Ευτύχησα να συναντήσω πρώτος από τους Έλληνες της εδώ Ελλάδας τον Γιώργο Κατσαρό, το 1987 όταν με μεγάλη χαρά και έκπληξη βεβαιώθηκα ότι οι πληροφορίες ότι ζει και είναι καλά ήταν αληθινές. Το ταξίδι μου εκείνο στις ΗΠΑ και η επαφή μου μ' ένα πρόσωπο που προϋπήρξε των περισσότερων δημιουργών του νεότερου ελληνικού τραγουδιού, που δεν βρίσκονται πια ανάμεσα μας. και εξακολουθούσε να λειτουργεί κοινωνικά, να παίζει, να τραγουδά και - το σημαντικότερο - να θυμάται ήταν πάνω απ' όλα ένα ευχάριστο αλλά ισχυρό σοκ.
θα πρέπει να σημειώσω, χωρίς υπερβολή, ότι η πορεία της έρευνας για το ρεμπέτικο τραγούδι - και όχι μόνο - που αρχίσαμε στις αρχές της δεκαετίας του '60 έπρεπε να ανασυνταχθεί και να αναπροσανατολιστεί, μετά από το μεγάλο πλήθος πληροφοριών που μας μετέδωσε ο εκπληκτικός αυτός δημιουργός και ερμηνευτής:
- Συμπληρώθηκε με σημαντικά στοιχεία ο φάκελος
"Μετανάστευση Και Ελληνικό Τραγούδι Στις ΗΠΑ".
- Καταγράφηκαν στοιχεία για εκατοντάδες πρόσωπα του χώρου του ελληνικού τραγουδιού που γνωρίζαμε μόνο από τις ετικέτες των δίσκων των 78 στροφών.
- Άνοιξε προς μελέτη και έρευνα το θέμα των εκτός Ελλάδος και ΗΠΑ, βεβαίως Ελλήνων των ανά τον κόσμο παροικιών, που ελάχιστα στοιχεία ήταν και είναι γνωστά, ιδιαίτερα για τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.
-Έκλεισε σχεδόν οριστικά το μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής δισκογραφίας στις ΗΠΑ μετά από τη συγκέντρωση μεγάλου πλήθους πληροφοριών.
- Και, τέλος, η συμβολή του Γιώργου Κατσαρού πρέπει να θεωρηθεί σημαντική και καθοριστική στις δυνατότητες που ανοίγονται για συνεχή έρευνα μέσα στον εκπληκτικό κόσμο των σπουδαίων αυτών Ελλήνων της ξενιτειάς.
Η απομαγνητοφώνηση και καταγραφή όλων των πληροφοριών που μας έχει μεταδώσει ο σημαντικός αυτός Έλληνας πρέπει να αποτελέσουν στο άμεσο μέλλον τη "ραχοκοκαλιά" μιας τεράστιας αφήγησης της οδύσσειας, θα λέγαμε, της πορείας του Ελληνισμού της διασποράς. Πιστεύω ότι δεν πρέπει να υπάρχει στην ιστορία του ανθρώπινου γένους πρόσωπο που σ' αυτή την τόσο μεγάλη ηλικία κατόρθωσε να παίζει αυτό το δύσκολο όργανο, την κιθάρα, με τα
δέκα δάχτυλα, ταυτόχρονα να τραγουδά αλλά -το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου- και να θυμάται, μαζί με ένα τεράστιο ρεπερτόριο, απίστευτες λεπτομέρειες μιας ζωής που ξεπερνά πλέον τον έναν αιώνα.
Τα σημαντικά αλλά και άγνωστα πρόσωπα της ιστορίας μας, τα γεγονότα που σημάδεψαν τον λαό μας, αλλά και όλη την ανθρωπότητα επί έναν αιώνα, οι δυσκολίες του Ελληνισμού της διασποράς για επιβίωση, η ψυχαγωγία τους, οι πρόεδροι των ΗΠΑ που γνώρισε και δεν ζουν πλέον, και χιλιάδες γεγονότα παρελαύνουν στις αφηγήσεις του Γιώργου Κατσαρού.
Το κείμενο που ακολουθεί πρέπει να θεωρηθεί μια "τηλεγραφική σύμπτυξη" βασικών στοιχείων μιας αφήγησης μερικών χιλιάδων σελίδων, που αποτελούν ίσως την
μεγαλύτερη συνέντευξη στην ιστορία του Ελληνισμού της διασποράς.
