Η οστεοπόρωση (πορώδη οστά) είναι μία νόσος που χαρακτηρίζεται από προοδευτική απώλεια
της οστικής μάζας του σκελετού, η οποία έχει σαν συνέπεια την ελάττωση της μηχανικής
αντοχής των οστών με αποτέλεσμα τα οστά να γίνονται λιγότερα ανθεκτικά και επομένως
περισσότερο εύθραυστα. Άρα γίνεται ευκολότερη η πρόκληση καταγμάτων, κάτι που βέβαια
έχει σαν επακόλουθα πόνους, παραμορφώσεις, απώλεια της κινητικότητας, ανικανότητα
κ.τ.λ. Σε προχωρημένη οστεοπόρωση τα κατάγματα γίνονται χωρίς να ασκηθεί στα οστά
σχεδόν καμία δύναμη (αυτόματα κατάγματα).
Μία γυναίκα στις τρεις, άνω των 50 ετών,
θα υποστεί ένα οστεοπορωτικό κάταγμα κατά τη διάρκεια της ζωής της, με αποτέλεσμα
να προκαλούνται 200.000 τέτοια κατάγματα ανά χρόνο.
Κατά την παιδική ηλικία, προστίθεται νέο οστό πιο γρήγορα από ότι απομακρύνεται το φθαρμένο. Έτσι τα οστά αυξάνονται σε μέγεθος και γίνονται βαρύτερα και πυκνότερα. Κατά την εφηβεία η προσθήκη νέου οστού γίνεται ταχύτερα από την απορρόφηση του παλιού, μέχρις ότου επιτευχθεί ή κορυφαία οστική μάζα, κάτι που συμβαίνει περίπου στην ηλικία των 25 – 35 ετών. Συνεπώς κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων, η ικανή σωματική άσκηση και η προσεγμένη καθημερινή διατροφή οδηγούν σε υψηλή οστική μάζα και προστατεύουν από τα κατάγματα που μπορεί να συμβούν στο υπόλοιπο της ζωής. Μετά την ηλικία των 35 ετών τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες, η απορρόφηση του οστού γίνεται μεγαλύτερη από τον σχηματισμό του νέου, με συνέπεια τη μείωση της οστικής μάζας με το πέρασμα του χρόνου.
Ειδικά οι γυναίκες, αρχίζουν να χάνουν οστό με μεγαλύτερο ρυθμό μετά την εμμηνόπαυση, που συνήθως λαμβάνει χώρα μεταξύ των 45 – 55 ετών. Αυτή η ταχεία απώλεια οστού συμβαίνει λόγω της πτώσης της έκκρισης των οιστρογόνων (ασκούν προστατευτικό ρόλο στον σκελετό), που επέρχεται κατά την εμμηνόπαυση.