Το
παρακάτω γεγονός συνέβη όταν κάποιες
γυναίκες μην έχοντας με τι άλλο να
ασχοληθούνε (δεν είχαν βλέπετε
τηλεόραση) βάλθηκαν να ζυγιστούνε και με
άκρα μυστικότητα μαζεύτηκαν στο σπίτι
σε μια από όλες και βρήκαν ένα καντάρι το
μόνο όργανο ζύγισης που υπήρχε στο χωριό
κατάλληλο για να ζυγίσεις κανείς τις
πατάτες του τα σφαχτά του, αλλά εντελώς
ακατάλληλο για να ζυγιστεί άνθρωπος.
Δείτε πως τα κατάφεραν οι γυναίκες όπως
το περιγράφει με το
δικό του μοναδικό τρόπο ο Γιώργης
Το Ζύγιασμα
Μια κι η παρέα το καλεί κι η συντροφιά
το θέλει
Και με ρωτάτε να σας πω εμένα δε με μέλει
Θα σας το πω κι ακούστε το ένα παραξενάδι
Που μου το δηγηθήκανε και 'μένα ένα βράδυ
Μ' αφήστε με μία στιγμή να θυμηθώ λιγάκι
Του Χατζισήφη άναβε και κάπνιζε το τζάκι
Εκιά μονομεριάσανε μερκές γειτονοπούλες
Κι άλλες μερκές απ το χωριό και
κουβεντιάζαν ούλες
Εκουβεντιάζανε πολλά και είπανε άλλα τόσα
Ξέρετε δυο σαν σμίξουνε δεν σταματά η
γλώσσα
Εκειά που κουβεντιάζανε πετάχτηκε η μια
τους
Κι είπε να τα ζυγιάσουνε ούλες τους τα
κορμιά τους
Επέψανε μια κοπελιά κι έφερε το καντάρι
Κι άνθρωπος δεν τις πήρενε από ποθές
χαμπάρι
Μα τώρα πως τα βόλεψαν και πως εκρεμαστήκαν
Εις το καντάρι μια και μια κι
ομορφοζυγηστήκαν
Ένα δαυλό μου είπανε εκρέμασαν στη μέση
Κάθιζε απάνω κάθε μια κι εκράθιε να μη πέσει
Κι αρχίζουνε το ζυγιαστό με μαστοριά και
τάξη
Ακρίβεια σαράντα τρεις εβγήκενε η Πράξη
(οκάδες)
Κρίμα που κάναν μάθημα ετότες οι δασκάλες
Και δεν εζυγηστήκανε ετότες με τις άλλες
Μόνο η Μαρίκα ήτανε εκειά και εζυγήστη
Σαράντα πέντε εβγήκενε κι αλήθεια
ευχαριστήθη
Με το ν' αλλάξει το νερό για λίγες εβδομάδες
Να πιει τ' Ασηγωνιότικο πάχυνε τρεις οκάδες
Με τι σειρά τους ύστερα γεμάτες καλοσύνη
Ζυγιάστηκε η Βαγγελιά κι ύστερα η Μερσίνη
Νομίζω σαράντα οχτώ μου 'πανε πως εβγήκαν
Στη μια η στην άλλη διαφορά καθόλου δεν
εβρήκαν
Να κι η Μπαμιαδογιάννενα
στην υστεριά σιμώνει
Μα είναι ο καμπανός μικιός και δεν την νε
σηκώνει
Δεν ξέρω δεν ερώτησα βγαίναν τόσες οκάδες
Συγκάνταρες με το δαυλό γη βγάνανε τσ'
αντάρες
Πλιότερες λεπτομέρειες δεν ξέρω αλλά όμως
Να γράψω επιφυλάσσομε και να σας πω
συγχρόνος
|
Εδώ
έχουμε μια περίπτωση που ένα παιδί για
κάποιο λόγο το έσκασε από το σπίτι του. Όλο
το χωριό κινητοποιήθηκε προς αναζήτησή
του. Ο Γιώργης κατέγραψε το γεγονός
αμέσως την επομένη.. απολαύστε το
Ο Φούρναρης
Άνω κάτω το
χωριό κι αναμμένοι 'σαν οι λύχνοι
κάποια μάνα το παιδί της το 'χασε και δεν
το βρίχνει
Ούλη μέρα το 'χε χάσει βράδιασε μα δεν
εφάνει
Μανωλιό μου του φωνάζει βογκητό και
κλάμα βγάνει
Τρέχουσι παντού και ψάχνουν στα πηγάδια
και στα ρυάκια
και εις τη γραμμή επήραν του γκρεμνούς
και σπηλιαράκια
Αναγέρνουν και τα δάση με φακούς και με
λυχνάρια
με παπύρους με λαμπάδες με φωνές και με
φανάρια
Οι φωνές της μάνας μοιάζουν με σειρήνες
του πολέμου
Που να πήγε το παιδί μου κι ήντα να 'γινε
Θεέ μου!
Όλες κλένε κι όλοι λένε για το άτυχο
αντράκι
αν ετσούρισε κι εχάθη κρίμας το
κοπελιαράκι
Αν επνίγη σε πηγάδι γι αν το πήρε το
ποτάμι
ο Θεός για τον πατέρα και τη μάνα του να κάμει
Ούλοι οι χωριανοί εβγήκαν και γυρεύουν
να το βρούνε
κι η καημένη η μάνα κράζει μα το Μανωλιό
της πού 'ναι;
Και το κλάμα δυναμώνει κι η ανησυχία επίσης
και ταξίματα στους Αγίους και
σταυρούς και παρακλήσεις
Πάνω στην οχλαγωγία και σ' αυτή την
παραζάλη
μια γυναίκα στο χωριό έβγαλε φωνή μεγάλη
Όλοι ένιωσαν αμέσως πως το βρήκαν το καημένο
μα δεν ξέρουν αν το βρήκαν ζωντανό η
πεθαμένο
Τρέχουν όλοι μα απ' όλους πρώτη έφταξε η
μάνα
πρώτη βρέθηκε μπροστά του, Μανωλιό μου
λέει με κλάμα
και σωριάζεται και πέφτει κάτω
λιποθυμισμένη
τέτοια τη στοργή της μάνας έχει ο
πλάστης καμωμένη
Την μητέρα συνεφέρνουν και το λεν και
του κυρού του
πως το βρήκαν να κοιμάται εις το φούρνο
του σπιτιού του
Κι από σήμερα και πέρα δεν το βρίσκεις
πια Μανώλη
εβαφτήσαν το φουρνάρη και παρανομιάζουν
το όλοι. |