’ποψη του Φαναρίου το 1885 (Από τις εκδόσεις Σαββάλα).
Η σημερινή ονομασία του δήμου Ιθώμης με έδρα το Φανάρι, μαρτυράει από μόνη της τις ιστορικές καταβολές του χωριού. Δεν είναι εξακριβωμένο που ακριβώς βρισκόταν η αρχαία Ιθώμη, πιστεύεται όμως ότι το σημερινό χωριό είναι χτισμένο κοντά στη αρχαία πόλη. Τμήμα τείχους από την οχύρωση της αρχαίας πόλης συναντάμε έξω από τον Πύργο της Ιθώμης, 2 χλμ. δυτικά από το Φανάρι. Αναφορά για την "κλωμακόεσσα" (πετρώδη) Ιθώμη βρίσκουμε για πρώτη φορά στον Ομηρο (Ιλιάδα Β 279), όπου περιγράφεται ότι οι κάτοικοι της μαζί με αυτούς της Τρίκκης και της Οιχαλίας, πήραν μέρος στον Τρωικό Πόλεμο με τριάντα καράβια και με επικεφαλής τους Ποδαλείριο και Μαχάοντα, γιούς του Ασκληπιού (περισσότερα στοιχεία για την αρχαία Ιθώμη και την πιθανή θέση της). Η επέλαση των Αιολέων στο τέλος της μηκυναϊκής εποχής και κυρίως των Θεσσαλών το 1124 π.Χ. (σύμφωνα με τον Θουκυδίδη) είχαν ως αποτέλεσμα την παρακμή της Ιθώμης Πάντως αναφορά στην Ιθώμη έχουμε και σε αρκετά μεταγενέστερους χρόνους και ειδικότερα τον 1ο π.Χ. αιώνα από τον Στράβωνα, ο οποίος τοποθετεί την αρχαία πόλη στο μέσο τετραγώνου που σχημάτιζαν οι πόλεις Τρίκκη (Τρίκαλα), Πελινναίο, Γόμφοι και Μητρόπολη, όπου εκτιμάται ότι σχηματίζει συμπολιτεία αρχικά με τους Γόμφους και στη συνέχεια με την Μητρόπολη, από την οποία τελικά φαίνεται και να απορροφήθηκε.
Το όνομα Ιθώμη προέρχεται από την ομώνυμη νύμφη που κατά την παράδοση μαζί με τη νύμφη Νέδα ανέθρεψε τον Δία.
Αργότερα οι αναφορές στην περιοχή εκείνη γίνονται με το σημερινό όνομα του χωριού, δηλ. Φανάρι. Έτσι τα έτη 1303-1308 μ.Χ. όταν οι Φράγκοι της Αθήνας επέδραμαν στην Θεσσαλία, συγκρούστηκαν με την ’ννα του Δεσποτάτου της Ηπείρου στο Φανάρι και η ’ννα κατέλαβε το φρούριο του Φαναρίου. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι οι αναφορές στο Φανάρι εκείνη την εποχή είναι συχνές και σημαντικές, γεγονός που δείχνει ότι τον αιώνα αυτό θα πρέπει να βρισκόταν στην ακμή του. Το 1289 γίνεται λόγος για το Φανάρι σε αυτοκρατορικό χρυσόβουλλο λόγο του αυτοκράτορα Ανδρόνικου του Β' του Παλαιολόγου, σχετικό με τη διασφάλιση της περιουσίας της μονής της Παναγίας της Ελεούσας της επονομαζόμενης Λυκουσάδας ή Λευκουσιάδας, η οποία ιδρύθηκε κοντά στο Φανάρι από τη σύζυγο του πρώτου ηγεμόνα της Θεσσαλίας Ιωάννη Α΄ Αγγελου Κομνηνού Δούκα, η οποία ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα με το όνομα Υπομονή και πιστεύεται ότι τότε πρέπει να δόθηκε κι η σημερινή ονομασία στο χωριό. (Το πρωτότυπο της περγαμηνής του χρυσόβουλλου λόγου βρέθηκε στη Μονή Μεγάλου Μετεώρου και το 1882 μεταφέρθηκε στην Αθήνα και φυλάσσεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας).