Ο βασιλιάς Γεώργιος, οι κουτσαβάκηδες και οι Ινδίες
Ο Γιώργος θεολογίτης (Κατσαρός) - σύμφωνα πλέον με το επίσημο πιστοποιητικό - γεννήθηκε στην
Αμοργό το βράδυ της 19ης προς 20ή Δεκεμβρίου του έτους
1888, από τον
Νικόλαο θεολογίτη και την Άννα Στούπη. Ο παππούς του
Αντώνης - που ήταν και εξαίρετος τραγουδιστής και "τροφοδότησε με ρεπερτόριο" τον Γιώργο - μετά από δύο γάμους (λόγω θανάτου της πρώτης του γυναίκας), δημιούργησε μια τεράστια οικογένεια, με πάνω από δέκα παιδιά, (θείους του Γιώργου) και δεκάδες εγγόνια (πρώτα εξαδέλφια του), που οι απόγονοί τους είναι διασκορπισμένοι σήμερα σε όλο τον πλανήτη, αλλά και στη γενέτειρα τους, Αμοργό.
Η οικογένεια θεολογίτη, με μεγάλη κτηματική περιουσία τα χρόνια εκείνα, με τον μικρό Γιώργο και τη μεγαλύτερη αδελφή του Σοφία, βρέθηκε σε τραγική κατάσταση μετά τον ξαφνικό θάνατο, σε δυστύχημα, του πατέρα του Νικόλαου, όταν ο Γιώργος ήταν 9 μόλις ετών. Στις αρχές του αιώνα η μητέρα με τα δύο ορφανά αποφάσισε να έρθει στην Αθήνα προς αναζήτηση καλύτερης τύχης. Της είχαν προτείνει να δουλέψει ως μαγείρισσα σε ένα από τα πολύ καλά σπίτια της Αθήνας, υψηλόβαθμου γνωστού στρατιωτικού της εποχής. Γρήγορα η οικονομική κατάσταση της οικογένειας θα βελτιωθεί, αφού με πρόταση του ίδιου του "αφεντικού της" μετακομίζει στα Ανάκτορα, πάντα ως μαγείρισσα, στο υπηρετικό προσωπικό του βασιλέως Γεωργίου Α' και του γιου του, διαδόχου Κωνσταντίνου.
Οι αναμνήσεις του από την περίοδο αυτή είναι πολλές και ενδιαφέρουσες και αφορούν τον τρόπο ζωής της βασιλικής οικογένειας. Πιο σημαντικό για την έρευνα είναι οι μαρτυρίες του για τον βασιλέα Γεώργιο Α', που ήταν υπέρμαχος του ελληνικού τρόπου ζωής.
Συχνά στα γλέντια τους τον θυμάται να τραγουδά αμανέδες και λαϊκά τραγούδια της εποχής.
Αν και θα παραμείνει άγνωστο πότε και πώς ξεκίνησε την κιθάρα και γενικότερα την ενασχόληση του με το τραγούδι, είναι βέβαιο ότι στις αρχές του αιώνα επηρεάστηκε πολύ από τις στρατιωτικές μπάντες στις παρελάσεις, τις χορωδίες και τις μαντολινάτες, που ήταν τότε της μόδας. Ταυτόχρονα όμως κατέβαινε συχνά στον Πειραιά για να δει έναν από τους θείους του που υπηρετούσε στη Χωροφυλακή. Εκεί ακούει για πρώτη φορά ρεμπέτικα τραγούδια, γνωρίζει τους ημιπαράνομους χώρους του Πειραιά και της Δραπετσώνας με τους τεκέδες του
Μάνθου και του
Καρίπη, και έρχεται σε επαφή με τους μάγκες της περιοχής και τα "υπολείμματα" των κουτσαβάκηδων. Τραγούδια αυτής της περιόδου κατέγραψε στα χρόνια του Μεσοπολέμου στις ΗΠΑ, που είναι και τα μοναδικά δείγματα αυτής της μακρινής και ασαφούς εποχής. Κιθάρα άρχισε να παίζει από μικρή ηλικία και στα 17 του χρόνια, δηλαδή γύρω στο 1905,
παίζει και τραγουδά επαγγελματικά, περιφερόμενος στα καλά παραλιακά κέντρα του Πειραιά και του Ν. Φαλήρου, αλλά και σε στέκια της Αθήνας. Αυτή του η απασχόληση συνεχίζεται ως το 1909.
Τη χρονιά αυτή θα ταξιδέψει πρώτη φορά για τις ΗΠΑ, αφού ένας από τους συγγενείς του του έχει εξασφαλίσει δουλειά σε δικό του κέντρο.
