαριώ ξεκίνησε από μουσικό στρώμα, ο μπαμπάς της ήταν τζαζμπανίστας και σε μια τράκα έσπασε την μέση του και δεν μπορούσε να δουλέψει. Η Μαριώ έμαθε ακορντεόν και από μικρή την βάλανε σε οικοκυρική σχολή. Εκεί η Μαριώ έμαθε να είναι η πρώτη νοικοκυρά, έμαθε και μουσική. Αγόρασε ένα ακορντεόν μικρό και ο μπαμπάς της πήγαινε τα βράδια να πουλήσουν φυστίκια, να βγάλουν μεροκάματο. Η Μαριώ είναι από ένα χωριό, το Πλατύ, αλλά είχανε και ένα σπίτι στην Τούμπα. Ήταν δύο αγόρια και δύο αδελφές. Η Μαριώ ήταν η πιο σωστή, παντρεύτηκε μικρή, έκανε ένα αγόρι ένα κορίτσι, είκοσι δύο η κόρη περίπου, είκοσι τέσσερα ο γιος. Παίζει στον ΠΑΟΚ ο γιος της, όχι στα πρώτα, στα δεύτερα, καλό παιδί. Κωνσταντινίδης λέγεται. Τον πήραμε από άλλη ομάδα. Θα πάει στην πρώτη ομάδα γιατί είναι καλός. Η Μαριώ είναι μια τραγουδίστρια αξιόλογη και η μόνη που ακολουθάει το ρεμπέτικο. Είναι εις θέσιν να τραγουδήσει Νανά Μούσχουρη, Σοφία Βέμπο, τα λέει και μπορώ να σου πω καλύτερα απ' αυτές. Αλλά την εμπνέει το ρεμπέτικο, γιατί από μικρή έπεσε στα χέρια μου και είδε πως αυτό ξεσηκώνει τον κόσμο, τον διασκεδάζει τον κόσμο. Στο άλλο είσαι υποχρεωμένη να στέκεσαι στον προβολέα, στα φώτα και να σηκώνεις τα χέρια... Έχει δε μια φρασεολογία άλλο πράμα...Συνεργαστήκαμε
είκοσι πέντε χρόνια, ποτέ δεν μαλώναμε. Μαλώναμε μόνο στη δουλειά, αυθόρμητα, πηγαία. Έλεγα μια κοτσάνα εγώ, την πείραζα, αμέσως με αντιμετώπιζε με χιούμορ, χωρίς να έχουμε κάνει πρόβα. Γινότανε τζερτζελές, γινότανε η δουλειά και γελούσε όλος ο κόσμος. Αλλά ξέρεις τι καλός άνθρωπος είναι; Αρρωσταίνω, «Πρώτα ο Νάκος μου». Κάποτε μάλωσα στο μαγαζί με κάποιον, άρπαξε ένα ξύλο, «Παλιοπούστη θα χτυπήσεις τον Νάκο!», τον πλακώνει...Αρρωσταίνει
η γυναίκα μου, στο νοσοκομείο ήταν και της λέει: «Εγώ μπορεί να μην αντέξω, τον Νάκο και τα μάτια σου. Ο Νάκος είναι ένα μεγάλο παιδί, να τον έχεις από κοντά, μην τον αφήσεις». Κάθε μέρα με κάνει τηλέφωνο. Φέρε να την πάρουμε τηλέφωνο...Όταν
πέθανε η γυναίκα μου, κάνω αιμόπτυση και έχω δύσπνοια. Πάω στη δουλειά, λέω: «Μαριώ, δεν είμαι καλά, μου είπε ο γιατρός να πάω στο νοσοκομείο». Μου λέει: «Έρχομαι». Έρχεται με έναν τραγουδιστή τον Ραγκάνη, που κι αυτός ακολουθεί το ρεμπέτικο, στον Ερυθρό Σταυρό του ΙΚΑ. Με φρόντιζε, έτρεχε για όλα, μέχρι που πέρασα την δοκιμασία ήταν στο πόδι για πάρτη μου. Είναι ζωντανός άνθρωπος, γεμάτη καλοσύνη, αν την ξέρεις. Η Σωτηρία Μπέλλου την αγαπάει πολύ, δουλεύαμε μαζί.Με
καθάριζε - στην εντατική εγώ - να 'ρχεται απ' τη δουλειά και να κοιμάται εκεί, στο νοσοκομείο... Δουλεύαμε εκεί στο «Εδέμ» τότε και μετά γυρνάγαμε εδώ, εκεί...Ερ.: Πες μου κάποια καλά μπουζούκια από τη Θεσσαλονίκη.