Περισσότερα πάντως στοιχεία για το Φανάρι και την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλίας, αντλούμε από το "ΟΡΚΩΜΟΤΙΚΟ ΓΡΑΜΜΑ" του Μιχαήλ Γαβριηλόπουλου που έστειλε στους Φαναριώτες το 1342 μ.Χ. Οι Γαβριηλόπουλοι, Στέφανος και Μιχαήλ, υπήρξαν φεουδάρχες της Θεσσαλίας, με έδρα το Φανάρι, έχοντας στην κατοχή τους τεράστια κτηματική περιουσία που έφτανε από το Φανάρι ως την Ελασσόνα. Στον Στέφανο μάλιστα ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ανδρόνικος Γ', απένειμε τον τίτλο του Σεβαστοκράτορα κι ο ίδιος ο Στέφανος Γαβριηλόπουλος αυτονομήθηκε από το Βυζάντιο. Διάδοχος του Στέφανου υπήρξε ο Μιχαήλ ο οποίος στο προαναφερθέν ορκωμοτικό γράμμα (το οποίο φυλάσσεται στη Μονή Μεγάλου Μετεώρου), υπόσχεται στους Φαναριώτες ότι δεν θα επέτρεπε στους Λατίνους και τους Αλβανούς να εγκατασταθούν στο Φανάρι και την γύρω περιοχή, ότι δεν θα εγκατασταθεί φραγκική φρουρά στο κάστρο, ότι θα σεβαστεί τα δικαιώματα που έχουν στα κτήματα τους κλπ.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πλέον έχουμε επίσημη αναφορά για το Φανάρι στη συνθήκη του Ταμασίου, το 1525, όταν στην ανεπιτυχή προσπάθεια του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή να υποτάξει τους αυτόνομους κατοίκους των Αγράφων, υπογράφηκε η συνθήκη του Ταμασίου, σύμφωνα με την οποία αναγνωριζόταν η αυτονομία των χωριών των Αγράφων και απαγορευότανε στους Τούρκους να κατοικήσουν στα χωριά αυτά, εκτός του Φαναρίου.
Το κείμενο της συνθήκης του Ταμασίου διά χειρός του πρώην ηγουμένου της Μονής Κορώνης Μακαρίου (από το ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟ ΤΟΠΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ της Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Καρδίτσας - Αναδημοσίευση από το λεύκωμα "ΑΓΡΑΦΑ").
Την εποχή του τουρκικού ζυγού το Φανάρι αρκετές φορές αποτελεί θέατρο μαχών, καθώς συχνά εκδηλώθηκαν επαναστατικά κινήματα στη Θεσσαλία και μάλιστα στο χωριό μαρτύρησε το 1600 ο Αγιος Σεραφείμ, Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου.
Η λειψανοθήκη όπου φυλάσσεται η κάρα του Αγίου Σεραφείμ.
Ο ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΑΦΕΙΜ γεννήθηκε στην Πεζούλα στα μέσα του 16ου αιώνα κι από νέος ασπάστηκε τον μοναχικό βίο εισερχόμενος στη μονή Κορώνας, όπου χειροτονήθηκε ιερέας κι αργότερα αρχιεπίσκοπος στην αρχιεπισκοπή Φαναρίου και Νεοχωρίου, έδρα της οποίας ήταν το Φανάρι κι η οποία αρχιεπισκοπή διατηρήθηκε εκεί για τρεις αιώνες. Διακρίθηκε για την προσήλωση στο έργο του, τη περίθαλψη των φτωχών και αδυνάτων και το φλογερό του κήρυγμα. Κατηγορήθηκε από τους Τούρκους ότι συνήργησε στην εξέγερση των Αγράφων του 1600 από τον μητροπολίτη Λάρισας, Διονύσιο το Φιλόσοφο, φυλακίστηκε, βασανίστηκε σκληρά για να αλλαξοπιστήσει και να γίνει μουσουλμάνος, όμως αυτός αρνήθηκε πεισματικά και στις 4 Δεκεμβρίου 1600 σουβλίστηκε ζωντανός στην αγορά του Φαναρίου. Η εκκλησία τον έχει κατατάξει στους νεομάρτυρες κι η μνήμη του τιμάται την ημέρα του μαρτυρίου του, στις 4 Δεκεμβρίου. Η τίμια κάρα του φυλάσσεται στη Μονή Κορώνας.
