Τα μάγουλα φούσκωναν κι' από τη μικρή έξοδο που άφηναν τα χείλη έβγαινε με ορμή προς τα εμπρός ο αέρας και με τον ψίθυρο των χειλιών και του αέρα ακούγετο εκείνο το μακρόσυρτο φ..φ..φ.. πού ακούγεται όταν κανένας φυσά.Το ένα παιδί ήταν σκυμμένο πάνω από λίγα κάρβουνα σβηστά μέσα σ' ένα πρόχειρο πήλινο μαγκαλάκι και που ανάμεσά τους υπήρχαν μερκές αναμμένες σπίθες που λίγο πριν είχε καταφέρει να ανάψει με μικρά αποκέρια.
Φυσούσε φυσούσε συνέχεια για να μεγαλώσει το άναμμα και να ανάψουν καλά τα κάρβουνα , και τα μάτια του είχαν γίνει κόκκινα από το φύσημα και την αγωνία.
Το κεφάλι του είχε πονέσει από την εισπνοή που τραβούσε το ανθρακικό οξύ καθώς έσκυβε πάνω στο μαγκαλάκι κι' έπαιρνε βαθιές ανάσες για να μαζέψει περισσότερο αέρα να φουσκώσουν τα μάγουλά του και να ξαναφυσίξει.Ζαλίστηκε σαν να ήταν μεθυσμένος όταν τελικά τα κατάφερε να ανάψει τα κάρβουνα.
Ο Παπάς του εφώναζε κάθε τόσο :
" Τα κάρβουνα άναψαν; "
Το άλλο παιδί έφερε το θυμιατό με τα μικρά κουδουνάκια στης αλυσίδες ανέβασαν λίγο το καπάκι του και το γέμισαν αυτούμενα κάρβουνα .Το πήρε ο Παπάς δίπλωσε τις αλυσίδες πάνω στα δάχτυλά του, το σήκωσε λίγο επάνω, έριξε λιβάνι και άρχισε το εκκλησίασμα .
Ηταν η κυριακή της Σταυροπροσκυνήσεως και η εκκλησία γέμισε από τους χωριανούς γυναίκες και άντρες.
Τα τρία παιδιά του Σχολείου όπως όριζε ο δάσκαλός τους να πηγαίνουν κάθε κυριακή και να βοηθούν του Παπά στην εκκλησία ήταν από τα πρώτα που είχαν πάει.
Μέσα στο ιερό βήμα πίσω από το πανόμορφο σκαλιστό τέμπλος και τα εικονίσματα των αγίων του Θεού και της Παναγίας , την ασημοτή εικόνα του Αγίου Γεωργίου και όλων των Αγίων.
Είχαν αρχίσει πρώτα την δουλειά τους τη φωτιά , το νερό που ζέσταιναν σε λίγο για την Αγία μετάληψη.
"Φέρε μου το Ζέω ", θα τους έλεγε ο παπάς όταν το χρειαζόταν, τα κεριά στα κεροπήγια πάνω στην αγία τράπεζα κλπ.
Τα παιδιά ήξεραν καλά την δουλειά τους όπως και τα άλλα παιδιά που όριζε ο δάσκαλος τις προηγούμενες κυριακάδες. Οπως είπαμε το εκκλησίασμα ήταν αρκετό ήταν δηλαδή πλουσιότερο από τις άλλες Κυριακές λόγο του Σταυρού το προσκύνημα.Όταν ήρθε η ώρα του Σταυροπροσκυνήματος ο παπάς γέμισε τον δίσκο αντίδωρο ένα από τα παιδιά κράτησε το δίσκο δίπλα από τον παπά ,και ο παπάς με το σταυρό στο χέρι άρχισε να ευλογή έναν έναν χωριανό που πλησίαζε φιλούσε τον σταυρό το χέρι του παπά κι άφηνε ένα πενηνταράκι δραχμή ή δίδραχμο στο δίσκο έπαιρνε το κομματάκι του το αντίδωρο ξανάκανε το σταυρό του κι έφευγε τρώγοντας το αντίδωρο αν δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα του εκείνο το πρωινό.