Απ
.: Έχει πολύ καλά μπουζούκια η Θεσσαλονίκη. Είναι ο Καμπουρέλος, ο Σωκράτης, ο Στ. Βογιατζής...Ερ
.: Πες μας τώρα Νάκο, πώς αισθάνεσαι με τόσα χρόνια θητεία μέσα στο ρεμπέτικο τραγούδι;Απ.: Από τα σπάργανά μου είμαι μέσα στο ρεμπέτικο, το έζησα και μέχρι να πεθάνω δεν θ' αλλάξω πίστη. Είναι κάτι που μ' αρέσει τόσο πολύ - όχι ότι δεν μπορώ να γράψω κάτι άλλο και ταγκό γράφω και σλόου ροκ και βαλς και μπλουζ, αλλά αυτά δεν είναι για μένα. Μου τα ζητάνε κάτι μοντέρνοι τραγουδιστές και λέω: «Ας κάνω και ένα ροκ, ένα μπλουζ». Αλλά σαν καλλιτέχνης είμαι στο ρεμπέτικο, γιατί το θεωρώ το πιο κλασικό ελληνικό πράγμα. Όλοι ξεκινάνε από τα ρεμπέτικα. Ας βρεθεί ένας μπουζουξής που δεν ξεκίνησε με την «Φραγκοσυριανή». Εγώ ξεκίνησα με κάτι άλλο... «Βρε γρουσούζη όλη μέρα, που γυρνάς και μπεκρουλιάζεις, και την οικογένεια σου απ' την πείνα την ταράζεις». Ποιο μπουζούκι σήμερα δεν παίζει την «Φραγκοσυριανή»; Και μετά τη «Συννεφιασμένη Κυριακή» και μετά «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι»; Σχολείο Βαμβακάρη, σχολείο Τσιτσάνη, σχολείο Καλδάρα. Εμείς είμαστε στα πιο παλιά σχολεία. Σχολή Χατζηχρήστου, που ήταν από τους καλύτερους, σχολή του Σκαρβέλη, σχολή του Γιοβάν Τσαούς, σχολή του Γιάννη του Σαντουράκια, μ' ένα σαντούρι ήταν μια ορχήστρα και τώρα η πιο τελευταία σχολή, η σχολή του Νάκου.
ΓΙΑ
ΤΟ «ΚΥΤΤΑΡΟ»Το
1972, στο «Κύτταρο», με κάλεσε ο Ηλίας ο Πετρόπουλος. Είπα στον Κόκκορα να κατέβουμε, δεν ήθελε, κατέβηκα με τον Σπυράκι. Ήταν τότε ο Γενίτσαρης, ο Μουφλουζέλης, ο Μπίρ-Αλλάχ, η ’ννα Χρυσάφη, ο Σκαρπέλης, ο Καλφόπουλος, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Τσαουσάκης, ο Ρίκος με τη λατέρνα και είχαμε σαν νεότερη την Αλεξάνδρα. Κάθε Τρίτη ήταν γεμάτο, φοιτητόκοσμος. Ήταν χούντα τότε, το 1972. Λέω ένα τραγούδι, «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ' αρχίδια». Και όταν τελείωσα μου λέει ένας χωροφύλακας: «Θα μ' ακολουθήσεις». Αλλά ήταν και ένας ταγματάρχης που παρακολουθούσε το πρόγραμμα και τον λέει: «Εμείς δώσαμε διαταγή να λένε τα τραγούδια αυθεντικά...».
* «Ήταν
** Το «Μάγκα μου συμμορφώσου πια.» υπάρχει στο όνομα του Βασίλη Τσιτσάνη και σε στίχους Στ. Χρυσίνη.