Στο Φανάρι αναπτύχθηκαν ιδιαίτερα και τα γράμματα κι είναι χαρακτηριστικό ότι εδώ λειτούργησε στις αρχές του 17ου αιώνα, ένα από τα 31 σχολεία που υπήρχαν τότε σε ολόκληρη την κεντρική Ελλάδα, όπως αναφέρει ο Τρύφων Ευαγγελίδης,στο βιβλίο του "Παιδεία επί τουρκοκρατίας". Επίσης στο Φανάρι λειτούργησε το πρώτο σχολαρχείο του νομού Καρδίτσας το 1884, όπου και δίδαξαν γνωστοί δάσκαλοι της εποχής. ’ξιο επισήμανσης επίσης είναι το γεγονός ότι το δημοτικό σχολείο (φωτογραφία) που διατηρείται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση, είναι από τα πρώτα που χτίστηκαν στη Θεσσαλία, το έτος 1930, στη θέση της Επισκοπής που είχε καεί και που έγινε με προσωπικές δαπάνες κι εργασία των κατοίκων.
Το Φανάρι (αριστερά φωτογραφία του χωριού στις αρχές του περασμένου αιώνα) έμεινε κάτω από τον τούρκικο ζυγό για 461 χρόνια. Συγκεκριμένα το χωριό υποτάχθηκε στους Τούρκους το 1420 κι έμεινε υπόδουλο μέχρι το 1881. Στο διάστημα του τουρκικού ζυγού, στο Φανάρι μεταφέρθηκαν περίπου 400 τουρκικές οικογένειες από το Ικόνιο (παρά τη συμφωνία του Ταμασίου που προέβλεπε τη μεταφορά 100 μόνον οικογενειών) κι η αγριότητα και εγκληματική συμπεριφορά που επέδειξαν απέναντι στους Φαναριώτες ήταν τέτοια, ώστε ο Αλή Πασάς που επισκέφθηκε το Φανάρι το 1813, έθεσε ο ίδιος το θέμα της συνύπαρξης Τούρκων και Φαναριωτών, χωρίς όμως και να βρεθεί λύση. (Περισσότερα για την επίσκεψη του Αλή Πασά στο Φανάρι).Οι φρικαλεότητες και τα εγκλήματα των Τούρκων σε βάρος των ντόπιων ήταν πολλά και η συνηθισμένη τιμωρία για όσους αντιτίθονταν στις βουλές τους ήταν τα βασανιστήρια και ο σκολοπισμός. Συνηθισμένος τόπος εκτέλεσης ήταν ο λόφος (ο "παλουκωμένος") πάνω από το δημοτικό σχολείο, έτσι ώστε τα μαρτύρια να είναι ορατά από μακριά. Σωροί οστών με εμφανή τα ίχνη των αποτρόπαιων βασανιστηρίων (καρφιά στα χέρια, στα πόδια, τα πλευρά κλπ) βρέθηκαν στη βάση του λόφου κατά την εκσκαφή για την θεμελίωση της μάντρας του σχολείου.