Με τους τελευταίους που προσκύνησαν τον σταυρό Τέλειωσε και η σημερινή Κυριακάτικη λειτουργία που δεν έμοιαζε όπως ακριβώς οι άλλες και την έχομαι μια φορά το χρόνο.
Ο παπάς έριξε μια ματιά στο δίσκο δεν ξέρει κανείς κατά πόσο θα ικανοποιήθηκε από τα δραχμοδίδραχμα μα είδε ότι μερκά κομματάκια από πρόσφορο είχε μείνει ανάμεσα και ανάκατα με τα λεφτά.
Εφώναξε το ένα παιδί και του δίνει το δίσκο.
Φάτε το πρόσφορο , του λέει , που έμεινε μαζέψετέ το καλά καλά και να φύγετε . Κουκουβιασμένα τα τρία παιδιά σε μια γωνιά στο άγιο βήμα άρχισαν να διαλέγουν και να τρώγουν τα μικρά κομματάκια και τα θρούβαλα του ψωμιού .
Έβαζαν τα δάχτυλά τους ανάμεσα στα κέρματα ανακάτευαν και διάλεγαν.
Έβλεπαν τα χρήματα. Ίσως θα ήθελαν να πάρουν καμιά δραχμή η κανά δίδραχμο για να αγοράσουν κανένα κουλουράκι , λουκουμάκι η καραμέλες τα μόνα λιξήδια που μπορούσαν να βρουν στα διό μαγαζιά που είχε το χωριό.
Όμως δεν μπορούσαν να το κάμουν αυτό είχαν τον φόβο και την ντροπή. Αν βρισκόταν μοναχό του το ένα ίσως μπορούσε να κάνει αυτή τη πράξη .
Να μη το έβλεπαν τα άλλα ... μα ήταν τρία.
Μάζευαν τα κομματάκια και έτρωγαν αμίλητα μέχρι που τέλειωσαν,έπειτα παίρνει να φύγει το πρώτο, ξεδιπλώθηκε και το δεύτερο και σηκώνετε απάνω.
Την ίδια κίνηση κάνει και το τρίτο όμως κάτι έβανε τούτος στο νου του , κάποιο σχέδιο ετοίμαζε .
Είχε ανάγκη από τρεις δραχμές όχι για κουλουράκια και καραμέλες μα ήθελε να αγοράσει ένα τετράδιο κι ένα μολύβι , και τόσο έκαναν.Οι γονείς του δεν είχαν να του δώσουν τις τρεις δραχμές. Πέρασε από το νου του να τις πάρει από το δίσκο .
Από τα χρήματα του παπά , κι όταν κινούσαν να φεύγουν αυτό προσποιήθηκε ότι μάζευε ακόμη κι έτρωε κάτι τελευταία μικρά ψίχουλα.
Έμεινε μόνος για δευτερόλευτα και σ' αυτά τα δευτερόλευτα τρέμοντας από φόβο αρπάζει ένα δίδραχμο και μια δραχμή, κι έτρεξε έξω. Στη βιάση και στο φόβο του τα έβαλε στα στήθη του αλλά δυστυχώς όπως έτρεχε του έπεσαν χάμω στην πόρτα της εκκλησίας και ήχησαν αρκετά πάνω στα πλακάκια .
Με πιο μεγάλη τρομάρα τα αρπάζει τα ξαναπετά στην ίδια κρύπτη και συνεχίζει να τρέχει έξω.
Ο παπάς που άκουσε τον ήχο των κερμάτων στην ώρα που άλλασσε μέσα στο Ιερό δεν πρόλαβε να δη πιο από τα τρία παιδιά ήταν που του έπεσαν τα λεφτά , κατάλαβε όμως καλά ότι όποιο και αν ήταν τα χρήματα τα είχε πάρει από το δίσκο , έτσι σε λίγο που πήγε στο καφενείο του χωριού βρήκε το δάσκαλο και του είπε ότι τα παιδιά που του έστειλε για να τον βοηθήσουν του έκλεψαν όλα τα χρήματα από τον δίσκο .
