Site hosted by Angelfire.com: Build your free website today!
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ

"30 χρόνια από τον θάνατό του"

Άρθρο του Κώστα Παπαιωάννου (Εκδότη εφημερίδας "TO ΠΟΝΤΙΚΙ" - Αύγουστος 2002).

ΤΟΝ ΙΟΥΝΙΟ του '69 σ' ένα μονοστηλάκι μπήκε σε μια εφημερίδα η είδηση ότι «πέθανε ο Ζέπος» που είχε εμπνεύσει το ομώνυμο τραγούδι στον Γιάννη Παπαϊωάννου! Για τον πολύ κόσμο ήταν έκπληξη και ότι ζούσε - κάποιοι τον θεωρούσαν πρόσωπο ανύπαρκτο που είχε φτιάξει η φαντασία του μπάρμπα-Γιάννη.
ΕΝΑΣ δημοσιογράφος τηλεφώνησε στον Παπαϊωάννου να τον ρωτήσει για τον Ζέπο, να μιλήσουν. Εκείνος δεν ήθελε. Τον είχε λυπήσει ιδιαίτερα ο θάνατος του καπετάν Αντρέα Ζέπου, γιατί δούλευε στα καΐκια του όταν αυτός ήταν σπουδαίος καραβοκύρης, και είχε καταντήσει πάμπτωχος, να κοιμάται σε μια τρώγλη στις Τζιτζιφιές, ανάμεσα στα δύο μπουζουκομάγαζα όπου έσπαγαν πιάτα με το τραγούδι του και ξόδευαν παρά με ουρά! Κι αυτός δεν είχε να φάει - τον φρόντιζε ο μπάρμπα - Γιάννης και ελάχιστοι άλλοι...
Ο ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ επέμενε, ο Παπαϊωάννου τού 'λεγε «μια άλλη φορά», ο δημοσιογράφος του εξηγούσε ότι «τώρα είναι το θέμα επίκαιρο» και κάποια στιγμήο μπαρμπα-Γιάννης ρώτησε: «Πώς είπαμε ότι σε λένε;» Ο δημοσιογράφος απάντησε: «Παπαϊωάννου». «Ε, τότε, αφού σε λένε Παπαϊωάννου, έλα», του είπε και πριν κλείσουν το τηλέφωνο τον ρώτησε «πώς πίνει τον καφέ», για να 'ναι έτοιμος, όταν πάει! Και ήταν!
ΑΥΤΟΣ ήταν ο μπαρμπα-Γιάννης που τούτες τις μέρες συμπληρώθηκαν 30 χρόνια από το θάνατο του σε τροχαίο. Ήταν 58 χρόνων...
Ο ΓΙΑΝΝΗΣ Παπαϊωάννου του Παναγιώτη και της Χρυσής το γένος Βοναπάρτη, γεννήθηκε το '14 στην Κίο της Μ. Ασίας, ήρθε στην Ελλάδα το '22 με την Μικρασιατική Καταστροφή και κατέληξε στο Κερατσίνι κι από εκεί στις Τζιτζιφιές, όπου έμεινε σε παράγκα που έφτιαξαν οι πρόσφυγες μόνοι τους...
ΔΟΥΛΕΨΕ... και πού δεν δούλεψε. Ο ίδιος αφηγείται μ' εκείνο τον μοναδικό τρόπο που τα 'λέγε:
*«Είχα φτάσει τα 14 χρόνια μου. Οι θείοι μου ήτανε ψαράδες και κανονίσανε με κάποιο καΐκι, έφτιαξαν δίχτυα και βγήκαν στη δουλειά. Με πήραν και μένα μαζί τους, αλλά θαλασσοπνιγόμουν και το μερτικό ήταν μικρό. Έφυγα και πήγα σε έναν άλλο θείο μου, που ήταν μαραγκός. Έκατσα λίγο καιρό, αλλά περισσότερο ήταν το ξύλο παρά το ψωμί που έτρωγα! Η μάνα μου άρχισε να πουλάει σιγά σιγά τα χρυσαφικά, γιατί δεν τα φέρναμε βόλτα».
*«Με πήρε η μάνα μου μετά και με έβαλε σε ένα συνεργείο φορτηγών αυτοκινήτων εδώ στον Άγιο Διονύση, στο γκαράζ του Άννινου. Εκεί μέσα ήταν το συνεργείο του Γιάννη Κότσια. Δούλεψα ένα διάστημα και όσο έπαιρνα τα έδινα στο σαπούνι για να βγάζω τη μουτζούρα από πάνω μου. Ήμουνα και ναυτοπρόσκοπος σαλπιγκτής. Γιατί από μικρό παιδί στην Κίο έπαιζα φυσαρμόνικα. Όταν φύγαμε από την Κίο, ήμουνα στην πρώτη τάξη, αλλά εδώ δεν πήγα σχολείο, αν και είχε νυχτερινή σχολή, γιατί κάθε βράδυ γύριζα κουρασμένος και ψόφιος από την ταλαιπωρία της ημέρας».
* «Βγήκα μετά στις οικοδομές. Κουβάλαγα ζεμπίλια, έκανα κάθε λογής δουλειά. Ήμουνα σκληραγωγημένος γιατί είχα τραβήξει τόσα πολλά. Αγώνας για τη φασολάδα. Είχα όρεξη να φάω 10 φασολάδες και έτρωγα μία. Βλέπετε φτώχεια. Πήγα για λίγο καιρό και δούλεψα με το Ζέπο στα καΐκια του, αυτόνε που τον έκανα τραγούδι. Μεγάλος αυτός ο άνθρωπος, μεγάλη ιστορία. Φίλος μου. Συνέχισα τη δουλειά μου στις οικοδομές. Κουβάλαγα άμμο, κάθε μέρα στο γιαπί, κάθε μέρα κούραση. Μετά σιγά σιγά πήρα και το μυστρί, άρχισα να γίνομαι μάστορας. Έτσι πέρασε λίγος καιρός και αρχίσαμε να ανασαίνουμε με τη γριά».