Στα χρόνια της εξέγερσης των Ελλήνων κατά της τουρκοκρατίας, το Φανάρι υπήρξε τόπος σύγκρουσης ανάμεσα στους εξεγερμένους Έλληνες και τους Τούρκους, τόσο την άνοιξη του 1821 αλλά και το 1854 κι έδωσε στον ένδοξο αγώνα της ανεξαρτησίας δύο καπεταναίους: τον Γεώργιο Κωνσταντίνου και τον Ευθύμιο Κωνσταντίνου, που έμειναν γνωστοί με το ψευδώνυμο "Φαναρίτες", όπως τους μνημονεύει κι ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης στις ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΥΛΗΣ : "Εις τα Δερβενάκια είχα αφημένον τον Νικήτα, Πάνο, τον Κεφάλα, τον Γενναίο, τον Μήτρον Αναστασόπουλον, τους Φαναρίτας". Για το Φανάρι μάλιστα υπάρχει αναφορά σε δημοτικό τραγούδι της εποχής :
"Γράφoυν oι κλέφτες γράμματα, στα Τρίκαλα τα στέλνoυν: Σ' εσέ κυρ Νάσιo πρoεστέ, σε σας κoτζαμπασήδες,να στείλετε στη Ζαγoρά, μια κατoστή πoυγκιά άσπρα,να μην καoύνε τα χωριά Φανάρι και Καρδίτσα κι εμπoύμε και στα Τρίκαλα και κάμoμέ σας σκλάβoυς..."
Το Φανάρι απελευθερώθηκε στις 18 Αυγούστου 1881, οπότε ο υποστράτηγος Σπυρίδων Καραϊσκάκης (αριστερά) με σώμα 7.000 ανδρών κατέλαβε το φρούριο του χωριού και ύψωσε την ελληνική σημαία εγκαθιστώντας το 4ο Τάγμα Ευζώνων. Τον Καραϊσκάκη (γιο του θρυλικού Γεωργίου Καραϊσκάκη) υποδέχθηκε στα πατρογονικά του εδάφη με ένθερμες εκδηλώσεις ο λαός του Φαναρίου, με επικεφαλής τον επίσκοπο Φαναρίου Ιλαρίωνα. Διαβάστε απόσπασμα από την εφημερίδα ΑΙΩΝ των Αθηνών (φύλλο της 24.8.81) σχετικό με την απελευθέρωση του Φαναρίου : "ΦΑΝΑΡΙ 18 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1881. Σήμερον την 6ην ώραν της πρωίας κατελήφθη παρά του Ελληνικού στρατού υπό τον Συνταγματάρχην Καραϊσκάκην η πόλις και το φρούριον του Φαναρίου. Το φρούριον παρελήφθη πριν ή τα μέλη της Διεθνούς επιτροπής αφιχθώσι, βραδύναντα επί μίαν ώραν. Αδύνατον να περιγραφή η χαρά και ο ενθουσιασμός των κατοίκων. Επίσης είναι ανώτερος περιγραφής ο τρόπος και τα φιλελληνικά αισθήματα το συνοδεύοντος το αρχηγείον της Δ΄ φάλαγγος άγγλου συνταγματάρχου Κλαρν. Περίεργον δε συνέβη το εξής: Περί την είσοδον της πόλεως υπήρχε πλάτανος μεγίστης, προ τετρακοσίων ετών φυτευθείσα παρά των Οθωμανών. Ολίγου μόνον ανέμου πνεύσαντος, το κολοσσιαίον δένδρον κατέπεσε σήμερον εκ ρίζης. Είθε παν ό,τι η δουλεία έσπειρε ή εφύτευσεν εν τη γη ημών εκριζωθή".
Οι Τούρκοι εγκατέλειψαν ειρηνικά το χωριό στο τέλος Σεπτεμβρίου και επέστρεψαν στην Μ. Ασία, όπου έχτισαν ένα νέο χωριό που ονόμασαν Φανάρι! Σαν τελευταίος Τούρκος κάτοικος αναφέρεται ο Σεήν Αγάς με τη γυναίκα του Φατιμέ, οι οποίοι παρέμειναν στο χωριό και μετά την αποχώρηση των υπολοίπων Τούρκων.