Μέσα
στου χρυσοκόκκινου του πέλαγους τη
μέση |
Ούλος ο κόσμος απ' τη μια, η Κρήτη απ' την άλλη. Ο! την παντέρμη ζυγαριά στην Κρήτη γέρνει πάλι | Φρόνιμοι και νοικόκυροι δε ζουν στον Ψηλορείτη. Οι κουζουλοί την κάνανε αθάνατη την Κρήτη |
Ο Κρητικός σαν γεννηθεί το 'χει γραμμένο η μοίρα μπιστόλι να 'χει στη μέση του στα χέρια του τη λύρα | Πολλά κοπέλια κάμετε στην ξενιτιά αράδα γιατί ο κάθε Κρητικός είναι και μια Ελλάδα |
Από τσι Κρήτης τον μπαξέ θα σας σε μπέψω μπόλι να κάμετε την ξενιτιά ολάνθιστο περβόλι | Όπου κι αν πάει ο κρητικός το πάσο του δε χάνει για δε μπορεί ο κάθε εις τον Κρητικό να κάνει |
Αϊτέ που κάθεσαι ψηλά πως δε σε πιάνει ζάλη οντε γυρίζεις και θωρείς τση Κρήτης μας τα κάλλη | Όπου κι αν πάω θα κρατώ χώμα απ' τον Ψηλορείτη να το σκορπίζω να γενεί ούλος ο κόσμος Κρήτη |
Στο κάθε φύλλο τση καρδιάς τ' όνομα Κρήτη γράφω και το βαστώ περήφανα ως τε να μπω στον τάφο | Κρήτη διαμαντοστόλιστη κλίνω πιστά το σώμα και προσκυνώ ευλαβικά το ιερό σου χώμα |
Του Έρωτα
Απόψε
σ' είδα στ' όνειρο χαρώ το τ' όνειρό
μου |
Απ το πρωί η
σκέψη μου στην πόρτα σου απ� όξω μα βράδιασε και δεν μπορώ να την αναμαζόξω |
Ήθελα να
γινόμουνα εις τη καρδιά σου αίμα να μη μπορείς ούτε στιγμή να ζεις χωρίς εμένα |
Εγώ 'μαι τ 'όμορφο πουλί που στην
φωτιά σιμώνω καίγομαι στάχτη γίνομαι μα πάλι ξανανιώνω |
Στα χέρια σου 'χεις δυο κλειδιά πάνω και κάτω κόσμου και θέλω το' να από τα δυο και όποιο θέλεις δώσ' μου |
Θάλασσα απ όλα τα νερά και τα
ποτάμια πίνεις πιες τα δικά μου δάκρια πλατύτερη να γίνεις |
Σαν εκκλησιά στην έρημο που δεν την λειτουργούνε ετσά ναι κείνος π' αγαπά και δεν τον αγαπούνε |
Όσες πληγές μου άνοιξες μικρή
μου αν θυμάσαι να γίνουν τριαντάφυλλα απάνω να κοιμάσαι |
Όλοι 'χουν εικονίσματα και προσκυνούν
απάνω μα 'γω στα μάτια σου τα δυο την προσευχή μου κάνω |
Εγώ 'μαι που κοιμήθηκα ολόγυμνος
στο χιόνι μα 'χα τσ' αγάπης την φωτιά κοντά να με πυρώνει |
Μην αγαπάς ποτέ καρδιά που
εύκολα αγάπη δίνει γιατί 'ναι σαν την αστραπή που μόλις άψει σβήνει |
Παροιμίες
Δεν είναι πράμα πως
περνά ο ποντικός από τα γένια σου |
Η γρα κάνει εκατό να πιάσει στο χορό, και διακόσα να σκολάσει |
Αν πηγαίνω σιγά σιγά με φτάνει ο
διάολος, |
Άλλα λέεις τση κνυσάρας κι άλλα κνυσαρίζει 'κείνη. | Βοήθα μου Αϊ Γιώργη μου, σειέ και συ τα πόδια σου |
Γάιδαρος ειν' ο γάιδαρος αν βάλει και τη σέλλα | Δέρνε το φτωχό, μα θώριε και το δίκιο του |
Αν καλοβόσκω χουμά πίνω, κι αν κακοβοσκω χουμά πίνω | Απ' αφρουγκάζεται καλά όμορφα κουβεδιάζει |
Απής γεράσει το δεντρί ξεράδια δεν του λείπουν | Δείρε τον κακό να γενεί χειρότερος |
Δυο κεφαλές σ' ένα φέσι δεν χωρούνε | Ηγούγια ντου του κοτσιφού απού μαδή η ορά ντου |
Ένα οζώ ψωριάρικο ψωριάζει το κουράδι | Η καλή νοικοκερά είναι δούλα και κερά |
Καλιά 'χω σήμερο τ' αυγό παρά ταχυά την όρθα | Κατά τα ρούχα, πέμπει ο Θεός τη κρυγιότη |
Απού τα ύστερα μετρά, πάντα 'ναι κερδισμένος | Κακή μοίρα έχεις άντρα μου, ούλοι 'πνιγήκανε και σύ εγλύτωσες |
Μηδέ γάμος χωρίς κλάμα μηδέ μνήμα χωρίς γέλιο | Να 'ταν το σημισιακό καλό, θε να κάνουν και τη γυναίκα |
Αετοφωλιές
Μαντατοφόρος Οδύσσεια
Ιλιάδα Ησίοδος
Μαθητής Χάρος
Γιώργης Τα
Νέα μας Ριζίτικα
Παρατσάφαρα
του Γιώργη