ΘΑ ΚΑΝΕΙ κι άλλες δουλειές, θα αρχίσει να παίζει μπάλα (άριστος τερματοφύλακας στην «Πέρα Κλουπ» και στον «Φαληρικό»), να μαθαίνει από τον Ζέπο το ψάρεμα. Η μάνα του δεν ήθελε να παίζει μπάλα. Της είπε: «θα σταματήσω αν μου πάρεις ένα μαντολίνο». Του πήρε! Έμαθε γρήγορα και μετά πήρε κιθάρα - ενώ συγχρόνως είχε γίνει εργολάβος: έπαιρνε δουλειές, σοβατίσματα και τέτοια. Και μετά ήρθε το μπουζούκι!

* «Ακούστε λοιπόν, πώς πήρα το μπουζούκι και πώς έγινα Παπαϊωάννου: Ένα μεσημέρι καθόμουνα στην ταβέρνα αυτή και έτρωγα. Ήμουνα με τα ρούχα της δουλειάς. Ακουσα ένα δίσκο που είχε βγάλει στην Αμερική ο Χαλκιάς. Ήταν ένας μεγάλος δίσκος αμερικάνικος και από τη μια είχε ένα σόλο Μινόρε και από την άλλη ένα σόλο ζεϊμπέκικο. Μόλις το άκουσα τρελάθηκα. Σηκώθηκα να διαβάσω το δίσκο και είδα το όνομα του Χαλκιά. Έγραφε Γιάννης Χαλκιάς. Ηταν το "Μινόρε του Τεκέ". Τρέλα! (...) Αμέσως άλλαξα γνώμη και είπα θα πάρω μπουζούκι. Φούντωσε το μυαλό μου, δεν το χόρταινα να το ακούω...».

Η ΜΑΝΑ του, όμως, δεν ήθελε και τον έδιωξε από το σπίτι («Έδιωξε η μάνα το παιδί για το μπουζούκι!» θα πει!). Εκείνος θα συνεχίσει κρυφά στο σπίτι ενός φίλου του (γιατί «είναι άσχημος νταλκάς αυτό το παλιόξυλο!») και τελικά θα γίνει σπουδαίος:
* «Γρήγορα έγινα άπιαστος! Είχα γράψει τη "Φαληριώτισσα", το πρώτο τραγούδι, για πολλά χρόνια την τραγουδάγαμε με τους φί­λους στους δρόμους. Χιλιάδες κόσμος είχε ακούσει που κάναμε καντάδα τη "Φαληριώτισσα" στα σοκάκια. Ήτανε η πιο μεγάλη καντάδα εκείνης της εποχής στις Τζιτζιφιές και στο Φάληρο. Όπου άκουγες τσούρμο από νέους τραγουδάγανε τη "Φαληριώτισσα"!».

ΜΕΤΑ το στρατιωτικό θ' ακολουθήσει η «Μοδιστρούλα», ο Παπαϊωάννου θα βρεθεί με τους μεγάλους του είδους, τον Μάρκο (που θεωρούσε - όπως και ήταν - πρωτοπόρο και δάσκαλο, τον Μπάτη, τον Στράτο, τον Κερομύτη, τον Μπαγιαντέρα, τον Ρούκουνα, τον Χατζηχρήστο, τον Ανέστο Δελιά, τον Περιστέρη και τόσους άλλους. Γρήγορα θα γίνει ο μεγάλος Παπαϊωάννου και μαζί με τον Βασίλη Τσιτσάνη θα γράψουν χρυσές σελίδες στην ιστορία της λαϊκής μουσικής. (Λεπτομέρεια: είχαν γεννηθεί την ίδια μέρα: 18 Ιανουαρίου! Ο ένας το 1914 κι ο άλλος το 1915!).
ΘΑ ΓΡΑΨΕΙ αξέχαστες επιτυχίες («Πριν το χάραμα», «Βαδίζω και παραμιλώ», «Πέθανε ο Περικλής», «Μαγκιόρισσα», «Πέντε έλληνες στον Αδη», «Σ' αγαπώ και μη σε νοιάζει», «Η νοσοκόμα», «Τις γυναίκες τις δουλεύω», «Ανοιξε, άνοιξε γιατί δεν αντέχω», «Κάνε κουράγιο καρδιά μου», «Είμαστε φίλοι και δεν αξίζει μια γυναίκα να μας χωρίζει», «Βαγγελίτσα», «Ο καψούρης», «Σβήσε το φως...» και άλλα πολλά...) και θα ομορφύνει τις βραδιές μας για χρόνια - μόνο που ο θάνατος ήρθε νωρίς: στις 3 Aυγούστου, πριν από τριάντα χρόνια...




Επιστροφή στα "άρθρα"

Επιστροφή στο αρχικό μενού