Στις πιο πρόσφατες αφηγήσεις του ο Γιώργος Κατσαρός αναφέρει ένα ξεχασμένο ταξίδι επιστροφής του κατά την διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων. θυμήθηκε λοιπόν αυτή του την επιστροφή, αφού στην κατάληψη της θεσσαλονίκης, στην δολοφονία του Γεωργίου Α' και στη στέψη του διαδόχου Κωνσταντίνου βρισκόταν στην Ελλάδα, στο παλάτι με την μητέρα του.
Ξαναγυρίζει στις ΗΠΑ. Ξεκινά τον Δεκέμβριο του 1913 και φθάνει τον Γενάρη του 1914. Τη χρονιά αυτή θα δουλέψει μερικούς μήνες στην ορχήστρα και χορωδία του Στρατού της Σωτηρίας. Η ορχήστρα έπαιζε σε δημόσιους χώρους και τα χρήματα πήγαιναν σε φιλανθρωπικούς σκοπούς, εξασφαλίζοντας ταυτόχρονα στέγη και τροφή στους μουσικούς της.
Μετά από αυτή την εμπειρία του θα "
ανέβει λίγο παραπάνω", στα στέκια του
downtown της Νέας Υόρκης, νότια του Μανχάταν που τότε κυριαρχείται από τους Έλληνες μετανάστες.
Η επιτυχία του Γιώργου Κατσαρού στον μουσικό χώρο των ελλήνων μεταναστών έρχεται γρήγορα, αφενός γιατί είναι από τους καλύτερους μουσικούς και αφετέρου διότι η "ιδιομορφία" του να παίζει και
να τραγουδά με κιθάρα ένα τεράστιο ρεπερτόριο από ελαφρά επιθεωρησιακά, ρομάντζες, ξένα τραγούδια (ιταλικά, ισπανικά, αμερικάνικα), ως βαριά ρεμπέτικα, τον καθιστά περιζήτητο. Είναι από
τους ελάχιστους σολίστ του είδους που μπορεί να επιβιώνει χωρίς την ανάγκη άλλων οργάνων.
Γνωρίζεται γρήγορα με τους διασημότερους τραγουδιστές και οργανοπαίκτες του χώρου των ελλήνων μεταναστών και γίνεται μέλος της μεγάλης αυτής μουσικής οικογένειας. Η
Κούλα Αντωνοπούλου (Βλάχου) και η
Μαρίκα Παπαγκίκα (ήδη παντρεμένη με τον κυμβαλιστή
Γιώργο Παπαγκίκα), η
Αμαλία Βάκα, ο
Αχιλλέας Πούλος, ο
Τέτος Δημητριάδης, ο Σ
ωτήρης Στασινόπουλος, ο
Λεωνίδας Σμυρνιός κ.ά. είναι μερικοί από τους τραγουδιστές με τους οποίους θα συνεργαστεί στο πάλκο τα επόμενα χρόνια ως το 1920. Από τους οργανοπαίκτες θυμάται τον πιανίστα
Λουκιανό Καββαδία με την ορχήστρα του, τον συνθέτη και τραγουδιστή
Ιερόθεο Σχίζα για την Μαντολινάτα του. τους μουσικοσυνθέτες
Δημοσθένη Ζάττα και
Νίκο Ρουμπάχη με την χορωδία του, και τον μεγάλο κρητικό τραγουδιστή λυράρη,
Χαρίλαο Πιπεράκη. Τους βιολονίστες
Γεώργιο Γκρέτση,
Αθανάσιο Μακεδόνα, τους κλαρινετίστες
Αντώνιο Σακελλαρίου, και
Γιάννη Κυριακάτη, τους κυμβαλιστές
Γιάννη Σφοντυλιά και
Σπύρο Στάμο και πολλούς άλλους.