Την άλλη μέρα δευτέρα η καμπάνα του σκολειού κτύπησε όπως κάθε μέρα για να μαζευτούν τα παιδιά στο σχολείο τους.
Το μάθημα άρχισε σε λίγο κι όλα έμοιαζε πως πήγαιναν καλά ως την ώρα που ήρθε το μεσημέρι και ο δάσκαλος λέει κοιτάζοντας το ρολόι του.
Μαζέψετε τα βιβλία σας παιδιά και σκολάσετε εκτός από τα τρία που είχα στείλει χθες να βοηθήσουν τον παπά στην εκκλησία .
Αυτοί να μείνουν που τους θέλω.
Το ένα παιδί κατάλαβε βέβαια αμέσως πιά ήταν η αφορμή που τους ήθελε ο δάσκαλός του αλλά τα άλλα δυο δεν είχαν την παραμικρή ιδέα .
Όταν τα άλλα παιδιά του σκολειού έφυγαν ο δάσκαλος πλησιάζει τα τρία παιδιά .
"Πείτε μου" ,τους λέει ,ποιος από τους τρεις σας πήρε τα λεφτά του παπά από την εκκλησία χθες "Δεν τα πήρα εγώ κύριε ,δεν τα πήρα εγώ κύριε ,δεν τα πήρα εγώ κύριε . "
Ετσι του απάντησαν και τα τρία.
Ο δάσκαλος ξαναρωτά :
" Πείτε μου με το καλό γιατί θα σας αναγκάσω να μου το πείτε με το ξύλο . "
Ξανά άλλα τρία " δεν τα πήρα εγώ κύριε " ακούγονται .
Ο δάσκαλος πηγαίνει στο τραπέζι του και παίρνει στο χέρι την βέργα μια αγριολένια βέργα που την είχε επί τούτου για να δέρνει τα παιδιά ,ξύλο που δεν έσπαγε εύκολα με τις ξυλιές που έδινε .
"Για τελευταία φορά " τους λέει και προσπαθεί να τα πείσει να μαρτυρήσουν ,όμως του κάκου . Πάντα την ίδια στερεότυπη απάντηση έπαιρνε . Λέει τότε στο πρώτο:
" Έλα κοντά . "
Πλησιάζει.
"Άνοιξε το χέρι σου . "
Ανοίγει το χέρι του και ο δάσκαλος άρχισε να του χτυπά με τη βίτσα δυνατά στης ανοιγμένες παλάμες των χεριών του .
Από τον πόνο το παιδί τραβούσε το χέρι του και έκλεινε τις παλάμες .
Ο δάσκαλος πρόσταζε συνέχεια . " Άνοιξε το χέρι σου !!."
Του έριξε αρκετές και παίρνει σειρά το άλλο , και το άλλο .
"Θα μου πείτε ;" ρωτούσε ο δάσκαλος και ξανάρχιζε από το πρώτο.
Όμως ο δάσκαλος πάντα έπαιρνε την ίδια απάντηση όπως και στην αρχή , με την μόνη διαφορά πως τώρα οι απαντήσεις των παιδιών συνοδέυουνταν από κλάματα .
Τα έδειρε αρκετά για να μαραθούν τα χέρια τους από τον πόνο όμως δεν κατάφερε να αποσπάσει την ομολογία τους .
Φυσικά τα δυο δεν είχαν να ομολογήσουν τίποτα ούτε ήξεραν τίποτα για να πουν , αλλά και το τρίτο παρ' όλο το ξύλο που έφαγε από το δάσκαλο , έλεγε μέσα του.