Γύρω στο 1918 - 19 τραγουδούσε σε γνωστό κέντρο που ανήκε σε έλληνες μετανάστες, στην Πόλη της Φιλαδέλφειας. Ανάμεσα στους θαμώνες ήταν και ο υπεύθυνος του ξένου ρεπερτορίου της αμερικανικής εταιρείας
RCA Victor, που την εποχή εκείνη ήταν η μεγαλύτερη σε παραγωγή και πωλήσεις δίσκων. Σύμφωνα με τις αφηγήσεις του, η συνάντηση αυτή ήταν καθοριστική για το μέλλον του αφού του δινόταν για πρώτη φορά η ευκαιρία να αποτυπώσει τα τραγούδια του σε δίσκους. Πράγματι το
1919 κυκλοφορεί
ο πρώτος από μια σειρά δίσκους με τη RCA Victor βάσει του συμβολαίου που υπέγραψε για πέντε χρόνια και παρατάθηκε για μία ακόμη πενταετία το 1925. Ο δίσκος αυτός περιελάμβανε τα τραγούδια "
Α, Κακούργα Έλλη" (ίσως η πρώτη εκτέλεση του πολύ γνωστού αυτού τραγουδιού) και το επίσης παραδοσιακό ζεϊμπέκικο των νησιών του Αιγαίου που το θυμόταν από τον παππού του, "
Άντε Σαν Πεθάνω Στο Καράβι" με τον ανεξήγητο ως σήμερα τίτλο "
Ελληνική Απόλαυσις" / Δίσκος RCA Victor Νο 68829).
Ακολουθεί ολόκληρη σειρά δίσκων με την RCA Victor που τον κατέστησε γνωστό σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα φυσικά στις ΗΠΑ, στην Ελλάδα και στις παροικίες των Ελλήνων σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Η δεκαετία του '20 αρχίζει με τους καλύτερους οιωνούς για τον Γιώργο Κατσαρό, αφού οι επιστολές που του ζητούν εμφανίσεις έρχονται όχι μόνο από όλη την Αμερική, αλλά από όλες τις γωνιές του πλανήτη όπου υπάρχουν Έλληνες.
Το πρώτο μεγάλο του ταξίδι γίνεται προς τις Ινδίες, μετά από πρόσκληση των
αδελφών Ράλλη, που είχαν ακούσει τους πρώτους του δίσκους και διατηρούσαν μια "αυτοκρατορία" εμπορικών και γεωργικών επιχειρήσεων με έδρα την Καλκούτα. Ταξίδι πολλών ημερών, πρώτα με σιδηρόδρομο από Φιλαδέλφεια - Ν. Υόρκη - Σαν Φρανσίσκο. Στη συνέχεια με πλοίο για Ιαπωνία, Βιρμανία. Ινδίες και... μεγάλη υποδοχή με
ελέφαντες.
Στις Ινδίες παραμένει μερικούς μήνες και στην επιστροφή δίνει συναυλίες στο Ραγκούν της Βιρμανίας, κατεβαίνει σε πολλές πόλεις της Αυστραλίας, κάνει στάση στην Ιαπωνία για να επιστρέψει στην έδρα του στις ΗΠΑ.
Ο αριθμός των ταξιδιών του και η πληθώρα των εκδηλώσεων όπου έλαβε μέρος στα χρόνια του Μεσοπολέμου θεωρούνται και για τις
σημερινές συνθήκες κάτι το ακατόρθωτο, λαμβάνοντας υπόψη τα μεταφορικά μέσα της εποχής. Εκτός από τις συνεχείς περιοδείες στο βόρειο ημισφαίριο (ΗΠΑ, Καναδάς, Μεξικό), ξαναπήγε σε Ινδίες - Αυστραλία. Δύο φορές στην Αφρική (Αίγυπτο, Σουδάν. Σομαλία, Νότιο Αφρική) με επιστροφή από Ευρώπη (Γαλλία, Ιταλία, Αγγλία). Επίσης έχει εμφανιστεί πάρα πολλές φορές στην Κεντρική και Νότιο Αμερική (Παναμάς, Γουατεμάλα, Κολομβία, Βενεζουέλα, Αργεντινή, Βραζιλία, Χιλή) πάντα για τους Έλληνες των περιοχών αυτών.
ΣΧΟΛΙΑ
Πρώτον. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α', ιδρυτής της "δυναστείας των Γκλύξμπουργκ" επελέγη το 1863 από τους Άγγλους σε αντικατάσταση του Όθωνα, ο οποίος δεν ήταν απόλυτα ελεγχόμενος -κυρίως στο θέμα της επέκτασης των ελληνικών συνόρων-, με την προϋπόθεση να μη θέσει ποτέ παρόμοιο ζήτημα και γενικά να εκπροσωπεί τα συμφέροντα τους.
Πράγματι στα 50 χρόνια της βασιλείας του υπήρξε υπάκουο στέλεχος της αγγλικής πολιτικής στην Ελλάδα και οι επεκτάσεις του 1881 και 1912 - 13 έγιναν γιατί εξυπηρετούσαν και τα συμφέροντα της αγγλικής πολιτικής.
Παρ' όλα αυτά, στην καθημερινή του ζωή - όπως άλλωστε και οι απελθόντες Όθων και Αμαλία - αφομοίωσε πολλά ελληνικά στοιχεία, με αποτέλεσμα να γίνει αγαπητός στον ελληνικό λαό. Είναι γνωστή η προσωπική του παρέμβαση στην δεκαετία του 1880 για να σταματήσει το αιματοκύλισμα ανάμεσα στους "
κλητήρες" και στους
κουτσαβάκηδες του Ψυρρή. Λέγεται άλλωστε ότι του άρεσε να φοράει "πολιτικά" και να αναμειγνύεται με τους απλούς ανθρώπους, για να μαθαίνει τη γνώμη τους γι' αυτόν.
Δεύτερον. Η τάση του για αυτονομία και αυτοτέλεια τον οδήγησε σιγά - σιγά στη δημιουργία μιας ιδιόμορφης τεχνικής στο παίξιμο της κιθάρας, που θεωρείται μοναδική. Σύμφωνα με παρατηρήσεις ειδικών,
χρησιμοποιεί τον δείκτη και τον αντίχειρα του δεξιού χεριού ταυτόχρονα χτυπώντας δύο από τις τρεις χαμηλότερες χορδές της κιθάρας, και αντιστοιχίζοντας σε κάθε νότα μελωδίας το "μπάσο" συνοδείας. Με τα υπόλοιπα τρία δάχτυλα του δεξιού χεριού παίζει κανονικά όπως ένας "κλασικός" κιθαριστής.
Είναι εντυπωσιακό ότι ο μεγάλος -παγκόσμιας ακτινοβολίας - κιθαριστής
Αντρέ Σεγκόβια εξεπλάγη όταν συνάντησε και είδε τον Γιώργο Κατσαρό να παίζει μ' αυτό τον τρόπο στο Σαν Φρανσίσκο το 1925.
Τρίτον. Σ' αυτό το σημείο της αφήγησης του Γιώργου Κατσαρού "παίζονται" πολλά στοιχεία της ιστορίας της ελληνικής δισκογραφίας στις ΗΠΑ. αλλά και της ζωής του Γιώργου Κατσαρού, αφού η κυκλοφορία των πρώτων του δίσκων σχετίζεται με τα μεγάλα ταξίδια που ακολούθησαν στις Ινδίες, στην Αυστραλία, στην Αφρική, στην Λατινική Αμερική και αλλού.
Το πρόβλημα που δημιουργείται οφείλεται στο γεγονός ότι ο κατάλογος της αμερικανικής δισκογραφίας του Πανεπιστημίου του Ιλινόι που κυκλοφόρησε υπό την γενική εποπτεία του ερευνητή
Richard K. Spottswood (που είχε επισκεφθεί τη χώρα μας πριν από 15 περίπου χρόνια) τοποθετεί την ηχογράφηση αυτή με βάση στοιχεία από καταλόγους ή αρχεία των εταιρειών στις 6 ή 16 Ιουνίου του 1927, στο Camden του New Jersey. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε υπάρχει μια σοβαρή ανατροπή των αφηγήσεων του Γιώργου Κατσαρού, αφού το γεγονός της πρώτης ηχογράφησης μετατίθεται κατά μία οκταετία. Από την άλλη πλευρά όμως στοιχεία πέραν πάσης αμφισβητήσεως που βρίσκονται στα χέρια μου από την αποδελτίωση των ελληνικών εφημερίδων της Αμερικής αποδεικνύουν ότι νούμερα της σειράς αυτής της RCA Victor που είναι πέριξ του αριθμού 68829, δηλαδή του πρώτου δίσκου του Γιώργου Κατσαρού, διαφημίζονται σε ελληνική εφημερίδα του 1920. Μια άλλη παρατήρηση που αφορά τη μέθοδο ηχογράφησης του δίσκου αυτού, αλλά και άλλων που ακολούθησαν, βεβαιώνει ότι η ποιότητα αυτών των ηχογραφήσεων είναι πιο κοντά στους δίσκους που ηχογραφήθηκαν με μηχανικά μέσα (χωνί) και όχι ηλεκτρικά (μικρόφωνο). Δηλαδή είναι οπωσδήποτε πριν από το 1924. Μια πιθανή ερμηνεία που λύνει το πρόβλημα είναι να ηχογραφήθηκαν ξανά το 1927 μερικά από τα πρώτα του τραγούδια, λόγω και της επιτυχίας που είχαν, αφού με την παρέλευση της οκταετίας μπορεί να είχαν καταστραφεί οι μήτρες ή να άλλαξαν οι μέθοδοι ηχογράφησης.