"Τι ντροπή ! Καλύτερα να πεθάνω παρά να το πω και να με μάθουν . "
Τελικά ο δάσκαλος αποφάσισε να εγκαταλείψει την προσπάθεια για σήμερα και λέει στα παιδιά :
" Έτσι θα σας δέρνω κάθε μέρα μέχρι να μου μαρτυρήσετε , και σήμερα εσείς δεν θα σκολάσετε τώρα για μεσημέρι , θα μείνετε νηστεία στο σκολειό χωρίς φαϊ."
Το απόγευμα η καμπάνα του σκολειού ξαναχτύπησε . Τα παιδιά ήρθαν πάλι στο σχολείο τους .Όλα έμαθα για το ξύλο που ο δάσκαλος έδωσε στους συμμαθητές τους , και την νηστεία που τους άφησε το μεσημέρι .
Το βράδυ που ήρθε η ώρα να σκολάσουν ο δάσκαλος σκόλασε και τους τρεις υπόδικους κανονικά .
Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια έγιναν . Το μεσημέρι όλοι να σκολάσουν είπε ο δάσκαλος εκτός από τους τρεις . Πάλι ξύλο τρομερό , πάλι κλάματα και νηστεία.
Τούτο συνεχίστηκε όλη την βδομάδα .
Οι παλάμες των παιδιών είχαν μαραθεί τελείως .
Δεν μπορούσαν πιά ούτε ψωμί να πιάσουν να φάνε .
Δεν ήξεραν ως που θα πήγαινε ετούτη η δουλειά .
Δεν ήξεραν αν θα μπορούσαν να αντέξουν άλλο , ούτε ήξεραν τι μπορούσαν να ομολογήσουν οι δυο τουλάχιστον για να γλυτώσουν .
Ο δάσκαλος και πολύ αυστηρός ήταν και πολύ πεισματάρης .
Το μεσημέρι όταν πάλι όλα τα παιδιά σκόλασαν και οι τρεις έμειναν για το καθιερωμένο , ο δάσκαλος παίρνει πάλι τη βίτσα του που δεν ήταν αυτή που χρησιμοποίησε την πρώτη μέρα , ασφαλώς την ανανέωσε και την ξαναανανέωσε γιατί σιγά σιγά έσπαζε λίγη λίγη από μπροστά με τις πολλές βιτσές , κόνταινε, και δεν χτυπούσε δυνατά όσο ήθελε ο δάσκαλος .
Ήταν ένα σωστό μαρτύριο τόσο σωματικό όσο και ψυχολογικό για τους τρεις μαθητές του Δημοτικού σχολείου εκείνη η εβδομάδα .
Λέτε μου , ρωτά πάλι ο δάσκαλος τα παιδιά όπως έκανε και κάθε μέρα . Αποφασίσετε να μου ομολογήσετε σήμερο ;
Δεν πήρε καμιά απάντηση .
Έτσι έκαναν τις τελευταίες μέρες . Δεν μιλούσαν καθόλου στην ερώτηση του δασκάλου τους μόνον περίμεναν το ξύλο .
Όμως σήμερο τα πράματα δεν έμελε να συνεχιστούν όπως τις άλλες ημέρες .
Μόλις ο δάσκαλος λέει στον πρώτο μαθητή να ανοίξει το χέρι του και σήκωσε τη βέργα για να τη ρήξη με ορμή πάνω στη μισοανοιγμένη παλάμη του παιδιού που δεν άνοιγε πιά ολότελα από το πολυήμερο ξυλοκόπημα . Το παιδί τράβηξε το χέρι του πίσω και λέει :
"Στάσου κύριε στάσου κύριε. Μη με δέρνεις άλλο.
Εγώ επήρα μια δραχμή ".........
Αετοφωλιές
Μαντατοφόρος Οδύσσεια
Ιλιάδα Ησίοδος
Χάρος Γιώργης
Τα Νέα μας Ριζίτικα
Μαντινάδες
Παρατσάφαρα
του Γιώργη